Title: Συρανό δε Μπερζεράκ
Author: Edmond Rostand
Translator: George Stratigis
Release date: August 19, 2011 [eBook #37131]
Most recently updated: April 5, 2012
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold words are included in &
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &.
ΕΜΜΕΤΡΟΝ ΗΡΩΙΚΟΝ ΔΡΑΜΑ
ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΕΝΤΕ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕΝ
ΥΠΟ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΗΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ», ΣΤΑΔΙΟΥ 44
1921
ΕΔΜΟΝΔΟΥ ΡΟΣΤΑΝ
ΣΥΡΑΝΟ
ΔΕ ΜΠΕΡΖΕΡΑΚ
ΕΜΜΕΤΡΟΝ ΗΡΩΙΚΟΝ ΔΡΑΜΑ
ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΕΝΤΕ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕΝ ΥΠΟ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΗ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΗΣ: I Ω Α Ν Ν Η Σ Δ. Κ Ο Λ Λ Α Ρ Ο Σ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, ΣΤΑΔΙΟΥ 44
ΣΥΡΑΝΟ ΔΕ ΜΠΕΡΖΕΡΑΚ | Ψιλός ιππεύς |
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΔΕ ΝΕΒΙΓΕΤ | Ο θυρωρός |
ΚΟΜΗΣ ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ | Ο αστός |
ΡΑΓΚΕΝΩ | Ο υιός του |
ΛΕΜΠΡΕΤ | Είς νυκτοκλέπτης |
Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΚΑΡΜΠΟΝ | Είς θεατής |
ΔΕ ΚΑΣΤΕΛ ΖΑΛΟΥ | Είς φύλαξ |
Οι επίλεκτοι | Είς καπουτσίνος |
ΛΙΝΙΕΡ | Ο παίκτης του οξυαύλου |
ΔΕ ΒΑΛΒΕΡΤ | Δύο μουσικοί |
Πρώτος μαρκήσιος | Οι ποιηταί |
Δεύτερος μαρκήσιος | Οι ζαχαροπλάσται |
Τρίτος μαρκήσιος | ΡΟΞΑΝΗ |
ΜΟΝΦΛΕΡΥ | Η αδελφή ΜΑΡΘΑ |
ΜΠΕΛΡΟΖ | ΛΙΖΑ |
ΖΟΝΔΕΛΕ | Η πράτρια |
ΚΥΖΗ | Η μήτηρ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ |
ΜΠΡΙΣΑΓΙ | Η ακόλουθος |
Είς οχληρός | Η αδελφή ΚΛΑΡΑ |
Είς σωματοφύλαξ | Μία ηθοποιός |
Έτερος » | Οι ακόλουθοι |
Αξιωματικός Ισπανός | Η ανθοπώλις |
Το πλήθος, αστοί, μαρκήσιοι, σωματοφύλακες, νυκτοκλέπται,
ζαχαροπλάσται, ποιηταί, επίλεκτοι. Γασκόνοι, ηθοποιοί, τα βιολιά,
ακόλουθοι, παιδία, στρατιώται Ισπανοί, θεαταί, κομψευόμεναι,
ασταί, καλογραίαι κτλ.
(Αι τέσσαρες πρώται πράξεις τω 1650, η πέμπτη τω 1655)
Απαγορεύεται η από σκηνής διδασκαλία άνευ της ρητής συγκαταθέσεως
του μεταφραστού.
ΕΙΣ ΤΟΝ
ΑΓΑΠΗΤΟΝ ΜΟΥ
ΑΔΕΛΦΟΝ
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΝ
ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ ΕΝ ΤΩ ΜΕΓΑΡΩ ΤΗΣ ΒΟΥΡΓΟΥΝΔΙΑΣ
Η αίθουσα του Μεγάρω της Βουργουνδίας τω 1640. Είδος παραπήγματος
του παιγνιδίου της σφαίρας διασκευασθέντος και εξωραϊσθέντος δια
παραστάσεις.
Η αίθουσα είνε μακρόν τετράγωνον. Φαίνεται λοξώς, εις τρόπον ώστε
μία εκ των πλευρών αποτελεί το βάθος, το οποίον αναχωρεί εκ του
πρώτου επιπέδου, δεξιόθεν, και βαίνει προς το τελευταίον
επίπεδον, αριστερόθεν, διά να σχηματίση γωνίαν μετά της σκηνής,
παρουσιαζούσης τετμημένον ρόμβον.
Η σκηνή αύτη εμφράττεται, εκατέρωθεν, κατά μήκος των παρασκηνίων,
υπό εδωλίων. Η αυλαία σχηματίζεται υπό δύο εμπετασμάτων,
δυναμένων να διανοιχθώσιν. Άνωθεν του μανδύου του Αρλεκίνου, τα
βασιλικά οικόσημα. Κατέρχεταί τις από της εξέδρας προς την
αίθουσαν διά ευρειών βαθμίδων. Εκατέρωθεν των βαθμίδων τούτων, η
θέσις των βιολίων. Σειρά λαμπάδων.
Δύο σειραί υπερκειμένων πλαγίων περιστυλίων. Η ανωτέρα σειρά
διαιρείται εις θεωρεία. Ουδεμία έδρα εις την πλατείαν, ήτις είνε
αυτή η σκηνή του θεάτρου. Εις το βάθος της πλατείας ταύτης,
δηλαδή δεξιόθεν, υπάρχουσιν θρανία τινα σχηματίζοντα βαθμίδας και
υπό κλίμακα φέρουσαν προς τας ανωτέρας θέσεις, και φαινομένην
ολίγον μόνον, υπάρχει είδος κυλικείου κεκοσμημένου υπό μικρών
πολυελαίων, ανθοδοχείων, κρυσταλλίνων ποτηρίων, πινακίων με
πλακούντας, φιαλιδίων κτλ. εις το βάθος, εν τω μέσω, υπό την
στοάν των θεωρείων, η είσοδος του θεάτρου. Μεγάλη θύρα
ημιάνοικτος διά ναφίνη δίοδον εις τους θεατάς. Επί των φύλλων της
θύρας ταύτης, ως και εις διαφόρους γωνίας, και άνωθεν του
κυλικείου, ερυθρά προγράμματα επί των οποίων αναγινώσκει τις: Η
ΚΛΟΡΙΣΗ.
Κατά την ύψωσιν της αυλαίας, η αίθουσα ευρίσκεται ημίφωτος, κενή
εισέτι. Οι πολυέλαιοι είνε καταβιβασμένοι εις το μέσον της
πλατείας, έτοιμοι όπως αναφθώσι.
ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, φθάνει ολίγον κατ' ολίγον. ΙΠΠΕΙΣ, ΑΣΤΟΙ, ΘΕΡΑΠΟΝΤΕΣ,
ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ, ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ, ο ΘΥΡΩΡΟΣ κλπ. Έπειτα οι ΜΑΡΚΗΣΙΟΙ,
ΚΥΖΗ, ΜΠΡΙΣΑΓΙ, η ΠΡΑΤΡΙΑ, τα ΒΙΟΛΙΑ κτλ.
(Ακούεται όπισθεν της θύρας θόρυβος φωνών, έπειτα είς ΙΠΠΕΥΣ
εισέρχεται αποτόμως).
Ο ΘΥΡΩΡΟΣ ακολουθών αυτόν.
Στάσου! τα δεκαπέντε σου σολδία!
ΙΠΠΕΥΣ
Μπαίνω τζάμπα!
Ο ΘΥΡΩΡΟΣ
Και διατί;
ΙΠΠΕΥΣ
Είμ' ελαφρός ιππεύς του Βασιλέως!
Ο ΘΥΡΩΡΟΣ, προς άλλον ιππέα, όστις μόλις εισήλθε
Σεις;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΙΠΠΕΥΣ
Δεν πληρόνω.
Ο ΘΥΡΩΡΟΣ
Αλλά πώς . . .
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΙΠΠΕΥΣ
Είμαι σωματοφύλαξ!
ΠΡΩΤΟΣ ΙΠΠΕΥΣ προς τον δεύτερον.
Στας δυο αρχίζουν μοναχά. Είν' άδεια η πλατεία.
Έλα να παίξουμε σπαθί.
(Ξιφασκούσι με ξίφη τα οποία είχον φέρει).
ΘΕΡΑΠΩΝ εισερχόμενος.
Φλαγγίνε!. .. . Ψιτ!. .. .
ΕΤΕΡΟΣ μόλις εισελθών.
Καμπάνη!.. .
Ο ΠΡΩΤΟΣ, δεικνύων εις αυτόν παιγνίδια, τα οποία εξάγει εκ
του εσωκαρδίου του.
Χαρτιά και κύβους.
(Κάθηται κατά γης).
Παίζουμε;
Ο ΔΕΥΤEΡΟΣ κάθηται επίσης·
Βεβαίως, κατεργάρη!
Ο ΠΡΩΤΟΣ σύρων εκ του θυλακίου του τεμάχιον κηρίου, το οποίον
ανάπτων κολλά επί της γης.
Έκλεψ' απ' τον αφέντη μου κερί ένα κομμάτι.
ΦΡΟΥΡΟΣ προς μίαν ανθοπώλιδα πλησιάζουσαν
Καλά 'κανες που ήλθες πριν νανάψουνε τα φώτα.
(Περιπτύσσεται την οσφύν της)
ΕΙΣ ΤΩΝ ΞΙΦΟΜΑΧΩΝ, κτυπηθείς.
Μ' εύρες!
ΕΙΣ ΤΩΝ ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΩΝ
Σπαθί!
Ο ΦΡΟΥΡΟΣ καταδιώκων την ανθοπώλιδα·
Ένα φιλί!
ΑΝΘΟΠΩΛΙΣ
Μας βλέπουν!.. .
Ο ΦΡΟΥΡΟΣ, σύρων αυτήν εις σκοτεινήν γωνίαν.
Μη φοβάσαι!.. .
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΙΣ, καθήμενος κατά γης μετ' άλλων φερόντων τροφάς.
'Σάν έρχεται προτήτερα κανείς μπορεί να τρώγη.
ΕΙΣ ΑΣΤΟΣ, οδηγών τον υιόν του.
Παιδί μου, ας καθήσωμεν εδώ.
ΕΙΣ ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΗΣ
Τρία του άσσου!
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΙΣ, εξάγων φιάλην υπό τον μανδύαν και καθήμενος·
Ο μέθυσος πρέπει να πιή βουργουνδικό κρασάκι.. .
(πίνει)
Μέσα εις το βουργουνδικό Παλάτι .. .
Ο ΑΣΤΟΣ, προς τον υιόν του.
Δεν νομίζεις,
Πούσαι σε μέρος άσχημο;
(Δεικνύει διά της ράβδου του τον μέθυσον)
Μέθυσοι!.. .
(οπισθοχωρεί, είς εκ των ξιφομάχων τον ωθεί)
Ξιφομάχοι!
(πίπτει εν μέσω των χαρτοπαικτών).
Και χαρτοπαίκτες!
Ο ΦΡΟΥΡΟΣ, όπισθέν του, ακκιζόμενος με την γυναίκα.
Ένα φιλί!
Ο Αστός απομακρύνων ζωηρώς τον υιόν του.
Ντροπές! Κι' όταν θυμάμαι
Πως τον Ροτρύ επαίξανε 'στή σάλα αυτή, παιδί μου!
Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ
Και τον Κορνήλιον!
ΟΜΙΛΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝ, κρατουμένων διά των χειρών εισέρχεται
χορεύων φαρανδόλαν και άδων.
Τρα λα λα λα λα λα λα λέρα . . .
Ο ΘΥΡΩΡΟΣ αυστηρώς προς τους ακολούθους.
Ακόλουθοι, όχι σκάνδαλα!
ΠΡΩΤΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ μετά δήθεν τρωθείσης αξιοπρεπείας.
Κύριε! Τι υποψία!
(Ζωηρώς προς τον δεύτερον, μόλις ο θυρωρός έστεψε τα νώτα).
Μήπως σου 'βρίσκεται κλωστή;
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Μαζύ με το αγκίστρι.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Μπορεί κανείς από ψηλά περούκες να ψαρέψη.
ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ, έχων πέριξ του πολλούς ανθρώπους υπόπτου
φυσιογνωμίας.
Λοιπόν ελάτε την κλεψιά, μικροί μου, να σας μάθω,
Αφού για πρώτη κλέβετε φορά . . .
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ , κραυγάζων προς άλλους ακολούθους
λαβόντας θέσιν εις τας ανωτέρας σειράς.
Αι! καλαμάκια
Μην έχη από σας κανείς;
ΤΡΙΤΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, άνωθεν.
Μαζύ με τα μπιζέλια.
(Φυσά και τους κτυπά με τα μπιζέλια).
Ο ΥΙΟΣ προς τον πατέρα.
Και τι θα παίξουν σήμερα;
Ο ΑΣΤΟΣ
Κ λ ο ρ ί σ η ν.
Ο ΥΙΟΣ
Τίνος είνε;
Ο ΑΣΤΟΣ
Είνε του Βαλτασάρ Μπαρό! Είνε ωραίο δράμα! . . .
(Ανέρχεται, λαμβάνων τον βραχίονα του υιού του).
ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ, εις τους ακολούθους του,
Των μανικιών να κόβετε προ πάντων της νταντέλες!
ΕΙΣ ΘΕΑΤΗΣ, προς έτερον δεικνύων εις αυτόν μίαν υψηλήν
γωνίαν.
'Κεί πάνω ήμουνα 'στού Σ ι δ την πρώτη!
Ο ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ, κάμνων διά των δακτύλων του το σημείον της
κλοπής.
Τα ρολόγια . . .
Ο ΑΣΤΟΣ, κατερχόμενος πάλιν προς τον υιόν του.
Θα 'δής ηθοποιούς πολύ ενδόξους . . .
Ο ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ, κάμων χειρονομίαν ότι εξάγει τι διά λαθραίων
κινήσεων.
Τα μανδύλια . . .
Ο ΑΣΤΟΣ
Τον Μονφλερύ . . .
ΚΑΠΟΙΟΣ, κραυγάζων εκ της ανωτέρας σειράς.
Ανάψατε λοιπόν τους πολυελαίους! . . .
Ο ΑΣΤΟΣ
Τον Μπελερόζ, Επύ, Μπωπρέ και Ζονδελέ.
ΕΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, εις την πλατείαν.
Α! να την!
Εφάνηκεν η πράτρια!
Η ΠΡΑΤΡΙΑ, εμφανιζομένη όπισθεν του κυλικείου.
Πάρετε πορτοκάλια,
Γάλα, βατόμουρο, ξυνό από το κίτρο . . .
(Θόρυβος εις την θύραν).
ΦΩΝΗ ΟΞΕΙΑ
Τόπον,
Ζώα!
Ο ΘΕΡΑΠΩΝ, έκπληκτος.
Πώς; οι μαρκήσιοι εις την πλατείαν!
ΑΛΛΟΣ ΘΕΡΑΠΩΝ
Ίσως
Για μια στιγμή.
(Εισέρχεται όμιλος μικρών μαρκησίων).
ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ, βλέπων την αίθουσαν ημίκενον
Πώς; φθάνομεν ως έμπορ' υφασμάτων.
Χωρίς νανησυχήσουμε κανένα και τα πόδια
Του κόσμου να πατήσουμε; Πφ! είνε αηδία!
(Ευρίσκεται ενώπιον άλλων ευγενών προ ολίγου εισελθόντων),
Κυζή! Μπρισάγι!
ΚΥΖΗ
Πιστοί εμείς! . . . προτού τα φώτ' ανάψουν,
Εφθάσαμεν.
ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Α! μη ρωτάς! μου έρχεται να σκάσω . . .
ΕIΣ ΑΛΛΟΣ
Παρηγορήσου, φίλε μου, ο φανοκόρος φθάνει.
ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, χαιρετίζον την είσοδον του φανοκόρου
Α!
(Συναθροίζονται πέριξ των πολυελαίων, τους οποίους ανάπτει.
Πρόσωπά τινα λαμβάνουσι θέσιν εις τα θεωρεία. Ο Λινιέρ εισέρχεται
εις την πλατείαν δίδων τον βραχίονα εις τον Χριστιανόν δε
Νεβιγέτ. Ο Λινιέρ, με τα ενδύματά του εν αταξία, έχει
φυσιογνωμίαν οινόφλυγος διακεκριμένου. Ο Χριστιανός, ενδεδυμένος
κομψώς, αλλ' όχι κατά τον συρμόν, φαίνεται αφηρημένος και
παρατηρεί τα θεωρεία).
Οι αυτοί, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΛΙΝΙΕΡ, έπειτα ΡΑΓΚΕΝΩ και ΛΕΜΠΡΕΤ
ΚΥΖΗ
Ο Λινιέρ!
ΜΠΡΙΣΑΓΙ
Αμέθυστος ακόμη! . . .
ΛΙΝΙΕΡ, χαμηλοφώνως προς τον Χριστιανόν,
Επιθυμείτε
Να σας συστήσω προς αυτούς;
(Σημείον συγκαταθέσεως του Χριστιανού).
Δε Νεβιγέτ, βαρώνος.
(Χαιρετισμοί)
Η ΠΛΑΤΕΙΑ, επευφημεί την ανύψωσιν του αναφθέντος πολυελαίου.
Α!
ΚΥΖΗ, προς τον Μπρισάγι παρατηρών τον Χριστιανόν.
Κεφαλή ωραία.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ, όστις ήκουσε.
Χμ!
ΛΙΝIΕΡ, παρουσιάζων προς τον Χριστιανόν.
Οι κύριοι δε Μπρισάγι
και δε Κυζή . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ υποκλινόμενος.
Χαίρω πολύ!
ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ εις τον δεύτερον.
Είν' αρκετά ωραίος,
Μα δεν φορεί ενδύματα της τελευταίας μόδας.
ΛΙΝΙΕΡ, προς τον Κυζή.
Εκ της Τουραίνης έφθασεν ο κύριος;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ναι, μόλις
Είμαι προ είκοσι ημερών εις Παρισίους μόνον.
Και αύριον εις την φρουράν των επιλέκτων 'μπαίνω.
ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ , παρατηρών τα πρόσωπα τα εισερχόμενα εις τα
θεωρεία.
Ιδού η πρόεδρος Ομπρύ!
Η ΠΡΑΤΡΙΑ
Πάρετε πορτοκάλια,
Γάλα . . .
ΤΑ ΒΙΟΛΙΑ, χορδιζόμενα.
Λα . . . λα . . .
ΚΥΖΗ, προς τον Χριστιανόν δεικνύων εις αυτόν την πληρουμένην
αίθουσαν.
Κόσμος!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ω ναι, πολύς!
ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Όλα τα κάλλη!
(Ονομάζουσι τας γυναίκας, εφ' όσον εισέρχονται πολυτελώς
ενδεδυμέναι εις τα θεωρεία. Χαιρετισμοί, αντιχαιρετισμοί μετά
μειδιαμάτων).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Να! αι Κυρίαι Γκεμενέ . . .
ΚΥΖΗ
Μποά Δωφέν . . .
ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Παληά μας
Αγάπη . . .
ΜΠΡΙΣΑΓΙ
Η Σαβινύ . . .
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Οπού με της καρδιές μας παίζει!
ΛΙΝΙΕΡ
Μπα! έφθασεν ο κύριος Κορνήλιος εκ Ρουένης.
Ο ΝΕΟΣ, προς τον πατέρα του.
Όλ' η Ακαδημία μας εδώ 'νε;
Ο ΑΣΤΟΣ
Αλλά . . . βλέπω
Μέλη πολλά. Να ο Μποδύ, Μπουσά, και δε Λασάμπρε
Πορσέρ, Μπουρζέ και Κολυμβύ, Μπουρδόν, Αμπώ. Είν' όλα
Τα ονόματα οπού κανέν ποτέ δεν θ' αποθάνη.
Ω! τι ωραίον!
ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Προσοχή! Αι κομψευόμεναί μας
Κάθηνται. Η Βαρθεναΐς και η Ουριμεδόντη,
Η Κασσανδάς, Φελιξερή . . .
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Ω! τα επώνυμά των,
Θεέ μου, είν' εξαίρετα! Μα τα γνωρίζεις όλα,
Μαρκήσιε;
ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Μαρκήσιε, ναι, όλα τα γνωρίζω.
ΛΙΝΙΕΡ, λαμβάνων κατά μέρος τον Χριστιανόν.
Εμπήκα, φίλε μου, εδώ για να σας κάμω χάριν.
Δεν έρχετ' η κυρία σας. Εις το ελάττωμά μου
Θα επιστρέψω.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ικετεύων.
Όχι! Σεις που ψάλλετε την πόλι
Και την αυλή θα μείνετε, για να μου πήτε, ποία
Είν' η γυναίκα π' αγαπώ με πάθος.
(Ο αρχηγός των βιολίων κτυπών το αναλόγιον με το τόξον του).
Τα βιολιά σας,
Κύριοι!
(Εγείρει το τόξον).
Η ΠΡΑΤΡΙΑ
Πάρετε, καλά μπισκότα, λεμονάδα . . .
(Τα βιολία αρχίζουν να παίζουν).
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Πανούργος και φιλάρεσκος φοβούμαι μήπως είνε.
Να της 'μιλήσω δεν τολμώ, γιατί δεν έχω πνεύμα . . .
Η γλώσσα που την σήμερον και ομιλούν και γράφουν,
Με θορυβεί. Είμαι καλός, μα 'ντροπαλός στρατιώτης.
— Την βλέπω πάντα δεξιά 'στό άδειο θεωρείο.
ΛΙΝΙΕΡ, έτοιμος να εξέλθη
Φεύγω.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, κρατών αυτόν.
Αλλ' όχι, μείνετε!
ΛΙΝΙΕΡ
Δεν ειμπορώ. Προσμένει
εις την ταβέρνα ο Δασουσί. Ψωφούν από τη δίψα
Εδώ.
Η ΠΡΑΤΡΙΑ, διερχομένη προ αυτού μεθ' ενός δίσκου
Πορτοκαλάδα;
ΛΙΝΙΕΡ
Ουφ!
Η ΠΡΑΤΡΙΑ
Γάλα;
ΜΙΝΙΕΡ
Πουφ!
Η ΠΡΑΤΡΙΑ
Ριβεσάλτο;
ΛΙΝΙΕΡ
Αλτ!
(Προς τον Χριστιανόν).
Μένω ακόμα μια στιγμή. Δος μου απ' το ριβεσάλτο.
(Κάθηται πλησίον του κυλικείου. Η πράτρια τον κερνά ριβεσσάλτον).
ΦΩΝΑΙ, εκ του κοινού, κατά την είσοδον ενός ανθρώπου φαιδρού
κ' ευσάρκου.
Α! Ραγκενώ! . . .
ΛΙΝΙΕΡ, προς τον Χριστιανόν
Ο Ραγκενώ, ζαχαροπλάστης μέγας.
Ο ΡΑΓΚΕΝΩ, ενδεδυμένος ως ζαχαροπλάστης, προχωρεί ζωηρώς προς
τον Λινιέρ.
Τον κύριον δε Συρανό μην έτυχε να δήτε;
Ο ΛΙΝΙΕΡ, παρουσιάζων τον Ραγκενώ προς τον Χριστιανόν.
Των ποιητών κ' ηθοποιών είν' ο ζαχαροπλάστης.
Ο ΡΑΓΚΕΝΩ, θορυβούμενος.
Τιμή μεγάλη! . . .
ΛΙΝΙΕΡ
Σιωπή! Μαικήνας των δεν είσαι;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Ναι, τρων οι κύριοι αυτοί σ' εμένα.
ΛΙΝΙΕΡ
Επί πιστώσει.
Τρελλός για στίχους.
ΡΑΓΚΕΝΩ
Αληθές, πως για 'να τραγουδάκι . . .
ΛΙΝΙΕΡ
Δίνεις μια τούρτα . . .
ΡΑΓΚΕΝΩ
Όχι δα! ένα μικρό τουρτάκι!
ΛΙΝΙΕΡ
Τι αγαθός! ωσάν γιαυτό να δικαιολογήται! . . .
Για μια στροφή δεν έδωσες
ΡΑΓΚΕΝΩ
Τσουρέκια.
ΛΙΝΙΕΡ, αυστηρώς.
Με το γάλα.
Και τ' αγαπάς το θέατρον;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Μέχρ' ειδωλολατρείας.
ΛΙΝΙΕΡ
Πληρώνεις με γλυκίσματα τα εισιτήριά σου!
Και τώρα πες, η θέσις σου απόψε, μεταξύ μας,
Τι σου κοστίζει;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Τέσσερα μπουρέκια. Δεκαπέντε
Πάστες.
(Παρατηρών πανταχού).
Ο κύριος Συρανό δεν ήλθεν; Απορία
Μου έρχεται.
ΛΙΝΙΕΡ
Και διατί;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Ο Μονφλερύ θα παίξη!
ΛΙΝΙΕΡ
Πράγματι, αυτός ο κοιλαράς του Φαίδωνος το ρόλο
θα παραστήση σήμερον. Αλλά και τι τον μέλλει
Αυτό τον Συρανό;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Αλλά λοιπόν το αγνοείτε;
Διέταξε τον Μονφλερύ, που έχει 'στό στομάχι,
Να μη πατήση 'στήν σκηνή τριάντα 'μέρες.
ΛΙΝΙΕΡ, όστις ευρίσκεται εις το τέταρτον ποτήρι του.
Τώρα
Λοιπόν;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Θα παίξη ο Μονφλερύ!
ΚΥΖΗ, πλησιάζων με τον όμιλόν του.
Και τι μπορεί να κάμη;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Χο! χο! εγώ ήλθα να δω!
ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Ο Συρανό, ποιος είνε;
ΚΥΖΗ
Είνε ένας νέος που 'στής σπαθιές τον όμοιό του δεν έχει.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Είν' ευγενής;
ΚΥΖΗ
Ναι, αρκετά, Είν' εκ των επιλέκτων.
(Δεικνύων ένα ευγενή, όστις πηγαινοέρχεται εις την αίθουσαν, ωσάν
να εζήτει κανένα).
Αλλά ο φίλος του Λεμπρέτ Θα σας πληροφορήση.
(Καλεί αυτόν).
Λεμπρέτ;
(Ο Λεμπρέτ τους πλησιάζει).
Ζητείς τον Μπερζεράκ;
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ναι, κ' εις ανησυχίαν
Ευρίσκομαι.
ΚΥΖΗ
Ο άνθρωπος αυτός, δεν είν' αλήθεια,
Πώς διόλου δεν είνε κοινός;
ΛΕΜΠΡΕΤ, μετά τρυφερότητος.
Ω! υπό την σελήνην
Πλάσμ' απ' αυτόν γλυκύτερον δεν είδα!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Στιχοπλόκος!
ΚΥΖΗ
Και ξιφομάχος!
ΜΠΡΙΣΑΓΙ
Φυσικός!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Και μουσικός!
ΛΙΝΙΕΡ
Και ποίαν
Έχει μορφήν αλλόκοτον!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Βεβαίως, δεν πιστεύω,
Πως την εικόνα του ποτέ θα μας την ζωγραφίση
Ο σοβαρός ζωγράφος μας, ο δε Σαμπαίν. Αλλ' όμως
Παράδοξος, αλλόκοτος, περίεργος, αστείος,
Θα εχρησίμευε, φρονώ, ως ο μαχαιροβγάλτης
Ο πειο τρελλός 'στόν Ιάκωβον Καλότ, τον μακαρίτην,
Διά τας προσωπίδας του. Καπέλλο με λοφίον
Τριπλούν, 'σωκάρδι μ' έξ φτερά, καπότο, που από 'πίσω
Μ' επισημότητα πολλήν η σπάθη του σηκόνει,
Καθώς αυθάδους κόκορα ουρά που καμαρώνει,
Απ' όλους δε τους Αρταμπάν πειο γαύρος, που η Γασκόνη
Ήτο και θάνε πάντοτε η ξακουσμένη μάνα,
Σαν τραχηλιά αρλεκινική, τον βλέπεις να προβάλλη
Μια τέτοια μύτη! Α! κύριοι, τι μύτη εκείνη η μύτη!
Στον δρόμο δεν μπορείς να δης μια τέτοια προσωπίδα,
Χωρίς να κράξης! «Α! μ' αυτή μοιάζει 'σάν προβοσκίδα!»
Έπειτα λες χαμογελών: «Θα την πετάξη . . .» Αλλ' όμως
Ο κύριος δε Μπερζεράκ δεν την πετά ποτέ του.
ΛΕΜΠΡΕΤ, σείων την κεφαλήν.
Τη φέρει — κι' όποιος τη θωρεί τόνε καταξεσχίζει.
ΡΑΓΚΕΝΩ, υπερηφάνως.
Το ξίφος του είνε το μισό του ψαλλιδιού της Μοίρας.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ, υψών τους ώμους.
Δε θάρθη!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Θάρθη! Στοίχημα σας βάζω ένα ορνίθι
Κατά τον Ραγκενώ!
ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Δεκτόν!
(Ψίθυροι θαυμασμού εις την αίθουσαν. Η Ροξάνη ενεφανίσθη εν τω
θεωρείω της. Κάθηται εις το έμπροσθεν μέρος, η ακόλουθός της εις
το βάθος. Ο Χριστιανός, απασχολούμενος να πληρώση την πράτριαν,
δεν παρατηρεί).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Α! κύριοι! αλλ' είνε
Υπερβαλλόντως θελκτική!
ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Ροδάκινο που ρίχνει
Χαμόγελο 'στή φράουλα!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Κ' είνε δροσάτη τόσον,
Που πειο κοντά της θ' άρπαζες συνάχι 'στήν καρδιά σου.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, εγείρων την κεφαλήν, παρατηρεί
την Ροξάνην, και αρπάζων ζωηρώς τον βραχίονα του Λινιέρ.
Αυτή είνε!
ΛΙΝΙΕΡ, παρατηρών.
Α! είνε αυτή!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Πες γρήγορα! Φοβούμαι.
ΛΙΝΙΕΡ, πίνων βραδέως το ριβεσάλτον του.
Είν' η Μαγδαληνή Ρομπέν, μεπώνυμον Ροξάνη —
Κομψευομένη φίνα.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Φευ!
ΛΙΝΙΕΡ
Είν' ορφανή· ελευθέρα.
'Ξαδέλφη του δε Συρανό — που ομιλούσαν τώρα . . .
(Κατ' αυτήν την στιγμήν, είς κύριος κομψότατος, με την κυανήν
ταινίαν χιαστί, εισέρχεται εις το θεωρείον, και όρθιος, συνομιλεί
μετά της Ροξάνης).
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ανασκιρτών.
Ποιος είν' ο άνθρωπος αυτός; . . .
ΛΙΝΙΕΡ, όστις αρχίζει να μεθύη, κλείων τον οφθαλμόν.
Χε! Χε! κόμης δε Γκύσης.
Ερωτευμένος με αυτήν. Αλλά υπανδρευμένος
Με του Αρμόνδου Ρισελιέ την ανεψιά. Σκοπεύει
Με κάποιον υποκόμητα Βαλβέρτ να την νυμφεύση.
Ελεεινόν και . . . πρόθυμον. Αυτή δεν υπογράφει,
Αλλ' είν' ο κόμης ισχυρός, και να καταδιώξη
Μπορεί ευκόλως μιαν αστήν. Τον ύπουλον σκοπόν του
Τον απεκάλυψ' άλλως τε σένα μικρό τραγούδι,
Που . . . χα! θα πνέει μένεα!. . — Το τέλος του προ πάντων,
Ήτο τσουχτό . . . Ακούσατε . . .
(Εγείρεται παραπαίων, με το ποτήριον υψηλά, έτοιμος να ψάλλη).
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Α! όχι! Καληνύχτα.
ΛΙΝΙΕΡ
Για πού;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Τον Κύριον Βαλβέρτ να 'βρω.
ΛIΝΙΕΡ
Προφυλαχθήτε!
Θα σας φονεύση!
(Δεικνύει εις αυτόν διά του νεύματος την Ροξάνην).
Μείνατε. Σας βλέπουν.
Είν' αλήθεια.
(Μένει εν εκστάσει. Ο όμιλος των νυκτοκλεπτών από της στιγμής
εκείνης βλέπων αυτόν χαίνοντα, τον πλησιάζει).
ΛΙΝΙΕΡ
Εγώ αναχωρώ. Διψώ. Και θα με περιμένουν
εις της ταβέρνες.
(Εξέρχεται παραπαίων).
ΛΕΜΠΡΕΤ, όστις έκαμε τον γύρον της αιθούσης, επανέρχεται προς
τον Ραγκενώ με φωνήν ήσυχον.
Πουθενά ο Συρανό.
ΡΑΓΚΕΝΩ, δυσπίστως.
Εν τούτοις . . .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ελπίζω τα προγράμματα δεν έχει 'δεί,
Η ΠΛΑΤΕΙΑ
Αρχίστε!
Αρχίστε!
Οι ΑΥΤΟΙ εκτός του ΛΙΝΙΕΡ. ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, ΒΑΛΒΕΡΤ. Έπειτα
ΜΟΝΦΛΕΡΥ.
ΕΙΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ, βλέπων τον δε Γκύσην, όστις κατέρχεται του
θεωρείου της Ροξάνης και διασχίζει την πλατείαν,
περιστοιχιζόμενος ευλαβώς υπό κυρίων, μεταξύ των οποίων ο
υποκόμης δε Βαλβέρτ.
Κύτταξε αυλήν που ο δε Γκύσης έχει!
ΕΤΕΡΟΣ
Πουφ! Τι Γασκώνος!
Ο ΠΡΩΤΟΣ
Εύστροφος και ψύχραιμος Γασκώνος
Που επιτυγχάνει τον σκοπόν ευκόλως. Πίστευσέ με,
Ας χαιρετίσωμεν αυτόν!
(Πηγαίνουσι προς τον δε Γκύσην).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Τι εύμορφες ταινίες!
Το χρώμα πώς το λέγετε αυτό, κόμη δε Γκύση;
Δ ο ς μ ο υ μ ι κ ρ ο ύ λ α μ ο υ φ ι λ ί ή ε λ α φ ι ο ύ κ ο ι λ ί α;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Είνε το χρώμα Ι σ π α ν ο ύ α ρ ρ ώ σ τ ο υ.
ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Και το χρώμα
Ποτέ δεν λέγει ψέμματα, διότι μετ' ολίγον
Χάρις εις την ανδρείαν σας ο ισπανός σ' τας Φλάνδρας
θε να την έχει άσχημα.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Εις την σκηνήν θανέβω.
Θα έλθετε και σεις;
(Διευθύνεται εις την σκηνήν ακολουθούμενος παρ' όλων των ευγενών.
Στρέφεται και καλεί τον Βαλβέρτ).
Ελθέ, Βαλβέρτ!
(Ο Χριστιανός, όστις τους ακούει και τους παρατηρεί, σκιρτά
ακούων το όνομα τούτο).
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ο υποκόμης!
Α! θα του ρίψω παρευθύς το . . .
(Θέτει παρευθύς την χείρα του εις το θυλάκιον κ' ευρίσκει εκείνην
του νυκτοκλέπτου, ετοίμου να τον κλέψη. Στρέφεται).
Μπα!
Ο ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ
Αι!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Εζητούσα
Το γάντι μου!. .
Ο ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ
Κευρίσκετε 'να χέρι.
(Αλάσσων τόνον, χαμηλοφώνως και ταχέως).
Αφήσατέ με.
Και θα σας 'πώ ένα μυστικό.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, κρατών αυτόν πάντοτε.
Ποίον;
Ο ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ
Αυτός που τώρα
Σας άφησε, ο Λινιέρ . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Λοιπόν;
ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ
Θα χάση την ζωήν του.
Μ' ένα τραγούδι επρόσβαλε κάποιον απ' τους μεγάλους,
Κ' εκατόν άνθρωποι — μαζύ κ' εγώ — είνε βαλμένοι
Απόψε . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Εκατόν! Και ποιος τους έχει . . .
ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ
Μυστικότης . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, υψών τους ώμους.
Ω! ω!
ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ μετά πολλής αξιοπρεπείας.
Επαγγελματική!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Πού θάνε;
ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ
Εις την Πύλην
Του Νελ. 'Πάνω στον δρόμον του. Ειδοποιήσατέ τον!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, αφίνων τέλος την χείρα του.
Πού θα τον εύρω;
ΝΥΚΤΟΚΛΕΠΤΗΣ
Τρέξετε εις όλες της ταβέρνες:
Στο «Πατητήρι το χρυσό», 'στό «Μήλο του ελάτου»,
Στη «Ζώνη που ξεσπά», 'στά «δυο Δαδιά», 'στά «τρία Χωνία»,
Και στο καθένα αφίνετε γι' αυτόν ένα μπιλιέτο.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ναι, τρέχω α! τους ποταπούς. Είν' εκατό κείν' ένας!
(Παρατηρών μετ' αγάπης την Ροξάνην).
Αυτήν ν' αφήσω! . . .
(Μετά μανίας τον Βαλβέρτ).
Και αυτόν! . . . Μα πρέπει να τον σώσω . . .
(Εξέρχεται τρέχων. Ο δε Γκύσης, ο υποκόμης, οι μαρκήσιοι, και
όλοι οι ευγενείς εξηφανίσθησαν όπισθεν της αυλαίας διά να λάβωσι
θέσιν εις τα εδώλια της σκηνής. Η πλατεία είνε πλήρης. Ουδεμία
πλέον θέσις κενή εις τας εξέδρας και εις τα θεωρεία).
Η ΠΛΑΤΕΙΑ
Αρχίσατε!
ΕΙΣ ΑΣΤΟΣ, του οποίου η φενάκη πετά εις το άκρον μιας
κλωστής, αλιευθείσα υπό ενός ακολούθου της ανωτέρας εξέδρας.
Η περούκα μου!
ΚΡΑΥΓΑΙ ΧΑΡΑΣ
Να μια φαλάκρα! Μπράβο,
Ακόλουθοι! Χα! χα! χα! χα! χα! χα!
Ο ΑΣΤΟΣ, μανιώδης δεικνύων την πυγμήν.
Μικρέ αχρείε!
ΓΕΛΩΤΕΣ και ΚΡΑΥΓΑΙ, αρχίζουν ισχυρώς και βαίνουν
εξαλειφόμεναι.
ΧΑ! χα! χα! χα! χα! χα!
(Σιωπή πλήρης).
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αυτή η σιωπή εξαίφνης:
(Είς θεατής τω λέγει κάτι χαμηλοφώνως).
Α!
ΘΕΑΤΗΣ
Μου επεβεβαίωσαν το πράγμα μόλις τώρα.
ΨΙΘΥΡΟΙ
Σουτ! φαίνεται; — Όχι! — Ναι! — Εις το δικτυωτόν θεωρείο.
Είνε ο Καρδινάλιος! — Τι λες; ο Καρδινάλιος; —
Ο καρδινάλιος! —
ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Διάβολε! Δεν θα μπορεί καθένας
Να μη καθήση φρόνιμα!. .
(Κτυπήματα επί της σκηνής. Όλοι μένουν ακίνητοι. Προσδοκία).
Η ΦΩΝΗ ενός μαρκησίου, εν μέσω της σιωπής, όπισθεν της
αυλαίας.
Εκείνη τη λαμπάδα
Να ξεφτυλίστε!
ΕΤΕΡΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ, εξάγων την κεφαλήν
διά της σχισμής της αυλαίας,
Έν κάθισμα!
(Το κάθισμα τω δίδεται από χειρός εις χείρα άνωθεν των κεφαλών. Ο
μαρκήσιος την λαμβάνει και εξαφανίζεται, αφού έστειλε μερικά
φιλήματα προς τα θεωρεία).
ΕΙΣ ΘΕΑΤΗΣ
Σωπάτε!
(Ακούονται και πάλιν τα τρία κτυπήματα. Η αυλαία ανοίγεται.
Εικών. Οι μαρκήσιοι καθήμενοι επί των πλευρών της σκηνής εις
στάσεις αυθάδεις. Η σκηνή του βάθους παριστά κυνόχρουν διάκοσμον
βουκολικού δράματος. Τέσσαρες μικροί κρυστάλλινοι πολυέλαιοι
φωτίζουν την σκηνήν. Τα βιολία παίζουν ηρέμα).
ΛΕΜΠΡΕΤ, προς τον Ραγκενώ χαμηλοφώνως.
Βγαίνει πρώτος
Εις την σκηνήν ο Μονφλερύ;
ΡΑΓΚΕΝΩ, επίσης.
Ναι, απ' αυτόν αρχίζει.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ο Συρανό δεν είν' εδώ.
ΡΑΓΚΕΝΩ
Το στοίχημά μου χάνω,
ΛΕΜΠΡΕΤ
Καλλίτερα!
(Ακούεται ήχος ασκαύλου, και ο Μονφλερύ εμφανίζεται επί της
σκηνής, υπερμεγέθης ενδεδυμένος ως βοσκός βουκολικού δράματος,
φέρων πίλον ροδοστεφή κλίνοντα προς το ους του, και φυσών ένα
ταινιοφόρον ασκόν).
Η ΠΛΑΤΕΙΑ, χειροκροτούσα.
Ο Μονφλερύ!! ο Μονφλερύ μας μπράβο!
Ο ΜΟΝΦΛΕΡΥ, χαιρετίζων, παίζει τον ρόλον του Φαίδωνος.
«Χαρά 'στον που απ' της αυλές μακρυά, σ' έρημους τόπους
«Ζητάει την εξορία του και φεύγει τους ανθρώπους,
«Κι' όταν ο Ζέφυρος φυσά 'στά μυρωμένα δάση . . .
ΜΙΑ ΦΩΝΗ, εν τω μέσω της πλατείας.
Αισχρέ, δεν σ' απηγόρευσα να παίξης ένα μήνα;
(Κατάπληξις. Άπαντες στρέφονται, ψιθυρισμοί).
ΦΩΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΙ
Μπα! — Τι; — Ποιος; —
(Εγείρονται εις τα θεωρεία διά να ίδουν).
ΚΥΖΗ
Ήλθε!
ΛΕΜΠΡΕΤ, έντρομος.
Ο Συρανό!
Η ΦΩΝΗ
Ευθύς, αρχιπαληάτσε,
Να φύγης από τη σκηνή.
Η ΠΛΑΤΕΙΑ, εν αγανακτήσει.
Ω!
ΜΟΝΦΛΕΡΥ
Αλλά . . .
Η ΦΩΝΗ
Παρακούεις;
ΔΙΑΦΟΡΑΙ ΦΩΝΑΙ, εκ της πλατείας και των θεωρείων
Σουτ! Πάψε! — Παίξε Μονφλερύ! — Τίποτε μη φοβάσαι!. .
ΜΟΝΦΛΕΡΥΥ, διά φωνής επισφαλούς
«Χαρά 'στον που από της αυλές μακρυά και . . .
Η ΦΩΝΗ, απειλητικωτέρα.
Είν' ανάγκη.
Ω των γελοίων βασιληά, ευθύς λοιπόν να κάνω
Να πέση ξύλινη βροχή 'στούς ώμους σου επάνω;
(Μία ράβδος εις το άκρον ενός βραχίονος αναπηδά υπεράνω των
κεφαλών. Ο Μονφλερύ διά φωνής επί μάλλον και μάλλον
εξασθενούσης).
«Χαρά 'στον. .
(Η ράβδος ταράσσεται).
Η ΦΩΝΗ
Έξω!
Η ΠΛΑΤΕΙΑ
Α!
ΜΟΝΦΛΕΡΥ, πνιγόμενος,
Χαρά 'σ . . .
ΣΥΡΑΝΟ, αναπηδών εκ της πλατείας, ορθός επί ενός καθίσματος,
με τους βραχίονας εσταυρωμένους, με τον πίλον προς μάχην, τον
μύστακα ανορθωμένον, την ρίνα τρομεράν.
Α! θα θυμώσω τώρα! . .
οι αυτοί, ΣΥΡΑΝΟ, έπειτα ΜΠΕΛΡΟΖ, ΖΟΝΤΕΛΕ.
ΜΟΝΦΛΕΡΥ, προς τους μαρκησίους.
Α! κύριοι, βοήθειαν!
ΕΙΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Παίξε λοιπόν!
ΣΥΡΑΝΟ
Αν παίξης,
Χονδρούλιακα, τα μάγουλα θα σου καταχερίσω!
Ο ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Σώπαινε!
ΣΥΡΑΝΟ
Οι Μαρκήσιοι να κλείσουνε το στόμα,
Διότι τας ταινίας των η ράβδος μου θα 'γγίξη!
ΟΛΟΙ ΟΙ ΜΑΡΚΗΣΙΟΙ, εγείρονται.
Παρά πολύ!. . αι! Μονφλερύ!. .
ΣΥΡΑΝΟ
Ο Μονφλερύ να φύγη,
Ή θα του κόψω το αυτί και θα τον ξεκοιλιάσω.
ΜΙΑ ΦΩΝΗ
Αλλά . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Να φύγη!
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΦΩΝΗ
Αλλά πώς . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Δεν έφυγες ακόμη;
(Κάμει χειρονομίαν, ότι ανασηκόνει τας χειρίδας του).
Καλά! επάνω 'στή σκηνή, σαν σε τραπεζαρία,
Θα κόψω την ιταλική ετούτη μορταδέλλα!
ΜΟΝΦΛΕΡΥ, προσπαθών να συγκεντρώση την αξιοπρέπειάν του.
Μα, κύριε, προσβάλλων με, την Θάλειαν προσβάλλεις!
ΣΥΡΑΝΟ, λίαν ευγενώς.
Αν, κύριε, η Μούσ' αυτή, προς την οποίαν ξένος
Σεις είσθε, είχε την τιμήν να σας γνωρίζη, τότε
Πιστεύσατέ με, βλέπουσα υμάς χονδρόν τοσούτον
Κ' ηλίθιον, τον κόθορνον θα σας επέτα κάπου.
Η ΠΛΑΤΕΙΑ
Αι! Μονφλερύ! αι! Μονφλερύ!=Παίξε λοιπόν το δράμα!
ΣΥΡΑΝΟ, προς τους φωνάζοντας πέριξ του.
Την θήκη μου, παρακαλώ, πολύ να λυπηθήτε,
Ή την λεπίδα να ξερνά ευθύς θα την ιδήτε!
(Ο κύκλος ευρύνεται)
ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ, οπισθοχωρούν.
Καλά λοιπόν! . .
ΣΥΡΑΝΟ, προς τον Μονφλερύ.
Θα βγης;
ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ, προσεγγίζον και απειλών.
Ω! Ω!
ΣΥΡΑΝΟ, στρεφόμενος ζωηρώς.
Κανείς παραπονείται;
(Νέα οπισθοχώρησις).
ΜΙΑ ΦΩΝΗ, ψάλλουσα εις το βάθος.
Αυτός ο κύριος Συρανό
Μας έχει τυραννήσει,
Και μόλο αυτό τον τύραννο
Θα παίξουν την Κ λ ο ρ ί σ η!
ΟΛΗ Η ΑΙΘΟΥΣΑ, ψάλλουσα.
Την Κ λ ο ρ ί σ η, την Κ λ ο ρ ί σ η!
ΣΥΡΑΝΟ
ΑΝ 'πήτε το τραγούδι αυτό μίαν φοράν ακόμα,
Όλους θα σπάσω 'στής ξυλιές.
ΕΙΣ ΑΣΤΟΣ
Σαμψών δεν είσαι!
ΣΥΡΑΝΟ
Θέλεις,
Κύριε, το σαγόνι σου να μου δανείσης;
ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ, εκ των θεωρείων.
Είνε
Ανήκουστον!
ΕΙΣ ΚΥΡΙΟΣ
Τι σκάνδαλον!
ΕΙΣ ΑΣΤΟΣ
Είν' οχληρόν!
ΕΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Το 'βρίσκω
Πολύ τερπνόν!
Η ΠΛΑΤΕΙΑ
Κσσ! Μονφλερύ! — Κσσ! Συρανό!
ΣΥΡΑΝΟ
Σωπάτε!
ΠΛΑΤΕΙΑ
Χι Χαν! Μπε! Κρρ! Ουά! Κοκορικό!
ΣΥΡΑΝΟ
Σας . . .
ΕΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Νιάου!
ΣΥΡΑΝΟ
Σας επιβάλλω σιωπήν! Και απευθύνω μίαν
Εις την πλατείαν πρόκλησιν καθ' όλα παρομοίαν!
Τα ονόματά σας! — έλθετε πλησίον, ήρωές μου!
Με την σειράν του έκαστος! Τον αριθμόν σας δίδω.
Εμπρός! ποιος τον κατάλογον νανοίξη θέλει πρώτος!
Συ, παλληκάρι; όχι! Συ! Όχι! Τον ξιφομάχον
Τον πρώτον μόλας τας τιμάς, που αξίζει, θα τον στείλω!
— Όσοι ζητούν τον θάνατον, το δάκτυλο ας υψώσουν!
(Σιωπή).
Μη τη λεπίδα μου γυμνή εντρέπεσθε να 'δήτε;
Ούτ' όνομα; — Ούτε δάκτυλο; Έχει καλώς. Προβαίνω.
(Στρεφόμενος προς την σκηνήν, όπου ο Μονφλερύ περιμένει μετ'
αγωνίας) ·
Θέλω λοιπόν το θέατρον να 'δω θεραπευμένο
Από αυτό το πρίξιμον. Αλλέως . . .
(Θέτων την χείρα επί του ξίφους)
το νυστέρι!
ΜΟΝΦΛΕΡΥ
Σας . . .
