Title: Διηγήματα
Author: Emmanouel D. Rhoides
Release date: May 26, 2010 [eBook #32529]
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni. First two corrections by George Canonis
Produced by Sophia Canoni. First two corrections by George Canonis
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words have been included in &.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Δ. ΠΕΤΡΟΚΟΚΚΙΝΟΥ και Α. Μ. ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ
— Τα εφήμερα. — Ιστορία ενός τουφεκισμού.
— Πανδαμάτειρα και Πανδαμάτωρ.
— Η Μηλιά. — Μονόλογος ευαισθήτου.
— Η πρώτη του μονομαχία. — Κυνομυομαχία.
— Τα ευτυχήματα της αρρώστειας.
— Το θέατρον του Γιλδίζ Κιoσκ.
— Άγιος Σώστης. — Ορέστης και Πυλάδης.
— Χρυσηίς. — Ημερολόγιον ομογενούς.
— Ιστορία ενός πιθήκου. κλπ.
Φυλλομετρών ημέραν τινά τας περί τα ζώα ιστορίας του Αριστοτέλους έτυχε ν' αναγνώσω εν αυταίς τα εξής:
«Περί τον Ύπανιν ποταμόν, τον περί Βόσπορον Κιμμέριον, υπό τροπάς θερινάς καταφέρονται υπό του ποταμού οίον θύλακοι μείζους ρωγών, εξ ων ρηγνυμένων εξέρχεται ζώον πτερωτόν τετράπουν· ζη δε και πέτεται μέχρι δείλης, καταφερομένου δε του ηλίου απομαραίνεται και άμα δυομένου αποθνήσκει, βιώσαν ημέραν μίαν, διό και καλείται εφήμερον. (Περί τα ζώα Ιστορ. Ε'., ιθ')». Πρώτην φοράν ήκουον περί των ημεροβίων τούτων τετραπόδων των γενομένων εκ των ρωγών επειδή δε εγένετο λόγος εις την αυτήν σελίδα περί «κωνώπων, α γίνονται εκ της περί το όξος ιλύος» και περί σαλαμάνδρας, «ή δια πυρός βαδίζουσα κατασβέννυσι το πυρ», έκλινα να κατατάξω και τα εφήμερα εις την κατηγορίαν των παραδόξων ακουσμάτων. Δεν ηξεύρω όμως πώς έτυχε να εγχαραχθή εις την μνήμην μου το αριστοτελικόν τούτο χωρίον και πώς με ήγαγεν έπειτα να εξετάσω τίνα πράγματι είνε τα εφήμερα ταύτα.
Εύκολος υπήρξεν η ικανοποίησις της περιεργείας μου, διότι το χωρίον τούτο του Σταγειρίτου είχεν ελκύση από πολλού πλην της εμής την προσοχήν πλήθους φυσιοδιφών. Κατά τας ερεύνας αυτών τα εφήμερα πράγματα υπάρχουσι, και μάλιστα αφθονούσιν όχι μόνον εις τον Ύπανιν του Κιμμερίου Βοσπόρου, αλλά και εις πάντα σχεδόν άλλον της Ευρώπης ποταμόν. Είνε δε ταύτα τετράπτερα έντομα του είδους των νευροπτέρων, διανύοντα εντός του ύδατος την εμβρυώδη περίοδον του βίου των, εξερχόμενα έπειτα τέλεια εξ αυτού και επί τινας μόνον ώρας ζώντα.
Μέχρι του Ρεωμύρου επιστεύετο, ότι τα έντομα ταύτα δεν συζεύγονται, μη έχοντα καιρόν προς τούτο, αλλ' ο φυσιοδίφης ούτος απέδειξε, και έπειτα παρά των άλλων εβεβαιώθη, ότι ο έρως είνε απ' εναντίας η μόνη του βραχυτάτου βίου των ασχολία. Αφ' ετέρου όμως δεν περισσεύει εις αυτά καιρός προς φαγητόν, και δια τούτο ίσως εθεώρησε περιττόν η Θεία Πρόνοια να τα προικίση διά στόματος καταλλήλου προς κατάποσιν τροφής.
Τα έντομα ταύτα διήρεσαν οι επιστήμονες εις γένη και είδη, κατεμέτρησαν το μήκος της νευρικής αλύσου των γαγγλίων των, διέκριναν τους ταρσούς αυτών και ηρίθμησαν τα εν τη κοιλία των ωά, τα οποία ευρέθησαν οκτακόσια.
Τα εφήμερα δύναταί τις να παρατηρήση προ πάντων τας μεσημβρινάς ώρας του θέρους, εξορμώντα εκ του ύδατος ανά πυκνά σμήνη και ομοιάζοντα μικράς καταλεύκους πεταλούδας δύο περίπου εκατοστομέτρων μήκους. Είς τινας χώρας και ιδίως εν Βελγίω και ενιαχού της Γαλλίας είναι κατά τας υγράς ημέρας του θέρους τόσον πολλά, ώστε σχηματίζουσι νεφελώδη θόλον υπεράνω του ρύακος ή της λίμνης. Τα νέφη ταύτα μένουσι μετέωρα επί τρεις ώρας, όσον δηλ. διαρκεί ο βίος των αποτελούντων ταύτα ζωυφίων, περί δε την δύσιν της μόνης αυτών ημέρας τα πτώματα αυτών αρχίζουσι να καταπίπτωσιν ως μικραί νιφάδες χιόνος, τας οποίας καταπίνουσιν απλήστως οι ιχθύες. Τα εφήμερα ουδέποτε αναπαύονται, αλλ' η ζωή αυτών συνοψίζεται εις έν μόνον τρίωρον ή τετράωρον πτερύγισμα. Ολίγας δε στιγμάς προ του θανάτου, καταπίπτουσιν εκ της γαστρός της θηλείας εν σχήματι βότρυος τα ωά, τα επί τινας στιγμάς επιπλέοντα και έπειτα βυθιζόμενα εις το ύδωρ του ποταμού. Σοφός τις φυσιοδίφης, ο Μαρέσιος (Desmarets), αν ενθυμούμαι καλώς, ωθούμενος υπό της περιεργείας, επεχείρησε και κατόρθωσε να χωρίση τα άρρενα εφήμερα από των θηλέων, και τότε ο βίος αυτών παρετάθη από τεσσάρων εις εικοσιτέσσαρας ώρας, μετά τας οποίας τα θύματα ταύτα της επιστήμης απέθαναν παρθένα εκ της λύπης πιθανώς και της πλήξεως, αντί ν' αποθάνωσιν εξ υπερβολής έρωτος και ηδυπαθείας, ως ώρισεν αυτοίς ο πανάγαθος Θεός. Τοιαύτη είναι η ανελλιπής των εφημέρων βιογραφία, η όσον και ο βίος αυτών βραχεία.
Θερινήν τινα ημέραν, προ ετών πολλών, δεν ενθυμούμαι ακριβώς πόσων, αφού επρογευμάτισα ευθύμως μετά τινων φίλων εις το παρά την όχθην του Κηφισσού, του έχοντος τότε ύδωρ, εστιατόριον της Κολοκυνθούς, αφήκα αυτούς παραδιδομένους εις την μακαριότητα του μεταμεσημβρινού ύπνου και ηκολούθησα μόνος την άγουσαν εις τα Σεπόλια παρά την όχθην του ρύακος οδόν. Αφού επί τινα ώραν επεριπάτησα, κατέφυγα προς ανάπαυσιν υπό την σκιάν υπερκειμένου του ρεύματος δένδρου. Ήτο ημέρα Κυριακή, ώρα περί την δευτέραν μετά μεσημβρίαν, και εκ τούτου απόλυτος επεκράτει περί εμέ σιωπή και ερημία. Ο καύσων δεν ήτο υπερβολικός· τον ήλιον εσκίαζον λευκά τινα νέφη και ελαφρά εκ διαλειμμάτων πνοή ανέμου έσειε τα καλάμια και τα έκαμνε να συγκύπτωσι προς άλληλα, ως αν εκρυφομίλουν. Αλλά την προσοχήν μου είλκυσε προ πάντων το πλήθος των υπεράνω του ύδατος ισταμένων εντόμων και ιδίως αι απειράριθμοι χρυσαλλίδες. Ουδαμού έτυχε να ίδω τόσον πολλάς, τόσον μικράς και τόσον ομοιομόρφως λευκάς. Το πλήθος και η λευκότης αυτών ανεκάλεσαν εις την μνήμην μου όσα είχον αναγνώση περί των εφημέρων, και μετ' αυτών όσας η τύχη των εντόμων τούτων μοι υπηγόρευσε πολλάκις, εν συγκρίσει προς την ανθρωπίνην, μελαγχολικάς σκέψεις. Γνωστόν είνε ότι μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως υπάρχει μέση τις κατάστασις, κατά την οποίαν ούτε εντελώς έξυπνος είνε τις ούτε κοιμάται ακόμη. Εις τοιαύτην τινά κατάστασιν αποχαυνώσεως, ουχί αμοίρου ηδυπαθείας, με είχε βυθίση η μόνωσις, η ηρεμία, κατά τι δε ίσως και οι ατμοί των δύο ή τριών κατά το πρόγευμα ποτηρίων οίνου. Δύσκολον εκ τούτου είνε να ορίσω κατά πόσον μετείχον αναμνήσεως αναγνωσμάτων, ρεμβασμού και ενυπνίου όσα κατά την ώραν εκείνην εσκέφθην ή ωνειρεύθην,
Μ' εφάνη ότι αι πτερυγίζουσαι υπεράνω του ρεύματος του Κηφισσού χρυσαλλίδες και τ' άλλα περιβομβούντα γύρω μου πτερωτά έντομα ήσαν εφήμερα, ότι ο βόμβος αυτών ήτο γνώριμος εις εμέ γλώσσα, και ότι τελείως κατενόουν τον εξής μεταξύ δύο εξ αυτών διάλογον·
— Σεβάσμιε πρεσβύτα, έλεγε το νεώτερον εις το άλλο, έχεις ηλικίαν τουλάχιστον τεσσάρων ωρών και επομένως μακράν πείραν του κόσμου. Ευδόκησε λοιπόν να με συμβουλεύσης, εμέ τον νέον και άπειρον, τι πρέπει να κάμω διά να ευτυχήσω.
— Τέκνον μου, απήντησε ο ερωτώμενος, αληθές είνε ότι είμαι γέρων όχι όμως όσον φαίνομαι. Τα πάθη και αι λύπαι μ' έκαμαν να γηράσω προώρως. Δεν έχω ηλικίαν ανωτέραν τριών ωρών. Πολλά όμως είδον και υπέφερα κατά το διάστημα τούτο. Θα σε είπω τα σφάλματα, τα οποία με κατέστησαν δυστυχή και ειμπορείς συ ν' αποφύγης και να ευτυχήσης. Ως δύνασαι να παρατηρήσης, η κεφαλή μου είνε μεγαλειτέρα της ιδικής σου και της των άλλων εφημέρων και εντός αυτής εφύτρωσαν και ανεπτύχθησαν αλλόκοτοι τινες ιδέαι, διά τας οποίας δεν θα υπήρχε, τόπος εντός κεφαλής συνήθους μεγέθους. Όπως συ, υπήρξα και εγώ νέος, αλλά έχασα την νεότητά μου.
Ολίγον μετά την γέννησίν μου απήντησα ωραιοτάτην εφημέρισσαν· είχε ηλικίαν δέκα λεπτών και εγώ ενός τετάρτου της ώρας. Ήτο δε διά τους δύο η αληθινή του έρωτος εποχή. Αλλ' αντί να της εκθέσω καθαρά και χωρίς περιφράσεις τι επιθυμώ παρ' αυτής, επεθύμητα, ως έχων μεγαλειτέραν κεφαλήν, να διακριθώ των συνήθων εραστών, να φανώ μεγαλόκαρδος, υπερευαίσθητος, ποιητικός. Εκείνη ήτο φιλάρεσκος και κάπως φαντασμένη και επίστευσεν, ότι ήτο αληθώς αξία των ύμνων τους οποίους ετόνιζα εις τιμήν της. Όταν λοιπόν, αφού την απεθέωσα, ηθέλησα να την μεταχειρισθώ ως εύμορφην θνητήν, ενόμισεν ότι επέβαλεν εις αυτήν η αποθέωσις να υποκριθή ολίγην αντίστασιν εις τους πόθους μου, και εγώ ο μεγαλοκέφαλος βλαξ, αντί να αψηφήσω την σκιάν εκείνην αντιστάσεως και να προβώ από των μεταφυσικών εις τα φυσικά, ως η ερωμένη μου ήλπιζε βεβαίως και επεθύμει, ήρχισα να παραπονούμαι και να μεμψιμοιρώ, να γίνωμαι ελεγειακός, μονότονος και επί τέλους ανιαρός. Κατ' εκείνην την στιγμήν επτερύγισε πλησίον μας άλλος τις νέος εφήμερος, πολύ φρονιμότερός μου, αν και η κεφαλή του ήτο μικροτέρα, όστις χωρίς πολλά πρωίμια και περιττά λόγια, ήρπασε την λατρευτήν μου από την μέσην. Τους είδα ν' απομακρύνωνται πληρέστατα συνεννοημένοι, και μάλιστα αγκαλιασμένοι και απέμεινα ταπεινωμένος, απαρηγόρητος, κατησχυμένος, καταρώμενος την άπιστον και την Θείαν Πρόνοιαν και ευρίσκων ατελεύτητον τον αναμένοντά με δίωρον ακόμη βίον. Εις θρήνους και παράπονα έχασα μίαν ώραν, κατά το διάστημα της οποίας εύκολον ήτο ν' ανεύρω δέκα άλλας εφημέρους, προθύμους να με αποζημιώσουν διά την απώλειαν της μιας. Όταν ενόησα επί τέλους το σφάλμα μου, τούτο ήτο ανεπανόρθωτον, διότι ήμην ήδη γέρων εις ηλικίαν δύο ωρών. Αι νέαι εφήμεροι διήρχοντο πλησίον μου χωρίς να με κυττάξουν, ή αν έστρεφον προς εμέ το βλέμμα, τούτο ήτο ψυχρόν ή και περιφρονητικόν. Αλλ' αρκετά σ' εφλυάρησα, νεανίσκε μου, ενώ αι στιγμαί σου είνε πολύτιμοι. Θα ήτο κίνδυνος να σε κάμω να περιπέσης εις το σφάλμα, από το οποίον ζητώ να σε προφυλάξω, αν σε ωμίλουν μακρότερον περί αυτού. Εγεννήθης προ ημισείας ώρας και δεν έχεις καιρόν να χάσης. Ιδού, βλέπω μίαν εφήμερον, η οποία διερχόμενη πλησίον μας σ' εκύτταξε μετά συμπαθείας. Πέταξε να την φθάσης. Αλλ' αισθάνομαι ότι έφθασεν η τελευταία μου στιγμή. Χαίρε, μικρέ μου φίλε.
Ταύτα λέγων περιεδινήθη ο πρεσβύτης ως κροκίς λευκού ερίου εις τον αέρα και έπεσεν άπνους εις το νερόν, καθ' ην στιγμήν κατέφθανεν ο σύντροφός του την υποδειχθείσαν εφήμερον και περιεπτύσσετο αυτήν τόσον σφιγκτά, ώστε εφαίνετο το ζεύγος έν μόνον έντομον με οκτώ πτερά.
Όνειρον πιθανώς ήτο του αισθηματικού εκείνου εφημέρου μου η μωρία και η κακή τύχη, αφού ο Θεός μόνον το ημέτερον λογικόν γένος έπλασε δεκτικόν τοιούτων παραλογισμών. Αλλ' αν ήτο εκείνο όνειρον, βέβαιον απ' εναντίας και αναμφισβήτητον είνε ότι δεν υπάρχουσιν άλλα ούτε επίγεια, ούτε υδρόβια ουδ' εναέρια πλάσματα ζηλευτότερα των εφημέρων. Γεννώνται, αγαπώσι και αποθνήσκουσιν ανταλλάσσοντα φίλημα, εις το οποίον εξατμίζεται η μικρά αυτών ψυχή. Ουδέν άλλο έχουσιν εις τον κόσμον να πράξωσιν, ουδέ περί των συνεπειών των φιλημάτων αυτών να φροντίσωσιν, αφού αρκεί ν' αφήση η θήλεια να καταπέσωσιν εις το ύδωρ τα ωά της διά ν' ασφαλισθή των απογόνων της η τύχη. Μόνα τα εφήμερα δεν κινδυνεύουσι να προσκρούσωσιν εις μακράν αντίστασιν ερωμένης, διά τον λόγον ότι είνε ακαταμάχητον το επιχείρημα· «Κυρία μου, δεν έχομεν καιρόν». Αλλ' ουδέ έριδας έχουσι να φοβώνται, ούτε ζηλείαν γνωρίζουσιν, ούτε αστασίαν, ούτε ψυχρότητα, ούτε εγκατάλειψιν ή απιστίαν, διά τον λόγον ότι ουδέ διά ταύτας δεν περισσεύει καιρός. Είνε τα μόνα πλάσματα, διά τα οποία είνε ο έρως ρόδον άνευ ακανθών. Πώς δε να μη θεωρήσωμεν ως μέγιστον αυτών ευτύχημα, ότι ουδέν ούτε πράττουσιν, ούτε αισθάνονται δις κατά το διάστημα του βίου αυτών, ενώ πάσα ημών απόλαυσις, οσάκις επαναλαμβάνεται, αποβάλλει μέγα μέρος του προτέρου αυτής θελγήτρου; Η ηδονή ημών δύναται να ομοιωθή προς ποτήριον γενναίου οίνου, το οποίον πίνομεν κατά μικράς δόσεις και μετά πάσαν ρόφησιν γεμίζομεν δι' ύδατος το ποτήριον, μέχρις ου καταντήσωσιν ανούσιον απόπλυμα αι τελευταίαι.
Όσον ακριβέστερον εξετάζω τα πράγματα τόσον μάλλον κλίνω να πιστεύσω, ότι το εφήμερον είνε το μόνον του Θεού πλάσμα, εις το οποίον δεν αρμόζει το δυνάμενον περί των λοιπών και προ πάντων περί του ανθρώπου να ρηθή, ότι κάλλιον θα ήτο να μη γεννηθή.
Μόνον το εφήμερον περί ουδενός έχει να σκεφθή ή ν' αποφασίση· ζη την μικράν αυτού ζωήν πτερυγίζον χωρίς ουδέποτε να σταθή ή να στραφή να κυττάξη προς δεξιάν ή αριστεράν· το τέλος του επέρχεται άνευ νόσου, άνευ οδύνης και άνευ τρόμου του θανάτου· δεν αισθάνεται εξαντλουμένας του σώματος και της ψυχής του τας δυνάμεις, αλλ' αποθνήσκει διά μιας εντός δευτερολέπτου, κατά την διάρκειαν ερωτικού σπασμού.
Κατ' αντίθεσιν προς το τρισόλβιον τούτο έντομον αναγκαζόμεθα ημείς δεκάκις της ημέρας να σκεπτώμεθα και ν' αποφασίζωμεν περί παντοίων πραγμάτων. Την απόφασιν παρακολουθεί πλειστάκις η μετάνοια, η δε ταλάντευσις και έλλειψις αποφάσεως είνε βάσανος οδυνηρά. Τον βίον ημών ευρίσκομεν βραχύν, αλλά συγχρόνως και πάσαν ώραν αυτού μακράν. Μόνα εξ όλων των ζώντων έχουσι τα εφήμερα το πλεονέκτημα να μη τρώγωσι, του δε ανθρώπου ο πολυσύνθετος επιούσιος άρτος κατήντησε σήμερον τοσούτον δυσπόριστος, ώστε μη εξαρκούντος πλέον του Θεού αναγκάζονται πολλοί να ζητήσωσιν αυτόν παρά του διαβόλου.
Ως τα τάγματα κατά στρατιωτικήν επιθεώρησην, ούτω παρήλαυνον αλλεπάλληλοι εις την μνήμην μου όλαι αι αθλιότητες του ανθρωπίνου βίου. Αύται είνε τόσον γνωσταί και αναμφισβήτητοι και τοσάκις περιεγράφησαν και εθρηνήθησαν από του Εκκλησιαστού και του Ιερεμίου μέχρι του Σοπεγχάουερ και Λεοπάρδη, ώστε κατήντησαν κοινοί τύποι. Κατ' ουδέν όμως συνετέλεσεν η πείρα εις συνετισμόν των λεγομένων λογικών όντων και ουδεμία παρ' αυτών κατεβλήθη προσπάθεια, όπως περιορισθή η εγκειμένη τη ανθρωπίνη φύσει αθλιότης εις τον ελάχιστον αυτής όρον. Ο βίος ομολογείται πάλη κατά παντοίων δεινών και ο μόνος τρόπος μετριασμού αυτών θα ήτο να περισυλλεχθή και συσταλή, ούτως ειπείν, ο υφιστάμενος ταύτα, ώστε να παρουσιάζη μικροτέραν όσον το δυνατόν επιφάνειαν εις τας πληγάς· αντί τούτου ουδέν άλλο φαίνεται επιζητών ή μόνην την επέκτασιν αυτής, ήτοι την αύξησιν των φροντίδων και των βασάνων του. Μη αρκούμενος να ζήση και ν' αποθάνη όπου έτυχε να γεννηθή, περιέρχεται την γην όλην, καταβαίνει εις τα σπλάγνα αυτής και τους βυθούς της θαλάσσης ή ζητεί ν' ανυψωθή εις τον αέρα, να ζήση ου μόνον ως επίγειον πλάσμα, αλλά και ως οψάριον ή πτηνόν. Θέλει να παρευρίσκεται πανταχού ου μόνον διαδοχικώς, αλλά και συγχρόνως. Πας φλύαρος αντί να ενοχλή διά της αδολεσχίας του μόνους τους ακροατάς του, κατορθώνει διά των ανταποκρίσεων αυτού ή διά του τύπου να φλυαρή συγχρόνως εν Παρισίοις, εν Ρώμη, εν Πετρουπόλει, εν Νέα Υόρκη και Πεκίνω.
Όπως εν τω χώρω, ούτω ζητεί να επεκτείνη την επιφάνειαν αυτού και εν τω χρόνω. Την διάρκειαν του βίου αυτού ευρίσκει πολύ βραχείαν. Αληθές είναι ότι διέρχεται τα τρία τέταρτα αυτής χασμώμενος ή στενάζων, αλλ' εβδομήκοντα ή ογδοήκοντα έτη δεν αρκούσιν εις αυτόν διά να χορτάση τα χασμήματα και τους στεναγμούς. Επί πολλούς αιώνας ανεζήτουν αντίδοτον κατά του θανάτου οι αλχημισταί, και από των χρόνων του Ουφελάνδου κατετάχθη εις τας επιστήμας η λεγομένη Μακροβιωτική. Αν πιστεύσωμεν τους ιατρούς και τας στατιστικάς, κατωρθώθη ήδη είς τινας χώρας και ιδίως την Αγγλίαν η παράτασις του πριν συνήθους μέσου όρου του βίου κατά δύο ή τρία έτη. Ουδ' ως σταγών όμως ύδατος δύναται να θεωρηθή η τριάς αύτη ετών εν συγκρίσει προς την βασανίζουσαν τον άνθρωπον δίψαν εκτάσεως της διαρκείας αυτού, την οποίαν δεν δύναται επί του παρόντος να ικανοποιήση άλλως ή φανταζόμενος έν οίον δήποτε είδος υπάρξεως εν σπέρματι προγενεστέρας της γεννήσεως, ή άλλο παρατεινόμενον μετά τον θάνατον αυτού.
Δεν εννοώ διά τούτων ούτε την πυθαγόρειον μετεμψύχωσιν, ούτε το περί αθανασίας της ψυχής Χριστιανικόν δόγμα, αλλ' άλλο τι τελείως άσχετον προς την φιλοσοφίαν και την θρησκείαν, την μανίαν της καταγωγής εξ επιφανών προγόνων και τον πόθον της κληροδοτήσεως διαρκούς μνήμης της διαβάσεως ημών διά του κόσμου εις τας έπειτα γενεάς. Πολλοί εναβρύνονται πιστεύοντες, ότι το υποκείμενον αυτών προϋπήρχε λανθάνον παρά τοις ενδόξοις προγόνοις, οίτινες εγέννησαν τους μέλλοντας να γεννήσωσιν αυτούς, κατορθούντες ούτω να επεκτείνωσιν επί τινας αιώνας την ύπαρξιν αυτών εν τω παρελθόντι. Τούτων η μωρία είναι προφανής· αλλ' αν εξετάσωμεν ακριβώς τα πράγματα δύσκολον είνε να θεωρήσωμεν ως ολιγώτερον μωρούς τους φλεγομένους υπό του πόθου επιβιώσεως του ονόματος αυτών παρά τοις μεταγενεστέροις. Αλλόκοτον όσον και κοινόν είναι το αίσθημα το άγον ημάς να μεριμνώμεν περί γεγονότων, τα οποία ενδέχεται να επέλθωσιν, ότε δεν θα υπάρχωμεν πλέον, και ν' αποδίδωμεν μεγάλην σημασίαν εις την περί ημών γνώμην ανθρώπων, οίτινες δεν εγεννήθησαν ακόμη. Μεθύομεν προκαταβολικώς δι' οίνου, τον οποίον ουδέποτε θα πίωμεν. Ο πάγκοινος και ανεκρίζωτος εκ της καρδίας ημών πόθος μακράς υπάρξεως μ' εφαίνετο κατά την στιγμήν εκείνην τόσον άτοπος και παράλογος, ώστε ησχυνόμην ν' ανήκω εις το μωρόν και τρισάθλιον ανθρώπινον γένος και εζήλευα τας πετώσας υπεράνω του ρεύματος μικράς χρυσαλλίδας, τας οποίας επέμενα να ταυτίζω μετά των τρισολβίων εφημέρων.
(Ημερολόγιον «Νεολόγου» Αθηνών 1828)
Αφίνοντες άθικτον το πολύπλοκον ζήτημα της ανάγκης της θανατικής ποινής, τούτο μόνον αρκούμεθα περί των τελευταίων αθρόων καρατομήσεων να παρατηρήσωμεν, ότι προς επιτυχίαν του κυριωτάτου αυτής σκοπού, ήτοι της εκφοβίσεως των υποψηφίων φονέων, εθεωρήθησαν πανταχού και πάντοτε δύο τινά ως απαραίτητα, η εφαρμογή της φοβεράς ποινής, εφ' όσον είνε ακόμη νωπή η εκ του κακουργήματος εντύπωσις, και η εκτέλεσις αυτής εις τον τόπον όπου τούτο διεπράχθη. Την αγγελίαν της απορρίψεως της αναιρέσεως και της αιτήσεως χάριτος κομίζει εν Γαλλία εις τον κατάδικον αυτός ο ιερεύς ο επιφορτισμένος να τον εξομολογήση, ακολουθούμενος παρά πόδας υπό του δημίου. Μεταξύ του φόνου του αρχιεπισκόπου των Παρισίων και της καρατομήσεως του φονέως εμεσολάβησαν ένδεκα μόνον ημέραι, εντός των οποίων ανεκρίθη, εδικάσθη, κατεδικάσθη και απεκεφαλίσθη. Η τοιαύτη σπουδή ήτο αληθώς κάπως έκτακτος, άλλα και ο συνήθης μέσος όρος του μεταξύ της καταδίκης και της εκτελέσεως αυτής χρόνου σπανίως υπερβαίνει τας δύο εβδομάδας, ως δύναταί τις να πεισθή αναπολών εις την μνήμην του τα κατά την καρατόμησιν του Λαπομμερί, του Τρόπμαν, του Δεβιέζ, του Πράδον, του Πραντζίνη και των άλλων ονομαστών κακούργων. Και εφ' όσον μεν η υπόθεσις ευρίσκεται εκκρεμής προ του ακυρωτικού, ο κατάδικος δύναται ευλόγως να ελπίζη, άμα δε ουδέν έχει πλέον να ελπίση, η απελπισία του δεν παρατείνεται πέραν της ημισείας ώρας, όση δηλ. απαιτείται διά να ενδυθή, εξομολογηθή και να μεταβή εκεί όπου επήχθη η λαιμητόμος. Ούτω γίνεται και εις την Αυστρίαν, την Ιταλίαν. την Αγγλίαν και την Γερμανίαν με μόνην την διαφοράν ότι εις τα δυο τελευταία κράτη είνε ακόμη βραχύτεραι αι προθεσμίαι. Η εντός ωρισμένου και ουχί μακρού χρόνου εκτέλεσις της θανατικής αποφάσεως εθεωρήθη πανταχού επιβαλλομένη, όχι μόνον προς επιτυχίαν του σκοπού της ποινής αλλά και υπό του οφειλομένου εις τον μέλλοντα να την υπομείνη ανθρωπίνου οίκτου. Εις τι τω όντι δύναται να χρησιμεύση η παράτασις της αγωνίας του ουδέν πλέον δικαιουμένου να ελπίζη ;
Τα ανωτέρω, τα απανταχού ισχύοντα, φαίνονται τόσον αναμφισβητήτως δίκαια, φιλάνθρωπα και ορθά, ώστε άλυτον αίνιγμα απομένει πώς μόνον αι Ελληνικαί κυβερνήσεις κατώρθωσαν να προτιμήσωσι τα ακριβώς εναντία. Η μετά πάροδον ολοκλήρων ετών θανάτωσις του φονέως άγει αυτούς εκείνους τους εν αρχή μετ' αδημονίας ερωτώντας «διατί δεν κόπτουν το θηρίον», να ερωτώσι «διατί σφάζεται ο άνθρωπος», αφού λησμονηθή το έγκλημά του. Ο πριν και παρ' ημίν συνήθης εν αυτώ τω τόπω όπου διεπράχθη το κακούργημα αγνισμός αυτού διά του αίματος του επί μακρόν χρόνον μαστίσαντος την επαρχίαν γνωστού εις πάντας κακούργου, ήτο βεβαίως πολύ σωφρονιστικότερος της σφαγής εις άλλον τόπον αγνώστου εις τους παρισταμένους καταδίκου. Και τούτο όμως εθεωρήθη εσχάτως ως επουσιώδες και πολύ απραγμονέστερον να ιδρυθή έν κεντρικόν σφαγείον. Εκείνο το οποίον δεν υπήρξε δυνατόν να κατορθωθή εις τας Αθήνας διά την σφαγήν των ζώων, κατωρθώθη εις το Ναύπλιον διά την σφαγήν ανθρώπων. Τας πριν περιοδείας της λαιμητόμου διεδέχθησαν αι περιοδικαί αθρόων καταδίκων σφαγαί. Απίστευτον φαίνεται αλλά και ακριβέστατον είνε ότι διατηρούνται παρ' ημίν κεντρικαί αποθήκαι καταδίκων, εκ των οποίων εξάγεται ανά διετίαν ή τριετίαν δεκαπεντάς ανθρώπων διά να σφαγή. Η διαλογή των θυμάτων, αγνοούμεν αν κατά κλήρον ή κατ' άλλον τρόπον γίνεται μεταξύ τριπλασίου, τετραπλασίου ή και δεκαπλασίου αριθμού συγκαταδίκων εις την αυτήν ποινήν. Οι κατάδικοι τω όντι εις θάνατον αποτελούσι παρ' ημίν ιδιαιτέραν και ικανώς πολυάριθμον τάξιν καταδίκων, τελείως άγνωστον εις πάσαν άλλην χώραν διά τον λόγον ότι πανταχού ο καταδικασθείς εις θάνατον ή θανατώνεται ή αξιούμενος χάριτος μεταβάλλεται εντός τακτής προθεσμίας από καταδίκου εις θάνατον εις κατάδικον εις δεσμά ή άλλην οιανδήποτε ποινήν. Μόνον εν Ελλάδι ημπορεί να πολυχρονίση υπό την ιδιότητα καταδίκου εις θάνατον, δυνάμενος μεν ν' αποθάνη και εκ γεροντικού μαρασμού, αλλά και δεκτικός καρατομήσεως από μιας εις άλλην ημέραν, χωρίς να ηξεύρη διατί. Όπως το ξίφος επί της κεφαλής του Δαμοκλέους, ούτω επικρέμαται ισοβίως και επί της ιδικής του η κοπίς της λαιμητόμου.
Πάντα ταύτα φαίνονται τόσον άτοπα, αλλόκοτα, απάνθρωπα και βδελυρά, ώστε εκλίνομεν επί πολύν χρόνον να πιστεύσωμεν ότι υπήρχον ίσως ιδιαίτεροι τίνες ιστορικοί, διοικητικοί, πολιτικοί ή άλλοι άγνωστοι εις ημάς λόγοι, επιβάλλοντες τας τοιαύτας εκτροπάς από της απανταχού κρατούσης συνηθείας. Τους λόγους τούτους εζητήσαμεν πλειστάκις να πληροφορηθώμεν ερωτώντες δικαστάς, εισαγγελείς, τμηματάρχας, υπουργούς και όσους άλλους ηδυνάμεθα να θεωρήσωμεν ως αρμοδίους να φωτίσωσιν ημάς περί τούτου. Αι απαντήσεις όμως αυτών ημιλλώντο κατά την ποικιλίαν προς τα χρώματα της Ίριδος ή της στολής του Αρλεκίνου. Εκ των αντιφάσεων αυτών ουδέν άλλο ηδυνήθημεν να συμπεράνωμεν παρά μόνον ότι ουδ' αυτοί εκαλογνώριζαν διατί πρέπει η Ελλάς ν' αποτελή μοναδικήν εξαίρεσιν της απανταχού επικρατούσης τάξεως και σοβαρότητος περί την διαχείρισιν του απονεμομένου εις το Κράτος φοβερού δικαιώματος του φονεύειν. Το μόνον βέβαιον είναι ότι διά της μακράς συνηθείας κατήντησαν τα παρ' ημίν διαπραττόμενα ασυνείθιστα να χάνωσι την φρικαλέαν αυτών πρωτοτυπίαν. Ο τύπος γράφει εκάστοτε περί τούτων, απλώς διά τον τύπον, ολίγας τινάς γραμμάς ουδεμιάς αξιουμένας απαντήσεως παρά των υπευθύνων, και τα πράγματα εξακολουθούσι να διανύωσι την τακτικήν ή μάλλον την άτακτον αυτών τροχιάν.
Ως δεν κατώρθωσαν οι αστρονόμοι να εξηγήσωσι διατί, ενώ πάντες οι λοιποί πλανήται στρέφονται περί εαυτούς από δυσμών προς ανατολάς, μόνος ο πλανήτης Ουρανός στρέφεται απ' ανατολών προς δυσμάς, ούτω αδύνατον φαίνεται να ανευρεθή και ο λόγος διά τον οποίον ουδέν πρέπει να γίνεται εις την Ελλάδα, όπως εις πάντα τα λοιπά κράτη, τα έχοντα την αξίωσιν να λέγωνται πολιτισμένα. Και όχι μόνον αδύνατος είναι η ανεύρεσις του λόγου, αλλά και η αναζήτησις αυτού φαίνεται μετέχουσα του γελοίου. Ο ερωτών λ.χ. διατί είνε παρ' ημίν δεκαπλάσιος του αλλαχού των φόνων και των αναιρέσεων ο αριθμός, διατί την ποινήν της φυλακίσεως αντικαθιστά εις τα εγκλήματα του τύπου ή της προφυλακίσεως, διατί εξ όλων των κρατών του Αίμου μόνη η Ελλάς δεν πρέπει να έχη στρατόν, διατί δεν καταδιώκονται οι κλέπτοντες τας δικαιογραφίας εκ του γραφείου της Βουλής, διατί μεταβάλλονται εις κοπρώνας τα αρχαία μνημεία, διατί αντί του κ. Τσούντα διδάσκει ο κ. Οικονόμου την αρχαιολογίαν, ή πώς συμβαίνει να θεωρή ο κ. Δηλιγιάννης επιλήψιμον την εξύβρισιν του Βασιλέως, κινδυνεύει να κατηγορηθή ως καθ' υπερβολήν απλοϊκός, ως αναζητητής ψύλλων εις τ' άχυρα, ως κοπανιστής αέρος, αν όχι και ως ιδιότροπος, δύστροπος, παράξενος, ασυμβίβαστος και ανάξιος να συγκαταλέγεται μεταξύ των εξύπνων Ρωμηών. Ο τίτλος διορθωτού του ρωμαίικου κατήντησε ν' αμιλλάται κατά την γελοιότητα προς τον του τετραγωνισμού του κύκλου.