ΣΥΡΑΝΟ, κατερχόμενος εκ του καθίσματος, κάθηται ανέτως εν
μέσω του κύκλου, όστις εσχηματίσθη πέριξ του.
Θα κτυπήσω τρεις φορές, πανσέληνε, τα χέρια!
Στην τρίτη έκλειψι ολική θα υποστής.
Η ΠΛΑΤΕΙΑ, διασκεδάζουσα.
Α!
ΣΥΡΑΝΟ, κτυπών τας παλάμας.
Μία!
ΜΟΝΦΛΕΡΥ
Σας . . .
ΜΙΑ ΦΩΝΗ, εκ των θεωρείων.
Μείνε! Στάσου!
Η ΠΛΑΤΕΙΑ
Θα σταθή . . .δεν θα σταθή . . .
ΜΟΝΦΛΕΡΥ
Νομίζω,
Κύριοι . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Δύο!
ΜΟΝΦΛΕΡΥ
Κάλλιον θα ήτο . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Τρεις!
(Ο Μονφλερύ εξαφανίζεται ως εντός καταπακτής. Θύελλα γελώτων,
συριγμών αποδοκιμασιών).
Η ΑΙΘΟΥΣΑ
Χου! . . . Γιούχα! . . .
Άνανδρε! γύρισε! . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ευφραινόμενος εξαπλώνεται επί της έδρας του
κεξαπλώνει τας κνήμας του.
Αν τολμά, ας έλθη!
ΕΙΣ ΑΣΤΟΣ
Του θιάσου
Ο ρήτωρ!
(Ο Μπελρόζ προχωρεί και χαιρετίζει).
ΤΑ ΘΕΩΡΕΙΑ
Α! να ο Μπελρόζ!
ΜΠΕΛΡΟΖ, μετά κομψότητος.
Κύριοι και κυρίαι . . .
Η ΠΛΑΤΕΙΑ
Όχι ο Μπελρόζ! ο Ζοντελέ!
ΖΟΝΤΕΛΕ, προχωρεί και ερρίνως.
Βώδια!
Η ΠΛΑΤΕΙΑ
Α! μπράβο! Μπράβο!
Πολύ καλά!
ΖΟΝΤΕΛΕ
Τα μπράβο σας να λείψουν! Ο χονδρός σας
Ο τραγικός, που την κοιλιά να βλέπετε αγαπάτε . . .
Του ήλθε να . . .
Η ΠΛΑΤΕΙΑ
Είν' άνανδρος!
ΖΟΝΤΕΛΕ
Να έβγη αναγκάσθη!
Η ΠΛΑΤΕΙΑ
Να επιστρέψη!
ΟΙ ΜΕΝ
Όχι!
Οι ΑΛΛΟΙ
Ναι!
ΕΙΣ ΝΕΟΣ, προς τον Συρανό,
Μα κύριε, τι λόγους
Έχεις κατά του Μονφλερύ;
ΣΥΡΑΝΟ, χαρίεις, καθήμενος πάντοτε.
Μικρό χηνόπουλό μου,
Έχω δυο λόγους 'κι ο καθείς είν' αρκετός και μόνος.
Πρώτον: Τον 'βρίσκω ηθοποιόν αχρείον, που 'γκαρίζει,
Και του νεροκουβαλητού φωνές 'σου ξεφωνίζει
Στίχους, που πρέπει ελαφρά ναφίνη να πετούνε!
Δεύτερον: Είνε μυστικό δικό μου . . .
Ο ΓΕΡΩΝ ΑΣΤΟΣ, όπισθεν.
Την Κ λ ο ρ ί σ ην,
Εν τούτοις εμποδίζετε νακούσωμεν αδίκως . . .
Και θα 'πιμένω να την 'δώ . . .
ΣΥΡΑΝΟ, στρέφει το κάθισμά του προς τον αστόν ευσεβάστως.
Αφού, παληό μουλάρι,
Οι στίχοι του γέρο Μπαρό αξίζουν μία νούλα,
Διέκοψ' άνευ τύψεων!
ΑΙ ΚΟΜΨΕΥΟΜΕΝΑΙ, εις τα θεωρεία.
Άχ! — ωχ! — αχ! — τον Μπαρό μας!
Αγαπητή μου! Άκουσες; Καλέ! Τι αδικία!. .
ΣΥΡΑΝΟ, στρέφων το κάθισμά του προς τα θεωρεία, ιπποτικώς.
Εσείς, ωραία πρόσωπα, σπείρατε ακτίνες, άνθη,
Κερνάτε μας με όνειρα, μένα χαμόγελό σας
Μαγεύετε ένα θάνατο, εμπνεύσατέ μας στίχους!
Αλλ' όμως μη τους κρίνετε!
ΜΠΕΛΡΟΖ
Και τώρα, που είν' ανάγκη
Το χρήμα ναποδώσωμεν!
ΣΥΡΑΝΟ, στρέφων το κάθισμα προς την σκηνήν.
Μπελρόζ, αυτό το πράγμα
Είνε το μόνον έξυπνον που είπες. 'Στό μανδύα
Του Θέσπιδος δεν αγαπώ ποτέ να κάμω τρύπες.
(Εγείρεται και πετά έν σακκίδιον επάνω εις την σκηνήν).
Άρπαξε τούτο το σακκί 'στά πεταχτά, και σώπα!
Η ΑΙΘΟΥΣΑ, έκθαμβος.
Α!. . Ω!
ΖΟΝΤΕΛΕ, συλλέγων ταχέως το βαλάντιον και ζυγίζων αυτό.
Μ' αυτό το τίμημα και κάθε βράδυ ακόμη
Μπορείτε να 'μποδίζετε να παίζεται η Κ λ ο ρ ί σ η! . . .
Η ΑΙΘΟΥΣΑ
Γιούχα!. .
ΖΟΝΤΕΛΕ
Και αν επρόκειτο να μας σφυρίξετε όλους!
ΜΠΕΛΡΟΖ
Η αίθουσα να κενωθή . . .
ΖΟΝΤΕΛΕ
Κενώσετε! . . .
(Αρχίζουν να εξέρχωνται, εν ώ ο Συρανό βλέπει με ύφος
ικανοποιημένον. Αλλά το πλήθος σταματά μετ' ολίγον, ακούον την
επομένην σκηνήν και η έξοδος παύει. Αι γυναίκες, αίτινες είχον
ήδη εγερθή και φορέσει τους μανδύας των, σταματούν διά νακούσουν
και τέλος επανακάνθηνται).
ΛΕΜΠΡΕΤ, προς τον Συρανό.
Τι τρέλλα!
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ, πλησιάσας.
Τον κωμωδόν τον Μονφλερύ! Τι σκάνδαλον! Αλλ' είνε
Προστατευόμενος από τον δούκα της Κανδάλης!
Έχεις προστάτην;
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι!
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Πώς; δεν έχεις; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι!
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Ούτε
Ακόμα ένα κύριον μεγάλον να σκεπάση
Με τόνομά του; . .
ΣΥΡΑΝΟ, στενοχωρούμενος.
Δυο φορές σου είπα όχι. Πρέπει
Τρίτη φορά να σου το 'πώ; Προστάτην ναι, δεν έχω, . .
(Θέτων την χείρα επί της σπάθης).
Αλλά μίαν προστάτριαν!
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Την πόλιν μη θ' αφήσης.
ΣΥΡΑΝΟ
Όπως ιδώ.
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Αλλά ο Δουξ έχει μακρύ το χέρι!
ΣΥΡΑΝΟ
Απ' το δικό μου δεν μπορεί μακρύτερο να τώχει . . .
(Δεικνύων την σπάθην του).
Όταν αυτό το μάκρυσμα του βάλλω!
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Και πιστεύεις
Πως θα τα βάλλης με αυτόν!. .
ΣΥΡΑΝΟ
Πιστεύω.
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Αλλά . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Και τώρα
Στρέψε της φτέρνες σου!
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Αλλά . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Στρέψε, ή 'πες μου,
Γιατί κυττάς τη μύτη μου;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ, θορυβούμενος.
Εγώ . . .
ΣΥΡΑΝΟ, βαδίζων προς αυτόν.
Σ' αυτή, τι βλέπεις,
Ειπέ μου, το παράδοξον;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ, οπισθοχωρών.
Είνε απατημένη
Η χάρις σας . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Χορευτική και μαλακή μην είνε
'Σάν προβοσκίδα, κύριε;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Αλλά εγώ δεν είπα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Σου φαίνεται αγκιστρωτή 'σάν κουκουβάγιας ράμφος;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Εγώ . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Κανένα σάρκωμα έχει 'στήν άκρη;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Όμως . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ή καμμιά μυίγα σιγαλά περιπατεί επάνω;
Τι έχει το αλλόκοτο;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Ω!
ΣΥΡΑΝΟ
Φαινόμενον μην είνε;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Αλλ' όμως επροσπάθησα να μην τήνε κυττάξω!
ΣΥΡΑΝΟ
Και διατί παρακαλώ να μην τήνε κυττάξης;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Μα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Μην την αηδίασες;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Κύριε . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Μη νοσώδες
Το χρώμα της σου φαίνεται;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Μα, κύριε!
ΣΥΡΑΝΟ
Το σχήμα
Μήπως σου φαίνετ' άσεμνον;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Αλλά διόλου . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Τότε
Γιατί λοιπόν υβριστικόν να λάβης ύφος; Ίσως
Τη 'βρίσκεις πολύ μακρουλή;
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ, τραυλίζων.
Πολύ μικρά την 'βρίσκω,
Την 'βρίσκω μικροσκοπική!. .
ΣΥΡΑΝΟ
Μπα! πώς; με το γελοίον
Με περιβάλλεις το λοιπόν; Μικρός αυτός ο μύτος;
Στάσου!
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Θεέ μου!
ΣΥΡΑΝΟ
Η μύτη μου υπερμεγέθης είνε!
Μούρη πλατειά, μύτη σιμή, κ' ηλίθιε, να μάθης
Πως υπερηφανεύομαι για το παράστημά μου,
Γιατί είνε δείγμα πάντοτε ο μύτος ο μεγάλος
Ανδρός φιλόφρονος, καλού, γενναίου, πνευματώδους,
Ελευθερίου κευγενούς, όπως εγώ, και όπως
Ποτέ δεν θα μπορέσης συ να γίνης, οικτρόν πλάσμα.
Γιατ' απ' αυτό το άδοξον το πρόσωπον, που πάει
Τώρα να βρη το χέρι μου πειο 'πάνω απ' το λαιμό σου,
Του λείπει . . .
(Τον ραπίζει).
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ
Ωχ!
ΣΥΡΑΝΟ
Τ' αγέρωχον, ο λυρισμός, η πτήσις,
Η γραφικότης, ο σπινθήρ, το μεγαλείον, τέλος
Η Μύτη, όπως κι' απ' αυτόν . . .
(Τον στρέφει διά των ώμων, συνενών την χειρονομίαν με τον λόγον).
που το υπόδημά μου
Πηγαίνει νάβρη χαμηλά 'στής ράχης σου τη ρίζα!
Ο ΟΧΛΗΡΟΣ, τρεπόμενος εις φυγήν.
Βοήθεια! Φύλακες!
ΣΥΡΑΝΟ
Λοιπόν αυτό, ας χρησιμεύση
Ως μάθημα 'στους χάχηδες, που θάβρισκαν αστείον
Το κέντρον του προσώπου μου, και αν ο φιλοσκώμμων
Είν' ευγενής, την μέθοδον αλλάζω, και του βαίνω,
Πριν ή τον τρέψω εις φυγήν, από εμπρός, πειο πάνω.
Όχι πετσί, μα σίδερο!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, όστις καταβαίνει την σκηνήν με τους μαρκησίους.
Μας ενοχλεί στο τέλος!
ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ ΒΑΛΒΕΡΤ
Και κομπορρημονεί!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Κανείς λοιπόν δεν θ' απαντήση;
ΥΠΟΚΟΜΗΣ
Κανείς; ω! περιμένετε! Θα τον πειράξω τόσον!. .
(Προχωρεί προς τον Συρανό, όστις τον ατενίζει, και ιστάμενος προ
αυτού με ύφος ηλιθίου).
Έχετε μύτη κύριε . . . μύτη . . . πολύ μεγάλη.
ΣΥΡΑΝΟ, σοβαρώς.
Πολύ!
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ, γελών.
Χαχ!
ΣΥΡΑΝΟ, ατάραχος.
Άλλο;
ΥΠΟΚΟΜΗΣ
Μα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι δα! μικρέ μου, τόσον μόνον;
Μπορούσες χίλια πράγματα να πης αλλάζων τόνον;
Άκουσον! επιθετικόν: «Αν είχα τέτοιο μύτο,
Να τόνε κόψω, πρώτη μου απόφασις θα ήτο!»
Φιλόφρονα: «Διά να μη βουτά μέσ' το φιλτζάνι,
Πρέπει κανείς κατάλληλη μποτίλια να του κάνη!»
Και γραφικόν: «Τι κορυφή! Τι κάβος! Ποία ράχη!
Τι λέγω, κάβος; Τίποτε!. . Χερσόνησος μονάχη!»
Περίεργον: «Τον κύλινδρον αυτόν τον επιμήκη,
Τον έχεις για καλαμαριά ή για ψαλλιδοθήκη;»
Χαρίεντα: «Για τα πουλιά τόσο πολύ τυρβάζεις,
Που 'σάν πατέρας 'πάνου του να κοιμηθούν τα βάζεις;»
Πλάγιον: «Αλλά, κύριε, όταν λοιπόν καπνίζης,
Από τη μύτη τον καπνόν, για πες μου, εξατμίζεις,
Χωρίς να κράζουνε: Φωτιά 'στήν καπνοδόχη!» οι άλλοι;
Με τόνον προφυλακτικόν: «Πρόσεχε! το κεφάλι
Από το βάρος το πολύ μη γύρη προς το χώμα!»
Αβρόν: «Για να μη μαραθή το τρυφερό της χρώμα
Από τον ήλιο, μια μικρή ομβρέλλα να της κάνης!»
Σχολαστικόν: «Τα ζώα δε, άπερ Αριστοφάνης
Εκάλεσεν ιπποκαμποελεφαντοκαμήλους,
Είχον τον όγκον των σαρκών αυτών άνω του χείλους!»
Ιπποτικόν: «Ταγκίστρι αυτό, φίλε, της μόδας θάνε,
Κ' ευκόλως 'πάνω του μπορούν καπέλλα να κρεμάνε!»
Εμφατικόν: «Οι άνεμοι, ω μύτη παμμεγάλη,
Δε σε κρυώνουν όληνε, εκτός απ' το μιστράλι!;»
Δραματικόν: «Την θάλασσαν την Ερυθράν ομοιάζει,
Οπόταν αίμα κάποτε απ' τα ρουθούνια βγάζει!»
Θαυμαστικόν: «Τι έμβλημα διά μυροπωλείον!»
Απλούν: «Πότε επισκέπτονται ετούτο το μνημείον;»
Και λυρικόν: «Αν είνε αυτό μια κόγχη, θάσαι ο Τρίτων!
Σεβάσμιον: «Σας προσκυνώ! μένα τοιούτον μύτον
Θα πη πως έχουν, κύριε, και κατοικία 'δική των!»
Χωριάτικο: «Ορέ δε μου λιές; Μύτη είν' αυτή π' απλόνει;
Ποτές! γογγύλι είνε τρανό, ή θάν' μικρό πεπόνι!»
Και στρατιωτικόν: «Κατά του ιππικού λογχίσετε»
Και πρακτικόν: «Εάν αυτό το μύτο σας θελήσετε
Λαχείον να τον βάλλετε, πρώτος λαχνός θα γίνη!»
Και τελευταίον παρωδών τον Πύραμον μοδύνη,
Να πης: «Ιδού η μύτη αυτή, όπου τον κύριό της
Τοσούτον παρεμόρφωσε! Ερυθριά η προδότις!»
— Αυτά 'μπορούσες, φίλε μου να μαραδιάσης τώρα,
Αν είχες και του πνεύματος και των γραμμάτων δώρα.
Πλην πνεύματος, ω αίσχιστον εξ όλων των πλασμάτων
Ποτέ δεν είχες ουδέ καν σκιάν, κεκ των γραμμάτων
Έχεις μονάχα τέσσερα, την λέξιν: Βλαξ! που κάνουν.
Αλλά κι' αν είχες άλλως τε την έμπνευσι που πρέπει . .
Για να 'μπορής 'μπρος 'στά ευγενή ετούτα θεωρεία
Να μου σερβίρης απ' αυτά τ' αλλόκοτα αστεία,
Και το χιλιοστόν αυτών δεν θα μπορούσες πάλι
Ν' αρθρώσης, γιατί μόνος μου, με οίστρον τα σερβίρω,
Αλλά χωρίς δικαίωμα να δίδω εις κανένα,
Να μου σερβίρη απ' αυτά.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, θέλων να σύρη μεθ' εαυτού τον απολιθωθέντα κόμητα.
Άφες τον, υποκόμη!
ΥΠΟΚΟΜΗΣ, πνιγόμενος.
Ακούτε; ύφος αυθάδες να παίρνη και καμπόσο
Ένας χωριάτης ευγενής, που . . . δεν . . . φορεί χειρόκτια . . .
Ούτε ταινίες . . . δεν φορεί σειρίτια . . . ούτε φούντες!
ΣΥΡΑΝΟ
Την ηθικήν κομψότητα εγώ περιποιούμαι.
Εγώ δεν καλλωπίζομαι, όπως οι κούφοι νέοι,
Κεπιμελούμαι πειο πολύ εγώ τον εαυτόν μου,
Όταν πειο λίγο φαίνομαι φιλάρεσκος. Δεν βγαίνω,
Εξ αμελείας, μάπλυτον την προσβολήν, κι' ακόμα
Με κάτωχρον συνείδησιν, από την αϋπνίαν,
Με την τιμήν ρακένδυτον, και την αιδώ με πένθος.
Βαδίζω χωρίς τίποτα επάνω μου να λάμπη,
Κέχω λοφίον με πτερά την ανεξαρτησίαν
Ως και την ειλικρίνειαν. Βεβαίως δεν λιγύζω
Κομψόν ανάστημα εγώ, μα την ψυχήν μου κάμπτω
'Σάν μέσα 'σε στηθόδεσμον' και μ' άθλους φορτωμένος
Που τους κολλώ επάνω μου, 'σάν νάτανε ταινίες,
Και, όπως το μουστάκι μου, το πνεύμα μου ανορθώνων,
Και διαβαίνων εμπροστά εις κύκλους κ' εις ομίλους,
Κάνω η αλήθειες ναντηχούν, καθώς οι πτερνιστήρες.
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ
Μα κύριε!. .
ΣΥΡΑΝΟ
Χειρόκτια δεν έχω; . . Τι σπουδαίον
Πράγμα!. . πλην ένα μούμεινεν από παληό ζευγάρι·
Άχρηστον μου ήτο· τώρριξα 'στό πρόσωπο ενός κάποιου.
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ
Φαυλόβιος, ουτιδανός, γελοίος, τιποτένιος!
ΣΥΡΑΝΟ, εξάγων τον πίλον και χαιρετίζων, ως εάν ο υποκόμης τω
είχε παρουσιασθή.
Ω! χαίρω . . . κ' εγώ Συρανό Σαβίνος Ηρακλής
Δε Μπερζεράκ.
(Γέλωτες).
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ, εξηγριωμένος.
Παλιάτσε!
ΣΥΡΑΝΟ, εκβάλλων κραυγήν, ως αν αίφνης κατελάμβανετο υπό σπασμού.
Ωχ!
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ, στρεφόμενος.
Τι φλυαρεί και πάλιν;
ΣΥΡΑΝΟ
Πρέπει να κινηθή, γιατί 'μουδιάζει. Τι θα είπη
Να την αφίνη αδρανή κανένας! Ωχ!
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ
Τι έχεις;
ΣΥΡΑΝΟ
Η σπάθη μου αιμούδιασε.
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ, σύρων την ιδικήν του.
Έστω!
ΣΥΡΑΝΟ
Θα λάβης ένα
Κτύπημα πρώτης!
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ
Ποιητά!
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι, ποιητής! και τέτοιος . .
Που διαξιφιζόμενος — οπ! — θαυτοσχεδιάσω
Έν τρίστροφον . . .
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ
Έν τρίστροφον;
ΣΥΡΑΝΟ
Ούτε θα εφαντάσθης,
Τι εννοεί αυτό.
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ
Αλλά . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Το τρίστροφον σημαίνει
Άσμα με τρία οκτάστιχα . . .
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ, κτυπών εξ ανυπομονησίας τον πόδα.
Ω!
ΣΥΡΑΝΟ
Με στροφήν 'στό τέλος
Τετράστιχον.
ΥΠΟΚΟΜΗΣ
Σας . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Πρόκειται να κάμω και τα δύο:
Να κάμω στίχους και σπαθιές να δίνω· και 'στό τέλος
Του άσματος και της στροφής να σε τρυπήσω . . .
Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ
Όχι!
Όχι!
ΣΥΡΑΝΟ, απαγγέλων.
«Έν άσμα τρίστροφον μιας μονομαχίας
Που έκαμ' ο δε Μπερζεράκ μέσα εις το Παλάτι
Της Βουργουνδίας μεθ' ενός γελοίου».
ΥΠΟΚΟΜΗΣ
Τι είνε τούτο,
Παρακαλώ;
ΣΥΡΑΝΟ
Ο τίτλος του.
Η ΑΙΘΟΥΣΑ, εν υψίστη περιεργεία.
Τόπον! — Πολύ ωραίον! —
Καθήσετ' ήσυχα! — Κανείς μη κινηθή! — Ησυχία!
(Εικών. Κύκλος περιέργων εις την πλατείαν. Οι μαρκήσιοι και
αξιωματικοί αναμίξ μετά των αστών και των ανθρώπων του λαού. Οι
ακόλουθοι αναρριχώνται επί των ώμων, όπως βλέπουν κάλλιον. Όλαι
αι γυναίκες ίστανται ορθαί εντός των θεωρείων. Δεξιόθεν ο δε
Γκύσης και οι ευγενείς του. Αριστερόθεν ο Λεμπρέτ, Ραγκενώ, Κυζή
κτλ.)
ΣΥΡΑΝΟ, κλείων επί μίαν στιγμήν τους οφθαλμούς.
Προσμένετε!. . Τους στίχους μου εκλέγω . . . Τους ευρήκα . . .
(Εκτελεί ό,τι λέγει).
Με χάρι το καπέλλο μου το βγαίνω.
Και το μανδύα αφίνω το μακρύ
Σιγά σιγά, που μέχει φασκιωμένο.
Και σύρω το σπαθί μου το βαρύ.
Κομψός 'σάν τον Κελάδωνα προβαίνω,
Κευκίνητος 'σάν Σκαραμούς πετώ·
Πρόσεχε, Μιρμιδόνι αγαπημένο,
'Στο τέλος της στροφής τρυπώ.
(Πρώτοι διαξιφισμοί).
Γιατί δεν εκαθόσουνα 'σταυγά σου,
Χηνόπουλο; Για πες, παρακαλώ,
Που θες να σε σουβλίσω; Στα πλευρά σου,
'Στο χέρι, 'στήν καρδιά, 'στόν αφαλό;
— Ντιγκ! νταγκ! ακούω να κάνουν τα λιλιά σου.
Η σούβλα μου πετά, ζητεί σκοπό . . .
Χωρίς αμφιβολία . . . την κοιλιά σου
Στο τέλος της στροφής τρυπώ.
Δεν ειμπορώ το στίχο να ταιριάσω . . .
Υποχωρείς ωχρός 'σάν το κερί;
Ντροπή! γιατί δειλό θα σονομάσω!
— Τακ! αποκρούω αυτή τη σουβλερή,
Κατάστηθα που θέλει να μευρή!
Ανοίγω τη γραμμή, — και τη σφαλώ . . .
Κράτει καλά τη σούβλα σου, παιδί!
Στο τέλος της στροφής τρυπώ.
(Προειδοποιεί επισήμως).
ΣΤΡΟΦΗ
Αφέντη, πες 'στό Θεό την προσευχή!
Τραβώ τα πόδι, βολιδοσκοπώ,
Κόβω . . . και σε γελώ . . .
(Προβάλλων).
Αι! προσοχή!
(Ο υποκόμης κλονίζεται. Ο Συρανό χαιρετίζει).
Στο τέλος της στροφής τρυπώ.
(Επευφημίαι. Χειροκροτήματα εις τα θεωρεία. Άνθη και μανδύλια
πίπτουν. Οι αξιωματικοί περιστοιχίζουν και συγχαίρουν τον Συρανό.
Ο Ραγκενώ χορεύει εξ ενθουσιασμού. Ο Λεμπρέτ είνε ευτυχής και
λυπημένος. Οι φίλοι του υποκόμητος τον υποστηρίζουν και τον
απάγουν).
ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ, εν μια μεγάλη κραυγή.
Α!
Ο ΕΛΑΦΡΟΣ ΙΠΠΕΥΣ
Θείον!
ΜΙΑ ΓΥΝΗ
Ωραίον!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Θαυμαστόν!
ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ
Πρωτότυπον!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Τι τρέλλα!
(Συνωστισμός πέριξ του Συρανό. Ακούονται:)
Μπράβο! Συγχαρητήρια . . . Πολύ καλά . . .
ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΓΥΝΑΙΚΟΣ
Είν' ήρως! . . .
ΕΙΣ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ, προχωρεί ζωηρώς προς τον Συρανό με τεταμένην
την χείρα.
Κύριε, επιτρέπετε;. . Ήτο πολύ ωραίον!
Νομίζω πως από αυτά γνωρίζω· την χαράν μου
Άλλως τ' εξέφρασα, κτυπών τα πόδια μου!. .
(Απομακρύνεται).
ΣΥΡΑΝΟ, προς τον Κυζή.
Για πες μου,
Ποιος είν' αυτός ο κύριος;
ΚΥΖΗ
Ο Αρτανιάν.
ΛΕΜΠΡΕΤ, προς τον Συρανό λαμβάνων τον βραχίονά του.
Και τώρα
Ας ομιλήσωμεν!. .
ΣΥΡΑΝΟ
Αυτό το πλήθος ας εξέλθη . . .
(Προς τον Μπελρόζ),
Μπορώ να μείνω;
ΜΠΕΛΡΟΖ, ευσεβάστως.
Βέβαια!
(Ακούονται συριγμοί και κραυγαί έξωθεν).
Τον Μονφλερύ σφυρίζουν.
ΜΠΕΛΡΟΖ, επισήμως.
Sic transit!. .
(Αλλάσσων τόνον προς τον θυρωρόν και τον φανοκόρον).
Να σαρώσετε. Να κλείστε. Να μη σβύστε.
Θα επανέλθωμεν εδώ μετά το φαγητόν μας,
Διά να δοκιμάσωμεν μια νέα κωμωδία
Διά την αύριον.
(Ο Ζοντελέ και ο Μπελρόζ εξέρχονται κατόπιν εδαφιαίων χαιρετισμών
προς τον Συρανό).
Ο ΘΥΡΩΡΟΣ, προς τον Συρανό.
Λοιπόν δεν τρώτε;
ΣΥΡΑΝΟ
Εγώ; . . . Όχι.
(Ο θυρωρός αποσύρεται)
ΛΕΜΠΡΕΤ, προς τον Συρανό.
Γιατί;
ΣΥΡΑΝΟ, υπερηφάνως.
Διότι . . .
(Μεταβάλλει τόνον, βλέπων απομακρυνόμενον τον θυρωρόν.
Χρήματα δεν έχω!. .
ΛΕΜΠΡΕΤ, κάμων την χειρονομίαν, ότι πετά σάκκον,
Πώς; . . τον σάκκον; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ω πατρικόν επίδομα, έζησες μιαν ημέρα!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Και πώς θα ζήσης το λοιπόν ολόκληρο τον μήνα;
ΣΥΡΑΝΟ
Δεν μαπομένει τίποτε.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Να ρίξη αυτό το σάκκο!
Τι τρέλλα!
ΣΥΡΑΝΟ
Μα τι κίνημα!. .
Η ΠΡΑΤΡΙΑ, βήχουσα όπισθεν της μικράς τραπέζης της.
Χουμ!. .
(Ο Συρανό και ο Λεμπρέτ στρέφονται. Προχωρεί μετά δειλίας).
Κύριε . . . να ξεύρω . . .
Πως είσθε νηστικός, αυτό μου σχίζει την καρδιά μου . . .
(Δεικνύουσα το κυλικείον).
Έχω απ' όλα εδώ 'σαυτό . . .
(Μετά ζέσεως).
Πάρετε!
ΣΥΡΑΝΟ, αποκαλυπτόμενος.
Αγαπητή μου
Κόρη, αν κ' η γασκονική υπερηφάνειά μου
Μ' απαγορεύει να δεχθώ από τα δάκτυλά σου
Ακόμη την παραμικρή από της λιχουδιές σου,
Φοβούμαι μη, αν αρνηθώ, σου προξενήσω λύπη,
Και θα δεχθώ . . .
(Πηγαίνει προς το κυλικείον κεκλέγει)
Ελάχιστα! — Απ' το σταφύλι τούτο
Μια ρώγα . . .
(Εκείνη θέλει να τω προσφέρει ολόκληρον την σταφυλήν, εκείνος
κόπτει μίαν ρώγα).
Μία μοναχή . . . νερό ένα ποτήρι . . .
(Θέλει να τω χύση οίνον, την εμποδίζει).
Διαφανές! — Και το μισό απ' ώνα μπισκοτάκι!
(Επιστρέφει το έτερον ήμισυ).
ΛΕΜΠΡΕΤ
Μα τι μωρία! . .
Η ΠΡΑΤΡΙΑ
Κάτι τι ακόμα!
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι, Το χέρι
Να σου φιλήσω.
(Ασπάζεται την χείρα της, την οποίαν τω τείνει, ως να ησπάζετο
την χείρα πριγκηπίσσης).
Η ΠΡΑΤΡΙΑ
Ευχαριστώ, κύριε.
(Υποκλίνεται).
Καληνύχτα.
(Εξέρχεται).
ΣΥΡΑΝΟ, ΛΕΜΠΡΕΤ, έπειτα ο ΘΥΡΩΡΟΣ.
ΣΥΡΑΝΟ, προς τον Λεμπρέτ.
Σ' ακούω.
(Κάθηται προ του κυλικείου, και θέτει προ αυτού το μπισκότο).
Φαγητό!. .
(. . . το ποτήριον του νερού).
Ποτό!. .
(. . . την ρώγα της σταφυλής).
Φρούτα!. .
(Κάθηται).
Εις το τραπέζι
Κάθημαι τώρα! — Α! φίλε μου, τι φρικαλέα πείνα
Που είχα!. .
(Τρώγων).
Έλεγες; . .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αυτοί οι βλάκες με το ύφος
Το γαύρον κι' αρειμάνιον το νου θα σου χαλάσουν,
Αν δεν ακούης παρ' αυτούς και μόνους. Τους φρονίμους
Πήγαινε να συμβουλευθής διά να μάθης, ποίαν
Εντύπωσιν 'προξένησεν αυτή η παληκαριά σου,
ΣΥΡΑΝΟ, τελειώνων το μπισκότο του.
Μεγάλη.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ο καρδινάλιος . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ευφραινόμενος.
Ο καρδινάλιος ήτο;
ΛΕΜΠΡΕΤ
Θα 'βρήκε αυτό . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Αλλά πολύ πρωτότυπον.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Εν τούτοις . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ως συγγραφεύς δεν ημπορεί να μην ηυχαριστήθη
Πως έργον συναδέλφου του ετάραξαν.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Τωόντι,
Κάνεις εχθρούς παρά πολλούς.
ΣΥΡΑΝΟ, λαμβάνων την ρώγα της σταφυλής.
Πόσους, φρονείς, απόψε
Πως έκαμα;
ΛΕΜΠΡΕΤ
Σαράντα οχτώ, με δίχως της γυναίκες.
ΣΥΡΑΝΟ
Λογάριασέ τους.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Μονφλερύ, Δε Γκύσης, υποκόμης,
Και ο αστός, και ο Μπαρό, Ακαδημία . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Φθάνει!
Με γοητεύεις!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αλλά πού λοιπόν θα σ' οδηγήση
Ο τρόπος ούτος της ζωής; Το σύστημά σου ποίον;
ΣΥΡΑΝΟ
Μέσα σένα λαβύρινθον, ω φίλε μου, επλανώμην,
Κ' εν μέσω αποφάσεων πολλών εκυμαινόμην,
Κεπήρα . . .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ποίαν;
ΣΥΡΑΝΟ
Την πολύ απ' όλες απλουστέραν.
Να είμαι απεφάσισα θαυμάσιος δι' όλα,
Κεις όλα!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Έστω· πλην σεμέ του μίσους σου τον λόγον
Κατά του Μονφλερύ γιατί τον αληθή, δεν λέγεις;
ΣΥΡΑΝΟ, εγειρόμενος
Ο κοιλαράς ο Σειληνός αυτός, που ο δάκτυλός του
Δεν φθάνει ως τον αφαλό, νομίζει, πως ακόμα
Εις τας γυναίκας κίνδυνος είνε γλυκύς, και παίζων,
Εν ώ τραυλίζει, τας κυττά, και μάτια του κυπρίνου
Της κάνει με τα μάτια του, που μοιάζουν 'σάν βατράχου . . .
Και τον μισώ, αφ' ης στιγμής ετόλμησ' ένα βράδυ
Να ρίψη ένα βλέμμα του σ' εκείνην . . . Ω! μου εφάνη
Που είδα μακρύν σαλίγκαρον σέν' άνθος να γλιστράη.
ΛΕΜΠΡΕΤ, κατάπληκτος.
Πώς; Τείπες; Είνε δυνατόν;
ΣΥΡΑΝΟ, μετά πικρού γέλωτος.
Ναι, είμ' ερωτευμένος.
(Μεταβάλλων τόνον και ζωηρώς).
Ναι, αγαπώ.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Και δύναμαι να μάθω; . . Δεν μου τώπες
Ποτέ σου . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ποίαν αγαπώ; Σκέψου λοιπόν. Μαρνείται
Το όνειρον ναγαπηθώ κι' απ' την ασχημοτέραν,
Η μύτη αύτη, που έν τέταρτον εμπρός μου προηγείται.
Κ' εν τούτοις, ποίαν αγαπώ; Αλλά, υπεννοείται!
Αγάπησα — ακουσίως μου, φευ! — την ωραιοτέραν
Που να υπάρξη δύναται!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Πώς; την ωραιοτέραν; . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Απλούστατα, που δύναται 'στόν κόσμον να υπάρξη . . .
Την πειο λαμπρή, την πειο λεπτή,
(Μετ' αθυμίας).
Την πειο ξανθή!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Θεέ μου!
Μα ποία είνε το λοιπόν αυτή η γυναίκα;
ΣΥΡΑΝΟ
Είνε
Χωρίς να θέλη κίνδυνος θανάσιμος, και δίχως
Να συλλογίζεται γλυκύς, της φύσεως ενέδρα,
Εύοσμον ρόδον πέστησε ο έρως της παγίδες!
Το χαμογέλοιο της 'σάν 'δής, το τέλειο το είδες.
Γεννά τη χάρι απ' το μηδέν, και σένα κίνημά της
Όλο το θείον μέσα κλει, και δεν θα ημπορούσες
Πάνω 'στήν κόγχη νανεβής, ω Αφροδίτη, ούτε
Συ να βαδίζης, Άρτεμις, μέσ' 'στανθισμένα δάση,
Όπως αυτή 'σάν αναβή σταμάξι της και τρέχη
Μέσ' 'στό Παρίσι!. .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Διάβολε! Καταλαμβάνω. Είνε
Φως φανερόν!
ΣΥΡΑΝΟ
Διαφανές.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Η εξαδέλφη σου είνε,
Είν' η Μαγδαληνή Ρομπέν.
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι, η Ροξάνη.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αι, τότε!
Έχει καλώς. Την αγαπάς; Ειπέ της το! Εσκεπάσθης
Με δάφνας δόξης σήμερον αφθόνους εμπροστά της,
ΣΥΡΑΝΟ
Κύττα με, φίλε μου, και πες, αν ειμπορώ ελπίδα
Με τούτο το εξόγκωμα να έχω! Ω! δεν πλανώμαι!
Αι! συγκινούμαι κάποτε στο γαλανό το βράδυ
Μεσ' σ' ένα κήπον αν εμβώ, που ευωδιάζ' η ώρα·
Ροφώ μαυτό το διάβολο το μύτο τον Απρίλη —
Με τη ματιά μου ακολουθώ σακτίνες ασημένιες
Καμμιά γυναίκα νακουμπά 'στού φίλου της 'στό χέρι,
Κι' όταν σκεφθώ πως θάθελα κεγώ μέσ' στο φεγγάρι
Μήσυχο βήμα να περνώ και στο βραχίονά μου
Νάχω κεγώ μια φίλη μου, ταράσσομαι, ξεχνιούμαι . . .
Αλλ' έξαφνα παρατηρώ επάνω εις του κήπου
Τον τοίχο του προσώπου μου τον ήσκιο!
ΛΕΜΠΡΕΤ, συγκεκινημένος.
Φίλτατέ μου!
ΣΥΡΑΝΟ
Έχω στιγμές, ω φίλε μου, κακές, που μοναχός μου
Αισθάνομαι τόσο πολύ την ασχημιά μου . . .
ΛΕΜΠΡΕΤ, ζωηρώς λαμβάνων την χείρα του,
Κλαίεις . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Α! όχι! τούτο! Άσχημο πάρα πολύ θα ήτο,
Να τρέχη 'πάνω εις αυτή τη μύτη ένα δάκρυ!
Κι' όσο μπορώ να κρατηθώ, ποτέ μου δεν θαφήσω
Να κινδυνεύσ' η ωμορφιά η θεία του δακρύου
Με τόση βάναυση ασχημιά! . . . Γιατί τα δάκρυα, βλέπεις,
Δεν είνε πειο θεσπέσιον από αυτά κανένα,
Και προκαλών τον γέλωτα, ποτέ δεν θα θελήσω
Κένα μονάχ' από αυτά να γελωτοποιήσω!. .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Μη θλίβεσαι! Ο έρωτας είνε μια τύχη!
ΣΥΡΑΝΟ, σείων την κεφαλήν.
Όχι!
Την Κλεοπάτραν αγαπώ: φαίνομαι ως ο Καίσαρ;
Την Βερενίκην λαχταρώ: έχω την όψιν Τίτου;
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αλλ' η ανδρεία; το πνεύμα σου; — Δεν είδες η μικρούλα
Εκείνη που σου 'πρόσφερε το μέτριο τούτο γεύμα
Τι βλέμματα ερωτικά σου έρριχνε;
ΣΥΡΑΝΟ
Αλήθεια!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αι! λοιπόν τότε; Και αυτή ακόμα η Ροξάνη
Σέβλεπε μόψιν κάτωχρον, όταν εμονομάχεις . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Κάτωχρον;
ΛΕΜΠΡΕΤ
Η καρδία της, το πνεύμα της γεμάτα
Είν' από τώρα μέκπληξιν! τόλμησε, μίλησέ της.
Και ίσως . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Εις την μύτη μου να μου γελάση; Όχι!
— Το μόνο πράγμα είν' αυτό 'στόν κόσμο που φοβούμαι!
Ο ΘΥΡΩΡΟΣ, εισάγων τινά.
Κύριε, κάποιος σας ζητά . . .
ΣΥΡΑΝΟ, βλέπων την ακόλουθον.
Α! η ακόλουθός της!
Θεέ μου!
ΣΥΡΑΝΟ, ΛΕΜΠΡΕΤ, η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, χαιρετίζουσα εδαφιαίως.
Τον γενναίον των εξάδελφον ποθούνε
Να μάθουν πού να τον ιδούν κρυφίως ειμπορούνε;
ΣΥΡΑΝΟ ταρασσόμενος.
Να με ιδούν;
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, υποκλινομένη,
Να σας ιδούν. — Πολλά θα σας ειπούνε.
ΣΥΡΑΝΟ
Πολλά; . .
ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, νέα υπόκλισις.
Πολλά!
ΣΥΡΑΝΟ, κλονούμενος.
Ω ύψιστε Θεέ μου!
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Θα υπάγουν
Αύριον μόλις η αυγή ροδίση, για νακούσουν
Τη λειτουργία 'στό Σαιν Ρος.
ΣΥΡΑΝΟ, υποστηριζόμενος υπό του Λεμπρέτ.
Ω ύψιστε Θεέ μου!
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
'Στήν έξοδον που ειμπορούν να έμβουν να μιλήσουν
Ολίγον;
ΣΥΡΑΝΟ, έκφρων.
Πού; . . αλλά . . . εγώ . . . Ω ύψιστε Θεέ μου!. .
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Γρήγορα πήτε . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ζητώ . . .
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Πού; . .
ΣΥΡΑΝΟ
'Στού.·. 'στού . . . ζαχαροπλάστου . . .
Του Ραγκενώ . . .
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Πού κατοικεί;
ΣΥΡΑΝΟ
Εις την οδόν — Θεέ μου!
Θεέ μου! — του Σαιντ Ονορέ . . .
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, ανερχομένη.
Εις τας επτά. Να είσθε.
(Η ακόλουθος εξέρχεται).
ΣΥΡΑΝΟ
Θα είμαι.
ΣΥΡΑΝΟ, ΛΕΜΠΡΕΤ, έπειτα οι ΗΘΟΠΟΙΟΙ, αι ΗΘΟΠΟΙΟΙ, ΚΥΖΗ, ΜΠΡΙΣΑΓΙ,
ΛΙΝΙΕΡ, ο ΘΥΡΩΡΟΣ, τα ΒΙΟΛΙΑ
ΣΥΡΑΝΟ, πίπτων εις τας αγκάλας του Λεμπρέτ.
Εγώ!, από αυτήν!. . συνέντευξιν!. .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Δεν είσαι
Πειά λυπημένος το λοιπόν;
ΣΥΡΑΝΟ
Αχ! ό,τι και αν είνε,
Ξέρει πως είμαι 'στή ζωή!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αι! τώρα θα 'συχάσης;
ΣΥΡΑΝΟ, εκτός εαυτού.
Αλλά φρενήρης θα γινώ τώρα, κεραυνοβόλος!,
Χρειάζομαι ολόκληρον στρατόν να καταστρέψω!
Δέκα καρδιές, και είκοσι βραχίονας κατέχω.
Δεν θέλω πλέον να τρυπώ νάννους . . .
(Κραυγάζων στεντορίως).
Γίγαντας θέλω!
(Από τινων στιγμών επί της σκηνής, εις το βάθος, σκιαί ηθοποιών,
κινούνται, ψιθυρίζουν. Αρχίζουν τας δοκιμάς. Τα βιολία
έλαβον εκ νέου τας θέσεις των).
ΜΙΑ ΦΩΝΗ, εκ της σκηνής.
Αι! Ψιτ! 'κει κάτω! Σιωπή! Γυμνάζοντ' εδώ πέρα!
ΣΥΡΑΝΟ, Γελών.
Αναχωρούμεν!
(Ανέρχεται· διά της μεγάλης θύρας του βάθους εισέρχονται ο Κυζή,
ο Μπροσάγι, πολλοί αξιωματικοί, οίτινες υποστηρίζουν τον Λινιέρ
διατελούντα εν πλήρει μέθη).
ΚΥΖΗ
Συρανό!
ΣΥΡΑΝΟ
Τι τρέχει;
ΚΥΖΗ
Μια μεγάλη
Τσίχλα σου φέρουνε.
ΣΥΡΑΝΟ
Λινιέρ!. . Τι έχεις!
ΚΥΖΗ
Σε ζητάει.
ΜΠΡΙΣΑΓΙ
Να επιστρέψη σπήτι του δεν ειμπορεί!
ΣΥΡΑΝΟ
Ο λόγος;
ΛΙΝΙΕΡ, διά φωνής σιελώδους δεικνύων εις αυτόν γραμμάτιον ρακώδες.
Το γράμμ' αυτό μειδοποιεί . . . πως εκατό ανθρώπους . . .
Έβαλαν εναντίον μου . . . για το τραγούδι . . . μέγας
Είνε ο κίνδυνος . . . 'στού Νελ την πύλην . . . Κατ' ανάγκην
Θε να περάσω από 'κεί . . 'στό σπήτι μου . . . Τη χάρι
Κάνε μου. . νάλθω σπήτι σου . . . να κοιμηθώ . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Πώς είπες,
Είν' εκατό; 'Στο σπήτι σου θα κοιμηθής.
ΛΙΝΙΕΡ, έντρομος.
Αλλ' όμως . . .
ΣΥΡΑΝΟ, διά φωνής τρομεράς δεικνύων εις αυτόν τον
ανημμένον φανόν, τον όποιον ο θυρωρός ταλαντεύει ακούων
περιέργως την σκηνήν ταύτην.
Κράτησε το φανάρι αυτό!
ΛΙΝΙΕΡ, λαμβάνων μετά σπουδής τον φανόν.
Και βάδιζε! Ασπίς σου
Σορκίζομαι πως θα γενώ και σκέπασμά σου απόψε!. .
(Προς τους αξιωματικούς).
Σεις έλθετε από μακρυά και μάρτυρες θα είσθε.
ΚΥΖΗ
Αλλά μ' ανθρώπους εκατόν!. .
ΣΥΡΑΝΟ
Δεν έχω ανάγκη απόψε
Νάνε πειο λίγοι . . .
(Οι ηθοποιοί κατήλθον την σκηνήν και πλησιάζουν με τας
ποικίλας ενδυμασίας των).
ΛΕΜΠΡΕΤ
Μα γιατί λοιπόν να προστατεύσης. . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Αρχίζει γκρίνιες ο Λεμπρέτ!. .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αυτόνε τον χυδαίον
Τον μέθυσον; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Γιατί αυτός ο μέθυσος, ετούτος
Ο πίθος του μοσχάτου, αυτός του ροσολιού ο κάδος,
Μια μέραν εκατόρθωσε πολύ ωραίο πράγμα:
Είδε την φίλην του να 'βγή από την εκκλησίαν,
Και κατά την θρησκείαν μας αγίασμα να παίρνη,
Κι' αυτός που τρέμει το νερό, 'στό αγιαστήρι γέρνει,
Κι' όλη την κόγχη μονομιάς ερρούφηξε!. .
ΜΙΑ ΗΘΟΠΟΙΟΣ, μενδυμασίαν ακολούθου.
Μπα! τούτο
Είν' ώμορφο!
ΣΥΡΑΝΟ
Ακόλουθε, δεν είν' αλήθεια;
Η ΗΘΟΠΟΙΟΣ, προς τους άλλους.
Όμως
Για ένα ποιητή πτωχό γιατί να βάλουν τόσους;
ΣΥΡΑΝΟ
Εμπρός!
(Προς τους αξιωματικούς).
Εσείς δε, κύριοι, ορμώντα 'σάν με 'δήτε,
Κιάν διατρέχω κίνδυνον, να μη με βοηθήστε!
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΗΘΟΠΟΙΟΣ, πηδώσα εκ της σκηνής.
Ω! αλλά θέλω να ιδώ κεγώ!
ΣΥΡΑΝΟ
Λοιπόν ελάτε!
ΜΙΑ ΑΛΛΗ, πηδώσα επίσης, προς γέροντα κωμωδόν.
Έρχεσαι, Κάσσανδρε, κ' εσύ; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ελάτε όλοι, ο δόκτωρ,
Η Ισαβέλλα, ο Λέανδρος, όλοι! Γιατί θα 'δήτε,
Εύχαρι σμήνος και τρελλό, να πάη να σμίγη αντάμα
Την φάρσα την ιταλική, το ισπανικό το δράμα,
Κεις τρελλό το θόρυβο, πούχει ο ροχαλισμός της,
Κουδούνια να της βάλετε 'σάν τύμπανο των Βάσκων!
ΟΛΑΙ ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, πηδώσαι εκ χαράς.
Ένα μανδύα γρήγωρα! — Μπράβο! — Μία κουκούλα!
ΖΟΝΤΕΛΕ
Πηγαίνωμεν!
ΣΥΡΑΝΟ, προς τα βιολιά.
Σεις τα βιολιά, παίξετ' ένα κομμάτι!
(Τα βιολιά συνενούνται μετά της σχηματιζομένης συνοδείας.
Αρπάζουν τας ανημμένας λαμπάδας της σκηνής και τας διανέμονται
μεταξύ των, εις τρόπον ώστε γίνεται μία λαμπαδηφορία).
Μπράβο! αξιωματικοί, γυναίκες με θεάτρου
Φορέματα, και είκοσι βήματα 'μπρός . . .
(Τοποθετείται ως λέγει).
Μονάχος,
Εγώ με το πτερόν αυτό, που η Δόξα μοναχή της
Έβαλε 'στό καπέλλο αυτό, και όπως ο Σκιπίων
Αγέρωχος και τρεις φορές Νασίκας!. . — Μεννοείτε;
Απαγορεύω σ' όλους σας βοήθεια να μου δόστε! —
Έτοιμοι; Μία, δύο, τρεις! Ανοίξετε τη θύρα!
(Ο θυρωρός ανοίγει και τα δύο φύλλα της θύρας· φαίνεται μία γωνία
των παλαιών Παρισίων, γραφικών και σεληνοφωτίστων).