Τούτον φοβούμενοι περιωρίσθημεν από ικανών ήδη ετών να λέγωμεν εις τους αναγνώστας μας παραμύθια περί γάτων, σκύλων, αλόγων, βοών και Συριανών συζύγων. Σήμερον όμως προτιμώμεν κατ' εξαίρεσιν να διηγηθώμεν εις αυτούς μίαν αληθεστάτην ιστορίαν, ήτις έχει το πλεονέκτημα να ομοιάζη παραμύθι και πλην αυτού να συνδέεται στενώς με το μέγα ζήτημα της θανατικής ποινής. Ως πάντες γνωρίζουσι, το εκτάκτως φοβερόν της ποινής ταύτης έγκειται εις τας προηγουμένας της εκτελέσεως αγωνιώδεις ώρας του καταδίκου. Ενώ τον εφορμώντα κατ' εχθρικού προμαχώνος στρατιώτην ή τον πνέοντα τα λοίσθια ασθενή υποστηρίζει μέχρι τελευταίαι πνοής η ελπίς ότι ενδέχεται να σωθώσιν, εις μόνον τον κατάδικον επιβάλλεται ν' αντικρύση την απόλυτον βεβαιότητα της επικειμένης αυτού εκμηδενίσεως. Αν ήτο δυνατόν ν' απαλλαχθή του φοβερού τούτου αντικρυσμού, θα εστερούντο του κυριωτάτου αυτών επιχειρήματος οι εξεγειρόμενοι κατά της θανατικής ποινής, ως ελπίζομεν να πεισθώσιν οι αναγνώσται της κατωτέρου αψευδούς διηγήσεως.
Η ουσία της ιστορίας ταύτης παρέμεινεν ως συγκεχυμένον και αδέσποτον παιδικόν άκουσμα εις γωνίαν τινά της μνήμης μας, ότε έτυχε να την ακούσωμεν επιβεβαιουμένην και συμπληρουμένην εν αυτώ τω τύπω όπου συνέβη παρ' αυτού του ανεψιού του ήρωος αυτής. Περιηγούμενοι κατά τον χειμώνα του 187… την Σικελίαν και διατρίβοντες από τινων ημερών εις την Μεσσήναν, έτυχεν εσπέραν τινά να ζητήσωμεν άσυλον κατ' αιφνιδίας καταιγίδας εις το πλησιόχωρον ελληνικόν προξενείον. Πλην του κ. προξένου, παλαιού ημών φίλου, εύρομεν εις την αίθουσαν έν ανδρόγυνον, το οποίον μας επαρουσίασε μειδιών μετά τινος ειρωνείας ως τον πανοσιώτατον καπουκίνον Δομένικον Λαμαδόρον, ήτοι Κυριακούλην Χρυσοσπάθην και την …. κυρίαν του. Τούτο δεν ήτο αστειότης. Μετά την κατάκτησιν τω όντι της Ρώμης των Ιταλών και την επικράτησιν των προοδευτικών ιδεών πολλοί Σικελοί καλόγεροι εθεώρησαν πρέπον ν' αποτινάξωσι την κουκούλαν και να νυμφευθώσιν. Έν μόνον βλέμμα επί του ξερασωθέντος ήρκεσε να με πείση, ότι έκαμε κάλλιστα να λάβη γυναίκα. Επί ώμων Άτλαντος και λαιμού ταύρου έφερε κεφαλήν, της οποίας αδύνατον ήτο να μη θαυμάση τις την ανθηράν όψιν, την πυκνήν τρίχα, τας ικανάς να χρησιμεύσωσιν ως ρόπαλον εις τον Σαμψώνα σιαγόνας, τα κατακόκκινα χονδρά χείλη και το μακάριον μειδίαμα, το αποκαλύπτον οδόντας ιπποποτάμου. Το μάσημα και τα φιλήματα του πανοσιωτάτου πρέπει να ηκούοντο εις απόστασιν πεντήκοντα τουλάχιστον βημάτων. Ο κ. πρόξενος και εγώ ωμοιάζαμεν πίθηκον παραβαλλόμενοι προς αυτόν. Ουδ' ήτο δυνατόν ν' ανεύρη γυναίκα αξιωτέραν της ιδικής του να εντρυφήση εις τα τοιαύτα αυτού προσόντα. Οι μαύροι οφθαλμοί της εφλογοβόλουν και η κοκκινόξανθος κόμη της έλαμπεν ως χαλκίνη περικεφαλαία. Δεν ήτο όσον εκείνος χονδρή, αλλ' υψηλή, εύσωμος και εύμορφη απ' επάνω έως κάτω. Λέγω δε απ' επάνω έως κάτω ουχί κατά τύχην, αλλά διότι είχεν ανυψώση ολίγον το φόρεμά της διά να ξηράνη εις την εστίαν τα υποδήματά της, τα κάθυγρα εκ της αιφνίδιας πλημμύρας. Ουδέποτε έτυχε να ζηλεύσω τόσον πολύ εις άλλον άνθρωπον το πλάτος των ώμων του, τους οδόντας του, το πολύ αίμα του, την ευρωστίαν του και την γυναίκα του. Μετ' ολίγον μ' έκαμε να ζηλεύσω και άλλο αυτού προτέρημα, την ευθυμίαν και την κωμικήν δύναμιν, την οποίαν κατώρθωνε να μεταδίδη και εις τα πενθιμώτατα θέματα ομιλίας. Κατά τας ημέρας εκείνας περί ουδενός άλλου εγίνετο λόγος παρά περί της προσφάτου καρατομήσεως του ληστάρχου Ταρτάλια, όστις αφού εδόξασε την Σικελικήν κλεφτουργιάν, τρέψας πολλάκις εις φυγήν τους καραβινιέρους, είχε δειλιάση προ του δημίου.
— Αν ήμην εγώ πνευματικός του, είπεν ο προκαλόγηρος, θα κατώρθωνα να τον κάμω ν' αποθάνη παλληκαρίσια, με την εφεύρεσιν του μακαρίτου θείου μου Πάτερ Βαρνάβα. Είνε η μόνη ικανή να κάμη και τον δειλότερον κατάδικον ν' αντικρύση χωρίς φόβον την φούρκαν ή την καρμανιόλαν.
— Και εις τι συνίσταται αυτή η εφεύρεσις; ηρώτησα μετά
περιεργείας.
— Εις το να μη πιστεύη ο κατάδικος ότι πρόκειται να τον κόψουν ή
να τον κρεμάσουν.
— Τούτο, παρετήρησα, φαίνεται κάπως δύσκολον, όταν έχη έμπροσθέν
του την μηχανήν και αφού του υπεσχέθη τον παράδεισον ο παπάς.
— Και τις η ανάγκη, απήντησε, να του υποσχεθή ο παπάς τον
παράδεισον και όχι άλλο τι καλλίτερον ;
— Αλλά τι καλλίτερον από τον παράδεισον ημπορεί να υποσχεθή εις
άνθρωπον αγόμενον εις την λαιμητόμον ;
— Ημπορεί να του υποσχεθή ότι έχει ακόμη να ζήση πολλά χρόνια
και να φάγη πολλά μακαρόνια πριν μεταβή εις τας αιωνίους μονάς.
— Δεν σας εννοώ.
— Πώς δεν με εννοείτε; Δεν προτιμάτε και σεις τα μακαρόνια της γης από τα ωσαννά και τα αλληλούια του ουρανού, ή μήπως δεν προτιμάτε από τους αΰλους αγγέλους τας ζωντανάς γυναίκας, όταν μάλιστα ομοιάζουν με την ιδικήν μου και στεγνώνουν τας κνήμας των εις την φωτιάν; Αν μου ειπήτε όχι, δεν θα σας πιστεύσω διότι την τρώγετε με τα μάτια απ' επάνω έως κάτω· και κάμνετε πολύ καλά, επρόσθεσε μειδιών, διότι αξίζει τον κόπον, κ' εγώ δεν ζηλεύω.
Διά να μη φανή παράδοξον το τοιούτον είδος ομιλίας, δεν είναι περιττόν να προσθέσω ότι υπερέβαινε τότε παν όριον των ξερασωμένων καλογήρων η αδιαντροπία και η επίδειξις ασεβείας ως να ήθελον να αποζημιωθώσι διά την πρώην επιβαλλομένην εις αυτούς υπό του επαγγέλματός των συστολήν και υποκρισίαν. Ταύτα όμως δεν εξήγουν και πώς ηδύνατο ο πνευματικός να υποσχεθή εις κατάδικον πολλά έτη και φαγοπότια αντικρύ της λαιμητόμου.
Την εύλογον ταύτην απορίαν μου ηυδόκησεν επί τέλους να λύση ο
Χρυσοσπάθης διηγούμενος τα εξής:
«Γνωρίζετε βέβαια ότι πριν γίνη μία η Ιταλία, η νήσος μας ήτο παράρτημα του βασιλείου της Νεαπόλεως και ότι εμίσουν οι Σικελοί τους Νεαπολίτας όσον οι Πολωνοί τους Μοσχοβίτας. Και όχι μόνον τους απεστρέφοντο ως αλλοφύλους και τυράννους, αλλά και τους επεριφρόνουν ως ανάνδρους. Κατά την εποχήν λοιπόν όπου το μίσος κατά της Νεαπόλεως ευρίσκετο εις την ακμήν του, ολίγους μήνας μετά την καταστολήν της επαναστάσεως του 1848 και τον βομβαρδισμόν της Μεσσήνας, Ναπολιτάνος στρατιώτης της φρουράς του Παλέρμου ονομαζόμενος Σάνδρος έτυχε να μαχαιρώση δι' ερωτικούς λόγους τον λοχίαν του και να καταδικασθή εις θάνατον υπό του στρατοδικείου. Η εκτέλεσις όμως της αποφάσεως επρόσκοπτε κατά της εξής σπουδαίας δυσχερείας την οποίαν είχαν λησμονήσει να λάβουν υπ' όψιν οι στρατοδίκαι· ότι των στρατιωτών του βασιλέως Φερδινάνδου θα επεκύρωνε και θα εκορύφωνεν η κατά την ημέραν της εκτελέσεως δειλία του καταδίκου. Η αλήθεια είνε ότι ο Ναπολιτάνος δύναται να φανή ανδρείος μόνον όταν είνε θυμωμένος ή μεθυσμένος, όχι όμως και ν' αντικρύση τον θάνατον με ψυχραιμίαν. Την ανησυχίαν ταύτην ηύξανεν η συμπεριφορά του καταδικασθέντος, όστις δεν έπαυε να κλαίη και να οδύρεται εις την φυλακήν του. Bέβαιον λοιπόν εφαίνετο ότι θα κατήσχυνε τον στρατόν της κατοχής αποθνήσκων ανάνδρως.
Τούτο όμως ήτο τόσον ασύμφορον την επιούσαν καταστολής επαναστάσεως και την παραμονήν ίσως εκρήξεως άλλης, ώστε οι προϊστάμενοι αυτού εθεώρησαν πρέπον να γράψωσιν εις Νεάπολιν ζητούντες την μετατροπήν εις δεσμά της θανατικής ποινής. Ο βασιλεύς ήτο εύσπλαγχνος και ηρέσκετο ν' απονέμη χάριν, επ' αυτού μάλιστα του ικριώματος της αγχόνης, εις πολιτικούς και άλλους καταδίκους, ουδέποτε όμως εχαρίτωσεν εγκληματίσαντα στρατιώτην, θεωρών τούτο ως επιζήμιον εις την πειθαρχίαν. Αντί λοιπόν της ζητηθείσης χάριτος έφθασε μετά τρεις ημέρας εκ Νεαπόλεως η διαταγή να εκτελεσθή η απόφασις ανυπερθέτως.
Κατά το διάστημα τούτο είχε κορυφωθή η ανυπομονησία των κατοίκων του Παλέρμου να ίδωσι Ναπολιτάνον στρατιώτην λιποψυχούντα προ του θανάτου, τον οποίον είχον υπομείνη προ τινων εβδομάδων τόσον ηρωικώς οι Σικελοί πατριώται οι καταδικασθέντες υπό των εκτάκτων δικαστηρίων. Η πεποίθησις των Πανορμιτών επί την ανανδρίαν του καταδίκου ήτο τοιαύτη, ώστε δεν εδίσταζαν να στοιχηματίζωσι δέκα τάλληρα αντί ενός ότι θα ελιποθύμει επί του τόπου της εκτελέσεως. Ταύτα ήτο επόμενον ν' αυξήσωσιν έτι μάλλον την αμηχανίαν των αρχών. Ο διοικητής συνεκάλει αλλεπάλληλα συμβούλια προς εύρεσιν ενός οιουδήποτε τρόπου προφυλάξεως του στρατού από της επικειμένης δυσφημίας, κατά τα οποία πολλαί και ποικίλαι επροτείνοντο γνώμαι. Οι μεν ήθελον να μεθυσθή ο κατάδικος δι' οίνου της Μαρσάλας ανακατωμένου με ρακήν, πριν οδηγηθή εις τον τόπον της εκτελέσεως, οι δε να τουφεκισθή την νύκτα εις τα υπόγεια του φρουρίου, ενώ άλλοι επρότειναν να αναμιχθή κοπανισμένον υαλίον εις το φαγητόν του ή να εγχυθή υδράργυρος εις το αυτίον του ενώ εκοιμάτο. ( 1) Αλλ' ο μεν λαθραίος τουφεκισμός θ' ανεδείκνυε την Κυβέρνησιν συμμεριζομένην την περί της ανανδρίας των στρατιωτών της επικρατούσαν γνώμην, η δε ανάμιξις κοπανισμένου υαλίου εις το φαγητόν και η καθ' ύπνους έγχυσις υδραργύρου ήσαν κάπως δυσεφάρμοστοι, διά τον λόγον ότι από τριών ήδη ημερών ο κατάδικος ούτε έτρωγεν ούτε εκοιμάτο. Οι συσκεπτόμενοι έξυαν την κεφαλήν των ματαίως αναζητούντες άλλο τι καλλίτερον, ότε επαρουσιάσθη προ αυτών ο θείος μου Πάτερ Βαρνάβας, αναλαμβάνων αντί εκατόν ταλλήρων, πληρωτέων μετά την επιτυχίαν, να διαθέση τον κατάδικον ν' αποθάνη αφόβως και γενναίως. Ερωτηθείς διά τίνος τρόπου ήλπιζε να κατορθώση τούτο, ηρκέσθη ν' απαντήση ότι η απόλυτος μυστικότης ήτο απαραίτητος όρος επιτυχίας και ότι ήτον εξ ίσου βέβαιος ότι θα επιτύχη όσον και ότι θα δύση ο ήλιος εις την θάλασσαν μετά μίαν ώραν. Ο Πάτερ Βαρνάβας εφημίζετο ως έξυπνος άνθρωπος. Η φήμη του αύτη, η πεποίθησις μετά της οποίας ωμίλει και προ πάντων η ανικανότης προς εύρεσιν άλλης διεξόδου, έπεισαν το συμβούλιον να δεχθή την προτασιν του πανοσιωτάτου, υποσχόμενον την ζητηθείσαν αμοιβήν. Ώρα της εκτελέσεως ωρίσθη η δεκάτη της επιούσης και τόπος αυτής η ευρύχωρος παρά την προκυμαίαν πλατεία.
Ρίγος και σπασμοί κατέλαβον τον κατάδικον όταν είδε εισαγόμενον τον συνήθη πρόδρομον των τουφεκιστών ρασοφόρον.
Ούτος, ευθύς άμα έμειναν μόνοι, έσπευσε να προλάβη την επικειμένην λιποθυμίαν του δυστυχούς, λέγων εις αυτόν «μη φοβείσαι, έρχομαι να σε αναγγείλω ότι ο βασιλεύς ηυδόκησε να σου απονείμη χάριν».
— Χάριν! ανέκραξεν ο κατάδικος καταφιλών τας χείρας του καπουκίνου. Λοιπόν δεν θα με τουφεκίσουν; Είσαι βέβαιος περί τούτου ;
— Βεβαιότατος. Είδα με τα μάτια μου το διάταγμα με την υπογραφήν του βασιλέως. Η χάρις όμως θα σε δοθή εις τον τόπον της εκτελέσεως. Ενθυμείσαι τους τρεις επαναστάτας, εις τους οποίους εδόθη πέρυσι χάρις επάνω εις την αγχόνην, ενώ ο βρόχος ήτο περασμένος εις τον λαιμόν των;
— Τους ενθυμούμαι.
— Ούτω και σε θα σε οδηγήσουν εις την πλατείαν της προκυμαίας, θα σε τοποθετήσουν αντικρύ εις απόσπασμα δέκα στρατιωτών, θα διαταχθή πυρ, και τότε μόνον θα λάβης την χάριν. Δεν είχα το δικαίωμα να σου το φανερώσω· αλλά σε το λέγω, διότι ο βασιλεύς δεν θέλει τον θάνατόν σου και ήτο κίνδυνος ν' αποθάνης εις τον δρόμον από την τρομάραν. Θάρρος λοιπόν. Έχεις ακόμη να φας πολλά μακαρόνια, πριν μεταβής εις τον άλλον κόσμον.
Η προσλαλιά αύτη ήρκεσε να διαλύση πάντα δισταγμόν και πάντα φόβον του καταδίκου. Ωμοίαζεν άνθρωπον από το στήθος του οποίου θα εσήκωναν βαρύν βράχον. Εδάκρυεν, εγέλα, εζητωκραύγαζεν υπέρ του βασιλέως, υπέσχετο λαμπάδας εις όλους τους αγίους και επί τέλους εζήτησε να παρασύρη τον πνευματικόν του να χορεύσουν μαζί μίαν ταραντέλλαν.
— Τι κάμνεις, αθεόφοβε! είπεν ούτος. Λησμονείς ότι εχάθημεν και οι δύο, αν γνωσθή ότι σου εφανέρωσα το μυστικόν. Γονάτισε και εξομολογήσου.
Ο κατάδικος εγονάτισεν, είπεν όσα είχε να είπη, έλαβεν άφεσιν αμαρτιών και απεχαιρέτησε τον πανοσιώτατον αποκαλών αυτόν σωτήρα του και υποσχόμενος να θαμβώση την επιούσαν τους θεατάς διά της αφοβίας του προ των τουφεκιστών.
Ευθύς μετά την έξοδον τον καπουκίνου εισήλθεν ο δεσμοφύλαξ, τον οποίον μεγάλως εξέπληξεν η εύθυμος διάθεσις του πρώην νυχθημερόν οδυρομένου.
— Δεν ηξεύρεις, είπεν εις αυτόν, ότι αύριον εις τας δέκα θα σε τουφεκίσουν;
— Το ηξεύρω πολύ καλά· γενηθήτω το θέλημα του Θεού. Ηξεύρω όμως ότι έχω το δικαίωμα να ζητήσω να φάγω ό,τι θέλω εις το τελευταίον μου γεύμα. Παράγγειλε να μου φέρουν μίαν μακαρονάδα, ένα ψητόν καπόνι και κρασί των Συρακουσών.
Μετά τριήμερον νηστείαν και αγρυπνίαν έφαγεν ως λάμια και απλωθείς έπειτα εις την κλίνην του ερουχάλισε μακαρίως μέχρις ου ήλθε την επιούσαν να τον εξυπνήση ο επί της εκτελέσεως αποσπασματάρχης. Αφού δις εχασμήθη εζήτησεν ο κατάδικος ως τελευταίας χάριτας ένα καφέ διά ν' αποτινάξη τον ύπνον από τα βλέφαρά του, μίαν ψήκτραν διά να καθαρίση τη στολήν του, έν γαρούφαλον και την άδειαν να βαδίση με λυτάς χείρας εις τον τόπον της εκτελέσεως. Αφού εβούτηξε δύο παξιμάδια εις τον καφέ του, επλύθη, εκτενίσθη, ανώρθωσεν ως άγκιστρα τους μύστακάς του, επέρασε το γαρούφαλον εις την κομβιοδόχην του κολοβίου του και στρεφόμενος έπειτα προς τον αποσπασματάρχην είπεν εις αυτόν μετά θαυμαστής αταραξίας: «Είμαι έτοιμος, κύριε λοχία». Πάντες οι παριστάμενοι ηπόρουν διά την αιφνιδίαν μεταμόρφωσιν του δειλού κάπωνος εις ανδρικόν πετεινόν, και πάντες συνέχαιρον διά την έξοχον κατηχητικήν ικανότητα τον θείον μου Βαρνάβαν, όστις έδέχετο μετά της προσηκούσης εις το σχήμα του μετριοφροσύνης τα συγχαρητήρια.
Αν και ήτο χειμών κατά το ημερολόγιον, ο καιρός ήτο εαρινός, ο
ουρανός ανέφελος, η αύρα χλιαρά και εμοσχοβόλουν αι πορτοκαλέαι.
Κανείς άλλος τόπος δεν έχει ζεστάς ημέρας τον χειμώνα πλην της
Σικελίας.
— Και της Ελλάδος, διέκοψα εγώ.
— Έχετε δίκαιον, απήντησεν ο προκαλόγηρος. Ελησμόνουν ότι η μικρά σας Ελλάς ήτο πριν επαρχία της Μεγάλης και είχε πρωτεύουσαν τας Συρακούσας και Βασιλέα τον Χαρώνδαν.
— Ταύτα, απήντησα γελών, είνε δεκτικά συζητήσεως. Αλλά τελειώσατε, παρακαλώ, την ιστορίαν σας.
Έλεγα λοιπόν ότι ο καιρός ήτο ωραίος. Τα εργαστήρια είχον κλεισθή και όλοι οι Πανορμίται, άνδρες και γυναικόπαιδα, είχον σωρευθή εις τον δρόμον, τα παράθυρα, τους εξώστας και τας στέγας των χαμηλών οικιών, περιμένοντες την διάβασιν του καταδίκου. Οι κυβερνητικοί διέδιδαν ότι ούτος είχεν ανδρειωθή και θ' απέθνησκεν ως γενναίος στρατιώτης, οι δε Σικελοί επέμειναν να στοιχιματίζωσι δέκα προς έν ότι θ' απέθνησκεν ως Ναπολιτάνος. Δεν εβράδυναν όμως να πεισθώσιν ότι δεν ήξιζε τίποτε το στοίχημά των. Αντί να σύρεται ως μόσχος εις την σφαγήν, ο κατάδικος εβάδιζεν εν μέσω των μελλόντων να τον τουφεκίσωσι στρατιωτών γαλήνιος και μεγαλοπρεπής ως θεός του Ολύμπου. Οσάκις συνήντα γνωρίμους του καθ' οδόν έτεινεν εις αυτούς την χείρα και εις τα συλλυπητήρια και τας ενθαρρύνσεις αυτών απήντα διά καταλλήλου ρητού της προς χρήσιν του στρατού χρηστομαθείας του Σοαβίου· «Ο δίκαιος δεν φοβείται τον θάνατον»· «Ο άνθρωπος είναι παροδίτης επί της γης»· «Ο θάνατος είνε μετάβασις εις την αθανασίαν», ή άλλου τοιούτου και ευθύς έπειτα ετάχυνε το βήμα, ως θέλων ν' ανακτήση τον απολεσθέντα χρόνον.
Οι Ναπολιτάνοι εθριάμβευον και επευφήμουν και οι Σικελοί έκλιναν δυσθύμως προς τα κάτω την κεφαλήν.
Προ της θύρας οινοπωλείου δύο συστρατιώται του, ορθοί επί σκαμνίων, τον επροσκάλεσαν να πίη έν τελευταίον ποτήριον οίνου μετ' αυτών. Δεχθείς προθύμως την πρόσκλησιν ύψωσε το ποτήριον ανακράζων «Εις την υγείαν της Α. Μεγαλειότητος του ενδόξου και αγαθού ημών βασιλέως Φερδινάνδου. Ο θεός να τον ευλογή και να τον πολυχρονίζη». Την φοράν ταύτην επευφήμησαν τον κατάδικον πλην των Ναπολιτάνων και πολλοί εκ των Σικελών, εις δε τους λοιπούς μία μόνη απέμεινεν ελπίς ότι το ασύνηθες τούτο θάρρος ήτο προϊόν μιας οπωσδήποτε τεχνητής διεγέρσεως και θα εξέλιπεν επί του τόπου της εκτελέσεως. Η ελπίς αύτη θα επραγματοποιείτο ίσως αν δεν είχε προνοήση ο θείος μου Βαρνάβας να παρευρεθή εκεί διά να τον ενθαρρύνη διά νεύματος και της επιδείξεως της άκρας χαρτίου, το οποίον δεν ηδύνατο να είναι άλλο παρά η υποσχεθείσα χάρις.
Ο κατάδικος ουδέν απολέσας της αταραξίας του, υπήγε να τοποθετηθή αυθορμήτως αντικρύ των τουφεκιστών εις την κανονισμένην απόστασιν δέκα βημάτων απωθήσας τον προσελθόντα να περιδέση κατά το σύνηθες τους οφθαλμούς του διά μαντυλίου δεκανέα. Οι στρατιώται ηύθυναν ήδη κατά του στήθους του τα όπλα αναμένοντες το τελευταίον προσταγμα, ότε αντήχησαν εκ διαφόρων συγχρόνως ομίλων φωναί· «Δεν μας αποχαιρετάς, Σάνδρε;» Το αποχαιρέτημα τούτο είναι εις τον τόπον μας δικαίωμα του καταδίκου και σχεδόν καθήκον επιβαλλόμενον εις αυτόν υπό της παραδόσεως. Άλλος το προετοιμάζει και άλλος το αυτοσχεδιάζει, άλλος λέγει πολλά και άλλος ολίγα, έκαστος κατά τον βαθμόν της ρητορικής του ικανότητος, όλοι όμως προσπαθούν να είπουν κάτι διά να μη υποτεθή ότι εβούβανεν αυτούς ο φόβος. Ο Σάνδρος δεν ήτο ρήτωρ, ήτο όμως αρκετά καλός τενόρος. Μη ευρίσκων τι να είπη αξιομνημόνευτον ανέμελψεν αντί προσλαλιάς το άσμα των «Μασναδιέρων» του Βέρδη:
Tra-la, Trala lala,
N' nadremo d' un salto
Nel mondo di la
Ήτοι
Θα πάγω μ' ένα πήδημα
Ίσια στον άλλον κόσμον !
Το κύκνειον τούτο άσμα ήτο βεβαίως επίκαιρον, η φωνή του καταδίκου ωραία και η αφοβία, μεθ' ης ητοιμάζετο να πηδήση εις τον άλλον κόσμον, αληθώς προτοφανής. Ευλόγως λοιπόν εξερράγη το πλήθος εις επευφημίας και χειροκροτήματα, οίων ουδέποτε ηξιώθησαν εις το θέατρον ούτε ο Ρόπας, ούτε ο Μάριος, ούτε ο Φασκίνης, ουδ' αύτη ίσως η Μαλιβράν. Ταύτα αντήχουν ακόμη, ότε ύψωσε το ξίφος ο έχων το προσταγμα αξιωματικός, ήστραψαν τα τουφέκια και δέκα σφαίραι ετρύπησαν το στήθος του καταδίκου. Ο θάνατος επήλθεν τόσον ακαριαίος ώστε δεν επρόφθασε να εξαλείψη το διαστέλλον τα χείλη του μειδίαμα ευδαίμονος αυταρεσκείας.
Ειπέτε μου τώρα, παρακαλώ, αν πιστεύετε ότι ηδύνατο ο θείος μου Βαρνάβας να κάμη τον άνθρωπον εκείνον να αποθάνη τόσον ευχαριστημένος και ν' αφίση μνήμην ήρωος, αν του ωμίλει περί της ευσπλαγχνίας του θεού και της μακαριότητος του Παραδείσου, αντί να του υποσχεθή ότι έχει ακόμη να ζήση πολλά χρόνια και να φάγη πολλά μακαρόνια;
— Ομολογώ ότι το πράγμα επιδέχεται αμφισβήτησιν. Δεν εννοώ όμως πώς ο μακαρίτης θείος σας απεδέχετο να δοξάζη παρ' αξίαν ως ήρωας τους εχθρούς της πατρίδος του Ναπολιτάνους;
— Δεν το εννοείτε διότι δεν γνωρίζετε, ως φαίνεται, ότι οι Φράγκοι ρασοφόροι δεν έχουν άλλην πατρίδα πλην της Εκκλησίας, ουδ' άλλον αρχηγόν πλην του Πάπα. Έπειτα ο θείος μου ήτο, ως σας είπα, έξυπνος άνθρωπος και είχε στοιχηματίση κ' εκείνος πολλά ότι θ' απέθνησκεν ο κατάδικος γενναίως».
Η βροχή είχε παύση και το ανδρόγυνον ηγέρθη να μας αποχαιρετήση. Εξερχόμενος με επροσκάλεσεν ο προκαλόγηρος να υπάγω να ίδω την συλλογήν του Σικελικών αρχαιοτήτων, και την πρόσκλησιν ταύτην επεκύρωσεν η κυρία του δι' ενός προσηνεστάτου arivederci. Εκατοίκουν το πρώτον πάτωμα μικράς οικίας εις την άκραν της οδού Γαριβάλδη. Επί της κοσμούσης την θύραν χαλκίνης πλακός ανεγινώσκετο υπό το όνομα του ενοίκου ο τίτλος «αρχαιολόγος» (antiquario), σημαίνων εν Σικελία «πωλητής αρχαιοτήτων». Η δεξίωσις υπήρξε φιλοφρονεστάτη. Η οικοδέσποινα ευηρεστήθη να μου προσφέρη καφέ και να με θαμβώση και πάλιν με την λάμψιν των μαύρων της οφθαλμών και της χρυσής της κόμης, ο δε ξερασωμένος αρχαιολόγος, αφού μοι παρεχώρησεν αντί εκατόν μόνον φράγκων δύο σπάνια νομίσματα των Συρακουσών, ηυδόκησε να με πληροφορήση ότι, αν πλην των οφθαλμών και της κόμης επεθύμουν να μεταΐδω και τας κνήμας της κυρίας του, ηδυνάμην ν' απολαύσω την ευχαρίστησιν ταύτην μεταβαίνων το εσπέρας εις το θέατρον Vittorio Emmanuele, όπου ήτο δευτέρα χορεύτρια. Όπως οι καλόγηροι, ούτω είχαν αρχίση να υπανδρεύωνται εις την Σικελίαν και αι χορεύτριαι.
(«Ακρόπολις» 1 Οκτωβρίου 1896).
Τους απαύστως παραπονουμένους διά τα καύματα του Ιουλίου, τον κονιορτόν, τον Δήμαρχον, την λειψυδρίαν και ρυπαρότητα των δρόμων Αθηναίους συμβουλεύομεν ν' αποδημήσωσιν επί ένα μήνα, ουχί Ιούλιον αλλά και Απρίλιον, εις Κάιρον της Αιγύπτου. Εκεί θέλουσι μάθη οι μεμψίμοιροι ούτοι πως τα αυγά εκθετόμενα εις το παράθυρον ψήνονται εις το διάστημα της απαγγελίας ενός Πάτερ Ημών, και σκληρύνονται αν τύχη βραδύγλωσσος ο απαγγέλλων· εκεί θα ίδωσιν οικίας, πνέοντος του λιβός, δένδρα, οχήματα, διαβάτας, όνους και καμήλους, εξαφανιζόμενα εις πυκνόν νέφος μαύρου ως την πίσσαν κονιορτού, ουχ μεταφορικώς, ως ο αθηναϊκός, αποτυφλούντος, αλλά πράγματι μεταβάλλοντος εις τυφλούς, οφθαλμιώντας ή μονοφθάλμους το έν τέταρτον τουλάχιστον των Αιγυπτίων, και τούτο ενώ υπάρχει πρόχειρον προς κατάβρεγμα το θολόν ρεύμα του ακενώτου Νείλου· εκεί θέλουσι διδαχθή πώς σβύνουσι την δίψαν διά διαλύσεως κιτρίνου βορβόρου οι μη έχοντες να δώσωσι πεντάλεπτον δι' έκαστον ποτήριον ύδατος διηθημένου και πώς εφευρέθησαν τα χάρτινα περιλαίμια υπό των δυστροπούντων να καταβάλωσιν έν και ήμισυ φράγκον διά πλύσιμον εκάστου υποκαμίσου.
Εξ όλων όμως των πληγών της Αιγύπτου, η μάλλον βασανίζουσα τους προ εικοσάδος ετών και λήγοντος του έαρος συγκατοίκους μου εν τω τότε αρίστω του Καΐρου Βασιλικώ Ξενοδοχείω ήτο ότι δεν υπήρχε τρόπος να κοιμηθή τις μόνος, ουδέ καν εύκολον να γνωρίζη ακριβώς τίνας είχεν εκάστοτε εις την κλίνην του συντρόφους. Ανά πάντα τω όντι δηλωτικόν της παρουσίας των κνισμόν, εδικαιούτο μετ' ίσης πιθανότητος να υποθέση ότι συνεκόμισε φθείρας εκ του χθεσινού περιπάτου εις το Καγκαλή Παζάρ, ότι περιπατεί επ' αυτού κάνθαρος, ότι τον εμίανε δυσώδης κορέος, ή εκεντήθη υπό ιοβόλου σκορπιού.
Εκ τούτου συνέβαινεν ότι ευθύς μετά το πρόγευμα απεσύρετο μεν έκαστος ημών εις το δωμάτιόν του προς μεσημβρινόν ύπνον, μετά τινα όμως λεπτά έβλεπέ τις πάντας κατά σειράν συνερχομένους εις την εν τω κέντρω του ξενώνος μικράν αυλήν, ως εις το μόνον κατά τας θερμάς ώρας οπωσούν κατοικήσιμον μέρος. Οι τέσσαρες τω όντι υψηλοί τοίχοι του τετραστέγου οικοδομήματος μετέβαλλον την αυλήν ταύτην εις είδος τι φρέατος, και μικρά τις μετά πίδακος δεξαμενή παρείχεν αν ουχί πολλήν δρόσον, το παρήγορον τουλάχιστον κελάρυσμα ύδατος καταλειβομένου. Εις τα πλεονεκτήματα ταύτα πρέπει να προστεθή ο τεχνητός ζέφυρος γιγαντιαίου κρεμαστού ανεμιστηρίου, παλλομένου υπό ευρώστου μαύρου, τον οποίον, προς μετριασμόν του αιθιοπικού αυτού αρώματος, ερράντιζαν μακρόθεν δι' ύδατος της Κολωνίας δύο φιλοπαίγμονες Αγγλίδες. Ουδέ ταύτα όμως ουδ' η ακατάπαυστος επί δίσκων περιφορά μοναδικής την ποικιλίαν συλλογής δροσιστικών εξ ανανάς, ρόδων, πικροκεράσου, κιτρομήλου, ζιζύφου, ταμαρίνθου και παντός άλλου καρπού και άνθους, ουδέ του άραβος ταχυδακτυλουργού τα θαύματα, ουδέ της επαιτούσης ζάκχαριν δορκάδος η χάρις και η ημερότης, ούτε των μεταξοτρίχων αιλούρων της Αγκύρας αι θωπείαι, ούτε του πολυγλώσσου ψιττακού αι προσρήσεις, ουδ' αυτή της χαριτοβρύτου ξενοδόχου η παρουσία ήρκουν να νικήσωσι των πολυώρων εκείνων καταναγκαστικών συνεδριάσεων την πλήξιν και την ανίαν. Το μόνον κατ' αυτής κάπως δραστικώτερον αντίδοτον ήτο η ιλαρότης, την οποίαν επροκάλει πάντοτε η εμφάνισις ζεύγους τινός αληθώς πρωτοτύπου. Περί μεν της κυρίας ηδύνατό τις εκ πρώτης όψεως, άνευ δισταγμών, να βεβαιώση ότι προ τριάκοντα ή και περισσοτέρων ετών υπήρξεν εκτάκτως ωραία αλλ' ήδη ούτε το χρώμα, ούτε η κόμη, ούτε τα οφρύδια, ούτε οι οδόντες ουδ' άλλο τι ήτο παρ' αυτή αληθινόν πλην μόνων των κοσμούντων τα ώτα και τους δακτύλους της αδαμάντων. Ουδ' ηρκείτο εις τούτων μόνον την λάμψιν, αλλά και η ενδυμασία αυτής ημιλλάτο προς της Ίριδος την ποικιλίαν, η κόμη ή μάλλον φενάκη από πρωίας βοστρυχισμένη, το πιλίδιον αληθής ανθών, ο πέπλος εκ τριχάπτου και οι εβδομηκονταετείς πόδες συνεσφιγμένοι εντός χρυσοπόρπων ατλαζίνων υποδημάτων· το δε εκ πάντων τούτων αναδιδόμενον άρωμα του προ ημίσεως αιώνος περιζητήτου αποστάγματος Millefiori, τόσον ιδιάζον και βαρύ, ώστε ήρκει μόνον ν' αναγγείλη αλανθάστως την προσέγγισιν της κυρίας Ορτενσίας Βερτολόττη. Ουχ ήττον δε του υποκειμένου, της ενδυμασίας και της οσμής ήσαν και οι τρόποι αυτής ιδιόρρυθμοι και αρχαϊκοί. Εισερχομένη εχαιρέτα περιληπτικώς πάντας, θέτουσα την χείρα επί της καρδίας, και στρέφουσα έπειτα κύκλω την κεφαλήν εμοίραζεν ως αντίδωρον ανά έν βλέμμα και έν γλυκύ μειδίαμα εις έκαστον ημών, άνευ της ελαχίστης υποψίας ότι εφιλοδώρει πράγματα στερούμενα από πολλού πάσης αξίας. Αλλά και ουδέποτε έτεινε την δεξιάν της προς χειραψίαν, αλλά πάντοτε υψηλά προς ασπασμόν, ουδ' εκάθιζέ ποτε χωρίς πρώτον ως εκ απροσεξίας να δείξη και έπειτα να σκεπάση μετά προσοχής τον πόδα, και πλειστάκις, ουδενός μελετώντος επίθεσιν, ελάμβανεν ήθος αμυνομένης. Περί δε του κ. Δαβίδ Βερτολόττη αρκεί να είπωμεν ότι ήτο κατά τινα έτη νεώτερον της συζύγου του γερόντιον, διδάκτωρ των καλών &γραμμάτων&, ιππότης του Αγ. Μαυρικίου, κομψότατος, ευγενέστατος, αλλά και κατεχόμενος υπό της μανίας ν' απαγγέλλη περί παντός ζητήματος, και ιδίως καλλιτεχνικού, αυτοσχεδίους λόγους εις γλώσσαν γαλλικήν προφερομένην ιταλιστί και μάλιστα λομβαρδιστί. Καί τοιούτο μεν ήτο το ανδρόγυνον, η δε δι' αυτού διασκέδασις συνίστατο προ πάντων εις το να υποκρίνωνται πάντες σφοδρόν έρωτα προς την κυρίαν, περιάγοντες αυτήν διά του πλήθους των απαιτήσεων εις αστειοτάτην αμηχανίαν περί την προτίμησιν ευνοουμένου, τον δε κύριον να ενθαρρύνωσι μεν εις αυτοσχεδιάσματα, μετ' ολίγον όμως, ενώ ερητόρευε πλησίστιος, να πνίγωσι την φωνήν του διά συναυλίας βαρυήχων ρογχασμών, ζητούντες έπειτα παρ' αυτού συγγνώμην αν κατελήφθησαν υπό ύπνου ακουσίου και ακαταμαχήτου. Ταύτα έβαινον επί τινα χρόνον ομαλώς εντός των ορίων σχετικής τίνος ευπρεπείας, αλλ' αποφράδα τινά ημέραν, καθ' ην τον χυμόν του ανανάς και της ταμαρίνθου είχεν αντικαταστήση ο παγωμένος καμπανίτης, οι ζωηρότεροι των θαυμαστών της καλής Ορτενσίας εξετράπησαν εις υπέρβασιν των εσκαμμένων τόσον σπουδαίαν, ώστε ο ανεκτικώτατος των συζύγων ηναγκάσθη να θυμώση και ν' αποχωρήση μετά της συμβίας του· υπερβαίνων όμως την φλιάν της θύρας, έκρινε πρέπον να στραφή και να κεραυνώση τους αυθάδεις ως εξής: «Αρκούμαι, Κύριοι, προς τιμωρίαν σας να σας δηλώσω ότι η δέσποινα προς την οποίαν ησεβήσατε, πριν ή αξιωθώ να συζευχθώ μετ' αυτής, ωνομάζετο Ροζάτη Γαλέττη!».
Η δόξα, και προ πάντων η θεατρική, παρακμάζει σήμερον τόσον ταχέως, ώστε και αυτήν την ύπαρξιν της φερούσης το ανωτέρω όνομα ενδέχεται ν' αγνοώσιν οι νεώτεροι των αναγνωστών. Της ομηγύρεως όμως η κατάπληξις υπήρξε μεγάλη, διότι ουδείς εδικαιούτο προ τετάρτου αιώνος ν' αγνοή το όνομα τούτο· παρ' εμοί δε εξήγειρε την ανάμνησιν οπτασίας των παιδικών μου χρόνων αλησμονήτου. Εσπέραν τινά, μετά την παράστασιν επί του θεάτρου της Γενούης του πολυκρότου μπαλλέττου «Μελεάγρου», αποκοιμηθείς εντός αμάξης, αναμενούσης την σειράν αυτής να κινήση, αφυπνίσθην έντρομος υπό φοβέρας βοής. Παράφορον και αλαλάζον πλήθος εφώρμα κατά πλήρους ανθοδεσμών τιθρίππου, απωθούμενον υπό των χωροφυλάκων και των αστυνομικών κλητήρων, των οποίων αντηχούν αι επιταγαί διαλύσεως, εκρότουν αι μάστιγες και ήστραπτον τα ξίφη. Μετά βραχείαν όμως πάλην κατίσχυον των αντιπροσώπων της τάξεως οι της αταξίας· ο ηνίοχος, πειραθείς να προχωρήση, εκρημνίζετο εκ της έδρας του, οι ίπποι απεζεύγοντο και την θέσιν αυτών ελάμβαναν ολίγα λογικά όντα, μεταβληθέντα εις άλογα υπό του ενθουσιασμού, ενώ ορθή εν τη αμάξη, πατούσα επί στιβάδος ανθέων και ως όνειρον ωραία υπό το φως των βεγγαλικών λαμπάδων, ηυχαρίστει, η Ροζάτη Γαλέττη τα επευφημούντα πλήθη κράζουσα: «Crazie, Signori, e troppo!»
Παρά των θαυμαστών αυτής εκηρύττετο η Γαλέττη χορεύτρια εμάφιλλος της Έσλερ, της Τζερίτου και της Ταλλιόνη· ούτε προς Έλφην όμως, ούτε προς χρυσαλλίδα ή άλλο τι ατμώδες και εναέριον ηδύνατο ως εκείναι να ομοιωθή, αλλά πολύ μάλλον προς εμψυχωθέν άγαλμα της Ήρας ή Ρωμαίας αυτοκρατορίσσης. Ο χορός αυτής ήτο προ πάντων επίδειξις του κάλλους της, υπό πάσας αυτού τας απόψεις, και πολύ των κινήσεων θαυμαστότεραι αι καμπύλαι του τραχήλου και των ώμων, το αψιδωτόν σχήμα του ποδός και η έντασις των μυώνων της κνήμης. Αλλά πολύ μάλλον η χορεύτρια εθριάμβευεν ακινητούσα. Όταν μετά την εκτέλεσιν επιπονωτέρας τινός σειράς αλμάτων εστηρίζετο εις στήλην ή κορμόν δένδρου, καταπόρφυρος εκ του αγώνος και ουχί του ψιμυθίου, συνέχουσα διά της χειρός τους παλμούς του ογκωθέντος στήθους της, ενώ παρασυρθείσα υπό του ιδίου βάρους κατέρρεεν η κόμη της επί των ώμων ως μαύρη πλημμύρα και εφλογοβόλουν οι οφθαλμοί, διέστελλε τα χείλη μειδίαμα Βάκχης και θρόμβοι τινές ιδρώτος έστιλβον εις τους κροτάφους της ως μαργαρίται, πάντες τότε ελησμόνουν την χορεύτριαν, όπως θαυμάσωσι την γυναίκα· η δε εκ του θεάματος αίσθησις ήτο τοιαύτη, ώστε έτρεμον αι χείρες αι κρατούσαι τας διόπτρας, και πλειστάκις συνέβη ν' αντηχήσωσιν αίφνης παταγώδη χειροκροτήματα και να πέσωσι βροχηδόν επί της σκηνής αι ανθοδέσμαι, άνευ ουδεμιάς εμφανούς αφορμής, ενώ ανεπαύετο η Γαλέττη περιμένουσα την σειράν της να χορεύση.
Η τότε αυστηρά εν Ιταλία λογοκρισία και τα μέλη της επιτροπής, υποκινούμενα υπό σεμνοτύφων τινών ή, το πιθανώτερον, ζηλοτύπων αριστοκρατικών γυναίων, απεπειράτο μεν ενίοτε να επέμβη προς περιορισμόν του σκανδάλου, ως το ωνόμαζε, δύσκολον όμως ήτο να διατυπωθή εύλογόν τι παράπονον κατά της μόνης ίσως χορευτρίας, ήτις ούτε εψιμυθιούτο, ούτε εγύμνωνεν όσον αι άλλαι το στήθος, και των διαφανών χιτωνίων επροτίμα ν' ανατινάσση βαρείας μέχρι μέσης κνήμης εσθήτας, διά κινήσεως του γόνατος αμιμήτου. Τι δε έπταιεν εκείνη, αν έπλασεν αυτήν ο Θεός οίαν οι ερμογλύφοι την Ήραν, αν δεν ευρίσκετο Ιξίων ικανός να προτιμήση της Ήρας ταύτης οιανδήποτε Νεφέλην, αν ήτο ως του Χαρμολάου του Μεγαρικού διτάλαντον το φίλημά της και αν προς εύρεσιν των ταλάντων τούτων επώλησαν ειδωλολάτραι τινές τον αγρόν των, υπέγραψαν συναλλάγματα ή και ελήστευσαν το πατρικόν ταμείον ή την μητρικήν κειμηλιοθήκην; Ουδέ δικαιότερον ήτο να θεωρηθή υπεύθυνος, αν ο γέρων μαρκήσιος Σπίνολας επρόσφερεν εις αυτήν την καρδίαν, την χείρα και την αποκλήρωσιν των ανεψιών του· αν ο δουξ Βαλδισέρας ερράπισεν εν πλήθοντι θεωρείω την γυναίκα του, τολμήσασαν να την συρίξη· αν ο εκβακχευθείς αντιπρόσωπος της βασιλίσσης Ισαβέλλας απέσπασεν από του στήθους του και έρριψεν εις τους πόδας της αδαμαντοκόλλητον αστέρα, ή αν ο ηγούμενος των Καπουκίνων, εις ον εξωμολογείτο τα αμαρτήματά της, εγονάτισεν εμπρός της ικετεύων και μετ' αυτού ν' αμαρτήση. Πώς δε να μη θεωρήση τις ως ασύστατον κακολογίαν, ότι ο υποβολεύς του θεάτρου περιφρονηθείς παρ' αυτής, εσκόρπισε διά πιστολιού τον μυελόν του, ενώ αυτό τούτο απεδείκνυεν ότι ο άνθρωπος μυελόν δεν είχεν; Η δε τοσαύτη θραύσις εις μόνους τους μη ιδόντας την γυναίκα ταύτην εφαίνετο αλλόκοτόν τι και μυθώδες. Προς εξήγησιν της γοητείας αυτής, αρκούμεθα να ενθυμίσωμεν ότι η ιστορία, η ποίησις και η τέχνη, κατέστησε γυναικεία τινα ονόματα αχώριστα από της ιδέας ηδονής τίνος υπερανθρώπου. Ολίγοι, πιστεύομεν, είνε εκείνοι, εις ους δεν επροξένησεν ηδυπαθές ρίγος το της Δαλιδάς, της Σαλόμης, της Κλεοπάτρας ή της Βυζαντινής Θεοδώρας. Άξιον δε παρατηρήσεως είνε ότι πάσας ταύτας τας αντιπροσώπους της υπερτάτης εντάσεως της ηδυπαθείας αναπλάττει αυθορμήτως η φαντασία ημών κατά τον αυτόν περίπου τύπον γυναικός υπερβάσης την ήβην, ευμελούς, μετά βλέμματος επιτακτικού και χείλους κάπως ειρωνικού. Τοιούτο ήτο το κάλλος και το ήθος της Γαλέττης, της μόνης ικανής να εμποιήση εις τους λατρευτάς αυτής την αίσθησιν, ότι ασπάζονται το κράσπεδον της εσθήτος Σεμιράμιδος ή πατούνται ως ο Ηρακλής υπό του σανδαλίου Ομφάλης. Αλλά και αυτόν τον χρόνον εφαίνετο κατορθώσασα ν' αφοπλίση. Ότε είδον αυτήν αποθεωμένην εν Γενούη, ήτο βεβαίως υπερτεσσαρακοντούτις, ουδ' υπήρξεν εκείνη η τελευταία απόζευξις των ίππων εκ της αμάξης της θαυμαστής γυναικός, αλλ' επί δεκαπενταετίαν ακόμη εξηκολούθησε να χορεύη, ή μάλλον να επιδεικνύη εαυτήν εν Νεαπόλει, Τεργέστη, Μιλάνω και Φλωρεντία. Επί τέλους κατέβαλε φευ! την πανδαμάτειραν ο πανδαμάτωρ, μεταβαλών εις το οικτρόν εκείνο άθροισμα ρυτίδων, προκομίων, επιχρισμάτων, μωρών αξιώσεων και αλλοκότων μορφασμών, το πριν είδωλον της Ιταλίας, εις αντικείμενον γέλωτος την παραίτιον τοσούτων δακρύων!
Την ροήν των αναμνήσεων διέκοψαν αι παρακλήσεις της ξενοδόχου όπως δυσωπήσωμεν δι' οιουδήποτε τρόπου το ζεύγος Βερτολόττη, το ετοιμαζόμενον ήδη ν' απέλθη εις το αντικρύ αντίζηλον ξενοδοχείον της Ανατολής. Μετά βραχείαν περί τούτου σύσκεψιν απεφασίσθη παμψηφεί εις μεν την κυρίαν να προσφέρωμεν δι' εράνου μεγαλοπρεπή ανθοδέσμην, μεθ' ικετηρίου γράμματος, όπως συγχωρήση παρεκτροπήν, δι' ην έπταιε προ πάντων το πολυύμνητον αυτής κάλλος, τον δε κύριον να ικανοποιήσωμεν επιτρέποντες αυτώ να ρητορεύση επί δίωρον άνευ διακοπής. Η επιτυχία της αναφοράς υπήρξε τελεία. Ευθύς, τω όντι, μετά την ανάγνωσιν αυτής, επέλαμψεν εις το παράθυρον του κοιτώνος της η ιλαρά όψις της κυρίας Ορτενσίας, οσφραινομένης τα σταλέντα άνθη και παρεχούσης ημίν μετά γλυκερού μειδιάματος πλήρη άφεσιν αμαρτιών, κατά δε την υπαίθριον συνεδρίασιν της επιούσης ανέπτυσσεν εις ημάς ο κύριος Δαβίδ Βερτολόττης την περίφημον αυτού θεωρίαν περί υπεροχής του μπαλέττου, εν συγκρίσει προς το δράμα και το μελόδραμα, ως εξής:
«Σκοπός του τεχνίτου είνε, Κύριοι, να συγκινή την ψυχήν ημών, μεταδίδων όσα αισθάνεται ο ίδιος. Τούτο δύναται να επιτύχη, είτε υποβάλλων εις τους οφθαλμούς το ικανόν να προκαλέση την συγκίνησιν ταύτην αντικείμενον, ως ο ζωγράφος, ο γλύπτης και ο παντομίμος, είτε αγωνιζόμενος να ερμηνεύση ο ίδιος την εκ τούτου εντύπωσιν και να μεταδώση αυτήν, έστω και αορίστως, εις τους άλλους, όπως πράττει ο μελοποιός. Η ζωγραφική, η γλυπτική, η μουσική και η μιμητική όρχησις είνε βεβαίως έξοχοι τέχναι, αλλά και εκ τούτου δυσπρόσιτοι εις τους πολλούς, τους χρήζοντας όπως συγκινηθώσιν εκφραστικού μέσου υλικωτέρου, εξηγούντος τα πάντα και απαλλάττοντος από παντός κόπου την νωθράν και άπτερον αυτών φαντασίαν. Τοιούτον είνε ο προφορικός λόγος. Υπάρχουσι φιλόσοφοι, κηρύττοντες την γλώσσαν θείαν αποκάλυψιν και μη αναλογιζόμενοι, οι άθλιοι, ότι υβρίζουσι τον Θεόν αποδίδοντες αυτώ τρόπον εκφράσεως, όχι μόνον σύνθηματικόν αλλά και καθ' εαυτόν άχαριν, βάναυσον και τραχύν. Τι άλλο τω όντι είνε πάσα γλώσσα παρά μόνον ελεεινόν κράμα συριγμού βραγχνότητος και ρινοφωνίας δασέων, τα οποία αναγκάζουσι τον εκφέροντα να χασμηθή, ψιλών τα οποία δεν δύναται να προφέρη χωρίς να πτύση, αφορήτων χασμωδιών, αμφιβόλων διφθόγγων, χαλαρών συνδέσμων, αργών επιθέτων και αλλοκότων ιδιωματισμών;
»Η τοιαύτη χάριν των πολλών προσθήκη του λόγου εις την μίμησιν εγέννησε το δράμα το αναβιβάζον επί της σκηνής πρόσωπα διαλεγόμενα περί των ιδίων αυτών υποθέσεων και συμφερόντων, ενώπιον ακροατών ηλιθίων, οίτινες, αν δεν ήσαν τοιούτοι, ηδύναντο, προσέχοντες εις τα περί αυτούς συμβαίνοντα, να εντρυφήσωσιν εις δράματα ασυγκρίτως κάλλιον ή επί του θεάτρου παριστανόμενα υπ' αυτών των αληθώς δρώντων και πασχόντων προσώπων. Ουδέ περιωρίσθη εις τούτο το κακόν· αλλ' ευρέθησαν και οι επιχείρησαντες να μελοποιήσωσι τον διάλογον, ήτοι να καθυποτάξωσι την μουσικήν εις πάσας του δράματος τας περιπετείας. Το τοιούτον όμως πείραμα, το ονομασθέν μελόδραμα, αδύνατον ήτο να μη αποτύχη ελεεινώς, διά τον λόγον ότι, αν μεν αποβλέπη προ πάντων η μουσική εις την τέρψιν της ακοής, αν είνε δηλ. ελαφρά και ζωηρά, ως η Ιταλική, αποδεικνύεται ασυμβίβαστος προς πάσαν έντασιν του τραγικού πάθους, αν δε πάλιν επιδιώξη την εμβρίθειαν και την ακριβεστέραν συμφωνίαν προς την εκ του δράματος διάθεσιν της ψυχής, ως η των νεωτέρων Γερμανών, τότε η ακρόασις αυτής αποβαίνει πολύ μάλλον κόπος παρά ηδονή.
»Αλλά δεν είνε ίσως περιττόν να καταστήσω διά τινος παραδείγματος έτι σαφεστέρα όσα λέγω. Πάντες γνωρίζετε τον μιμητικόν χορόν τον λεγόμενον της Μελίσσης. Νέα κόρη θέλει να κόψη ρόδον και εκ της κάλυκος του άνθους εκπηδά μέλισσα διώκουσα, φοβίζουσα ή και πληγώνουσα διά του κέντρου την κορασίδα. Προς στιγμήν ενόμισεν αύτη ότι απηλλάγη του θηρίου, και αναλάμπει επί του προσώπου της η χαρά την πρόσκαιρον όμως ταύτην γαλήνην διαδέχεται και πάλιν ο σάλος και ο τρόμος, διότι ησθάνθη το πονηρόν ζωΰφιον εμφώλευον εις τας πτυχάς του πέπλου της, ον ρίπτει μετά φρίκης μακράν αυτής· αλλά ουχί, δυστυχώς, μετ' αυτού και την μέλισσαν την εισδύσασαν ήδη υπό την εσθήτα. Και ταύτην λοιπόν σπεύδει ν’ αποβάλη ή μάλλον να σχίση, τρέχουσα ως μαινομένη και σκορπίζουσα περί αυτήν τα τεμάχια του υφάσματος, μέχρις ου καταβληθείσα υπό του τρόμου και του καμάτου καταπέση ημιθανής και ημίγυμνος επί της χλόης.
»Τοιαύτη είνε η παντομίμα· καθ' όλον αυτής το διάστημα δεν έπαυσεν η χορεύτρια να παρίσταται ενώπιον ημών ζωηρά, εύχαρις, ευκίνητος και πτερωτή· ουδ' υπάρχει κίνδυνος να ίδωμεν τα ρόδινα χείλη της διαστρεφόμενα προς οχληράν απαγγελίαν φωνηέντων και συμφώνων, ή τον λαιμόν αυτής ογκούμενον προς επίπονον εκφοράν βαρέος ή οξέος ήχου. Αφού, τω όντι, αρκούσι προς σαφή αποτύπωσιν και του λεπτοτάτου αισθήματος η έκφρασις του προσώπου και του σώματος αι κινήσεις, τις η ανάγκη αμίλλης προς την φλυαρίαν σοφιστού ή τους λαρυγγισμούς κοσσύφους; Ας αφίσωμεν λοιπόν το μελόδραμα και το δράμα εις τους χυδαίους…..
— Αλλά, κύριε, διέκοψεν η παρακαθημένη πυρρόμαλλος αγγλίς, πρέπει άρα να κατατάξω μετά των χυδαίων και τον Ρακίναν και τον Σαιξπήρον ;
— Όχι βεβαίως, κυρία μου, αλλά μόνον να ενθυμηθήτε ότι, ζώντος του Ρακίνα, αι τραγωδίαι αυτού παριστάνοντο υπό ηθοποιών αλευροπάστων την κόμην και φερόντων το ένδυμα της αυλής του Λουδοβίκου ΙΔ', επί σκηνής όπου παρεκάθηντο αναμίξ μετά των προσώπων του δράματος οι προνομιούχοι θεαταί, και ότι ταύτα ήρκουν όπως καταστήσωσιν αδύνατον πάσαν των οφθαλμών και επομένως του πνεύματος απάτην. Άλλως δε αι τραγωδίαι του Ρακίνα στερούνται πάσης δράσεως· δεν είνε δράματα, αλλά βιβλία, τα οποία ουδέν ζημιούνται αναγινωσκόμενα πλησίον της εστίας, αντί να διδαχθώσιν από της σκηνής. Όλως διάφοροι τούτων είνε αι τραγωδίαι του Σαιξπήρου, ήτοι μόνον δράσις απ' αρχής μέχρι τέλους· ο δε διάλογος είνε εν αυτοίς τόσον επουσιώδης, ώστε θα ηδύνατο άνευ μεγάλης ζημίας να λείψη. Τούτο αισθανόμενος αυτός ο Σαιξπήρος, ουδέποτε διστάζει να θυσιάση τον διάλογον εις πάσαν αυτού ιδιοτροπίαν. Οτέ μεν υπακούων εις τον λυρικόν αυτού οίστρον, παρενθέτει ποιήματα όλως αλλότρια της δραματικής υποθέσεως, οτέ δε έχων όρεξιν να γελάση παρεισάγει πρόσωπα ανταλλάσσοντα επί ολοκλήρους κατά σειράν σκηνάς χαριεντισμούς, βωμολοχίας και λογοπαίγνια, ουδέ ταύτα έχοντά τι κοινόν προς το δράμα, και άλλοτε πάλιν, κατά τας κρισίμους μάλιστα πλοκάς, αντικαθιστά ως εν τω μπαλέττω τον διάλογον η απλή υπόδειξις του τι πρέπει να πράξωσι τα επί της σκηνής πρόσωπα, να μονομαχήσωσι, να εγχύσωσιν εις κύλικα δηλητήριον, να κόψωσι κλάδους δένδρου, να εξορύξωσιν οφθαλμόν ή να σπαθίσωσι ποντικόν. Ταύτα αρκούσι, πιστεύω, προς απόδειξιν ότι εξ ίσου άτοπον και παράλογον είνε να ζητή τις δράσιν εις τα έργα του Ρακίνα ή να περιορίση εις τον διάλογον τα δράματα του Σαιξπήρου.
»Ας αφήσωμεν λοιπόν το δήθεν δράμα και το μελόδραμα εις τους χοϊκούς ανθρώπους, και ενώ τέρπονται ούτοι εις την αναπαράστασιν των σκηνών του συνήθους βίου, ας αναζητήσωμεν ημείς εν τω θεάτρω ευγενέστερόν τι εντρύφημα του αισθήματος και της φαντασίας. Υποθέσατε, κύριοι, ότι παιανίζει η ορχήστρα συμφωνίαν του Χάυδν ή του Βετόβεν. Το άκουσμα τούτο αρκεί όπως μεταφέρη ημάς εν ακαρεί εις την ευδαίμονα σφαίραν, όπου δεν υπάρχουσιν ούτε κακοί άνθρωποι, ούτε ρυπαραί πόλεις, ούτε αγροί ηλιοκαείς ή κατεψυγμένοι. Αληθές είνε ότι οι πεζοί και οι ημιμαθείς αποκαλούσι περιφρονητικώς όνειρον την ανύψωσιν εις τοιούτον κόσμον, οι μέγιστοι όμως των φιλοσόφων πάσης εποχής και χώρας, κηρύττουσιν ενί στόματι τον τέλειον τούτον νοητόν κόσμον πολύ πραγματικώτερον του υποπίπτοντος εις τας αισθήσεις ημών και την εις αυτόν ανύψωσιν επί των πτερύγων της διαλεκτικής ή της τέχνης, ως τον μόνον τρόπον, δι' ου δύνανται να προγευθώσι της μελλούσης μακαριότητος οι πατούντες τον βόρβορον του τρισαθλίου ημών πλανήτου.
»Αλλ' ο κόσμος ούτος ο ιδανικός και ωραίος, ον απεκάλυψεν εις την ψυχήν ημών η μουσική, θαμβώνει αίφνης και την όρασιν ημών, υψουμένης της αυλαίας. Η σκηνή παριστά ιερόν τι άλσος· εις το βάθος αυτής, επί της κορυφής χλοερού λοφίσκου, στίλβουσιν αι στήλαι αρχαίου ναού, και κατωτέρω, υπό το φύλλωμα μεγαλοπρεπών δένδρων, τα ύδατα διαυγούς λίμνης. Και πάντα ταύτα, χλόη, μάρμαρα, δένδρα και νερά, παρίστανται υπό την μαγικήν λάμψιν του νυκτερινού φωτός υπό όψιν όλως ιδιάζουσαν και ούτως ειπείν ονειρώδη. Η σκηνή είνε ακόμη έρημος, αλλά πας τις προαισθάνεται ότι το δάσος εκείνο δεν κατοικούσιν όντα, ως εκείνα μεθ' ων συναναστρέφεται καθ' εκάστην. Ουδ' είνε βεβαίως τοιαύτα τα μετ' ολίγον εμφανιζόμενα, αλλ' έχουσιν ένδυμα διαφανή νεφέλην και ούτε η φωνή αυτών ακούεται ούτε το πάτημά των, αλλ’ ολισθαίνουσιν ως σκιαί επί της χλόης ή πτερυγίζουσι περί τα άνθη ως χρυσαλλίδες. Αλλ' ήδη εντείνεται ο φωτισμός της σκηνής και ογκούται ο ήχος των οργάνων, αγγέλλων την προσέλευσιν της πρώτης χορευτρίας, δι' ης θέλομεν εντρυφήση εις το άκρον άωτον της τέχνης. Η οργή, κύριοι, με πνίγει, όταν συλλογίζομαι ότι ευρέθησαν οι ικανοί να ισχυρισθώσιν, ότι η μεν παντομίμα δύναται να έχη καί τινα σημασίαν, ενώ η όρχησις δεν έχει κατ' αυτούς καμμίαν. Οι βλάκες ούτοι δεν εννοούσιν, ότι ο συνδυασμός αυτής μετά της μουσικής είνε η μόνη δυνατή εφαρμογή εις τας τέχνας του υπερτάτου νόμου του ρυθμού, του κατά τον Αριστοτέλη περιάγοντος εν τάξει ολόκληρον την κτίσιν. Προ μικρού η γυνή αύτη εβάδιζεν, έτρεχεν ή επήδα, αλλ' ήδη χορεύει, ο δε χορός, ήτοι η εν ρυθμώ κίνησις, δεν είνε τι αυθαίρετον ή καν ανθρώπινον, αλλά κανονίζεται, όπως και των σφαιρών η αρμονία, υπό του θείου νόμου των αριθμών, ον πρώτος απεκάλυψε και ελάτρευσεν ο Πυθαγόρας…»
Ως ίσως ενθυμείται ο αναγνώστης, πάντες είχομεν αναλάβη την υποχρέωσιν ν' αφίσωμεν να ομιλήση επί δίωρον, άνευ ουδεμιάς διά ρογχασμών διακοπής, τον κ. Βερτολόττην. Η υπόσχεσις ήτο ειλικρινής, ουδέ φαίνεται δίκαιον να κατηγορηθώμεν επί παρασπονδία, αν κατίσχυσε του ηρωικού ημών αγώνος κατά του ύπνου η κάπως απροσδόκητος παρέμβασις εις συζήτησιν περί χορού του Σταγειρίτου και του Πυθαγόρα.
(«Ποικίλη Στοά» 1891).
[Ο δε Ιησούς είπεν «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με». (Κατά Λουκάν ΙΗ', 16).]
Εις ένα χωριό της Μεγάλης Ελλάδας εζούσεν ένα καιρό ένα κορίτσι τόσο καλόκαρδο και χαριτωμένο, πού όλος ο κόσμος το αγαπούσεν. Αν και δεν ήταν πλούσιο, εύρισκε τρόπο να βοηθή τους πτωχούς· ό,τι της έδιδαν το εμοίραζε με αυτούς, και όταν τα χέρια της ήσαν άδεια, η καρδιά και το στόμα της ήσαν πάντοτες γεμάτα καλά αισθήματα και καλά λόγια για να τους παρηγορή. Και όχι μόνον οι άνθρωποι και τα σπιτικά ζώα, αλλά και αυτά τα πουλιά του δάσους την αγαπούσαν. Όταν την έβλεπαν να περνά, κατέβαιναν από τα δένδρα και την ακολουθούσαν 'σαν σκυλάκια, για να τους δώση το μισό ψωμί της.
Την έλεγαν Μηλιά, γιατί την είχαν εύρει ένα απριλιάτικο πρωί από κάτω από ένα μηλόδενδρο, σκεπασμένη από τα άσπρα άνθια, όπου είχε τυνάξει απάνω της ο άνεμος τη νύχτα.
Το ηλικιωμένο ανδρόγυνο που την είχεν υιοθετήσει, ήταν τόσο πτωχό, όπου μόλις έφθαναν για να μη πεινά όσα εκέρδιζαν με το πλέξιμον η γραία και ο γέρος κόπτοντας ξύλα. Η Μηλιά έκαμνε κ' εκείνη ό,τι μπορούσε για να τους βοηθήση. Εμάζευεν εις το δάσος αγριοφράουλες, μενεξέδες και άλλα λουλούδια και τα επρόσφερνεν εις τους διαβάτες μ' ένα χαμόγελο τόσο γλυκό, που σπάνιον ήταν να της αρνηθούν την πεντάρα τους, όσοι είχαν να την δώσουν. Αυτοί όμως δεν ήσαν πολλοί εις το πτωχικό εκείνο χωριό, και το ψωμί και τα κάστανα όπου έτρωγαν ο γέρος και η γρηά, ήσαν πάντοτες ολιγώτερα από την όρεξί τους, και ακόμη πιο μικρό το μερδικό της Μηλιάς, αφού το εμοίραζε με τους πτωχούς και τα πουλιά.
Η Μηλιά ήταν δεκαφτά ετών, όταν μια νύχτα, όπου ενόμιζαν αι θετοί γονιοί της πως κοιμάται, άκουσε να λέγη ο γέρος εις τη γυναίκα του·
«Δεν ξέρω τι θα γίνουμεν, αν δεν κάμη ο Θεός κανένα θαύμα να μας βοηθήση. Τα ξύλα όπου ημπορώ να σηκώσω εις τη γέρική μου πλάτη ολιγοστεύουν καθημέραν, και συ αντίς τρεις χρειάζεσαι τόρα πέντε 'μέραις για να πλέξης μια κάλτσα. Η Μηλιά τρώγει 'λίγο, μα αγαπά να μοιράζη ψωμί εις τους πτωχούς και τα πουλιά. Συλλογούμαι τι θα γείνη αφού κλείσουμε τα μάτια. Αν ήταν ένα ή δυο χρόνια μεγαλείτερη θα την έστελνα εις την πόλι να βολευθή. Φρόνιμη και προκομμένη καθώς που είνε, θα εύρισκεν εύκολα μια καλή θέσι, και δεν θα λησμονούσε και τους πτωχούς ανθρώπους που την αναθρέψανε, όταν δεν θα έχω πλέον δύναμι να κόπτω ξύλα ούτε συ δάκτυλα να πλέκης».
Η Μηλιά εκαμώθη πώς δεν άκουσε τίποτες. Το πρωί όμως εσηκώθηκε πριν φέξη έκαμεν ένα κομπόδεμα τα ολίγα της πράγματα, έσφιξε την καρδιά της, εσφούγγισε τα μάτια της, που έτρεχαν σαν βρύσι, και 'πήγε ν' αποχαιρετήση το γέρικο ζευγάρι. Έκλαψαν κ' εκείνοι, έπειτα όμως εσυλλογίσθησαν πως ήτο φανέρωμα του θείου θελήματος, να κάμη την Μηλιάν να συλλογισθή την ίδιαν νύκτα, όσα εσυλλογίσθησαν και εκείνοι. Την άφισαν λοιπόν να φύγη, αφού της έδωκαν πολλά φιλιά, την ευχή τους και μίαν πήτταν να την τρώγη εις τον δρόμον.
Όλο το χωριό ηθέλησε να την συνοδέψη μιαν ώρα δρόμο έως την Κρύα Βρύσι. Την ακολούθησαν έως εκεί και ένας στραβός πού τον έσερνεν ο σκύλος του και δυο σακάτηδες με τα δεκανίκια. Την εσυνόδεψαν και γίδες, αρνιά, κότες, χήνες πάπιες, γάλοι και πετεινοί, γιατί άνθρωποι και ζώα όλοι την αγαπούσαν και τους ελυπούσεν ο χωρισμός.
Όσον καιρόν έβλεπεν από μακρυά το αποχαιρέτημα με το μαντίλι των δύο γερόντων επροσπαθούσεν η Μηλιά να κάμη θάρρος· όταν όμως έπαυσε να το βλέπη κ' εκείνο, αισθάνθηκε πρώτη φορά ότι ήτο μονάχη εις τον κόσμο^ την επήρε το παράπονο και άρχισαν πάλι τα μάτια της να τρέχουν. Επερπάτησεν όλην την ημέρα χωρίς να σταθή ούτε την πήττα της να δαγκάση. Ο πόνος της καρδιάς γεμίζει ωσάν ψωμί το αδειανό στομάχι των δυστυχισμένων.
Αφού επερπάτησε δέκα όλαις ώραις, εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά ν' αναπαυθή. Ακόμη όμως δεν είχε καλοκαθίση, και την ετρόμαξαν δύο τουφεκιές και το γαύγισμα βραχνού σκύλου. Εγύρισε να ιδή τι τρέχει και είδεν ένα σύννεφο πουλιά που έφευγαν φοβισμένα.
— Ελάτε κοντά μου, εφώναζεν, ελάτε γρήγορα να κρυβήτε σ' αυτήν την λόχμη. Μη φοβάσθε, θα σας γλυτώσω, αν δεν με σκοτώση κ' εμένα ο κυνηγός, αν δεν με φάγη ο σκύλος.
Τα πουλιά εγνώρισαν τη φωνή της, εσυνάχθησαν τριγύρω της και εβιάσθησαν να τρυπώσουν αποκάτω από τα χαμόκλαδα, στρυμωμένα το ένα κοντά εις το άλλο, και άκουεν η Μηλιά τες εκατόν καρδούλες των να κτυπούν τακ-τακ σαν τα ρωλόγια εις το αργαστήρι του ρωλογά.
Εκείνην τη στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά.
— Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ' εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξης τον καλό δρόμο.
Ενώ μιλούσεν ο κυνηγός, εξακολουθούσεν ο σκύλος να γαυγίζη και η καρδιά των πουλιών να κτυπά πιο δυνατά, και το κόκκινο βασίλεμμα του ηλίου έκαμνε το αργυρό νόμισμα να λάμπη σαν να ήταν χρυσό.