Α! το Παρίσι μας πετά 'στά σύννεφα της νύχτας·
Γλιστρά το φως του φεγγαριού 'στής γαλαζένιες στέγες·
Θαρρείς, προετοιμάζεται μία κορνίζα ουράνια
Για την αποψινή σκηνή· 'κεί κάτω, ο Σηκουάνας,
Κάτω 'σ ατμούς που μοιάζουνε ταινίες, τρεμολάμπει,
Ωσάν καθρέπτης μαγικός μυστήρια γεμάτος.
Και θε να 'δήτε τη στιγμή εκείνο που θα 'δήτε!
ΟΛΟΙ
Στου Νελ την Πύλη!
ΣΥΡΑΝΟ, όρθιος επί του κατωφλίου.
Εις του Νελ την πύλη!
(Στρεφόμενος πριν εξέλθη προς την ακόλουθον).
Δεσποσύνη,
Δεν ερωτήσατε, γιατί τους εκατόν ανθρώπους
Κατά του ποιητού αυτού εβάλανε μονάχου;
(Σύρει το ξίφος και, ησύχως).
Είνε γιατί γνωρίζουνε πως φίλον μου τον έχω!
(Εξέρχεται. Η συνοδεία — ο Λινιέρ παραπαίων επί κεφαλής, — έπειτα
αι ηθοποιοί εις τους βραχίονας των αξιωματικών, — έπειτα οι
ηθοποιοί διασκελίζοντες — εκκινεί υπό τον ήχον των βιολιών, και
υπό το φώς των λαμπάδων).
Α Υ Λ Α Ι Α
ΤΟ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Το εργαστήριον του Ραγκενώ, μαγείρου ζαχαροπλάστου, εκτεταμένον
μαγαζείον εις την γωνίαν της οδού Σαιντ-Ονορέ, και της οδού του
Ξηρού Δένδρου, τας οποίας παρατηρεί τις ευρέως εις το βάθος, διά
του υελοφράκτου της θύρας, φαιάς εις τας πρώτας λάμψεις της
αυγής.
Αριστερόθεν, εις το πρώτον επίπεδον, τράπεζα μετ' επιστεγάσματος
από του οποίου κρέμονται χήνες, νήσσαι, λευκοί ταώνες. Εντός
μεγάλων φαγεντιανών αγγείων υψηλαί ανθοδέσμαι εκ φυσικών ανθέων,
κυρίως κιτρίνων ηλιοτροπίων. Εκ του αυτού μέρους, εις το δεύτερον
επίπεδον, υπερμεγέθης θερμάστρα προ της οποίας, μεταξύ τεραστίων
πυροστατών, έκαστος των οποίων υποβαστάζει μικρόν λέβητα, τα ψητά
στάζουσιν εντός λιποδόχων.
Δεξιόθεν, πρώτον επίπεδον μετά θύρας. Δεύτερον επίπεδον, κλίμαξ
ανερχομένη εις μικράν αίθουσαν, της οποίας παρατηρεί τις το
εσωτερικόν διά των ανοικτών παραθυροφύλλων· εντός αυτής τράπεζα,
μικρός φλαμανδικός πολυέλαιος λάμπει. Είνε ιδιαίτερον δωμάτιον,
όπου τρώγουν και πίνουν, Ξύλινον επιστύλιον, συνεχίζον την
κλίμακα, φαίνεται φέρον προς άλλας μικράς αιθούσας αναλόγους.
Εν τω μέσω του μαγειρείου, σιδηρούς κύκλος, τον οποίον δύναται να
καταβιβάζη τις διά σχοινίου, και από του οποίου κρέμονται χονδρά
τεμάχια, ομοιάζει προς πολυέλαιον εκ θηραμάτων.
Οι κάμινοι εν τη σκιά, υπό την κλίμακα, κοκκινίζουν. Τα χαλκώματα
σπινθηροβολούν. Οβελοί στρέφονται. Διάφορα τεμάχια υψούνται εις
πυραμίδας. Χοιρομήρια κρέμονται. Είνε το πρωινόν πυρ. Συνωστισμοί
υπηρετών του μαγειρίου, ευσάρκων μαγείρων, και μικροσκοπικών
αδεξίων μαγειρίσκων. Πλήθος σκούφων με πτερά όρνιθος ή με
πτέρυγας αλεκτορίδος. Φέρουν επί σιδηρών πλακών και λυγίνων
καλαθίσκων συστοιχίας φραντζολών, σωρούς μικρών διπυριτών.
Τράπεζαι κεκαλυμμένοι υπό πλακούντων και πινάκων. Άλλαι
περιεστοιχισμέναι υπό καθισμάτων, περιμένουν τους τρώγοντας και
πίνοντας. Μία μικροτέρα, εις μίαν γωνίαν, εξαφανίζεται υπό τα
χαρτία. Ο Ραγκενώ κάθηται προ αυτής κατά την ύψωσιν της αυλαίας,
γράφων.
ΡΑΓΚΕΝΩ, ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΑΙ έπειτα ΛΙΖΑ. Ο Ραγκενώ προ της μικράς
τραπέζης έχων ύφος άνθρωπου εμπνευσμένου, γράφει μετρών επί των
δαχτύλων του.
ΠΡΩΤΟΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ, φέρων τεμάχιον έτοιμον.
Αμυγδαλάτα οπωρικά!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ, φέρων δίσκον.
Μπουρέκια!
ΤΡΙΤΟΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ, φέρων ψητόν πτεροστόλιστον.
Και παγώνι!
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ, φέρων μίαν πλάκα γλυκισμάτων.
Πάστες!
ΠΕΜΠΤΟΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ, φέρων έν είδος πηλίνου αγγείου.
Με σάλτσα βωδινό!
ΡΑΓΚΕΝΩ, παύων να γράφη και υψών την κεφαλήν.
Της χαραυγής η ακτίνες
Η ασημένιες 'στόν χαλκούν γλιστρούν! 'Στό στήθος μέσα
Την ψάλλουσαν θεότητα, ω Ραγκενώ, να πνίξης!
Θάρθη της λύρας η στιγμή, — είν' η στιγμή του φούρνου!
(Εγείρεται, προς ένα μάγειρον).
Μάκρυνε, συ, παρακαλώ, αυτή τη σάλτσα, είνε
Πολύ κοντή.
ΜΑΓΕΙΡΟΣ
Ως πόσον;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Τρεις πόδας.
(Διέρχεται)
ΜΑΓΕΙΡΟΣ
Τι λέει!
ΠΡΩΤΟΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ
Η πήττα!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗΣ
Η τούρτα!
ΡΑΓΚΕΝΩ, ενώπιον της θερμάστρας.
Ω Μούσα μου, από εδώ απομακρύνσου τώρα,
Μήπως τα θεία μάτια σου το πυρ τα κοκινίση!
(Εις ένα ζαχαροπλάστην, δεικνύων εις αυτόν άρτους).
Άσχημα έβαλες εσύ το σχίσιμον των άρτων
Βάλ' την τομή ανάμεσα των δύο ημιστίχων!
(Προς έν' άλλον, δεικνύων εις αυτόν ένα παστίτσον ατελές).
Στο κρούστινο παλάτι αυτό να βάλλης μίαν στέγην.
(Προς νέον μαθητευόμενον, όστις καθήμενος κατά γης σουβλίζει
πουλερικά).
Και 'στόν ατέλειωτον αυτόν τον οβελόν επάνω
Ζευγάρωνε το ταπεινό, παιδί μου, κοτοπούλι
Μαζύ με τον αγέρωχο το διάνο, όπως ο γέρων
Μαλέρμπ ζευγάρι έκανε τους στίχους τους μεγάλους
Με τους μικρούς, και 'στή φωτιά ψητού στροφάς να στρέφης.
ΕΤΕΡΟΣ ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΣ, προχωρών μετά δίσκου κεκαλυμμένου διά
χειρομάκτρου.
Αφέντη, σε θυμήθηκα και σούψησα 'στό φούρνο
Αυτό, π' ελπίζω πως πολύ σαρέσει.
ΡΑΓΚΕΝΩ, έκθαμβος.
Μία λύρα!
Αποκαλύπτει τον δίσκον και φαίνεται μία ζαχαρόπηκτος λύρα).
ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΣ
Είν' από πάστα τσουρεκιού.
ΡΑΓΚΕΝΩ, συγκεκινημένος.
Με φρούτα ζαχαράτα!
ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΣ
Και της χορδές με ζάχαρι, βλέπεις, της έχω κάμει.
ΡΑΓΚΕΝΩ, δίδων εις αυτόν χρήματα
Πήγαινε 'στήν υγεία μου να πιής!
(Παρατηρών την Λίζαν εισερχομένην)
Η σύζυγός μου!
Σώπα! περπάτει, κρύψ' αυτό το χρήμα!
(Προς την Λίζαν, δεικνύων εις αυτήν την λύραν με ύφος
στενοχωρημένον).
Είν' ωραίον;
ΛΙΖΑ
Γελοίον!
(Καταθέτει επί του γραφείου μίαν στήλην χαρτίνων σάκκων).
ΡΑΓΚΕΝΩ
Σάκκους; . . α! καλά. Ευχαριστώ.
(Τους παρατηρεί).
Θεέ μου!
Τα σεβαστά βιβλία μου! Των φίλων μου τους στίχους!
Σχισμένα! εις τεμάχια! Διά να κάμης σάκκους
Διά της καραμέλες μας! . . Ω! τας Βακχίδας πάλιν.
Και τον Ορφέα αναπολείς 'στήν μνήμην μου!
ΛΙΖΑ
Δεν έχω
Λοιπόν κεγώ δικαίωμα, να χρησιμοποιήσω
Αυτά που μας αφίνουνε για πληρωμή μονάχα
Των ανομοίων των γραμμών οι πρόστυχοι γραφιάδες; . .
ΡΑΓΚΕΝΩ
Μύρμηγκα!. . τα τσιτσίκια αυτά τα θεία, μην υβρίζης!
ΛΙΖΑ
Πριν κάμης συντροφιά μαυτά τα πρόσωπα, ποτέ σου
Βακχίδα δεν μ' εκάλεσες, — και μύρμηγκα!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Με στίχους
Να κάμη σάκκους!
ΛΙΖΑ
Μάλιστα μαυτούς!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Αλλά, κυρία,
Τότε τι κάμετε λοιπόν με την πεζογραφία;
Οι ίδιοι, ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ εισερχόμενα εις το ζαχαροπλαστείον.
ΡΑΓΚΕΝΩ
Τι θέλετε, παιδάκια μου;
ΠΡΩΤΟΝ ΠΑΙΔΙΟΝ
Τρία παστίτσα.
ΡΑΓΚΕΝΩ, δίδων εις αυτά.
Πάρτε,
Πολύ ζεστά και κόκκινα πολύ!
ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΠΑΙΔΙΟΝ
Τυλίξατέ τα,
Παρακαλώ.
ΡΑΓΚΕΝΩ, συγκινούμενος κατ' ιδίαν.
Αλλοίμονον! από τους σάκκους μου ένα!
(Εις τα παιδία).
Να τα τυλίξω θέλετε;
(Λαμβάνει ένα σάκκον και καθ' ην στιγμήν πρόκειται να θέση εντός
αυτού τα παστίτσα, αναγινώσκει).
«Ο δ' Οδυσσεύς ομοίως,
καθ' ην ημέραν άφησε την Πηνελόπην» . . . Όχι
Αυτόν!. .
(Θέτει αυτόν κατά μέρος και λαμβάνει έτερον. Καθ' ην στιγμήν
θέτει τα παστίτσια εντός αυτού, αναγινώσκει).
«Ο Φοίβος ο ξανθός . . . ;» Όχι αυτόν!
(Πράττει το ίδιον).
ΛΙΖΑ, ανυπόμονος.
Τι κάμεις
Λοιπόν;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Έτοιμος, έτοιμος, έτοιμος!
(Λαμβάνει τρίτον και αποφασίζει).
Το σονέτο
Προς την Φυλλίδα!. . Τι σκληρόν που είνε μόλα ταύτα!
ΛΙΖΑ
Το απεφάσισ' ευτυχώς!
(Υψώνουσα τους ώμους)
Νικόδημε!
(Αναβαίνει επί ενός καθίσματος, και αρχίζει να ταξιθετή τα
πινάκια επί μιας τραπέζης).
ΡΑΓΚΕΝΩ, επωφελούμενος εκ του ότι στρέφει τα νώτα λαλεί τα
παιδία, άτινα είνε ήδη εις την θύραν.
Μικρά μου!
Ψιτ! της Φυλλίδος δότε μου οπίσω το σονέτο,
Κι' αντί τριών σας δίνω έξ παστίτσα!. .
(Τα παιδία του επιστρέφουν τον σάκκον, λαμβάνουν ζωηρώς τα έξ
τεμάχια κεξέρχονται. Ο Ραγκενώ καθαρίζων τον χάρτην αρχίζει
ναπαγγέλη).
«Ω Φυλλίς μου! . . .
Στόνομα τούτο το γλυκύ μία κηλίς βουτύρου!
Φυλλίς!. .»
(Ο Συρανό εισέρχεται αποτόμως).
ΡΑΓΚΕΝΩ, ΛΙΖΑ, ΣΥΡΑΝΟ, έπειτα ο ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ
ΣΥΡΑΝΟ
Τι ώρα είνε;
ΡΑΓΚΕΝΩ, χαιρετίζων αυτόν μετά σπουδής.
Έξ.
ΣΥΡΑΝΟ, μετά συγκινήσεως.
Εις μίαν ώραν!
(Πηγαίνει κέρχεται εντός του εργαστηρίου).
ΡΑΓΚΕΝΩ, ακολουθών αυτόν.
Μπράβο!
Είδα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
'Σάν τι;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Την μάχην σας!. .
ΣΥΡΑΝΟ
Ποιάν;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Του Μεγάρου
Της Βουργουνδίας εννοώ!
ΣΥΡΑΝΟ, μετά περιφρονήσεως
Α! . . την μονομαχίαν!. .
ΡΑΓΚΕΝΩ. μετά θαυμασμού.
Μονομαχίαν έμμετρον!. .
ΛΙΖΑ
Το στόμα του δεν παύει
Για κείνη να μας ομιλή!
ΣΥΡΑΝΟ
Καλλίτερα βεβαίως.
ΡΑΓΚΕΝΩ, αρπάζων ένα οβελόν και προβάλλων τον πόδα.
«'Στό τέλος της στροφής τρυπώ!. .» Ω! πόσον είν' ωραίον!
«'Στό τέλος της στροφής τρυπώ . . .»
(Μετ' αύξοντος ενθουσιασμού).
«'Στό τέλος . . .»
ΣΥΡΑΝΟ
Τι ώρα είναι;
ΡΑΓΚΕΝΩ, μένων εν προβολή διά να ίδη την ώραν.
Έξη και πέντε!. . «της στροφής τρυπώ . . .»
(Ανεγείρεται).
Ακούς να κάμη
Έν τρίστροφον!
ΛΙΖΑ, προς τον Συρανό, όστις διερχόμενος πλησίον της
τραπέζης, έθλιψεν αφηρημένος την χείρα της.
Τι έχετε 'στό χέρι σας;
ΣΥΡΑΝΟ
Δεν είνε
Τίποτε. Είνε μια πληγή.
ΡΑΓΚΕΝΩ
Μην 'τρέξατε κανένα
Κίνδυνον.
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι.
ΛΙΖΑ, απειλούσα αυτόν διά του δακτύλου.
Ψεύδεσθε, θαρρώ!
ΣΥΡΑΝΟ
Θα εκινείτο
Η μύτη μου; Αυτό για μια ψευτιά μεγάλη κάνει!
(Αλλάσσων τόνον).
Τώρα προσμένω κάποιονε· και αν δεν με γελάση,
Μονάχους μας αφίνετε. . .
ΡΑΓΚΕΝΩ
Δεν ειμπορώ. Θα έλθουν
Οι ποιηταί μου παρευθύς.
ΛΙΖΑ, ειρωνικώς
Διά το πρώτο γεύμα.
ΣΥΡΑΝΟ
Όταν σου νεύσω διώξε τους. Τι ώρα;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Έξ και δέκα!
ΣΥΡΑΝΟ, καθήμενος νευρικώς εις την τράπεζαν του Ραγκενώ και
λαμβάνων χάρτην.
Μια πέννα;
ΡΑΓΚΕΝΩ, δίδων εις αυτόν εκείνην που έχει εις το αυτί του.
Κύκνου.
ΕΙΣ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ, φέρων ωραίους μύστακας εισέρχεται, και διά
φωνής στεντορείας.
Χαίρετε!
ΣΥΡΑΝΟ, στρεφόμενος
Ποιος είνε;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Ένας φίλος
Της γυναικός μου. Τρομερός πολεμιστής, — ως λέγει!. .
ΣΥΡΑΝΟ, λαμβάνων την πένναν και απομακρύνων διά της
χειρονομίας τον Ραγκενώ.
Σώπα!. .
Το γράφω, — το σφαλώ, —
(καθ' εαυτόν).
Της δίδω, — φεύγω. .
(ρίπτων την πένναν).
Ω! είμαι
Δειλός! . . και προτιμότερον μου είνε ναποθάνω,
Ή να τολμήσω να της 'πώ μια λέξι . . .
(Προς τον Ραγκενώ),
Τι ώρα είνε;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Έξη και τέταρτο!. .
ΣΥΡΑΝΟ, κτυπών το στήθος του.
Απ' αυτές που έχω εδώ μια μόνη!
Εν ώ 'σάν γράφω . . .
(λαμβάνει πάλιν την γραφίδα).
Αι λοιπόν! Ας γράψω αυτό το γράμμα
Του έρωτος που μέσα μου χίλιες φορές ως τώρα
Έκαμα κεξανάκαμα, που έτοιμο το έχω,
Και αν ζυγώσω 'στό χαρτί πλησίον την ψυχή μου
Δεν έχω παρ' αντιγραφή απλή να κάνω.
(Γράφει, — όπισθεν του τελοφράκτου της θύρας φαίνονται κινούμεναι
σκιαί ισχναί και διστάζουσαι).
ΡΑΓΚΕΝΩ, ΛΙΖΑ, ο ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ, ΣΥΡΑΝΟ προ της μικράς τραπέζης
γράφων, οι ΠΟΙΗΤΑΙ μέλανα ενδεδυμένοι με τας περικνημίδας
πιπτούσας, κεκαλυμμένας υπό βορβόρου.
ΛΙΖΑ, προς τον Ραγκενώ.
Νάτοι,
Οι βρώμιοι σου!
ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, εισερχόμενος προς τον Ραγκενώ.
Συνάδελφε!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Συνάδελφέ μου φίλε!
ΤΡΙΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Αητέ των ζαχαροπλαστών!
(Ωσφραίνεται).
Εις την φωληά σου ωραία
Μυρίζει!
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ω Φοίβε μάγειρε!
ΠΕΜΠΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Απόλλων των μαγείρων!
ΡΑΓΚΕΝΩ, περιστοιχιζόμενος, φιλούμενος, σειόμενος.
Πόσον καλά που 'βρίσκεται κανείς μαζύ με τούτους!
ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Αργήσαμεν απ' το λαό που ήταν συναγμένος
'Στού Νελ την πύλη! . . .
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Οκτώ λησταί με ξίφος σκοτωμένοι
Ήσαν εις το λιθόστρωτον επάνω 'ξαπλωμένοι!
ΣΥΡΑΝΟ, εγείρων επί μίαν στιγμήν την κεφαλήν.
Οκτώ; Μπα! 'νόμιζα επτά!. .
(Γράφει πάλιν).
ΡΑΓΚΕΝΩ, προς τον Συρανό.
Μήπως λοιπόν της μάχης
Γνωρίζετε τον ήρωα.
ΣΥΡΑΝΟ, αμελώς
Εγώ; . . Όχι! . .
ΛΙΖΑ, προς τον σωματοφύλακα.
Σεις;
ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ, στρύφων τον μύστακα)
Ίσως!
ΣΥΡΑΝΟ, γράφων, κατ' ιδίαν — ακούεται ψιθυρίζων λέξιν τινά
από καιρού εις καιρόν.
«Σε αγαπώ . . .»
ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Και λέγουνε, όλη τη συμμορία
Ένας μονάχος 'μπόρεσε να την καταδιώξη!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήτο πολύ περίεργον! Με λόγχες και με ράβδους
Είχε στρωθή το έδαφος.
ΣΥΡΑΝΟ, γράφων.
«. . .τα μάτια σου . . .»
ΤΡΙΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Καπέλλα
Εύρισκαν ως το πρόχωμα των Χρυσικών . . .
ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Βεβαίως
Το πράγμα θάταν άγριον.
ΣΥΡΑΝΟ, γράφων.
«. . .τα χείλη σου . . .»
ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Τι γίγας
Που θάνε τρομερός αυτών των άθλων ο εργάτης!
ΣΥΡΑΝΟ, ωσαύτως
«. . . . Κι όταν σε βλέπω, αγάπη μου, λιποθυμώ απ' το φόβο».
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, αρπάζων έν γλύκισμα.
Τι νέους στίχους, Ραγκενώ, μας έγραψες;
ΣΥΡΑΝΟ, ωσαύτως.
«. . . εκείνου
Που σαγαπά . . .»
(Σταματά εις την στιγμήν της υπογραφής κεγείρεται θέτων την
επιστολήν εις το εσωκάρδιόν του).
Υπογραφή δεν βαίνω. Θα την δώσω
Ο ίδιος.
ΡΑΓΚΕΝΩ, προς τον δεύτερον ποιητήν.
Μία συνταγή με στίχους έχω κάμει.
ΤΡΙΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, τοποθετούμενος πλησίον
ενός δίσκου γεμάτου από παστίτσια.
Τους στίχους ας ακούσωμεν!
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, παρατηρών έν τσουρέκι, όπερ έλαβε.
Ετούτο το τσουρέκι
Έχει τη σκούφια του στραβά.
ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ετούτο το ψωμάκι
'Στον πειναλέον στιχουργόν τα μάτια του καρφώνει,
που μοιάζουν 'σάν αμύγδαλα με φρύδια 'σάν αγγέλου.
(Λαμβάνει το ψωμάκι).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ακούομεν.
ΤΡΙΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, σφίγγων ελαφρώς έν
παστίτσιον μεταξύ των δακτύλων του.
Το γλύκισμα αυτό την κρέμα χύνει,
'Σαν να γελά.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, δαγκάνων μίαν μεγάλην
ζαχαρόπηκτον λύραν.
Πρώτη φορά η λύρα που με τρέφει.
Εις την ζωήν μου.
ΡΑΓΚΕΝΩ, όστις ετοιμάσθη διαπαγγελίαν
έβηξε, εταξιθέτησε την σκούφια του, έλαβε στάσιν.
Συνταγή με στίχους.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, προς τον πρώτον, κινών
τον αγκώνα του.
Γευματίζεις;
ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, προς τον δεύτερο.
Δειπνάς;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Ιδού πώς γίνονται τουρτάκια μυγδαλάτα
Ως που ναφρίσουνε κτυπάτε
Αυγά μερικά,
Και μέσα 'στόν αφρό κερνάτε
Του κίτρου εκλεκτό χυλό
Και χύνετ' έπειτα καλό
Γάλα από μύγδαλα γλυκά.
Με ζύμη μπουρεκιού γεμίζετε
Τριγύρω το πλευρόν
Ταψιών επίτηδες μικρών.
Με δάχτυλο γοργό τα χρίζετε
Με του βερύκοκκου χυμόν,
Και με σταγόνες τα ραντίζετε
Του αφρού σας όλα τα ταψάκια.
Και τα πηγαίνετε
Στο φούρνο, και 'σάν προβατάκια
Φαιδρά κιολόξανθα τα βγαίνετε,
Κιαφού τα τρώτε δεν χορταίνετε
Τα μυγδάλατα τα τουρτάκια!
ΟΙ ΠΟΙΗΤΑΙ, με το στόμα γεμάτον.
Εξαίσιον! Γλυκύτατον!
ΕΙΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, πνιγόμενος.
Χουμπφ!
(Ανέρχονται προς το βάθος, τρώγοντες. Ο Συρανό, όστις
παρετήρησεν, προχωρεί προς τον Ραγκενώ).
ΣΥΡΑΝΟ
Από τη φωνή σου
Λαμβάνοντες την όρεξιν, δεν βλέπεις, πώς μπουκώνουν;
ΡΑΓΚΕΝΩ, χαμηλοφώνως, μειδιών.
Το βλέπω, αλλά και χωρίς να τους κυττάζω, μήπως
Τους ενοχλώ· καισθάνομαι διπλήν χαράν, να λέγω
Έτσι τους στίχους μου, αφού γλυκειάν αδυναμία,
Που έχω, ικανοποιώ, εν ώ να τρώνε αφίνω
Εκείνους που δεν έφαγαν!
ΣΥΡΑΝΟ, κτυπών επί των ώμων του.
Πολύ μαρέσεις!. .
(Ο Ραγκενώ πηγαίνει να ενωθή μετά των φίλων του. Ο Συρανό τον
ακολουθεί διά των οφθαλμών, έπειτα, ολίγον αποτόμως).
Λίζα,
Πρόσεχε!
(Η Λίζα, τρυφερώς συνομιλούσα με τον σωματοφύλακα ανασκιρτά, και
κατέρχεται προς τον Συρανό).
Σε πολιορκεί αυτός ο καπετάνιος; . .
ΛΙΖΑ, προσβαλλομένη.
Ω! μένα βλέμμ' αγέρωχον γνωρίζουν να νικήσουν
Οι οφθαλμοί μου όποιονε προσβάλλει την τιμήν μου.
ΣΥΡΑΝΟ
Για νικηφόρους οφθαλμούς τους βρίσκω κτυπημένους.
ΛΙΖΑ, πνιγομένη.
Αλλά. . .
ΣΥΡΑΝΟ, καθαρά.
Μάρεσ' ο Ραγκενώ. Για τούτο, κυρά Λίζα,
ΛΙΖΑ
Δεν επιτρέπω κανενός να τόνε μασκαρέψη
Μα. . .
ΣΥΡΑΝΟ, όστις ύψωσε την φωνήν αρκετά
ώστε νακουσθή υπό του εραστού.
Των φρονίμων. . .
(Χαιρετίζει τον σωματοφύλακα, και πηγαίνει να παρατηρήση, εις την
θύραν του βάθους, αφού παρετήρησε το ωρολόγιον).
ΛΙΖΑ, εις τον σωματοφύλακα, όστις απλώς ανταπέδωσε τον
χαιρετισμόν εις τον Συρανό.
ΑληΘώς, δεν σεννοώ . . . ειπέ του
Κάτι διά την μύτην του. . . .
Ο ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ
Τη μύτη του . . . Την μύτη . . .
(Απομακρύνεται ζωηρώς, η Λίζα τον ακολουθεί).
ΣΥΡΑΝΟ, εκ της θύρας του βάθους, κάμων σημείον εις τον
Ραγκενώ να διώξη τους ποιητάς.
Ψιτ! . . .
ΡΑΓΚΕΝΩ, δεικνύων εις τους ποιητάς την δεξιόθεν θύραν.
Θάμεθα καλλίτερα εκεί . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ανυπομονών.
Ψιτ! Ψιτ! . .
ΡΑΓΚΕΝΩ σύρων αυτούς.
Τους στίχους
Για να διαβάσουμε. . .
ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, απελπισμένος, με γεμάτον το στόμα.
Αλλά γλυκίσματα! . .
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Μαζύ μας
Ας πάρωμεν!
(Εξέρχονται όλοι όπισθεν του Ραγκενώ, εν είδει λιτανείας, και
αφού διήρπαξαν τους δίσκους).
ΣΥΡΑΝΟ, ΡΟΞΑΝΗ, η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
ΣΥΡΑΝΟ
Το γράμμα μου θα σύρω, αν καταλάβω,
Πως είνε και μικρά ελπίς! . .
(Η Ροξάνη προσωπιδοφόρος, μετά της ακολούθου της, εμφανίζεται
όπισθεν της υελοφράκτου της θύρας. Ανοίγει ζωηρώς την θύραν).
Εισέλθετε! . .
(Βαδίζων προς την ακόλουθον).
Δυο λέξεις
Ακόλουθε! . .
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Και τέσσαρες.
ΣΥΡΑΝΟ
Λαίμαργος είσαι;
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Μέχρι
Αρρώστιας.
ΣΥΡΑΝΟ, λαμβάνων ζωηρώς εκ της τραπέζης σάκκους χαρτίνους.
Καλά, το λοιπόν ιδού δύο σονέτα
Του Βενσεράδ. . .
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Ουφ!
ΣΥΡΑΝΟ
Με γλυκά γεμάτα.
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, μεταβάλλουσα όψιν.
Αχ!
ΣΥΡΑΝΟ
Ή μήπως
θα προτιμούσες τα γλυκά, που λέγονται παστίτσα.
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Μαρέσουν, κύριε, πολύ προ πάντων με την κρέμα.
ΣΥΡΑΝΟ
Σου βαίνω έξη το λοιπόν από εκείνα μέσα
Στο ποίημα του Σαιντ-Αμάν! Και εις αυτούς τους στίχους
Του Σαπελαίν τεμάχιον του φουρνιστού σου βάζω.
— Μην αγαπάς φρέσκα γλυκά;
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Τρελλαίνομαι!
ΣΥΡΑΝΟ, φορτώνων τους βραχίονάς της με σάκκους πλήρεις.
'Στό δρόμο
Πήγαινε τώρα να τα φας!
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Αλλά. . .
ΣΥΡΑΝΟ, ωθών αυτήν έξω.
Και μη γυρίσης
Πριν τα τελειώσης!
(Επανακλείει την θύραν, κατέρχεται πάλιν προς την Ροξάνην, και
σταματά, αποκαλυπτόμενος εις σεβαστήν απόφασιν).
ΣΥΡΑΝΟ, ΡΟΞΑΝΗ, η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, μετ' ολίγον.
ΣΥΡΑΝΟ
Η στιγμή αυτή ευλογημένη
Ας είνε, όπου έπαυσες να λησμονής 'στό τέλος,
Πως αναπνέω ταπεινώς, κέρχεσαι να μου είπης,
Να μου ειπής . . .
ΡΟΞΑΝΗ, αφαιρέσασα την προσωπίδα.
Μα κατ' αρχάς, ευχαριστώ, διότι,
Αυτός ο βλαξ, που 'στού σπαθιού το άξιο παιγνίδι
Έχασε χθες, είνε αυτός, όπου ένας μεγάλος
Κύριος . . . όστις μ' αγαπά . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Α! ο δε Γκύσης;
ΡΟΞΑΝΗ, ταπεινούσα τους οφθαλμούς.
Θέλει
Να μεπιβάλη σύζυγον . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Πρόσθετον;
(Χαιρετίζων).
Εκτυπήθην
Λοιπόν — και τούτο προτιμώ καλλίτερον, κυρία —
Όχι διά την άσχημη τη μύτη μου, αλλ' όμως
Για τα ωραία 'μάτια σου.
ΡΟΞΑΝΗ
Έπειτα . . . επιθυμούσα . . .
Αλλά για 'κείνο πέρχομαι να σου ομολογήσω,
Πρέπει να εύρω εις εσέ σχεδόν τον αδελφόν μου,
Που μέσ' το πάρκο παίζαμε μαζύ — κοντά 'στή λίμνη! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι . . . ήρχεσο 'στό Μπερζεράκ όλα τα καλοκαίρια! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Η καλαμιές σου έδιναν για τα σπαθιά σου ξύλα.
ΣΥΡΑΝΟ
Και για της κούκλες σου ξανθά μαλλιά ταραποσίτια!
ΡΟΞΑΝΗ
Ήτ' ο καιρός των παιγνιδιών . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Και των ξυνών των μούρων . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Ήτ' ο καιρός που έκαμες ό,τ' ήθελα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Η Ροξάνη
Ελέγετο Μαγδαληνή με το κοντό φουστάνι . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Όμορφη τότε ήμουνα, αι;
ΣΥΡΑΝΟ
Άσχημη δεν ήσουν.
ΡΟΞΑΝΗ
Από κανέν' ανέβασμα με χέρι 'ματωμένο
Ήρχεσο κάποτε! — Α! εγώ τότ' έκανα τη μάννα,
Και με φωνή οπού σκληρή να γίνη προσπαθούσε:
(Λαμβάνει την χείρα του).
«Τ' είνε αυτή, σου έλεγα, η τσουγγρανιά και πάλι;»
(Σταματά κατάπληκτος).
Α! είνε ανυπόφορον! Κι' αυτή;
(Ο Συρανό θέλει ναποσύρη την χείρα του).
Α! δείξε μου την!
Πώς; εις την ηλικίαν σου ακόμα! Πού την πήρες;
ΣΥΡΑΝΟ
Παίζων πλησίον εις του Νελ την πύλην.
ΡΟΞΑΝΗ, καθημένη παρά την τράπεζαν
και βρέχουσα το μανδύλιόν της εντός ποτηρίου ύδατος.
Δος το χέρι!
ΣΥΡΑΝΟ, καθήμενος επίσης.
Τόσο γλυκά, τόσον φαιδρώς φιλόστοργος!
ΡΟΞΑΝΗ
Και πες μου,
Ενόσω από την πληγή το αίμα καθαρίζω, —
Ποίοι ήσαν εναντίον σου;
ΣΥΡΑΝΟ
Ω! εκατόν περίπου.
ΡΟΞΑΝΗ
Πες τα μου!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι! πες μου συ, αυτό που δεν τολμούσες,
Να μου το 'πης προτήτερα. . .
ΡΟΞΑΝΗ, χωρίς ναφήση την χείρα του.
Τώρα τολμώ. Διότι
Το μύρον μενεθάρρυνε του παρελθόντος. Τώρα
Τολμώ. Να! Κάποιον αγαπώ.
ΣΥΡΑΝΟ
Α! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Που δεν το γνωρίζει. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Α! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι ακόμη!
ΣΥΡΑΝΟ
Α! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Αλλά σ' ολίγον θα το μάθη,
Αν δεν το ξεύρη. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Α! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Πτωχό παιδί, που μέχρι τούδε
Δειλά μακρόθεν μαγαπά, και δίχως να τολμήση
Να μου το 'πη. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Α! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Άφες μου το χέρι σου. Μπα! καίει. —
Αλλ' είδα εις τα χείλη του να τρέμ' η ομολογία. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Α! . .
ΡΟΞΑΝΗ, αφού ετελείωσεν ένα μικρόν επίδεσμον με το μανδύλι
της.
Και φαντάσου, ακριβώς, ότι, εξάδελφέ μου,
Στο ιδικόν σου σύνταγμα υπηρετεί. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Α! . .
ΡΟΞΑΝΗ, γελώσα.
Είνε
Επίλεκτος 'στό λόχο σου! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Α! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Εις το μέτωπόν του
Το πνεύμα σπινθηροβολεί. Είν' ευγενής και νέος,
Ατρόμητος, αγέρωχος, ωραίος. . .
ΣΥΡΑΝΟ, εγειρόμενος κάτωχρος.
Πώς; ωραίος!
ΡΟΞΑΝΗ
Τι έχεις;
ΣΥΡΑΝΟ
Εγώ; τίποτε! . . Είνε . . . το. . .
(Δεικνύει την χείρα του μετά μειδιάματος).
Το . . . βαβά μου!
ΡΟΞΑΝΗ
Τέλος εγώ τον αγαπώ, Και πρέπει να σου είπω,
Πως δεν τον είδ' αλλού ποτέ παρά 'στήν Κωμωδία . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Δεν ωμιλήσατε λοιπόν; . .
ΡΟΞΑΝΗ
Τα μάτια μας μονάχα!
ΣΥΡΑΝΟ
Μα πώς γνωρίζετε λοιπόν;
ΡΟΞΑΝΗ
Κάτω από τας φιλύρας
Μιλούνε της Βασιλικής Πλατείας . . . Μου το είπεν
Μια φλύαρη!
ΣΥΡΑΝΟ
Είν' επίλεκτος;
ΡΟΞΑΝΗ
Επίλεκτος!
ΣΥΡΑΝΟ
Και ποίον
Το όνομά του;
ΡΟΞΑΝΗ
Χριστιανός δε Νεβιγιέτ, βαρώνος.
ΣΥΡΑΝΟ
Α μπα! Δεν είν' επίλεκτος.
ΡΟΞΑΝΗ
Ναι, σήμερον εμβήκε:
Υπό τον λοχαγόν Καρμπόν Καστέλ Ζαλού.
ΣΥΡΑΝΟ
Ταχέως,
Έτσι αφίνεις την καρδιά; . . αλλά, πτωχή μικρά μου . . .
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, ανοίγουσα την θύραν του βάθους.
Έφαγα όλες, κύριε δε Μπερζεράκ, της πάστες.
ΣΥΡΑΝΟ
Τότε τους στίχους διάβασε, που είνε τυπωμένοι
'Στο σάκκο!
(Η ακόλουθος εξαφανίζεται).
Κόρη μου πτωχή, συ παγαπάς τωραίον,
Το πνεύμα και την εκλεκτήν την γλώσσαν, — εάν ήτο
Είς βέβηλος, είς άγριος;
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι, την κόμην έχει
Ως ένας ήρως του δ' Υρφέ!
ΣΥΡΑΝΟ
Εάν επίσης ήτο
Βάναυσος, όσον και καλώς ενδεδυμένος;
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι,
Όλα τα λόγια του λεπτά θα είνε το μαντεύω.
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι, πάντοτε είνε λεπτά τα λόγια, όταν είνε
Κ' οι μύστακες λεπτοί. — Πλην βλαξ αν ήτο;
ΡΟΞΑΝΗ, κτυπώσα διά του ποδός.
Λοιπόν τότε
Θαπέθαινα!
ΣΥΡΑΝΟ, μετά τινα παύσιν.
Μεφέρατε εδώ για να μου 'πήτε
Αυτά; Την χρησιμότητα δεν βλέπω αυτήν, κυρία.
ΡΟΞΑΝΗ
Αχ! Γιατί ένας μούβαλε τον τρόμο 'στήν ψυχή μου,
και μούπεν ότι όλοι σας είσθε Γασκόνοι, όλοι
'Στόν λόχον σας. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Και πως ημείς τους νέους προκαλούμεν
Τους αμαθείς, που γίνονται δεκτοί εξ ευμενείας
Ανάμεσα 'στούς αληθείς Γασκόνους, χωρίς νάνε;
Αυτό σας είπεν;
ΡΟΞΑΝΗ
Και 'μπορείς να φαντασθής, τι τρόμον
Ησθάνθην δι' αυτόν!
ΣΥΡΑΝΟ, μεταξύ των οδόντων του.
Πολύ ευλόγως!
ΡΟΞΑΝΗ
Αλλ' εσκέφθην,
Όταν εχθές ανίκητος και μέγας απεδείχθης,
Τον φαύλον τιμωρών αυτόν, και αντιμετωπίζων
Αυτά τα ζώα — αν ήθελεν, εκείνος που φοβούνται
Όλοι . . . εσκέφθην . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Αι! καλά λοιπόν θα προστατεύσω
Τον βαρωνίσκον σας αυτόν.
ΡΟΞΑΝΗ
Ω δεν είνε αλήθεια;
Θα μου τον προστατεύσης, αι; Είχα για σε φιλίαν
Πάντοτε τόσον τρυφεράν!
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι!
ΡΟΞΑΝΗ
Φίλος του θα είσαι;
ΣΥΡΑΝΟ
Θα είμαι.
ΡΟΞΑΝΗ
Δεν θα έχη δε ποτέ μονομαχίαν:
ΣΥΡΑΝΟ
Ορκίζομαι.
ΡΟΞΑΝΗ
Ω; σαγαπώ πολύ! Πρέπει να φύγω τώρα.
(Θέτει ζωηρώς την προσωπίδα της, ένα τρίχαπτον επί του μετώπου
της και αφηρημένως).
Αλλά την μάχην της νυκτός αυτήν δεν μου την είπες.
Αλήθεια θάταν τρομερόν! — Ειπέ του να μου γράψη.
(Τω στέλλει έν φίλημα διά της χειρός).
Ω! σαγαπώ!
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι, ναι.
ΡΟΞΑΝΗ
Εκατόν ανθρώπους, και συ μόνος!
Χαίρε λοιπόν. — Φίλοι καλοί θα είμεθα!
ΣΥΡΑΝΟ
Βεβαίως.
ΡΟΞΑΝΗ
Πες, να μου γράψη! — Εκατό ανθρώπους! — Τι ανδρεία!
ΣΥΡΑΝΟ, χαιρετίζων αυτήν.
Ω! έκτοτ' έκαμα πολύ καλλίτερον.
(Αύτη εξέρχεται. Ο Συρανό μένει ακίνητος με τους οφθαλμούς κατά
γης. Σιωπή. Η θύρα δεξιόθεν ανοίγει. Ο Ραγκενώ περνά την κεφαλήν
του).
ΣΥΡΑΝΟ, ΡΑΓΚΕΝΩ, οι ΠΟΙΗΤΑΙ, ο ΚΑΡΜΠΟΝ ΔΕ ΚΑΣΤΕΛ ΖΑΛΟΥ, οι
ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ, το ΠΛΗΘΟΣ κτλ. Έπειτα ο ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ.
ΡΑΓΚΕΝΩ
Μπορούμε
Να 'μπούμε;
ΣΥΡΑΝΟ, χωρίς να κινηθή.
Ναι. . .
(Ο Ραγκενώ κάμει σημείον και οι φίλοι του εισέρχονται. Συγχρόνως
εις την θύραν του βάθους φαίνεται ο Καρμπόν δε Καστέλ Ζαλού φέρων
στολήν λοχαγού της φρουράς, όστις κάμει μεγάλας χειρονομίας
παρατηρών τον Συρανό).
ΚΑΡΜΠΟΝ ΔΕ ΚΑΣΤΕΛ ΖΑΛΟΥ
Ιδού αυτός!
ΣΥΡΑΝΟ, εγείρων την κεφαλήν.
Ο λοχαγός μου!,.
ΚΑΡΜΠΟΝ, υπερχαρής
Ο ήρως μας! Γνωρίζομεν το παν. Είνε τριάντα
Από τους επιλέκτους μου εκεί! . .
ΣΥΡΑΝΟ, οπισθοδρομών.
Μα. . .
ΚΑΡΜΠΟΝ, θέλων να τον σύρη.
Έλα! θέλουν
Να σίδουν!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Πίνουμε 'στήν άντικρυ ταβέρνα.
ΣΥΡΑΝΟ
Εγώ . . .
ΚΑΡΜΠΟΝ, αναβαίνει προς την θύραν και
κραυγάζων εις τα παρασκήνια, διά φωνής βροντώδους.
Αρνείτ' ο ήρως μας. Δεν έχει κέφια διόλου!
ΜΙΑ ΦΩΝΗ, έξωθεν.
Α! το Θεό!
(Θόρυβος έξωθεν, κρότος ξιφών και υποδημάτων προσεγγιζόντων).
ΚΑΡΜΠΟΝ, τρίβων τας χείρας.
Ιδού αυτοί περνούν το δρόμο.
ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ, εισερχόμενοι εις το ζαχαροπλαστείον.
Χίλιοι
Διαβόλοι! — Δαίμονες! — Χριστοί! — Θεοί (— και Παναγίες! —)
ΡΑΓΚΕΝΩ, οπισθοδρομών έντρομος.
Κύριοι, όλοι το λοιπόν είσθε Γασκόνοι;
ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ
Όλοι!
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, προς τον Συρανό.
Μπράβο!
ΣΥΡΑΝΟ
Βαρώνε
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Ζήτω σου!
ΣΥΡΑΝΟ
Βαρώνε!
ΤΡΙΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Πάρε ένα
Φιλί!
ΣΥΡΑΝΟ
Βαρώνε! . .
ΠΟΛΛΟΙ ΓΑΣΚΟΝΟΙ
Όλοι σας φιλήστε τον!
ΣΥΡΑΝΟ, μη γνωρίζων πρός τινα ναπαντήση.
Βαρώνε . . .
Βαρώνε! . . σας παρακαλώ . . .
ΡΑΓΚΕΝΩ
Είσθε λοιπόν βαρώνοι
Όλοι σας; . .
ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ
Όλοι!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Πράγματι; . .
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Με τα οικόσημά μας
Μπορούνε πύργο ολόκληρο να κτίσουν!
ΛΕΜΠΡΕΤ, εισερχόμενος και τρέχων εις τον Συρανό.
Σε ζητούνε!
Παράφορον εκ θαυμασμού το πλήθος οδηγείται,
Από εκείνους που εχθές την νύκτα σηκολούθουν.
ΣΥΡΑΝΟ, έντρομος.
Τους είπες πού ευρίσκομαι;
ΛΕΜΠΡΕΤ, τρίβων τας χείρας,
Βεβαίως τους το είπα!
ΕΙΣ ΑΣΤΟΣ, εισέρχεται ακολουθούμενος υπό ενός συμπλέγματος·
Κύριε, όλον το Μαραί εδώ εκουβαλήθη.
(Έξωθεν η οδός επληρώθη κόσμου. Φορεία, άμαξαι σταματούν).
ΛΕΜΠΡΕΤ, χαμηλοφώνως, μειδιών προς τον Συρανό.
Και η Ροξάνη!
ΣΥΡΑΝΟ, ζωηρώς.
Σώπαινε!
ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ
Τον Συρανό! . .
(Το πλήθος εισορμά εν τω ζαχαροπλαστείω. Συνωστισμός.
Επευφημίαι).
ΡΑΓΚΕΝΩ, όρθιος επί μιας τραπέζης.
Του πλήθους
Στο μαγαζί μου επιδρομή! Τα σπάζουν όλα! Ζήτω!
ΑΝΘΡΩΠΟΙ, πέριξ του Συρανό.
Φίλε μου. . . Φίλε μου. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Εχθές δεν είχα τόσους φίλους. . .
ΛΕΜΠΡΕΤ, αγαλλιών.
Ο Θρίαμβος. . .
ΜΙΚΡΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ, προστρέχων με τας χείρας τεταμένας.
Αν ήξευρες, φίλε μου. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Μ' ομιλείτε
Εις ενικόν; . . Τι πράγματα 'φυλάξαμεν αντάμα;
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Θα σας συστήσω, κύριε, εις μερικάς κυρίας,
Που μέσ' την άμαξάν μου εκεί. . .
ΣΥΡΑΝΟ, ψυχρώς.
Και σας, ποιος θα συστήση
Σεμέ προτήτερα;
ΛΕΜΠΡΕΤ έκπληκτος.
Αλλά λοιπόν τι έχεις;
ΣΥΡΑΝΟ
Σώπα!
ΕΙΣ ΛΟΓΙΟΣ, μετά μελανοδοχείου.
Λεπτομερείας ειμπορώ να λάβω; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι!
ΛΕΜΠΡΕΤ, ωθών τον αγκώνα του
Είνε
Ο Μπενωδώ Θεόφραστος, που την εφημερίδα
Εφεύρεν.
ΣΥΡΑΝΟ
Αδιάφορον!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αυτό το φύλλον, όπου
Γράφουν για τόσα πράγματα, και λέγεται ακόμα,
Πως η εφεύρεσις αύτη έχει μεγάλον μέλλον.
ΕΙΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, προχωρών.
Κύριε. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Πάλιν!
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήθελα μια πεντακροστοιχίδα
Για σας να . . .
ΚΑΠΟΙΟΣ, προχωρών.
Κύριε . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Αρκεί . .
(Κίνησις. Τίθενται εις τάξιν. Ο δε Γκύσης φαίνεται συνοδευόμενος
υπό αξιωματικών. Ο Κυζή, Μπρισάγι, οι Αξιωματικοί, οι οποίοι
ανεχώρησαν μετά του Συρανό εις το τέλος της πρώτης πράξεως. Ο
Κυζή έρχεται ζωηρώς προς τον Συρανό).
ΚΥΖΗ, προς τον Συρανό.
Ο Κύριος δε Γκύσης!
(Ψίθυρος. Όλοι κάμνουν θέσιν).
Απ' τον στρατάρχην δε Γκαστόν απεσταλμένος είνε!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, χαιρετίζων τον Συρανό.
Τον θαυμασμόν του μέστειλεν εδώ να σας εκφράσω
Διά το ανδραγάθημα το νέον που ομιλούνε.
ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ
Μπράβο! . .
ΣΥΡΑΝΟ, υποκλινόμενος.
Από ηρωισμούς γνωρίζει ο στρατάρχης.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Ποτέ δεν θα το 'πίστευεν, εάν αυτοί μεθ' όρκου
Οι κύριοι δεν έλεγαν πως τώδαν . . .
ΚΥΖΗ
Με τα μάτια!
ΛΕΜΠΡΕΤ, χαμηλοφώνως προς τον Συρανό, όστις φαίνεται
αφηρημένος.
Αλλ' όμως . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Σώπα!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Φαίνεσαι πως πάσχεις!
ΣΥΡΑΝΟ, ανασκιρτών, και ανορθούμενος ζωηρώς.
'Μπρός 'στόν κόσμον
Αυτόν; . .
(Ο μύσταξ του ανορθώνεται. Κτυπών το στήθος).
Εγώ να φαίνωμαι πως πάσχω; . . Τώρα βλέπεις!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, προς τον οποίον ο Κυζή ωμίλησεν κρυφίως.
Από ηρωισμούς λαμπρούς το στάδιον σου είνε
Γεμάτον ήδη, 'Στούς τρελλούς αυτούς υπηρετείτε
Γασκόνους, έτσι;
ΣΥΡΑΝΟ
Μάλιστα, 'στους επιλέκτους.