— Καλά έκαμες να μ' αρωτήσης, αποκρίθηκεν η Μηλιά. Μια στιγμή πριν έλθης, είδα ένα κοπάδι πέρδικες που επετούσαν κατά το Βορειά, δυο λαγούς που έτρεχαν αντικρυνά, ένα ζαρκάδι που έφευγε κατά την Ανατολή και ένα ζευγάρι φαζάνια κατά τη Δύσι. Έχεις λοιπόν να διαλέξης, μόνο δεν έχεις καιρό να χάσης αν θέλης να τα φθάσης.
Ο κυνηγός της έδωκε το δίφραγκο και εκινήθηκε προς την Ανατολή, ο σκύλος όμως δεν ήθελε να φύγη· επεισμάτωσε να μυρίζεται τα κλαδιά, ν' αλυχτά και να δείχνη τα φοβερά του δόντια. Εσυλλογίστηκε τότες η Μηλιά να του δώση την πήττα της για να ησυχάση· του έδωκε και ο αφέντης του μια κλωτσιά κι τότε μόνον απεφάσισε το κακό ζώο να τον ακολουθήση, όχι όμως ευχαριστημένο, αλλ' εξακολουθώντας το γαύγισμα, ωσάν να έλεγεν εις τον κυνηγό, πως είνε εντροπή να τον γελούν κοτζά μου άνθρωπο τα κορίτσια.
***
Όταν εχάθη μακρυά εις το δάσος ο κυνηγός και έπαυσε ν' ακούεται η φωνή του σκύλου, εβγήκαν από την κρύφτη τους τα πουλιά και δεν ήξευραν τι να κάμουν για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους εις την Μηλιά. Εκάθιζαν επάνω εις τον ώμο της, εκελαϊδούσαν εις τ' αυτί της ευχαριστώ, την αέριζαν με τα πτερά των και της εφιλοτσιμπούσαν τα χέρια, τα χείλια, τα μάγουλα και το λαιμό της. Οι σπίνοι και οι πυρρουλάδες αποσπάσθησαν να πάγουν να της φέρουν κεράσια, ζίζυφα, βατόμουρα και φραγκοστάφυλα να δειπνήση, ενώ τα σπουργίτια και οι πετρίτες της ετοίμαζαν μαλακό στρώμα από καστανόφυλλα, μέντα και λεβάντες να κοιμηθή. Αφού έκαμε την προσευχή της και απλώθηκεν εις το μυρωδάτο εκείνο κλινάρι, την εσκέπασαν με φτέρη για να μη κρυώση κ' εκούρνιασαν κ' εκείνα εις τα περίγυρα δέντρα να την φυλάγουν.
***
Το πρωί την εξύπνησε το εγερτήριο του κορυδαλού και ήλθαν να την καλημερίσουν και τ' άλλα πουλιά. Αφού ετελείωσε το γενικό τραγούδι, έλαβε το λόγο (συμπάθειο για την ελληνικούρα) ο γλυκόλαλος ρήτορας, το αηδόνι, και της είπε τα ακόλουθα, εις την γλώσσαν των πουλιών, που ένοιωθε καλά και κάπως ωμιλούσεν η Μηλιά.
— Μας είπες χθες πως πηγαίνεις εις την πρωτεύουσα να κυνηγήσης την τύχη, και σήμερις το πρωί εμάθαμεν από μίαν Κίσσαν, ότι παρουσιάζεται μία ευκαιρία μοναδική να την πιάσης από τα γένεια. Ο Βασιληάς, αφού εχήρεψε πρόπερσι, εβαρέθηκε τα μεγαλεία, ταις δόξαις, τα πλούτη και όσα άλλα του ζηλεύει ο κόσμος. Τόση είνε η πλήξη και η μελαγχολία του, όπου κατήντησε να υποσχεθή το μισό του Βασίλειο εις εκείνον όπου κατορθώση να τον κάμη να περάση μία μόνη ώρα χωρίς χασμήματα η αναστεναγμούς. Πολλοί ήλθαν από όλα τα μέρη να δοκιμάσουν. Η δοκιμή γίνεται απόψε, και ως εις την πρωτεύουσα είνε μόνο πέντε ώρες δρόμος. Σήκω λοιπόν, Μηλιά, και συγυρίσου να πας εις το παλάτι να κερδίσης το βραβείο. Θα σε συνοδέψω με μερικά άλλα πουλιά και θα σε λέγω εις το αυτί τι πρέπει να κάμης.
— Πουλιά μου αγαπημένα, αποκρίθηκεν η Μηλιά, έχετε καλή καρδιά, όχι όμως και πολλή γνώσι. Μου παραγγέλλετε να συγυρισθώ χωρίς να συλλογισθήτε πως μόνον σάς εφρόντισεν ο Θεός να στολίση με πλουμιστά φτερά. Εγώ δεν έχω να βάλω παρ' αυτό το παλιοφούστανο που φορώ. Με αυτό θέλετε να πάγω να με καμαρώση η αυλή και ο Βασιληάς;
— Δεν είνε τα πουλιά τόσον ανόητα, όσο τα πιστεύει ο κόσμος, απήντησε το αηδόνι. Δεν θα σου έλεγα να στολισθής, αν δεν είχαμε φροντίσει να ετοιμάσωμεν τα στολίδια. Έχομε φιλία με μεταξοσκούληκα και τα εβάλαμεν να δουλεύουν όλην την νύκτα για να σου κάμουν αυτό το φόρεμα όπου δεν έχει δεύτερο στην οικουμένη.
Έφεραν τότες ένα φουστάνι από μονοκόμματο άσπρο ατλάζι, που είχεν επάνω κεντημένα την άνοιξι με όλα της τα λουλούδια και τον ουρανό με όλα του τ' αστέρια.
— Εγώ, είπεν ο μελισσουργός, έτρεχα όλην την νύκτα να σου εύρω
αυτό το άσπρο τριαντάφυλλο να βάλης εις τα μαλλιά σου.
— Και εγώ, είπεν η πυρραλίδα, εσύναξα σταλαγματιές δρόσο και σου
έκαμα περιδέραιο, που λάμπει περισσότερο από τα διαμάντια.
— Και εγώ, είπεν η σουσουράδα, σε φέρνω αυτό το ριπίδι, όπου
έδωκε το κάθε πουλί το ωραιότερό του φτερό για να γείνη.
Αφού εφόρεσε τα μοναδικά της στολίδια, εφάνηκεν η Μηλιά τόσον ωραία που άρχισαν να υμνολογούν την περίσσεια χάρι της όλα μαζί τα πουλιά. Μόνον εκείνη εξακολουθούσε να είνε ανήσυχη και συλλογισμένη.
— Τι θα γείνω, είπεν, όταν μου μιλήση ο βασιληάς και καταλάβη από τα πρώτα μου λόγια ότι είμαι μια χωριάτισσα του βουνού που δεν ξέρει τίποτε από κόσμο;
— Μη σε νοιάζει, αποκρίθηκε τ' αηδόνι. Αυτή η φιλενάδα μου η Κουρούνα, που βλέπεις κοντά μου, φωλιάζει από εκατόν είκοσι χρόνια εις την στέγη του παλατιού και ξεύρει όλα του τα φανερά και τα μυστικά. Την έφερα επίτηδες για να σε κατηχήση. Σε μια ώρα θα σε μάθη όσα φθάνουν για να διδάξης τον βασιληά τα γονικά του.
***
Με το δίφραγκο του κυνηγού ενοίκιασεν η Μηλιά το βράδυ ένα κομψό αμάξι και σωστά εις τας εννηά το βράδυ επαρουσιάσθηκεν εις την μεγάλη σάλλα του παλατιού. Η εντύπωσι που έκαμεν η ωμορφιά του προσώπου της και η λάμψη του φουστανιού της ήτο τόση, όπου όλαις η άβαφες γυναίκες εκιτρίνισαν από την ζούλεια, και από εκείνην την βραδυά εφανερώθηκε ποιες πασαλείβονται και ποιες όχι.
Ο βασιληάς κατέβηκεν από το θρόνο του και ήλθε να την προϋπάντήση, πράγμα όπου δεν έκαμεν άλλη φορά, παρά μόνον εις την επίσκεψι της αυτοκρατόρισσας του Λεβάντε. Χωρίς να φροντίζη για την εθιμοταξία, την επήρεν από το χέρι και την έβαλε να καθίση σιμά του, ερωτώντας από ποιο βασίλειον έρχεται, ή αν είνε ουρανοκαταίβατη, γιατί δεν πιστεύει πως ημπορεί η γης να γεννήση γυναίκα τόσον ωραία.
Η Μηλιά εκοκκίνησε και του αποκρίθηκε με πολλή σεμνότητα και χάρι ότι είνε μια ταπεινή χωριάτισσα και ήλθε ν' αγωνισθή με τους άλλους για το βραβείο.
— Πρέπει να ξεύρης, της είπεν ο βασιληάς, πως τόσον πολύ εχόρτασα και αηδίασα κάθε διασκέδασι και ξεφάντωμα, που τίποτες πλέον δεν μ' ευχαριστεί. Έχω ολόκληρα χρόνια να γελάσω. Όλα μου φαίνονται ανούσια, ανάλατα, νερόβραστα και βαρετά. Και αυτή σου η ωραιότης εθάμπωσε τα μάτια μου χωρίς να γιατρέψη της ψυχής μου την κούρασι και την πλήξι. Εύχομαι να φανή η διασκεδαστική σου τέχνη, όσον και η ωμορφιά σου μεγάλη.
Και αφού είπεν αυτά επρόσταξε ν' αρχίση ο αγώνας.
Τα λόγια του ετρόμαξαν την Μηλιάν, που δεν ήξευρε πώς θα κατώρθωνε να κάμη να γελάση τον αγέλαστο εκείνο βασιληά. Θα έχανε το θάρρος, αν δεν ήρχετο εκείνην την στιγμή το αηδόνι, να κελαϊδήση εις το αυτί της: «Μη σε μέλει, τα πουλιά τα ετοίμασαν όλα».
***
Ο πρώτος αγωνιστής που επαρουσιάσθηκεν ήταν ένας περίφημος φραγκομερίτης μπεχλιβάνης ή, καθώς τους λέγουν οι λογιώτατοι, λαθροχειριστής, τόσον επιτήδειος, που τον έπερναν πολλοί για μάγο και αναγκάσθηκε να φύγη από τον τόπον του, όπου εσυνείθιζαν τότες να καίουν τους μάγους. Αυτός εμάντεψε το χαρτί, άσο πίκα, όπου είχε βάλει ο βασιληάς εις το νου του, ετηγάνισεν αυγά μέσα εις το καπέλλο του αυλάρχη και έστειλε την ξανθή περρούκα της Μεγάλης Κυρίας να σκεπάση του ιπποκόμου τη φαλάκρα. Έπειτα κατώρθωσε να βγάλη από τη μύτη του υπουργού της δικαιοσύνης ένα σχοινί της φούρκας και από την τσέπη του στρατάρχη ένα δειλό λαγουδάκι. Όλα επήγαιναν καλά, μόνον ο βασιληάς δεν είχεν ακόμη γελάσει. Με την ελπίδα να επιτύχη και τούτο εσκαρφίστηκε να λαθροχειρίση το βασιλικό στέμμα και να στεφανώση με αυτό μία κεφαλή αγριοχοίρου, που ήταν στημένη εις το μέσο του τραπεζιού του δείπνου. Ο βασιληάς όμως δεν ήταν, καθώς φαίνεται, ευδιάθετος. Αντί να γελάση ευρήκεν άνοστο το χορατόν, κ' επρόσταξε να διώξουν τον χωρατατζή μ' ένα καλό λάχτισμα εις το μέρος του υποκειμένου του που είνε παρακάτω από τη ράχη.
Ο δεύτερος αγωνιστής ήταν ένας σοβαρός ασπρογέννης φιλόσοφος από τα μέρη της Ολλάνδας. Αυτός είχε φέρει μαζί του μίαν παράξενη μηχανή, με ένα είδος υαλίτικο καζάνι απ' επάνω. Το άνοιξε και έρριψε μέσα κάρβουνο κοπανιστό, μια κουταλιά αδιάργυρο, μια φούχτα αλογόπετρα, ένα κλαδί δενδρολίβανο και ένα βώλο νισαντήρι. Τα ανακάτεψε με μια χρυσή κουτάλα και αμέσως εζεστάθηκαν, εκόρωσαν, εφλογοβόλησαν, έπειτα εκρύωσαν, εκρουστάλλιασαν, και ευρέθη το καζάνι γεμάτο διαμάντια μεγάλα σαν τ' αυγά της περιστεράς. Όλοι οι αυλικοί έμεναν εκστατικοί και όλες η κυρίες άπλωσαν το χέρι για να λάβουν από ένα από τα διαμάντια που άρχισεν ο σοφός της Ολλάνδας να μοιράζη. Ο βασιληάς όμως εθύμωσε και πάλι, επρόσταξεν εις τες κυρίες να δώσουν οπίσω όσα είχαν λάβει και είπε με οργή εις το χημικό: «Δεν εσυλλογίσθηκες, ζευζέκη, πως άμα γείνουν τα διαμάντια κοινά σαν τα χαλίκια, θα χάσουν όλη τους την αξία τα δικά μου που είνε τα πρώτα του κόσμου και, αν λάχη και χρειαστώ χρήματα, 'μπορώ να τα πουλήσω όσο θέλω; Φύγε απ' εδώ, και αν ξανακάμης άλλη φορά διαμάντια, θα σου σπάσω μαζί με τη μηχανή και το κεφάλι».
Ο τρίτος ήταν ο πρώτος επιστήμονας ενός καινούργιου κόσμου, που είχεν ανακαλύψει ένας κάποιος Κολόμπος, πέρα από το μεγάλο νερομάζωμα, που το λέγουν Ατλαντικό. Αυτός ο νεοκοσμίτης είχε καταφέρει ύστερα από πολλές μελέταις και δοκιμές, να κλείση ταις ηλιακές αχτίδες μέσα εις μπουκαλάκια, που μοιάζανε μικρά αχλάδια, τόσον όμως φωτερά που ο βασιληάς και όλοι οι αυλικοί εθαμπώθηκαν και ανοιγόκλειαν τα μάτια, ωσάν νυχτερίδες που επλάκωσεν ο πρωινός ήλιος, πριν προφθάσουν να χωθούν εις τη σπηλιά τους. Αφού εμισοστράβωσε τον κόσμο άρχισεν ο επιστήμονας να εξηγή πώς αυτά τ' ακτινοβόλα αχλάδια είνε νέο σύστημα φωτισμού, και με το μισό έξοδο θα δίδουν φως δεκαπλάσιο από το λάδι, που θα ξεπέση τότες η τιμή του εις το δέκατο, αφού δε θα χρησιμεύη πλεια παρά μόνο για το τηγάνισμα και τη σαλάτα.
— Δεν ξεύρεις, αχρείε, τον διέκοψεν ο βασιληάς κίτρινος από την οργή, πως τα κτήματα του βασιλείου μου, τα δικά μου και του λαού μου, είνε όλα ελαιώνες, και έρχεσαι να μας ξεπέσης τη τιμή του λαδιού! Γκρεμίσου να μη σε βλέπω, και αν αύριο ευρεθής ακόμη εις τα κράτη μου θα σ' αλείψω με λάδι και θα σε κάψω ζωντανό.
Ήτο τώρα η σειρά της Μηλιάς και έτρεμεν όλη, βλέποντας πόσον αγριωμένος ήταν ο βασιληάς. Της εκελάδησεν όμως πάλιν το αηδόνι κάτι που της έδωκε θάρρος. Ολονών τα μάτια ήτανε καρφωμένα απάνω της και η σιωπή τόσο τέλεια, που θ' άκουε κανένας μύγαν να πετά ή χόρτο να φυτρώνη.
Η Μηλιά έδωκε τότε διαταγή ν' ανοίξουν τα είκοσι παράθυρα της σάλλας. Και αμέσως επέταξαν μέσα μικρόπουλα κάθε λογής και είδους, κίτρινοι μελισσουργοί, κόκκινοι πυρρουλάδες, αργυρά ψαροπούλια, μαύροι κότσυφοι, πλουμιστές κίχλες, παρδαλές καρδερίνες, σπίνοι, φρεντζούνια, σεισούρες, ποταμίδες, καλογρήτσες, μαλαθρίτσες, κρυδαλοί, ασπρόκωλοι, τρυποκάρυδα και κεφαλάδες. Αφού εφτερούγιασαν ένα δυο λεπτά, εδώ κ' εκεί γύρω εις ταις λάμπαις και τους πολυελαίους, σαν τρελλά πουλιά που ήταν, έκαμαν έπειτα ένα μεγάλο κύκλο. Το αηδόνι εστάθη εις το κέντρο κτυπώντας σαν αρχιμουσικός με τες φτερούγες του το ρυθμό, και ακούστηκε τότε μια πρωτάκουστη συμφωνία τόσο γλυκειά που θα έλεγες πως την είχε συνθέσει η μελοποιήτρια της Παράδεισος Αγία Κεκιλία. Από όλα τα κομμάτια άρεσε περισσότερο μια λιγυρή τετραφωνία σπίνων, που έκαμεν όλους να δακρύσουν, και το κωμικό τραγούδι της κίσσας, το τόσο πηδηκτούλικο και ζωηρά τονισμένο, που όλοι οι αυλικοί άρχισαν να σειούνται και να κινούν τα πόδια σαν να είχαν γεμίσει αι κάλτσες των μερμήγκια.
— Χορέψατε τώρα, πουλιά μου, επρόσταξεν η Μηλιά.
Είκοσι ζευγάρια καναρίνια άρχισαν τότε να χορεύουν ένα έκταχτο και πρωτοφανίστικο βαλς. Με τη μια φτερούγα εκρατούντο τα δυο πουλιά αγκαλιασμένα και επετούσαν με την άλλην. Τα ζευγάρια εγύριζαν ωσάν άνεμες και έκαμαν δέκα φορές το γύρο της σάλλας. Έπειτα εχόρευσαν κατά γης περπατητά μια νόστιμη καδρίλια οι τσαλαπετεινοί και ακόμη καλλίτερα επέτυχε το κοτιλλιόν με όλα του τα παιχνίδια. Εις αυτό έκαμαν όλους να ξεκαρδισθούν τα νάζια μιας ακατάδεκτης καρδερίνας, που της επαρουσίασαν δέκα κατά σειράν χορευτάδες και δεν της άρεσε κανένας· τους εκύτταζε με περιφρόνησι κ' έλεγεν όχι με το κεφάλι. Ο ενδέκατος έτυχε να της αρέση· για να του το αποδείξη του έδωκε μια μύγα που είχε πιάσει. Την έχαψεν εκείνος και έπειτα αγκάλιασε τη χορεύτριά του και άρχισαν να γυρνούν με χάρι και τέχνη μοναδική.
Δεν θα ετελείωνα ποτέ αν ήθελα να τα ειπώ όλα. Η διασκέδασι έκλεισε με μια βροχήν από σπάνια λουλούδια, που είχαν φέρει τα χελιδόνια από τα ξένα μέρη. Το σπανιώτερο απ' όλα ήταν ένας γαλάζιος λωτός του επάνω Νείλου, που επρόσφερεν η Μηλιά εις τον Βασιλέα.
Εκείνος ήτανε τώρα όλος ζωή και χαρά. Το αίμα ανέβηκε να βάψη τη χλωμή του όψι και τα μάτια έρριχναν σπίθες. Χωρίς να συλλογισθή ούτε το μεγαλείο ούτε τους προγόνους του, ούτε τι θα έλεγαν οι γύρω του πριγκίποι, δούκες, στρατάρχες, υπουργοί και δεσποτάδες, έσκυψε και εφίλησε την Μηλιά εις το μέτωπο, τα δύο μάγουλα και το σιαγόνι. Το σταυροφίλημα εκείνο, καθώς το έλεγαν, ισοδυναμούσε τότε εις τη Μεγάλη Ελλάδα με επίσημον αρραβώνα. Δεν ημπορώ να είπω αν άρεσεν ο αρραβώνας εκείνος εις όλους τους αυλικούς ή μίαν τουλάχιστο αυλικήν. Όλοι όμως ηναγκάσθηκαν θέλοντας και μη θέλοντας να φωνάξουν: Ζήτω η βασίλισσά μας! Το ίδιο εφώναξαν εις την γλώσσαν τους και όλα τα πουλιά, και βλέποντας ότι έκλαιεν η Μηλιά ενώ την αποχαιρετούσαν, της έδωκαν την υπόσχεσι να την βλέπουν συχνά.
Οι γάμοι έγειναν την επομένην εβδομάδα με περισσή μεγαλοπρέπεια και πομπή. Εις αυτούς ήσαν καλεσμένοι και οι θετοί γονιοί της Μηλιάς, ο γέρος και η γρηά, που τους έκαμνε να φαίνωνται δέκα χρόνια νεώτεροι η χαρά.
Ο βασιληάς, για να τους έχη κοντά της η αγαπημένη του γυναίκα, εζήτησε να τους εύρη καμμιά δημοσία θέσι εις την πρωτεύουσά του. Βλέποντας πόσον ήτο η γρηά φρόνιμη, οικονόμα, νοικοκυρά, λιγόφαγη και εις όλα τακτική την έκαμεν υπουργίναν επί των Οικονομικών. Ο γέρος όμως ήταν πλέον δυσκολοβόλευτος. Δεν ήξευρεν ο άνθρωπος ούτε να γράφη ούτε να διαβάζη. Ο βασιληάς επονοκεφαλούσε να εύρη πώς ήτο δυνατόν να τον οικονομήση, όταν έτυχε ν' αποθάνη ο επί της δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργός. Μη έχοντας πρόχειρον καμμίαν άλλην, έδωκεν εις τον γέρον την θέσιν του μακαρίτη, και από τότες εγεννήθη και σώζεται ακόμη εις πολλά μέρη η συνήθεια να δίδεται εις τον πλέον αγράμματον το υπουργείον της παιδείας.
(«Ακρόπολις Χριστουγεννιάτικη» 1895).
Μεγάλη δυστυχία είνε να έχη κανείς πολύ καλήν καρδίαν. Το ηξεύρω εκ πείρας διότι μ' έκαμεν ο Θεός παραπολύ ευαίσθητον. Δεν ημπορώ να ιδώ άνθρωπον να πάσχη και να κλαίη, χωρίς να γείνουν τα νεύρα μου άνω κάτω, ούτε να εννοήσω πώς κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκονται εις λυπηρά θεάματα. Αν τύχη ν' αποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη και αν χιονίζη. Αλλ' εγώ δεν ημπορώ να ίδω αποθαμμένον άνθρωπον όπου εγνώρισα ζωντανόν, χωρίς να με ταράξη η σκέψις ότι κ' εγώ θ' αποθάνω. Έπειτα αν οι συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ' επείραζε, διότι δεν αγαπώ τους εγωιστάς· αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε την όρεξιν ή θα εχαλούσε την χώνεψίν μου. Το στομάχι μου είνε κ' εκείνο ευαίσθητο και δύο πράγματα δεν ημπορεί να χωνέψη, τον αστακόν και τας συγκινήσεις. Τας συγκινήσεις εύκολον είνε να τας αποφύγω· να μη τρώγω όμως αστακόν θα ήτο θυσία τόσον μεγάλη, ώστε μου συμβαίνει πολλές φορές να ξεχάσω πώς είνε βαρυστόμαχος και να θυμηθώ ότι πρέπει κάνεις να συγχωρή εις όσους αγαπά τα ελαττώματά των.
Άλλο πράγμα όπου δεν ημπορώ να καταλάβω είνε να υπάρχουν άνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ώστε να δέχωνται να παρασταθούν φίλου των εις μονομαχίαν. Αλλ' εγώ είμαι ευαίσθητος, και μόνη η ιδέα ότι ημπορεί ο φίλος μου ή και ο αντίπαλός του να πάθη, με κάμνει ν' ανατριχιάζω· προ πάντων όταν συλλογίζωμαι, ότι την ημέραν της μονομαχίας πρέπει να σηκωθώ εις τας επτά, ας είνε και ο καιρός άσχημος, να χασομερέψω εις τρεχάματα, συνεντεύξεις και συντάξεις πρωτοκόλλων, και ίσως να πληρώσω και αμαξιάτικα με κίνδυνον να τα χάσω, αν τύχη, θεός φυλάξοι, ο φίλος μου να σκοτωθή.
Μεγάλη πρέπει να είνε η αναισθησία και εκείνων όπου δανείζουν εις τους φίλους των χρήματα, χωρίς να συλλογισθούν ότι ενδέχεται να μη δυνηθούν να τα αποδώσουν εις την προθεσμίαν, να τους εντρέπωνται και να τους αποφεύγουν. Τούτο ημπορεί να φανή μικρόν κακόν εις όσους δεν έχουν καρδίαν, αλλ' η ιδική μου θα ερραγίζετο, αν παλαιός μου φίλος μ' απαντούσεν είς τον δρόμον και εκαμώνετο πως δεν με είδεν. Αυτός είνε ο λόγος που μ' έκαμε να πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου εκατόν δραχμάς, έστω και αν πρόκειται να σωθή με αυτάς η τιμή και η ζωή του. Παρά να τον ίδω αχάριστον, καλλίτερα να τον κλάψω αποθαμμένον, αφού μάλιστα θα μ' εμπόδιζεν η ευαισθησία μου να υπάγω εις την κηδείαν του. Διά ν' αποφύγω τα φιλικά δάνεια, επρομηθεύθην από την αγοράν, με ένα εικοσιπεντάρικο, ένα μεγάλο σάκκο «Αρχαγγέλους» και «Πιστωτικές». Με αυτάς έχω το δικαίωμα ν' αποκρίνωμαι ότι ο Γούστας και ο Σκαλούτζης με άφισαν με το υποκάμισον, με μόνον δηλ. επτά σπίτια, που τα λέγω υποθηκευμένα, και εξακόσιες λαχειοφόρες, όπου δεν ηξεύρει κανείς πως τας έχω.
Άλλη σκληρότης και κουταμάρα είνε εκείνων όπου δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, χωρίς να συλλογισθούν ότι, αν μεν είνε ο ελεούμενος ικανός να εργασθή, ενθαρρύνουν την οκνηρίαν του, αν δε τύχη χωλός, στραβός, κουλοχέρης ή λωβιασμένος, το ψωμί που του δίδουν προμακραίνει ζωήν αθλίαν και βασανισμένην. Τούτο δεν το λέγω εγώ, το λέγουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Σπένσερ και ο Δαρβίνος, που απέδειξαν πόσον απάνθρωπα είνε τα λεγόμενα φιλανθρωπικά καταστήματα, τα άσυλα των ανιάτων, τα γηροκομεία και τα λεπροκομεία. Εσημάδεψα εις τα βιβλία των τα μέρη όπου το λέγουν, και τα δείχνω εις όσους έχουν την αδιακρισίαν να μου ζητούν χρήματα, διά να εμποδίσουν ν' αποθάνουν με την ησυχίαν των δυστυχισμένα πλάσματα, που θα ήτο δι’ αυτά ο θάνατος ευεργεσία.
Προ μερικών μηνών μου έστειλεν ο αγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανός μίαν επιτροπήν να μου ζητήση να συνεισφέρω, ως μεγάλος κτηματίας, διά να συστηθή εις κάθε τμήμα των Αθηνών ένα λαϊκόν μαγειρείον, όπου θα εύρισκαν οι πτωχοί άνθρωποι με μόνον δεκαπέντε λεπτά ένα φλυτζάνι ζουμί κ' ένα κομμάτι κρέας. Αν ήμουν άκαρδος καθώς οι άλλοι, θα έδιδα κ' εγώ τας είκοσι δραχμάς μου χωρίς δυσκολίαν. Η ευαισθησία μου όμως δεν μου συγχωρεί ούτε καν να συλλογισθώ ότι τρέφονται εις το πλάγι μου δυστυχείς άνθρωποι με νερόζουμο και κοιλιές, ενώ τρώγω εγώ μπαρμπούνια και φιλέτο.
Τρανή απόδειξις της υπερβολικής μου ευαισθησίας είνε και ο τρόπος όπου υπανδρεύθην. Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα γεράματα, να με κουράζουν αι διασκεδάσεις και να μ' ενοχλούν οι ρευματισμοί, αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικό και μίαν γυναίκα δική μου να με περιποιήται. Καθώς πας άλλος αγαπώ κ' εγώ της εύμορφες, και πλούσιος καθώς είμαι, εύκολο ήτο να εύρω ένα νόστιμο κορίτσι, αν δεν εζητούσα προίκα. Άλλος εις την θέσιν μου θα το έκαμνεν, αλλ' εγώ εσυλλογίσθηκα πόσον θα εβασάνιζε την ευαισθησίαν μου, αν υπανδρευόμην εύμορφην πτωχοκόρην, η ιδέα ότι μ' επήρεν όχι διά τα ευγενή μου αισθήματα, αλλά διά τα επτά μου σπίτια. Παρά αυτήν την ανυπόφορην υποψίαν επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν. Η ευγένεια της ψυχής μου είνε τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικά της δόντια δεν μ' εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως παρ' ό,τι πρέπει. Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί ν' αναφέρω πως, όταν έτυχε πέρυσι ν' αρρωστήση, δεν κατώρθωσα ποτέ να την βλέπω να υποφέρη. Ο βήχας της και το γλου-γλου της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδιά και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμερας μου έφερνε ζάλη. Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρη με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί. Αυτή η αρρώστεια της γυναίκας μου μ' έκαμε να εξοδέψω πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την Μεγάλην Βρεττανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισσιάν και την Πεντέλην. Το μεγαλείτερον όμως έξοδο ήτο ότι τας ημέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτο τόσον μεγάλη, ώστε ηναγκάσθηκα να πάρω διά παρηγότριαν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου. Περιττόν είνε να προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ' εμπόδισαν να είπω τίποτε δι' αυτά τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγεινε καλά.
Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο. Προσπαθεί εις όλα να μ' ευχαριστήση και ποτέ δεν ερωτά ούτε πού ήμουν ούτε τι κάμνω. Είνε φρόνιμη, ήσυχη, νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να εξοδεύη πολλά. Το σπίτι λάμπει, ποτέ δεν έλειψε κουμπί από τα υποκάμισά μου και είμαι πάντοτε βέβαιος να εύρω εις το τραπέζι το φαγί που μ' αρέσει. Εκατάφερε μάλιστα να μαγειρεύη και τον αστακόν με μίαν αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζη το στομάχι. Αυτά είνε βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ένα μόνον πράγμα της λείπει, η ευαισθησία. Αυτό το εκατάλαβα όταν ήλθεν η σειρά μου ν' αρρωστήσω!
Ενώ εγώ εις την δικήν της αρρώστειαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρη, και αναγκάζουμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμή δεν έλειψεν από κοντά μου· αγρύπνησε δέκα νύχτες κατά σειράν εις το προσκέφαλό μου. Ήθελεν η ίδια να μου δίνη τα γιατρικά, να μ' αλλάζη και να με μεταγυρίζη, χωρίς να με συνερίζεται διά τον κακό μου τρόπο, χωρίς να συχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλήται από την αρρωστομυρωδιάν του δωματίου. Αυτά μ' έκαμαν να υποπτευθώ, ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε καλήν όσφρηση ούτε μεγάλην ευαισθησίαν. Πώς τωόντι θα ημπορούσε, αν ήτο ευαίσθητη, να με βλέπη να υποφέρω, να βασανίζωμαι, να με καίουν οι συναπισμοί και να με δαγκάνουν η αβδέλλαις; Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι. Άδικον όμως θα ήτο και ν' απαιτήσω από τους άλλους την ιδικήν μου έκτακτον και μοναδικήν ευαισθησίαν.
(«Εμπρός» Νοεμβρίου 1896).
Αθηναϊκή ανάμνησις
Σύγχρονος του Πιλάτου και της βραχνής κιθάρας του και προκάτοχος του κ. Πύργου διδάσκαλος της ξιφασκίας ήτο, προ ενός τετάρτου αιώνος, αρχαίος τις λοχίας των Ζουάβων της Αφρικής, φέρων το όνομα Μαυρίκιος Ζακού και άνω των εξήκοντα εις την ράχιν του χρόνους. Τούτον επροτίμων οι τότε φίλοπλοι διά πολλούς λόγους, εκ των οποίων ο κυριώτατος ήτο, ότι πλην αυτού δεν υπήρχε τότε εις Αθήνας κανείς άλλος. Και ούτω όμως οι μαθηταί του δεν ήσαν πολλοί. Το ξίφος τω όντι και το πιστόλιον ήσαν ακόμη κατά την εποχήν εκείνην όπλα πολυτελείας, δυνάμενα να ονομασθώσιν ακαδημαϊκά, τα δε μόνα χρήσιμα εις λύσιν των ζητημάτων της τιμής ήσαν η ατρόχιστος σπάθη του ιππικού και η δημοσιογραφία. Τούτο εξηγεί πώς, αν και ήτο μονάκριβος ο κ. Ζακού, δεν ήσαν εν τούτοις τα μαθήματά του ακριβά. Αντί είκοσι κατά μήνα παλαιών δραχμών δι’ ένα μαθητήν και πέντε περιπλέον δι' έκαστον σύντροφόν του, ηδύνατό τις να έχη την ευχαρίστησιν να τον βλέπη προσερχόμενον εις την οικίαν του τετράκις της εβδομάδος μετ' ακριβείας στρατιωτικής. Ουδ' ήτο η ακρίβεια το μόνον του καλού απομάχου προσόν. Ουδένα τω όντι ηξιώθην να γνωρίσω άνθρωπον ούτε εγκυκλοπαιδικώτερον αυτού ούτε προθυμότερον να καθιστά τας γνώσεις του χρησίμους εις πάντας. Των μαθητών του διώρθωνε τας παρεκτροπάς, όχι μόνον των ποδών και των βραχιόνων, αλλά και τας πολύ βαρυτέρας της γλώσσης, όταν ωμίλουν γαλλικά. Πλην δε του γλωσσικού μαθήματος παρείχεν εις αυτούς και διδάγματα στωικής φιλοσοφίας, διηγούμενος εις τους παραπονουμένους διά τον καύσωνα ή τον βαρύν χειμώνα των Αθηνών πώς εις τας αραβικάς πεδιάδας εμοιράζετο εις τους στρατιώτας το βούτυρον και το λαρδί με την κουτάλαν, ή πώς εις τα κλεισωρείας του Άτλαντος συνεπύκνωνεν ο βορράς την πνοήν των Ζουάβων επί της γενειάδος των εις στιλπνούς σταλακτίτας. Αλλά και ουδείς εγνώριζε κάλλιον αυτού να διδάσκη τας στρατιωτικάς ασκήσεις εις τους σκύλους, την ρητορικήν εις τους ψιττακούς, την μουσικήν εις τα κανάρια ή να μεταβάλλη εις κάπωνας τους πετεινούς. Πλην τούτων κατώρθωνε να μεταδίδη εις παν αποθνήσκον κυνάριον, γάτον, πίθηκον ή άλλο ευνοούμενον οικιακόν ζώον, αν ουχί ψυχικήν, σωματικήν τουλάχιστον αθανασίαν, ταριχεύων αυτό δι’ αυτών εκείνων των χόρτων και βαλσάμων, διά των οποίων εγεμίζετο η κοιλία των Φαραώ, κατά συνταγήν μεταδοθείσαν αυτώ υπό Κόπτου ασκητού. Αλλά το μάλλον διακρίνον τον πρώην ήρωα της Αφρικής ήτο η κατοχή άλλης τινός ασυγκρίτως πολυτιμοτέρας συνταγής, η της προβιγκιανής ψαρόσουπας, της περιβοήτου bouilla- baisse. Το άγνωστον τούτο εις ημάς τους αναξίους διαδόχους μεγάλων προγόνων αγλάισμα της τραπέζης είνε προϊόν της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, εισαχθέν προ εικοσιπέντε αιώνων υπό Φωκαέων αποίκων εις την Μασσαλίαν. Όπως πάντα τα λοιπά καλλιτεχνήματα της εποχής του Περικλέους, διακρίνει και τούτο η απλότης των μέσων, διά των οποίων επιτυγχάνεται το καλόν. Προς κατασκευήν τω όντι της κλεινής bouilla-baisse ουδέν άλλο απαιτείται παρά μόνον ολίγον ψάρι, ολίγα κρεμμύδια, ολίγον πιπέρι και τέχνη πολλή· ο δε Ζακού ήτο αληθής τεχνίτης, διατηρών ίσως εις τας φλέβας του, όπως και ο Βοναπάρτης, σταγόνα τινά αίματος Ελληνικού. Το κατόρθωμα τούτο της τέχνης του μας παρέθεσεν εις πρόγευμα, χλιαράν τινα, ανέφελον και μόνον κατά τον Καζαμίαν χειμερινήν ημέραν εις το Δαφνίον, υπό ουρανόν σαπφείρινον, παρά την όχθην θαλάσσης χρυσής. Ουδ' ήτο το συμπόσιον μονοπίνακον, αλλά την ψαρόσουπαν διεδέχθη άλλο τι άγνωστον εις τους κατοίκους της Αττικής του αττικού χρώματος προϊόν, αμανίται του Δαφνίου, εφάμιλλοι των φυομένων υπό τας καστανέας της Λιγαυρίας. Αλλ' ενώ ετρύφα εις τους παρατεθέντες η όσφρησις και η γεύσις, κατείχετο το πνεύμα μου υπό ευλόγου δυσφορίας, ματαίως αγωνιζόμενον ν' ανεύρη πώς το έδαφος τούτο της Αττικής, το εξακολουθούν να γεννά βολβούς κατ' ουδέν κατωτέρους των υμνηθέντων προ είκοσιν αιώνων υπό των Δειπνοσοφιστών, γεννά συγχρόνως ανθρώπους εις τοιούτον βαθμόν αναισθήτους, ώστε να προτιμώσι τούτων τα καλλιεργούμενα ή μάλλον κατασκευαζόμενα εις τους υπογείους κοπρώνας των Παρισίων άχυμα και ανούσια δήθεν μανιτάρια. Πως ταύτα μεν να πληρώνονται πέντε φράγκα το κουτίον, οι δε εγκλείοντες το άρωμα και τον χυμόν του βουνού βολβοί, να ρίπτονται εις την θάλασσαν ή τους χοίρους, διά τον λόγον ότι δεν τους τρώγουν «ούτε τα πρόβατα, ούτε τα γίδια, ούτε τα γαϊδούρια, ούτε οι Αθηναίοι», ως μας έλεγαν οι χωρικοί.
Την αδημονίαν μου ταύτην ηύξανεν άλλο αντικρύ μου μαρτύριον της εκλείψεως παντός ίχνους της προγονικής καλαισθησίας. Εις απόστασιν τω όντι ολίγων βημάτων ήτο εστρωμένη άλλη τις τράπεζα, και περί αυτήν εκάθηντο τρεις κομψοί νεανίσκοι, και είς πρώην τοιούτος μετά δύο κυριών, αίτινες ήσαν αυτή η κυρία Άρτεμις και η κυρία Ήβη, αι υποκρινόμεναι δηλ. εις την χθεσινήν παράστασιν του Ορφέως του Όφεμπαχ τας ολυμπίους θεάς θνηταί γαλλίδες. Ουδεμίαν όμως ησθάνετο ο θεωρών αυτάς όρεξιν να θρηνήση, ότι δεν ήτο αθάνατος η κιτρίνη κόμη των, η αλευρωμένη όψις των, οι ύποπτοι οδόντες και των χειλέων των η ψευδοπορφύρα. Το δε μόνον αληθώς αξιοθρήνητον ήτο να βλέπη τις απογόνους του Αλκιβιάδου και του Αριστίππου να ποτίζωσι καμπανίτην και να κατατρώγωσι διά των οφθαλμών τοιούτου είδους Φρύνας και Λαΐδας, των οποίων το μόνον προσόν, όπως και των ψευδομανιτών, ήτο η προέλευσις εξ Ευρώπης.
Την σειράν των οχληρών τούτων σκέψεων διέκοψαν αίφνης οι βαρείς φθόγγοι του οπλοδιδασκάλου μας βροντοφωνούντος· «Μετά την ψαρόσουπαν και τους αμανίτας μου πρέπει να καταπίετε και την ιστορίαν μου της πρώτης μου μονομαχίας. Καθώς όλοι γνωρίζετε, δεν ευρίσκεται υπό τον ήλιον άλλος άνθρωπος όσον εγώ ευπροσήγορος, φιλήσυχος και ειρηνικός. Τοιούτος ήμην πάντοτε. Όταν κατετάχθην εις τους Ζουάβους, επροσπάθησα να φέρωμαι προς όλους ευγενώς και περιποιητικώς, περιμένων περίστασιν να δείξω και την αφοβίαν μου εις τους Βεδουίνους. Η ευκαιρία όμως αύτη εβράδυνε να παρουσιασθή, η δε υπερβολική των τρόπων μου ευγένεια παρεξηγήθη από μερικούς συντρόφους μου, υποπτεύσαντας ότι είχε κάποιαν συγγένειαν με την δειλίαν. Τούτο ανέλαβε να ξεκαθαρίση αρχαίος τις Ζουάβος, ο πρώτος του τάγματος ξιφοπαίκτης και μονομάχος ονομαστός. Ένα πρωί, ενώ επρογευμάτιζα ήσυχα και φρόνιμα, ήλθε και έπτυσε μέσα εις το φαγητόν μου και έπειτα επαρεπονέθη ότι τον επρόσβαλα διότι έπαυσα να το τρώγω, και διά την προσβολήν ταύτην εζήτει ικανοποίησιν διά μονομαχίας μέχρι θανάτου. Το πράγμα μου εφαίνετο απίστευτον και η απαίτησις τερατώδης. Τοιαύτη όμως δεν ήτο και των συντρόφων μου η γνώμη, οι οποίοι συγκροτήσαντες συμβούλιον τιμής απεφάσισαν παμψηφεί ότι, αφού επρόσβαλα τον άνθρωπον, έπρεπε και να τον ικανοποιήσω την επομένην ημέραν το πρωί, εις το όπισθεν του στρατώνος ξηροχώραφον. Αν σας έλεγα ότι εκαλοκοιμήθην την νύκτα εκείνην δεν θα μ' επιστεύετε, και θα είχετε δίκαιον. Όταν με παρέταξαν την επιούσαν ξιφήρη αντικρύ του αντιπάλου μου, παρετήρησα εις τριών βημάτων απόστασιν νεόσκαπτον λάκκον και εις το χείλος του λίσγον και πτυάριον. Το θέαμα δεν με ήρεσε διόλου.
— Τι είνε τούτο; ηρώτησα· ας υπάγωμεν ολίγον μακρύτερα.
— Τούτο, απεκρίθη με φοβεράν φωνήν ο αντίπαλός μου, είνε ο λάκκος όπου θα σε ρίψουν μετά δύο λεπτά! Κάθε άνθρωπος τον όποιον εγγίζει το σπαθί μου είνε καλός διά θάψιμον. Κάμε γλήγορα την τελευταίαν σου προσευχήν.
»Ταύτα ακούων και θεωρών τον λάκκον, τον έτοιμον να με καταπίη, ησθάνθην την καρδίαν μου να γεμίζη όχι από φόβον, αλλ' από φοβεράν οργήν, προ πάντων κατά της αδικίας. Εσυλλογιζόμην ότι τον άνθρωπον εκείνον ούτε άλλον κανένα ποτέ μου δεν επείραξα· ότι πρώτην φοράν έπιανα εγώ ξίφος, ενώ εκείνος ήτο εξ επαγγέλματος ξιφομάχος και θα μ' εσούβλιζεν ως ορνίθιον, χωρίς να διατρέξη ο ίδιος κίνδυνον κανένα. Εσυλλογίσθην και την γραίαν μητέρα μου και την απελπισίαν της. Εκύτταξα έπειτα τους τέσσαρας μάρτυρας, οι οποίοι μ' έκαμαν την εντύπωσιν βοηθών του δημίου. Αυτοί μ' είχαν φέρη εκεί και ητοιμάζοντο να παρασταθούν ανάλγητοι εις την σφαγήν μου. Ο ένας μάλιστα μ' εφάνη ότι εδάγκανε τα χείλη του διά να μη γελάση. Όλα αυτά τα εύρισκα απάνθρωπα, θηριώδη και προ πάντων άδικα. Ο φόβος μου έπαυσεν ολότελα και ο θυμός μου εκορυφώθη. Έρριψα το άχρηστον σπαθί μου και εχύθην κατά του αντιπάλου μου ως ταύρος με το κεφάλι κάτω. Επέσαμεν και οι δύω κατά γης και ήρχισα να γρονθοκοπώ, να λακτίζω και να δαγκάνω. Ο αντίπαλός μου εξαφνισθείς, αντί να μ' αποδώση τα ίσα, επροσπάθει πολύ μάλλον να σωθή από τας χείρας μου. Ουδέ τούτο όμως θα το κατώρθωνεν, αν δεν έτρεχαν οι μάρτυρες με πολύν κόπον να μας χωρίσουν».
Ταύτα ειπών εφάνη ο Ζακού καταληφθείς υπό τινος δισταγμού και αδιαθεσίας να τελειώση την διήγησιν, την οποίαν αυθορμήτως είχεν αρχίση, και ικαναί παρήλθον στιγμαί, μέχρις ου αποφασίση να προσθέση εν βία και με φωνήν πολύ ταπεινοτέραν «Εντρέπομαι, κύριοι, να σας ομολογήσω ότι ήμην βλαξ και είχα όλα τα άδικα. Άδικον είχον να υποθέσω γάλλους στρατιώτας και μάλιστα Ζουάβους ικανούς να εκθέσουν χωρίς λόγον τον συστρατιώτην των εις τόσον άνισον αγώνα, και άδικον να πιστεύσω ότι ο αντίπαλός μου είχε τω όντι σκοπόν να με σκοτώση και να με θάψη εις τον λάκκον εκείνον. Όλα αυτά ήσαν μασονική δοκιμασία, εις την οποίαν υποβάλλεται πας νεοσύλλεκτος διά να γνωσθή αν είνε γενναίος· ο δε τρόπος με τον όποιον αντέταξα την κεφαλήν και τους γρόνθους μου εις το ξίφος του ανταγωνιστού μου δεν εθεωρήθη ως ίδιος δειλού. Τίποτε λοιπόν δεν μας εμπόδιζε να φιληθούμε και να υπάγωμεν έπειτα να τιμήσωμεν το πρόγευμα, το οποίον είχε παραγγελθή προς τιμήν μου, αν επετύγχανα, ως έλεγαν, εις τας εξετάσεις μου. Εις το πρόγευμα εκείνο έφαγα πρώτην φοράν ψαρόσουπαν, καθώς εκείνην όπου σας εμαγείρευσα, και εμέθυσα με κρασί κάπως καλλίτερον από αυτό το ποτήρι πικρορετσινάδο, το οποίον πίνω εις την υγείαν σας».
[«Εστία» 1898, τ. 1ος σελ. 2-3]
Εξ όλων των πόλεων της Δύσεως και της Ανατολής, όπου έτυχε να κατοικήσω, η καθαρωτάτη είνε ή τουλάχιστον ήτο προ ημίσεως αιώνος, προ της ιταλικής δηλ. ενότητος και της εφαρμογής του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, η Γένοβα πρωτεύουσα της Λιγουρίας. Η ιστορία της πόλεως ταύτης συνδέεται στενώς μετά της ημετέρας μεσαιωνικής. Οι Γενοβέζοι υπήρξαν πιστοί σύμμαχοι του αυτοκράτορος Μιχαήλ του Παλαιολόγου κατά των Ενετών, και επί μακρόν χρόνον δυνάσται της Χίου, όπου, αν υπάγης, αναγνώστα, δύνασαι να συναντήσης επιζώντας τινας απογόνους του Ιουστινιάνη και του Γριμάλδη διατηρούντας ακόμη τα οικόσημα, τα γενεαλογικά δένδρα και την πίστιν εις τον Πάπαν, κατ' ουδέν όμως άλλο διακρινομένους από των γειτόνων αυτών, των οποίων η περιουσία περιορίζεται εις κτήμα, ουχί πολύ μεγαλείτερον της αιθούσης χορού των ανακτόρων του βασιλέως Γεωργίου, αποδίδον κατ' έτος εκατοντάδας τινάς πορτοκαλιών και σακκίδιον αμυγδάλων.
Διά την μοναδικήν εν τούτοις και απαστράπτουσαν της Γενούης καθαριότητα ελάχιστα δαπανώσι το κράτος και η δημαρχία, χάρις εις την πρακτικωτάτην και αξίαν μιμήσεως ιδέαν ν' αναθέσωσι την φροντίδα ταύτην εις τους καταδίκους εις ισόβια ή πρόσκαιρα δεσμά. Τρις της ημέρας αντηχεί εις τας οδούς βαρύς κρότος αλύσεων και τροχών και μετ' ολίγον εμφανίζεται μέγα κάρρον συρόμενον υπό ευρώστων ημιόνων, τούτο δε παρακολουθούσιν υπό την επιτήρησιν δύο αστυνομικών κλητήρων περί τους είκοσιν αλυσίδετοι ανά ζεύγος δεσμώται, οι μεν εν ερυθρά οι δε ισόβιοι εν κιτρίνη στολή, ωπλισμένοι διά μακρών σαρώθρων, τα οποία δεν διαφεύγει ίχνος βορβόρου ή σκιά κονιορτού, ούτε κόπρισμα ίππου, ούτε απόρριμμα σιγάρου, ούτε τεμάχιον χαρτιού ουδέ καστάνου φλοιός, ώστε μετά την διέλευσιν του κάρρου δύναται η επιφάνεια των ασπίλων πλακών να χρησιμεύση ως κάτοπτρον εις τας φιλαρέσκους διαβατρίας. Προς πλήρη εκτίμησιν της μοναδικής ταύτης καθαριότητος έν μόνον δύναμαι να προσθέσω, ότι εις επισήμους τινάς λιτανείας επικρατεί η συνήθεια να ραίνωνται οι ιερείς εκ των παραθύρων διά βροχής ρόδων, κρίνων, υακίνθων και γαρυφάλων, αλλά μετά το τέλος της τελετής σαρώνονται αμέσως και ταύτα θεωρούμενα ως ευώδεις ακαθαρσίαι. Πολλάκις συνέβη να επιφοιτήση εις τον νουν μου ως όνειρον και οπτασία των νεανικών μου χρόνων η μαρμαρυγή των γενουηνσιακών πλακών, ενώ επιπόνως αναρριχώμαι εις τον ανήφορον της οδού Νικοδήμου, προσκόπτων ανά παν βήμα εις ζωντανάς ή νεκράς όρνιθας, εις λόφους κονιορτού, εις πυραμίδας σκουπιδιών, εις απόμαχα υποδήματα, εις φλοιούς καρπουζιών, εις μαύρους ρύακας παρά το πεζοδρόμιον ή ερυθρούς προ των μακελλείων. Αλλά και πολλάκις διερχόμενος την οδόν Αδριανού και βλέπων χάσκοντας εις τον εξώστην του Παλαιού Στρατώνος πλήθος ευρώστων δεσμωτών, αναλογίζομαι πόσον χρησιμωτέρα θα ήτο η καταδίκη αυτών ως εν Γενούη εις καθαρισμόν των πεζοδρομίων.
Ου μόνον δε εις απολύμανσιν της πόλεως, αλλά και εις σπουδαίαν ελάττωσιν του αριθμού των εγκλημάτων θα συνετέλει πιθανώς το θέαμα της καθημερινής παρελάσεως ανά τας οδούς των Αθηνών των εμπρηστών της οικίας Μελά, των ληστών του ταμείου της Λαμίας, των απίστων ταμιών και άλλων μεγαλοσχήμων ομοτέχνων των αλυσιδέτων, μετ' ερυθρού ή κιτρίνου σκούφου επί της κεφαλής και μεγάλης εις τας χείρας σκούπας.
Απαραίτητος προς διατήρησιν πόλεως καθαράς είνε η ύπαρξις είς τινα απόστασιν απ' αυτής ακαθάρτου προαστείου, προωρισμένου δηλ. εις πάσαν ασυμβίβαστον προς την καθαριότητα βιομηχανίαν. Μόνον οι Αθηναίοι στέργουσι να έχωσιν αμέσους γείτονας χοιροτρόφους, βαφείς ρακοσυλλέκτας, βουστάσια, βυρσοδεψεία και ελαιοτριβεία. Πάντα ταύτα ως και τας απεράντους αυτών αποθήκας ελαίου, σάπωνος, τυρού, λίπους, τόνου και παστού κρέατος περιώρισαν οι Γενοβέζοι εις το απέχον όσον το Φάληρον από των Αθηνών χωρίον του Αγ. Πέτρου, και έκτοτε η πόλις αυτών απέβη εντελώς άοσμος κατά τα τρία τέταρτα του έτους, μόνον δε κατά την άνοιξιν απόζει εκ της ανθήσεως των δενδροστοιχιών.
Ουδ' ήτο τούτο το μόνον της καθαριότητος πλεονέκτημα· αλλά και η βαθμιαία και τελεία σχεδόν έκλειψις του βδελυρωτάτου των παρασίτων. Από της αρχής του παρόντος αιώνος η Γένοβα είνε η μόνη ίσως εν Ευρώπη πόλις, η μη φιλοξενούσα ποντικούς. Ούτοι ήσαν πρότερον εκεί αναρίθμητοι και παμφάγοι. Κατά την παιδικήν μου ηλικίαν έζων ακόμη γερόντισσαι διηγούμεναι περί της θηριωδίας των τετραπόδων τούτων πράγματα απίστευτα και φρικαλέα. Το μέγεθος αυτών ήτο όσον μεγάλης γαλής· ηρήμωσαν ολοκλήρους συνοικίας και εκένωσαν τας αποθήκας του ναυτικού· έπνιγον τους γάτους· κατεβρόχθιζον τας λαμπάδας των ναών· έτρωγον εν τη κοιτίδι αυτών τα βρέφη· ανέσκαπτον τους τάφους, όπως φάγωσι και τους νεκρούς, την δε ηγουμένην της μονής των Καρμηλιτών οσίαν Ροζαλίαν έφαγον εν τω κελλίω της ζωντανήν, ενώ ήτο βυθισμένη εις έκστασιν ουρανίαν. Εις ταύτα εδυσπίτουν οι ουδέποτε υπερβάντες τα τείχη της πόλεως, αλλ' οι εγκύψαντες και εις των περιχώρων την γεωγραφίαν κάλλιστα εγνώριζον ότι ο παρά των γραϊδίων υμνούμενος φοβερός και γιγάντειος ποντικός δεν ήτο μυθώδης, ούτε καν ευρίσκετο μακράν, αλλά ζη, βασιλεύει, πληθύνεται εις ελαχίστην από των τειχών της πόλεως απόστασιν, μεταναστεύσας από ημίσεως ήδη αιώνος εις τον Άγιον Πέτρον των εκεί εξορισθέντων ζωογδαρτών και αλλαντοποιών, μετά των σφαγείων και των αποθηκών στοκοφίσου και αλειμματοκηρίων. Εν δε τω νέω αυτών καταυλισμώ τοσούτον, ως φαίνεται, ηυχαριστήθησαν οι μετανάσται, ώστε ουδέποτε υπερέβαινον τα όρια αυτού, ούδ' επεχείρησαν ως οι Ηρακλείδαι κάθοδον εις την αρχαίαν αυτών έδραν, την απολέσασαν παν δι' αυτούς θέλγητρον, αφού έγεινε καθαρά.
Δυσάρεστος βεβαίως ήτο εις τους κατοίκους του προαστείου η εγκατάστασις τοιαύτης αποικίας, και ζωηρά τα παράπονα κατά της αποφάσεως της κυβερνήσεως να συγκεντρώση παρ' αυτοίς πάσας τας ρυπαράς βιομηχανίας, μεταβάλλουσα το χωρίον των εις κοπρώνα της πρωτευούσης. Αν υπήρχον τότε βουλευταί, όπως υποστηρίξωσιν αυτά, θα εματαιούτο πιθανώς το σχέδιον της απολυμάνσεως της Γενούης. Μη υπαρχόντων όμως τοιούτων, ηδυνήθη να υπερισχύση το κοινόν συμφέρον κατά πάσης αντιδράσεως των προσωπικών. Μετά ματαίας τινάς αναφοράς και διαμαρτυρήσεις ηναγκάσθησαν οι διαμαρτυρόμενοι να υποταχθώσιν, αναλαμβάνοντες να συμβιβάσωσι την ακαθαρσίαν, εν μέσω της οποίας κατεδικάσθησαν να ζώσι, μετ' επιμόχθων και πολλάκις ματαίων αγώνων προς απαλλαγήν από της μάστιγος των ποντικών.
Εν πρώτοις αντετάχθησαν κατ' αυτών τα δραστικώτατα των δηλητηρίων, ο φωσφόρος, ο στρύγχνος, η κανθαρίς και το αρσενικόν, και αι παντός είδους και πάσης εφευρέσεως μυάγραι.
Ταύτα όμως μόνον κατά τας πρώτας ημέρας απεδείχθησαν κάπως χρήσιμα, τάχιστα δε εδιδάχθησαν τα πονηρά ζώα να δυσπιστώσι προς τα φαρμακερά καταπότια και να διαφεύγωσι τας τεχνικωτάτας παγίδας. Προ πάντων δε απέτυχον κατά τον αγώνα τούτον τα αντιταχθέντα εις αυτούς παντοία είδη γάτων, ου μόνον των εντοπίων, αλλά και των αδρά δαπάνη εισαχθέντων ανδρειοτάτων της Αγκύρας, της Ισπανίας, της Αιγύπτου και της Περσίας. Πλείστους εκ τούτων έπνιξαν και τους λοιπούς έτρεψαν εις επαίσχυντον φυγήν, μετ' ολίγον δε απέβη αναμφισβήτητον, ότι από κυνηγουμένων μετεβλήθησαν εις φοβερούς γατοδιώκτας οι ποντικοί.
Ταύτα δύνανται να φανώσιν απίστευτα εις μόνους τους τελείως στερουμένους ιστορικών γνώσεων, αλλ' οι παρακολουθήσαντες τας από των μέσων μέχρι των καθ' ημάς χρόνων πολιτικάς επαναστάσεις της ευρωπαϊκής ηπείρου κάλλιστα γνωρίζουσιν, ότι η ιστορία των ποντικών συνδέεται αναπoσπάστως προς τας εισβολάς των εξ Άρκτου και Ανατολών βαρβάρων, των Σκανδιναβών, των Γότθων, των Ερούλων, των Βανδάλων, των Ούνων, των Αβάρων, των Μογγόλων και των Τατάρων. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι εγνώριζον μόνον τον μικρόν και ήμερον μυν, όστις έχει προς τον έπειτα επιδραμόντα δεκαπλάσιον το μέγεθος και εκατονταπλάσιον κατά την κακουργίαν βάρβαρον ποντικόν, ως η γαλή προς την τίγριν και ως προς τον κροκόδειλον η αθώα σαύρα. Εκάστη από του Αττίλα και του Γελιμέρου μέχρι των νεωτέρων χρόνων εισβολή συνωδεύετο υπό εισβολών του ανήκοντος εις την πατρίδα αυτών γένους τρωκτικών τετραπόδων, τα οποία δυστυχώς δεν συναπήρχοντο μετά των επιδρομέων, αλλ’ ενέμενον εις την κατακτηθείσαν χώραν, μέχρις ου επήρχετο νέα εισβολή άλλου ισχυροτέρου γένους, οίτινες διεδέχοντο και έτρωγον τους προκατόχους. Πρώτη μνημονεύεται υπό της ιστορίας η των Νορβηγών, οίτινες διαπλεύσαντες την Βαλτικήν επί των πλοίων των Νορμανδών και Δανών πειρατών απέβησαν εις τας ακτάς της Αγγλίας και της Αμερικής και εκείθεν επεξετάθησαν εφ' όλης της Ευρώπης, από των πάγων της Σκωτίας μέχρι των ισπανικών παραλίων. Ούτοι ήσαν, ως φαίνεται, σιδηρόχροοι και ωνομάσθησαν εκ τούτου υπό των λογίων χρονογράφων Ήφαιστοι ή λατινιστί Vulcani.
Τους Ηφαίστους έφαγον και διεδέχθησαν οι έπειτα εισορμήσαντες κατόπιν των Ούνων τεφρόχροοι Ασιάται. Τους επανακάμπτοντας εις τας εστίας στρατούς των Σταυροφόρων παρηκολούθησαν απειράριθμα πλήθη ποντικών, ιδρυσάντων νέαν εν Ευρώπη δυναστείαν, καταλυθείσαν ήτοι φαγωθείσαν μετά δύο αιώνας υπό των και πάλιν εκ της Βαλτικής επελθόντων. Αλλ' ανιαρόν θα ήτο να παρακολουθήσω κατά χρονολογικήν σειράν πάσας ταύτας τας επιδρομάς και αλληλοφαγίας. Παραπέμπων λοιπόν τους ορεγομένους εις τους Βυζαντινούς και Λατίνους χρονογράφους και συναξαριστάς, περιορίζομαι να μνημονεύσω την φοβερωτάτην πασών και σχεδόν σύγχρονον τελευταίαν. Περί το έτος 1725 σειρά αλλεπαλλήλων καταστρεπτικών σεισμών διέσεισαν πάσαν την παρά την Κασπίαν θάλασσαν χώραν, ορύξαντες βαθύτατα εις τας πέριξ πεδιάδας χάσματα. Εκ των βαράθρων τούτων ανεπήδησαν αναρίθμητα σμήνη ποντικών, οίτινες υπερβάντες τον Βόλγαν, είτε νηχόμενοι είτε επί αλιευτικών πλοίων, ετράπησαν έπειτα προς δυσμάς. Έκτοτε ουδέποτε εστείρευσε το ρεύμα της εισβολής, ούδ' έπαυσαν αι άβυσσοι της Παρακασπίας ερευγόμεναι μυριάδας κακοποιών τετραπόδων. Η παρ’ αυτών κατάκτησις της Ευρώπης συνετελέσθη μετά ταχύτητος ναπολεντείου και ταύτην διεδέχθη η πανωλεθρία των προκατόχων. Εν Σουηδία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ιταλία και Ισπανία, από της Υρκανείας θαλάσσης μέχρι των οχθών του Ατλαντικού, οι επί πολλούς αιώνας επικρατήσαντες Ήφαιστοι, οι φαιοί, οι τεφροί, Σκανδιναυοί, Σταυροφόροι και πάντα τα λοιπά γένη κατεπόθησαν υπό των επηλύδων και κατήντησαν ήδη τόσον σπάνιοι, ώστε αγοράζουσι τους επιζώντας τα Μουσεία. Προς σωτηρίαν από βεβαίου ολέθρου των άλλων επί της γης εμψύχων ηυδόκησεν η Θεία Πρόνοια να καταστήση πάντα τα είδη των ποντικών ποντικοφάγα, αλλ’ ουδέν άλλο ήτο κάλλιον των Παρακασπείων ή Μοσχοβιτών ωπλισμένων προς τοιαύτην θανάσιμον πάλην. Το μήκος αυτών, συμπεριλαμβανομένης της ουράς, φθάνει ενίοτε τα τεσσαράκοντα εκατοστά του μέτρου, ήτοι το σύνηθες της γαλής, (3) ανάλογος δε του αναστήματος είνε το θράσος και η θηριωδία. Πλην τούτου υπερβαίνουσι πάντας τους άλλους κατά την πολυτοκίαν. Κατ' εξαίρεσιν των λοιπών ζώων έχουσι κοινόν προς τον άνθρωπον, ότι δεν υπάρχει δι' αυτούς ωρισμένη εποχή ερώτων, αλλ' ερωτεύονται και πληθύνονται κατά πάσαν ώραν, τρις δε ή τετράκις του έτους γεννά η Μοσχοβίτισσα ουχί ολιγώτερα των δεκαπέντε τέκνων. Ο μόνος περιορισμός του φοβερού τούτου πολλαπλασιασμού έγκειται εν τη διαφθορά των ηθών και τη τελεία παρά τοις ζώοις τούτοις ελλείψει συγγενικού φίλτρου. Αι μητέρες εν ελλείψει άλλης τροφής τρώγουσι τα ίδια τέκνα, ταύτα δε τους γηράσαντας γονείς, απαραλλάκτως ως έπραττον κατά τον Ηρόδοτον οι πρόγονοι των παρακασπείων Μοσχοβιτών αρχαίοι Μασαγέται.
Εις τας ιστορικάς ταύτας λεπτομερείας ηναγκάσθην να ενδιατρίψω, όπως μη φανώσιν απίθανα όσα απομένουσι να διηγηθώ. Πρέπει δε και να προσθέσω, ότι περί την εποχήν εκείνην ήρχιζεν εισαγόμενος παρά τοις Ιταλοίς εξ Αγγλίας ο νεωτερισμός ν' αντιταχθή αντί του γάτου ο σκύλος κατά της ογκουμένης πλημμύρας των τρισμεγίστων ποντικών. Εις το κυνήγιον τούτο επετύγχανε προ πάντων μιγάς τις γενεά έλκουσα την καταγωγήν εκ των ερώτων Αγγλίδος βουλδογίσσης μετά του ιθαγενούς μολοσσού των Απεννίνων. Τα φοβερά ταύτα ζώα εκαλούντο Αρλεκίνοι εκ του ομοιάζοντος το προσωπείον Αρλεκίνου μαύρου αυτών ρύγχους και, πριν ή χρησιμοποιηθώσιν ως μυοκτόνοι, εξετέλουν καθήκοντα οία τα των αρχαίων μονομάχων εν τω ρωμαϊκώ αμφιθεάτρω, σπαράσσοντες αλλήλους κατά τας πανηγύρεις προς διασκέδασιν του πλήθους, ή και παλαίοντες κατά ταύρων.
Τω καιρώ εκείνω είχα το μέγα ευτύχημα να είμαι δεκαπενταέτης και το ουχί μικρότερον να κατοικώ τέσσαρας κατ' έτος μήνας εις εξοχικήν οικίαν περικυκλουμένην υπό μικρού δάσους γηραλέων καστανέων, του ωραιοτάτου των δένδρων είτε όταν ανθή την άνοιξιν, είτε όταν κύπτωσιν οι κλάδοι του υπό το βάρος του φθινοπωρινού καρπού. Ο Οκτώβριος επλησίαζεν εις την λήξιν, ο καιρός ήτο ψυχρός και εις την εστίαν εσπινθήριζεν η πρώτη του έτους, εκ ξηρών κλημάτων πυρά, ότε αντήχησεν ο κώδων της εξωθύρας και ευθύς έπειτα επί της κλίμακος βαρύ πάτημα μετά κλαγγής σπάθης επί των λιθίνων βαθμίδων.
Ο απροσδόκητος επισκέπτης ήτο γιγάντειος υπαξιωματικός των Καραβινιέρων, όστις χαιρετίσας ευγενέστατα παρουσίασεν ημίν διαταγήν του φρουραρχείου, «όπως χορηγήσωμεν επί τρεις ημέρας κατάλυμα εις τον αποσπασματάρχην Ταραβόκιαν, εκτελούντα μεταβατικήν υπηρεσίαν». Αι τοιαύται φιλοξενίαι επεβάλλοντο συνεχώς εις τους κατοικούντας μεμονωμένας εξοχικάς επαύλεις, αλλ' εις ουδένα επροξένουν ανησυχίαν ή τρόμον, ως εις τας ελληνικάς επαρχίας η διάβασις των προς καταδίωξιν της ληστείας μεταβατικών αποσπασμάτων, η τρέπουσα εις φυγήν αθρόους τους χωρικούς εκ του φόβου της παροιμιώδους κοτοπήττας. Οι ανήκοντες εις το επίλεκτον σώμα των Καραβινιέρων εφημίζοντο ως ευγενέστατοι· εσέβοντο των ξενιζόντων τας όρνιθας και δεν ησπάζοντο άνευ της αδείας των τας γυναίκας.
Οι υπαξιωματικοί ήσαν πάντες εγγράμματοι, αν και ουδείς πτυχιούχος του Πανεπιστημίου, διότι η Ιταλία δεν ηυτύχει, ως η Ελλάς, να έχη τοσαύτην πληθώραν διδακτόρων, ώστε να ψηφίση νόμον περί απονομής εις αυτούς θέσεων υπενωμοταρχών και υπαστυνόμων. Πάντες εγνώριζον ανάγνωσιν, γραφήν, τα τέσσαρα πάθη της αριθμητικής και τους πρώτους κανόνας της καλής συμπεριφοράς, να μη μεταχειρίζωνται δηλ. ούτε τους δακτύλους ως ρινόμακτρα ουδέ τους γρόνθους ως επιχειρήματα επί της ράχεως των φορολογουμένων. Ο δε παρ' ημών ξενιζόμενος ήτο και κατά τι λογιώτερος. Περιποιούμενος ημάς ως Έλληνας εθεώρησε πρέπον να μας πληροφόρηση, ότι η Ελλάς ήτο τον παλαιόν καιρόν ένδοξον έθνος, πατρίς εξόχου ποιητού καλουμένου Ομήρου υμνήσαντος τα κατορθώματα του μεγάλου Αλεξάνδρου. Ακριβέστεροι όμως ήσαν αι γνώσεις του περί άλλα χρησιμώτερα πράγματα, τα οποία ευηρεστήθη κατά την διαμονήν του να με διδάξη, την διά κατόπτρου προσέλκυσιν των κορυδαλλών, την διάκρισιν των φαγωσίμων από φαρμακερών αμανιτών, την εις τα κοιλώματα των κουφοκαστανεών σύλληψιν των γλαυκών και την κατασκευήν παγίδων προς άγραν των κουνελλίων. Αλλ' η μεγίστη του αγαθού χωροφύλακος προς εμέ χάρις ήτο να με προσκαλέση εις το δραματικώτατον των όσα έτυχε να ίδω θεαμάτων, εις την υπ' αυτού σχεδιασθείσαν μεγάλων ποντικών κυνηγεσίαν. Αύτη έμελλε να διεξαχθή την προσεχή Κυριακήν κατά παράκλησιν του δημοτικού συμβουλίου υπό την στρατηγίαν του φίλου μου ενωμοτάρχου, συνοδευομένου υπό της ημιλοχίας του και επικουρίας χωρικών. Πλην εμού είχον προσκληθή οι συντάκται δύο ή τριών εφημερίδων και νέος τις ποιητής, όπως περιγράψωσι και υμνήσωσι πεζώς και εμμέτρως το αξιομνημόνευτον γεγονός. Τόπος συναθροίσεως είχεν ωρισθή η μικρά πλατεία του Αγ. Πέτρου, η ολίγον απέχουσα από του σφαγείου των ίππων και ώρα η τετάρτη της πρωίας, η συνήθης προς τοιαύτας κυνηγεσίας. Περιττόν δε είνε να προσθέσω, ότι επεκράτει ακόμη το βαθύ σκότος ασελήνου και ομιχλώδους φθινοπωρινής νυκτός, την δε πορείαν ημών εφώτιζον χωρικοί κρατούντες μεγάλας εκ πίσσης λαμπάδας. Τούτους ηκολούθουν περί τους τριάκοντα Καραβινιέροι, φέροντες πλην της σπάθης βαρείαν ράβδον και σύροντες έκαστος διά λωρίου ζεύγος των ανωτέρω περιγραφέντων φοβερών μανδροσκύλων. Ούτω βαδίζοντες εν σιωπή ωμοιάζομεν συνωμότας.
Η νυξ και το κόκκινον φως των δάδων μετέδιδον εις την παράταξιν ημών χροιάν Κατιλιναϊκήν. Εφ' όσον επλησιάζομεν προς τα σφαγεία, το έδαφος νοτισθέν υπό της προσφάτου βροχής καθίστατο σπογγωδέστερον. Ο πιτυλίζων ημάς βόρβορος είχε την ρευστότητα του ύδατος και το ύδωρ την πυκνότητα του βορβόρου. Αυτός δε ο αήρ εφαίνετο πυκνωθείς εκ των παντοίων πνιγηρών αναθυμιάσεων και, όπως δυνηθή τις ν' αναπνεύση, ηναγκάζετο να φράξη την μύτην.