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, με φωνήν τρομεράν.
Είνε
Μαζύ μας!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, παρατηρών τους Γασκόνους
παρατεταγμένος όπισθεν του Συρανό.
Α! Οι κύριοι αυτοί πέχουν την όψιν
Τοσούτον υπερήφανον και αλαζόνα είνε
Οι φημισμένοι. . .
ΚΑΡΜΠΟΝ
Συρανό!
ΣΥΡΑΝΟ
Λέγετε, λοχαγέ μου!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Αφού ο λόχος μου εδώ είνε παρών νομίζω,
Παρακαλώ 'στον κόμητα να τον παρουσιάσης.
ΣΥΡΑΝΟ, κάμων δυο βήματα προς τον Δε Γκύσην και δεικνύων
τους επιλέκτους.
Τα παλληκάρια αυτοί 'νε οι Γασκόνοι
Και του Καρμπόν Καστέλ Ζαλού παιδιά·
Εις της σπαθιές και της ψευτιές οι μόνοι,
Τα παλληκάρια αυτοί 'νε οι Γασκόνοι,
Π' όλο για τίτλους λεν, 'σάν φανφαρόνοι,
Για ευγένεια, για κουρέλια, για κλεψιά,
Τα παλληκάρια αυτοί 'νε οι Γασκόνοι
Και του Καρμπόν Καστέλ Ζαλού παιδιά!
Μάτι αετού και πελαργού ποδάρι,
Μουστάκι γάτου, λύκου δόντι κοφτερό,
Τον όχλο για να σχίζουν τον γκρινιάρη,
Μάτι αετού και πελαργού ποδάρι,
Έχουν για σκούφο ένα παληό τομάρι
Όπου της τρύπες κρύβει το φτερό,
Μάτι αετού και πελαργού ποδάρι,
Μουστάκι γάτου, λύκου δόντι κοφτερό.
Τους λεν' αντεροβγάλτες, μαχαιράδες,
Για παρανόμια πειο χαϊδευτικά·
Δόξα διψάνε 'σάν παλληκαράδες,
Τους λεν' αντεροβγάλτες, μαχαιράδες
Και σόποιο μέρος γίνονται καυγάδες,
Μαζεύοντ' εκεί πέρα τακτικά,
Τους λεν αντεροβγάλτες, μαχαιράδες,
Για παρανόμια πειο χαϊδευτικά.
Αυτοί 'νε οι Γασκόνοι οι 'παινεμένοι,
Που τον ζηλιάρη κάνουν κερατά·
Ψοφίμι, συ, γυναίκα λατρευμένη,
Αυτοί 'νε οι Γασκόνοι οι παινεμένοι,
Που τρέμουνε οι γέροι πανδρεμένοι.
Η σάλπιγγες κτυπάτε: τραμ, τα, τα!
Αυτοί 'νε οι Γασκόνοι οι 'παινεμένοι,
Που τον ζηλιάρη κάνουν κερατά.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, νωχελώς καθήμενος εντός μιας έδρας, την οποίαν ταχέως
έφερεν ο Ραγκενώ.
Την σήμερον ο ποιητής μια πολυτέλεια είνε
Που παίρνουν όλοι, — Θέλετε να γίνετε 'δικός μου;
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι, ποτέ μου, κύριε;
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Ο οίστρος σας χθες βράδυ
Τον θείον μου τον Ρισελιέ τον έτερψεν απείρως·
Δύναμαι χρήσιμος πολύ κοντά του να σας γίνω.
ΛΕΜΠΡΕΤ, έκθαμβος.
Θεέ μου!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Έν πεντάπρακτον έχετε γράψει δράμα,
Θαρρώ;
ΛΕΜΠΡΕΤ, εις το ους του Συρανό.
Την Α γ ρ ι π π ί ν α ν σου θα παίξουν, φίλτατέ μου.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Πηγαίνετέ την εις αυτόν.
ΣΥΡΑΝΟ, δελεασθείς και κάπως χαίρων.
Αλήθεια! . .
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Είνε γνώστης
Εκ των ολίγων. Μερικούς θα διορθώση στίχους
Μονάχα. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Είνε, κύριε, αδύνατον· παγώνει
Το αίμα μου, όταν σκεφθώ, πως ειμπορούν ακόμα
Να μεταβάλλουν εις αυτό το έργον μου έν κόμμα.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Μα αν τουναντίον, φίλε μου, του αρέσει ένας στίχος,
Τόνε πληρώνει ακριβά πολύ.
ΣΥΡΑΝΟ
Δεν τον πληρώνει
Τόσο ακριβά όσον εγώ, όταν τον στίχον κάμω
Και μου αρέσει, μόνος μου εγώ τον αγοράζω
Και μόνος μου τον τραγουδώ 'στον εαυτόν μου.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Είσθε
'Περήφανος.
ΣΥΡΑΝΟ
Το έχετε παρατηρήσει όντως;
ΕΙΣ ΕΙΠΛΕΚΤΟΣ, εισέρχεται, έχων διαπεράσει εις το ξίφος του
πίλους με λοφία σητόβρωτα, διατρήτους, ξεσχισμένους.
Δες, Συρανό! απ' το πρωί 'στήν προκυμαία 'πάνω
Παράδοξο που 'κάναμε από φτερά κυνήγι!
Να τα καπέλλα των ληστών! . .
ΚΑΡΜΠΟΝ
'Σάν λάφυρα πολέμου,
ΟΛΟΙ, γελούν.
Χα! χα! χα!
ΚΥΖΗ
Όποιος έβαλεν αυτούς τους δολοφόνους,
Θε να λυσσάξη σήμερα.
ΜΠΡΙΣΑΓΙ
Είνε γνωστόν ποιος είνε;
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Εγώ!
(Οι γέλωτες παύουν).
Τους επεφόρτισα, να τιμωρήσουν — πράγμα,
Όπου δεν κάμει μόνος του κανείς — έναν αχρείον
Και στιχοπλόκον μέθυσον.
(Σιωπή στενοχωρίας).
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, χαμηλοφώνως προς τον
Συρανό δεικνύων εις αυτόν τους πίλους.
Τι πρέπει να γενούνε;
Είνε παχειά. . . Ένα σ α λ μ ί;
ΣΥΡΑΝΟ, λαμβάνει το ξίφος, όπου είνε περασμένοι οι πίλοι, και
μένα χαιρετισμόν, κυλίων αυτούς εις τους πόδας του δε Γκύση.
'Στούς φίλους σας 'μπορείτε
Να επιστρέψετε αυτά, εάν επιθυμείτε.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, εγείρεται και διά φωνής βραχείας.
Να έλθη το φορείον μου οι άνθρωποι μου: φεύγω.
(Προς τον Συρανό βιαίως).
Σεις, κύριε! . .
ΜΙΑ ΦΩΝΗ, εις την οδόν κραυγάζουσα.
Του κόμητος δε Γκύση το φορείον!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
. . . Τον δον Κ ι χ ώ τ ην έχετε διαβάσει;
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι, τον έχω,
Και 'βγαίνω το καπέλλο μου εις του παλάβρα τούτου
Τόνομα.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Μελετήσετε λοιπόν. . .
ΕΙΣ ΒΑΣΤΑΖΟΣ
Να το φορείον!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Των μύλων το κεφάλαιον!
ΣΥΡΑΝΟ, χαιρετίζων.
Είνε το δεκατρία.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Γιατί συμβαίνει κάποτε, οπόταν τους προσβάλλουν . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Μήπως προσβάλλω το λοιπόν ανθρώπους, που γυρίζουν
Με κάθε είδους άνεμον;
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Σαρπάζει το φτερό τους,
Και σε τινάζει παρευθύς 'στό βούρκο.
ΣΥΡΑΝΟ
Ή 'σταστέρια!
(Ο δε Γκύσης εξέρχεται. Τον βλέπουν να αναβαίνη εις το φορείον.
Οι κύριοι απομακρύνονται ψιθυρίζοντες. Ο Λεμπρέτ τους συνοδεύει.
Το πλήθος εξέρχεται).
ΣΥΡΑΝΟ, ΛΕΜΠΡΕΤ, ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ, οίτινες εκάθησαν προ μιας τραπέζης
δεξιά και αριστερά και τους οποίους υπηρετούν διά να φάγουν και
να πίουν.
ΣΥΡΑΝΟ, χαιρετίζων με ύφος σκωπτικόν εκείνους οίτινες
εξέρχονται χωρίς να χαιρετίσουν.
Κύριοι. . . Κύριοι. . .
ΛΕΜΠΡΕΤ, τεθλιμμένος, κατερχόμενος
πάλιν με τους βραχίονας προς τον ουρανόν.
Αχ! μια χαρά τα καταφέρνεις!
ΣΥΡΑΝΟ
Ω! πάλι γκρίνιες θάχουμε!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Συμφώνησ' επί τέλους,
Πως να δολοφονή κανείς την τύχη που διαβαίνει,
Είν' υπερβολικόν.
ΣΥΡΑΝΟ
Αι, ναι, βεβαίως υπερβάλλω!
ΛΕΜΠΡΕΤ, θριαμβεύων.
Α!
ΣΥΡΑΝΟ
Μα για το παράδειγμα και την αρχήν επίσης,
Ευρίσκω πως είνε καλόν κανείς να υπερβάλλη.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Εάν την ξιφομάχον σου ψυχήν άφινες 'λίγο,
Η τύχη, η δόξα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Τι λοιπόν επιθυμείς να κάμω; . .
Ένα προστάτην, ισχυρόν και πάτρωνα να εύρω,
Και 'σάν τον σκοτεινό κισσόν, εις τον κορμό του δένδρου
Τριγύρω να τυλίγωμαι και στήριγμά μου νάνε,
Κεν' ω φιλώ την φλοίδα του, με δόλον να σκαλώνω,
Αντί με σθένος νανεβώ; Ευχαριστώ, ποτέ μου!
Όπως οι άλλοι κάμουνε, κεγώ ναφιερώνω
Στίχους εις τους χρηματιστάς; Να γίνωμαι παληάτσος
Με την ελπίδα την αισχράν, να βλέπω να γεννιέται
Σ' το χείλος ενός υπουργού κανένα χαμογέλοιο,
Που να μην είν' απαίσιον; Ευχαριστώ, ποτέ μου!
Να υφίσταμ' εξευτελισμούς παντοίους καθ' εκάστην
Κι' από το δρόμο την κοιλιά να έχω αφανισμένη,
Και δέρμα, που ακάθαρτον πάντα 'στό γόνυ νάνε;
Η ράχη μου να εκτελή παιγνίδια ευκαμψίας;
Ευχαριστώ ποτέ, ποτέ! Να συμβιβάζω πάντα
Δυο πράγματ' ασυμβίβαστα και λιβανόν να καίω
Πάντα 'στά γένεια κανενός; Ευχαριστώ, ποτέ μου!
Να σπρώχνουμαι από κλίμακα εις κλίμακα, να γίνω
Μικρομεγάλος άνθρωπος μέσα εις ένα κύκλον,
Και με τραγούδια ερωτικά, αντί κουπιά, να πλέω,
Και νάχω στόνους γυναικών γραιών εις τα πανιά μου;
Εις του καλού εκδότου μας Σερσύ να εκτυπώσω.
Τους στίχους μου με πληρωμήν; Ευχαριστώ, ποτέ μου!
Απ' τα συμβούλια των βλακών, που 'στής ταβέρνες κάνουν . .
Πάππας κεγώ να ψηφισθώ; Ευχαριστώ, ποτέ μου!
Μένα σονέτον όνομα να εργασθώ να κάμω,
Αντί να γράψω πειο πολλά; Ευχαριστώ, ποτέ μου!
Να μην ευρίσκω τάλαντον παρά 'στούς ξυλοσχίστας;
Να σε τρομάζουν άσημοι εφημερίδες πάντα
Και πάντοτε να λες: αρκεί 'στό φύλλον του να γράψη
Για με ο «Γαλλικός ο Ερμής»; Ευχαριστώ, ποτέ μου!
Να λογαριάζω, κάτωχρος να γίνωμαι, να τρέμω,
Να προτιμώ επίσκεψιν ή ποίημα να κάμω,
Παρουσιάσεις να ζητώ, αιτήσεις να συντάσσω;
Ευχαριστώ, ποτέ, ποτέ, ποτέ! Αλλά . . . να ψάλλω,
Ρεμβός να είμαι, να γελώ, μονάχος να διαβαίνω,
Ελεύθερος με οφθαλμούς, που σε καλοκυττάζουν,
Με παλλομένην την φωνήν, και όταν μου αρέση
Να βαίνω το καπέλλο μου στραβά, μονομαχίαν
Για ένα όχι, για 'να ναι να κάμω — ή δυο στίχους!
Να σκέπτωμαι, αμέριμνος για πλούτον ή για δόξα,
Να κάμω το ταξείδι μου, που θέλω, 'στό φεγγάρι!
Να μη συγγράφης τίποτε πάπ' την ψυχή δεν βγαίνει,
Και μετριόφρων άλλως τε να λες: ευχαριστήσου,
Παιδί μου, με τα λούλουδα, με τους καρπούς, τα φύλλα,
Φθάνει που μέσ' τον κήπον σου τα κόβεις, τον δικόν σου!
Έπειτα λίγο θρίαμβον 'σάν εύρης, κατά τύχην,
'Στόν Καίσαρα να μη χρωστάς τίποτε ναποδώσης,
Και την αξίαν να χρωστάς 'στον εαυτόν σου μόνον.
Τέλος παράσιτος κισσός αμαξιών να γίνης,
Κεάν ακόμα μία δρυς δεν είσαι ή φιλύρα,
Ίσως να μην υψώνεσαι πολύ ψηλά, πλην μόνος!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Μόνος, το παραδέχομαι, αλλ' όχι και καθ' όλων!
Πώς, διάβολε, την τρομεράν απέκτησες μανίαν
Να κάμης πάντοτε, παντού εχθρούς;
ΣΥΡΑΝΟ
Όταν σας βλέπω
Φίλους να κάμετε παντού, και να γελάτε πάντα
Σαυτούς τους φίλους, πέχετε χιλιάδες, μένα στόμα,
Που δανεικό απ' τον πισινό το παίρνετε της κότας!
Μαρέσουνε οι σπάνιοι χαιρετισμοί 'μπροστά μου,
Και ξεφωνίζω με χαράν: ένας εχθρός ακόμα!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Τι τρέλλα!
ΣΥΡΑΝΟ
Αι! λοιπόν, αυτό είναι το ελάττωμά μου:
Να με μισούνε αγαπώ. Μαρέσει ναπαρέσκω.
Αν ήξευρες πώς περπατώ καλλίτερ' από κάτω
Από των ματιών της πιστολιές, και πως διασκεδάζω
Με τας κηλίδας, που η χολή των φθονερών μου κάνει
Και των δειλών ο σίελος 'στό εσωκάρδι 'πάνω!
Η απαλή φιλία σας, που σας περιστοιχίζει,
Με τα πλατειά και μαλακά κολλάρα ομοιάζει
Της Ιταλίας, που ο λαιμός θηλυπρεπώς γυρίζει·
Άνεσιν έχεις πειο πολλή . . . κι' όχι ορθήν την όψι,
Διότι δίχως στήριγμα το μέτωπον και βάθρον,
Γυρίζ' απ' όλες της μεριές. Όμως εμέ, το Μίσος
Με σφίγγει καθημερινώς, και μου κατασκευάζει
Το περιλαίμιο σκληρό, που κάμει να σηκώνω
Την κεφαλή μου υψηλά. Ένας εχθρός μου νέος,
Είνε για μένα μια πτυχή, που μου προσθέτει μίαν
Στενοχωρίαν, μα και μιαν ακτίνα περιπλέον,
Γιατί καθ' όλα όμοιον μ' ισπανικό κολλάρο
Το μίσος είνε σιδηρούς κλοιός, αλλά συγχρόνως
Είνε και φωτοστέφανος.
ΛΕΜΠΡΕΤ, κατόπιν σιγής, περών τον
βραχίονα του υπό τον ιδικόν του.
Μεγαλοφώνως κάμε
Τον υπερήφανον και τον πικρόν, αλλ' όμως, πες μου
Χαμηλοφώνως, πως αυτή δεν σαγαπά!
ΣΥΡΑΝΟ, ζωηρώς.
Σιώπα!
(Από τινος, ο Χριστιανός εισήλθεν, ανεμίχθη μετά των επιλέκτων·
ούτοι δεν τω αποτείνουν τον λόγον, τέλος εκάθησε μόνος προ μικράς
τραπέζης, ότου η Λίζα τον υπηρετεί).
ΣΥΡΑΝΟ, ΛΕΜΠΡΕΤ, οι ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΔΕ ΝΕΒΙΓΕΤ.
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, καθήμενος προ μικράς τραπέζης, εις το βάθος,
με το ποτήριον ανά χείρας.
Την ιστορίαν, Συρανό, να μας ειπής!
ΣΥΡΑΝΟ, στρεφόμενος.
Αμέσως!
(Αναβαίνει λαμβάνων τον βραχίονα του Λεμπρέτ. Ομιλούν σιγά).
Ο ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, εγειρόμενος και καταβαίνων.
Της μάχης την διήγησιν! Το πειο καλό θα είνε
Μάθημα . . .
(Σταματά προ της τραπέζης, όπου κάθηται ο Χριστιανός).
Διά τον δειλόν πρωτόπειρον ετούτον!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, εγείρων την κεφαλήν.
Πρωτόπειρον!
ΑΛΛΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Ναι, βόρειε αρρωστιάρη!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αρρωστιάρης
Εγώ;
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠIΛΕΚΤΟΣ, σκωπτικώς.
Κύριε Νεβιγέτ, μάθε τώρα κάτι.
Είν' ένα πράγμα που ποτέ δεν ομιλούν κοντά μας,
Όπως δεν λέγουν για σχοινί σε σπήτι κρεμασμένου!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ποιο; . .
ΑΛΛΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, διά φωνής τρομεράς.
Δέτε με!
(Θέτει τρις τον δάκτυλόν του μυστηριωδώς επί της μύτης του).
Εννοήσατε;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Α! είνε η . . .
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Σιώπα! . .
Η λέξις δεν προφέρεται ποτέ αυτή!
(Δεικνύει τον Συρανό, όστις ομιλεί εις το βάθος με τον Λεμπρέτ).
Αλλέως
Θα έχετε να κάμετε μεκείνον εκεί κάτω!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ, όστις, εν ώ είχεν εστραμμένα τα νώτα προς τους
πρώτους, ήλθεν άνευ θορύβου να καθήση εις την τράπεζαν όπισθέν
του.
Δυο, πούχαν έρρινον φωνήν εφόνευσεν, διότι
Δεν τάρεσεν να ομιλούν εκείνος με την μύτη!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ, διά φωνής υπογείου αναπηδών κάτωθεν της τραπέζης,
όπου διωλίσθησε βαδίζων διά των χειρών και των ποδών.
Δεν ειμπορείς παραμικρόν υπαινιγμόν να κάμης
Για τον μοιραίον χόνδρον του, χωρίς να κινδυνεύσης
Να πας 'στόν Άδην πρόωρα.
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ, θέτων την χείρα του επί του ώμου του.
Μια λέξι αρκεί και μόνη!
Τ' είπα μια λέξι; Μοναχά μία χειρονομία!
Και όταν το μανδύλι σου τραβήξης, θα τραβήξης
Το σάβανόν σου!
(Σιωπή. Όλοι πέριξ του, με τους βραχίονας σταυρωμένους, τον
παρατηρούν. Εγείρεται και πηγαίνει προς τον Καρμπόν δε Καστέλ
Ζαλού, όστις ομιλών μετά τινος αξιωματικού, φαίνεται ότι δεν
βλέπει).
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Λοχαγέ!
ΚΑΡΜΠΟΝ, στρεφόμενος και υποβλέπων αυτόν.
Κύριε;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Όταν 'βρίσκη
Κανένας καυχησάριδες μεσημβρινούς τι κάμει;
ΚΑΡΜΠΟΝ
Τους δείχνει πως μπορεί κανείς και βόρειος να ήνε
Και παλληκάρι.
(Τω στρέφει τα νώτα).
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ευχαριστώ;
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, προς τον Συρανό.
Τώρα την ιστορίαν σου!
ΟΛΟΙ
Την ιστορίαν, πες μας!
ΣΥΡΑΝΟ, κατερχόμενος προς αυτούς.
Την ιστορίαν μου;
(Όλοι προσεγγίζουν τα σκαμνία των, συσσωρεύονται πέριξ του,
τείνοντες τον λαιμόν. Ο Χριστιανός εκάθησεν ιππαστί επί ενός
καθίσματος).
Αι! λοιπόν, για να τους συναντήσω
Μονάχος μου εβάδιζα. Έλαμπε το φεγγάρι
Επάνω εις τον ουρανόν 'σάν ωρολόγι. Αίφνης
Δεν ξεύρω, ποιος επιμελής ωρολογάς σκεπάζει
Με συννεφώδη βάμβακα την αργυράν πυξίδα
Του στρογγυλού ωρολογιού, και γίνεται μια νύκτα
Σκοτεινιασμένη· κεπειδή η προκυμαίες ήσαν
Αφώτιστες, — 'στό διάβολο! — δεν έβλεπες πειο πέρα. . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Από την μύτη σου.
(Σιγή. Όλοι εγείρονται βραδέως. Παρατηρούν τον Συρανό μετά
τρόμου, Ούτος διεκόπη έκθαμβος. Αγωνία).
ΣΥΡΑΝΟ
Αυτός ο άνθρωπος ποιος είνε;
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, με ημίσειαν φωνήν.
Ένας που ήλθε σήμερα.
ΣΥΡΑΝΟ, κάμων έν βήμα προς τον Χριστιανόν.
Σήμερα;
ΚΑΡΜΠΟΝ
Τόνομά του
Βαρώνος δε Νεβίγ . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ζωηρώς σταματών.
Καλά!
(Ωχριά, ερυθριά, κάμει ακόμη έν κίνημα δια να ριφθή κατά του
Χριστιανού).
Εγώ. . .
(Έπειτα συγκρατείται, και διά φωνής υποκώφου).
Πολύ ωραία. . .
(Επαναλαμβάνει).
Είπα λοιπόν. . .
(Με έκρηξιν λύσσης εις την φωνήν).
Χίλιους σταυρούς. . .
(Επαναλαμβάνει με τόνον φυσικόν).
Δεν έβλεπα καθόλου.
(Κατάπληξις. Επανακάθηνται, βλέποντας ο είς τον άλλον).
Κεβάδιζα σκεπτόμενος, πως επί τέλους χάριν
Ενός ζητιάνου ταπεινού επρόκειτο να κάμω
Εχθρόν κανένα πρίγκηπα ή κάποιον μεγιστάνα,
Που βέβαια θα μούμπαινε εις το . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ρουθούνι. . .
(Όλοι εγείρονται. Ο Χριστιανός αιωρείται επί του καθίσματός του).
ΣΥΡΑΝΟ, διά φωνής πνιγομένης.
Μάτι,
Και ότι, ασυλλόγιστος, επήγαινα να χώσω. . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Τη μύτη. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Την ουρά σε ξένες υποθέσεις
Γιατί μπορούσε κάλλιστα εκείνος ο μεγάλος
Να μου της έδινε γερά. . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Στη μύτη σου. . .
ΣΥΡΑΝΟ, απομάσσων τον ιδρώτα του μετώπου του.
'Σταυτιά μου,
Αλλ' είπα μέσα μου: Εμπρός, Γασκόνε, το καθήκον!
Βάδιζε, Συρανό! Κι' αυτό 'σάν είπα, πήρα θάρρος.
Όταν, ευθύς αισθάνομαι εις τα σκοτάδι μέσα
Να μου τραβούνε μια.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μυτιά.
ΣΥΡΑΝΟ
Εγώ την αποκρούω,
Αλλ' έξαφνα ευρίσκομαι . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μύτη με μύτη . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ορμών εναντίον του.
Χίλιοι
Διαβόλοι!
(Όλοι οι Γασκόνοι ορμούν δια να ίδουν. Φθάσας πλησίον του
Χριστιανού, συγκρατείται κεξακολουθεί).
Αντίκρυ μ' εκατό μεθύσους φωνακλάδες
Πεβρώμαγαν...
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Κατάμυτα...
ΣΥΡΑΝΟ, πελιδνός και μειδιών.
Κρεμύδι και τρυγίαν.
Ορμώ με μέτωπον σκυφτό...
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Και με τη μύτη 'πάνου!
ΣΥΡΑΝΟ
Και τους προσβάλλω! Δυο απ' αυτούς 'ξεκοίλιασα! Έν' άλλον
Τον Παλουκώνω ζωντανόν! Κάποιος με σημαδεύει:
Παφ! κι' απαντώ . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Πιφ!
ΣΥΡΑΝΟ, εν εκρήξει.
Κεραυνός! Εβγάτε όλοι!
(Όλοι οι επίλεκτοι ορμούν προς τας θύρας).
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Η τίγρις
Εξύπνησε!
ΣΥΡΑΝΟ
Όλοι! Αφήστε με μαυτόν εδώ μονάχον!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Πω! Πω θα τoν ξαναύρουμε κ υ μ ά.
ΡΑΓΚΕΝΩ
Κ υ μ ά ;
ΑΛΛΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Εις ένα
Απ' τα παστίτσα σου!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Χλωμός αισθάνομαι πως είμαι
Και μαλακώνω 'σάν πανί!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Πάμ' έξω!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Δεν θαφήση
Ούτε μια τρίχα!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Μοναχά το σκέπτομαι και τρέμω.
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ, κλείων την θύραν δεξιόθεν.
Θα γίνη κάτι τι φρικτόν!
(Εξήλθον όλοι, — είτε δια του βάθους, είτε δια των πλευρών. —
άλλοι εξηφανίσθησαν δια της κλίμακος. Ο Συρανό και ο Χριστιανός
μένουν αντιμέτωποι και παρατηρούνται μίαν στιγμήν).
ΣΥΡΑΝΟ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ.
ΣΥΡΑΝΟ
Αγκάλιασέ με!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Κύριε. ..
ΣΥΡΑΝΟ
Γενναίος.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αλλά τ' είν' αυτά! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Είσαι πολύ γενναίος,
Το προτιμώ.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μα πέτε μου! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Αγκάλιασέ με! Είμαι
Ο αδελφός της.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ποιας;
ΣΥΡΑΝΟ
Αλλά αυτής!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ποιας;
ΣΥΡΑΝΟ
Της Ροξάνης!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, τρέχων προς αυτόν.
Θεέ μου! αδελφός της, σεις;
ΣΥΡΑΝΟ
Ή όλως διόλου ίδιο,
Αδελφικός εξάδελφος.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Σας είπε λοιπόν; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Όλα!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Και μαγαπάει;
ΣΥΡΑΝΟ
Πιθανόν!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, λαμβάνων την χείρα του . .
Τι ευτυχής που είμαι,
Να σας γνωρίσω κύριε!
ΣΥΡΑΝΟ
Ιδού, ό,τι καλείται
έν αίσθημα αιφνίδιον . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Συγγνώμην, αν . . .
ΣΥΡΑΝΟ, παρατηρών αυτόν και θέτων
την χείρα του επί του ώμου του.
Ωραίος
Είν' ο αχρείος αληθώς!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ω! πόσον σας θαυμάζω,
Αν, κύριε εγνωρίζατε!
ΣΥΡΑΝΟ
Όμως αυτές η μύτες
Όπου μού . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Τας ανακαλώ!
ΣΥΡΑΝΟ
Απόψε η Ροξάνη
Προσμένει ένα γράμμα . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Φευ!
ΣΥΡΑΝΟ
Τι;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αν το στόμα ανοίξω
Χάνομαι!
ΣΥΡΑΝΟ
Πώς;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αλλοίμονον! Είμ' ένας τέτοιος βλάκας
Π' από ντροπή θα σκοτωθώ!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι, δεν είσαι διόλου
Αφού ταντιλαμβάνεσαι. Άλλως τε πριν ως βλάκας
Δεν με προσέβαλες!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Α μπα! κανείς ευκόλως 'βρίσκει
Λέξεις κατά την έφοδον! Εύκολον έχω κάπως
Πνεύμα και στρατιωτικόν. Αλλ' όμως δεν ειξεύρω
Ενώπιον των γυναικών ή να σιγώ και μόνον,
Ω! 'σάν περνώ, τα μάτια των μου δείχνουν καλωσύνην . .
ΣΥΡΑΝΟ
Μα πειο πολλή, 'σάν σταματάς, δεν έχουν η καρδιές των;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Όχι, γιατ' είμαι απ' αυτούς. — το ξεύρω . . . και τρομάζω! —
Που δεν γνωρίζουν να 'μιλούν γιαγάπη.
ΣΥΡΑΝΟ
Μπα! νομίζω,
Αν 'φρόντιζαν καλλίτερα να με σκαρώσουν, θα ήμουν
Από αυτούς που 'ξεύρουνε γιαγάπη να μιλούνε.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ω, να 'μπορής τα πράγματα με χάρι να εκφράζης!
ΣΥΡΑΝΟ
Σωματοφύλαξ εύμορφος να ήσαι που διαβαίνει!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αλλ' η Ροξάνη, φίλε μου είνε κομψευομένη,
Καπογοήτευσιν σ' αυτήν βεβαίως θα εμπνεύσω!
ΣΥΡΑΝΟ, παρατηρών τον Χριστιανόν.
Αν είχα έναν όμοιον ως συ διερμηνέα
Για της ψυχής μου τον καϋμό!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, μετ' απελπισίας.
Χρειάζομ' ευγλωττίαν!
ΣΥΡΑΝΟ, αποτόμως.
Εγώ σου δίδω δανεικήν! Συ δάνεισέ μου χάριν
Αμάχητον και φυσικήν: κ' ας κάμωμεν οι δυο μας
Ενός μυθιστορήματος τον ήρωα!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Πώς τούτο;
ΣΥΡΑΝΟ
Αισθάνεσαι, πως ειμπορείς να επαναλαμβάνης,
Και, ό,τι καθημερινώς σου λέγω, να μανθάνης;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μου κάμης πρότασιν λοιπόν; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Καμμίαν η Ροξάνη
Δεν θάχη απογοήτευσιν! Ειπέ μου λοιπόν, θέλεις
Να τήνε ξεμυαλίσουμε κοι δυο μαζύ μας; Θέλεις
Λοιπόν να νοιώσης την ψυχήν, πεγώ θα σου φυσήσω,
Απ' το δερμάτινο μου αυτό 'σωκάρδι να περάση
Στο κεντητό σωκάρδι σου;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μα, Συρανό! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Το θέλεις,
Χριστιανέ;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μου προξενείς φόβον!
ΣΥΡΑΝΟ
Αφού φοβείσαι,
Μήπως εσύ μονάχος σου ψυχράνης την καρδιά της,
Επιθυμείς να εργασθούν, — κευθύς θα την φλογίσης! —
Μαζύ τα δύο χείλη σου με τας δικάς μου φράσεις; . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αστράφτουνε τα μάτια σου!
ΣΥΡΑΝΟ
Θέλεις; . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αυτό σου κάνει
Τόση ευχαρίστησι; . .
ΣΥΡΑΝΟ, ένθους.
Αυτό . . .
(Συγκρατούμενος, και ως καλλιτέχνης).
Θα με διασκεδάση!
Αυτό είν' ένα πείραμα που δύναται να θέση
Εις πειρασμόν τον ποιητήν! Θέλεις να συμπληρώση
Ο είς τον άλλον; Θα περνάς, κεγώ εις το πλευρόν σου
Θα περπατώ εις την σκιάν. Το πνεύμα σου θα είμαι,
Και συ το κάλλος μου.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αλλά το γράμμα πούνε ανάγκη
Να της το δώσωμεν ευθύς! Ποτέ δεν θα μπορέσω . . .
ΣΥΡΑΝΟ, εξάγων εκ του εσωκαρδίου του, το γράμμα που είχε
γράψει.
Το γράμμα νάτο, λάβε το!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Πώς;
ΣΥΡΑΝΟ
Τίποτε δεν λείπει
Εκτός της διευθύνσεως.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ειμπορείς αφόβως
Να της το στείλης.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Είχατε; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Εμείς την τσέπην πάντα
Διά Χλωρίδας έχομεν ιδανικάς γεμάτην
Με γράμματα. Γιατ' είμεθα από εκείνους πέχουν
Ως ερωμένην όνειρον που το φυσούνε μέσα
Στη φούσκα ενός ονόματος! . . Πάρε, κεις αληθείας
Θαλλάξης ό,τ' είνε πλαστόν. Στην τύχην επετούσα
Τους πόθους μου και τους καϋμούς: Θα κάμης να σταθούνε
Όλα τα πλάνα αυτά πουλιά. Θα 'δής σαυτό το γράμμα —
Πάρ' το! — πως ήμουν εύγλωττος μάλλον ή φιλαλήθης!
Πάρ' το, κι' ας τελειώσωμεν!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αλλά δεν θάνε ανάγκη,
Καμπόσα λόγια ναλλαχθούν; Γραμμένο παραλόγως,
Για την Ροξάνην ειμπορεί το γράμμα να πηγαίνη;
ΣΥΡΑΝΟ
'Σάν γάντι!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Είν' εύπιστος η φιλαυτία τόσον,
Που θα πιστεύση πως γι' αυτήν εγράφηκ' η Ροξάνη!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Α, φίλε μου!
(Ρίπτεται εις τους βραχίονας του Συρανό, μένουν ενηγκαλισμένοι).
ΣΥΡΑΝΟ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, οι ΓΑΣΚΟΝΟΙ, ο ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, διανοίγων την θύραν.
Τίποτε πεια! . . Σιγή θανάτου . . . Θάρρος
Δεν έχω να κυττάξω . . .
(Εισάγει την κεφαλήν).
Μπα! . .
ΟΛΟΙ Οι ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ, εισερχόμενοι και βλέποντες τον Συρανό και
τον Χριστιανόν ενηγκαλισμένους.
Α! . . Ω! . .
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Αυτό δα είνε
Πάρα πολύ!
(Κατάπληξις).
ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ, σκωπτικώς.
Μπα! τείν' αυτά;
ΚΑΡΜΠΟΝ
Ο διάβολός μας είνε
Γλυκύς καθώς απόστολος; Οπόταν εις το ένα
Τόνο κτυπούν ρουθούνι του, — στρέφει απ' το άλλο;
ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΞ
Τώρα
Μπορούνε για τη μύτη του λοιπόν να του 'μιλήσουν; . .
(Καλών την Λίζαν, και με ύφος θριαμβευτικόν).
— Αι, Λίζα! τώρα θα ιδής!
(Οσφραινόμενος τον αέρα μετά προσποιήσεως).
Ω! . . Ω! . . μεκπλήσσει!
Τι μυρουδιά! . .
(Πηγαίνει προς τον Συρανό).
Ο κύριος βεβαίως την ωσφράνθη,
'Σάν τι μυρίζει το λοιπόν 'δω μέσα; . .
ΣΥΡΑΝΟ, ραπίζων αυτόν.
Παλαμίδα!
(Χαρά. Οι επίλεκτοι επανεύρον τον Συρανό. Κάμουν τούμπες).
Α Υ Λ Α Ι Α
ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ ΤΗΣ ΡΟΞΑΝΗΣ
Μικρά πλατεία εντός του αρχαίου Μαραί. Παλαιαί οικίαι. Απόψεις
δρομίσκων. Δεξιόθεν η οικία της Ροξάνης, και ο τοίχος του κήπου
της, άνωθεν του οποίου εκχειλίζουν πλατέα φυλλώματα. Άνωθεν της
θύρας, παράθυρον κεξώστης. Θρανίον ενώπιον του κατωφλίου
Κισσός αναρριχάται επί του κήπου, ίασμος στεφανώνει τον εξώστην,
περιελίσσεται κεπαναπίπτει.
Διά του θρανίου, και των εξεχόντων επί του τοίχου λίθων δύναται
τις ευκόλως ναναρριχηθή εις τον εξώστην.
Απέναντι, παλαιά οικία του αυτού ρυθμού, εκ κεράμων και λίθων
μετά θύρας εισόδου. Το ρόπτρον της θύρας ταύτης είνε κεκαλυμμένον
υπό πανίου ως ασθενών αντίχειρ.
Κατά την ανύψωσιν της αυλαίας, η ακόλουθος κάθηται επί του
θρανίου. Το παράθυρον είνε ανοικτόν επί του εξώστου της Ροξάνης.
Πλησίον της ακολούθου, ίσταται όρθιος ο Ραγκενώ, ενδεδυμένος εν
είδος οικοστολής: περατώνει διήγησιν, απομάσσων τους οφθαλμούς.
ΡΑΓΚΕΝΩ, η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, έπειτα ΡΟΞΑΝΗ, ΣΥΡΑΝΟ και οι
ΔΥΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ.
ΡΑΓΚΕΝΩ
. . . Με τον σωματοφύλακα έπειτα φεύγει εκείνη!
Κατεστραμμένος, μόνος μου, κρεμιέμαι. Είχ' αφήσει
Την γην· ο κύριος Μπερζεράκ εμβαίνει τότε μέσα,
Με ξεκρεμά και μέδωσεν ευθύς ως οικονόμον
Στην εξαδέλφην του.
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Αλλά λοιπόν, πώς εξηγείται
Αυτή σου η καταστροφή;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Απλούστατα, ηγάπα
Η Λίζα τους πολεμιστάς, τους ποιητάς ηγάπων!
Έτρωγε ο Άρης τα γλυκά που άφηνε ο Απόλλων:
Ώστε δε 'βάσταξε πολύ, ευκόλως εννοείται!
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, εγειρομένη και καλούσα
Προς το ανοικτόν παράθυρον.
Είσαι, Ροξάνη, έτοιμος; . . Μας περιμένουν!
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΡΟΞΑΝΗΣ, διά του παραθύρου
Βαίνω
Ένα μανδύαν!
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, εις τον Ραγκενώ, δεικνύουσα εις αυτόν την
απέναντι θύραν.
Άντικρυ, εκεί μας περιμένουν.
Εις της Κλομίρης. Σπίτι της έχει ένα γραφείον.
Σήμερον περί Τρυφερού εκεί θα ομιλήσουν.
ΡΑΓΚΕΝΩ
Του Τρυφερού;
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, ακκιζομένη.
Βεβαίως . . .
(Κραυγάζουσα προς το παράθυρον)
Αι! Ροξάνη, να κατέβης,
Άλλως περί του Τρυφερού θα χάσωμεν τον λόγον!
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΡΟΞΑΝΗΣ
Έρχομ' ευθύς!
(Ακούεται προσεγγίζων θόρυβος εγχόρδων οργάνων).
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΣΥΡΑΝΟ, ψάλλοντος εις τα παρασκήνια.
Λα! λα! λα!
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, έκπληκτος.
Μας παίζουν 'να κομμάτι!
ΣΥΡΑΝΟ, μετά δύο ακολούθων φερόντων
όργανα όμοια προς κιθάρας.
Σου λέγω ημιτόνιον πως είνε, βλαξ!
ΠΡΩΤΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, ειρωνικώς.
Γνωρίζει
Τα ημιτόνια λοιπόν ο κύριος;
ΣΥΡΑΝΟ
Ως όλοι
Οι του Γασσένδη μαθηταί την μουσικήν γνωρίζω.
Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, παίζων και ψάλλων.
Λα! λα!
ΣΥΡΑΝΟ, αρπάζων απ' αυτού τόργανον κεξακολουθών την μουσικήν
φράσιν.
Μπορώ λοιπόν κεγώ να εξακολουθήσω! . .
Λα! λα! λα!
ΡΟΞΑΝΗ εμφανιζομένη επί του εξώστου.
Εσύ 'σαι;
ΣΥΡΑΝΟ, ψάλλων επί του ήχου, τον οποίον εξακολουθεί.
Εγώ που έρχομαι να είπω
'Στα κρίνα σου χαιρετισμούς και σεβασμούς 'στά ρό . . . δα!
ΡΟΞΑΝΗ
Έρχομαι!
(Αφίνουσα τον εξώστην).
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, δεικνύουσα τους ακολούθους.
Ποιοί 'νε αυτοί λοιπόν οι δύο καλλιτέχναι;
ΣΥΡΑΝΟ
Το στοίχημα που 'κέρδισα του δ' Ασσουσύ. Ο λόγος
Ήτο περί γραμματικής. — Ναι! — Όχι! — Όταν αίφνης
Τους δυο μεγάλους μούδειξεν αυτούς κρεμανταλάδες,
Που τας χόρδας είν' ικανοί να ξύνουν με τα νύχια,
Και συνοδεία πάντοτε τους έχει, και μου λέγει:
«Μίαν ημέραν μουσικής στοιχηματίζω!» Χάνει.
Την τροχιάν του το λοιπόν ως ότου 'ξαναρχίση
Ο Φοίβος, θάχω και τους δυο αυτούς κιθαροπαίκτας
Των πράξεών μου μάρτυρας αρμονικούς κοντά μου! . .
Ήτο το πράγμα κατ' αρχάς ευάρεστον, μα τώρα
Όχι και τόσον.
(Προς τους μουσικούς).
Χεπ! . . . Εσείς, 'στού Μονφλερύ καντάδα
Πηγαίνετε να παίξετε! . .
Οι ακόλουθοι ανέρχονται διά να παίξουν. Προς την ακόλουθον).
Έρχομαι την Ροξάνην
Να ερωτήσω, ως πάντοτε και κάθε βράδυ πράττω . . .
(Προς τους ακολούθους εξερχομένους).
Σεις, πολύν χρόνον παίξετε, — και με παραφωνίας!
(Προς την ακόλουθον)
. . . Αν είνε πάντα τέλειος ο φίλος της ψυχής της;
ΡΟΞΑΝΗ, εξερχομένη εκ της οικίας.
Α! πόσον είνε ώμορφος, τι πνεύμα πέχει, πόσον
Τον αγαπώ!
ΣΥΡΑΝΟ, μειδιών.
Ο Χριστιανός έχει τοσούτον πνεύμα; . .
ΡΟΞΑΝΗ
Κ' από εσένα πειο πολύ, αγαπητέ μου!
ΣΥΡΑΝΟ
Έστω.
ΡΟΞΑΝΗ
Κανείς κατά την γνώμην μου δεν ειμπορεί να λέγη
Όπως αυτός λεπτότερα τα πράγματα εκείνα
Τα εύμορφα κι' ασήματα, πούνε το παν εν τούτοις.
Είνε αλλόφρων κάποτε κ' η Μούσα του απούσα
Έπειτα λέγει πράγματα θαυμάσια εξαίφνης!
ΣΥΡΑΝΟ, δυσπίστως.
Α! μπα!
ΡΟΞΑΝΗ
Είν' ανυπόφορον! Ιδού πως είν' οι άνδρες:
Πνεύμα δεν έχει, επειδή ωραίος είνε νέος!
ΣΥΡΑΝΟ
Εκ στήθους 'ξεύρει να λαλή μευχέρεια;
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι μόνον
Να ομιλήση, κύριε, αλλά να ρητορεύση!
ΣΥΡΑΝΟ
Γράφει;
ΡΟΞΑΝΗ
Πολύ καλλίτερα. Άκου λοιπόν ολίγον:
(Αναγγέλλουσα).
«Όσο μου παίρνεις πειο πολύ απ' την καρδιά μου, φίλη,
Έχω ακόμα πειο πολλή» . .
(Θριαμβεύουσα προς τον Συρανό).
Λοιπόν;
ΣΥΡΑΝΟ
Πουφ!
ΡΟΞΑΝΗ
Και ακόμα:
«Αφού για να περνώ καϋμούς, μου πρέπει μία, φως μου,
Αν την καρδιά μου την κρατής, την ιδική σου δος μου!»
ΣΥΡΑΝΟ
Έχει άλλοτε πάρα πολύ και άλλοτε όχι τόσο.
Μα επί τέλους τι ζητεί, καρδίαν;
ΡΟΞΑΝΗ
Με πειράζεις;
Είν' η ζηλοτυπία . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ανασκιρτών.
Μπα! Τι λες;
ΡΟΞΑΝΗ
. . . του συγγραφέως,
Που τρώει τα σπλάχνα σου! — Κι' αυτό τι τρυφερόν που είνε!
«Πίστευσε, μόνη μια κραυγή στέλλ' η καρδιά μου εσένα,
Κι' αν τα φιλιά 'μπορούσανε να σου σταλούν γραμμένα,
Το γράμμα μου θα διάβαζες, κυρά μου, με τα χείλη! . .»
ΣΥΡΑΝΟ, μειδιών ακουσίως μετά τίνος αυταρεσκείας.
Χα! χα! Είν' η γραμμές αυτές . . . Χε χε!
(Συγκροτούμενος και μετά περιφρονήσεως).
με δίχως χάρι!
ΡΟΞΑΝΗ
Κι' αυτό . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ευφραινόμενος.
Εκ μνήμης το λοιπόν τα γράμματά του ξεύρεις;
ΡΟΞΑΝΗ
Όλα!
ΣΥΡΑΝΟ
Δεν έχω τι να πω: αυτό τον κολακεύει!
ΡΟΞΑΝΗ
Είνε τεχνίτης!
ΣΥΡΑΝΟ, μετριοφρόνως.
Όχι δα! . . τεχνίτης! . .
ΡΟΞΑΝΗ, εντόνως.
Ναι! τεχνίτης!
ΣΥΡΑΝΟ
Τεχνίτης . . . έστω!
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, ήτις είχε ανέλθει, κατέρχεται ζωηρώς.
Ο κύριος δε Γκύσης!
(Προς τον Συρανό, ωθούσα αυτόν εις την οικίαν).
Έμβα μέσα,
Γιατ' είνε προτιμότερον να μη σε συναντήση.
Νανακαλύψη δύναται . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Ναι, το αγαπητόν μου
Το μυστικόν. Με αγαπά. Είν' ισχυρός, δεν πρέπει
Να μάθη! Την αγάπην μου 'μπορεί να καταστρέψη.
ΣΥΡΑΝΟ, εισερχόμενος εις την οικίαν.
Καλά! Καλά!
(Ο δε Γκύσης εμφανίζεται).
ΡΟΞΑΝΗ, ΔΕΓΚΥΣΗΣ, η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, κατά μέρος.
ΡΟΞΑΝΗ, προς τον δε Γκύσην, υποκλινομένη.
Εξέρχομαι.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Να αποχαιρετίσω
Έρχομαι.
ΡΟΞΑΝΗ
Φεύγετε!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Διά τον πόλεμον
ΡΟΞΑΝΗ
Α!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Φεύγω
Απόψε.
ΡΟΞΑΝΗ
Α!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Διαταγάς τοιαύτας μέχουν δώσει.
Πολιορκούν το Άρασον
ΡΟΞΑΝΗ
Α! το πολιορκούνε; . .
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Ναι. . . φαίνεται πολύ ψυχράν η αναχώρησίς μου
Να σας αφίνη.
ΡΟΞΑΝΗ
Ω! . .
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Εμέ με καταθλίβει. Τάχα
θα σεπανίδω άλλοτε; Είμαι διωρισμένος.
Συνταγματάρχης, ξεύρετε;
ΡΟΞΑΝΗ, αδιάφορος.
Εύγε!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Εις των φυλάκων
Το σύνταγμα.
ΡΟΞΑΝΗ, συγκινουμένη.
Πώς είπατε: εις των φυλάκων;
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Όπου
Ο 'ξάδελφός σου υπηρετεί, ο τόσον κομπορρήμων.
Θα τον εκδικηθώ εκεί.
ΡΟΞΑΝΗ, πνιγομένη.
Πώς; εκεί κάτω πάνε
Κ' οι φύλακες;
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Ευνόητον. Είνε τα σύνταγμά μου!
ΡΟΞΑΝΗ. πίπτει επί ενός θρανίου, — κατ' ιδίαν.
Χριστιανέ!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Τι έχετε;
ΡΟΞΑΝΗ, άκρως συγκεκινημένη.
Αυτή . . . με απελπίζει. . .
Η είδησις! Να συμπαθής κανένα, και να μάθης
Πως φεύγει για τον πόλεμον!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, έκπληκτος και περιχαρής.
Τόσον γλυκείαν λέξιν
Μου λέγετε για πρώτην σας φοράν και την ημέραν
Όπου θα φύγω!
ΡΟΞΑΝΗ, μεταβάλλουσα τόνον και ριπιζομένη,
Το λοιπόν, — εκδίκησιν ζητείτε
Κατά του εξαδέλφου μου; . .
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, μειδιών.
Υπέρ αυτού μην είσθε;
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι, — κατά!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Τον βλέπετε;
ΡΟΞΑΝΗ
Πολύ ολίγον.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Μένα
Επίλεκτον τον συναντά κανείς εις κάθε μέρος. . .
(Ζητών το όνομα).
Νεβίγ. . . βιγέν. . .
ΡΟΞΑΝΗ
'Ψηλός;
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Ξανθός.
ΡΟΞΑΝΗ
Πυρρόξανθος.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Ωραίος! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Πουφ!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Αλλά βλάκας.
ΡΟΞΑΝΗ
Φαίνεται!
(Μεταβάλλουσα τόνον).
. . . Τον Συρανό, νομίζεις,
Πως εκδικείσαι, αν στο πυρ όπου λατρεύει, ρίψης ; . . .
Ασήμαντος εκδίκησις! Μόνον εγώ γνωρίζω,
Τείνε γιαυτόν αιματηρόν!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Τι;
ΡΟΞΑΝΗ
Αν το σύνταγμά του
Φεύγον εδώ τον άφινε, με χέρια σταυρωμένα,
Μετά των επιλέκτων του!. . . Είνε το μόνον μέσον
Ένα τοιούτον άνθρωπον να κάμης να λυσσάξη:
Τον εκδικείσαι, αν μακράν τον σύρης των κινδύνων.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Μία γυναίκα μοναχά! μονάχη μια γυναίκα
Μπορεί ένα τέτοιο τέχνασμα να εύρη!
ΡΟΞΑΝΗ
Θα δαγκάση
Από την λύσσαν την ψυχήν, κοι φίλοι του τους γρόνθους,
Διότι δεν θα 'βρίσκονται 'στό πυρ: κέτσι εκδικείσαι!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, πλησιάζων.
Λοιπόν ολίγον μαγαπάς;
(Εκείνη μειδιά).
Ότι η εκδίκησίς μου
Σενδιαφέρει, έρωτος απόδειξιν να εύρω
Επιθυμώ, Ροξάνη μου! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Αυτό 'νε μία.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, δεικνύων διαφόρους φακέλλους εσφραγισμένους.
Έχω
Επάνω μου διαταγάς, που θα διαβιβάσω
Εις κάθε λόχον 'στή στιγμή, εκτός αυτής. Αυτή 'νε
Των επιλέκτων.
(Την θέτει εις το θυλάκιόν του).
Την κρατώ.
(Γελών)
Χα! χα! χα. Συρανό μου,
Με την πολεμικήν ψυχήν! Γνωρίζεις, συ, να κάμης
Παιγνίδια εις τους άλλους, αι;
ΡΟΞΑΝΗ
Κάποτε.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, πλησιέστατα αυτής.
Με τρελλαίνεις!
Άκουσε, απόψε μάλιστα πρέπει ναναχωρήσω.
Αλλά να φύγω εις στιγμήν πούσαι συγκινημένη!
Άκουσε. Είν' εδώ κοντά, οδός της Αυρηλίας,
Μονή που έχει ο σύνδικος των Καπουτσίνων κτίσει,
Ο πάτερ Αθανάσιος. Δεν ειμπορεί να έμβη
Ο λαϊκός μέσα σαυτήν. Πλην τους καλούς Πατέρας
Αναλαμβάνω! . .Δύνανται ευκόλως να με κρύψουν
Μέσ' το μανίκι. Είνε πλατύ! — Τον Ρισελιέ 'στό σπίτι
Οι καπουτσίν' υπηρετούν. Τρομάζοντες τον θείον
Φοβούνται τον ανεψιόν. — Ο κόσμος θα νομίση
Πως ανεχώρησα, κεγώ υπό την προσωπίδα
Θα επανέλθω, Άφες με μίαν ημέραν μόνον,
Αγαπητή παράδοξος, ναργοπορήσω.
ΡΟΞΑΝΗ
Αλλ' όμως
Γνωστόν αν γίνη, η δόξα σου. . .
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Μπα!
ΡΟΞΑΝΗ
Κ' η πολιορκία
Του Αράσου; . .
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Αδιάφορον! επίτρεψέ μου.
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Επίτρεψέ μου.
ΡΟΞΑΝΗ, τρυφερώς.
Χρεωστώ να σου ταπαγορεύσω!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Α!
ΡΟΞΑΝΗ
Φύγε!
(κατ' ιδίαν).
Ο Χριστιανός μένει εδώ.
(Μεγαλοφώνως).
Σε θέλω
Ηρωικόν, — Αντώνιε!
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
Ω λέξις ουρανία!
Λοιπόν τον αγαπάς αυτόν; . .
ΡΟΞΑΝΗ
Για τον οποίον τρέμω.
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, υπερχαρής.
Α! τότε φεύγω το λοιπόν.
(Ασπάζεται την χείρα της).
Είσ' ευχαριστημένη;
ΡΟΞΑΝΗ
Ναι, φίλε μου!
(Ο δε Γκύσης εξέρχεται).
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, κάμουσα όπισθέν του κωμικήν υπόκλισιν.
Ναι, φίλε μου!
ΡΟΞΑΝΗ, εις την ακόλουθον.
Ας κρύψωμεν το πράγμα:
Ο Συρανό θα 'θύμωνε γιατί τον πόλεμόν του
Του έκλεψα!
(Καλεί προς το μέρος της οικίας).
Εξάδελφε!
ΡΟΞΑΝΗ, η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, ΣΥΡΑΝΟ.
ΡΟΞΑΝΗ
Πάμε εις της Κλομίρης.
(Δεικνύων την απέναντι θύραν).
Θα ομιλήση η Λυσιμών εκεί και η Αλκάνδρα.
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, θέτουσα τον μικρόν δάκτυλον εις το ους της.
Ναι, μα το δακτυλάκι μου μού λέγει πως θα πάμε
Πολύ αργά.
ΣΥΡΑΝΟ
Μη στερηθής εκείνες της μαϊμούδες!
(Έφθασαν ενώπιον της θύρας της Κλομίρης).
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, γοητευομένη . .
Ω δέτε πώς εφάσκιωσαν το σίδερο της πόρτας!
(Εις το ρόπτρον).
Σου σφάλησαν το στόμα σου διά να μη ταράττη
Το μέταλλόν σου, ζούδι μου, τους λόγους τους ωραίους!
(Το εγείρει μετά πολλής προσοχής και κτυπά ηρέμα)
ΡΟΞΑΝΗ, βλέπουσα, ότι ήνοιξαν.
Εισέλθωμεν!
(Εκ του κατωφλίου προς τον Συρανό).
Ο Χριστιανός αν έλθη, ως ελπίζω,
Ας με προσμένη.
ΣΥΡΑΝΟ, ζωηρώς, εν ώ αύτη μέλλει να εξαφανισθή
Α!
(Στρέφεται αύτη).
Και τι, όπως το συνειθίζεις,
Θα τον 'ρωτήσης σήμερα;
ΡΟΞΑΝΗ
Περί . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ζωηρώς.
Περί;
ΡΟΞΑΝΗ
Αλλ' όμως
Δεν θα του είπης ουδέ γρυ γιαυτό!
ΣΥΡΑΝΟ
Βεβαίως.
ΡΟΞΑΝΗ
Θα του είπω:
Πήγαινε δίχως χαλινόν! Εμπρός! Περί αγάπης
Αυτοσχεδίως 'μίλα μου! Γίνου λαμπρός!
ΣΥΡΑΝΟ, μειδιών.
Ωραία!
ΡΟΞΑΝΗ
Σουτ! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Σουτ! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Σιωπή!. . .
(Εισέρχεται και κλείει την θύραν).
ΣΥΡΑΝΟ, χαιρετίζων, αφού η θύρα εκλείσθη
Ευχαριστώ πολύ.
(Η θύρα ανοίγεται πάλιν και η Ροξάνη εξάγει την κεφαλήν).
ΡΟΞΑΝΗ
Γιατ' ειμπορούσε
Να ετοιμάζετο από πριν! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Διάβολε, δεν πιστεύω! . .
ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΟΜΟΥ
Σουτ! . .
(Η θύρα κλείεται).
ΣΥΡΑΝΟ, καλών.
Χριστιανέ!
ΣΥΡΑΝΟ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
ΣΥΡΑΝΟ
Ξεύρω το παν. Ετοίμασε την μνήμην.
Ιδού μία περίστασις τρισένδοξος να γίνης.
Καιρόν μη χάνης. Δύστροπον μη παίρνης ύφος! Πάμε
Ογρήγορα 'στό σπίτι σου για να σου μάθω . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Όχι!
ΣΥΡΑΝΟ
Μπα!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Όχι! Τη Ροξάνη εδώ προσμένω.
ΣΥΡΑΝΟ
Μα τι μυίγα
Σεκτύπησε; Έλα γρήγορα να μάθης . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Όχι, λέγω!
Τα γράμματα τα δανεικά, τους λόγους εβαρύνθην,
Να παίζω ρόλον άνοστον, και πάντοτε να τρέμω! . .
Ήτο καλόν εις τας αρχάς. Αλλ' όμως τώρα νοιώθω
Πως μαγαπά. Ευχαριστώ. Δεν έχω φόβον πλέον.
Θα της μιλήσω ο ίδιος.
ΣΥΡΑΝΟ
Μπα! Τι;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Και ποιος σου λέγει
Πως δεν μπορώ; Δεν είμαι δα τόσον κουτός 'στό τέλος!
Θα δης! Αλλ' όμως, φίλε μου, απ' τα μαθήματά σου
Είδα ωφέλεια. Μπορώ μονάχος να μιλήσω.
Κεις όλους σου ορκίζομαι τους δαίμονας, πως πάντα
Θα δύναμαι πολύ καλά να την σφιχταγκαλιάσω! . .
(Παρατηρών την Ροξάνην, ήτις εξέρχεται εκ της Κλομίρης).
— Αυτή 'νε! Όχι, Συρανό, μη με αφήσης!
ΣΥΡΑΝΟ, χαιρετίζων αυτόν.
Μόνος
'Μίλησε τώρα, κύριε:
(Εξαφανίζεται όπισθεν του κήπου)
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΡΟΞΑΝΗ, η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, μετ' ολίγον.
ΡΟΞΑΝΗ, εξερχομένη εκ της οικίας της Κλομίρης μετά συνοδείας,
την οποίαν αφίνει: υποκλίσεις και χαιρετισμοί.
Βαρθενοΐς! — Αλκάνδρα! —
Κρεμιόνη!
Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, μετ' απελπισίας.
Δεν προφθάσαμε νακούσωμεν διόλου
Τον λόγον περί Τρυφερού, κρίμα!
ΡΟΞΑΝΗ, χαιρετίζουσα ακόμη.
Ουριμεδόντη! . .
Υγίαινε! . .
(Όλοι χαιρετίζουν την Ροξάνην, αντιχαιρετίζονται μεταξύ των,
αποχωρίζονται, και απομακρύνονται διά διαφόρων οδών. Η Ροξάνη
βλέπει τον Χριστιανόν),
Α! είσαι συ;
(Πηγαίνει προς αυτόν).
Το βράδυ πλησιάζει.
Περίμενε. Είνε μακράν. Είνε γλυκό ταγέρι.
Κανείς διαβάτης. Κάθησε κοντά μου. Λέγε. Ακούω.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, κάθεται πλησίον της επί του θρανίου
Σε αγαπώ.
ΡΟΞΑΝΗ, κλείουσα τους οφθαλμούς.
Ναι, 'μίλα μου γιαγάπη.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Σ' αγαπώ.
ΡΟΞΑΝΗ
Αυτό είνε το σχέδιον, Κέντησ' επάνω, κέντα!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Σε . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Κέντησε!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Σε αγαπώ τόσον!
ΡΟΞΑΝΗ
Αναμφιβόλως,
Κέπειτα; . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Κέπειτα . . . χαρά που θάνοιωθα μεγάλη,
Και συ αν μαγαπούσες! — Πες, πως μαγαπάς, Ροξάνη!
ΡΟΞΑΝΗ, μορφάζουσα
Μου δίνεις μέλανα ζωμόν κεγώ προσμένω κρέμαν!
Πες μου λοιπόν, πώς μαγαπάς; . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Πολύ . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Το αίσθημά σου
Ξιδίπλωσέ το το λοιπόν!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Εκείνο τα λαιμό σου!
Να τον φιλούσα! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Χριστιανέ!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Σε αγαπώ!
ΡΟΞΑΝΗ, θέλουσα να φύγη.
Ακόμα!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ζωηρώς κρατών αυτήν.
Δεν σαγαπώ!
ΡΟΞΑΝΗ, καθημένη πάλιν.
Το προτιμώ αυτό.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μα σε λατρεύω!
ΡΟΞΑΝΗ, εγειρομένη, απομακρύνεται.
Ουφ!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ναι . . . μωρός κατήντησα!
ΡΟΞΑΝΗ, ξηρώς.
Και τούτο δεν μαρέσει!
Όπως δεν θα μου ήρεσκεν αν άσχημος κατήντας!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αλλά . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Την ευγλωττίαν σου πήγαινε νανταμώσης.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Σε. . .
ΡΟΞΑΝΗ
Μαγαπάς, το άκουσα. Υγίαινε!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μη φύγης!
Θα σου ειπώ . . .
ΡΟΞΑΝΗ, ωθούσα την θύραν διά να εισέλθη.
Γνωρίζω, ναι, πως με λατρεύεις, Όχι.
Φύγε!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αλλά εγώ. . .
(Του κλείει την θύραν κατά μέτωπον).
ΣΥΡΑΝΟ, όστις από τινος είχεν εισέλθει, χωρίς να φανή.
Αυτό θα πη επιτυχία!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΣΥΡΑΝΟ, οι ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ κατόπιν.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Βοήθεια!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι, κύριε!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Πεθαίνω, αν δεν τα φτιάξω
Μαζύ της πάλι 'στή στιγμή . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Πώς, διάβολε, να κάμω
Να σου τα μάθω 'στή στιγμή; . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, αρπάζων τον βραχίονά του.
Α! νάτην! Κύτταξέ την!
(Το παράθυρον του εξώστου εφωτίσθη).
ΣΥΡΑΝΟ, συγκεκινημένος.
Στο παραθύρι! . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ξεψυχώ!
ΣΥΡΑΝΟ
Χαμήλωσ' τη φωνή σου!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, χαμηλοφώνως.
Πεθαίνω!
ΣΥΡΑΝΟ
Είνε σκοτεινή η νύχτα . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Λοιπόν; λέγε;
ΣΥΡΑΝΟ
Το πράγμα διορθώνεται, Αν και ανάξιος είσαι . . .
άθλιε, κάθησε, αυτού! Εκεί, μπρος 'στόν εξώστη!
Εγώ θάμαι από κάτω σου, και θα σου υποβάλλω
Τας λέξεις σου,
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Σιωπή!
ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ, φαινόμενοι πάλιν εις το βάθος εις τον Συρανό.
Χεπ!
ΣΥΡΑΝΟ
Σουτ! . .
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, χαμηλοφώνως.
Τη σερενάδα
'Στόν Μονφλερύ εκάναμε! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Καθήσατε καρτέρι
Ο ένας 'στή γωνιάν αυτή κι' ο άλλος εις την άλλη,
Και αν κανένας οχληρός περάση απ' εδώ πέρα,
Παίξετε κάτι!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Μα 'σάν τι, ω λάτρη του Γάσσένδη!
ΣΥΡΑΝΟ
Γυναίκ' αν είνε, χαρωπό να παίξετε, κιάν άνδρας,
Να παίξετε λυπητερό!
(Προς τον Χριστιανόν).
Και τώρα, φώναξέ την!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ροξάνη!
ΣΥΡΑΝΟ, συλλέγων χαλίκια, τα οποία ρίπτει εις τας υέλους.
Λίγ' ας ρίξουμε χαλίκια!
ΡΟΞΑΝΗ, διανοίγουσα το παράθυρόν της
Ποιος φωνάζει;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Εγώ.
ΡΟΞΑΝΗ
Μα ποιος;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ο Χριστιανός.
ΡΟΞΑΝΗ, μετά περιφρονήσεως.
Εσείς;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Επιθυμούσα
Κάτι να σας ειπώ.
ΣΥΡΑΝΟ, υπό τον εξώστην.
Καλά. Καλά. Χαμηλοφώνως.
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι, 'μιλάτε άσχημα. Φύγετε!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Χάριν! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι!
Όχι, δεν μαγαπάτε πεια!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, προς ον ο Συρανό υποβάλλει.
Θεοί! να μεπιπλήττη,
Πως πλέον δεν την αγαπώ . . . όταν . . . πολύ ακόμα
Πλειότερον την αγαπώ! . .
ΡΟΞΑΝΗ. ήτις έμελλε να κλείση το παράθυρον σταματά.
Μπα! πειο καλά 'μιλάει!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ωσαύτως.
Αυξάνει ο έρως μέσα 'στήν ανήσυχη ψυχή μου . .
Που . . . το σκληρόν αυτό παιδί για . . . κούνια του έχει πάρει!
ΡΟΞΑΝΗ, προχωρούσα εις τον εξώστην.
Αυτό 'νε πειο καλό! Μ' αφού είνε σκληρός ο έρως,
Ήσουν μωρός στην κούνια του να μη τον πνίξης μέσα!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ωσαύτως.
Το εδοκίμασα κεγώ. . . μα. . . δοκιμή ματαία:
Αυτό το βρέφος με μικρόν. . . ομοιάζει Ηρακλέα.
ΡΟΞΑΝΗ
Καλλίτερα!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ωσαύτως.
Ώστ' έπνιξε δυο φείδια μ' ευκολίαν. . .
Και την Υπερηφάνειαν. . . και την Αμφιβολίαν.
ΡΟΞΑΝΗ, στηρίζουσα τους αγκώνας της εις τον εξώστην.
Πολύ καλλίτερον! αλλά πολύ αργά 'μιλάτε.
Μήπως η φαντασία σας από αρθρίτιν πάσχει;
ΣΥΡΑΝΟ, σύρων τον Χριστιανόν υπό τον εξώστην και λαμβάνων την
θέσιν του.
Σουτ! είνε τώρα δύσκολον το πράγμα! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Απόψε 'βγαίνουν
Με δισταγμό τα λόγια σας. Γιατί;
ΣΥΡΑΝΟ, ομιλών με ημίσειαν φωνήν ως ο Χριστιανός.
Γιατ' είνε νύχτα,
Και ψάχνοντας μέσ' τη σκιά ζητούν να 'βρούν ταυτιά σου.
ΡΟΞΑΝΗ
Τα λόγια μου παρόμοια . . δεν έχουν δυσκολία.
ΣΥΡΑΝΟ
Ευρίσκουν τα δικά σου ευθύς; Ω! τούτο εννοείται,
Αφού αυτά τα δέχομαι αμέσως 'στήν καρδιά μου·
Κέχω μεγάλη την καρδιά, κεσύ μικρό ταυτί σου.
Άλλως τε κατεβαίνουνε τα λόγια σου, και τρέχουν.
Τα λόγια μου αναβαίνουνε: ποιο πολύ χρόνο θέλουν!
ΡΟΞΑΝΗ
Από τινος καλλίτερα τακούω νανεβαίνουν.
ΣΥΡΑΝΟ
Τα ωφέλησ' η γυμναστική.
ΡΟΞΑΝΗ
Είνε λοιπόν μεγάλο
Το ύψος που σας ομιλώ;
ΣΥΡΑΝΟ
Βεβαίως, και 'στόν τόπον
Θα μάφινες, αν μούριχνες καμμιά σκληρά σου λέξι
Μέσ' την καρδιά!
ΡΟΞΑΝΗ, κάμουσα κίνημα.
Θα κατεβώ.
ΣΥΡΑΝΟ, ζωηρώς.
Όχι!
ΡΟΞΑΝΗ, δεικνύουσα εις αυτόν έν θρανίον υπό τον εξώστην.
Ανέβα τότε
Εις το θρανίον παρευθύς!
ΣΥΡΑΝΟ, οπισθοδρομών μετά τρόμου, εις το σκότος.
Όχι!
ΡΟΞΑΝΗ
Πώς. . . όχι!
ΣΥΡΑΝΟ, επί μάλλον και μάλλον συγκινούμενος
Άφες
Ολίγον ναπολαύσωμεν την έκτακτη ευκαιρία
Και την γλυκειάν αυτή στιγμή που ήλθε . . . να 'μπορούμεν
Με δίχως να βλεπώμεθα γλυκά να ομιλούμεν.
ΡΟΞΑΝΗ
Με δίχως να βλεπώμεθα;
ΣΥΡΑΝΟ
Ω ναι! Είνε μαγεία.
Μόλις να μαντευώμεθα! Συ, βλέπεις την μαυρίλα
Του μακρυνού μανδύου μου, και του φορέματός σου
Του θερινού εγώ απεδώ κυττάζω την ασπράδα.
Εγώμαι μόνον μια σκιά, και συ είσαι μία λάμψις!
Αν 'ξεύρεις η στιγμές αυτές τι αξίζουνε για μένα!
Κιάν ήμουν κάποτ' εύγλωττος . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Ήσουν!
ΣΥΡΑΝΟ
Ποτέ ως τώρα
Δεν βγήκε απ' την αληθινή καρδιά μου η φωνή μου . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Γιατί;
ΣΥΡΑΝΟ
Γιατί . . . επάθαινα ως τώρα . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Τι;
ΣΥΡΑΝΟ
. . . τη ζάλη
Πέχει καθείς 'στά 'μάτια σου από κάτω . . . Αλλ' απόψε
Μου φαίνεται πρώτη φορά που σου 'μιλώ.
ΡΟΞΑΝΗ
Αλήθεια,
Έχεις αλλοιώτικη φωνή . .!
ΣΥΡΑΝΟ, πλησιάζων μετά θέρμης.
Και, όλως διόλου άλλη.
Γιατί 'στό σκότος της νυκτός, οπού με προστατεύει,
Τολμώ να είμαι μια φορά εγώ αυτός, και θέλω . . .
(Σταματά και μετ' αλλοφροσύνης).
Πού ήμουν; — Δεν ειξεύρω . . . αυτό όλο — συγχώρησέ μου
Την ταραχή — τόσο γλυκύ μου είνε . . . τόσο νέον!
ΡΟΞΑΝΗ
Πώς τόσο νέον;
ΣΥΡΑΝΟ, θορυβηθείς και προσπαθών να συναρμόση τας λέξεις τον.
Νέον . . . ναι . . . ειλικρινής να είμαι . . .
Ο φόβος, μήπως χλευασθώ, μου σφίγγει την καρδιά μου . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Να χλευασθής, και διατί;
ΣΥΡΑΝΟ
Για την . . . για την ορμή μου! . . .
Ναι, η καρδιά μου πάντοτε 'ντύνεται με το πνεύμα
Από 'ντροπήν. Αναχωρώ να 'ξεκρεμάσω έν άστρο,
Και στέκω, μήπως χλευασθώ, και κόβω 'να λουλούδι!
ΡΟΞΑΝΗ
Και το λουλούδι είνε καλόν ενίοτε
ΣΥΡΑΝΟ
Απόψε
Ας περιφρονήσωμεν!
ΡΟΞΑΝΗ
Ποτέ με τέτοιο τρόπο
Δεν μου ωμίλησες.
ΣΥΡΑΝΟ
Αχ! αν μακράν απ' της φαρέτρες,
Από τα βέλη κα! από της δάδες ημπορούσαμε
Σε πράγματα πειο . . . δροσερά ολίγο να πετούσαμε!
Εάν, αντί να πίνουμε σταγόνα προς σταγόνα
Με δακτυλήθρα ολόχρυση νερόν από τον Λινώνα
Ανούσιον, εβλέπαμε πως η ψυχή χορταίνει,
Όταν σε ποταμό πλατύ να πιή πολύ πηγαίνη!
ΡΟΞΑΝΗ
Αλλά το πνεύμα; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Σου 'δειξα του πνεύματος τα δώρα
Για να μη φύγης κατ' αρχάς, αλλά θα ήτο τώρα
Το ίδιο 'σάν να 'βρίζαμε, την νύκτα αυτή, τα μύρα,
Την ώρα αυτή τη μαγική, την ανθισμένη Φύσιν,
Εάν 'σάν γράμμα ερωτικό του Βουατύρ 'μιλούσα!
— Με μια 'ματιά των άστρων του ο ουρανός ας σπάση
Όλα τα όπλα τα πλαστά της τέχνης μας. Φοβούμαι
Τόσον πολύ μη 'στήν γλυκειάν αυτή μας αλχημείαν
Σαν τον αιθέρα εξατμισθή του αισθήματος η αλήθεια,
Μήπως σ' αυτά τα μάταια παιγνίδια η ψυχή μας
Αδειάση, και το τέλειον το τέλος μας μη γίνη!
ΡΟΞΑΝΗ
Αλλά το πνεύμα; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Το μισώ 'στόν έρωτα! Και είνε
Έγκλημα, όταν αγαπούν, αυτή την ξιφασκία
Να παρατείνουνε πολύ. Έπειτα, αναποφεύκτως,
Φθάν' η στιγμή, — λυπούμ' αυτούς που τη στιγμή δεν βλέπουν! —
Π' αγάπη νοιώθουμε ευγενή στα στήθη μας να κρύβη,
Και κάθε λέξιν εκλεκτή που λέγομεν, μας θλίβει!
ΡΟΞΑΝΗ
Λοιπόν! αν ήλθεν η στιγμή αυτή και για τους δυο μας.
Τι λόγια τώρα θα μου πης;
ΣΥΡΑΝΟ
Όλα, εκείνα όλα.
Που θα μου έλθουν, σκορπιστά, με δίχως να τα δέσω
Μπουκέτο, θα σου τα πετώ: Σε αγαπώ, παθαίνω,
Σε αγαπώ, παραφρονώ, δεν ειμπορώ, πεθαίνω!
Και τόνομά σου κρέμεται μέσ' την καρδιά μου αιώνια,
Ωσάν μέσα 'στόν κώδωνα γλωσσίδι, ω Ροξάνη,
Κι' από το ανατρίχιασμα που αδιάκοπα με πιάνει,
Ο κώδωνας ταράσσεται και τόνομα σημαίνει!
Ό,τι δικό σου, ταγαπώ και το θυμάμαι πάντα:
Ξέρω, μια μέρα πέρυσι, στης δώδεκα Μαΐου,
Βγήκες πρωί' και τάλλαξες το χτένισμα της κόμης!
Τόσο πολύ συνείθισα για φως μου τα μαλλιά σου,
Που, όπως 'σάν στηλόνουμε το μάτι μας 'στό ήλιο,
Ύστερα βλέπουμε παντού ροδοβαμμένο δίσκο,
Έτσι, 'σάν φύγω απ' της φωτιές που γύρω μου σκορπίζεις,
Το θαμπωμένο βλέμμα μου ξανθές αφίνει βούλες!
ΡΟΞΑΝΗ, δια φωνής τεταραγμένης.
Ναι! τούτο λέγετ' έρωτας. . .
ΣΥΡΑΝΟ
Βεβαίως, η λαχτάρα
Που τρομερή, ζηλότυπη με πλημμυρίζει, αλήθεια,
Είν' έρωτας, και μέσα του όλη τη λύσσα κρύβει!
Είν' έρωτας, — αλλά χωρίς εγωϊσμό κανένα!
Αχ! για την ευτυχία σου πώς δίνω τη δική μου,
Κ' εάν ακόμα τίποτε δε μάθαινες ποτέ σου,
Αν ημπορούσα κάποτε από μακρυά νακούω
Το γέλοιο σου ναντιλαλή την ευτυχία εκείνη.
Που γέννησ' η θυσία μου! — Κάθε ματιά δική σου
Αναρριπίζει μέσα μου νέα αρετή και ανδρεία!
Αρχίζεις τώρα να εννοής; Λοιπόν, καταλαμβάνεις;
Και την ψυχήν μου αισθάνεσαι, 'στό σκότος, που αναβαίνει
Αχ! είν' ωραίο, είνε γλυκύ, μα την αλήθεια απόψε
Να λέγω αυτά εγώ 'σε σε, και συ νακούς εμένα!
Είνε αυτό παρά πολύ! 'Στόν πόθον μου ακόμα
Τον πειο κρυφό τόσο πολύ δεν ήλπιζα ποτέ μου!
Και τώρα μόνο θάνατον ποθώ! Γιατί, απ' τα λόγια
Που λέγω, τρέμει ανάμεσα 'στούς γαλαζένιους κλώνους!
Διότι τρέμετε καθώς το φύλλο μέσ' στά φύλλα!
Διότι τρέμεις! Ένοιωσα, και άθελα σου ακόμα,
Του λατρευτού σου του χεριού μια κάποια ανατριχίλα,
Να κατεβαίνη ανάλαφρα 'στού γιασεμιού τα φύλλα!
(Ασπάζεται έξαλλος το άκρον κλωνίου κρεμαμένου)
ΡΟΞΑΝΗ
Ναι, τρέμω, κλαίω, σαγαπώ, και είμαι ιδική σου!
Μ' εμέθυσες!
ΣΥΡΑΝΟ
Τότε λοιπόν, ο θάνατος ας έλθη!
Τη μέθη αυτή εγώ, εγώ, 'στή φύσησα 'στά στήθεια.
Ένα μονάχα πεια ζητώ. . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, υπό τον εξώστην.
Ένα φιλί!
ΡΟΞΑΝΗ, ριπτομένη όπισθεν.
Τι λέγεις;
ΣΥΡΑΝΟ
Ω!
ΡΟΞΑΝΗ
Τι ζητείς;
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι . . εζήτησα . . .
(Προς τον Χριστιανόν χαμηλοφώνως).
Τρέχεις πολύ.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αφού έχει
Συγκινηθή τόσο πολύ, επωφελούμ' εκ τούτου!
ΣΥΡΑΝΟ, προς την Ροξάνην.
Ναι! εζήτησα, είν' αληθές, πλην δίκαιε Θεέ μου!
Καταλαμβάνω τολμηρός πάρα πολύ πως ήμουν.
ΡΟΞΑΝΗ, απογοητευμένη.
Δεν επιμένεις πειο πολύ;
ΣΥΡΑΝΟ
Βεβαίως, επιμένω . . .
Χωρίς επιμονή! . . . ναι! ναι . . . με θλίβ' η εντροπή σου!
Καλά λοιπόν! Το φίλημα αυτό . . . μη μου το δώσης!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, σύρων τον Συρανό εκ του μανδύου·
Γιατί;
ΣΥΡΑΝΟ
Σιώπα, Χριστιανέ . . .
ΡΟΞΑΝΗ, κύπτουσα.
Τι λες χαμηλοφώνως;
ΣΥΡΑΝΟ
Τον εαυτό μου εμάλωσα για τη πολλή μου βία.
Είπα: σιώπα, Χριστιανέ! . .
(Τα όργανα αρχίζουν να παίζουν)
Αμέσως! . . Κάποιος είνε!
(Η Ροξάνη κλείει το παράθυρον. Ο Συρανό ακούει τα όργανα, εξ ων
το έν παίζει ήχον φαιδρόν, και το άλλο πένθιμον).
Ήχον φαιδρόν, και λυπηρόν μαζύ; . . . ποιος ο σκοπός των;
Μην είνε άνδρας; ή γυνή; — Α! είνε καπουτσίνος!
(Εισέρχεται είς Καπουτσίνος, όστις πηγαίνει από οικίας εις οικίαν
κρατών φανόν εις την χείρα και παρατηρών τας θύρας).
ΣΥΡΑΝΟ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ.
ΣΥΡΑΝΟ, προς τον καπουτσίνον.
Του Διογένους διατί τον ρόλον ξαναρχίζεις;
ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ
Παρακαλώ, γνωρίζετε που κάθηται η κυρία; . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Τι οχληρός!
ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ
Μαγδαληνή Ρομπέν . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αυτός τι θέλει;
ΣΥΡΑΝΟ, δεικνύων εις αυτόν οδόν ανωφερή.
Από εδώ! πηγαίνετε γραμμή, και κατ' ευθείαν . . .
ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ
Ευχαριστώ! . . προς χάριν σας 'στό κομποσχοίνι μου όλο
θα εξαντλήσω τας ευχάς ως το μεγάλο κόμπο.
(Εξέρχεται).
ΣΥΡΑΝΟ
Τύχη καλή σου εύχομαι! και άμποτ' η ευχές μου
Να 'μπούν μέσ' την κουκούλα σου!
(Καταβαίνει προς τον Χριστιανόν).
ΣΥΡΑΝΟ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Κάνε να με φιλήση!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αργά ή γρήγωρα θα με φιλήση . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Αλήθεια!
Θάρθη στιγμή μεθυστική ερωτικής λαχτάρας,
Που τώνα στόμα τ' άλλο σας θα 'βρή, χάριν εκείνου
Του μύστακός σου του ξανθού και χάριν του ροδίνου
Του χείλους της.
(Καθ' εαυτόν).
Καλλίτερα εγώ θα προτιμούσα,
Να ήτο χάριν . . .
(Θόρυβος ανοιγομένου παραθύρου. Ο Χριστιανός κρύπτεται
υπό τον εξώστην)
ΣΥΡΑΝΟ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΡΟΞΑΝΗ.
ΡΟΞΑΝΗ, προβαίνουσα εις τον εξώστην
Είσαι συ; Ελέγαμε για ένα . . .
Για ένα . . . για . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ένα φιλί. Γλυκειά 'ν η λέξις, φίλη.
Δε βλέπω γιατί τρέμουνε να την ειπούν τα χείλη.
Αν από τώρα τάκαψε, στο πράγμα τι θα γίνη;
Μην το τρομάζης! Άθελα τη φλυαρία εκείνη
Προτήτερα δεν άφησες κεγλίστρησες αφόβως
Από το γέλοιο 'στόν καϋμό κι' απ' τον καϋμό 'στό δάκρυ;
Γλίστρησε ακόμ' ανάλαφρα και δίχως να το νοιώσης:
Από το δάκρυ στο φιλί μια ανατριχίλα είνε!
ΡΟΞΑΝΗ
Σιώπαινε!
ΣΥΡΑΝΟ
Ένα φίλημα, αλλ' επί τέλους τείνε;
Όρκος που λέμε πειο κοντά· υπόσχεσι που δίνεις
Με πίστι μεγαλείτερη· ομολογία που βαίνεις
Το σφράγισμα· μια ρόδινη περισπωμένη 'πάνω
'Στο «αγαπώ»· και μυστικό που λέγομε 'στό στόμα,
Αντί στ' αυτί· μία στιγμή του απείρου που ομοιάζει
'Σάν ψίθυρος του μελισσιού· μετάληψι που παίρνει
Τη γεύσι του άνθους· κάτι τι που ανασασμό σου φέρνει
Από τα βάθη της καρδιάς· και κάτι που 'στήν άκρη
Του χείλους από την ψυχή σου αφίνει κάποιο μύρο!
ΡΟΞΑΝΗ
Σιώπαινε!
ΣΥΡΑΝΟ
Ένα φίλημα τόσην ευγένειαν έχει,
Όπου κιαυτή η βασίλισσα των Γάλλων έδωσ' ένα
Στον πλέον ευτυχέστερον των λόρδων . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Λοιπόν τότε;
ΣΥΡΑΝΟ
Είχα καθώς ο Βούκιγκαμ τα κρύφια βάσανά μου,
Κεγώ λατρεύω 'σάν κι αυτόν εσέ, βασίλισσά μου,
Και 'σάν αυτόν είμαι πιστός και λυπημένος . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Κ' είσαι
Ωραίος όπως και αυτός! . . .
ΣΥΡΑΝΟ, καθ' εαυτόν, απογοητευόμενος.
Αλήθεια, είμαι ωραίος,
'Ξέχασα!
ΡΟΞΑΝΗ
Ανέβα το λοιπόν τα ασύγκριτο να δρέψης
Αυτό λουλούδι . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ωθών τον Χριστιανόν προς τον εξώστην.
Ανέβα!
ΡΟΞΑΝΗ
Αυτή τη γεύσι της καρδίας . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ανέβα!
ΡΟΞΑΝΗ
Αυτό του μελισσιού τον ψίθυρο . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ανέβα!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, διστάζων.
Σαν να μου φαίνεται κακή πως κάμω πράξι τώρα!
ΡΟΞΑΝΗ
Αυτή του απείρου τη στιγμή! . .
ΣΥΡΑΝΟ, ωθών αυτόν.
Ανέβα λοιπόν, ζώον!
(Ο Χριστιανός ορμά, και διά του θρανίου, του φυλλώματος, των
στύλων ανέρχεται μέχρι των κιγκλίδων, ας διασκελίζει).
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ροξάνη μου!
(Την περιπτύσσεται και κύπτει επί των χειλέων της).
ΣΥΡΑΝΟ
Αχ! κέντημα παράδοξο που νοιώθω
Μέσ' την καρδιά μου! — Φίλημα, ερωτικό συμπόσιο,
Που είμαι ο Λάζαρος εγώ! Σε τούτο το σκοτάδι
Μου στέλλεις ένα ψίχουλο κεμένα. — Χωρίς άλλο,
Και την καρδιά μου αισθάνομαι κάτι από σε να παίρνη,
Αφού σαυτά τα χείλη του, που η Ροξάνη γέρνει,
Φιλεί τα λόγια που εγώ προτήτερα της είπα.
(Ακούονται τα όργανα).
Πένθιμος ήχος και φαιδρός: Ο καπουτσίνος είνε!
(Προσποιείται ότι τρέχει, ωσάν να έφθανε μακρόθεν).
Αι! από κει!
ΡΟΞΑΝΗ
Ποιος είνε;
ΣΥΡΑΝΟ
Εγώ. Περνούσα. Είν' επάνω
Ακόμη ο Χριστιανός;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, προσποιούμενος έκπληξιν.
Ο Συρανό! πού 'βρέθης;
ΡΟΞΑΝΗ
Καλή σου ημέρα, εξάδελφε!
ΣΥΡΑΝΟ
'Ξαδέλφη, καλημέρα!
ΡΟΞΑΝΗ
Θα κατεβώ!
(Εξαφανίζεται εντός της οικίας. Εισέρχεται εις το βάθος ο
καπουτσίνος).
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, παρατηρών αυτόν.
Ακόμ' αυτός!
(Ακολουθεί την Ροξάνην).
ΣΥΡΑΝΟ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΡΟΞΑΝΗ, ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ, ΡΑΓΚΕΝΩ
ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ
Εδώνε κεπιμένω —
Εδώνε η Μαγδαληνή Ρομπέν;
ΣΥΡΑΝΟ
Ρο — λεν μας είπες.
ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ
Όχι: μ π ε ν. Μι, πι, ε, και νι!
ΡΟΞΑΝΗ, φαίνεται επί του κατωφλίου ακολουθουμένη υπό του
Ραγκενώ κρατούντος φανόν και υπό του Χριστιανού.
Τι τρέχει;
ΣΥΡΑΝΟ
Ένα γράμμα
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μπα!
Ο ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ, προς την Ροξάνην.
Διά πράγμα ιερόν θα πρόκειται βεβαίως.
Την στέλλει κύριος . . . χρηστός
ΡΟΞΑΝΗ, προς τον Χριστιανόν.
Είν' ο δε Γκύσης!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Τόλμη! . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Ω! πάντα δεν θα μενοχλή! . .
(Αποσφραγίζουσα την επιστολήν).
Σε αγαπώ, κιάν θέλη
Να . . .
(Υπό το φως του φανού του Ραγκενώ αναγινώσκει χαμηλοφώνως και
κατά μέρος).
«Δεσποινίς,
Τα τύμπανα κτυπούν, το σύνταγμά μου
«Δένει τον σάκκο· αναχωρεί· ο κόσμος με νομίζει,
«Πώς ήδη ανεχώρησα: μένω. Σας παρακούω.
«Ευρίσκομαι εις την μονήν αυτήν. Σκέπτομαι νάρθω
«Και σας το καθιστώ γνωστόν προηγουμένως μένα
«Καλόγηρον απλούν ωσάν κατσίκαν, που δεν νοιώθει
«Τίποτε μέσα σόλ' αυτά. Το χείλος σου προλίγου
(Προς τον καπουτσίνον).
Ιδού αυτό το γράμμα τι μου λέγει,
Πάτερ μου, άκου!
(Πλησιάζουν όλοι, αναγινώσκει μεγαλοφώνως).
«Δεσποινίς,
Εις του Καρδιναλίου
«Την θέλησιν οφείλε υπακοήν, ακόμα
«Και αν αυτή σας φαίνεται σκληρά. Ιδού ο λόγος
«Που έκαμα την εκλογήν ενός πολύ αγίου,
«Πολύ φρονίμου, και πολύ εξύπνου καπουτσίνου,
«Διά να φέρη τας γραμμάς αυτάς σταβρά σας χέρια,
«Κεκφράζομεν την θέλησιν εις τον δικόν σας οίκον
«Την ευλογίαν τάχιστα του γάμου να σας δώση·
(Στρέφει το φύλλον).
«Πρέπει κρυφά ο Χριστιανός να γίνη σύζυγός σας·
«Τον αποστέλλω προς υμάς. Δεν είνε αρεστός σας,
«Αλλά εγκαρτερήσατε. Και αναλογισθήτε,
«Ο ουρανός τον ζήλον σας πως θέλει ευλογήση,
«Κεστέ περί του σεβασμού βεβαία, Δεσποσύνη,
«Εκείνου, όστις πάντοτε υπήρξε και θα είνε
«Ο ευλαβώς και ταπεινώς υμέτερος και . . . λίαν . . .
«Και τα λοιπά . . .»
ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ
Χρηστός ανήρ! . . Το είχα προμαντεύσει,
Δεν εφοβούμην παντελώς· επρόκειτο βεβαίως
Περί αγίου πράγματος.
ΡΟΞΑΝΗ, χαμηλοφώνως προς τον Χριστιανόν.
Τι λέγεις, δεν διαβάζω
Ωραία τας επιστολάς;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Χουμ!
ΡΟΞΑΝΗ, υψηλοφώνως μετ' απελπισίας.
Α! είνε φρικώδες!
Ο ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ όστις διηύθυνε προς τον Συρανό το φως του φανού
του.
Είσθε υμείς ;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Όχι, είμ' εγώ!
ο ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ, στρέφει το φως προς τον Χριστιανόν και ως αν του
επήλθεν αμφιβολία, βλέπων την καλλονήν του,
Αλλ' όμως σεις . .
ΡΟΞΑΝΗ
Υπάρχει
'Στο τέλος κ' υστερόγραφον: «Για την μονήν πιστόλας
Δώσατ' εκατόν είκοσι».
ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ
Χρηστός, χρηστός αυθέντης!
(Προς την Ροξάνην).
Εγκαρτερείτε!
ΡΟΞΑΝΗ, με ύφος μάρτυρος.
Εγκαρτερώ!
(Εν ώ ο Ραγκενώ ανοίγει την θύραν εις τον καπουτσίνον, τον οποίον
ο Χριστιανός προσκαλεί να εισέλθη, αύτη λέγει χαμηλοφώνως εις τον
Συρανό).
Προσπάθει τον δε Γκύση
Να τον κρατήσης έξωθεν! Θα έλθη μετ' ολίγον —
Να μην εμβή πριν . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Εννοώ!
(Προς τον Καπουτσίνον).
Διά την ευλογίαν
Πόσος καιρός χρειάζεται;
ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ
Έν τέταρτον.
ΣΥΡΑΝΟ, ωθών όλους προς την οικίαν.
Εμβήτε!
Εγώ θα μείνω . . .
ΡΟΞΑΝΗ, προς τον Χριστιανόν.
Έλα! . .
(Εισέρχονται).
ΣΥΡΑΝΟ, μόνος.
Πώς να κάμω το δε Γκύση,
Να χάση αυτό το τέταρτο;
(Ορμά επί του θρανίου, αναρριχάται προς τον τοίχον, και προς τον
εξώστην).
Εδώ ας ανεβούμε!
Έχω 'να σχέδιο καλό! . .
(Τα όργανα αρχίζουν να παίζουν πένθιμον ήχον).
Χο! άνδρας είνε τούτος.
(ο ήχος γίνεται απαίσιος).
Χο! χο! ετούτη τη φορά είν' ένας!! .
(Είνε επί του εξώστου, καταβιβάζει τον πίλον του επί των οφθαλμών
του, αφαιρεί το ξίφος του, περιτυλίσσεται εντός του μανδύου του,
έπειτα κύπτει και παρατηρεί έξωθεν).
Όχι! ο τοίχος
Δεν είνε τόσον υψηλός! . .
(Διασκελίζει τας κιγκλίδας και προσελκύων προς αυτόν τον μακρόν
κλάδον εκ των δένδρων, άτινα εξέρχονται άνω του τοίχου του κήπου,
προσκολλάται επ' αυτού διά των δύο χειρών του, έτοιμος να πέση).
Θέλω ταράξει ελαφρώς αυτή την ατμοσφαίραν!
ΣΥΡΑΝΟ, ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, όστις εισέρχεται με προσωπίδα, ψηλαφών εις το
σκότος.
Αυτός ο τρισκατάρατος τι κάμει καπουτσίνος;
ΣΥΡΑΝΟ
Και την φωνήν μου; Διάβολε! αν την αναγνωρίση;
(Αφίνων την χείρα του, φαίνεται στρέφων μίαν αόρατον κλείδα).
Κρικ! κρακ!
(Επισήμως)
Μιμήσου, Συρανό, του Μπερζεράκ τον τόνον! . .
ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, παρατηρών την οικίαν.
Ναι, είν' εδώ. Βλέπω κακά μαυτή την προσωπίδα!
(Μέλλει να εισέλθη, ότε ο Συρανό πηδά εκ του εξώστου κρατούμενος
από τον κλάδον, όστις κάμπτεται και τον καταθέτει μεταξύ του δε
Γκύση και της θύρας. Προσποιείται, ότι πίπτει βαρέως δήθεν και
από μεγάλου ύψους, και εξαπλώνεται κατά γης, όπου μένει ακίνητος,
ως ζαλισθείς, ο δε Γκύσης κάμει άλμα προς τα όπισθεν).
Μπα! Τι;
(Όταν εγείρη τους οφθαλμούς, ο κλάδος έχει ανυψω0ή πάλιν. Δεν
βλέπει παρά τον ουρανόν δεν εννοεί τίποτε).
Και πόθεν έπεσεν αυτός:
ΣΥΡΑΝΟ, ανακάθεται και με τόνον γασκονικόν.
Απ' 'τη Σελήνη!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Απ' τη; . . .
ΣΥΡΑΝΟ, μετά φωνής ως εν ονείρω.
Τι ώρα έχετε;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Μη τούστριψεν η βίδα;
ΣΥΡΑΝΟ
Τι ώρα είνε; Τι χωριό; Τι εποχή; Τι ημέρα;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Μα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Εζαλίσθην!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Κύριε . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Σαν μπόμπα απ' την Σελήνη
Πέφτω!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, ανυπομονών.
Μα τέλος, κύριε! . .
ΣΥΡΑΝΟ, ανεγειρόμενος με φωνήν τρομεράν.
Πέφτω από 'κείθε!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, οπισθοδρομών.
Έστω!
Έστω! επέσατε από 'κεί! . . Ίσως τρελλός θα είνε!
ΣΥΡΑΝΟ, βαδίζων κατ' επάνω του.
Δεν πέφτω μεταφορικώς! . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Μα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Εκατό χρόνια ή μία
Στιγμή — πόσον η πτώσις μου διήρκεσε δεν ξέρω
Ήμουνα μέσα είς αυτήν την κίτρινη τη φούσκα!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, υψών τους ώμους.
Ναι. Να περάσω αφήτε με!
ΣΥΡΑΝΟ, ιστάμενος προ αυτού.
Ειλικρινώς, πού είμαι;
Τίποτε μη μου κρύπτετε! Εις ποίαν γην, εις ποίον
Τόπον ως αερόλιθος έπεσα, κύριέ μου;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Διάβολε! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Κενώ έπεφτα, δεν μπόρεσα να εκλέξω
Το μέρος της αφίξεως, — και αγνοώ πού πέφτω! —
Μέσ' σε σελήνην άραγε ή μη σε γην καμμίαν
Του πισινού μου μέσυρε τα βάρος;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Μα, σας λέγω.
Κύριε . . .
ΣΥΡΑΝΟ, μετά φωνής τρόμου, ήτις κάμνει τον δε Γκύσην να
οπισθοδρομήση.
Ύψιστε Θεέ! Βλέπω σαυτόν τον τόπον
Πως έχουν μαύρον πρόσωπον! . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, φέρων την χείρα εις το πρόσωπον.
Πώς;
ΣΥΡΑΝΟ, με φόβον εμφαντικόν.
Εις την Αλγερίαν,
Μην είμαι; Είσθε ιθαγενής;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, αισθανόμενος την προσωπίδα του.
Η προσωπίς!
ΣΥΡΑΝΟ, προσποιούμενος, ότι καθησυχάζει ολίγον.
Μην είμαι
Στη Βενετιά ή Γένοβα λοιπόν;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, θέλων να περάση.
Με περιμένει
Μία κυρία . . .
ΣΥΡΑΝΟ, τελείως πεπεισμένος.
Το λοιπόν είμαι εις το Παρίσι.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, μειδιών ακουσίως του.
Είνε αστείος αρκετά ο διάβολος!
ΣΥΡΑΝΟ
Γελάτε;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Γελώ, μα θέλω να διαβώ! . .
ΣΥΡΑΝΟ, ακτινοβολών.
Εις το Παρίσι πέφτω!
(Με όλην την άνεσιν του γελών, ξεσκονιζόμενος, χαιρετίζων).
Και φθάνω — συγχωρήσατε — διά του τελευταίου
Σίφωνος. Εσκονίσθηκα ολίγον από αιθέρα.
Ένα ταξείδι πέκαμα. Με σκόνη των αστέρων
Εγέμισαν τα μάτια μου. Πάνω στους πτερνιστήρας
Έχω ακόμη κάμποσα μαλλιά από τον πλανήτην,
(Λαμβάνων κάτι από την χειρίδα του).
Κυττάχτε! 'στό σωκάρδι μου μια τρίχα απ' τον κομήτην!
(Φυσά διά να την πετάξη).
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, εκτός εαυτού.
Κύριε . . .
ΣΥΡΑΝΟ, καθ' ην στιγμήν θέλει να περάση ο δε Γκύσης, τείνει
την κνήμην διά να δείξη δήθεν κάτι και τον σταματά.