Επί τέλους εφθάσαμεν προ χαμηλού τίνος περιτειχίσματος, εφ' ου στηρίξαντες κλίμακα ανήλθομεν και εκαθίσαμεν επί της κορυφής του τοίχου. Ούτος περιέφρασσεν ικανώς ευρύχωρον κυκλικόν περίπου χώρον, είδος τι αμφιθεάτρου, του οποίου το πλακόστρωτον έδαφος διετέμνετο δι' αυλακιών αποληγόντων εις κιγκλιδοφράκτους προς εκροήν του αίματος οπάς. Ο τόπος ούτος εχρησίμευε προς σφάξιμον και εκδοράν των ίππων, ως υπεδείκνυεν ο εν γωνία τινί σωρός κρανίων. Οι ίπποι δεν εθεωρούντο ακόμη κατά την εποχήν εκείνην ανήκοντες εις το γένος των φαγωσίμων, αλλ' εν τούτοις αντί να γείνωσι συνταξιούχοι εσφάζοντο οι γηράσαντες προς αμοιβήν των μακρών αυτών εκδουλεύσεων εις το αχάριστον ανθρώπινον γένος. Νεκρός ίππος έμελλε να πρωταγωνιστήση κατά την πανήγυριν της νυκτός εκείνης, ουδ' εβράδυνε να εμφανισθή επί της σκηνής, συρόμενος διά σχοινίων μέχρι του κέντρου του αμφιθεάτρου υπό τεσσάρων τω συνοδευόντων ημάς χωρικών. Ούτοι έσπευσαν να κλείσωσι το δίφρακτον, δι' ου είχεν εισαχθή το πτώμα, συγχρόνως δε ν' ανοίξωσι τας οπάς του τοίχου, δι' ου έμελλον να εισπηδήσωσιν εις το στάδιον οι αναμενόμενοι ιπποφάγοι, ελκυόμενοι υπό της οσμής του παρατεθέντος αυτοίς μεγαλοπρεπούς συμποσίου. Οι πρώτοι εμφανισθέντες ποντικοί ήσαν εν αρχή ολίγοι και εφαίνοντο δυσπιστούντες και κάπως δειλοί. Αλλ' ούτοι ήσαν απλοί πρόσκοποι αποσπασθέντες προς κατόπτευσιν του εδάφους. Η έκθεσις αυτών υπήρξεν, ως φαίνεται, ενθαρρυντική. Μετ' ολίγον εξώρμησαν εκ πάσης ανοιχθείσης οπής και εξ άλλων πιθανώς υπογείων οχετών, διότι εφαίνοντο ως αναδυόμενοι εκ της γης πυκναί φάλαγγες τρωκτικών τετραπόδων, Άξιον δε σημειώσεως είνε ότι, εφ' όσον ηύξανεν ο αριθμός, εφαίνετο συναυξάνον και το μέγεθος αυτών. Ενώ οι πρώτοι εισελάσαντες ηδύναντο να θεωρηθώσιν ως μεγάλοι μόνον ποντικοί, το ανάστημα πλείστων εκ των ήδη εισορμώντων δεν εφαίνετο κατώτερον του των γάτων. Μετά τινα δε λεπτά ολόκληρος, άνευ του ελαχίστου κενού, η επίφάνεια του ευρυτάτου εκείνου περιβόλου εκαλύπτετο υπό εμψύχου και αεικίνητου τάπητος παρδαλοχρόου, διότι τα ζώα ταύτα διεκρίνοντο ου μόνον διά του αναστήματος αλλά και διά του χρώματος την ποικιλίαν. Υπήρχον ποντικοί ολόμαυροι, καστανοί, ξανθοί, ορφνοί, μολυβδόχροοι καί τινες λευκοί, ίσως εκ των γηρατειών.
Ο νεκρός του ίππου δεν εφαίνετο πλέον. Εκεί όπου έκειτο, ουδέν άλλο έβλεπέ τις ή πυκνότερον σωρόν ποντικών έχοντα περίπου του πτώματος το σχήμα. Εκ του σωρού τούτου ανήρχετο παράδοξός τις ήχος ομοιάζων τον κροταλισμόν των πηρουνίων και των σιαγόνων κατά την ώραν του γεύματος εν τη αιθούση πολυανθρώπου ξενοδοχείου. Το συμπόσιον διήρκει από μιας ήδη ώρας. Αλλ' ημείς ουδέν άλλο ηδυνάμεθα να διακρίνωμεν πλην του αμόρφου, αεικινήτου και ανά πάσαν στιγμήν ογκουμένου εκείνου σωρού.
Ουδ' έπαυσαν να προσέρχωνται πανταχόθεν νέα αδηφάγα σμήνη. Οι καταφθάνοντες ανέβαινον και έτρεχον επί της ράχεως αλλήλων και επί τούτων άλλοι. Ο ζωντανός εκείνος τάπης ωμοίαζεν ήδη προς τα νώτα τρικυμιώδους θαλάσσης.
Κατά την στιγμήν εκείνην ερρίφθησαν κατά διαταγήν του αρχηγού τρεις αναμμέναι δάδες επί του αποκρύπτοντος το πτώμα σωρού και η ζέουσα ρητίνη έσταξεν επί των δαιτυμόνων. Περί αυτήν εσχηματίσθη τότε ευρεία οπή και εις το βάθος του λάκκου διεκρίνομεν ουχί πτώμα ίππου, διότι ούτος είχε φαγωθή ολόκληρος, μη εξαιρουμένων του δέρματος και των σπλάγχνων, αλλ' άσαρκον ήδη και λευκάζοντα σκελετόν. Εντός της κοιλότητος αυτού απέμενον εν τούτοις σκληροτράχηλοι τινες συμποσιασταί, μη πεισθέντες ουδ' υπό της βροχής πυρός να εγερθώσι της τραπέζης.
Καιρός ήτο ήδη να επιδείξωσι την ανδρείαν αυτών οι σκύλοι. Ούτοι ανυπομόνουν προ πολλού, ωρύοντο, ηνωρθούντο και έσειον τους ιμάντας μετά τοσαύτης ορμής, ώστε εκινδύνευον να παρασυρθώσιν οι κρατούντες αυτούς άνδρες. Ότε απελύθησαν επί τέλους, δεν ανέμειναν να ανοιχθή αυτοίς η πύλη του αμφιθεάτρου, αλλά κατεπυλίσθησαν από της κορυφής του τοίχου εις την παλαίστραν ως καταρράκτης οι εξήκοντα μολοσσοί, και ήρχισεν αξία επικής ανυμνήσεως ποντικοσφαγία. Φοβερά ήτο η μανία και άσβεστος η δίψα αίματος των σκύλων. Έδακνον, έπνιγον, εσπάρασσον και εσκόρπιζον περί αυτούς εκατοντάδας ασπαιρόντων πτωμάτων. Τούτο διήρκεσεν επί δέκα περίπου λεπτά, κατά τα οποία ασφαλής εφαίνετο η έκβασις του αγώνος. Τι όμως ήσαν εκατοντάδες τινές νεκρών, ενώ εις μυριάδας ανήρχοντο οι περικυκλούντες αυτούς εχθροί;
Μετ' ολίγον αντήχησαν γαυγύσματα, ομοιάζοντα μάλλον προς γοερόν παράπονον ή αλαλαγμόν θριάμβου. Οι ποντικοί συνελθόντες εκ της εκπλήξεως ήρχιζον ήδη ν' αμύνωνται κρατερώς, αναρριχώμενοι και προσηλούμενοι ως βδέλλαι επί των νώτων των μολοσσών, οίτινες εξηκολούθουν μεν να σπαράττωσι τους περί αυτούς, αλλά μάτην ηγωνίζοντο ν' αποτινάξωσι τους επικαθημένους. Ολόκληρον το σώμα τινών εκ των σκύλων εκαλύπτετο υπό ποντικών ως προ μικρού ο νεκρός του ίππου, και άδηλος απέβαινεν η έκβασις της μάχης. Ανδρείοι μεν και ρωμαλέοι ήσαν οι βουλδόγοι, αλλά και πολύ ολιγώτεροι των εν Θερμοπύλαις συντρόφων του Λεωνίδα κατά των αμετρήτων περσικών στιφών. Όπως λοιπόν μη πέσωσιν ούτοι έστω και ενδόξως υπό τους οδόντας των ποντικών, κατεπείγουσα ήτο η ταχίστη παροχή εις αυτούς επικουρίας. Ανοίξαντες τότε την μεγάλην πύλην εισώρμησαν αθρόοι εις την παλαίστραν, οι Καραβινιέροι μετά της εφεδρείας των χωρικών. Τρεις ή τέσσαρες μόνον εξ αυτών εγύμνωσαν την σπάθην, αλλ' οι πλείστοι επροτίμησαν ως όπλον τας μακράς και βαρείας ράβδους.
Ταύτας μετεχειρίζοντο ως κατά το αλώνισμα του σίτου οι γεωργοί. Εκάστη της ράβδου καταφορά ανετίνασσεν εις τον αέρα ολόκληρον ορμαθόν ποντικών και εξ ίσου δραστηρίως ειργάζοντο οι πόδες. Οι Ιταλοί Καραβινιέροι είνε, ως γνωστόν, κολοσσοί· τα μέχρι του γόνατος βαρύτατα υποδήματα ησφάλιζον τας κνήμας αυτών από των δηγμάτων και έκαστον επί των πλακών βήμα απέβαινε θανατηφόρον. Άλλοι μεν διεσκέδαζον χορεύοντες επί του ποντικοστρώτου εδάφους είδος τι φονικωτάτης μαζούρκας, και άλλοι εμιμούντο τας κινήσεις των πατούντων εις τον ληνόν τας σταφυλάς. Αλλά και οι σκύλοι αναθαρρήσαντες εκ της παρουσίας των κυρίων αυτών ηγωνίζοντο και πάλιν ηρωικώς. Η νίκη αυτών ηδύνατο ήδη να θεωρηθή ως ασφαλισθείσα, αλλ' ο αγών παρετείνετο, διότι εξ ίσου δύσκολος ήτο εις τους ητηθέντας και η αντίστασις και η ταχεία αποχώρησις εκ του πεδίου της μάχης. Αι οπαί του τοίχου, δι' ων είχον εισέλθη ήσαν τόσον στεναί, ώστε υπέρ την μίαν ώραν είχε διαρκέση η εισέλασις των αλλεπαλλήλων ταγμάτων και αδύνατος εκ τούτου ήτο η αθρόα φυγή. Άλλως δε μεταξύ αυτών και των εξόδων ωρθούντο οι Καραβινιέροι και έχαινον τα στόματα των μολοσσών. Τα εμπόδια ταύτα επεχείρησαν να υπερπηδήσωσιν αντλούντες θάρρος εκ της απελπισίας. Επήδων επί των νώτων των σκύλων, ανερριχώντο εις τους ώμους των ανδρών, έδακνον τας ράβδους μέχρις εκριζώσεως των οδόντων, πολλοί δε και ερρίφθησαν κατά του τοίχου μετά τοσαύτης ορμής, ώστε συνετρίβη η κεφαλή αυτών. Ίσως ήτο τούτο αυτοχειρία.
Το θέαμα απέβη τοσούτον απεχθές και φρικαλέον, ώστε απέστρεψα τους οφθαλμούς. Η σφαγή παρετάθη επί ημίσειαν περίπου ώραν. Αριθμός τις θυμάτων κατώρθωσε να σωθή διά τοιχαναβάσεως ή διά των υπογείων οχετών. Αλλ' ο κατά την στιγμήν εκείνην ανατέλλων ωχρός ήλιος φθινοπώρου εφώτιζε κατά τον προχείρως γενόμενον υπολογισμόν υπέρ τας δέκα χιλιάδας πτωμάτων. Μετά των νεκρών έκειντο και δύο μολοσσοί, είς είχε τυφλωθή κατά την μάχην, τρεις ή τέσσαρες εχώλαινον και πάντων αι πλευραί εστίζοντο δι' αιματηρών κηλίδων. Αλλά και πολλών ανδρών αι χείρες έφερον τα ίχνη των οδόντων των ποντικών. Πάντες εφαίνοντο κατάκοποι και απέσταζεν άφθονος εκ του μετώπου των ο ιδρώς, αν και ήτο παγερά η ομίχλη της πρωίας, ερριγούμεν δε ημείς της ομηρικής μάχης οι αργοί θεαταί.
Υπάρχει παροιμία, καθ' ην αι σφοδραί συγκινήσεις ανοίγουσι την όρεξιν. Ταύτην, ως φαίνεται, εγνώριζε της πανηγύρεως ο οργανωτής, διότι κατά την επιστροφήν ημών εις το υπαίθριον καφφενείον, ανέμενεν ημάς μικρός αγριόχοιρος στρεφόμενος επί της πυράς, νωπός τυρός, μέγας λέβης βραστών καστάνων καί τινες φιάλαι οίνου του τελευταίου τρυγητού, κάπως μεν θολού, αλλά γλυκού και αφρώδους ως καμπανίτου. Το πρόγευμα ήτο βεβαίως ορεκτικόν, αδύνατον όμως υπήρξε να τιμήσω αυτό, ενοχλούμενος υπό της διακεχυμένης καθ' όλον το προάστειον οσμής των παντοίων εκεί βιομηχανιών, του συμμιγούς αρώματος μακελλείου, παντοπωλείου, αλείμματος, σάπωνος, δερμάτων και λαϊκών μαγειρείων. Από της υπερβολικής ταύτης ευαισθησίας της οσφρήσεως μ' εθεράπευσεν, ως ελπίζω, ριζικώς η δεκαετής ήδη εν τη συνοικία της Πλάκας διαμονή.
[«Παναθήναια» 1900]
Πιθανόν είνε, αναγνώστα, η μόνη επιγραφή του παρόντος άρθρου να σε κάμη να υψώσης τους ώμους και ν' ανακράξης εκ των προτέρων «Παραδοξολογία!». Ουχί όμως αν έτυχε να αρρωστήσης βαρέως και ενθυμήσαι ακόμη όσα τότε ησθάνθης.
Το πρώτον και μέγιστον ίσως πλεονέκτημα της ασθενείας είνε ότι μόνον κατά τας ημέρας εκείνας της καταναγκαστικής απραξίας αισθάνεσαι εντελώς απαλλαγμένος πάσης υποχρεώσεως και πάσης ευθύνης προς τον εαυτόν σου, την γυναίκα σου, τα τέκνα σου, την κοινωνίαν και τους δανειστάς σου. Τότε μόνον δύνασαι εν αναπαύσει συνειδήσεως να είπης· «Δεν πταίω εγώ ό,τι δήποτε και αν συμβή».
Εφ' όσον είσαι υγιής, η λεγομένη ανθρωπίνη οικογένεια δεν σοι οφείλει απολύτως τίποτε, ούτε εργασίαν, ούτε περίθαλψιν, ούτε πίστωσιν, ούτε όργανα εργασίας, ούτε προστασίαν, ουδέ καν τεμάχιον άρτου. Έχεις βραχίονας και εις σε απόκειται να πορισθής πάντα ταύτα. Αν δε η τύχη σε καταδιώξη και δεν δυνηθής με όλην την καλήν διάθεσιν να εύρης ούτε πελάτας αν ήσαι δικηγόρος, ούτε θαμώνας αν έχης καφφενείον, ούτε αυθέντην αν ήσαι υπηρέτης, αν πρωίαν τινά σε μετέβαλεν ο κ. υπουργός από τελωνοφύλακος εις παυσανίαν, και ματαίως εζήτησες δικόγραφα ν' αντιγράψης ή πρόβατα να βοσκήσης, ω τότε είσαι βεβαίως άξιος να ονομασθής «οκνηρός, ακαμάτης, χασομέρης, μπόσικος, ντεμπέλης». Μυριάκις ολιγώτερον ταπεινωτική διά την φιλοτιμίαν σου είνε η ιδιότης του αρρώστου.
Και όχι μόνον από βιοποριστικάς φροντίδας είσαι απηλλαγμένος, αλλά και από οχληροτάτας κοινωνικάς υποχρεώσεις, τας επισκέψεις, τα επισκεπτήρια, τας εθνικάς και βασιλικάς εορτάς, το χειροφίλημα, τα ονόματα, και την μετάβασιν εις τας κηδείας.
***
Αντί να φροντίζης κατά καθήκον περί των οικείων σου, τους βλέπεις όλους φροντίζοντας περί σου. Όλους περί την κλίνην σου, ανησύχους, προσεκτικούς, προθύμους, αφωσιωμένους, περιποιητικούς, προσπαθούντας να ευχαριστήσωσι πάσαν σου επιθυμίαν ή και ιδιοτροπίαν.
Οι φίλοι και οι γνώριμοί σου, οι συνήθως φροντίζοντες περί σου όσον και περί του Χάνου της Ταρταρίας, νομίζουν ότι η καθιερωμένη συνήθεια και το κοινωνικόν καθήκον επιβάλλει εις αυτούς να ζητώσιν ειδήσεις σου και να υποκρίνωνται ολίγην ανησυχίαν.
Αν πάλιν συγγενείς και φίλοι σ' εγκαταλείψουν, ουδ' η τελεία εκείνη εγκατάλειψις στερείται μικρού τίνος θελγήτρου. Η ιδέα ότι παλαίεις μόνος κατά του πόνου και του θανάτου, έχει τι το δυνάμενον να ικανοποιήση την φιλοτιμίαν σου. Σου παρέχει ευκαιρίαν να παρομοιάσης τον εαυτόν σου προς τον μεγάλον ήρωα του Αισχύλου, τον Προμηθέα Δεσμώτην, όστις απέμεινε κ' εκείνος επί του ερήμου βράχου του μόνος μετά του σπαράσσοντος το ήπαρ του γυπός, αφού τον εγκατέλειψαν αι άσπλαγχνοι Ωκεανίδες.
Πλην τούτου η γενική εκείνη εγκατάλειψις θέλει συμπληρώση τας μελέτας και την πείραν σου περί της ανθρωπίνης καρδίας και θα σοι παρέχη έπειτα ανεξάντλητον ύλην γέλωτος διά την πρώην πίστιν σου εις το συγγενικόν και φιλικόν φίλτρον.
— Αλλά θα αισθάνωμαι τας δυνάμεις μου εκλιπούσας, τας αισθήσεις μου ναρκουμένας, την κεφαλήν μου βαρείαν και δεν θα δύναμαι πλέον να σκέπτωμαι.
— Και παραπονείσαι, αχάριστε, διά τούτο; Αφού επί τόσα έτη σ' εβασάνισαν αι σκέψεις, ευεργέτημα βεβαίως και ουχί δυστύχημα είνε η επί τινα καιρόν διακοπή της βασανιστικής λειτουργίας του κουρασμένου εγκεφάλου.
Αν πάλιν διετήρησες λείψανά τινα αυτής, δεν είνε αμέτοχοι και μελαγχολικής τίνος γλυκύτητος αι ιδέαι του γαληνιαίου τέλους του δικαίου, της απαλλαγής από των εγκοσμίων βασάνων, της αιωνίου ειρήνης, του παραδείσου των χριστιανών, της συνταυτίσεως μετά του Θεού των πανθεϊστών, του Νιρβάνα των φιλοσόφων, και, διά να είπωμεν την γυμνήν αλήθειαν, πολύ περισσότερον πάντων τούτων η μέχρι της εσχάτης πνοής παραμένουσα ελπίς σωτηρίας;
***
Αλλά το μέγιστον υπέρ της αρρώστειας επιχείρημα είνε ότι δεν δύναταί τις χωρίς ν' ασθενήση να εντρυφήση εις την υπερτάτην μακαριότητα της αναρρώσεως.
Μετά ένα μήνα απολύτου νηστείας σου επιτρέπει ο ιατρός να φάγης ένα ψημένον μήλον, ο δε πρώτος εκείνος επιτετραμμένος καρπός σου φαίνεται ασυγκρίτως γλυκύτερος του συλλεγέντος υπό της Εύας απηγορευμένου. Έπειτα μίαν σούπαν την ημέραν, δύο σούπες, τρεις σούπες την ημέραν. Τις δεν λείχει τα δάκτυλά του ενθυμούμενος την γεύσιν αμβροσίας της πρώτης πτέρυγος ορνιθίου και το γλυκύτερον νέκταρος πρώτον ποτήριον οίνου;
***
Βαθμηδόν αι δυνάμεις σου, αι σωματικαί και διανοητικαί, επανέρχονται και αισθάνεσαι ότι η νόσος σού απέδωκεν είδος τι παρθενίας, ότι το πρώην σώμα σου το μολυσμένον, το κακόχυμον, το εξηντλημένον και πεπαλαιωμένον, ανεκαινίσθη, ότι κυκλοφορεί εις τας φλέβας σου νέον αίμα και νέαι σάρκες ενδύουσι τα οστά σου, ότι σ' εχάρισε δευτέραν ύπαρξιν ο Πανάγαθος Θεός.
Αφού αποδοθής εις την οικογένειαν και τους φίλους σου, απομένεις επί ικανόν ακόμη καιρόν χλωμός, πράος, γλυκύς, άκακος ως παιδίον, ευπροσήγορος, ενδιαφέρων· όλους τους αγαπάς και όλοι σε αγαπούν, χάρις εις την ευλογημένην αρρώστειαν, ήτις σε απήλλαξε πάσης περισσείας χολής και σε κατέστησε σχεδόν ανεπίδεκτον οργής, δυστροπίας και ερεθισμού.
***
Τι δε να είπωμεν περί της πρώτης μετά μακράν ασθένειαν εξόδου; Μεταβλέπεις τον ήλιον, τα δένδρα, τα πεζοδρόμια, τας προθήκας των εμπορικών, τας αγγελίας των θεάτρων, την φρουράν μεταβαίνουσαν εις τα Ανάκτορα, τους ανθοπώλας, τους εφημεριδοπώλας, τα άλογα και τους σκύλους. Και όσα σ' έκαμναν πριν να χασμάσαι, σε θέλγουν, σ' ευφραίνουν και σε συγκινούν, διά τον μόνον λόγον ότι εκινδύνευσες να μη τα μεταΐδης πλέον. Αν δε τύχη να σε στείλη ο ιατρός εις το Φάληρον ή την Κηφισσιάν, πόσον πλέον πράσινα ή πριν σε φαίνονται τα δένδρα και η θάλασσα κυανωτέρα!
***
Αλλ' ημέραν τινά εις το μέσον της οδού, ενώ έχασκες ακροώμενος πλανόδιον οργανέτον, το οποίον είχες τόσον καιρόν ν' ακούσης, βλέπεις διερχόμενον προ των οφθαλμών σου άλλον ασθενή, όστις δεν είχε την καλήν τύχην να γλυτώση ως συ και μεταφέρεται ήδη εις το τελευταίον του κατάλυμα εντός του πρώτου ή του δευτέρου νεκροταφείου.
Η πένθιμος εκείνη παρέλασις, καίτοι ικανώς συνήθης εις τας οδούς των Αθηνών, σοι προξενεί πρώτην φοράν εντύπωσιν βαθείαν και συγκινεί της καρδίας σου τους μυχούς. Αλλά και πόσην αισθάνεσαι απόκρυφον χαράν συγκρίνων την τύχην σου προς την του δυστυχούς νεκρού!
«Αν ήμην εγώ, σκέπτεσαι, μέσα εις το αποτρόπαιον εκείνο φέρετρον, θα μετέβαινα ως ούτος εν μέσω του αδιαφορούντος τούτου πλήθους εις την μαύρην τρύπαν, από την οποίαν δεν εξέρχεταί τις πλέον. Οι διαβάται θ' αφήρουν αναλγήτως τον πίλον των και θα εξηκολούθουν τον δρόμον των ως πράττουσι τώρα. Ή εγώ ή άλλος δεν θα τους έμελε τους αχρείους εγωιστάς. Η αλήθεια είνε, ότι πρέπει να ευχαριστώ τον Θεόν, όστις ηυδόκησε να ευρίσκωμαι ορθός επάνω εις αυτό το πεζοδρόμιον αντί να είμαι εξαπλωμένος μέσα εις το άσχημον εκείνο κουτίον».
Επί τινας ακόμη εβδομάδας εξακολουθείς να παρατηρής τας κηδείας μετά πολλού ενδιαφέροντος, νομίζων ότι οφείλεις να υποκλίνεσαι μετά σεβασμού και συγκινήσεως προ των νεκρών εκείνων, μετά των οποίων ολίγον έλειψε να συναριθμηθής, ως θα επεθύμεις να υποκλίνωνται και οι άλλοι προ του ιδικού σου λειψάνου.
Η μαύρη στολή νεκροφόρου με τον σταυρόν εις την ράχιν σε προξενεί ανατριχίασιν, προ πάντων αν είσαι ακόμη ολίγον ωχρός και τύχη ο νεκροφόρος να σε κυττάξη ως να έλεγεν «Εσύ, φίλε μου, δεν θ' αργήσης να λάβης την ανάγκην μου».
Εφ' όσον όμως παρέρχεται ο καιρός αποβάλλεις βαθμηδόν την συνήθειαν να συγκινήσαι εκ της θέας των νεκρών, συλλογιζόμενος τον εαυτόν σου. Αι παρειαί σου είνε ήδη στρογγύλαι και ροδοκόκκινοι και έπαυσαν να σε κυττάζουν οι νεκροφόροι και συ να προσέχης εις αυτούς. Μετ' ολίγον δε αποκαλύπτεσαι και συ μηχανικώς και παρέρχεσαι αδιάφορος προ των δυστυχισμένων νεκρών, προς τους οποίους ουδέν πλέον αισθάνεσαι κοινόν.
Ο καιρός εξακολουθεί το έργον του. Καθ' εκάστην αποβάλλεις μέρος της ευαισθησίας σου και της ικανότητος προς συγκίνησιν και χαράν. Τα χασμήματα υπερισχύουν και πάλιν και ο καθημερινός βίος σε φαίνεται όπως πριν πεζός, πληκτικός, μονότονος και ανούσιος ως νερόβραστος κολοκύνθη. Ουδ' υπάρχει ελπίς να γευθής και πάλιν την ηδονήν να είσαι ζωντανός, εκτός αν ευτυχήσης να κρούσης και δευτέραν φοράν εις του Πλούτωνος την θύραν.
(«Εμπρός» 11 Ιανουαρίου 1898).
Οι αγαπώντες τα γραφικά θεάματα και έχοντες γρόνθους και αγκώνας ικανώς ισχυρούς, ώστε να ευρίσκωσι τόπον και εκεί όπου δεν υπάρχει, ουδαμού, πιστεύομεν, δύνανται κάλλιον να ευχαριστηθώσι παρά επί του καταστρώματος των μικρών ατμοπλοίων, τα οποία κατά πάσαν θερινήν εσπέραν μεταφέρουν τους Κωνσταντινουπολίτας εις τον Πρίγκηπον, το Νιοχώρι και τα Θεραπιά. Όπως εις το ποίημα του Δάντε, αντηχούσι κ' εκεί όλαι αι γλώσσαι και λάμπουσιν υπό τας ακτίνας του δύοντος ηλίου όλα τα χρώματα, όχι μόνον του ενδύματος, αλλά και του δέρματος πάσης καυκασίας, κιτρίνης ή αιθιοπικής φυλής. Το ροδόλευκον της Αγγλίδος δεσποίνης παρά την ώχραν του ινδού αυτής υπηρέτου, το χαλκόχρουν του Πέρσου και ο έβενος της Αραπίνας. Περί δε του κυανού της θαλάσσης, της πορφύρας της Δύσεως, των λευκών μιναρέδων και των μαύρων κυπαρίσσων δεν δύναμαι να είπω τίποτε, διά τον λόγον ότι την θέαν αυτών μου απέκρυπταν αι ράχεις, τα ομπρελάκια, τα σαρίκια, οι ατζέμικοι σκούφοι και τα υψηλά καπέλα των συνεπιβατών μου. Κάτωθεν ενός των καπέλων τούτων διέκρινα σπανόν πρόσωπον, του οποίου δεν με ήτο βεβαίως άγνωστος η μεγάλη μύτη, ήτις το εχώριζεν εις δύο ίσα μέρη ως η σειρά των Απεννίνων την Ιταλίαν.
Ενώ επροσπάθουν να ενθυμηθώ πού και πότε έτυχε και άλλοτε να την θαυμάσω, ο κάτοχος αυτής, ο έχων, ως φαίνεται, καλλιτέραν της ιδικής μου μνήμην, με εχαιρέτισεν ονομαστί και βλέπων με ακόμη διστάζοντα επρόσθεσε μειδιών:
— Δεν με γνωρίζετε; Είμαι ο Βορμ, ο πρώτος κωμικός του θιάσου του Λαβέρν εις το θέατρον των Αθηνών. Εγώ έπαιζα τον Φριτζ εις την «Μεγάλην Δούκισαν» και έπειτα τον «Κυανοπώγωνα». Με επροσκαλέσατε μίαν Κυριακήν μαζί με τας τρεις μου γυναίκας να φάγωμεν ένα αρνί εις την Πεντέλην.
Ταύτα μου ενθύμιζαν ευχαρίστους νεανικάς ημέρας.
— Και τι απέγειναν, ηρώτησα, αι τρεις σου γυναίκες; Η Αλαϊζά τι κάμνει;
— Ξετρελαίνει τους Βεδουίνους εις το Αλγέρι.
— Η Ζουάννα που είνε;
— Είνε μαγείρισσα εις την Μασσαλίαν.
— Η εύμορφη Εύα τι έγεινεν;
— Έγεινε πολύ άσχημη.
— Και συ τι κάμνεις;
— Εξακολουθώ να κάμνω τον κόσμον να γελά.
— Θα έλθω αυτάς τας ημέρας να με κάμης πάλιν να γελάσω.
— Πολύ λυπούμαι, αλλά τούτο είνε αδύνατον.
— Διατί αδύνατον; Αφού το κατώρθωνες καθ' εσπέραν εις τας Αθήνας και δεν έπαθα έκτοτε υποχονδρίαν; Μήπως έχασες την κωμικήν σου δύναμιν;
— Όχι, δόξα τω θεώ. Αύτη μάλιστα επενταπλασιάσθη, αφού μου την πληρώνουν εδώ το πενταπλάσιον των όσα μ' εδίδατε εις τας Αθήνας. Ήθελα μόνον να είπω ότι δεν είνε εύκολον πράγμα να εισέλθη κανείς εις το θέατρον όπου παριστάνω.
— Τόσο γεμάτο είνε πάντοτε;
— Εξ εναντίας σχεδόν άδειον.
Ο κ. Βορμ ηυδόκησεν επί τέλους να λύση την απορίαν μου πληροφορών με ότι ο θίασός του δεν ανήκεν εις το κοινόν, αλλ' αποκλειστικώς εις τον Σουλτάνον και το ιδιαίτερον αυτού ανακτορικόν θέατρον.
— Ο Σουλτάνος έχει θέατρον;
— Τέλειον και κομψότατον εις το Γιλδίζ-Κιοσκ. Εκεί παριστάνομεν δύο φοράς την εβδομάδα ενώπιον της Α. Μεγαλειότητος, των αυλικών του και των κυριών του Χαρεμίου.
— Σε συγχαίρω, απεκρίθην μετά τινος ζηλείας· τας λέγουν ωραίας.
— Δυστυχώς δεν τας βλέπομεν, διότι είνε κρυμμέναι απ' οπίσω από χρυσόν κιγκλίδωμα ως αι ιδικαί σας κυρίαι εις τας εκκλησίας της Σύρας. Ακούομεν μόνον τα γέλοια και τα χειροκροτήματά των.
— Και τι παίζετε; Οπερέτας του Οφεμπάκ;
— Κάποτε και κωμωδίας.
— Τίνος; Του Δουμά, του Παγερών;
— Όχι· του Σουλτάνου.
— Ο Σουλτάνος γράφει γαλλικάς κωμωδίας! ανέκραξα μετ' ευλόγου απορίας.
— Δεν είπα ότι τας γράφει. Ακούσατε, παρακαλώ. Η Αυτού Μεγαλειότης ευδοκεί ενίοτε να μας κράζη εις τα ανάκτορα ολίγον προ της ώρας του δείπνου και να μας εκθέση είτε διά δραγουμάνου είτε και ο ίδιος, όπως ημπορεί, την υπόθεσιν και τας κυριωτέρας της κωμωδίας του σκηνάς, διανέμων εις έκαστον το μέρος του και εξηγών με πολλάς χειρονομίας πώς εννοεί να παρασταθή. Έπειτα πηγαίνει να δειπνήση, ενώ ημείς τρέχομεν να ετοιμάσωμεν τα φορέματά μας και να συμφωνήσωμεν χονδρικώς περί του διαλόγου, τον οποίον πρέπει έπειτα ν' αυτοσχεδιάσωμεν επί της σκηνής. Εξ όλων των δραματογράφων μόνος ο Σουλτάνος κατορθώνει να παρευρεθή εις την παράστασιν των έργων του μίαν ώραν αφού τα συνθέση.
— Η ιδέα, απεκρίθην, δεν είνε εντελώς πρωτότυπος. Το αυτό περίπου κάμνουν εις τα λαϊκά θέατρα οι Ιταλοί αυτοσχεδιασταί και ιδίως οι παλιάτσοι. Τοιούτου είδους παραστάσεις ωνειρεύετο επί πολλά έτη η Γεωργία Σάνδη. Αλλ' ηναγκάσθη να παραιτηθή αυτών μη ευρίσκουσα ηθοποιούς ικανούς ν' αυτοσχεδιάσωσιν άλλο τι παρά τετριμμένας κοινοτυπίας ή πρωτοτύπους ανοησίας. Κρίμα ότι δεν έτυχε να σας γνωρίση εγκαίρως. Αλλ' ειπέτε μου, παρακαλώ, αξίζουν τίποτε αυταί αι σουλτανικοί κωμωδίαι;
— Το μόνον το οποίον δύναμαι με πλήρη πεποίθησιν να βεβαιώσω είνε, ότι προξενούν πάντοτε μεγάλην εντύπωσιν εις το ιδιαίτερον αυτού αυλικόν ακροατήριον.
— Τούτο βεβαίως αρκεί. Πολύ σπουδαιότερον παρά να ηξεύρη τι λέγει είνε διά τον δραματοποιόν να ηξεύρη προς ποίους ομιλεί, αποφεύγων να προσφέρη μαργαρίτας εις τους προτιμώντας τα βαλανίδια.
— Εις τοιούτον σφάλμα δεν υποπίπτει ποτέ η Α. Μεγαλειότης. Αι υποθέσεις των κωμωδιών του διακρίνονται προ πάντων διά την επιτυχίαν της εκλογής. Την τελευταίαν φοράν που μας έκραξε, «Επιθυμώ, είπε, να μου παραστήσετε ένα αυλάρχην τίμιον μεν και αφωσιωμένον εις τον κύριόν του, αλλά ασυλλόγιστον και σαστισμένον. Ούτος διατάττεται μίαν ημέραν αιφνιδίως να ετοιμάση συμπόσιον δι' εκατόν ανθρώπους, και αμέσως τα χάνει. Δίδει εις τους αρχιτρικλίνους και τους υπηρέτας διαταγάς ασαφείς και αντιφατικάς. Όλοι τρέχουν δεξιά και αριστερά, συγκρούονται και θραύουν ποτήρια και πινάκια. Ο φέρων επί της κεφαλής ταβλάν υπηρέτης σκοντάπτει, πίπτει και σκορπίζει κατά γης τα πιλάφια, τα γιαούρτια και τους ντολμάδες. Η ώρα εν τούτοις προχωρεί και τίποτε δεν είνε έτοιμον. Άμα διορθωθή μία ζημία διαδέχεται αυτήν άλλη μεγαλειτέρα. Ο αυλάρχης κυττάζει με αγωνίαν το ωρολόγιον και μαδά τα γένεια του από την απελπισίαν. Το μάδημα όμως δεν ηδύνατο να εμποδίση τους δείκτας να τρέχουν και, εφ' όσον επλησίαζεν η ώρα, τόσον ηύξανεν η αταξία. Αύτη ήτο εις το κατακόρυφον και η αίθουσα του γεύματος ωμοίαζε κατάστρωμα πλοίου δερομένου υπό της τρικυμίας, όταν εισήλθεν ο ηγεμών με τους προσκαλεσμένους. Ο δυστυχής αυλάρχης τρέχει να ριφθή εις τους πόδας του κράζων «Αμάν!» και ο πολυεύσπλαγχνος αυθέντης του, αφού διέταξε να τον ρίψουν εις την θάλασσαν διά να τον τρομάξη, ευδοκεί έπειτα, μετά αυστηράν νουθεσίαν, να τον συγχωρήση. Αυτά να μου παραστήσετε και να είνε όλα έτοιμα μετά μίαν ώραν».
Όσον και αν φαίνεται απίστευτος, η αλήθεια είνε ότι κατορθώνομεν πάντοτε να ετοιμάσωμεν το σκηνολόγιον κατά την διάρκειαν του σουλτανικού γεύματος. Τον δε διάλογον, ως σας είπα, τον αυτοσχεδιάζομεν επί της σκηνής. Απαγγέλλομεν μίαν οποιανδήποτε φράσιν σχετικήν προς την υπόθεσιν και περιμένομεν την δευτέραν, ως τα πετεινά του ουρανού την τροφήν των, από το έλεος του Θεού. Η παράστασις προ πάντων του «Σαστισμένου αυλάρχου» επέτυχε θαυμάσια. Όταν εδόθη η διαταγή να ριφθή ούτος εις την θάλασσαν, μία από τας ηθοποιούς, η παλαιά σας γνώριμη κυρία Φιορέλη, εθεώρησε πρέπον να υποκριθή την ευαίσθητον λιποθυμούσα, και τότε ηυδόκησεν ο Σουλτάνος να λάβη μέρος εις την παράστασιν, ραντίζων το πρόσωπον και τους γυμνούς της ώμους με ένα σίφωνα νερόν του Σελτζ, διά να την ξελιγοθυμήση. Αδύνατον είνε να σας περιγράψω την κατά το επεισόδιον τούτο ιλαρότητα των θεατών, τον ακράτητον γέλωτα, τα χειροκροτήματα και τα «Αφερίμ!».