Εις την κνήμην μου απ' την μεγάλην Άρκτον
Φέρω ένα δόντι· κεπειδή 'στήν Τρίαιναν προσκρούων
Ήθελα μίαν απ' τας τρεις λόγχας της ναποφύγω,
Πάω και πέφτω καθιστός μέσ' τους Ζυγούς, που ακόμα
Επάνω 'κεί η βελόνη των το βάρος μου σημειώνει!
(Εμποδίζων ζωηρώς τον δε Γκύσην να περάση και λαμβάνων αυτόν από
το έν κομβίον του εσωκαρδίου του).
Αν σφίξετε την μύτην μου μέσα 'στά δάκτυλά σας,
Θα στάξη γάλα, κύριε! . . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Γάλα; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Απ' τον Γαλαξίαν! . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Α! σύρετε 'στόν διάβολο!
ΣΥΡΑΝΟ
Ο ουρανός με στέλλει!
(Σταυρών τους βραχίονας).
Λοιπόν! θα με πιστεύσετε, πως εις το πέσιμόν μου,
Είδα τον Σείριον να φορή την νύκτα 'να σαρίκι;
(Εμπιστευτικώς).
Η Άρκτος η άλλ' είνε μικρά πολύ και δεν δαγκώνει.
(Γελών).
Από την Αύραν πέρασα κέσπασα μια χορδή της!
(Υπερηφάνως).
Αλλά να γράψω σκέπτομαι αυτά σένα βιβλίον,
Και τους αστέρας τους χρυσούς, που 'στόν καψαλισμένον
Μανδύαν μου εκρέμασα με προφανείς κινδύνους,
Όταν θα το τυπώσουνε, θα γίνουν αστερίσκοι . . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Μα επί τέλους θέλω . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Σεις, τι θέλετε, μαντεύω! . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Κύριε!
ΣΥΡΑΝΟ
Απ' το στόμα μου να μάθετε ποθείτε,
Πώς η Σελήνη έγινε, κιάν κατοικεί κανένας,
Μέσα 'στήν στρογγυλύτητα αυτής της κολοκύθας . . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, κραυγάζων.
Όχι! θέλω . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Να μάθεται 'κεί 'πάνω πώς ανέβην;
Δι' ενός μέσου που εγώ αυτός είχον εφεύρει.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, αποθαρρυνόμενος.
Είνε τρελλός!
ΣΥΡΑΝΟ
Δεν έβαλλα σενέργειαν και πάλιν
Τον βλάκα εκείνον αετόν του Ρεγκιομοντάνου.
Ούτε του Αρχίτα το δειλό το περιστέρι . . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Είνε
Τρελλός, — αλλά σοφός τρελλός.
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι! δεν εμιμήθην
Τίποτε προγενέστερον!
(Ο δε Γκύσης κατώρθωσε να διέλθη και βαδίζει προς την θύραν της
Ροξάνης, ο Συρανό τον ακολουθεί έτοιμος να τον δράξη).
Εφεύρον έξη μέσα,
Να κατακτήσω τον γλαυκόν αιθέρα!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, στρεφόμενος.
Έξ;
ΣΥΡΑΝΟ, στωμύλως.
Μπορούσα,
Έχων το σώμα μου γυμνόν, καθώς μίαν λαμπάδα,
Να το σκεπάσω με πολλές μποτίλιες κρυσταλλένιες
Γεμάτες από δάκρυα του πρωινού αιθέρος,
Και ούτως, αν εξέθετα τα σώμα μου 'στόν ήλιο,
Τάστρον μαζύ με την δροσιά κεκείνο θα ροφούσε.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, έκπληκτος κάμει έν βήμα προς τον Συρανό.
Μπα! πράγματι είνε ένα αυτό!
ΣΥΡΑΝΟ, οπισθοδρομών διά να τον σύρη προς το άλλον μέρος.
Και ημπορούσ' ακόμα,
Να συμπυκνώσω άνεμον, διά να εξορμήσω,
Αέρα κάμνων αραιόν εντός κεδρίνης θήκης
Διά κατόπτρων φλογερών εν είδ' εικοσαέδρων!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Δυο!
ΣΥΡΑΝΟ, οπισθοδρομών.
Άλλως ως μηχανουργός καθώς και πυροτέχνης,
Σ' ακρίδα μελατήρια γεμάτην ατσαλένια
Με διαδοχικά πυρά εκ νίτρου να πετάξω
Μέσ 'στά λειβάδια τα γλαυκά που τάστρα παν και βόσκουν!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, ακολουθών αυτόν ανύποπτος
και μετρών διά των δακτύλων.
Τρία!
ΣΥΡΑΝΟ
Γνωστόν πως ο καπνός τείνει νανέβη επάνω.
Λοιπόν 'μπορούσα με αυτόν μια σφαίρα να γεμίσω,
Και να μ' υψώση!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ επί μάλλον και μάλλον εκπλησσόμενος.
Τέσσαρα!
ΣΥΡΑΝΟ
Αφού η Σελήνη, όταν
Έχει μικρόν το τόξον της, ω βώδια, το μυαλό σας
Να πιπιλίζη αγαπά . . . με τούτο ναλειφόμουν!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, κατάπληκτος.
Πέντε!
ΣΥΡΑΝΟ, όστις ομιλών τον οδηγεί μέχρι του άλλου μέρους της
πλατείας πλησίον ενός εδωλίου.
Και τέλος καθιστός σε σιδερένιο δίσκον
Να πάρω εις τα χέρια μου τεμάχιον μαγνήτου,
Και να το ρίψω υψηλά εις τον αέρα. Τούτο
Είναι το μέσον τ' άριστον. Ο σιδερένιος δίσκος
Τότε αμέσως εξορμά κατόπιν του μαγνήτου.
Ξανατινάζεις παρευθύς επάνω τον μαγνήτην,
Και οπ! λα! έτσι δύνασαι επ' άπειρον νανέβης!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Έξη! να, έξη άριστα μέσα, και ποιο εξ όλων
Εκλέξατε σεις, κύριε;
ΣΥΡΑΝΟ
Έν έβδομον!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Τι λέτε;
Και ποιο;
ΣΥΡΑΝΟ
Μαντεύσατε! εκατόν στοιχηματίζω μένα!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Μου κίνησεν ο Σατανάς αυτός το διαφέρον!
ΣΥΡΑΝΟ, προσποιούμενος με μεγάλα
μυστηριώδη κινήματα τον θόρυβον των κυμάτων.
Χουφ! Χουφ!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Λοιπόν;
ΣΥΡΑΝΟ
Μαντεύετε;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Όχι!
ΣΥΡΑΝΟ
Της παλιρροίας!
Την ώρα που τα κύματα τραβιώνται απ' τη Σελήνη,
Μετά λουτρόν θαλάσσιον ξαπλώθηκα 'στήν άμμο,
Και το κεφάλι μου 'ψηλά κρατώντας, φίλτατέ μου,
— Γιατί 'στής φούντες των μαλλιών μένει νερό προ πάντων —
Εις τον αέρα επέταξα 'σάν άγγελος ολόρθος,
Κι' ανέβαινα, κι' ανέβαινα σιγά και χωρίς κόπον,
Όταν ησθάνθην σύγκρουσιν! . . Λοιπόν . . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, παρασυρόμενος υπό της περιεργείας και καθήμενος
επί του θρανίου.
Λοιπόν!
ΣΥΡΑΝΟ, αναλαμβάνων την φυσικήν φωνήν του.
Λοιπόν . . .
Το τέταρτον επέρασε . . . και σας ελευθερώνω.
Έγιν' ο γάμος, κύριε!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, ανεγειρόμενος δι' ενός άλματος
Μπα! είμαι μεθυσμένος;
Αυτή η φωνή;
(Η θύρα της οικίας ανοίγεται, φαίνονται θεράποντες φέροντες
κηροπήγια ανημμένα. Φως. Ο Συρανό εξάγει τον καταβιβασθέντα πίλον
του.
Η μύτη αυτή! Ο Συρανό!
ΣΥΡΑΝΟ, χαιρετίζων.
Ο ίδιος!
Μόλις τα δακτυλίδια των αντήλλαξαν επάνω.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Ποιοι;
(Στρέφεται Εικών. Όπισθεν των θεραπόντων η Ροξάνη και ο
Χριστιανός κρατούνται διά της χειρός. Ο Καπουτσίνος τους
ακολουθεί μειδιών. Ο Ραγκενώ υψώνει ωσαύτως μίαν λαμπάδα. Η
ακόλουθος κλείει την πορείαν πεφοβισμένη).
Ω θεοί!
Οι ίδιοι, ΡΟΞΑΝΗ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ, ΡΑΓΚΕΝΩ, ΘΕΡΑΠΟΝΤΕΣ,
η ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
(Προς την Ροξάνην).
Εσείς!
(Αναγνωρίζων τον Χριστιανόν, κατάπληκτος).
Αυτός!
(χαιρετίζων την Ροξάνην μετά θαυμασμού).
Είσθ' από της πλέον φίνες!
(προς τον Συρανό).
Σάς εφευρέτα μηχανών τωόντι σας συγχαίρω,
Θα 'κάμετε κένα άγιον με την διήγησίν σας
'Στην πύλην να εστέκετο του παραδείσου ακόμη.
Αυτήν να σημειώσητε την παρατήρησίν μου,
Διότι χρήσιμος 'μπορεί να είνε σε βιβλίον.
ΣΥΡΑΝΟ, υποκλινόμενος.
Κύριε, είνε συμβουλή οπού θ' ακολουθήσω.
Ο ΚΑΠΟΥΤΣΙΝΟΣ, δεικνύων τους εραστάς εις τον δε Γκύσην και
σείων μετ' εύχαριστήσεως τον λευκόν πώγωνά του.
Ωραίον ζεύγος, τέκνον μου, ηνώσατε εις γάμον.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, παρατηρών αυτόν με παγετώδες βλέμμα.
Ναι!
(Προς την Ροξάνην).
'Πέτε τώρα υγίαινε 'στόν άνδρα σας, κυρία!
ΡΟΞΑΝΗ
Γιατί;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, προς τον Χριστιανόν.
Προετοιμάζεται το σύνταγμα να φύγη.
Υπάγετε να τώβρετε!
ΡΟΞΑΝΗ
Στον πόλεμον;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Βεβαίως!
ΡΟΞΑΝΗ
Αλλ' όμως οι επίλεκτοι δεν πάνε.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Θα υπάγουν.
(Εξάγων χαρτίον, το οποίον είχεν εις το θυλάκιόν του).
Ιδού και η διαταγή.
(Εις τον Χριστιανόν).
Υπάγετε, βαρώνε,
Ο ίδιος να την φέρετε!
ΡΟΞΑΝΗ, ριπτομένη εις τας αγκάλας του Χριστιανού.
Χριστιανέ!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, καγχάζων, προς τον Συρανό.
Του γάμου
Η νύκτ' ακόμ' είνε μακράν!
ΣΥΡΑΝΟ, κατ' ιδίαν.
Αυτός νομίζει, πως αυτό θα με πολυπειράξη.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, προς την Ροξάνην.
Αχ! έν ακόμη φίλημα!
ΣΥΡΑΝΟ
Εμπρός! πολλά επήρες!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, εξακολουθεί να φιλή την Ροξάνην.
Να την αφήσω τι σκληρόν! . . Δεν ξεύρεις . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ζητεί να τον αποσπάση.
Ξεύρω . .
(Ακούονται μακρόθεν τα τύμπανα κρατούντα πορείαν).
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, όστις ανήλθεν εις το βάθος.
Είνε
Το σύνταγμα παναχωρεί
ΡΟΞΑΝΗ, προς τον Συρανό, κρατούσα τον Χριστιανόν τον οποίον ο
Συρανό προσπαθεί ναποσπάση.
Αλλοίμονον! σεσένα,
Σε σέ τον εμπιστεύομαι, δος την υπόσχεσίν σου,
Πως η ζωή του κίνδυνον κανένα δεν θα τρέξη.
ΣΥΡΑΝΟ
Θα προσπαθήσω, μα καμμιάν υπόσχεσιν δεν δίδω
ΡΟΞΑΝΗ, ωσαύτως.
Υπόσχου μου πως φρόνιμος θα είνε . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Θα πασχίσω.
Αλλά . . .
ΡΟΞΑΝΗ, ωσαύτως.
Και πως 'στήν τρομεράν αυτήν πολιορκίαν
Δεν θα κρυολογή ποτέ . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Θα 'κάμω ό,τι 'μπορέσω
Αλλά. . .
ΡΟΞΑΝΗ, ωσαύτως.
Πώς θάνε και πιστός . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Α! ναι, αναμφιβόλως!
Αλλά. . .
ΡΟΞΑΝΗ, ωσαύτως.
Και πως συχνότατα επιστολάς θα γράφη!
ΣΥΡΑΝΟ, σταματών.
Αυτό, σου το υπόσχομαι!
Α Υ Λ Α I Α
ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ ΤΗΣ ΓΑΣΚΟΝΗΣ
Η θέσις, την οποίαν κατέχει ο λόχος του Καρμπόν δε Καστέλ Ζαλού
εις την πολιορκίαν του Αράσου. Εις το βάθος, πρόχωμα διήκον δι'
όλης της σκηνής. Πέραν εκείθεν φαίνεται ορίζων πεδιάδος: η χώρα
κεκαλυμμένη υπό πολιορκητικών έργων. Τα τείχη του Αράσου και η
σκιαγραφία των στεγών του επί του ουρανού, πολύ μακράν. — Σκηναί·
όπλα διεσπαρμένα — τύμπανα κτλ. — Η ημέρα μέλλει νανατείλη.
Ανατολή κιτρίνη. — Φρουροί αραιωμένοι. Πυρά. — Κεκαλυμμένοι εντός
των μανδυών των, οι επίλεκτοι της Γασκόνης κοιμώνται. Ο Καρμπόν
δε Καστέλ Ζαλού και ο Λεμπρέτ αγρυπνούν. Είνε κάτωχροι και
κάτισχνοι. Ο Χριστιανός κοιμάται, μεταξύ των άλλων, εντός του
μανδύου του εις το πρώτον επίπεδον, με την όψιν φωτιζομένην υπό
του πυρός. Σιωπή.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΚΑΡΜΠΟΝ ΔΕ ΚΑΣΤΕΛ ΖΑΛΟΥ, ΛΕΜΠΡΕΤ, ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ,
έπειτα ΣΥΡΑΝΟ.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Φρικώδες!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Ναι. Τίποτε πεια.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Χίλιοι σταυροί!
ΚΑΡΜΠΟΝ, νεύων εις αυτόν να ομιλή σιγά.
Βλαστήμα
Σιγά! Θα τους ξυπνήσης.
(Εις τους επιλέκτους).
Σουτ! Να κοιμηθήτε!
(Εις τον Λεμπρέτ).
Τρώγει
Όποιος κοιμάται!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αλλ' αυτοί που υποφέρουν όμως
Απ' αγρυπνία, 'βρίσκουνε πως τούτο είν' ολίγο!
Τι πείνα!
(Ακούονται μακρόθεν πυροβολισμοί).
ΚΑΡΜΠΟΝ
Αυτές η τουφεκιές καταραμένες νάνε!
Φοβούμαι μήπως τα παιδιά ξυπνήσουν!
(Εις τους επιλέκτους, οίτινες εγείρουν την κεφαλήν).
Κοιμηθήτε!
(Κατακλίνονται πάλιν. Νέοι πυροβολισμοί πλησιέστεροι).
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, ταρασσόμενος.
Διάβολε! ακόμη;
ΚΑΡΜΠΟΝ
Τίποτε δεν είνε! Επιστρέφει
Ο Συρανό!
(Αι κεφαλαί, αίτινες είχον εγερθή κατακλίνονται πάλιν).
Ο ΣΚΟΠΟΣ, έξωθεν.
Στο διάβολο! Τις ει;
Η ΦΩΝΗ του ΣΥΡΑΝΟ
Ο Μπερζεράκ!
Ο ΣΚΟΠΟΣ επί του προχώματος.
'Στό διάβολο! Τις ει;
ΣΥΡΑΝΟ, εμφανιζόμενος επί της κορυφής.
Εγώ ο Μπερζεράκ, βρε βλάκα!
(Καταβαίνει. Ο Λεμπρέτ πηγαίνει εις προϋπάντησίν του ανήσυχος).
ΛΕΜΠΡΕΤ
Θεέ μου!
ΣΥΡΑΝΟ, νεύων εις αυτόν να μην εξυπνήση κανένα.
Σουτ!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Πληγώθηκες;
ΣΥΡΑΝΟ
Κάθε πρωί, γνωρίζεις,
Επήραν την συνήθειαν να μη μεπιτυχαίνουν!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Είνε σκληρόν, κάθε πρωί να ριψοκινδυνεύης
Δι' ένα γράμμα! . .
ΣΥΡΑΝΟ, σταματών προ του Χριστιανού.
Υπόσχεσιν της έδωκα να γράφη
Συχνά!
(Τον παρατηρεί).
Κοιμάται. Είν' ωχρός. Αν 'γνώριζ' η καϋμένη
Πως απ' την πείνα χάνεται . . . Μα πάντοτε ωραίος!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Πήγαινε ευθύς να κοιμηθής!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Λεμπρέτ, μη μου γκρινιάζης! . .
Μάθε, πως διά να περνώ των Ισπανών τας θέσεις,
Ευρήκα ένα μέρος που μεθούνε κάθε νύκτα.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Έπρεπε τρόφιμα καμμιάν ημέρα να μας φέρης,
ΣΥΡΑΝΟ
Για να περάσης ελαφρός πρέπει να ήσαι! — Ξεύρω
Πως θάνε απόψε κάτι τι καινούργιο. Ή θα φάνε
Οι Γάλλοι ή θαποθάνουνε, — εάν η όρασίς μου
Δεν μαπατά.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ειπέτο μου!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι, γιατί δεν έχω
Διόλου βεβαιότητα . . . θα 'δής! . .
ΚΑΡΜΠΟΝ
Τι καταισχύνη,
Να είνε πολιορκητής κανείς και να πεθαίνη
Από την πείνα!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αλοίμονον! απ' την πολιορκίαν
Πλέον περίπλοκον ποτέ δεν είδα του Αράσου:
Πολιορκούμεν τ' Άρασον, — και μέσα σ' την δική μας
Παγίδα μας πολιορκεί ο Ισπανός ινφάντης
Και καρδινάλιος . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Κ' αυτός με την σειράν του
Πρέπει να πολιορκηθή από κανέναν άλλον.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Δεν είνε να γελάς!
ΣΥΡΑΝΟ
Χο! Χο!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Και όταν την ζωήν σου
Σκέπτομαι, πως καθημερινώς εκθέτεις για να φέρης
Επιστολήν εις την . . .
(Βλέπων, ότι διευθύνεται εις μίαν σκηνήν).
Πού πας;
ΣΥΡΑΝΟ
Να γράψω μίαν άλλην.
(Εγείρει την οθόνην κεξαφανίζεται).
Οι ίδιοι εκτός του ΣΥΡΑΝΟ
Η ημέρα ανέτειλεν ολίγον. Ρόδιναι ανταύγειαι. Η πόλις του Αράσου
χρυσίζεται εις τον ορίζοντα. Ακούεται κρότος τηλεβόλου,
ακουλουθούμενος αμέσως υπό τυμπανοκρουσίας, πολύ μακράν, προς
αριστεράν. Άλλα τύμπανα κρούονται πλησιέστερον. Αι
τυμπανοκρουσίαι ανταποκρίνονται προς αλλήλας, και προσεγγίζουσαι
εκρήγνυνται σχεδόν εν τη σκηνή, και απομακρύνονται προς δεξιάν,
διατρέχουσαι το στρατόπεδον. Θόρυβος εξεγέρσεως. Φωναί μακρυναί
αξιωματικών.
ΚΑΡΜΠΟΝ, με στεναγμόν.
Η έγερσις! . . Αλοίμονον!
(Οι επίλεκτοι ταράσσονται εις τους μανδύας των, τανύονται).
Ω τροφοδότα ύπνε,
Τελείωσες! . . Η πρώτη των κραυγή ποία θα είνε
Ξεύρω! . .
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, ανακαθήμενος.
Πεινώ!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Πεθαίνω!
ΟΛΟΙ
Ω!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Εγέρθητε!
ΤΡΙΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Ούτε βήμα!
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Ούτ' ένα κίνημα!
Ο ΠΡΩΤΟΣ, κατοπτριζόμενος εις τεμάχιον θώρακος.
Ωχράν έχω την γλώσσαν. Είνε
Ταγέρι κακοχώνευτο!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Για λίγο Τσέστερ δίνω
Και το βαρωνικόν αυτό οικόσημόν μου!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Εμένα,
Αν δεν θελήσουν κάτι να δώσουν 'στήν κοιλιά μου,
Διά να το κατεργασθή και το χυλοποιήση,
Ως Αχιλλεύς θαποσυρθώ αμέσως 'στήν σκηνήν μου.
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Αχ ναι! ψωμάκι!
ΚΑΡΜΠΟΝ, πηγαίνων εις την σκηνήν όπου εισήλθεν ο Συρανό.
Συρανό!
ΑΛΛΟΙ
Πεθαίνουμε!
ΚΑΡΜΠΟΝ, πάντοτε με ημίσειαν φωνήν εις την θύραν της σκηνής.
Βοήθεια!
Συ, που τους δίδεις πάντοτε αστείας απαντήσεις,
Έλα να τους φαιδρύνης!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, προς τον πρώτον όστις μασσά κάτι.
Τι μασσάς;
ΠΡΩΤΟΣ
Απ' τα κανόνια
Στουπί που τηγανίζουνε με ξύγκι, όπου βαίνουν
Για των τροχών το άλειμμα. Στο Άρασον τριγύρω
Κυνήγι δεν ευρίσκεται διόλου!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ, εισερχόμενος.
Απ' το κυνήγι
Έρχομ' εγώ!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ, ωσαύτως.
Εψάρεψα 'στό Σκάρπα!
ΟΛΟΙ, εγείρονται και ορμούν επί των δύο νεωστί αφιχθέντων.
Τι; — Τι πράγμα
Μας φέρετε; — Φασιανό; — Κυπρίνο; — Δείξατέ μας
Ογρήγωρα, ογρήγωρα!
Ο ΨΑΡΑΣ
Μία γόπα!
Ο ΚΥΝΗΓΟΣ
Ένα σπουργίτη!
ΟΛΟΙ, εκτός εαυτών.
Ας επαναστατήσωμεν! — Δεν ειμπορούμεν πλέον!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Βοήθεια, Συρανό!
(Είνε πλέον ημέρα).
Οι ίδιοι, ΣΥΡΑΝΟ
ΣΥΡΑΝΟ, εξέρχεται της σκηνής του, ήσυχος, με μίαν γραφίδα
εις το ους του, και έν βιβλίον εις την χείρα του.
Πώς;
(Σιγή. Εις τον πρώτον επίλεκτον).
Συ, γιατί το πόδι σέρνεις;
ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Κάτι 'στής φτέρνες μενοχλεί! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Τι πράγμα:
ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Το στομάχι!
ΣΥΡΑΝΟ
Κεγώ το ίδιο, διάβολε!
ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Και σενοχλεί;
ΣΥΡΑΝΟ
Διόλου,
Με κάνει πειο 'ψηλό.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Μακρυά έχω τα δόντια!
ΣΥΡΑΝΟ
Τότε
Θε να δαγκώνεις πειο βαθειά.
ΤΡΙΤΟΣ
Μέσ' στη κοιλιά μου παίζει
Ταμπούρλο!
ΣΥΡΑΝΟ
Για την έφοδο.
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Μούρχεται να χορέψω!
ΣΥΡΑΝΟ
Ψέμματα: γιατί νηστικό αρκούδι δεν χορεύει!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Αχ! με το λάδι νάτρωγα κάτι!
ΣΥΡΑΝΟ, λαμβάνων την περικεφαλαίαν, και δίδων αυτήν εις τας
χείρας του!
Κάμε σαλάτα!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Σαν τι μπορούσε νάτρωγε κανείς;
ΣΥΡΑΝΟ, ρίπτων εις αυτόν το βιβλίον, που έχει εις χείρας
του.
Την Ιλιάδα!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Εις το Παρίσι ο υπουργός τα γεύματά του κάμει
Τα τέσσερα!
ΣΥΡΑΝΟ
Μια πέρδικα έπρεπε να σου στείλη!
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ, υψών τους ώμους.
Πάντοτε πνεύμα, και σπαθιά!
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι, και σπαθιά και πνεύμα!
Και μίαν νύκτα θάθελα να πέσω ναποθάνω,
Κάτω από ρόδινο ουρανό, με μίαν ευφυίαν
Για μια καλήν υπόθεσιν! — Ω! πληγωμένος θέλω
Από το ευγενέστερο των όπλων που υπάρχει,
Κιαπό εχθρόν αντάξιον, στης δόξης τον λειμώνα,
Μακρυά από κλίνη πυρετού, με μια σπαθιά 'στό στήθος
Να πέσω, και 'στά χείλη μου με μίαν ευφυίαν!
ΚΡΑΥΓΗ ΟΛΩΝ
Πεινώ!
ΣΥΡΑΝΟ, σταυρώνων τους βραχίονας.
Μα πάντα 'στό φαγί θα είν' ο νους σας; Έλα,
Συ, Βερτρανδού το πίφερο, παληέ βοσκέ, κοντά μας!
Τράβα το ένα πίφερο απ' τη διπλή τη θήκη,
Και παίξε 'στό σωρόν αυτό των φοβερών φαγάδων
Ήχους του τόπου μας παληούς, με το γλυκό ρυθμό τους,
Που μέσα κρύβουνε φωνές αγάπης μαγεμμένες,
Αυτούς τους ήχους που αργά σαν τον καπνό πετούνε,
Που το χωριό το πατρικό από της στέγες βγάζει,
Ήχους, που μοιάζει η μουσική την μητρική μας γλώσσα! . .
(Ο γέρων κάθεται και προετοιμάζει τον οξύαυλόν του).
Για μια στιγμή ο μάχιμος ας θυμηθή αυλός σου,
Που θλίβεται την σήμερον, εν ώ τα δάκτυλά σου
'Σάν να χορεύουν φαίνονται εις τον σωλήνα 'πάνω,
Πως πριν να γίνη από έβενον ήτον από καλάμι.
Ας τον 'ξαφνίση τάσμα του, και ας αναγνωρίση
Μέσ' στο τραγούδι την ψυχήν της φιλειρηνικής του
Κιαγροτικής νεότητος! . .
(Ο γέρων ανέρχεται παίζων ήχους της Λαγκεδόκης).
Ακούσετε, Γασκόνοι! . .
Δεν είνε πεια το πίφερο τοξύ του στρατοπέδου,
Είνε του δάσους ο αυλός κάτω απ' τα δάκτυλά του.
Δεν είνε πεια στά 'χείλη του της μάχης η σφυρίχτρα,
Είνε η σιγαλή κιαργή φλογέρα των βοσκών μας! . .
Ακούστε! Είν' η λαγκαδιά, η ερημιά, το δάσος,
Είν' ο βοσκός ο μελαψός, που κόκκινο 'χει σκούφο.
Είν' η γλυκάδα η πράσινη το βράδυ 'στή Δορδόνη,
Γασκόνοι, ακούστε: είνε εδώ η μάνα μας Γασκόνη!
(Όλων αι κεφαλαί κύπτουν, οι οφθαλμοί ρεμβάζουν — δάκρυα λαθραίως
απομάσσονται διά της περιχειρίδος ή του άκρου ενός μανδύου).
ΚΑΡΜΠΟΝ προς τον Συρανό χαμηλοφώνως.
Μα συ τους φέρνεις δάκρυα!
ΣΥΡΑΝΟ
Της νοσταλγίας! . . Είνε
Αρρώστια ευγενέστερη αυτή από την πείνα! . .
Δεν είνε φυσική αυτή, αλλ' ηθική! Και είνε
Για μένα προτιμότερο, που άλλαξαν τον πόνο,
Διότι τώρα σφίγγεται μονάχα η καρδιά των!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Απ' την πολλή συγκίνησι θα τους εξασθενήσης!
ΣΥΡΑΝΟ, όστις ένευσεν εις τον τυμπανιστήν να πλησιάση.
Ήσυχος μείνε! Οι ήρωες που κρύβουνε 'στό αίμα
Ογρήγωρα ξυπνούν! Αρκεί . . .
(Κάμνει χειρονομίαν. Το τύμπανο κρούεται)
ΟΛΟΙ, εγειρόμενοι και ορμώντες εις τα όπλα των.
Τι τρέχει; . . Τι συμβαίνει; . . .
ΣΥΡΑΝΟ, μειδιών.
Βλέπεις, αρκεί μία φορά το τύμπανο να παίξη,
Και 'γειά σας όνειρα, καϋμοί, αγάπες, επαρχία . . .
Ό,τι τους έφερε ο αυλός, το τύμπανο τα βγάζει!
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, παρατηρών εις το βάθος.
Α! Α! Ιδού ο κύριός μας έρχεται δε Γκύσης!
ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ, ψιθυρίζοντες.
Χου . . . Χου . . .
ΣΥΡΑΝΟ, μειδιών.
Τι κολακευτικός ψίθυρος!
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Μας σκοτίζει!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Με της νταντέλες του πλατειού κολλάρου του που βάζει
Πάνω 'στήν πανοπλία του, έρχεται να μας κάνη
Τον υπερήφανο!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Ωσάν 'στό σίδερο επάνω
Να βάζουνε τ' ασπρόρρουχα!
Ο ΠΡΩΤΟΣ
Είνε καλά 'σάν έχη
Σπυρί κανένας 'στό λαιμό!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Είς αυλικός ακόμα!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Ο ανεψιός του θείου του!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Μάνε κιαυτός Γασκόνος!
Ο ΠΡΩΤΟΣ
Κίβδηλος! . . Μη πιστεύετε σαυτόν! Γιατ' οι Γασκόνοι
Πρέπει να ήνε όλοι των τρελλοί. Και δεν υπάρχει
Κίνδυνος μεγαλείτερος 'στόν κόσμο από Γασκόνον
Φρόνιμον.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Είνε κίτρινος!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Πεινά! . . ωσάν επαίτης!
Αλλ' επειδή χρυσά κουμπιά φορεί 'στό θώρακά του
Ο πόνος του στομάχου του αστράφτει μέσ' 'στόν ήλιο
ΣΥΡΑΝΟ, ζωηρώς.
Κ' εμείς ας μη φαινώμεθα πως πάσχομεν! Της πίπες,
Τους κύβους σας και τα χαρτιά πάρτε! . .
(Όλοι ταχέως αρχίζουν να παίζουν επάνω εις τα τύμπανα, εις τα
σκαμνιά και κατά γης, και επί των μανδυών των και ανάπτουν τας
μακράς πίπας των)
Κεγώ μονάχος
Διαβάζω τον Καρτέσιον.
(Περιπατεί επάνω και κάτω αναγινώσκων μικρόν βιβλίον το οποίον
έσυρεν εκ του θυλακίου του. Εικών. Ο δε Γκύσης εισέρχεται. Όλοι
απερροφημένοι, κευχαριστημένοι).
Οι ίδιοι, ο ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, εις τον Καρμπόν.
Α! — Καλή μέρα!
(Παρατηρεί ο είς τον άλλον. Κατ' ιδίαν ευχαριστημένος).
Είνε
Πράσινος.
ΚΑΡΜΠΟΝ ωσαύτως.
Δεν του μένουνε παρά τα μάτια μόνον.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, παρατηρών τους Γασκόνους.
Να, η κακές η κεφαλές! . . Ναι, κύριοι, μανθάνω
Από παντού, πως από σας πολλοί με περιπαίζουν
Και ευγενείς επίλεκτοι, οι αρχοντοχωριάτες,
Βαρώνοι περιγουρδινοί, περιφρονήσεις μόνον
Για τον συνταγματάρχην των δεικνύουν. Ραδιούργον
Με λέγουν κι' αυλοκόλακα, και τους κτυπά 'στά νεύρα
Πως εις τον θώρακα φορώ της Γένοβας κολλάρο, —
Και την οργήν των δείχνουνε πολλάκις μεταξύ των,
Ότι μπορεί νάνε κανείς Γασκόνος, και δεν είνε
Ζητιάνος!
(Σιωπή. Παίζουν. Καπνίζουν).
Πρέπει άρα γε διά του λοχαγού σας
Να τιμωρήσω όλους σας; Δεν θέλω.
ΚΑΡΜΠΟΝ
Άλλως τε είμαι
ελεύθερος κεγώ ποινή καμμιά δεν επιβάλλω . . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Α!
ΚΑΡΜΠΟΝ
'Πλήρωσα τον λόχον μου, και είνε ιδικός μου.
Και μόνον εις διαταγάς πολέμου υπακούω.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Α! . . μα την πίστιν μου! Αρκεί.
(Αποτεινόμενος εις τους επιλέκτους).
Το θράσος το δικό σας
Δύναμαι να περιφρονώ. Τον τρόπο μου γνωρίζουν
Πως πέφτω μέσα 'στή φωτιά. Εχθές εις την Βαπώμην
Με τι ανδρείαν είδατε, να οπισθοχωρήση
Έκαμα εγώ τον κόμητα δε Μπυκουά. Επάνω
Εις τους δικούς του έφερα ως χιονοστιβάδα
Τους ιδικούς μου τρεις φοράς.
ΣΥΡΑΝΟ, χωρίς να εγείρη την μύτην του από το βιβλίον.
Κη άσπρη σας ταινία;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, έκπληκτος κευχαριστημένος
Την λεπτομέρειαν αυτήν γνωρίζετε; . . Τωόντι
Συνέβη, εν ώ έστρεφα τον ίππον μου τριγύρω,
Τους άνδρας μου 'στήν έφοδον την τρίτην για να φέρω,
Μια των φυγάδων κίνησις 'στά πόδια των εχθρών μου
Μεπέταξε. Εκινδύνευσα να με συλλάβουν τότε
Και να με τουφεκίσουνε, όταν την ευφυίαν
Είχα να λύσω παρευθύς και κατά γης ν' αφήσω
Να κυλισθή η ταινία μου, πούλεγε τον βαθμόν μου·
Εις τρόπον ώστ' 'μπόρεσα, χωρίς να προσελκύσω
Την προσοχήν, τους Ισπανούς ναφήσω και να έλθω
Και πάλιν εναντίον των, ενισχυμένον φέρων
Το σώμα μου ολόκληρον, και τους κτυπήσω πάλιν.
— Λοιπόν για το κατόρθωμα, τι λέγετε, αυτό μου;
(Οι επίλεκτοι δεν φαίνονται ακούοντες, αλλά τα παιγνιόχαρτα και
τα δοχεία των κύβων μένουν εις τον αέρα, ο καπνός μένει εις το
στόμα. Περιμένουν).
ΣΥΡΑΝΟ
Πως ο Ερρίκος τέταρτος δεν ήθελε ποτέ του,
Κ' αν τον εσύντριβε αριθμός πολύς, συγκατανεύσει,
Να βγάλη το λοφίον του το άσπρον.
(Χαρά σιωπηλή. Τα παιγνιόχαρτα ρίχτονται. Οι κύβοι πίπτουν. Ο
καπνός εκφεύγει).
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Αλλ' εν τούτοις,
Το τέχνασμα επέτυχε.
(Η αυτή προσδοκία κρατούσα εκκρεμή τα χαρτιά και τους κύβους).
ΣΥΡΑΝΟ
Μπορεί, μα δεν αρνείται
Και την τιμήν νάνε κανείς σκοποβολή,
(Χαρτιά, κύβοι, καπνός, ρίπτονται, 'πίπτουν, ίπτανται μετ'
αυξούσης χαράς).
Αν ήμουν
Παρών, οπόταν έπεσεν η άσπρη σας ταινία,
— Η τόλμη και των δύο μας εις τούτο διαφέρει —
Θα την εσήκων' απ' τη γη και θα την εφορούσα!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Ακούετε, μια έπαρσις γασκονική ακόμα!
ΣΥΡΑΝΟ
Έπαρσις; . . Φέρτε την εδώ. Προσφέρομαι απόψε
Να τήνε φέρω σταυρωτά 'στήν έφοδον ο πρώτος!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Κη προσφορά γασκονική ακόμα! Η ταινία
Γνωρίζετε πως έμεινεν εις τον εχθρόν, 'του Σκάρπα
Τας όχθας, όπου του εχθρού αι μυδραλιοβόλοι
Την έχουν κάμει κόσκινον, — που δεν μπορεί κανένας
Να πάη τώρα να την 'βρη!
ΣΥΡΑΝΟ, εξάγων εκ του θυλακίου του
την λευκήν ταινίαν και τείνων αυτήν εις αυτόν.
Να την.
(Σιωπή, Οι επίλεκτοι πνίγουν τους γέλωτας των εις τα χαρτία και
εις τα δοχεία των κύβων. Ο δε Γκύσης στρέφεται, τους παρατηρεί·
πάραυτα αναλαμβάνουν την σοβαρότητά των, το παιγνίδι των. Είς εξ
αυτών συρίζει αδιαφόρως τον ορεινόν ήχον του οξυαύλου).
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, λαμβάνων την ταινίαν.
Ευχαριστώ σας.
Με του υφάσματος αυτού το ανοικτό κομμάτι,
Ένα σημείον ειμπορώ να κάμω — που ως τώρα
Εδίσταζα.
(Πηγαίνει εις το πρόχωμα, αναρριχάται επ' αυτού και ταράσσει
πολλάκις την ταινίαν εις τον αέρα).
ΟΛΟΙ
Μπα! Τείν' αυτό;
Ο ΦΡΟΥΡΟΣ, άνω του προχώματος.
Ο άνθρωπος εκείνος
'Κει κάτω φεύγει τρέχοντας! . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, κατερχόμενος πάλιν.
Είν' ισπανός κατάσκοπος πλαστός, που μας παρέχει
Υπηρεσίας ικανάς, αι δε πληροφορίαι
Που μεταδίδει 'στόν εχθρόν, είν' όσαι εγώ του δίδω,
Εις τρόπον ώστ' επιρροήν να έχωμεν 'μπορούμεν
Επί των αποφάσεων αυτών.
ΣΥΡΑΝΟ
Είνε αχρείος!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ δένων νωχελώς την ταινίαν του.
Είν' άνετον. Ελέγαμεν; Α! . . μάθετε ακόμα
Έν γεγονός. Την νύκτ' αυτήν διά να μας σιτίση,
Επινοών έν τέχνασμα μεγάλον ο στρατάρχης,
Προς την Δουρλένην έσπευσεν, όπου του βασιλέως
Ευρίσκονται οι σιτισταί, και διά των σπαρμένων
Αγρών θα ενωθή μαυτούς· αλλά για να γυρίση
Εκείθεν ανενόχλητος, επήρε τόσους άνδρας,
Ώστε βεβαίως ο εχθρός με πάσαν ευκολίαν
Να μας προσβάλλη δύναται, αφού απουσιάζει
Το ήμισυ της στρατιάς από του στρατοπέδου!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Βεβαίως αν οι Ισπανοί εγνώριζαν τα πράγμα,
Θα ήτο σοβαρόν. Αλλά γνωρίζουσιν εκείνοι
Την αναχώρησιν αυτήν;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Την ξεύρουνε και μέλλουν
Να μας προσβάλλουν παρευθύς.
ΚΑΡΜΠΟΝ
Α!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Ο κατάσκοπός μου
Εκείνος ήλθεν ο πλαστός, να μου προαναγγείλη
Την προσβολήν, κεπρόσθεσε: «Μπορώ να καθορίσω
Την θέσιν της εφόδου των· ποιο είνε το σημείον
Που θέλετε η έφοδος των Ισπανών να γίνη;
Θα είπω πως εκ των μερών εκείνο που πειο λίγο
Υπερασπίζεσθε είν' αυτό, και η προσπάθειά των
Θέλει συγκεντρωθή εκεί:». Κεγώ του είπα τότε:
«Έχει καλώς. Εξέλθετε από του στρατοπέδου,
Κι' ακολουθείτε την γραμμήν διά των οφθαλμών σας,
Κιόπου σας σημαδεύσω 'γώ θα είνε αυτό το μέρος!
ΚΑΡΜΠΟΝ, εις τους επιλέκτους.
Ετοιμασθήτε, κύριοι!
(Όλοι εγείρονται, θόρυβος ξιφών και ζωστήρων),
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Θα γίν' εις μίαν ώραν.
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Α! . . Έχομεν τότε καιρόν!
(Όλοι επανακάθηνται. Επαναλαμβάνουν το διακοπέν παιγνίδιον).
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, εις τον Καρμπόν.
Είνε ανάγκη όμως
Τον χρόνον να κερδίσωμεν. Σ' ολίγον ο στρατάρχης
θα επανέλθη.
ΚΑΡΜΠΟΝ
Αλλά πώς κερδίζομεν τον χρόνον;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, εις τον Καρμπόν.
Την καλωσύνην θάχετε να φονευθήτε όλοι.
ΣΥΡΑΝΟ
Α! να την η εκδίκησις!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Δεν θα υποστηρίξω
Πως θα εξέλεγον εσάς και όλους τους δικούς σας
Εάν σας αγαπούσα, αλλά, διότι δεν συγκρίνω
Με την ανδρείαν σας καμμιάν, υπηρετών συγχρόνως
Τον άνακτα, υπηρετώ και το δικό μου μίσος.
ΣΥΡΑΝΟ
Καταδεχθήτε, κύριε, ευγνώμων να σας είμαι.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Γνωρίζω, ένας μεκατόν να μάχεσθε ποθείτε:
Δι' εργασίας έλλειψιν δεν θα παραπονείσθε.
(Αναβαίνει με τον Καρμπόν).
ΣΥΡΑΝΟ
Πρόκειται 'στό οικόσημον, ω φίλοι, της Γασκόνης,
Πέχει γαλόνια έξ χρυσά και κυανά, κέν άλλο
Να προστεθή αιματηρόν, που έλειπεν ως τώρα!
(Ο δε Γκύσης ομιλεί χαμηλοφώνως μετά του Καρμπόν, εις το βάθος.
Δίδονται διαταγαί. Η αντίστασις προετοιμάζεται. Ο Συρανό πηγαίνει
προς τον Χριστιανόν, όστις έμεινεν ακίνητος, με τους βραχίονας
εσταυρωμένους).
ΣΥΡΑΝΟ, θέτων την χείρα του επί των ώμων.
Χριστιανέ;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, κινών την κεφαλήν.
Ροξάνη!
ΣΥΡΑΝΟ
Φευ!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Θα ήθελα να βάλω
Τον υστερνό χαιρετισμό σένα ωραίο γράμμα! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Υπώπτευα πως σήμερα το πράγμα θα τελειώση.
(Σύρει έν γραμμάτιον εκ του εσωκαρδίου του).
Κεκ μέρους σου την χαιρετώ.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Δείξε μου! . .
ΣΥΡΑΝΟ
Θέλεις; . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Θέλω
(Ανοίγει, αναγινώσκει και σταματά).
Μπα!
ΣΥΡΑΝΟ
Τι;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Το στίγμα το μικρόν αυτό; . .
ΣΥΡΑΝΟ, λαμβάνων την επιστολήν ζωηρώς και παρατηρεί με
ύφος αφελές.
Το στίγμα; . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Έν δάκρυ!
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι . . . ο ποιητής τον ρόλον του συγχίζει,
Έχει κιαυτό την χάριν του! . . Το γράμμα τούτο ήτο —
Γεμάτο από συγκίνησιν κεδάκρυσα ο ίδιος
Γράφων αυτό.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Εδάκρυσες;
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι . . . γιατί . . . ναποθάνη
Κανείς δεν είνε τρομερόν . . . αλλά . . . να μην την ίδη
Πάλιν κανείς ποτέ . . . ιδού το φοβερό! . . διότι
Εγώ δεν την . . .
(Ο Χριστιανός τον παρατηρεί).
Εμείς δεν την . . .
(Ζωηρώς).
Εσύ δεν την . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, αποσπών την επιστολήν.
Το γράμμα
Δος μου αυτό!
(Ακούεται θόρυβος μακράν εις το στρατόπεδον).
Η ΦΩΝΗ ΕΝΟΣ ΦΡΟΥΡΟΥ
Στο διάβολο! Τις ει;
(Πυροβολισμοί. Θόρυβος φωνών. Κωδωνίσκοι).
ΚΑΡΜΠΟΝ
Είνε;
Ο ΣΚΟΠΟΣ επί του προχώματος.
Έν αμάξι!
(Ορμούν διά να ίδουν).
ΚΡΑΥΓΑΙ
Τι! μέσα 'στό στρατόπεδον; — Εισέρχεται! Πως φθάνει
Φαίνεται από τον εχθρόν! — Διάβολε! Ρίχτε! — Όχι!
Ο αμαξάς εφώναξε! — Τι; — Φωνάζει: υπηρεσία!
Του Βασιλέως!
(Όλοι ευρίσκονται επί του προχώματος και παρατηρούν έξω. Οι
κωδωνίσκοι πλησιάζουν).
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, εις τα παρασκήνια.
Τείπατε; Του Βασιλέως!
(Κατεβαίνουν όλοι. Τίθενται εις γραμμήν).
ΚΑΡΜΠΟΝ
Όλοι
Βγάλετε τα καπέλλα σας!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Του Βασιλέως! — Όχλε
Ουτιδανέ, εις την γραμμήν διά να ειμπορέση
Να κάμη την καμπύλην του μετά πομπής!
(Η άμαξα εισέρχεται μετά μεγάλου τριποδισμού. Είνε κεκαλυμμένη
από λάσπην και κονιορτόν. Τα παραπετάσματα έχουν αποσυρθή. Δύο
θεράποντες όπισθεν. Σταματά).
ΚΑΡΜΠΟΝ, κραυγάζων.
Κτυπάτε
Τα τύμπανα!
(Τυμπανοκρουσία. Όλοι οι επίλεκτοι αποκαλύπτονται).
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Τανάβαθρον ας κατεβή αμέσως!
(Δύο άνδρες ορμούν. Η θύρα της αμάξης ανοίγεται).
ΡΟΞΑΝΗ, πηδώσα εκ της αμάξης.
Καλήν ημέραν σας!
(Ο ήχος της γυναικείας φωνής κάμει να εγερθή διά μιας όλος αυτός
ο κόσμος, όστις έκλινε βαθέως. Κατάπληξις).
Οι ίδιοι, ΡΟΞΑΝΗ
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Εσείς για την υπηρεσίαν
Του Βασιλέως!
ΡΟΞΑΝΗ
Βέβαια, του μόνου βασιλέως
Του αληθούς, του Έρωτος!
ΣΥΡΑΝΟ
Α! Ύψιστε Θεέ μου!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ορμών.
Συ; Διατί;
ΡΟΞΑΝΗ
Ήτο μακρά αυτή η πολιορκία.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Γιατί; . .
ΡΟΞΑΝΗ
Θα σου ειπώ!
ΣΥΡΑΝΟ, όστις εις τον ήχον της φωνής της έμεινε καρφωμένος,
ακίνητος, χωρίς να τολμά να στρέψη τους οφθαλμούς προς αυτήν.
Θεέ! Να την κυττάξω;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Δεν δύνασθε να μείνετε εδώ!
ΡΟΞΑΝΗ, φαιδρώς.
Ω! ναι, θα μείνω!
Μου δίδετ' ένα τύμπανο;
(Κάθηται επάνω εις ένα τύμπανον).
Ευχαριστώ!
(Γελά).
Επάνω
Σταμάξι μου ετουφέκισε . . .
(Υπερηφάνως).
Περίπολος! Ομοιάζει
Πως έχει κατασκευασθή από 'να κολοκύθι.
Ψέμματα; Όπως βλέπουμε μέσα 'στό παραμύθι,
Και οι θεράποντες από ποντίκια.
(Στέλλουσα ένα φίλημα εις τον Χριστιανόν).
Καλημέρα!
(Παρατηρούσα όλους).
Δεν φαίνεσθε φαιδροί! — Μακράν, γνωρίζετε, πως είνε
Το Άρασον!
(Παρατηρούσα τον Συρανό).
Εξάδελφε, χαίρω πολύ!
ΣΥΡΑΝΟ, προχωρών.
Μα, πες μου
Πώς; . .
ΡΟΞΑΝΗ
Πώς ευρήκα τον στρατόν; ω φίλε μου, Θεέ μου,
Απλούστατον: εβάδισα ως που την χώραν είδα
Κατεστραμμένην. Αχ! αυτήν την φρίκην να την ίδω,
Για να πιστεύσω, έπρεπε! Α! κύριοι μου, αν είνε
Αυτή του Βασιλέως σας υπηρεσία, τότε
Την ιδικήν μου προτιμώ καλλίτερα.
ΣΥΡΑΝΟ
Τι τρέλλα!
Πώς διάβολο επέρασες;
ΡΟΞΑΝΗ
Πώς; Αλλά διά μέσου
Των Ισπανών!
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Τι πονηραίς που σούνε!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Τας γραμμάς των
Πώς τας 'περάσατε;
ΛΕΜΠΡΕΤ
Αυτό θα είχε δυσκολίας
Πολλάς! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι πάρα πολλάς. Απλούστατα διήλθον
Ταχέως με ταμάξι μου. Αν ιδαλγός κανένας
Έδειχνε την αγέρωχον μορφήν του, το πειο ωραίο
Χαμόγελο του έδειχνα 'στά χείλη μου αμέσως.