Αι περισσότεροι των σουλτανικών τούτων κωμωδιών είνε μάθημα διδόμενον είς τινα επιφανή αυλικόν, σατυρισμός μιας του καταχρήσεως, ανοησίας ή μανίας. Εκ τούτου συμβαίνει πολλάκις να είνε πολύ κωμικοτέρα της παιζομένης παρ' ημών κωμωδίας η όψις της πλατείας. Κατά την αρχήν της παραστάσεως ουδείς γνωρίζει ποίος από τους παρισταμένους πρόκειται κατά την εσπέραν εκείνην να σατυρισθή και έκαστος ανησυχεί φοβούμενος μη έπεσεν ο κλήρος επ' αυτόν. Το θύμα όμως δεν βραδύνει να υποδειχθή τόσον σαφώς, ώστε οι άλλοι, ησυχάσαντες διά λογαριασμόν των, γελώσιν εις την ράχιν του με την τουρκικήν ασπλαγχνίαν. Το κωμικώτερον όλων είνε οι μάταιοι αγώνες, τους οποίους καταβάλλει ο σατυριζόμενος να υποκριθή ότι δεν εννοεί ότι πρόκειται περί αυτού και να γελάση μαζί με τους άλλους. Υποθέτω όμως ότι ο γέλως του εκείνος πολύ ομοιάζει με το μειδίαμα των προγόνων σας Σπαρτιατών, όταν εσπάρασσε τας σάρκας των η εντός του χιτώνος των αλεπού.
Κατά την εποχήν του ανωτέρω διαλόγου, συνέβαινε να θεωρήται η κατάστασις των ανατολικών πραγμάτων ικανώς κρίσιμος ως εκ των απειλών της Ρωσσίας και της εντάσεως των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τούτο με έκαμε να ερωτήσω τον ανακτορικόν ηθοποιόν αν εξακολουθή ο Σουλτάνος να έχη όρεξιν διασκεδάσεως, ενώ εσείετο το κράτος του.
— Τους Ρώσσους, μου απήντησεν, θα τους εμποδίση η Ευρώπη να μας φάγουν, τους δε Έλληνας ουδέ καν τους συλλογίζεται ο Σουλτάνος.
— Και διατί; παρακαλώ.
— Διότι κανείς δε φοβείται τους σκύλους, οι οποίοι αιωνίως
γαυγίζουν χωρίς ποτέ να δαγκάσουν.
Αν και ήτο κάπως δύσκολον να εύρω ότι ο άνθρωπος είχεν άδικον, η πατριωτική εν τούτοις φιλοτιμία μου μού επέβαλλε να του απαντήσω.
— Έχεις δίκαιον να ομιλής ούτω, αφού σε δίδουν οι Τουρκοι το
πενταπλάσιον των όσα εκέρδιζες εις τας Αθήνας.
(«Ημερολόγιον Σκριπ»).
Την ταχείαν πρόοδον της Ελλάδος, εννοούμεν την υλικήν, αδύνατον είνε ν' αρνηθώσιν όσοι τουλάχιστον έτυχε προ τριών ή τεσσάρων Ολυμπιάδων να ταξειδεύσωσιν εις Μεσολόγγι. Ούτε ν' αποβή τις εις την ηρωικήν πόλιν ήτο τι εύκολον, ούτε του αποχαιρετισμού η ημέρα ηδύνατο να ορισθή ασφαλώς κατά το δρομολόγιον της τότε μοναδικής ατμοπλοϊκής εταιρίας. Μεταξύ τω όντι των πλοίων αυτής και της ξηράς εμεσολάβει δίωρος θαλάσσιος δρόμος, επί λέμβου, προχωρούσης δι' ωθήσεως καλάμου, καθ' ον περίπου τρόπον τα μονόξυλα των αγρίων εις τα αβαθή ρεύματα του νέου κόσμου. Και ο μεν έξωθεν ερχόμενος ήτο τουλάχιστον βέβαιος ότι κατά το τέρμα της λεμβοδρομίας θα εύρισκε ξηράν να πατήση, πολύ όμως μικροτέρα ήτο η του αναχωρούντος βεβαιότης αν εξερχόμενος του ακατίου ήθελεν επιβή επί ατμοπλοίου ή αποβιβασθή εις ερημόνησόν τινα, επώνυμον του Αγ. Σώστου, αναμένων επί άδηλον διάστημα χρόνου την εμφάνισιν εις τον ορίζοντα του «Όθωνος», της «Ύδρας» ή της «Βασιλίσσης». Τοιούτο τι, δυστυχώς, επεφύλαττεν εις εμέ και τους συμπλωτήρας μου η κακή Μοίρα. Αναχωρήσαντες εκ Μεσολογγίου την τετάρτην μετά το μεσονύκτιον φθινοπωρινής νυκτός βροχεράς και παγετώδους, επεσκοπήσαμεν μετά τρίωρον πλουν έρημον το πέλαγος περί τον Άγ. Σώστην, ουδ' είχεν ο μονάκριβος του νησιδίου κάτοικος, ατμοπλοϊκώς πράκτωρ συγχρόνως και καφφεπώλης, είδησιν της «Βασιλίσσης» καμμίαν. Όπως δε το ατμόπλοιον, ούτω και ο ήλιος εξηκολούθει να μένη αφανής, αναπαυόμενος υπό παχύ εφάπλωμα μαύρων συννέφων, καίτοι από πολλού είχε σημάνη η ταχθείσα υπό των αστρονόμων ώρα της εκτελέσεως των φωτιστικών αυτού καθηκόντων. Πρώτην τότε φοράν αφού επάτησα εις την Ελλάδα συνέβαινε να ποθήσω τας ακτίνας εκείνας, των οποίων τοσάκις είχον καταρασθή την ανηλεή μονοτονίαν. Ημέραν ως εκείνην μαύρην και σκοτεινήν μίαν μόνον ηδυνάμην ν' ανεύρω εν τη μνήμη μου, ην διήλθον εν Αμβέρση των Κάτω Χωρών, περιάγων κηρίον υπό τας κοσμούσας τους τοίχους του κοιτώνας μου εικόνας του Τενιέρου και Βαν Οστάδ. Αλλ' εις τον Άγ. Σώστην ούτε εικόνες υπήρχον ούτε, πιθανώς, κηρία. Αι ώραι διεδέχοντο αλλήλας ανιαραί και ατελεύτητοι, την δε στενοχωρίαν ημών ηύξανε προ πάντων το άδηλον του αριθμού των όσαι απέμενον ακόμη να διανύσωμεν ριγούντες επί του ξηροβράχου. Η θέσις ημών ήτο ως δυστυχούς καταδικασθέντος υπό σκληρού δικαστηρίου εις την ποινήν αορίστου αριθμού ετών προσκαίρων δεσμών!
Εις τοιαύτην ευρισκόμην περί το εσπέρας ψυχής διάθεσιν ή μάλλον αδιαθεσίαν, ότε προσήλθεν ο Ροβινσών της νήσου, ο πράκτωρ καφφεπώλης, λέγων μοι μετά θαυμαστής αταραξίας: «Το ατμόπλοιο δε θα έλθη ως αύριον το πρωί. Πού είνε τα ρούχα σου να σου στρώσω». Τότε κατά πρώτον εδιδάχθην ότι εις την πτωχήν μας γλώσσαν είνε δισήμαντος η λέξις &ρούχα& (4), δηλούσα και στρώμα, εφόδιον ουχ ήττον των ενδυμάτων απαραίτητον εις τον περιηγούμενον την Ελλάδα. Πλην του δωρεάν γλωσσικού μαθήματος ανέλαβεν ο καλός άνθρωπος να μοι προμηθεύση δείπνον και κοίτην αντί ταλήρου. Το πρώτον συνίστατο ως τα του Ευαγγελίου, εκ ξηρού άρτου, ον μ' έκαμε να εύρω ηδύτατον η πείνα, και τηγανητού οψαρίου, το οποίον καθίστα τελείως ακατάποτον δυσωδία ελλυχνίου αξία να παραβληθή προς την αποπνέουσαν εκ των λόγων του Ισοκράτους. Η οσμή του ελληνικού ελαίου και η αηδία των ισοκώλων, παρίσων και ομοιοτελεύτων της &προς Δημόνικον Παραινέσεως& είνε αι ανιαρόταται αναμνήσεις των σχολικών μου χρόνων. Αλλά πολύ μάλλον του συμποσίου ήτο το αναμένον ημάς υπνωτήριον άξιον περιγραφής. Το λεγόμενον πρακτορείον συνίστατο ολόκληρον εξ ενός μόνου ισογείου και ουχί μεγάλου θαλάμου, όπου έμελλαν να συγκοιμηθώσιν αδελφικώς οι επιβάται της «Βασιλίσσης» ένδεκα τον αριθμόν, ήτοι δύο εν φουστανέλλα ακαδημαϊκοί πολίται, είς καλόγηρος, δέσμιος υπόδικος αγόμενος εις Πάτρας υπό δύο χωροφυλάκων, τρεις χωρικοί, ο γράφων και γέρων τις ξένος περιηγητής. Εις τούτους προσετέθησαν μετ' ολίγον δύο κλωβοί πλήρεις ορνίθων προς προφύλαξιν αυτών από της επελθούσης ραγδαίας βροχής. Πάντα ταύτα τα τε πτερωτά και άπτερα δίποδα, ως ωνόμαζεν ο Πλάτων τους ανθρώπους, επρόκειτο να διέλθωσιν ατελεύτητον νύκτα φθινοπώρου εντός χώρου μη παρέχοντος ουδέ το ήμισυ του απαραιτήτου προς κανονικήν λειτουργίαν των πνευμόνων αέρος. Προς ακριβή εκτίμησιν του ποιού της ατμοσφαίρας του κοιτώνος πρέπει να προστεθή εις την αδιάλειπτον αραίωσιν του οξυγόνου η προϊούσα συμπύκνωσις αναθυμιάσεων ορνιθώνος, φαγωσίμων, καλογηρικής γούνας, τσαρουχιών, λυχνίας τρεφομένης διά του αυτού πιθανώς ελαίου, το οποίον εχρησίμευσε προς τηγάνισμα του δείπνου και, προ πάντων, της απλωθείσης προς ύπνον ποικίλης συλλογής &ρούχων.& Όσον και αν ήμην κατάκοπος, η ιδέα εξαπλώσεως επί των υπέρ εμού ετοιμασθέντων μοι επροξένει ανατριχίασιν. Τοιαύτης κλίνης θα επροτίμων το ακανθόπλεκτον στρώμα ερημίτου της Σκήτης. Την αυτήν, ως φαίνεται, αισθανόμενος προς τα &ρούχα& αντιπάθειαν και ο ξένος συνοδοιπόρος μου επροτίμησε να διανυκτερεύση κακείνος αντικρύ μου επί καθίσματος, όσον το δυνατόν πλησιέστερον του παραθύρου. Υπό του αυτού ελαυνόμενοι αισθήματος παρετηρήσαμεν αμφότεροι τα ωρολόγιά μας. Αν και είχε νυκτώση από αμνημονεύτου χρόνου και πάντες εκοιμώντο περί ημάς, η ώρα ήτο μόλις ογδόη. Άλλαι λοιπόν εννέα εχώριζον ημάς ακόμη από του ηλίου της επιούσης, και ούτε ύπνου υπήρχεν ελπίς ούτε ήτο η ανάγνωσις δυνατή εκ της ανεπαρκείας του φωτισμού. Ως μόνος δυνατός τρόπος καταναλώσεως της ώρας απέμενε να θαυμάζωμεν αλλήλων την όψιν· του δε αντικρύ μου καθημένου αι ρυτίδες και η παρδαλή ασπροκίτρινος γενειάς δεν ήσαν βεβαίως άξιαι δεκαώρου θαυμασμού, ουδέ καν διεκρίνοντο επί άκρα κομψότητι τα δίπατα αυτού μέχρι γόνατος υποδήματα ή το εκ μαύρης προβειάς κάλυμμα της κεφαλής. Και ούτω όμως εύκολον ήτο να διακρίνη τις εκ της συμπεριφοράς αυτού και της λευκότητος των χειρών και του υποκαμίσου ότι δεν ανήκεν ο ανήρ εις τας τάξεις της πλειονοψηφίας. Ως πρόσθετος τούτου απόδειξις ηδύνατο να χρησιμεύση ότι, αντί του τετριμμένου οδηγού του Βαίδεκερ, είχεν επί των γονάτων του το τελευταίον πόνημα του Μαξ Στίρνερ: &«Το εγώ ως απόλυτον και ο κόσμος ως ιδιότης αυτού».& Ο τίτλος του βιβλίου καθίστα εύκολον την εύρεσιν της εθνικότητος του αναγνώστου όστις, αφού δεν ήτο γερμανός, ως απεδείκνυεν η ανεπίληπτος προφορά των δύο ή τριών λέξεων, τας οποίας έτυχε να εκστομίση γαλλιστί, ήτο ρώσσος βεβαίως και πιθανώτατα μηδενιστής. Τα βιβλία τω όντι των νεοεγελειανών φιλοσόφων κατήντησαν από ικανού ήδη χρόνου προϊόν εξαγόμενον αποκλειστικώς εις την Πετρούπολιν, καθ' ον περίπου τρόπον ο οίνος του Πόρτου εις το Λονδίνον. Την δε υποψίαν μηδενισμού εδικαίωνεν η προτίμησις του φοβερού έργου του Στίρνερ, του αναλαβόντος ν' αποδείξη επιστημονικώς φάντασμα πάσαν θρησκείαν, φενάκην την ηθικήν, όνειρον την δικαιοσύνην, ηλιθιότητα την πίστιν εις την πρόοδον του πολιτισμού και παντοκράτορα του κόσμου δυνάστην το «Απόλυτον εγώ», ήτοι τον άκρατον και απεριόριστον εγωισμόν. Η περιέργεια, μεθ' ης παρετήρουν αυτόν και το βιβλίον του, δεν διέφυγε την προσοχήν του ξένου, όστις θέσας τον δάκτυλον επί τόμου του Λεοπάρδη, τον οποίον έτυχε να κρατώ, μοι είπε μειδιών: «Le votre ne vaut guére mieux», ήτοι «το ιδικόν σου δεν είνε πολύ καλλίτερον». Η εξομοίωσις του Λεοπάρδη προς τον ου μόνον απαισιόδοξον, αλλά και απαίσιον Στίρνερ ήτο βεβαίως δεκτική συζητήσεως, η δε όρεξις ημών προς τοιαύτην μεγάλη, αφ' ετέρου όμως απέβαινεν από στιγμής εις στιγμήν επιτακτικωτέρα η ανάγκη εισπνοής κάπως αμιγεστέρου αέρος. Αλλ' η βροχή εξηκολούθει να καταπίπτη ποταμηδόν, ώστε ευρισκόμεθα προ του φοβερού διλήμματος της ασφυξίας ή του πνιγμού. Επί πέντε όλας ώρας διήρκεσεν η αγωνία εκείνη, μέχρις ου εφάνη ημίν ότι διεκρίναμεν διά του παραθύρου ασθενές τι και παροδικόν σελάγισμα, ακτίνα ίσως σελήνης διακόψασαν το βαθύ σκότος. Η μετ' ολίγον επανάληψις του φαινομένου και ο μετριώτερος του ύδατος κροταλισμός παρείχον ήδη ελπίδα τινά δυνατής εξόδου. Κατορθώσαντες να υπερπηδήσωμεν τους κοιμωμένους ημών συντρόφους, εξήλθομεν αδιστάκτως.
Ουδέποτε, πιστεύω, έτυχεν άνθρωπος να ροφήση αέρα μεθ' όσης ημείς απληστίας, πλην ίσως του προφήτου Ιωνά, ότε εξήλθε της κοιλίας του κήτους. Η σελήνη είχε κρυβή και πάλιν και η βροχή εξηκολούθει κατ’ αραιάς σταγόνας, αλλ' ευτυχώς υπήρχεν εκεί που πλησίον μικρόν τι κοίλωμα υπό εξέχοντα βράχον, όπου κατεφύγομεν συμμαζευθέντες επί βελέντζας, ην επρονόησε να παραλάβη εξερχόμενος ο σύντροφός μου. Το προ ημών θέαμα ήτο αληθώς εξαίσιον, αν και δεν εβλέπομεν σχεδόν τίποτε, ούτε ουρανόν ούτε θάλασσαν ουδέ ξηράν. Πάντα ταύτα συνεχέοντο εις άμορφον χάος, αλλάσσον χροιάν ακαταπαύστως κατά την πυκνότητα της νεφέλης, ήτις εσκίαζε τον δίσκον της πανσελήνου. Οι λεγόμενοι τεχνοκρίται πολλάς εμελάνωσαν σελίδας προς απόδειξιν ότι το γυμνόν παντός σχήματος χρώμα δεν δύναται να μεταδώση την ιδέαν του κάλλους, αλλ' εις εμέ ουδέν ουδέποτε άλλο θέαμα επροξένησεν όσην εντύπωσιν η αδιάλειπτος και ακαριαία μετάβασις του ανιδέου εκείνου όγκου από του χρώματος της πίσσης εις το της τέφρας, του μολύβδου, του ίου, της ώχρας ή του χαλκού. Εις το θάμβος του οφθαλμού πρέπει να προστεθή το αναδιδόμενον εκ της θαλάσσης άρωμα ιωδίου όντως μεθυστικόν. Τούτου όμως αποτέλεσμα ήτο να με κρημνίση αποτόμως από της υπερνεφέλου ποιήσεως εις το βάραθρον της πεζότητος, ενθυμίζον με τα γαϊδουροπόδαρα του Φαλήρου και ότι ήμην σχεδόν νήστις από της προτεραίας. Ο ρώσσος είχεν ευτυχώς εις την οδοιπορικήν του πήραν δίπυρά τινα της Οδησσού, τα οποία εμοιράσαμεν αδελφικώς ως και το περιεχόμενον φιαλιδίου κονιάκ. Ευχαριστών διά το φιλοφρόνημα εθεώρησα επίκαιρον να ψελλίσω δικαιολογίαν τινά υπέρ της καταστάσεως της πατρίδος μου, της εκθετούσης τους επισκεπτομένους αυτήν ξένους εις δείπνα ξηρού άρτου και χειμερινάς εν υπαίθρω διανυκτερεύσεις, αλλ' άδικον θα ήτο να λησμονηθή ότι προ ημίσεως μόνον αιώνος, απαλλαγείσα βαρβάρου ζυγού, μόλις εισέρχεται εις το στάδιον του πολιτισμού. Την τοιαύτην παράταξιν των στερεοτύπων νεοελληνικών απολογημάτων διέκοψεν εκείνος αποτόμως διά του εξής απιστεύτου αποφθέγματος· «Μυριάκις προτιμότερον είνε να μείνη η Ελλάς απολίτιστος εις πάντας τους αιώνας ή να γνωρίση τα ασυγκρίτως ανώτερα των πλεονεκτημάτων βάσανα του λεγομένου πολιτισμού. Θέλεις απόδειξιν ότι έχω δίκαιον; Ενώ συ κ' εγώ πεινώμεν, κρυώνομεν, αγρυπνούμεν, βήχομεν και πταρνιζόμεθα επί υγρού βράχου, οι άξεστοι συμπατριώται σου, τους οποίους έχεις ίσως την βλακείαν να οικτείρης, κατώρθωσαν υπό τους αυτούς όρους να δειπνήσωσι μετ' ορέξεως και να κοιμηθώσι μακαρίως. Πρόοδος του πολιτισμού και αύξησις της ανθρωπίνης κακοπαθείας είνε τα ακριβέστερα των συνωνύμων».
Τον έπειτα προς ερμηνείαν του ανωτέρω αφορισμού μεταξύ ημών διάλογον προτιμώ να συνοψίσω εις μονόλογον του σλάβου φιλοσόφου, πιστεύων ότι παρέχω εκδούλευσιν εις τον αναγνώστην, μη αναμιγνύων τας ιδικάς μου κοινοτοπίας εις την ικανώς πρωτότυπον αυτού περί πολιτισμού θεωρίαν·
«Δεν είμαι, είπεν, ως επίστευσες, μηδενιστής, αλλά φιλήσυχος και ακίνδυνος καθηγητής των φυσικών επιστημών, ελθών εις την Ελλάδα προς συλλογήν των δυσευρέτων αλλαχού Καράβων του Αδώνιδος. Εκ της τριακονταετούς ήδη της φύσεως μελέτης επείσθην αδιστάκτως, ότι το ποσόν κακοπαθείας, το οποίον επιφυλάσσει η Μοίρα εις πάντα τα πλάσματα, είνε πανταχού και πάντοτε ακριβώς ανάλογον του όγκου και της τελειότητας του νευρικού αυτών συστήματος. Ουδ' υπάρχει λόγος τις εξαιρέσεως του ανθρώπου από του γενικού κανόνος. Παν λοιπόν το δυνάμενον οπωσδήποτε να συντελέση εις την επικράτησιν των νεύρων και ιδίως του εγκεφάλου θεωρώ ως ζημίαν, της οποίας κατ' ουδένα τρόπον δύνανται να θεωρηθώσιν ως επαρκής αντιστάθμησις αι απολαύσεις αι προερχόμενοι εκ της προόδου της επιστήμης, της τέχνης και του πολιτισμού. Ουδ' είνε αύται διά τον ακριβώς εξετάζοντα τα πράγματα υπό ουδεμίαν έποψιν μεγάλαι. Αν σήμερον, χάρις εις τας τελειοτέρας γεωργικάς μεθόδους και την ταχυτέραν συγκοινωνίαν προς τους τόπους της παραγωγής, σπανιώτερον δεκατίζει τους λαούς της Ευρώπης η πριν ανά δεκαετίαν κατά μέσον όρον επισκήπτουσα τελεία έλλειψις άρτου, ο αριθμός αφ' ετέρου των ανεπαρκώς τρεφομένων και διηνεκώς πεινώντων ηύξησεν επαισθητώς, ουδέ δύναται να παύση συναυξάνων μετά του πληθυσμού, αφού ο μεν εκ της τελειοποιήσεως της αγρονομίας πολλαπλασιασμός των προϊόντων έχει βεβαίως όριά τινα ανυπέρβλητα, η δε αύξησις του πληθυσμού ουδέν άλλο όριον πλην της πείνης. Η Αγγλία είνε βεβαίως υπό γεωργικήν και οικονομικήν έποψιν η πρώτη της γης χώρα, αλλά και εν ουδεμία άλλη είνε ανώτερος ο αριθμός των πεινώντων ή των τρεφομένων αποκλειστικώς διά γεωμήλων και οινοπνεύματος. Το τελευταίον μάλιστα τούτο τείνει ν' αντικαταστήση η πρόοδος του πολιτισμού διά του ευθηνοτέρου θειικού αιθέρος. Ουδέ πιστεύω ότι δύναται να θεωρηθή ως επαρκές αντιζύγιον της τοιαύτης διαίτης του λαού ότι πολύ ανώτερος του αλλαχού είνε εν Αγγλία ο αριθμός των καταναλωτών ανανάδων, χελωνών, Πόρτου και σπαραγγιών. Αν σπανίζουσι ταύτα εις την απολίτιστον Ανατολήν, έτι σπανιώτεροι είνε, ευτυχώς, οι στερούμενοι επαρκούς προς χορτασμόν τεμαχίου λευκού ή μέλανος άρτου. Ουδέ κατεδικάσθησαν ακόμη οι Ανατολίται να καταπίνωσι βούτυρον εκ μαργαρίνης, γάλα εξ ορυζοκόνεως, οίνον εξ ερυθροξύλου, καφφέν εκ ξηρών σύκων, τυρόν εξ αμύλου, σοκολάταν εκ βαζελίνης και όσα άλλα εφεύρεν ευθηνά δηλητήρια η παράλληλος πρόοδος της χημείας και της ασυνειδησίας (5).
Τον ισχυρισμόν ότι ηύξησεν εν συνόλω εις τας πολιτισμένας χώρας ο μέσος όρος της ευζωίας του λαού, διαψεύδει η καθ' εκάστην απειλητικωτέρα κατά του κοινωνικού καθεστώτος εξέγερσις των ακτημόνων. Και αληθεύον δε αν υποτεθή, ότι αιτία της δυσαρεσκείας είνε η αύξησις ουχί των στερήσεων, αλλά των απαιτήσεων της εργατικής τάξεως, δύσκολον πάλιν είνε να μη αποδοθή το κακόν εις την πρόοδον του πολιτισμού, την δημοτικήν εκπαίδευσιν, τα εσπερινά αναγνώσματα, τας πενταλέπτους εφημερίδας, τας λαϊκάς βιβλιοθήκας και όσα άλλα αυξάνοντα τον εν τω κόσμω όγκον εγκεφάλου συναυξάνουσι μετ' αυτού κατ' ακριβή αναλογίαν την ανθρωπίνην ευπάθειαν, ήτοι την ανθρωπίνην δυστυχίαν. Πώς δε να πιστεύσω εις χρήσιμόν τινα πρόοδον της ιατρικής ή της λεγομένης δημοσίας υγιεινής, αφού αποδεδειγμένον είνε ότι ουδόλως μεν ηλαττώθη ο αριθμός των ραχιτικών, των κακοχύμων και των χοιραδικών, ενώ ο των αναιμικών αυξάνει απαύστως και καταπληκτικώς; Οι πάπποι ημών δεν είχον ακόμη δυναμόμετρα, εξ ων θα ηδυνάμεθα να εκτιμήσωμεν μετά μαθηματικής ακριβείας τον βαθμόν της καταπτώσεως των ημετέρων μυώνων, αλλ' εν ελλείψει δυναμόμετρων έχομεν προχείρους εν τοις μουσείοις πλουσίας συλλογάς λογχών, πελέκεων, ξιφών και ροπάλων, τα οποία ουδείς σημερινός βραχίων δύναται να υψώση. Αλλά και χωρίς να ανατρέξωμεν εις τόσον απέχοντας χρόνους, αρκεί προς απόδειξιν του προϊόντος ημών εκφυλισμού ότι υπερδιπλάσιον ήτο επί του πρώτου Ναπολέοντος το βάρος του στρατιωτικού όπλου, ενώ σήμερον ευρίσκουσι βαρύ το του Μαρτίνη και του Σασεπώ τα ανθρωπάρια, τα οποία συναγελάζει η γενική στρατολογία, γέννημα και αύτη της προόδου του πολιτισμού. Κατά τι, τέλος πάντων, δύνανται να υποτεθώσιν αυξήσαντες το ποσόν της ανθρωπίνης ευδαιμονίας οι περιλάλητοι σιδηρόδρομοι, τηλέγραφοι και ηλεκτρικοί φανοί, αφού ούτε εις τόπους ευτυχεστέρους δύνανται να μας μεταφέρωσιν, ούτε ειδήσεις να μας μεταδώσωσι μάλλον παρηγόρους ή να φωτίσωσιν όψεις ευθυμοτέρας; Και ταύτα μεν είνε τα πολυύμνητα υλικά δώρα του πολιτισμού, πολύ δε μάλλον άδωρα τα ηθικά. Ουδ' αυτός ο φανατικώτατος της προόδου πανηγυριστής θα ετόλμα τω όντι να ισχυρισθή ότι ηλαττώθη το ποσόν της λυμαινομένης τον κόσμον κακίας, αλλά μόνον ότι το ποιόν αυτής μετεβλήθη. Ελάχιστον όμως είνε το κέρδος αν εξήλειψεν ο τελειότερος οργανισμός της χωροφυλακής εκ των ορέων την ληστείαν, αναγκάσας τους πρώην εξ αυτής αποζώντας να προτιμήσωσι το αναπαυτικώτερον επάγγελμα κιβδηλοποιού, δηλητηριαστού, πλαστογράφου, προαγωγού ή ιδρυτού ανωνύμου εταιρίας. Η ζημία ζωής και χρημάτων, ην επροξένει ο επί τέλους αποθνήσκων επί της λαιμοτόμου ληστής, είνε αναξία παντός λόγου παραβαλλομένη προς την καταδίκην εις την πείναν ή την αυτοκτονίαν, ην επιβάλλει σήμερον ο ουδέποτε σχεδόν τιμωρούμενος τραπεζίτης εις ασυγκρίτως ανώτερον αριθμόν θυμάτων. Ειλικρινώς δε σοι λέγω ότι προτιμώ να σκιάζωμαι τους ληστάς επί της λεωφόρου παρά να μην είμαι βέβαιος ότι δεν είνε καταχραστής, δωρολήπτης, προδότης, συκοφάντης ή σιμωνιακός, ο τμηματάρχης, ο ταμίας, ο λοχαγός, ο έμπορος, ο δημοσιογράφος ή ο ιερεύς των οποίων σφίγγω την χείρα εν αιθούση ή ασπάζομαι αυτήν εν εκκλησία».
Διακόψας ενταύθα τον λόγον όπως επ' ολίγον αναπαυθή και ροφήση νέαν δόσιν ρακής, εξηκολούθησεν έπειτα διά φωνής, της οποίας αδύνατον μοι είνε να λησμονήσω ή να περιγράψω την αθυμίαν·
«Πάντα όσα μέχρι τούδε σε είπον είνε μικρά, ασήμαντα και ανάξια παντός λόγου, παραβαλλόμενα προς άλλην τινά μυριάκις φοβερωτέραν και αναπόδραστον συνέπειαν της προόδου της επιστήμης και του πολιτισμού. Διά να μ’ εννοήσης καλλίτερα, σπεύδω προς στιγμήν να υποθέσω δυνατήν και μάλιστα προσεχή την πλήρωσιν πασών ανεξαιρέτως των επαγγελιών και αυτών των παραβολωτάτων ονείρων των αισιοδόξων. Παραδέχομαι ότι η πρόοδος της χημείας κατώρθωσε ν' ασφαλίση εις πάντας τροφήν επαρκή και εκλεκτοτάτην· ότι κατωρθώθη η επιδιωκομένη τελεία αντικατάστασις διά μηχανών της εργασίας των βραχιόνων και απαλλαγή της ανθρωπότητος από παντός βαναύσου κόπου· ότι εύρεν η ιατρική αντίδοτον κατά πάσης ασθενείας ή και κατώρθωσε να εξαλείψη από της γης πάσαν νόσον και μαλακίαν διά της τελειοποιήσεως της λεγομένης νοσοφθορίας. Παραδέχομαι, αν θέλης, ότι δύνανται τα πολιτεύματα, οι νόμοι και αι διεθνείς σχέσεις να κανονισθώσι κατά τύπον τοσούτον τέλειον, ώστε να εκλείψη το έγκλημα, ο πόλεμος και παν αδίκημα, ως μη δυνάμενα να προσπορίσωσιν ουδέ κέρδος και μη έχοντα εκ τούτου λόγον υπάρξεως κανένα. Αν γνωρίζης άλλο τι άξιον ευχής, ειπέ το, όπως προσθέσω και τούτο εις το ιδανικόν άθροισμα πάσης ευδαιμονίας. Εγώ δε τούτο μόνον σοι λέγω, ότι αν κατωρθούντό ποτε πάντα ταύτα και επραγματοποιείτο το όνειρον του χρυσού αιώνος, τότε προ πάντων αλλοίμονον και τρις αλλοίμονον εις τους ανθρώπους! Η ασφάλεια και η απαλλαγή από του σωματικού μόχθου υπέρ του επιουσίου άρτου θα παρείχον εις πάντας άνεσιν προς καλλιέργειαν του πνεύματος αυτών. Ο όγκος της εγκεφαλικής μάζης υπ' ουδενός πλέον συνεχόμενος κωλύματος ή ανταγωνισμού ήθελε προβαίνη αυξάνων αδιαλείπτως και απεριορίστως, ενώ η ηδονή του καλοτρώγειν και του μη σκάπτειν θα ηλαττούτο καθ' εκάστην και θα εξέλιπε μετ' ολίγον τελείως. Πασίγνωστον τω όντι και αναμφισβήτητον είνε ότι ουχί καθ' εαυτήν η ευζωία, αλλά μόνον η μετάβασις εις ταύτην από καταστάσεως δυστυχεστέρας είνε ηδονική, όπως και η μετάβασις από της νόσου εις την υγείαν. Όσοι είχον πριν το ευτύχημα να μεταβαίνωσι το εσπέρας από του αγρού ή του εργοστασίου εις το δείπνον και την κλίνην των, καθ' ον τρόπον ο βους από του αρότρου εις την φάτνην, ως εκείνος κοπιώντες βαρέως, τρώγοντες απλήστως και κοιμώμενοι άνευ ονείρων, θα ηυκαίρουν τότε να ερωτήσωσι πώς έτυχε να ευρεθώσιν επί του κόσμου τούτου, τις του βίου ο σκοπός και τι πέραν του τάφου υπάρχει; Εις τας ερωτήσεις ταύτας μόνη η θρησκεία δύναται να απαντήση δι' υποσχέσεως μακαριότητος ατελευτήτου, αλλ' η αδυσώπητος και παντοκράτειρα τότε επιστήμη ουδέν άλλο θα έχη ν' αποκριθή παρά μόνον ότι δεν ηξεύρει απολύτως τίποτε περί τούτων, προσθέτουσα μάλιστα μετά τινος ειρωνικής αυταρεσκείας, ότι τα ερωτήματα ταύτα δεν είνε επιστημονικά ουδέ καν λογικά, αλλ' αποτελέσματα της στρεβλώσεως της ανθρωπίνης διανοίας υπό του χριστιανισμού. Την τοιαύτην όμως στρέβλωσιν μόνον να ελεεινολογή, να σκώπτη και να υβρίζη, ουχί όμως και να θεραπεύση δύναται η επιστήμη. Αντίδοτον κατά της απελπισίας ουδέν άλλο υπάρχει πλην της πίστεως ή της αποκτηνώσεως. Αμφότερα όμως ταύτα διώκει ανηλεώς και τείνει να εξορίση από του κόσμου η πρόοδος της επιστήμης και του πολιτισμού. Προς εκτίμησιν του έργου αυτής υπόθεσε την ανθρωπότητα ως συνοδίαν οδοιπόρων, πλανωμένων εις έρημον της Αραβίας απέραντον και πυριφλεγή, τηκομένην υπό δίψης φλογεράς και ουδέν άλλο έχουσαν στήριγμα εν τη αγωνιώδει πορεία πλην της ελπίδος ανευρέσεως ζωογόνου τινός πηγής, υπόθεσε δε και τους επιστήμονας ως καλοθελητάς αγωνιζομένους να πείσωσι τους συνοδοιπόρους των ότι μωρά είνε η ελπίς αυτών, ότι φάντασμα είνε το ύδωρ και αυτή η δίψα των αποτέλεσμα πλάνης και διαστροφής. Εις τους πιστεύοντας εις την αλήθειαν του τοιούτου κηρύγματος ουδέν άλλο απομένει παρά να κατακλιθώσιν επί της αξένου άμμου, παραιτούμενοι των μόχθων ασκόπου ήδη πορείας και αναμένοντες τον θάνατον εν τη ακινητούση απελπισία. Αυτό τούτο θέλει πράξη και η ανθρωπότης, ευθύς ως αποβή κτήμα κοινόν το ύστατον και μόνον δυνατόν πόρισμα της επιστήμης, ότι δηλ. μυριάκις ευτυχέστερος είνε ο βράχος του φυτού, το φυτόν του ζώου και τούτο του ανθρώπου, και αυτή δε η ανθρωπίνη δυστυχία προβαίνει αυξάνουσα από του βρέφους μέχρι του πρεσβύτου και από του ηλιθίου μέχρι του μεγαλοφυούς ανδρός κατ' ακριβή και απαράβατον προς την διανοητικήν ανάπτυξιν αναλογίαν. Ότι τοιούτο είνε το μοιραίον τέρμα της εξελίξεως του ανθρωπίνου πνεύματος φαίνονται προϊδόντες και προειπόντες πάντες εν πάση χώρα και εποχή οι εγκύψαντες εις βαθυτέραν των όρων της υπάρξεως ημών μελέτην. Όπως εκάστου ημών, ούτω και της ανθρωπότητος εν γένει ελαττούται, εφ' όσον προβαίνει η ηλικία, η ικανότης να αισθανθή χαράν. Την περιλάλητον των αρχαίων εθνών αισιοδοξίαν βλέπομεν διηνεκώς φθίνουσαν και εξατμιζομένην από των μυθικών μέχρι των χρόνων της πνευματικής αυτών ακμής. Ασυγκρίτως φαιδρότερος είνε ο Όμηρος του Σοφοκλέους και οι φιλόσοφοι της Ιωνίας του Πλάτωνος, όπως και ούτος των νεοπλατωνικών· έτι δε καταφανέστερος είνε παρά τοις Ινδοίς ο κατακυλισμός από ευφροσύνης των Βεδικών ύμνων εις τα μηδενιστικά πορίσματα της σοφίας του Βούδα και του Καπίλα. Αναπόδραστος τω όντι αποβαίνει η εναργεστέρα διάκρισις του τέρματος εφ' όσον πλησιάζομεν προς τούτο. Αλλ' αν αδύνατον είνε να οπισθοδρομήσωμεν ή και να σταματήσωμεν, ακατανόητος και πάλιν απομένει η εκ προθέσεως επίσπευσις προς την άβυσσον της πορείας. Τους σήμερον αποστόλους της επιστήμης και της προόδου κλίνω να ομοιώσω προς ιατρούς, κατορθώσαντας ν’ ανεύρωσιν αλάνθαστόν τι φάρμακον, δι' ου δύναταί τις τάχιστα να γηράση, και επιβάλλοντας την χρήσιν αυτού προς απαλλαγήν από των μειονεκτημάτων της νεανικής ηλικίας. Η νεότης εν τούτοις, η άγνοια, η τελεία από πάσης σκέψεως περί της τύχης ημών αποχή, η άσκησις των μυώνων και ο εις τον ελάχιστον όρον περιορισμός της εργασίας του εγκεφάλου είνε τα μόνα δυνάμενα να μετριάσωσι την αχώριστον από της υπάρξεως δυστυχίαν. Ρίψε εις την θάλασσαν τον Λεοπάρδην και μετ' αυτού πάντας τους φιλοσόφους και ποιητάς, πλην του Ομήρου, του Ανακρέοντος και του Θεοκρίτου αντί μεταφυσικών ή επιστημονικών φαντασμάτων· κυνήγα λαγούς ή γυναίκας, τρέχε, ίππευε, κωπηλάτει, φύτευε λάχανα ή σχίζε ξύλα, κωπίαζε σωματικώς και αναπαύου πνευματικώς, όπως βραδύτερον επέλθη η ώρα, καθ' ην κατανοήσας το άσκοπον του βίου και την κενότητα πάσης ελπίδος, θα ποθήσης βαθύν και ατελεύτητον ύπνον και, ως εγώ, θ' ανακράξης ω Νιρβάνα!»