Και επειδή αυτοί — ας μη κακοφανή των Γάλλων —
Είνε ιπποτικώτεροι του κόσμου ευπατρίδαι,
Επέρασα!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Ναι, βέβαια, το χαμογέλοιο τούτο
Είνε διαβατήριον! Αλλ' όμως θα σας είπαν
Πολλάκις, πού πηγαίνετε, κυρία;
ΡΟΞΑΝΗ
Ναι, πολλάκις.
Και τους απήντων: «Να ιδώ τον εραστήν μου». Τότε
Κι' ο πλέον άγριος Ισπανός, την θύραν της αμάξης
Έκλεινε πάλιν σοβαρώς και με χειρονομίαν
Που θα φθονούσε ο βασιληάς, σηκώνων το τουφέκι
Πούχε στραμμένο 'πάνω μου, γεμάτος από χάριν
Συγχρόνως και απάθειαν, με το καπέλλο πάνω
Για νανεμίζη το φτερό, μου έλεγε με μίαν
Υπόκλισιν: «Περάσατε, σενιόρα!»
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μα, Ροξάνη . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Έλεγα: εραστήν μου, ναι . . . συγχώρησέ με, φίλε,
Αλλ' εννοείς, αν έλεγα: τον σύζυγόν μου, τότε
Κανένας δεν θα μάφινε να διαβώ . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μα . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Τι έχεις;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Οφείλετε να φύγετε!
ΡΟΞΑΝΗ
Εγώ;
ΣΥΡΑΝΟ
Πολύ ταχέως!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ναι, πρέπει!
ΡΟΞΑΝΗ
Μα, γιατί . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, στενοχωρούμενος.
Γιατί . . . εντός ολίγου . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ωσαύτως.
Εις τρία
Τέταρτα . . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, ωσαύτως.
. . . είτε τέσσαρα! . .
ΚΑΡΜΠΟΝ, ωσαύτως.
Καλλίτερον θα ήτο . . .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Γιατ' ίσως ημπορούσατε . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Μένω. Θα πολεμήστε.
ΟΛΟΙ
Ω! όχι!
ΡΟΞΑΝΗ
Είνε άνδρας μου!
(Ρίπτεται εις τους βραχίονας του Χριστιανού).
Μαζύ σου ας με φονεύσουν!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αλλά τι μάτια είν' αυτά;
ΡΟΞΑΝΗ
Θα σου ειπώ τον λόγον.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, άπελπις,
Η θέσις είνε τρομερά!
ΡΟΞΑΝΗ, στρεφομένη.
Πώς; Τρομερά!
ΣΥΡΑΝΟ
Εκείνος
Επίτηδες μας έβαλε 'σαυτήν!
ΡΟΞΑΝΗ, εις τον δε Γκύσην.
Α! λοιπόν χήραν
Με 'θέλατε;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Σορκίζομαι! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι! παράφρων τώρα
Είμαι! . . Και δεν θα φύγω πεια! . . Άλλως τε τούτο είνε
Διασκεδαστικόν πολύ.
ΣΥΡΑΝΟ
Πώς; Η κομψευομένη
Ήτο λοιπόν μια ηρωίς;
ΡΟΞΑΝΗ
Κύριε Μπερζεράκ.
Είμ' εξαδέλφη σας!
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Καλώς θα σ' υπερασπισθώμεν!
ΡΟΞΑΝΗ, θερμαινομένη επί μάλλον και μάλλον.
Ω! Το πιστεύω, φίλοι μου!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ, μετά μέθης.
Με ίριδα ευωδιάζει
Όλον μας το στρατόπεδον!
ΡΟΞΑΝΗ
Και ακριβώς καπέλλο
Διά την μάχην έβαλα . . .
(Παρατηρούσα τον δε Γκύσην).
Αλλά καιρός ο κόμης
Ίσως ναπέλθη. Πιθανόν ναρχίσουν.
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Τούτο είνε
Πάρα πολύ! Επίσκεψιν θα κάμω στα κανόνια
Και θα γυρίσω. Έχετε καιρόν ακόμη, ιδέαν
Να μεταβάλετε.
ΡΟΞΑΝΗ
Ποτέ!
(Ο δε Γκύσης εξέρχεται).
Οι ίδιοι, εκτός του ΔΕ ΓΚΥΣΗ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ικετεύων.
Ροξάνη! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι!
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, εις τους άλλους.
Μένει!
ΟΛΟΙ, ορμώντες, συνωστιζόμενοι, ωθούμενοι.
Χτένι! — Σαπούνι! — Ετρύπησε το ρούχο μου! Βελόνη
Δότε μου! — Τον καθρέφτη σου! — Μια ταινία δος μου! —
Του μουστακιού το σίδερο! — Ένα ξυράφι!
ΡΟΞΑΝΗ, εις τον Συρανό, όστις την ικετεύει.
Όχι!
Από την θέσι μου αυτήν δεν με κινεί κανένας!
ΚΑΡΜΠΟΝ, αφού, ως οι άλλοι, εξεσκονίσθη, εξεσκόνισε τον πίλον
του, ανώρθωσε το πτερόν του, και έσυρε τας περιχειρίδας του,
προχωρεί προς την Ροξάνην και επισήμως:
Θα ήρμοζε, κυρία μου, να σας παρουσιάσω,
Αφού είν' έτσι, μερικούς εκ των κυρίων τούτων,
Που την τιμήν θα λάβωσιν υπό τα βλέμματά σας
Να φονευθούν.
(Η Ροξάνη υποκλίνεται, και παραμένει, ορθία επί του βραχίονος του
Χριστιανού. Ο Καρμπόν παρουσιάζει).
Δε Περεσκού δε Κολινιάκ, βαρώνος.
Ο ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, χαιρετίζων.
Κυρία μου! . .
ΚΑΡΜΠΟΝ, εξακολουθών.
Δε Καστεράκ δε Καϋζάκ, βαρώνος —
Δε Μάλγουρ Εστρεσσάκ Λεσμπά δ' Εσκαραμπιό, Βιδάμης —
Ιππότης δ' Αντινιάκ — Ζυζέ. — Ο δε Χιλλό, Βαρώνος
Δε Σαλεσάν Βλανιάκ Καστέλ Κραμπιούλ . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Αλλά καθείς σας
Πόσα ονόματα έχετε;
ΒΑΡΩΝΟΣ ΧΙΛΛΟ
Πλήθος! . .
ΚΑΡΜΠΟΝ
Το χέρι ανοίξτε
Που το μανδύλι σας κρατεί.
ΡΟΞΑΝΗ, ανοίγει την χείρα, και πίπτει το μανδύλιόν της . .
Γιατί;
(Όλος ο λόχος κάμει κίνημα, όπως ορμήση και το λάβη).
ΚΑΡΜΠΟΝ, λαμβάνων αυτό ζωηρώς.
Χωρίς σημαίαν
Ήταν ο λόχος μου! Αλλά ορκίζομαι πως θάνε
Η πλέον ωραιότερη του στρατοπέδου όλου,
Που θανεμίζη επάνω μας!
ΡΟΞΑΝΗ, μειδιώσα.
Είνε μικρόν ολίγον.
ΚΑΡΜΠΟΝ, δένων το μανδύλιον εις την κορυφήν της λόγχης του.
Μάχει νταντέλες γύρω του!
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, εις τους άλλους.
Χωρίς καμμίαν θλίψιν
Θαπέθνησκον, αφού αυτό το αγγελούδι βλέπω,
Ένα καρύδι μοναχό αν είχα 'στήν κοιλιά μου! . .
ΚΑΡΜΠΟΝ, όστις τον ήκουσε αγανακτών.
Ντροπή! να λες για φαγητόν, όταν μία γυναίκα
Επέραστος . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Πλην ζωηρόν του στρατοπέδου είνε
Ταγέρι και μου άνοιξεν η όρεξις: παστίτσα
Κρύα, ζεστά, κρασιά λεπτά: — να, ο κατάλογός μου!
Θέλετε να μου φέρετε αυτά;
(Κατάπληξις).
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Αλλά, Θεέ μου,
Πού να τα βρούμε όλ' αυτά;
ΡΟΞΑΝΗ, ησύχως.
Στο ιδικό μου αμάξι.
ΟΛΟΙ
Μπα! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Όμως πρέπει να κοπούν, να ξεκοκκαλιασθούνε!
Κύριοι, δέτε πειο κοντά λοιπόν τον αμαξά μου,
Κέν άνθρωπον πολύτιμον θαναγνωρίστε. Κάθε
Σάλτσα θα ξαναζεσταθή ευθύς, αν αγαπάτε!
ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ, ορμώντες εις την άμαξαν.
Ο Ραγκενώ!
(Επευφημίαι).
Ω! Ω!
ΡΟΞΑΝΗ
Πτωχά παιδιά!
ΣΥΡΑΝΟ, ασπαζόμενος την χείρα της.
Καλή νεράιδα!
ΡΑΓΚΕΝΩ, όρθιος επί της έδρας του ως αγύρτης εν δημοσία
πλατεία.
Κύριοι! . .
(Ενθουσιασμός)
ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ
Ζήτω! Ζήτω του του Ραγκενώ!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Δεν είδαν
Οι Ισπανοί, σαν πέρναγαν τα κάλλη της, το γεύμα!
(Χειροκροτήματα).
ΣΥΡΑΝΟ, σιγά εις τον Χριστιανόν.
Χουμ! Χουμ! Χριστιανέ!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Απ' την πολλή γ α λ α ν τ ε ρ ί α
Τοσούτον αφηρέθησαν, ώστε δεν είδαν διόλου . . .
(Εξάγει εκ του εδωλίου του έν φαγητόν το οποίον εγείρει).
Τ η γ α λ α ν τ ί ν α! . .
(Χειροκροτήματα. Η γαλαντίνα διέρχεται από χείρας εις χείρας).
ΣΥΡΑΝΟ, σιγά εις τον Χριστιανόν.
Παρακαλώ, μονάχα μία λέξι! . .
ΡΑΓΚΕΝΩ
Κη Αφροδίτη εμάγευσε τους οφθαλμούς των τόσον,
Ώστε κρυφά η Άρτεμις περνά . . .
(Σείων ένα μηρόν).
Ένα ζαρκάδι!
(Ενθουσιασμός. Ο μηρός ανηρπάγη υπό είκοσι χειρών τεταμένων).
ΣΥΡΑΝΟ, χαμηλοφώνως εις τον Χριστιανόν.
Να σου μιλήσω ήθελα!
ΡΟΞΑΝΗ, εις τους επιλέκτους, οίτινες κατέρχονται με τους
βραχίονας, φορτωμένους με τρόφιμα.
Στην γην αυτό αφήστε!
(Θέτει το τραπεζομάνδυλον επί της χλόης, βοηθουμένη υπό δύο
θεραπόντων αταράχων, οίτινες ήσαν όπισθεν της αμάξης).
ΡΟΞΑΝΗ, εις τον Χριστιανόν, καθ' ην στιγμήν ο Συρανό έμελλε
να τον σύρη κατά μέρος.
Γίνου ωφέλιμος και συ!
(Ο Χριστιανός έρχεται να την βοηθήση. Κίνημα ανησυχίας του
Συρανού).
ΡΑΓΚΕΝΩ
Παγώνι με της τρούφες!
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, υπερχαρής, κατερχόμενος αφού έκοψε μίαν
πλατείαν φέταν χοιρομηρίου.
Διάβολε, δεν θα παίξουμε 'στό τέλος την ζωή μας
Με δίχως περιδρόμιασμα . . .
(Βλέπων την Ροξάνην, διορθούται).
Συγγνώμην! φαγοπότι!
ΡΑΓΚΕΝΩ, πετών τα προσκεφάλαια της αμάξης.
Γεμάτα τα προσκέφαλα με συκαλίδες είνε!
(Θόρυβος. Σχίζουν τα προσκεφάλαια. Γέλωτες. Χαρά).
ΤΡΙΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Θαύμα Θαυμάτων!
ΡΑΓΚΕΝΩ, πετών φιάλας οίνου ερυθρού.
Πάρτε μποτίλιες με ρουμπίνια! . .
(Οίνου λευκού).
Μποτίλιες με τοπάζια!
ΡΟΞΑΝΗ. ρίπτουσα έν τραπεζομάνδυλον
κατά πρόσωπον του Συρανό.
Ε! χοπ! κινήσου λίγο
Και το τραπεζομάνδυλο αυτό ξεδίπλωσέ το! . .
ΡΑΓΚΕΝΩ, σείων ένα φανόν, τον οποίον απέσπασε.
Κάθε φανάρι είνε μικρά φαγητοθήκη!
ΣΥΡΑΝΟ, σιγά εις τον Χριστιανόν, ενώ
θέτουν το τραπεζομάνδυλον μαζύ.
Πρέπει
Πριν της μιλήσης να σου πω!
ΡΑΓΚΕΝΩ, επί μάλλον και μάλλον λυρικός.
Της Άρλης σαλτσισότο
Της μάστιγός μου είν' η λαβή!
ΡΟΞΑΝΗ
Αφού επιθυμούνε
Να μας φονεύσουν, διάβολε, λοιπόν περιφρονούμεν
Το άλλο στράτευμα κεμείς! — Το παν για τους Γασκάνους!
Κιάν έλθη ο δε Γκύσης μη τον προσκαλή κανένας!
(Πηγαίνει από του ενός εις τον άλλον)
Έχετε όλον τον καιρόν! — Μη τρώγετε με βία! —
Πίνετε λίγο! — Διατί δακρύζετε;
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Αχ! είνε
Πάρα πολύ καλόν! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Σιωπή! — θέλετε άσπρο ή μαύρο;
Ψωμί διά τον κύριον Καρμπόν! — Ένα μαχαίρι! —
Το πιάτο σας! — Λίγο ψωμί ακόμη; — Μια σαμπάνια;
Μία φτερούγα θέλετε ακόμη; —
ΣΥΡΑΝΟ, όστις την ακολουθεί φορτωμένος υπό φαγητών, βοηθών
αυτήν εις το να προσφέρη.
Την λατρεύω!
ΡΟΞΑΝΗ, πηγαίνουσα προς τον Χριστιανόν.
Συ;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Τίποτε.
ΡΟΞΑΝΗ
Αδύνατον! Αυτό το παξιμάδι
Μέσ' σε μοσχάτο! . . μοναχά δυο δάκτυλα!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, δοκιμάζων να την σταματήση.
Ω! πες μου
Γιατ' ήλθες;
ΡΟΞΑΝΗ
Εις τους δυστυχείς αυτούς τον εαυτόν μου
Οφείλω . . . Σουτ! Πειό έπειτα . . .
ΛΕΜΠΡΕΤ, όστις είχεν ανέλθει εις το βάθος διά να προσφέρη,
εις το άκρον μιας λόγχης ένα άρτον εις τον σκοπόν του προχώματος.
Έρχεται ο δε Γκύσης!
ΣΥΡΑΝΟ
Κρύψετε πιάτα γρήγωρα, μποτίλιες και καλάθια!
Χοπ! Τίποτ' ας μη δείξουμε! . .
(Εις τον Ραγκενώ)
Εσύ 'στό κάθισμά σου
Ανέβα μένα πήδημα! — Τα κρύψατε; . .
(Εν ριπή οφθαλμού το παν ετέθη υπό τας σκηνάς ή εκρύβη υπό τα
ενδύματα, υπό τους μανδύας, εις τους πίλους. Ο δε Γκύσης
εισέρχεται ζωηρώς, — και σταματά, αίφνης, οσφραινόμενος. — Σιγή).
Οι ίδιοι, ο ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Ωραία
Μυρίζει.
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, άδων με ύφος αφελές.
Τρα λα λα! . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, παρατηρών αυτόν.
Εσείς, τι έχετε; . . Την όψιν,
Έχετε κατακόκκινη! . .
Ο ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Εγώ; . . Είνε το αίμα.
Κινείται για τον πόλεμο!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ
Πουμ . . . πουμ . . . πουμ . . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, στρεφόμενος.
Τείνε τούτο;
Ο ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, ελαφρώς μεθυσμένος.
Ένα τραγούδι. Τίποτε! Ένα μικρό . . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Παιδί μου,
Βλέπω, είσ' εύθυμος!
Ο ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Γιατί ο κίνδυνος ζυγώνει!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, καλών τον Καρμπόν διά να τω δώση διαταγήν.
Επεθύμουν
Κύριε λοχαγέ, να . . .
(Σταματά βλέπων αυτόν).
Πώς! Και σεις ωραίαν όψιν!
ΚΑΡΜΠΟΝ, αμηχανών, και κρύπτων μίαν φιάλην όπισθεν των νώτων
του μετά χειρονομίας υπεκφυγής.
Ω!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Μέχει μείνει μοναχά ένα κανόνι τώρα,
Που είπα να το φέρουνε . . .
(Δεικνύει έν μέρος εις τα παρασκήνια).
Εκεί μέσ' τη γωνία,
Κοι άνδρες σας Θα δυνηθούν να κάμουν χρήσιν τούτου,
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, ακκιζόμενος.
Χαριτωμένη πρόνοια!
ΕΙΣ ΑΛΛΟΣ, μειδιών αυτώ επιχαρίτως.
Μέριμνα γλυκυτάτη!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Μπα! Μήπως ετρελλάθησαν! —
(Ξηρώς).
Μη έχοντες την έξιν
Του κανονιού, προσέχετε μην οπισθοδρομήση.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Α! πφτ!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, πηγαίνων προς αυτόν μανιώδης.
Αλλά εσείς! . .
Ο ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Ποτέ κανόνι των Γασκόνων
Δεν οπισθοδρομεί!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, λαμβάνων αυτόν από του βραχίονος και σείων αυτόν.
Αλλά σεις είσθε μεθυσμένος! . .
Από τι πράγμα; . .
Ο ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, υπερήφανος.
Απ' την οσμή του μπαρουτιού!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, υψών τους ώμους, τον απωθεί και πηγαίνει ζωηρώς
προς την Ροξάνην.
Κυρία,
Ποίαν λοιπόν απόφασιν ελάβατε;
ΡΟΞΑΝΗ
Θα μείνω!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Φύγετε!
ΡΟΞΑΝΗ
Όχι!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Αι! αφού το πράγμα έχει ούτως,
Ένα τουφέκι δότε μου!
ΡΟΞΑΝΗ
Πώς;
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Κεγώ μένω.
ΣΥΡΑΝΟ
Τέλος!
Ιδού ανδρεία αληθινή, κύριε!
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Μήπως είσθε
Μ' όλες της νταντέλες σας Γασκόνος;
ΡΟΞΑΝΗ
Τι! . .
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Γυναίκα
Εις κίνδυνον δεν ειμπορώ ναφήσω.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, εις τον πρώτον.
Δεν νομίζεις,
Πώς ειμπορούμεν κεις αυτόν να δώσωμεν να φάγη;
(Όλα τα τρόφιμα αναφαίνονται πάλιν ως διά μαγείας).
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, του οποίου οι οφθαλμοί αστράπτουν.
Τροφάς;
ΕΙΣ ΤΡΙΤΟΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Απ' όλες της μεριές φυτρώνουν!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, κυριεύων εαυτόν, μεθ' υπερηφανείας.
Μη θαρρείτε,
Πως από ταποφάγια σας θα φάγω 'γώ;
ΣΥΡΑΝΟ, χαιρετίζων.
Προόδους
Εκάματε!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ
Θα κτυπηθώ νήστης!
ΚΑΡΜΠΟΝ, όστις είχεν από τίνος εξαφανισθή όπισθεν του
προχώματος, αναφαίνεται επί της κορυφής.
Τους λογχοφόρους
Εις την γραμμήν τους έβαλα. Είν' αποφασισμένοι!
(Δεικνύει μίαν γραμμήν λογχών, ήτις υπερβαίνει την κορυφήν).
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, προς την Ροξάνην υποκλινόμενος.
Για την επιθεώρησιν αυτών επιθυμείτε
Την χείρα μου να λάβετε;
(Αύτη την λαμβάνει, ανέρχονται προς το πρόχωμα. Όλοι
αποκαλύπτονται και τους ακολουθούν).
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, πηγαίνει προς τον Συρανό ζωηρώς.
Ογρήγορα ομίλει!
(Καθ' ην στιγμήν η Ροξάνη φαίνεται επί της κορυφής, αι λόγχαι
εξαφανίζονται, χαμηλώνουσαι διά τον χαιρετισμόν, μία κραυγή
εγείρεται: αύτη υποκλίνεται).
ΟΙ ΛΟΓΧΟΦΟΡΟΙ, έξωθεν.
Ζήτω!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Το μυστικό αυτό ποιο ήτο;
ΣΥΡΑΝΟ
Αν η Ροξάνη . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Λοιπόν;
ΣΥΡΑΝΟ
Περί επιστολών σου έλεγε; . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ναι, ξεύρω . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Μη κάνης πως εκπλήττεσαι . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Γιατί;
ΣΥΡΑΝΟ
Πρέπει να μάθης . . .
Θεέ μου, είν' απλούστατον και το θυμάμαι τώρα
Όπου την βλέπω. Της . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Λοιπόν λέγε!
ΣΥΡΑΝΟ
Της . . . έχεις γράψει
Συχνότερα όσον θαρρείς
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μπα!
ΣΥΡΑΝΟ
Μη θαυμάζης! Είχα
Την εντολήν την φλόγα σου να της διερμηνεύω!
Έγραφα κάποτε χωρίς να σου το 'πώ: της γράφω!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Α!
ΣΥΡΑΝΟ
Είν' απλούστατον!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αλλά πώς κατορθώνεις, ώστε
Μεθ' όλον τον αποκλεισμόν να μη σε . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ω . . . πριν φέξη
Μπορούσα να περνώ . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, σταυρώνων τους βραχίονας.
Κιαυτό είνε απλούν ακόμα;
Και πόσες έγραψες φορές την εβδομάδα; . . . Δύο; —
Τρεις; Τέσσερες; —
ΣΥΡΑΝΟ
Ω πειο πολλές φορές.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Κάθε ημέραν;
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι κάθε ημέρα . . . δυο φορές.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, βιαίως
Και τούτο σεμεθούσεν,
Κήτο τοιαύτ' η μέθη σου που ακόμη αψηφούσες
Τον θάνατον; . .
ΣΥΡΑΝΟ, βλέπων την Ροξάνην επανερχομένην.
Σιώπησε! Όχι εμπρός της!
(Εισέρχεται ζωηρώς εις την σκηνήν του).
ΡΟΞΑΝΗ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, εις το βάθος, πηγαίνουν και έρχονται οι
ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ, ΚΑΡΜΠΟΝ και ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ δίδουν διαταγάς.
ΡΟΞΑΝΗ, τρέχουσα προς τον Χριστιανόν.
Τώρα,
Χριστιανέ! . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ λαμβάνων τας χείρας της.
Πες μου γιατί μέσ' απ' αυτούς τους δρόμους
Τους τρομερούς, πες μου γιατί, μέσ' απ' αυτάς τας τάξεις,
Των παλαιών στρατιωτών ήλθες εδώ να μεύρης;
ΡΟΞΑΝΗ
Ένεκα των επιστολών!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Τι λέγεις;
ΡΟΞΑΝΗ
Είνε σφάλμα
Δικόν σου, αν διέτρεξα εγώ τόσους κινδύνους.
Τα γράμματά σου φίλε μου μεμέθυσαν! Α! σκέψου,
Πόσας εντός ενός μηνός μου έγραψες, κη μία
Ωραιοτέρα πάντοτε της άλλης!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Πώς! για λίγες
Ερωτικές επιστολές! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Σιώπα! συ δεν ξεύρεις!
Θεέ μου, ναι, σελάτρευα, αλήθεια, από 'να βράδυ,
Που με φωνήν αγνώριστην ως τότε, από κάτω
Από το παραθύρι μου, αρχίνισε η ψυχή σου
Ναποκαλύπτεται σεμέ . . . Λοιπόν! τα γράμματά σου,
Από 'να μήνα μοιάζουνε, βλέπεις, ωσάν νακούω
Την τόσο τρυφεράν φωνήν εκείνης της εσπέρας!
Και σφάλμα σου, αν έρχομαι. Κ' η Πηνελόπη ακόμη
Η φρόνιμη δεν θάμενε 'στό σπίτι να κεντήση,
Αν έγραφεν ο Οδυσσεύς καθώς εσύ ωραία,
Μα θάτρεχε να τον ευρή, τρελλή ως η Ελένη,
Και όλα της τα μάλλινα κουβάρια θα πετούσε . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Μα . . .
ΡΟΞΑΝΗ
'Διάβαζα χίλιες φορές και μέπιανε λαχτάρα,
Ήμουν δική σου. Απ' τα μικρά εκείνα φύλλα ήσαν
Καθένα ωσάν πέταλο παπ' τη ψυχή σου επέτα.
Στων φλογερών επιστολών αυτών την κάθε λέξι
Νοιώθει κανείς την δυνατή κειλικρινή αγάπην.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Α! δυνατή κειλικρινής; Νοιώθεις αυτό, Ροξάνη;
ΡΟΞΑΝΗ
Ω! Αν το νοιώθω!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Κέρχεσαι; . .
ΡΟΞΑΝΗ
Έρχομαι, (ω Χριστιανέ μου,
Ω κύριέ μου, αν έπεφτα 'στά γόνατα μου εμπρός σου,
Θε να μεσήκωνες ευθύς, λοιπόν γονατισμένη
Εμπρός σου βαίνω την ψυχή, και δεν θα ημπορέσης
Να την σηκώσης πεια ποτέ!) έρχομαι να ζητήσω
Συγγνώμην, (κείνε η στιγμή συγγνώμην να ζητήσω
Διότι ναποθάνομεν μπορούμεν!) γιατί πρώτα
Σου έκαμα την προσβολήν, 'στήν ελαφρότητά μου,
Να σ' αγαπήσω μοναχά διά την ωμορφιά σου.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, μετά τρόμου.
Ροξάνη, αχ!
ΡΟΞΑΝΗ
Κι' αργότερα, χωρίς να είμαι τόσον
Ματαία — καθώς το πουλί που πριν να φτερουγίση,
Πηδά — τόσον το κάλλος σου μέδενε, κη ψυχή σου
Μέσερνε, που και για τα δυο συγχρόνως σαγαπούσα.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Και τώρα;
ΡΟΞΑΝΗ
Συ ο ίδιος νικάς τον εαυτόν σου!
Και τώρα πλέον σαγαπώ για την ψυχήν σου μόνον!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, οπισθοδρομών.
Ροξάνη, αχ!
ΡΟΞΑΝΗ
Γίνε ευτυχής λοιπόν. Διότι, φίλε,
Το ναγαπάται μοναχά κανείς γιαυτό που είνε
Το ένδυμά του μια στιγμή, μία καρδιά γενναία
Κιαχόρταγη σε βάσανα πολλά τήνε βυθίζει.
Αλλ' η φιλτάτη μνήμη σου το πρόσωπον σου σβύνει,
Κεκείνο που πρωτάρεσε σεμένα, η ωμορφιά σου,
Τώρα καλλίτερα θωρώ . . . και δεν την βλέπω πλέον!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ω! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Αμφιβάλλεις, φίλε μου, για μία τέτοια νίκη; . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, μετά πόνου.
Ροξάνη!
ΡΟΞΑΝΗ
Εκατάλαβα, δεν ειμπορείς, ω φίλε,
Εις ένα τέτοιον έρωτα ακόμα να πιστεύσης; . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Δεν θέλω τέτοιον έρωτα! Κα! θέλω ναγαπώμαι
Απλώς διά . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Για 'κείνο που κη άλλες σαγαπούσαν
Άφες λοιπόν ναγαπηθής μαγάπη καλλιτέραν!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Όχι! πριν ήτο πειο καλά!
ΡΟΞΑΝΗ
Α δεν καταλαμβάνεις!
Τώρ' αγαπώ καλλίτερα, τώρ' αγαπώ! Εκείνο
Που κάμει εσέ τον ίδιον, με νοιώθεις, το λατρεύω,
Και ολιγώτερον λαμπρόν . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Σώπα!
ΡΟΞΑΝΗ
Θα σαγαπούσα
Ακόμη! Κιάν το κάλλος σου όλο με μιας πετούσε . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ω! μη το λες αυτό!
ΡΟΞΑΝΗ
Ω! ναι, το λέγω!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Τι; ακόμα
Και άσχημον;
ΡΟΞΑΝΗ
Και άσχημον! Τορκίζομαι!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Θεέ μου!
ΡΟΞΑΝΗ
Και η χαρά σου 'νε βαθειά;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, διά πνιγομένης φωνής.
Ναι . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Τι έχεις;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ωθών αυτήν ηρέμα.
Φεύγω! Δύο
Λέξεις να 'πώ . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Αλλά . . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Απ' αυτούς τους δυστυχείς ανθρώπους
Σαφήρεσ' η αγάπη μου. Πήγαινε να τους δείξης
Ένα μικρό χαμόγελο, αφού θε ναποθάνουν! . .
ΡΟΞΑΝΗ, συγκεκινημένη.
Αγαπητέ μου! . .
(Αναβαίνει προς τους Γασκόνους, οίτινες σπεύδουν ευσεβάστως πέριξ
της).
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΣΥΡΑΝΟ, εις το βάθος ΡΟΞΑΝΗ συνομιλούσα μετά του
ΚΑΡΜΠΟΝ καί τινων ΕΠΙΛΕΚΤΩΝ.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, καλών προς την σκηνήν του Συρανό.
Συρανό!
ΣΥΡΑΝΟ, αναφαίνεται, ωπλισμένος προς μάχην.
Τι έχεις και χλωμιάζεις;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Δεν μαγαπάει πεια!
ΣΥΡΑΝΟ
Γιατί;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Εσέναν' αγαπάει!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Δεν αγαπάει πεια ή την ψυχήν μου!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ναι! Το λοιπόν δεν αγαπά παρά μονάχα 'σένα!
— Καί συ την αγαπάς!
ΣΥΡΑΝΟ
Εγώ;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Το ξεύρω!
ΣΥΡΑΝΟ
Είν' αλήθεια.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ωσάν τρελλός.
ΣΥΡΑΝΟ
Πλειότερον.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ειπέ της το!
ΣΥΡΑΝΟ
Ποτέ μου!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Γιατί;
ΣΥΡΑΝΟ
Το πρόσωπον μου δες!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Και άσχημον ακόμα
θα μαγαπούσε!
ΣΥΡΑΝΟ
Σούπε αυτό;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Βεβαίως, μου το είπε!
ΣΥΡΑΝΟ
Α! πόσον χαίρω που αυτά σου είπεν! Όμως όχι,
Όχι, αυτό τανόητον το πράγμα μη πιστεύης!
Θεέ μου, πώς εχάρηκα που είχε αυτήν την σκέψιν,
Να το ειπή, — μα συ αυτά μη πάρης κατά γράμμα,
Όχι, μη γίνης άσχημος: θα θύμωνε μαζύ μου!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Επιθυμώ να 'δώ αυτό!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι! Όχι!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ας εκλέξη!
Θα της ειπής το παν!
ΣΥΡΑΝΟ
Ποτέ! Να υποστώ δεν θέλω
Και τούτο τα μαρτύριον!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Λοιπόν, γιατ' είμ' ωραίος
Πρέπει την ευτυχίαν σου να σου δολοφονήσω;
Είν' άδικον πάρα πολύ!
ΣΥΡΑΝΟ
Κεγώ, να θυσιάσω
Την ιδικήν σου, επειδή χάρις 'στήν τύχην, έχω
Το δώρον να εκφράζωμαι . . . εκείνα όπου ίσως
Αισθάνεσαι;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Πες της το παν!
ΣΥΡΑΝΟ
Εις πειρασμόν με ρίπτει!
Είνε κακόν!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αντεραστήν να φέρω 'στήν ψυχήν μου
Βαρύνομαι!
ΣΥΡΑΝΟ
Χριστιανέ!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ο γάμος μου — λαθραίος —
Και δίχως μάρτυρας — μπορεί νακυρωθή ευκόλως —
Αν τύχη κεπιζήσωμεν!
ΣΥΡΑΝΟ
Θεέ μου! επιμένει! . .
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ναι, θέλω ναγαπώμ' εγώ αυτός, ή όλως διόλου!
Πάω να 'δω τι κάμουνε 'στήν θέσιν μας 'κεί κάτω
Και θα γυρίσω: μίλησε, κιάς προτιμήση έναν
Από τους δύο μας!
ΣΥΡΑΝΟ
Θάσαι συ!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Αλλ' όμως . . . το ελπίζω!
(Καλών)
Ροξάνη!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι! Όχι!
ΡΟΞΑΝΗ, προστρέχουσα.
Τι;
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ
Ο Συρανό έν πράγμα
Σπουδαίον έχει να σου πη . . .
(Πηγαίνει ζωηρώς προς τον Συρανό. Ο Χριστιανός εξέρχεται).
ΡΟΞΑΝΗ, ΣΥΡΑΝΟ, έπειτα ΛΕΜΡΕΤ, ΚΑΡΜΠΟΝ, οι ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ, ΡΑΓΚΕΝΩ, ΔΕ
ΓΚΥΣΗΣ κτλ.
ΡΟΞΑΝΗ
Σπουδαίον; . .
ΣΥΡΑΝΟ, άπελπις.
Αυτός . . . φεύγει!
(Εις την Ροξάνην).
Δεν είνε τίποτε! . . Αυτός, Θεέ μου . . . αποδίδει —
Τον ξεύρεις! — σπουδαιότητα εις τιποτένια!
ΡΟΞΑΝΗ, ζωηρώς.
Ίσως
Αμφέβαλε για όσα εγώ του είπα πριν; . . Τον είδα
Ότι αμφέβαλεν . . .
ΣΥΡΑΝΟ, λαμβάνων την χείρα της
Αλλά, του είπες την αλήθεια; . .
ΡΟΞΑΝΗ
Πως θα τον αγαπούσα, ναι, ακόμη . . .
(Διστάζει επί στιγμήν).
ΣΥΡΑΝΟ, μειδιών θλιβερώς.
Εμπροστά μου
Η λέξις σε στενοχωρεί;
ΡΟΞΑΝΗ
Μα . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Δεν θα με λυπήση!
— Και άσχημον;
ΡΟΞΑΝΗ
Και άσχημον!
(Τουφεκισμοί έξωθεν).
Ακούς; Πυροβολούνε!
ΣΥΡΑΝΟ, φλογερώς.
Ακόμη και φρικτόν;
ΡΟΞΑΝΗ
Φρικτόν!
ΣΥΡΑΝΟ
Και παραμορφωμένον!
ΡΟΞΑΝΗ
Και παραμορφωμένον, ναι!
ΣΥΡΑΝΟ
Γελοίον;
ΡΟΞΑΝΗ
Να τον κάμη
Δεν θα μπορέση τίποτε γελοίον!
ΣΥΡΑΝΟ
Και ακόμα
θα τον ηγάπας;
ΡΟΞΑΝΗ
Πειό πολύ σχεδόν!
ΣΥΡΑΝΟ, παραφερομένος, κατ' ιδίαν.
Θεέ μου, είνε αληθές, ίσως, κη ευτυχία
Δεν είνε μακρυά!
(Προς την Ροξάνην).
Εγώ . . . Ροξάνη . . . Άκουσέ με!
ΛΕΜΠΡΕΤ, εισερχόμενος ταχέως, καλεί σιγά.
Α! Συρανό!
ΣΥΡΑΝΟ, στρεφόμενος.
Τι;
ΛΕΜΠΡΕΤ
Σιωπή!
(Τη λέγει κάτι σιγά).
ΣΥΡΑΝΟ, αφίνων να πέση η χειρ της Ροξάνης.
Α!
ΡΟΞΑΝΗ
Τι λοιπόν συμβαίνει;
ΣΥΡΑΝΟ, κατ' ιδίαν, εμβρόντητος.
Τετέλεσται!
(Νέοι τουφεκισμοί).
ΡΟΞΑΝΗ
Τ' είνε αυτό ακόμα; Τουφεκίζουν;
(Ανέρχεται διά να παρατηρήση έξω).
ΣΥΡΑΝΟ
Τετέλεσται να της το πω δεν θα μπορέσω πλέον!
ΡΟΞΑΝΗ, θέλουσα να ορμήση.
Μα τείνε;
ΣΥΡΑΝΟ, ζωηρώς, σταματών αυτήν.
Τίποτε!
(Εισέρχονται επίλεκτοι, κρύπτοντες κάτι το οποίον φέρουν, και
σχηματίζουν σύμπλεγμα, εμποδίζον την Ροξάνη να πλησιάση).
ΡΟΞΑΝΗ
Αυτοί οι άνδρες;
ΣΥΡΑΝΟ, Απομακρύνων αυτήν.
Άφησέ τους! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Μα τήθελες να μου ειπής προτήτερα;
ΣΥΡΑΝΟ
Να σείπω;
Τίποτε, όχι, τίποτε, τορκίζομαι, Ροξάνη!
(Επισήμως).
Σορκίζομαι, του Χριστιανού το πνεύμα, κη ψυχή του
Ήσανε . .
(Διορθούται μετά τρόμου).
Είνε υψηλά . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Ήσανε;
(Μετά μεγάλης κραυγής).
Αχ!
(Ορμά και απομακρύνει όλους).
ΣΥΡΑΝΟ
Θεέ μου!
Τετέλεσται!
ΡΟΞΑΝΗ
Χριστιανέ!
ΛΕΜΠΡΕΤ, εις τον Συρανό.
Του εχθρού το πυρ το πρώτον!
(Η Ροξάνη ρίπτεται επί του σώματος του Χριστιανού. Νέοι
πυροβολισμοί. Κλαγγαί. Θόρυβος. Τύμπανα).
ΚΑΡΜΠΟΝ, με το ξίφος, εις τας χείρας.
Στα όπλα! Είν' η προσβολή!
(Ακολουθούμενος υπό των επιλέκτων περνά εις το άλλο μέρος του
προχώματος).
ΡΟΞΑΝΗ
Χριστιανέ!
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΚΑΡΜΠΟΝ, όπισθεν του προχώματος.
Βιασθήτε!
ΡΟΞΑΝΗ
Χριστιανέ!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Εις την γραμμήν!
ΡΟΞΑΝΗ
Χριστιανέ!
(Ο Ραγκενώ προσέτρεξε φέρων νερόν εντός ενός κράνους).
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, με φωνήν θνήσκουσαν.
Ροξάνη μου! . .
ΣΥΡΑΝΟ, ταχέως και σιγά εις το ους τον Χριστιανού, εν ώ η
Ροξάνη εκτός εαυτής βρέχει εντός του ύδατος τεμάχιον υφάσματος το
οποίον αποσπά από το στήθος της.
Είπα το παν. Σένα αγαπάει ακόμα!
Ο Χριστιανός κλειεί τους οφθαλμούς).
ΡΟΞΑΝΗ
Τι θες, αγάπη μου;
(Προς τον Συρανό).
Νεκρός μην είνε; 'Στήν ιδικήν μου
Την παρειάν αισθάνομαι την ιδικήν του κρύαν
ΚΑΡΜΠΟΝ
Σ κ ο π ε ύ σ α τ ε!
ΡΟΞΑΝΗ
Επάνω του μια επιστολή!
(Την ανοίγει).
Για μένα!
ΣΥΡΑΝΟ, κατ' ιδίαν.
Είνε το γράμμα μου!
ΚΑΡΜΠΟΝ
Π υ ρ!
(Τουφεκισμοί. Κραυγαί. Θόρυβος μάχης).
ΣΥΡΑΝΟ, θέλων ναποσπάση την χείρα του, την οποίαν κρατεί η
Ροξάνη γονυπετής.
Μα, Ροξάνη, πολεμούνε!
ΡΟΞΑΝΗ, κρατούσα αυτόν.
Μείνε ολίγον. 'Πέθανε. Συ μόνος εδώ πέρα
Τον 'γνώριζες.
(Κλαίει ηρέμα).
Δεν ήτανε ένα θαυμάσιον πλάσμα
Έν πλάσμα έξοχον;
ΣΥΡΑΝΟ, όρθιος ασκεπής
Ω! ναι, Ροξάνη.
ΡΟΞΑΝΗ
Ένας μέγας
Και λατρευμένος ποιητής;
ΣΥΡΑΝΟ
Ω! ναι, Ροξάνη,
ΡΟΞΑΝΗ
Ένα
Πνεύμα υπέροχον;
ΣΥΡΑΝΟ
Ω, ναι, Ροξάνη!
ΡΟΞΑΝΗ
Μια μεγάλη
Καρδιά, μία ψυχή αβρά, χαριτωμένη, θεία;
ΣΥΡΑΝΟ, σταθερώς.
Ω! ναι, Ροξάνη!
ΡΟΞΑΝΗ, ρίπτεται επάνω εις το σώμα του Χριστιανού.
Είνε νεκρός!
ΣΥΡΑΝΟ, κατ' ιδίαν, σύρων το ξίφος.
Και τώρα δεν μου μένει
Ή ναποθάνω, αφού εμέ, χωρίς να το γνωρίζη,
Με κλαίει μέσα εις αυτόν!
(Σάλπιγγες μακρόθεν).
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, όστις εμφανίζεται επί του προχώματος, ασκεπής
πληγωμένος εις το μέτωπον, διά φωνής βροντώδους.
Να το δοθέν σημείον!
Τα χάλκινα σαλπίσματα! Οι Γάλλοι επιστρέφουν
Σολίγον 'στό στρατόπεδον με τρόφιμα. Κρατήστε
Ολίγ' ακόμα!
ΡΟΞΑΝΗ
Δάκρυα 'στό γράμμα του και αίμα!
ΜΙΑ ΦΩΝΗ, έξωθεν κραυγάζουσα.
Παραδοθήτε!
ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΕΠΙΛΕΚΤΩΝ
Όχι!
ΡΑΓΚΕΝΩ, όστις αναρριχούμενος επί της αμάξης παρατηρεί την
μάχην άνωθεν του προχώματος.
Α! ο κίνδυνος αυξάνει!
ΣΥΡΑΝΟ, εις τον Δε Γκύσην, δεικνύων εις αυτόν την Ροξάνην
Πάρτε την! Εις την έφοδον ορμώ!
ΡΟΞΑΝΗ, ασπαζομένη την επιστολήν, διά φωνής θνησκούσης.
Τα δάκρυά του!
Το αίμα του! . .
ΡΑΓΚΕΝΩ, πηδών εκ της αμάξης, όπως τρέξη προς αυτήν.
Λειποθυμεί!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, επί του προχώματος εις τους επιλέκτους, μετά
λύσσης.
Καλά κρατήστε!
ΜΙΑ ΦΩΝΗ, έξωθεν.
Κάτω
Τα όπλα!
ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΕΠΙΛΕΚΤΩΝ
Όχι!
ΣΥΡΑΝΟ, εις τον Δε Γκύσην.
Κύριε, την τόλμην σας αρκούντως
Εδείξατε.
(Δεικνύων εις αυτόν την Ροξάνην),
Απέλθετε και σώσατέ την!
ΔE ΓΚΥΣΗΣ, όστις τρέχει προς την Ροξάνην και την εγείρει εις
τους βραχίονάς της.
Έστω!
Μα νικηταί θα μείνωμεν εάν κερδίστε χρόνον.
ΣΥΡΑΝΟ
Έχει καλώς.
(Κραυγάζων προς την Ροξάνην, την οποίαν ο δε Γκύσης βοηθούμενος
υπό του Ραγκενώ απάγει λειπόθυμον).
Υγίαινε, Ροξάνη!
(Θόρυβος. Κραυγαί, Επίλεκτοι εμφανίζονται πληγωμένοι και έρχονται
να πέσουν επί της σκηνής. Ο Συρανό ορμών εις την μάχην,
εμποδίζεται υπό του Καρμπόν αιματοφύρτου).
ΚΑΡΜΠΟΝ
Οι δικοί μας
Ενδίδουν! Δύο άρπαξα κτυπήματα της λόγχης!
ΣΥΡΑΝΟ, κραυγάζων προς τους επιλέκτους.
Θάρρος, διαβόλοι, ατρόμητοι! Πάνω τους!
(Εις τον Καρμπόν, ον υποστηρίζει).
Μη φοβείσθε!
Να εκδικήσω δυο νεκρούς έχω: τον Χριστιανόν μου,
Και την ευδαιμονίαν μου!
(Κατέρχονται πάλιν. Ο Συρανό σείει την λόγχην, όπου είνε
προσδεδεμένον το μανδύλιον της Ροξάνης).
Κυμάτισε, σημαία
Μικρά, με της νταντέλες της και με τα γράμματά της!
(Την εμπήγει εις την γην, κραυγάζων εις τους επιλέκτους).
Ορμάτε τώρα επάνω τους, και κάντε τους κομμάτια!
(Εις τον οξύαυλον).
Παίξε έναν ήχον, πίφερο!
(Ο οξύαυλος παίζει. Πληγωμένοι ανεγείρονται. Επίλεκτοι κυλιόμενοι
εκ του προχώματος έρχονται να συσσωματωθώσι πέριξ του Συρανό και
της μικράς σημαίας. Η άμαξα καλύπτεται και πληρούται ανδρών, και
μετασχηματίζεται εις οχύρωμα).
ΕΙΣ ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ, εμφανιζόμενος, καρκινοβατεί επί της κορυφής,
μαχόμενος πάντοτε.
Στο πρόχωμ' ανεβαίνουν!
(Πίπτει νεκρός).
ΣΥΡΑΝΟ
Θα λάβουν τον χαιρετισμόν!
(Το πρόχωμα στέφεται εν μια στιγμή διά φοβεράς σειράς εχθρών. Αι
μεγάλαι σημαίαι των Αυτοκρατορικών υψούνται).
ΣΥΡΑΝΟ
Πυρ!
(Γενικός πυροβολισμός).
ΚΡΑΥΓΗ, εις τας εχθρικάς τάξεις.
Πυρ!
(Αντιπυροβολισμός φονικός. Οι επίλεκτοι πίπτουν πανταχόθεν).
ΕΙΣ ΙΣΠΑΝΟΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ, αποκαλυπτόμενος.
Ποίοι 'νε οι άνδρες.
Αυτοί οπού φονεύονται με τέτοιον τρόπον όλοι;
ΣΥΡΑΝΟ, απαγγέλλων όρθιος εν μέσω των σφαιρών.
Τα παλληκάρια αυτοί 'νε οι Γασκόνοι,
Και του Καρμπόν Καστέλ Ζαλού παιδιά.
Εις της σπαθιές και της ψευτιές οι μόνοι,
(Ορμά, ακολουθούμενος υπό τινων επιζώντων).
Τα παλληκάρια αυτοί 'νε.
(Τα λοιπά χάνονται εντός της μάχης).
Α Υ Λ Α Ι Α
ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ
Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΟΥ ΣΥΡΑΝΟ
Μετά δεκαπέντε έτη, τω 1655. Το άλσος του μοναστηρίου, το οποίον
κατείχον αι Κυρίαι του Σταυρού εν Παρισίοις.
Θαυμάσιαι σκιάδες. Αριστερόθεν, η οικία· ευρύ ανάβαθρον επί του
οποίου ανοίγονται διάφοροι θύραι. Δένδρον υπερμέγεθες εν τω μέσω
της σκηνής, απομεμονωμένον εν τω μέσω μικράς ωοειδούς πλατείας.
Δεξιόθεν, εις το πρώτον επίπεδον, μεταξύ μεγάλων θάμνων, λίθινον
θρανίον ημικυκλοειδές.
Όλον το βάθος του θεάτρου διαθέτει συστοιχία καταστανεών, ήτις
καταλήγει προς δεξιάν, εις το τέταρτον επίπεδον, εις την θύραν
εξωκκλησίου, διαβλεπόμενον διά μέσου των κλάδων. Διά μέσου του
διπλού παραπετάσματος εκ δένδρων της δενδροστοιχίας ταύτης,
παρατηρεί τις άλλας δενδροστοιχίας, δασύλλια, τα βάθη του άλσους,
τον ουρανόν.
Το εξωκκλήσιον ανοίγει μίαν πλαγίαν θύραν επί περιστοίχου
στεφανουμένου υπό κλίματος ερυθρωπού, το οποίον εξαφανίζεται
δεξιόθεν, εις το πρώτον επίπεδον, όπισθεν των θάμνων.
Είνε φθινόπωρον. Όλον το φύλλωμα είνε πυρρόν άνωθεν των δροσερών
λειμώνων. Πλαξ κιτρίνων φύλλων κάτωθεν εκάστου δένδρου. Τα φύλλα
στρώνουν όλην την σκηνήν, τρίζουν υπό τα βήματα εις τας
δενδροστοιχίας, καλύπτουσι κατά το ήμισυ το ανάβαθρον και τα
θρανία.
Μεταξύ του δεξιόθεν θρανίου και του δένδρου, μέγας ιστός
κεντήματος, ενώπιον του οποίου έν μικρόν κάθισμα. Κάνιστρον
πλήρες τολυπών και αγαθίδων. Αρχή κεντήματος.
Κατά την ύψωσιν της αυλαίας, αδελφαί πηγαίνουν κέρχονται εις το
άλσος. Τινές εξ αυτών κάθηνται επί του θρανίου πέριξ μιας μοναχής
πρεσβυτέρας. Φύλλα πίπτουν.
Η ΜΗΤΗΡ, Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ, η ΑΔΕΛΦΗ ΚΛΑΡΑ, ΑΙ ΑΔΕΛΦΑΙ
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ, προς την μητέρα Μαργαρίταν.
Δύο φορές εκύτταξε μέσ' τον καθρέφτ' η Κλάρα
Να δη πώς η καλύπτρα της πηγαίνει.
Η ΜΗΤΗΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, εις την αδελφήν Κλάραν . .
Τούτο είνε
Πολύ κακόν.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΚΛΑΡΑ
Κη αδελφή η Μάρθα από την τούρταν
Επήρ' ένα δαμάσκηνο: την είδα.
Η ΜΗΤΗΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Μάρθα, είνε
Άσχημον τούτο.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΚΛΑΡΑ
Ένα μικρό μονάχα βλέμμα!
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Ένα
Μικρό μόνο δαμάσκηνο!
Η ΜΗΤΗΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Θα το ειπώ απόψε
'Στόν κύριον δε Μπερζεράκ.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΚΛΑΡΑ, έντρομος.
Όχι! θα μας εμπαίξη!
Η ΑΔΕΔΦΗ ΜΑΡΘΑ
Και φιλαρέσκους θα ειπή πολύ τας καλογραίας,
Η ΑΔΕΛΦΗ ΚΛΑΡΑ
Πολύ λαιμάργους!
Η ΜΗΤΗΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, μειδιώσα.
Και πολύ καλάς.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΚΛΑΡΑ
Είνε αλήθεια,
Πώς έρχεται το Σάββατον προ δέκα χρόνων τώρα,
Μητέρα Μαργαρίτα;
ΜΗΤΗΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Ναι, και πλέον! Απ' την ημέρα
Όπου η εξαδέλφη του τον πένθιμόν της πέπλον
Ανέμιξε με την λινή καλύπτραν μας, και ήλθε
Σε μας, προ δεκαπέντε ετών να καταπέση, όπως
Πουλί μεγάλο μελανό μέσ' στα πουλιά τα άσπρα,
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Μόνος αυτός, αφ' ότου αυτή 'στό μοναστήρι τούτο
Επήρ' ένα δωμάτιον, να της διασκεδάζη
Ξεύρει την λύπην, που ποτέ δεν θέλει ναποσβύση.
ΟΛΑΙ ΑΙ ΑΔΕΛΦΑΙ
Πόσον αστείος είνε! — Τι χαρά οπόταν έλθη!
— Πώς μας πειράζει! — Τι καλός που είνε! — Τι αγάπη
Που τούχομεν! — Του κάνομε πάστες σαν αγγελούδια.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Μα τέλος και πολύ καλός καθολικός δεν είνε!
Η ΑΔΕΛΦΗ ΚΛΑΡΑ
Θα τον προσηλυτίσωμεν!
ΑΙ ΑΔΕΛΦΑΙ
Ναι!
ΜΗΤΗΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Σας απαγορεύω
Παρόμοιον να κάμετε πράγμα γιαυτόν, παιδιά μου!
Μη τον ταράσσετε, γιατί δεν θάρχετ' εδώ πλέον
Τόσον συχνά.
ΑΔΕΛΦΑΙ
Μα . . . ο Θεός . . .
Η ΜΗΤΗΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Ω! μην ανησυχείτε
Ο Θεός τον ξεύρει·
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Μα μου λέει σαν έλθη το σάββατο
Υπερηφάνως: «Έφαγα χθες κρέας, αδελφή μου!»
ΜΗΤΗΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Α! σούπε αυτό; . . . Λοιπόν σαν ήλθεν τελευταίον
Δεν είχε βάλει τίποτε 'στό στόμα του δυο μέρες.
ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Μητέρα μου!
ΜΗΤΗΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Είνε πτωχός.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Και ποίος σας το είπε;
Η ΜΗΤΗΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Ο κύριος Λεμπρέτ.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Γιατί δεν τον βοηθούνε;
Η ΜΗΤΗΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Όχι,
Θα θύμωνε!
(Εις μίαν δενδροστοιχίαν του βάθους, βλέπει τις εμφαινομένην την
Ροξάνην, ενδεδυμένην μελανά, με την καλύπτραν της χήρας, και
μακρόν πέπλον ο δε Γκύσης μεγαλοπρεπής και γηραιός βαδίζει
πλησίον της. Βαδίζουν με βήματα βραδέα. Η μήτηρ Μαργαρίτα
εγείρεται).
Πηγαίνομεν, καιρός είνε. Η κυρία
Μαγδαληνή, περιπατεί με κάποιον επισκέπτην
Μέσα 'στό πάρκο.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΚΛΑΡΑ, σιγά εις την Μάρθαν.
Είν' ο Δουξ του δε Γραμμόν, στρατάρχης;
Η ΑΔΕΛΦΗ ΚΛΑΡΑ, παρατηρούσα.
Νομίζω, ναι.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Δεν είχ' ερθή δυο μήνες να την ίδη.
ΑΙ ΑΔΕΛΦΑΙ
Έχ' υποθέσεις! — Η αυλή! — Το στράτευμα!
Η ΑΔΕΛΦΗ ΚΛΑΡΑ
Η φροντίδες
Του κόσμου!
(Εξέρχονται. Ο δε Γκύσης και η Ροξάνη κατεβαίνουν εν σιωπή και
σταματούν πλησίον του Ιστού).
ΡΟΞΑΝΗ, ο ΔΟΥΞ ΔΕ ΓΡΑΜΜΟΝ, αρχαίος κόμης ΔΕ ΓΚΥΣΗΣ, έπειτα
ΛΕΜΠΡΕΤ και ΡΑΓΚΕΝΩ.
Ο ΔΟΥΞ
Και θα μείνετε, εδώ, ξανθή ματαίως,
Πάντα με πένθος;
ΡΟΞΑΝΗ
Πάντοτε.
Ο ΔΟΥΞ
Πάντα πιστή;
ΡΟΞΑΝΗ
Ω! πάντα!
Ο ΔΟΥΞ, μετά τινα σιγήν.
Με συγχωρήσατε;
Αφού εδώ 'μαι.
(Νέα σιγή).
Ο ΔΟΥΞ
Όντως ήτο
Τοιούτον πλάσμα; . .
ΡΟΞΑΝΗ
Έπρεπε να τον γνωρίστε!
Ο ΔΟΥΞ
Α! έπρεπε; . . Τον γνώρισα πολύ ολίγον ίσως . . . .
Και 'στή καρδιά σας πάντοτε το τελευταίον γράμμα!
ΡΟΞΑΝΗ
Ως επινώτιον γλυκύ απ' τούτο το βελούδο
Κρέμεται πάντα.
Ο ΔΟΥΞ
Και νεκρόν τον αγαπάτε ακόμα;
ΡΟΞΑΝΗ
Ενίοτε μου φαίνεται ότι νεκρός δεν είνε
Ειμή κατά το ήμισυ, κη δυο καρδιές μας είνε
Πάντα μαζύ, και ζωντανός ο έρως του πετάει
Τριγύρω μου.
Ο ΔΟΥΞ, μετά τινα σιγήν ακόμη.
Ο Συρανό έρχεται να σας βλέπη;
ΡΟΞΑΝΗ
Ναι, τακτικά. — Ο παλαιός αυτός μου φίλος είνε
Εφημερίς μου τακτική. Κάτω απ' το δένδρο τούτο
Του βαίνομεν το κάθισμα και κάθεται, αν κάμη
Καλός καιρός. Εγώ κεντώ και τον προσμένω.
Στο τελευταίο κτύπημα της ώρας — γιατί πλέον
Δεν στρέφω καν την όψιν μου — στη σκάλα
Να κατεβαίνη τακτικά την ράβδον του ακούω.
Κάθεται· με το αιώνιο γελά το κέντημά μου·
Χρονογραφία τακτική, μου λέει της εβδομάδος
Και . . .
(Ο Λεμπρέτ φαίνεται επί του αναβάθρου).
Μπα! να έρχεται ο Λεμπρέτ!
(Ο Λεμπρέτ κατεβαίνει).
Ο φίλος μας, πώς έχει;
ΛΕΜΠΡΕΤ
Κακώς.
Ο ΔΟΥΞ
Ω!
ΡΟΞΑΝΗ, εις τον Δούκα.
Είν' υπερβολή!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Εκείνο που προείπα:
Η ερημιά η φτώχειά του! . . . Αι σάτυραί του νέους
Εχθρούς του κάμουν πάντοτε! Προσβάλλει τους κιβδήλους
Τους ευγενείς και τους ψευδείς τους θρήσκους, σατυρίζει
Τους λογοκλόπους, τους ψευδείς ανδρείους, — όλους!
ΡΟΞΑΝΗ
Όμως
Τα ξίφος του τρόμον βαθύν εμπνέει. Και ποτέ τους
Δεν θα τον καταβάλλουν.
Ο ΔΟΥΞ, σείων την κεφαλήν.
Τις οίδε;
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ό,τι φοβούμαι
Δεν είνε τόσον οι εχθροί, όσον η μόνωσίς του,
Η πείνα, ο Δεκέμβριος όπου βραδέως 'μπαίνει
Στη σκοτεινή του κάμαρα. Ιδού ποιούς δολοφόνους
Φοβούμαι περισσότερον, ότι θα τον φονεύσουν!
— Στενεύει τον ζωστήρα του μια τρύπα κάθε 'μέρα,
Η δυστυχής η μύτη του τα χρώματα επήρε
Αρχαίου ελεφαντοστού. Καί μια φανέλλα μαύρη
Έχει για μόνο φόρεμα.
Ο ΔΟΥΞ
Α! πλην αυτός δεν είνε
Οψίπλουτος! — Αδιάφορον, να μη τόνε λυπήσθε
Πάρα πολύ!
ΛΕΜΠΡΕΤ με πικρόν μειδίαμα.
Α! κύριε στρατάρχα!
Ο ΔΟΥΞ
Όχι λέγω,
Μη τον λυπείσθε και πολύ! . . Δεν εσυνθηκολόγει
Εις την ζωήν του, ελεύθερος 'στάς σκέψεις και 'στάς πράξεις.
ΛΕΜΠΡΕΤ, ωσαύτως.
Κύριε Δουξ! . .
Ο ΔΟΥΞ, αλαζονικώς.
Γνωρίζω, ναι: έχω το παν κεκείνος
Δεν έχει τίποτε . . . αλλά θα έσφιγγα προθύμως
Το χέρι του . . .
(Χαιρετίζων την Ροξάνην).
Υγιαίνετε!
ΡΟΞΑΝΗ
Σας οδηγώ.
(Ο Δουξ χαιρετίζει τον Λεμπρέτ και διευθύνεται μετά της Ροξάνης
προς το ανάβαθρον).
Ο ΔΟΥΞ, σταματών, εν ώ αύτη αναβαίνει.
Ζηλεύω
Καμμιά φορά την τύχην του — Βλέπετε, την ζωήν του
Όταν κανείς επέτυχε, αισθάνεται, — Θεέ μου,
Όταν δεν έκαμε κανέν κακόν τη αληθεία! —
Χίλιες αηδίες κάποτε διά τον εαυτόν του,
Που αν προστεθούν δεν κάνουνε μία τύψι συνειδότος.
Αλλ' όμως μίαν σκοτεινή στενοχωρία φέρουν.
Και σέρνουν μέσ' στη γούνα των οι δουκικοί μανδύαι,
Οπόταν ανεβαίνομεν βαθμίδας μεγαλείων,
Θόρυβον χιμαιρών ξηρών και πόθων και ονείρων,
Όπως, σαν ανεβαίνετε σιγά 'σαυτάς τας θύρας,
Το πένθιμό σας φόρεμα κίτρινα φύλλα σέρνει.
ΡΟΞΑΝΗ, ειρωνικώς.
Ρεμβώδης βλέπω είσθε! . .
Ο ΔΟΥΞ
Αι! ναι!
(Καθ' ην στιγμήν μέλλει να εξέλθη, αποτόμως).
Κύριε Λεμπρέτ!
(Προς την Ροξάνην).
Μια λέξι,
Μου επιτρέπετε να πω;
(Πηγαίνει προς τον Λεμπρέτ, και με ημίσειαν φωνήν).
Είν' αληθές, κανένας
Να τον προσβάλλη δεν τολμά, μα πλείστοι τον μισούνε.
Και στο παιγνίδι μούλεγαν, εχθές, 'στής Βασιλίσσης:
«Μπορεί αυτός ο Συρανό τυχαίως ναποθάνη».
ΛΕΜΠΡΕΤ
Α!
Ο ΔΟΥΞ
Ναι. Ας μην εξέρχεται, και φρόνιμος ας είνε,
ΛΕΜΠΡΕΤ, υψώνων τους βραχίονας προς τον ουρανόν,
Φρόνιμος! Θάρθη 'στήν στιγμή, θα τον ειδοποιήσω.
Ναι, όμως! . .
ΡΟΞΑΝΗ, ήτις έμεινεν επί του αναβάθρου προς μίαν αδελφήν
προχωρούσαν προς αυτήν.
Τείνε;
Η ΑΔΕΛΦΗ
Ο Ραγκενώ να σας ιδή, κυρία,
Ζητεί.
ΡΟΞΑΝΗ
Ας τον αφήσουνε να έμβη.
(Προς τον Δούκα και τον Λεμπρέτ.)
Να μου είπη
Έρχεται για τη φτώχεια του. Έφυγε μιαν ημέραν
Διά να γίνη συγγραφεύς κέγεινε 'στήν αράδα
Ψάλτης . . .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Λουτράρης . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Ηθοποιός. . .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ραβδούχος. . .
ΡΟΞΑΝΗ
Περουκιέρης. . .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Καθαριστής . . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Και σήμερα τι άραγε να κάμη;
ΡΑΓΚΕΝΩ, εισερχόμενος δρομαίος.
Αλλοίμονον! κυρία μου!
(Παρατηρεί τον Λεμπρέτ).
Κύριε! . .
ΡΟΞΑΝΗ, μειδιώσα.
Διηγήσου
Τας συμφοράς σου 'στόν Λεμπρέτ. Θα επιστρέψω.
ΡΑΓΚΕΝΩ
Όμως,
Κυρία . . .
(Η Ροξάνη εξέρχεται χωρίς να τον ακούση με τον Δούκα. Κατεβαίνει
προς τον Λεμπρέτ).
ΛΕΜΠΡΕΤ, ΡΑΓΚΕΝΩ
ΡΑΓΚΕΝΩ
Άλλως τε αφού εδώ σεις είσθε τώρα
Νομίζω προτιμότερον να μη τα μάθη. Να ίδω
Τον φίλον σας επήγαινα προλίγου. Μόλις ήμουν
Είκοσι βήματα κοντά 'στό σπίτι του . . . οπόταν
Τον είδα να εξέρχεται μακρόθεν. Να τον φθάσω
Ηθέλησα, θα έστρεφε 'στού δρόμου τη γωνία . . .
Και τρέχω . . . οπόταν έξαφνα απόνα παραθύρι
Εν ώ περνούσε — πιθανόν και σύμπτωσις να ήτο —
Είς υπηρέτης έρριξεν ένα κομμάτι ξύλο . . .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Οι άνανδροι! . . Κ' ο Συρανό;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Έφθασα και τον βλέπω . . .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Είνε φρικτόν!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Τον φίλον μας, τον ποιητή μας βλέπω,
Να πέση τότε κατά γης με μια μεγάλη τρύπα
Στην κεφαλή του.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Απέθανε;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Όχι, αλλά, . . Θεέ μου
Τον έφερα 'στό σπίτι του, εις το δωμάτιόν του . . .
Α! τι δωμάτιον . . . Κανείς πρέπει να 'δή εκείνη
Την φωλεάν του . . .
ΛΕΜΠΡΕΤ
Και πονεί;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Όχι, εις αναισθησίαν
Ευρίσκεται.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ένας γιατρός;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Ήλθε ένας κατά χάριν.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ταλαίπωρε μου Συρανό! — Ας μην ειπούμε τούτο
Εις την Ροξάνην έξαφνα. Και ο γιατρός;
ΡΑΓΚΕΝΩ
Μιλούσε
— Δεν ξεύρω — περί πυρετού και περί των μηνίγγων! . .
Αχ! και να τον εβλέπατε — με το κεφάλι μέσα
Στους επιδέσμους! . . Γρήγορα ας τρέξουμε! Κανένα
Δεν έχει 'στό προσκέφαλο! — Μπορούσε ναποθάνη
Αν εσηκώνετο!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Από κεί, ας πάμε! Τρέξε! είνε
Κοντήτερα!
ΡΟΞΑΝΗ. εμφανιζομένη επί του αναβάθρου και βλέπουσα τον
Λεμπρέτ ναπομακρύνεται διά του περιστύλου το οποίον φέρει εις την
θύραν του εξωκκλησίου.
Κύριε Λεμπρέτ!
(Ο Λεμπρέτ και ο Ραγκενώ φεύγουν χωρίς ναπαντήσουν).
Πώς; ο Λεμπρέτ να φεύγη
Οπόταν τον φωνάζουνε; θα είνε πάλιν ίσως
Του αγαθού μας Ραγκενώ καμμία ιστορία!
(Κατεβαίνει το ανάβαθρον).
ΡΟΞΑΝΗ μόνη, έπειτα δύο ΑΔΕΛΦΑΙ, μετ' ολίγον.
ΡΟΞΑΝΗ
Αχ! πόσον είνε ώμορφη η τελευταία ημέρα
Του Σεπτεμβρίου. Η θλίψις μου γλυκά χαμογελάει,
Αυτή που τον Απρίλιον ταράσσεται, ημερεύει
'Στο ήμερο φθινόπωρο.
(Κάθεται προ του ιστού της. Δύο αδελφαί εξέρχονται από την οικίαν
και φέρουν μιαν καθέδραν υπό το δένδρον).
Α! να την η καθέδρα
Η κλασική που κάθεται ο παλαιός μου φίλος!
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Αλλ' όμως είν' η πειο καλή απ' όλες όπου είνε
Μέσα 'στό εντευκτήριον!
ΡΟΞΑΝΗ
Ευχαριστώ, αδελφή μου.
(Αι αδελφαί απομακρύνονται).
Θα έλθη.
(Τοποθετείται. Ακούεται ο ήχος του ωρολογίου).
Τωρολόγιον κτυπά. — Πουν τα κουβάρια;
Εκτύπησεν η ώρα; Μπα! . . Παράδοξον! Για πρώτη
Φορά μήπως εβράδυνε; Η θυρωρός — πού είνε
Η δακτυλήθρα μου; α! να την βλέπω! — θα προτρέπη
Αυτόν εις την μετάνοιαν.
(Μετά τινα παύσιν).
Βεβαίως τον προτρέπει! Δεν ειμπορεί βραδύτερον να
έλθη. — Μπα! ένα φύλλο
Ξηρόν!
(Απωθεί διά του δακτύλου το πεσόν επί του ιστού φύλλον).
Άλλως τε τίποτε δεν ειμπορεί 'στόν κόσμον
— Πού είνε το ψαλλίδι μου; . . 'στό σάκκο! . . — να εμποδίση
Αυτόν να έλθη! . .
ΜΙΑ ΑΔΕΛΦΗ, εμφανιζομένη επί του αναβάθρου.
Ο Κύριος δε Μπερζεράκ.
ΡΟΞΑΝΗ, ΣΥΡΑΝΟ, και μετά τινα στιγμήν η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ.
ΡΟΞΑΝΗ, χωρίς να στραφή.
Δεν τώπα; . .
(Κεντά. Ο Συρανό, κάτωχρος, με τον πίλον βυθισμένον επί των
οφθαλμών του, φαίνεται. Η αδελφή, η οποία τον εισήγαγε,
επιστρέφει. Αρχίζει να κατεβαίνη το ανάβαθρον με καταφανή αγώνα
διά να ίσταται όρθιος, και στηριζόμενος επί της ράβδου του, Η
Ροξάνη εργάζεται εις το κέντημά της).
Αχ! πώς τα χρώματα θα βγουν αυτά τα μαραμένα;
(Εις τον Συρανό, με τόνον φιλικής επιπλήξεως).
Πρώτην φοράν εβράδυνες προ δεκαπέντε χρόνων!
ΣΥΡΑΝΟ, όστις κατώρθωσε να φθάση μέχρι της καθέδρας διά φωνής
φαιδράς εν αντιθέσει προς το πρόσωπόν του.
Ναι, σκάζω από τον θυμόν. Εβράδυνα, τι κρίμα!
ΡΟΞΑΝΗ
Γιατί; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Μία επίσκεψις παράκαιρος αρκούντως.
ΡΟΞΑΝΗ, αφηρημένη, εργαζομένη.
Α! ναι, καμμιά δυσάρεστος ήτο;
ΣΥΡΑΝΟ
Εξαδέλφη, ένας
Δυσάρεστος,
ΡΟΞΑΝΗ
Τον έδιωξες;
ΣΥΡΑΝΟ
Βεβαίως, και του είπα:
Συγγνώμην, αλλά σήμερον είνε Σαββάτο, ημέρα
Που χρεωστώ να μεταβώ κάπου· να μεμποδίση
Δεν θα 'μπορέση τίποτε: περάστε σε μιαν ώραν!
ΡΟΞΑΝΗ, ελαφρώς.
Καλά λοιπόν! το πρόσωπον αυτό θα περιμένη:
Προ της εσπέρας απ' εδώ να φύγης δεν σαφίνω.
ΣΥΡΑΝΟ
Ίσως ταχύτερ' απ' εδώ να φύγω θάνε ανάγκη.
(Κλειεί τους οφθαλμούς και σιωπά μίαν στιγμήν. Η αδελφή Μάρθα
διασχίζει το άλσος από του παρεκκλησίου εις το ανάβαθρον. Η
Ροξάνη την παρατηρεί, τη νεύει διά της κεφαλής).
ΡΟΞΑΝΗ, προς τον Συρανό.
Δεν λέγεις κάνα πείραγμα 'στήν αδελφή τη Μάρθα;
ΣΥΡΑΝΟ, ζωηρώς, ανοίγων τους οφθαλμούς.
Ω! ναι, βεβαίως!
(Μετά φωνής χονδρής κωμικής).
Αδελφή Μάρθα, κοντά ελάτε!
(Η αδελφή τον πλησιάζει).
Χα! χα! χα! μάτια ώμορφα χαμηλωμένα πάντα!
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ, εγείρει τους οφθαλμούς μειδιώσα.
Μα . . .
(Βλέπει την μορφήν του και κάμει κίνημα εκπλήξεως).
Ω!
ΣΥΡΑΝΟ, χαμηλά, δεικνύων την Ροξάνην.
Δεν είνε τίποτε, Σουτ!
(Διά φωνής μεγαλαύχου. Δυνατά).
Χθες έφαγα κρέας.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Ξεύρω.
(Κατ' ιδίαν).
Γιαυτό 'νε τόσο ωχρός!
(Ταχέως και σιγά).
Εις την τραπεζαρίαν
Ελάτε υστερώτερα, ένα ζουμί να πιήτε . . .
Θα έλθετε;
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι, ναι, ναι.
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Α! σήμερα βλέπω είσθε
Φρόνιμος!
ΡΟΞΑΝΗ, ήτις τους ακούει ψιθυρίζοντας.
Μήπως προσπαθεί να σε προσηλυτίση;
ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ
Ο Θεός φυλάξη!
ΣΥΡΑΝΟ
Αληθώς! Σεις πούσθε τόσον πάντα
Αγίως φλύαρος, γιατί να μη με κατηχήτε;
Είνε παράδοξον αυτό! . .
(Μετά μανίας κωμικής)
Με το σπαθί μου! Θέλω
Να σας εκπλήξω πάραυτα! Ιδού, σας επιτρέπω . . .
(Φαίνεται ότι ζητεί έν καλόν πείραγμα, και ευρίσκει αυτό).
— Α! είνε αυτό πρωτοφανές το πράγμα — να . . . να πήτε
Τας προσευχάς σας δι' εμέ 'στό παρεκκλήσι απόψε.
ΡΟΞΑΝΗ
Ω! Ω!
ΣΥΡΑΝΟ
Η Μάρθα φαίνεται κατάπληκτος, Ροξάνη!
Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΘΑ, ηρέμα.
Δεν επερίμενα εγώ αυτήν την άδειάν σας.
(Εισέρχεται).
ΣΥΡΑΝΟ, προς την Ροξάνην κύπτουσαν επί του κεντήματος.
Διάβολε, δεν θα δυνηθώ το τέλος σου να ίδω,
Κέντημα!
ΡΟΞΑΝΗ
Επερίμενα αυτό σου το αστείον!
ΡΟΞΑΝΗ, εγείρουσα την κεφαλήν και παρατηρούσα μακράν εις τας
δενδροστοιχίας.
Χρώμα έχουνε ξανθό της Βενετίας.
Για δες πώς πέφτουν!
ΣΥΡΑΝΟ
Τι καλά που πέφτουνε τα φύλλα!
Μέσ' 'στό μικρό ταξείδι τους απ' τα κλαδιά 'στό χώμα,
Πώς ξεύρουνε την ύστερη να παίρνουν ωμορφάδα,
Και μόλη την τρομάρα τους, 'στό χώμα μη σαπίσουν,
Θέλουν το πέσιμον αυτό φτερού να παίρνη χάρι!
ΡΟΞΑΝΗ
Πώς; μελαγχολικός, εσύ;
ΣΥΡΑΝΟ, συγκρατούμενος.
Α μπα! ποτέ, Ροξάνη!
ΡΟΞΑΝΗ
Έλα, άφησε να πέφτουνε τα φύλλα του πλατάνου . . .
Και διηγήσου τίποτε καινούργιο απ' τη δική μου
Εφημερίδα.
ΣΥΡΑΝΟ
Άκου
ΡΟΞΑΝΗ
Α!
ΣΥΡΑΝΟ, επί μάλλον και μάλλον ωχρός και παλαιών κατά του
πόνου.
Σαββάτο, δεκαεννέα:
Αφού της Σέττας έφαγεν οκτώ φορές πετμέζι
Ο Βασιληάς αρρώστησεν· αλλ' η ασθένειά του
Ως της καθοσιώσεως κακούργημα με δύο
Κατεδικάσθη νυστεριές, και ο σεπτός σφυγμός του
Δεν έχει πλέον πυρετόν! Την Κυριακήν εκάψαν
Στης βασιλίσσης τον χορόν λαμπάδες επτακόσες
Κεξήντα τρεις από κερί λευκό. Το στράτευμά μας
Τον Ιωάννην, λέγεται, κτυπάει της Αυστρίας.
Τέσσαρες μάγους έχουνε κρεμάσει. Της κυρίας
Δ' Αττίς ο σκύλος ο μικρός 'χρειάσθηκε να πάρη
Ένα κλυστήρι . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Κύριε δε Μπερζεράκ, θα κλείσης
Το στόμα σου, παρακαλώ ;
ΣΥΡΑΝΟ
Δευτέρα, δεν υπάρχει.
Τίποτε. Μόνον εραστήν η Λιγδαμίρα αλλάζει.
ΡΟΞΑΝΗ
Ω !
ΣΥΡΑΝΟ, του οποίου η όψις αλλοιούται επί μάλλον και μάλλον.
Τρίτη, 'στό Φονταινεμπλώ όλ' η αυλή πηγαίνει.
Τετάρτη, είπεν η Μογκλάτ 'στόν κόμητα Φιέσκον :
Όχι ! Την Πέμπτη : Η Μανσινί, βασίλισσα των Γάλλων,—
Ή και σχεδόν ! Παρασκευή, είπ' η Μογκλάτ 'στόν Φιέσκον :
Ναι. Και Σαββάτο, είκοσι και έξ . . .
(Κλείει τους οφθαλμούς. Η κεφαλή του πίπτει. Σιωπή).
ΡΟΞΑΝΗ, έκπληκτος διότι δeν ακούει τίποτε, στρέφεται, τον
παρατηρεί και εγειρομένη έντρομος.
Λειποθυμάει ;
(Τρέχει προς αυτόν κραυγάζουσα).
Ο Συρανό !
ΣΥΡΑΝΟ, ανοίγων τους οφθαλμούς διά φωνής αορίστου.
Τι τρέχει ; . . τι; . .
(Βλέπει την Ροξάνην κύπτουσαν επ' αυτού και, ζωηρώς, στερεόνων τον
πίλον του επί της κεφαλής του, και οπισθοδρομών μετά
φρίκης εν τη καθέδρα του).
Όχι ! σε βεβαιώνω,
Δεν είνε τίποτε ! Άφες με !
ΡΟΞΑΝΗ
Όμως . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Είν' η πληγή μου
Του Αράσου . . . που . . . καμμιά φορά... ξεύρεις...
ΡΟΞΑΝΗ
Πτωχέ μου φίλε!
ΣΥΡΑΝΟ
Αλλά δεν είνε τίποτε. Αυτό θα τελειώση.
(Μειδιών βεβιασμένως).
Τελείωσε!
ΡΟΞΑΝΗ, ορθία πλησίον του.
Καθένας μας έχει και την πληγή του.
Εγώχω πάντα ζωντανή, εδώ, την ιδική μου,
Εκείνη την παληά πληγή, εδώ, κάτω απ' το γράμμα
Που τo χαρτί κιτρίνισε, κιόπου μπορεί κανένας
Να δη ακόμα δάκρυα επάνω μέ το αίμα !
(Το λυκόφως άρχεται πίπτον).
ΣΥΡΑΝΟ
Το γράμμα του ! .. Δεν μούχες 'πή πως για να το διαβάσω
Μια μέρα θα μου τώδιδες ;
ΡΟΞΑΝΗ
Το γράμμα του; . . α ! θέλεις ; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι . . . . θέλω. . . σήμερα. . .
ΡΟΞΑΝΗ, δίδων αυτώ το εις τον λαιμόν της κρεμώμενον σακκίδιον.
Ιδού !
ΣΥΡΑΝΟ λαμβάνων αυτό.
Μπορώ να το ανοίξω ;
ΡΟΞΑΝΗ
Ναι, άνοιξε . . . και διάβασε !
(Επανέρχεται εις τον ιστόν της, τον συμπτύσσει, ταξιθετεί τα
μαλλία του).
ΣΥΡΑΝΟ, αναγινώσκων.
«Ροξάνη, θαποθάνω ! . .
Υγίαινε ! . .»
ΡΟΞΑΝΗ, σταματώσα, έκπληκτος.
Πώς ; δυνατά ;
ΣΥΡΑΝΟ, αναγινώσκων,
«Αγάπη μου, νομίζω,
Πως είν' απόψε· την ψυχήν έχω βαρειάν ακόμα
Από αγάπη ανέκφραστη, και θαποθάνω, τώρα!
Τα μεθυσμένα μάτιά μου, ποτέ, τα βλέμματά μου,
Που τάχαν». . .
ΡΟΞΑΝΗ
Πώς το γράμμα του διαβάζεις!
ΣΥΡΑΝΟ
«... Οπού τάχαν
Αιώνιο πανηγύρι των, δεν θα φιλήσουν πλέον
Πετώντας τα κινήματα των λατρευτών χεριών σου.
Κένα που είχες πειο πολύ συνετισμένο βλέπω.
'Σάν άγγιζες το μέτωπο, και θέλω να φωνάξω . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Α! πώς το γράμμα του αυτό διαβάζεις!
(Η νυξ έρχεται ανεπαισθήτως).
ΣΥΡΑΝΟ
«Και φωνάζω:
«Χαίρε! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Πώς το διαβάζεις!
ΣΥΡΑΝΟ
«Ω αγαπημένη φίλη,
«Ω θησαυρέ μου . . .»
ΡΟΞΑΝΗ
Με φωνή . . .
ΣΥΡΑΝΟ
«Αγάπη μου γλυκεία! . . »
ΡΟΞΑΝΗ
Με μια φωνή . . . που πρώτη μου φορά δεν την ακούω!
(Πλησιάζει όλως ηρέμα, χωρίς να την παρατηρή, διέρχεται της
καθέδρας, κύπτει άνευ θορύβου, παρατηρεί την επιστολήν. Η σκιά
αυξάνει).
«Ποτέ, ούτε για μια στιγμή δεν σ' άφησ' η καρδιά μου,
Κείμαι και θάμαι πάντοτε ως και στον άλλον κόσμον,
Εκείνος που σαγάπησεν ατέλειωτα, εκείνος . . .
ΡΟΞΑΝΗ, θέτουσα την χείρα της επί του ώμου του.
Πώς να διαβάζης ειμπορείς μέσ' το σκοτάδι τώρα;
(Ανασκιρτά, στρέφεται, την βλέπει πλησίον του, κάμει κίνημα
τρόμου κύπτει την κεφαλήν. Μακρά σιωπή. Έπειτα, εις το εντελώς
επελθόν σκότος, λέγει αύτη βραδέως ενούσα τας χείρας:)
Και χρόνια δεκατέσσαρα έπαιξε αυτό τον ρόλον
Του φίλου μου του γηραιού που με διασκεδάζει!
ΣΥΡΑΝΟ
Ροξάνη!
ΡΟΞΑΝΗ
Ήσουν συ λοιπόν!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι, Ροξάνη, όχι!
ΡΟΞΑΝΗ
Σαν τόνομά μου έλεγεν, έπρεπε να μαντεύσω!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι! δεν ήμουνα εγώ, Ροξάνη μου!
ΡΟΞΑΝΗ
Εσήσουν!
ΣΥΡΑΝΟ
Σορκίζομαι! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Τώρα εννοώ τον δόλον τον γενναίον:
Τα γράμματα, συ τάγραφες . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι!
ΡΟΞΑΝΗ
Τα λόγια εκείνα
Τα πύρινα και τα τρελλά, συ μου τα είπες . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι!
ΡΟΞΑΝΗ
Μέσα 'στήν νύκτα η φωνή εκείν' ήταν δική σου!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι, σορκίζομαι!
ΡΟΞΑΝΗ
Η ψυχή, δική σου.
ΣΥΡΑΝΟ
Δεν σηγάπων!
ΡΟΞΑΝΗ
Με αγαπούσες!
ΣΥΡΑΝΟ
Ήτανε ο άλλος!
ΡΟΞΑΝΗ
Μ' αγαπούσες!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι!
ΡΟΞΑΝΗ
Το λες πειο χαμηλά!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι γλυκειά μου αγάπη,
Όχι, δεν σαγαπούσα!
ΡΟΞΑΝΗ
Αχ! συμφορά μου, πόσα
Πράγματα που απέθαναν . . . και πόσα που γεννιώνται!
— Αχ! χρόνους δεκατέσσερες γιατί να σιωπήσης,
Αφού 'στό γράμμα του αυτό, που δεν ήταν δικό του,
Συ έχυσες το δάκρυ αυτό;
ΣΥΡΑΝΟ, τείνων αυτή την επιστολήν . .
Το αίμα 'νε δικό του.
ΡΟΞΑΝΗ
Τότε γιατί τη σιωπήν εκείνη την ουράνια
Να λύσουμε την σήμερον;
ΣΥΡΑΝΟ
Γιατί; . .
(Ο Λεμπρέτ και ο Ραγκενώ εισέρχονται δρομαίοι)
Οι αυτοί, ΛΕΜΠΡΕΤ και ΡΑΓΚΕΝΩ.
ΛΕΜΠΡΕΤ
Τι αφροσύνη!
Αχ! ήμουν βέβαιος εδώ πως είνε!
ΣΥΡΑΝΟ, μειδιών και ανορθούμενος.
Μπα! βεβαίως!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Κυρία, για να σηκωθή σκοτώθηκε!
ΡΟΞΑΝΗ
Θεέ μου!
Αυτή λοιπόν προτήτερα . . . αυτή η αδυναμία; . .
ΣΥΡΑΝΟ
Αλήθεια δεν τελείωσα το ημερολόγιόν μου:
. . . Και Σάββατον, είκοσι έξ, μιαν ώρα προ του δείπνου,
Ο κύριος δε Μπερζεράκ πεθαίνει σκοτωμένος.
(Αποκαλύπτεται· η κεφαλή του είνε κεκαλυμμένη υπό επιδέσμων)
ΡΟΞΑΝΗ
Τι λέγει; — Συρανό! — Θεέ! Πανιά 'στή κεφαλή του!
Αχ! Τι σου έκαμαν; Γιατί; . .
ΣΥΡΑΝΟ
«Μέν κτύπημα του ξίφους
Να πέσω από 'να ήρωα στο στήθος πληγωμένος! . . »
— Ναι τούτο έλεγα! . . αλλά η μοίρα είνε είρων! . .
Και να, που εκ των όπισθεν, μεφόνευσ' εξ ενέδρας
Είς δούλος μένα κτύπημα του ξύλου! Τι ωραία!
Το παν απέτυχα κι' αυτόν τον θάνατόν μου ακόμα!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Αχ! Κύριε!
ΣΥΡΑΝΟ
Ραγκενώ, μη κλαις μεγαλοφώνως τόσον!
(Τείνει προς αυτόν την χείρα).
Τι γίνεσαι, συνάδελφε;
ΡΑΓΚΕΝΩ, κλαίων πάντοτε.
Είμαι εις του Μολιέρου . . .
Κανδηλανάπτης, κύριε . . .
ΣΥΡΑΝΟ
Μολιέρος!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Αλλά θέλω
Να τον αφήσω αύριον! Να! Είμαι θυμωμένος!
Χθες τον Σ κ α π ί ν ο ν έπαιξαν και είδα πως σου 'πήρε
Μίαν σκηνήν!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ολόκληρον!
ΡΑΓΚΕΝΩ
Ναι, κύριε μου, όλον
Εκείνο, το περίφημον: «τι διάβολο, επήγε
Να κάμη . . .»
ΛΕΜΠΡΕΤ
Σου το έκλεψε ο Μολιέρος!
ΣΥΡΑΝΟ
Σώπα!
Σώπα! καλά 'κάνε!
(Εις τον Ραγκενώ).
Η σκηνή, εντύπωσιν μεγάλην
Βεβαίως έκαμε;
ΡΑΓΚΕΝΩ, ολολύζων.
Α, ναι, 'γελούσαν! εγελούσαν!
ΣΥΡΑΝΟ
Ναι, η ζωή μου ήτανε ενός που υποβάλλει
Και λησμονείται!
(Προς την Ροξάνην).
Τη βραδυά εκείνην ενθυμείσαι,
Που ο Χριστιανός σ' ωμίλησε απ' τον εξώστη κάτω;
Ε! λοιπόν! όλη μου η ζωή εκεί 'νε! Εν ώ κάτω
Έμενα εγώ, ανέβαιναν οι άλλοι για να δρέψουν
Της δόξης φίλημα! Αυτό είνε δικαιοσύνη!
Κεπάνω από τον τάφον μου επικροτώ. Ο Μολιέρος
Έχει το πνεύμα, ο Χριστιανός ήτον ωραίος!
(Την στιγμήν αυτήν ο κώδων του παρεκκλησίου ηχεί, και διέρχονται
αι καλογραίαι μεταβαίνουσαι εις την λειτουργίαν).
Ας πάνε
Να 'πούν την προσευχήν, αφού ο κώδων των κτυπάει!
ΡΟΞΑΝΗ
Ω! αδελφή μου! αδελφή!
ΣΥΡΑΝΟ
Κανένα μη ζητήσης!
Διότι 'στήν επιστροφήν εδώ δεν θάμαι πλέον!
(Αι καλογραίαι εισέρχονται εις το παρεκκλήσιον, ακούεται το
αρμόνιον).
Απ' την ζωήν μου έλειπεν ολίγη αρμονία . . .
Ιδού την! . .
ΡΟΞΑΝΗ
Ζήσε, σαγαπώ!
ΣΥΡΑΝΟ
Όχι, γιατί μονάχα
'Στο παραμύθι: «Σαγαπώ!:» 'σάν πουν στο ντροπιασμένο
Το βασιλόπουλον, αυτό την ασχημιά του νοιώθει
Να λυώνη μέσ' 'στόν ήλιον που χύνει εκείνη η λέξις!
Αλλ' όμως συ θα έβλεπες πως ίδιος εγώ μένω.
ΡΟΞΑΝΗ
Εγώμαι η δυστυχία σου! εγώ!
ΣΥΡΑΝΟ
Συ; . . τουναντίον!
Δεν ήξευρα τι θα ειπή γλυκύτης γυναικεία,
Η μάννα μου δεν μεύρισκεν ωραίον. Και δεν είχα
Καμμιά αδελφή. Αργότερα την είρωνα ερωμένη
Φοβόμουνα. Τουλάχιστον σε σένα μίαν φίλην
Απέκτησα. Χάρις σε 'σε εις την ζωήν μου μέσα
Επέρασ' ένα φόρεμα!
ΛΕΜΠΡΕΤ, δεικνύων αυτώ το φως της σελήνης, κατερχόμενον διά
μέσου των κλάδων.
Η άλλη σου η φίλη,
Να την, που βγαίνει να σε δη!
ΣΥΡΑΝΟ
Την βλέπω.
ΡΟΞΑΝΗ
Ένα πλάσμα
Μονάχ' αγάπησα κεγώ, και δυο φορές το χάνω!
ΣΥΡΑΝΟ
Λεμπρέτ, μέσα στ' οπάλλινο φεγγάρι θε νανέβω
Χωρίς να έχω σήμερα των μηχανών ανάγκην . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Τι λέγεις;
ΣΥΡΑΝΟ
Βέβαια, εκεί, που λέγω, θα με στείλουν
Να κάμω τον παράδεισον. Πολλές ψυχές 'κεί πάνω
Παγάπησα, εξόριστες θα είνε και θα εύρω
Και πάλιν τον Σωκράτην μου και Γαλιλαίον!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Όχι!
Είνε άδικον κ' ανόητον 'στό τέλος! Ναποθάνη
Έτσι ένας τέτοιος ποιητής! Καρδιά τόσον μεγάλη,
Και υψηλή!
ΣΥΡΑΝΟ
Να ο Λεμπρέτ γκρινιάζει!
ΛΕΜΠΡΕΤ, αναλυόμενος εις δάκρυα.
Αγαπητέ μου
Φίλε! . .
ΣΥΡΑΝΟ, υπεγειρόμενος, με το βλέμμα απλανές.
Τα παλληκάρια αυτά είν' οι Γασκόνοι . . . — Η μάζα
Η στοιχειώδης . . . όντως! να το hic . .,
ΛΕΜΠΡΕΤ
Την επιστήμην . . .
Έχει ακόμα κεις αυτό το παραλήρημά του!
ΣΥΡΑΝΟ
Έλεγεν ο Κοπέρνικος . . .
ΡΟΞΑΝΗ
Οίμοι!
ΣΥΡΑΝΟ
Αλλά ωσαύτως
Αλλά τι διάβολο αυτός επήγαινε να κάμη,
Τι διάβολο εζήταγε σεκείνη τη γαλέρα; . .
Φιλόσοφος και φυσικός
Και στιχουργός και μουσικός,
Και ξιφομάχος πρώτης
Κι' αεροπόρος ταξειδιώτης,
Γνώστης βαθύς του τικ και τακ.
Ερών — προς το κακόν του — επιμόνως,
Ενθάδε κείται ο Συρανό δε Μπερζεράκ,
Όστις το παν υπήρξε και μηδέν συγχρόνως.
. . . Αλλά συγγνώμην, δεν μπορώ, θα φύγω, με προσμένουν,
Απ' την Σελήνην έρχεται μια ακτίνα να με πάρη!
(Επαναπίπτει καθήμενος, τα δάκρυα της Ροξάνης τον ανακαλούν εις
την πραγματικότητα, την παρατηρεί, και θωπεύων τον πέπλον της).
Δεν θέλω τον Χριστιανόν τον αγαθόν εκείνον
Και ώμορφο και θελκτικό λιγώτερο να κλαίης.
Μονάχα θέλω κάποτε, όταν τα κόκκαλά μου
Τα πιάση η βαρυχειμωνιά, 'στόν πένθιμο αυτό πέπλο
Διπλό να χύνης δάκρυο, και το δικό του πένθος
Να γίνεται και πένθος μου.
ΡΟΞΑΝΗ
Σορκίζομαι! . .
ΣΥΡΑΝΟ, φρίσσων σφοδρώς και ανεγειρόμενος αίφνης.
Όχι! όχι!
Μέσα σαυτό το κάθισμα! Μη με κρατή κανένας! —
(Πηγαίνει και στηρίζεται επί του δένδρου).
Μόνο το δένδρο!
(Σιωπή)
Έρχεται. Τα πόδια μου παγώνουν.
Τα χέρια μου βαραίνουν. Μα . . . στο δρόμον αφού είνε,
Εγώ θα τον προσμένω ορθός,
(Σύρει το ξίφος)
και με σπαθί στο χέρι!
ΛΕΜΠΡΕΤ
Ω Συρανό μου!
ΡΟΞΑΝΗ
Συρανό!
(Όλοι οπισθοδρομούν έντρομοι).
ΣΥΡΑΝΟ
Νομίζω ότι κυττάζει . . .
Ότι την μύτη μου τολμά να βλέπη, αυτός ο φίλος! . .
(Εγείρει το ξίφος).
Τι λέγεις; . . Είν' ανωφελές; . . Το ξεύρω! Αλλά όμως
Με την ελπίδα πάντοτε της νίκης δεν κτυπώνται!
Όχι! είνε ωραιότερο πολύ οπόταν είνε
Ανωφελές! — Ποιοί είν' όλοι των αυτοί; Μην είσθε χίλιοι!
Α! όλους σας τους παλαιούς εχθρούς μου αναγνωρίζω!
Το Ψεύδος;
(Κτυπά το κενόν με το ξίφος).
Μπα! Κυττάξετε! χα! χα! χα! αι Ατιμίαι.
Η Ανανδρία, η Πρόληψις! . .
(Κτυπά).
Να συνθηκολογήσω;
Ποτέ! ποτέ! — Α! να και συ, εδώσαι, η Μωρία!
— Το ξεύρω θα με ρίψετε 'στό τέλος! Δεν με μέλλει!
Εγώ κτυπώμαι πάντοτε, κτυπώμαι! Ναι! τα πάντα
Μου αποσπάτε, όλα μου την δάφνην και το ρόδον!
Πάρτε τα όλα! Κάτι τι όμως μαζύ μου παίρνω
Στο πείσμα σας, και 'σάν εμπώ απόψε 'στού θεού μας,
Το ουράνιο κατώφλιον με τον χαιρετισμόν μου
Θε να σαρώσω, κάτι τι χωρίς καμμιά κηλίδα,
Καμμιά πτυχή, στο πείσμα σας παίρνω μαζύ,
(Ορμά με το ξίφος υψωμένον).
κιαυτό 'νε . . .
(Το ξίφος πίπτει εκ των χειρών του, κλονίζεται, πίπτει εις τους
βραχίονας του Λεμπρέτ).
ΡΟΞΑΝΗ, κύπτουσα και φιλούσα το μέτωπόν του.
Κιαυτό 'νε; . . .
ΣΥΡΑΝΟ, ανοίγει τους οφθαλμούς, την αναγνωρίζει και μειδιά.
Το λοφίον μου.
Α Υ Λ Α Ι Α
ΙΩΑΝΝΟΥ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ,
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ — 44 ΣΤΑΔΙΟΥ 44
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ
Βικέλα Δ. | Λουκής Λάρας έκδ. 1920. |
Καμπούρογλου Δ. | Τοπωνυμικά Παράδοξα. |
» | Διηγήματα. |
» | Αθηναϊκά Παραμύθια. |
Καρκαβίτσα Α. | Λόγια της πλώρης τόμ. 2. |
» | Παλιές Αγάπες. |
» | Ο Ζητιάνος. |
» | Η Λυγερή. |
» | Διηγήματα. |
» | Ο Αρχαιολόγος (τυπούται). |
Λυκούδη Εμμ. | Κίμων Ανδρεάδης — Οι Νεμρώδ της Λαυρεωτικής, |
» | Οδοιπορικαί Εντυπώσεις, Ρόδος, Δωδεκάνησα κλπ. |
» | Σελίδες — Ποικίλα. |
Μελά Σπ. | Κόκκινο Πουκάμισο. |
» | Ο Γυιός του Ίσκιου. |
Ξενοπούλου Γρ. | Θέατρον τόμ. α' και β'. |
» | Θέατρον τόμ. γ' (τυπούται). |
» | Η Μητρυιά. |
» | Ο Πόλεμος (1912 — 1913). |
» | Κόκκινος Βράχος έκδ. Β'. |
» | Η Τιμή του Αδελφού τόμ. 2. |
Παλαμά Κ. | Η Φλογέρα του Βασιλιά. |
» | Τάφος. |
Σκόκου Κ. | Το Ελληνικόν Διήγημα, ήτοι απάνθισμα εκλεκτών διηγημάτων της νεο ελληνικής λογοτεχνίας μετά γραμματολογικού σημειώματος και των εικόνων των συγγραφέων. Τόμ. Α' περιλαμβάνων 31 διηγήματα. |
Σκόκου Κ. |
Το Ελληνικόν Διήγημα τόμ. Β' περιέχων 37 διηγήματα μετ' εικόνων των συγγραφέων. Τα παράξενα της ζωής (σελίδες ημερολογίου) ευθυμογραφήματα, κοινωνιολογικά σκαλαθήρματα, εικόνες, τύποι, χαρακτηρισμοί, εντυπώσεις. |
Στρατήγη Γ. | Τραγούδια του Νησιού. |
» | Τι λεν τα κύματα. |
Τιμάται Δρχ. 7.