Ότε έπαυσαν αντηχούντες εις τα ώτα μου οι απαίσιοι εκείνοι χρησμοί και ανέτειλε μετ' ολίγον φαιδρός ήλιος, φωτίζων πλην των άλλων την «Βασίλισσαν», ερχομένην να σώση ημάς από του Αγίου Σώστου, επίστευσα ότι απηλλαττόμην από κακού ονείρου. Εκ των συμβουλών του συνοδοιπόρου μου δεν ηκολούθησα καμμίαν, αλλ' ουδέ δύναμαι, δυστυχώς, να βεβαιώσω ότι δεν μετενόησα διά τούτο. Ανευρίσκων δε μετά πάροδον όλης εικοσιπενταετίας τας λησμονηθείσας ταύτας οδοιπορικάς σημειώσεις, άγομαι εις τον πειρασμόν να ερωτήσω, αν η κατά το διάστημα τούτο αναμφισβήτητος και μεγάλη πρόοδος παρ' ημίν του πολιτισμού, τα τηλεγραφικά δίκτυα, τα τηλέφωνα, οι τροχιόδρομοι, οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες, τα τεσσαράκοντα γυμνάσια, αι ωδικαί λέσχαι, αι τρισχίλιοι του Πανεπιστημίου φοιτηταί, η ακώλυτος λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών, αι μεγαλόσχημοι εφημερίδες, η αντικατάστασις των ληστών διά χρηματιστών, τα εξακόσια χιλιόμετρα σιδηροδρόμων και τα ισάριθμα εκατομμύρια δημοσίου χρέους συνετέλεσαν κατά πολύ εις το να καταστήσωσιν ευτυχεστέραν της τότε την σημερινήν Ελλάδα. Τούτο ενδέχεται να εξετάσωμεν εν προσεχεί ημών μελέτη.
(«Παρνασσός», 7(βριος 1891).
Ότε πρό τινων ετών ηναγκάσθην να διαχειμάσω εν Αιγύπτω, αφού εθαύμασα τας πυραμίδας, τας καμήλους και τον αντιβασιλέα, αφού ήκουσα τ' αυλοτύμπανα, έφαγον βανάνας και έπιον ταμαρινθόζωμον, μη θέλων να μείνω άγευστος ουδεμιάς των φαραωνικών απολαύσεων, απεφάσισα να ροφήσω καί τινα δόσιν &ασιχίου&. Το έδεσμα τούτο γνωρίζουσι πιθανώς οι πλείστοι των αναγνωστών εκ του &Κόμητος Μοντεχρίστου& του μακαρίτου Δουμά. Είναι δε εκχύλισμα ινδικής καννάβεως, αηδές την οσμήν, αηδέστερον την γεύσιν, αλλ' έχον το προτέρημα να μεταφέρη τους αηδιάζοντας την πεζήν πραγματικότητα του ημετέρου πλανήτου εις την χώραν των ονείρων. Πλείονα περί του φαρμάκου τούτου κρίνω περιττόν να παραθέσω, παραπέμπων τους ορεγομένους εις το σύγγραμμα του τουρονησίου Μορώ, πλέξαντος εις το &ασίχ& εγκώμιον χιλιοσέλιδον.
Αφού κατέπιον το χάπιον, κατεκλίθην περιμένων την ενέργειαν της νηπενθούς βοτάνης, μη ούσαν άμεσον, αλλά βραδείαν και βαθμιαίαν. Αγαθός τις συνοδοιπόρος μου, ο κ. Οelschig, σάξων την πατρίδα, στενογράφος το επάγγελμα και εραστής των βιολογικών πειραμάτων κατά τας ώρας της σχολής, ηθέλησε να διανυκτερεύση εν τω κοιτώνι μου, παρακινηθείς εις τούτο είτε εκ φιλόφρονος μερίμνης είτε εκ φυσιολογικής περιεργείας. Συνειθίσας ν' αναγινώσκω κλινήρης, έλαβον εις χείρας Ελληνικόν τόμον, λησμονηθέντα πιθανώς επί της νυκτερινής τραπέζης παρά τινος φιλομούσου ομογενούς. Το βιβλίον έτυχεν ον εγχειρίδιον Ελληνικής μυθολογίας εκπονηθέν υπό τινος Περικλέους Ιασεμίδου, ζητούντος συγγνώμην εν τω πρωιμίω αν, πρωτόπειρος ων, έχη ατελείας περί το λεκτικόν. Είησαν αύται τω ανθρώπω συγκεχωρημέναι, ουχί όμως και το κατόρθωμα αυτού, επιτυχόντος να καταστήση τους ποιητικωτάτους ημών προγονικούς μύθους πεζοτέρους αντωνιαδείου εποποιίας.
Του &ασιχίου& η αρετή έγκειται εις το ενισχύειν τας υπαρχούσας εν τω εγκεφάλω ιδέας μάλλον ή εις το πλάττειν νέας. Επόμενον άρα ήτο εις τον έχοντα την κεφαλήν πλήρη αναμνήσεων του Ολύμπου, η ενέργεια του φαρμάκου ν' αποβή μυθολογική. Καταπεσόντος δε μετ' ου πολύ εκ της χειρός του βιβλίου, ήρχισα παραληρών περί θεαινών, ηρώων, σειρήνων και καβείρων.
Ότε την επιούσαν ανέλαβον εκ της &παρακοπής&, ως ονομάζει την hallucination ο Αριστοτέλης, ή εκ της &παραισθήσεως&, ως θέλουσιν αυτήν οι ημέτεροι Ασκληπιάδαι, ο φίλος Οelschig ίστατο προ εμού κρατών εν δεξιά φύλλον χάρτου κεκαλυμμένον δι' ιερογλυφικών σημείων, εν δε τη αριστερή υγρόν κάλαμον, δι' ου με προσεκάλει να υπογράψω. Το ούτω προσαγόμενον εις επικύρωσιν έγγραφον ουδέν άλλο ήτο, ή τα στενογραφηθέντα πρακτικά του υπό την επήρειαν του &ασίχ& μονολόγου μου, ον ο φυσιοδίφης στενογράφος προυτίθετο να υποβάλη εις επαρχιακήν τινα ακαδημίαν των βιολογικών επιστημών. Πρέπει δε να προσθέσω ότι ο κύριος ούτος, ουδέ γρυ εννοών της γλώσσης του Πλάτωνος, καί τοι γερμανός, είχε στενογραφήση απλώς τους ήχους της διακρινούσης ημάς από των ζώων ενάρθρου φωνής, ώστε το αντίγραφον, όπερ μ' εφιλοδώρησεν, ουδέν άλλο ήτο, ή απεικόνισμα Ελληνικών φθόγγων διά φραγκικών στοιχείων. Εξ αυτού αποσπώ την κατωτέρω ορεστειάδα, χρήσιμον ίσως εις τους διατρίβοντας περί την τοξικολογίαν.
«Εν τη ακμή της μάχης εζήτει ο Ορέστης τον Πυλάδην, ίνα πλησίον αυτού νικήση ή αποθάνη· σχίσας πυκνόν δάσος λογχών και ακοντίων κατώρθωσε μετά μυρίους αγώνας να πλησιάση τον εταίρον, ον εύρε πατούντα επί εκατόμβης εχθρών υπ' αυτού καταβληθέντων, αλλά πληγωμένον, αιμόφυρτον και μάτην παλαίοντα προς νέον σμήνος πολεμίων. Ο Πυλάδης εφαίνετο τοσούτον του θανάτου εγγύς, ώστε ο υιός του Αγαμέμνονος έπαυσεν αποκρούων τα απειλούντα το στήθος αυτού ξίφη, φοβούμενος μη επιζήση εκείνου, δι' ον μόνον έζη· ότε δε είδε πίπτοντα τον φίλον του, ημιθανής ήδη κακείνος, κατώρθωσε να φθάση έρπων μέχρι του νεκρού, ον περιπτυχθείς ησπάσθη εις το στόμα, ωσεί ήθελε να εμφυσήση εις τα στήθη του την απομείνασαν αυτώ ολίγην πνοήν. Αμφότεροι απέθανον και ετάφησαν εκεί.
Εν τη γη, παχυνθείση εκ των ενηγκαλισμένων λειψάνων, εβλάστησαν μεταξύ των λευκανθέντων ήδη οστών δύο δενδρύλλια, άτινα εφαίνοντο σπεύδοντα ν' αυξήσωσι ταχέως, ίνα διά των κλάδων των στενώτερον περιπτυχθώσι. Παρετηρήθη μάλιστα ότι το έαρ οι μεστοί καλύκων αυτών κλώνες έκυπτον προς αλλήλους, ως ει εσκόπουν, διά της ηδείας αυτών πνοής θερμαινόμενοι, αμοιβαίως να επισπεύσωσι την άνθησιν. Τα εύοσμα άνθη διεδέχθησαν τα εύχροα μήλα· αλλά μήλα θαυματουργά καθότι πας ο γευόμενος του καρπού της μιας των μηλεών κατελαμβάνετο υπό ακαταβλήτου συμπαθείας προς τον φαγόντα εκ της ετέρας. Εν δε τω αισθήματι τούτω υπήρχε και διάκρισίς τις· αν δηλ. οι μηλοφάγοι ήσαν του αυτού φύλου, συνεδέοντο δι' αρρήκτου φιλίας, αν δε ανήρ και γυνή, εγεννάτο έρως παραμένων μέχρι του τάφου. Τα ήθη των Ελλήνων ήσαν ακόμη αγνά και των μήλων τα αποτελέσματα ακριβώς διακεκριμένα.
Η ηδύτης των καρπών τούτων ήτο τοιαύτη, ώστε πάντες οι δενδροκόμοι έσπευσαν να μοσχεύσωσιν οίκοι κλάδους εκ των μηλεών, μεταβληθέντας εις ευθαλή δένδρα. Γενομένης δε μετ' ου πολύ και της αρετής αυτών γνωστής, οι γονείς πριν ή συζεύξωσι τα τέκνα αυτών, έδιδον ορέστειον μήλον εις την κόρην και πυλάδειον εις τον νυμφίον, όστις μετά το δείπνον τούτο ηδύνατο ν' απέλθη αμερίμνως εις την αγοράν ή το στρατόπεδον, ουδόλως κινδυνεύων εκ των Αιγίσθων, ως ουδ' η σύζυγος αυτού είχε τι να φοβηθή εκ του άσματος των σειρήνων της Λέσβου ή της Κορίνθου. Οι δε Θηβαίοι, φυτεύσαντες κατά συμβουλήν των παρ' αυτοίς σοφών την παλαίστραν των νέων διά τοιούτων δένδρων, έδρεψαν εξ αυτών ου μόνον μήλα, αλλά και τρόπαια πολεμικά. Γνωστά τοις πάσιν είνε τα κατορθώματα του ιερού αυτών λόχου, ουχί όμως επίσης πασίγνωστον ότι η φιλία, η συνδέουσα και καθιστούσα τους ήρωας τούτους ανικήτους εν ταις μάχαις, προήρχετο εκ της υπό το σχήμα μεταλήψεως του Ορέστου και Πυλάδου.
Τοιαύτα και μύρια άλλα, ων μακρά ήθελεν αποβή η αφήγησις, των οπωρών τούτων τα κατορθώματα. Αδύνατον όμως είνε να κρύψωμεν ότι εν τω πλήθει των αγαθών εισέφρησαν καί τινα παρατράγωδα. Ούτω ο βασιλεύς Κινύρας, πλανηθείς εντός δάσους και φαγών αγνώστου δένδρου καρπούς, τοσούτον ηδείς εύρεν αυτούς, ώστε εμπλήσας τον κόλπον μετέδωκε το εσπέρας και εις την θυγατέρα του Μύρραν, και εντεύθεν αφορμή αθανάτου δράματος τω Αλφιέρη και ευφημιών και στεφάνων τη κυρία Ριστόρη. Αλλά και ο Ευριπίδης και ο Ρακίνας οφείλουσιν εις τα μήλα ταύτα τους στιλπνοτέρους του τραγικού αυτών στέμματος μαργαρίτας. Αληθές είνε ότι των μαργαριτών τούτων η λάμψις δεν είνε ηθικώς άμωμος. Αλλά σφάλμα είνε εκ των μήλων ή των ποιητών τούτων, αν, έχοντες προχείρους Νίσους και Ευρυάλους, Φιλήμονας και Βαύκιδας, Σαβίνους και Επονίνας και μυρίους άλλους ασπίλους μηλοφάγους, επροτίμησαν αντί τούτων να υμνήσωσι την μητέρα του Μινωταύρου, φαγούσαν κατά λάθος μήλον εκ κήπου, ον είχεν επινεμηθή ο πατήρ του βδελυρού τεκνίου;
«Παν μέτρον άριστον», έλεγεν ο σοφώτερος των πάλαι σοφών. Το ρητόν τούτο εφαρμόζεται και εις τα μήλα, ων η κατάχρησις, ως κατωτέρω φαίνεται, έγεινε παραίτιος πρωτοφανών δυστυχημάτων. Ούτω την νύμφην Ηχώ ηγάπα περιπαθώς ο κάλλιστος της εποχής εκείνης νεανίας, ο υιός του Κηφισσού και της Λιριόππης. Αλλ' η Ηχώ ανήκεν εις την κατηγορίαν των γυναικών εκείνων, αίτινες αντί καρδίας κρύπτουσιν υπό τον αριστερόν μαστόν απολελιθωμένον τι κράμα ματαιότητος και φιλαρεσκίας, στέργουσαι μεν ν' αγαπώνται, αλλ' αποστρεφόμεναι ν' αποδώσωσι τα ίσα. Τοιαύτη ούσα ήκουσε περί της αρετής των μήλων και πορευθείσα εις Βοιωτίαν έκοψε δύο εξ αυτών. Αλλ' αντί να φάγη το έν δίδουσα το έτερον εις τον φίλον της, ηθέλησε ν' αναρριπίση εκείνου μόνου την φλόγα, μένουσα η ιδία ανάλγητος όπως πριν. Αμφότερα λοιπόν παρέθεσεν εις τον εραστήν. Τι δε εκ τούτου συνέβη, διηγείται ο Παυσανίας. Ο ορέστειος και πυλάδειος χυμός, εγκλεισθέντες παρά φύσιν εν τω αυτώ σώματι, ανήψαν εκεί αδιέξοδον πυρκαϊάν. Υπό ταύτης φλεγόμενος ο δυστυχής Νάρκισσος ελησμόνησε την Ηχώ και κατακλισθείς παρά το χείλος λίμνης απέθανεν εκεί, τείνων εις την ιδίαν αυτού εικόνα απηλπισμένην αγκάλην. Και την αισχράν όμως Ηχώ ετιμώρησαν οι θεοί μεταβαλόντες εις λίθινον ψιττακόν.
Αλλ' έτι θαυμαστότερον το επόμενον θαύμα.
Ότε ο Ερμής και η Αφροδίτη απεφάσισαν να συζεύξωσι τον υιόν αυτών μετά της καλής ναϊάδος Σαλμακίδος, αντί ν' αρκεσθώσι, κατά την τότε συνήθειαν, να προσφέρωσιν ανά έν μήλον εις τους μελλονύμφους, ενόμισαν ότι, θεοί όντες, έπρεπε να πράξωσιν υπέρ των τέκνων πλείον τι του συνήθους. Την προτεραίαν λοιπόν του γάμου ο τρισμέγιστος Ερμής, άριστος ων χημικός, κατέφυγεν εις τ' απόκρυφα της ερμητικής επιστήμης. Λαβών εκατόν ορέστεια και ισάριθμα πυλάδεια μήλα και εκθλίψας τον χυμόν, υπέβαλεν αυτόν εις δεκαεπτά διαδοχικάς αποστάξεις, μέχρις ου κατώρθωσε να περικλείση εντός δύο ελαχίστων φιαλιδίων ολόκληρον την ουσίαν δύο ευκάρπων δένδρων. Το έν των φιαλιδίων τούτων διετάχθη ο νεανίσκος να κενώση μέχρι τελευταίας ρανίδος, το δε άλλο εκόμισεν η Αφροδίτη εις την Σαλμακίδα, οικούσαν εις δέκα σταδίων απόστασιν παρά την ομώνυμον βρύσιν. Το αποτέλεσμα της τοιαύτης σκευασίας δύναται έκαστος να μαντεύση, μυριοπλασιάζων όσα ερρήθησαν ανωτέρω περί της θαυματουργού των μήλων ενεργείας. Εις τας φλέβας των μελλονύμφων εκυκλοφόρησεν εν ακαρεί αντί αίματος ρευστόν πυρ, και ώρμησαν προς αλλήλους ωθούμενοι υπό του πάθους ως σφαίραι υπό της πυρίτιδος. Την χωρίζουσαν αυτούς δεκαστάδιον απόστασιν διήνυσαν εν διαστήματι ολίγων λεπτών, υπερπηδώντες φάραγγας και κρημνούς και ανατρέποντες εν τη ορμή του δρόμου διαβάτας, αγέλας, άμαξας και δένδρα. Ότε δε εν μέσω ερήμου ερεικιώνος συνηντήθησαν τέλος πάντων, τοσούτον η σύγκρουσις υπήρξε σφοδρά και στεναί αι πυριπτύξεις, ώστε τα σώματα αυτών ενωθέντα απετέλεσαν έν αδιαίρετον όλον, όπερ μάτην επειράθησαν να χωρίσωσιν οι καταφθάσαντες γονείς. Το σύμπλεγμα τούτο των ενωθέντων εραστών είχεν ιδή κατ' όναρ ο τεχνίτης ο γλύψας τον εν Λούβρω περιλάλητον Ερμαφρόδιτον.
Εις έτερον λιθοξόον, ουχί τούτου ελάσσονα, τερατωδέστερα έτι συνέβησαν εκ των διδύμων δένδρων. Οι αρχαίοι γλύπται δεν ωμοίαζον τους Συβαρίτας της σημερινής τέχνης, οίτινες περιορίζονται αποτυπούντες εν ευμαλάκτω πηλώ της φαντασίας αυτών τα ινδάλματα και εμπιστεύονται έπειτα εις μισθίους χείρας την εργασίαν του μαρμάρου, αλλ' εκράτουν οι ίδιοι την σφύραν και τον εγκοπέα, μεταβάλλοντες αμόρφους όγκους εις ακτινοβόλους Απόλλωνας ή χαριτοβρύτους Νηρηίδας. Εν αρχή τον σκληρόν λίθον επότιζον διά μόνου του καταρρέοντος εκ του μετώπου ιδρώτος, έπειτα δε δι' ύδατος ή όξους προς μετρίασιν της σκληρότητος και ελάττωσιν του κόπου. Ο δε ημέτερος Ερμογλύφος, εγγύς ων να τελειώση μετά πυρετώδη αγρυπνίαν άγαλμα καλλίστης Αφροδίτης, είχεν εξαντλήση μέχρις εσχάτης σταγόνος το ύδωρ της λαγήνου. Μη έχων πρόχειρον άλλο, ουδέ θέλων να διακόψη την εργασίαν, εμηχανεύθη να μαλακώση τον πάριον λίθον τρίβων δι' ενός μήλου, όπερ είχε περισσεύση εκ των αποτελούντων το λιτόν αυτού δείπνον δύο. Το τέχνασμα επέτυχε θαυμασίως και το έργον συνετελέσθη εντός της νυκτός· αι δε πρωιναί του ηλίου ακτίνες εφώτισαν Αφροδίτην τόσον ωραίαν, ώστε ήθελεν ειπή τις αυτήν ουχί λίθον υπό αριστοτέχνου ζωογονηθέντα, αλλ' αληθή θεάν μετά του βλέμματος και του μειδιάματος και των παλμών αυτής πάντων απολιθωθείσαν. Ο καλός τεχνίτης, ούτε φίλαυτος ούτε εγωιστής ων, ευθύς ενόησεν ότι κατά την νύκτα εκείνην υπεράνθρωπός τις δύναμις είχεν οδηγήση την σμίλην και τον κοπέα, το δε προ αυτού είδωλον δεν εθαύμασεν αυταρέσκως ως έργον των χειρών του, αλλ' ως θείαν τινά αποκάλυψιν της γυναικείας καλλονής. Επί πολλάς ημέρας ηρκέσθη εις τούτο και ήτο ευτυχής θαυμάζων και λατρεύων. Τοιούτος είνε πάντοτε εν αρχή ο έρως· αρυόμενος εξ εαυτού την τροφήν και νομίζων ότι δύναται επ' άπειρον να ζήση ως οι τέττιγες διά δρόσου και ασμάτων. Αλλ' άμα ανδρωθή, καθίσταται αχόρταγον θηρίον, απαιτούν, κατά τον εβραϊκόν νόμον, ασπασμόν αντί ασπασμού. Τοιαύτης όμως ανταποδόσεως αδύνατον ήτο να τύχη ο δύσερως Ερμογλύφος παρ' ερωμένης εκ μαρμάρου, ουδ' ήθελε να ζητήση παρ' άλλης, καθότι πάσαι αι γυναίκες εφαίνοντο ήδη αυτώ βέβηλοι γελοιογραφίαι του θείου πρωτοτύπου. Τας ημέρας αυτού πάσας και τας νύκτας διήνυεν ο δυστυχής προ των ποδών του ειδώλου του ότε μεν την καλλονήν θαυμάζων, ότε δε την αναλγησίαν καταρώμενος και ενίοτε λαμβάνων ρόπαλον ανά χείρας, ίνα συντρίψη την συντρίψασαν την καρδίαν του. Αλλ' ενώ η υπό του ορεστείου μήλου αναφθείσα πυρκαϊά εθέριζε τα σπλάγχνα του αθλίου, ο χυμός του ετέρου, δι' ου είχε το μάρμαρον ποτισθή, εθαυματούργει κακείνος και εμάλασσε τον λίθον. Πρωίαν δε τινα, ενώ ο ετοιμοθάνατος ήδη τεχνίτης απεχαιρέτα δι' εσχάτου βλέμματος την θεάν, το θαύμα συνετελέσθη, το μάρμαρον εκινήθη, κατέβη εκ του βάθρου η Αφροδίτη και αναρτήσασα εις τον τράχηλον του γλύπτου περιδέραιον λευκών βραχιόνων εψιθύρισεν εις το ωτίον του: «Ζήσε Πυγμαλίων!»
Εξ ολίγων τεμαχίων σκελετού και πολλών συμπερασμάτων κατώρθωνεν ο Κουβιέρος ν' αναπλάση ολόκληρον προκατακλυσμιαίον ζώον από της προβοσκίδος μέχρι της ουράς και ου μόνον την μορφήν, αλλά και τα ήθη ν' αναστήση του θηρίου, άτινα ούτε οστά έχουσιν ούτε άλλο κανέν μαρτύριον του ποιού αυτών κληροδοτούσιν εις τα μουσεία. Μόνον διά τοιαύτης επαγωγικής μεθόδου φαίνεται ημίν δυνατή ουχί βεβαίως η ανάπλασις της εικόνος ομηρικής ηρωίδος, περί ης ο ποιητής ουδέν άλλο έκρινεν εύλογον να μνημονεύση, ειμή μόνον ότι εγένετο αφορμή του θανάτου πλείστων ηρώων και δεν ενθυμούμεθα πόσων ημιόνων, λησμονήσας να πληροφορήση καν ημάς, ως περί των λοιπών, αν ξανθοπλόκαμος ήτο ή μελαγχροινή, αλλ' η λύσις σπουδαίας τινός απορίας, περί ης μάτην παίδες όντες ηρωτώμεν τους διδασκάλους, και μάτην έπειτα ανεδιφήσαμεν το αμέτρητον πλήθος των ομηρολόγων. Είναι δε αύτη η εξής: Ακούσης άρα της θυγατρός του ήλθεν ο Χρύσης εις το στρατόπεδον των Αχαιών, κομίζων λύτρα και ικετεύων τον λαόν και τους βασιλείς ν' απολύσωσιν αυτήν, ή τουναντίον έπραξε ταύτα παρακινηθείς υπ’ αυτής της Χρυσηίδος; Δύσκολον τω όντι φαίνεται ημίν να πιστεύσωμεν ότι, αν έστεργεν αύτη την τύχην της παρά τω Αγαμέμνονι, ήθελεν αποφασίση ο Χρύσης, ο κάλλιστα γνωρίζων τας μεταξύ τούτου και της θυγατρός του σχέσεις, και ταύτην να λυπήση και του βασιλέως να διεγείρη την οργήν τούτο δε ενώ άπασα ήδη η παραλία και αυτός ο ναός του Απόλλωνος ήτο υπό το κράτος των Αχαιών και του παντοδυνάμου εραστού της Χρυσηίδος, ης η επιρροή ηδύνατο τα μέγιστα να ωφελήση και τον Χρύσην και τον ναόν, ου ήτο ιερεύς, και ολόκληρον την δουλωθείσαν χώραν. Αφ' ετέρου όμως δυσεξήγητον φαίνεται, αν τη υποκινήσει της θυγατρός υποθέσωμεν ενεργήσαντα τον Χρύσην, πώς ούτε ήλθεν εις το στρατόπεδον ούτε εφρόντισε περί λύτρων ευθύς μετά την αιχμαλωσίαν της θυγατρός, ότε η πικρία του χωρισμού ήτο φυσικώ τω λόγω πολύ δριμυτέρα, αλλά μόνον αφού την λύπην ταύτην εμετρίασεν ο χρόνος και η μακρά μετά του Αγαμέμνονος συμβίωσις; καθότι μόνον μετά το δέκατον έτος της πολιορκίας εσκέφθη ο ιερεύς να μεταβή προς τους Αχαιούς μετά των λύτρων, αι δε πέριξ πόλεις, εν αις η Χρύσα, είχον υποδουλωθή από του πρώτου έτους του πολέμου. Πολύ λοιπόν ανακόλουθον και αναξίαν του απονεμηθέντος αυτή υπό του Αγαμέμνονος επί φρονήσει επαίνου πρέπει να υποθέσωμεν την κόρην ταύτην, την πρότερον μεν στέργουσαν αιχμαλωσίαν και την πρόσφατον στέρησιν του πατρός και της πατρίδος, έπειτα δε ενθυμηθείσαν ταύτην και χαλεπαίνουσαν μετά δέκα όλα έτη. Ενώ δε ουδεμία γυνή χωρίζεται μετά μακράν συνοίκησιν άνευ λύπης από του τυχόντος εραστού, έτι μάλλον ανεξήγητος φαίνεται η προθυμία προς εγκατάλειψιν ανδρός ενδοξοτάτου, βασιλεύοντος εφ' απάντων των Ελλήνων και κυρίου, ου μόνον της Χρυσηίδος, αλλά και του πατρός και της πατρίδος αυτής. Ου μόνον δε ένδοξος και ανδρείος βασιλεύς ήτο ο Αγαμέμνων, αλλ' όπερ δι' ερωμένην σπουδαίον, και νέος και ευειδής, ως πληροφορεί ημάς ο Όμηρος προσεικάζων αυτόν προς τον Δία, και τοιούτος ων τοσούτον μετά δεκαετή σχέσιν ηγάπα ακόμη την Χρυσηίδα, ώστε ουδόλως εδίστασε να ομολογήση εν πληθούση εκκλησία του λαού ότι την προτιμά της ιδίας αυτού γυναικός. Τοιαύτης επιζήλου θέσεως και τοιούτων αγαθών επρόκειτο να παραιτηθή η Χρυσηίς όπως επιστρέψη εις την δούλην αυτής πατρίδα και νυμφευθή πιθανώς δούλον τινα του Αγαμέμνονος. Ουδέ δύναται να εξηγήση τοιαύτην διαγωγήν μόνη η δυσφορία επί τη αιχμαλωσία, αφού βλέπομεν την Βρισηίδα αγαπώσαν τον Αχιλλέα, καίτοι ούτος εφόνευσε τον πατέρα και τους αδελφούς αυτής, ενώ ουδέν τοιούτο φαίνεται πράξας ο Αγαμέμνων. Εκ πάντων τούτων άγεταί τις να πιστεύση ότι, αν δύσκολον ήτο να ζητήση ο Χρύσης παρά των Αχαιών άκουσαν την θυγατέρα, έτι δυσκολώτερον φαίνεται ότι επεθύμει τω όντι την οίκαδε επιστροφήν η Χρυσηίς, η ουδένα έχουσα προς τούτο εν τω ποιήματι αναφερόμενον λόγον. Πάντη λοιπόν ανεπίδεκτος λύσεως ήθελεν είνε η απορία, αν δεν επετρέπετο ημίν να υποθέσωμεν, ότι, ως πλείστοι άλλοι ποιηταί, ούτω και ο Όμηρος πολλά μεν εξηγεί ο ίδιος τω αναγνώστη, περί πολλών όμως άλλων σιωπά αφίνων εις αυτόν την λύσιν του ποιητικού γρίφου. Η λύσις αύτη συνίσταται ενταύθα εις την εξεύρεσιν των λόγων, οίτινες ηδύναντο να πείσωσι φρόνιμον και προνοητικήν γυναίκα, οία παρίσταται ημίν η Χρυσηίς, να προτιμήση ταπεινόν και άδοξον βίον της λαμπράς θέσεως, ην παρείχον αυτή η εύνοια του πρώτου μεταξύ των Αχαιών. Πάντα τα ενόντα έχοντες υπ' όψιν κλίνομεν να πιστεύσωμεν, ότι ουχί την θέσιν αυτής ευρίσκουσα δυσάρεστον και αλλαγήν επιθυμούσα παρεκίνησε τον πατέρα αυτής να την λυτρώση η Χρυσηίς, αλλά πολύ μάλλον φοβουμένη μη ταχέως, ήτοι μετά την άλωσιν της Τροίας, η θέσις αύτη μεταβληθή. Κατ' αρχάς μεν ηρέσκετο, ως φαίνεται, μένουσα παρά τω Αγαμέμνονι, δι' ους ανωτέρω εξεθέσαμεν λόγους, ευχαριστούσα τους θεούς ότι έπεσεν εις χείρας βασιλέως και ουχί αδοξοτέρου τινός δεσπότου, ώστε ουδόλως εφρόντιζε περί λύτρων εγγιζούσης όμως της καταστροφής του ηρωικού δράματος, εφοβείτο πιθανώς την εις Άργος επιστροφήν, πληροφορηθείσα οποίος της ήτο ο οίκος του Αγαμέμνονος και πόση η ωμότης και το θράσος της Κλυταιμνήστρας. Ότε λοιπόν εφαίνετο πλησιάζων ο πόλεμος εις το τέρμα και λόγος εγίνετο ότι επ' ολίγον μόνον χρόνον ηδύναντο οι πολιορκούμενοι ν' αντιστώσιν εις τας εφόδους των Αχαιών, δεν έκρινε φρόνιμον να περιμείνη την άλωσιν του Ιλίου, καλώς γνωρίζουσα ότι την μεν επιούσαν της νίκης καθίστανται υπερφίαλοι και άκαμπτοι οι νικηταί, ενώ την προτεραίαν κρισίμου μάχης εισίν ως επί το πολύ δεισιδαίμονες και προθυμότεροι εις το να εξευμενίσωσι διά πάσης θυσίας τον Θεόν. Ταύτα αναλογιζομένη παρεκίνησε κατά την τελευταίαν ώραν τον πατέρα να ζητήση εν ονόματι του Απόλλωνος την απόδοσιν αυτής παρά των Αχαιών. Προς ενίσχυσιν τούτων πρέπει να προσθέσωμεν, ότι ουδόλως κατά πάσαν πιθανότητα ηγνόει η Χρυσηίς ότι εγυναικοκρατούντο οι Ατρείδαι, αι δε σύζυγοι αυτών εμεγαλοφρόνουν ου μόνον διά το κάλλος, αλλά και την καταγωγήν καθότι οι μεν άνδρες ήσαν απλοί Πελοπίδαι και επήλυδες εις Ελλάδα, αύται δε Αχαιίδες, θυγατέρες του Τυνδάρεω και της Λήδας, αδελφαί των τέκνων του Διός Κάστορος και Πολυδεύκους και θείαι του αρίστου των Ελλήνων Μελεάγρου. Και ταύτα αν ηγνόει η Χρυσηίς, αδύνατον ήτο να μη γνωρίζη τουλάχιστον οποίον ήτο το φρόνημα της Ελένης και κατά πόσον υπερείχεν αύτη του Μενελάου, ον περιεφρόνησε προς ικανοποίησιν ερωτικής φαντασιοπληξίας και μετ' αυτού τον Αγαμέμνονα και πάντας της Ελλάδος τους βασιλείς, τους αθρόους εν τούτοις χάριν αυτής μεταβάντας εις την Ασίαν. Ο δε Μενέλαος ου μόνον προ της ύβρεως εθεράπευεν ως ανωτέραν αυτού την Ελένην, αλλά και ανακτήσας αυτήν έπειτα αιχμάλωτον και πάλιν εγυναικοκρατείτο. Τοιαύτην ούσαν ήκουε και την Κλυταιμνήστραν, και έτρεμεν αναλογιζομένη την εκδίκησιν αυτής η θυγάτηρ του Χρύσου. Ο δε φόβος ούτος ήτο κατά τοσούτον μάλλον εύλογος, καθ' όσον ο Αγαμέμνων, είτε επαιρόμενος διά την αρχήν είτε εξ απερισκεψίας, ητίμασε δημοσία την Κλυταιμνήστραν, κηρύξας ότι προτιμά αυτής και κατ' ουδέν της συζύγου του κατωτέραν θεωρεί δορυάλωτον δούλην. Οι τοιούτοι απρεπείς λόγοι ήσαν ικανοί να εμπνεύσωσιν ου μόνον δικαιότατον φόβον εκδικήσεως της ζηλοτύπου βασιλίσσης, αλλά και ικανήν ανησυχίαν περί της μελλούσης διαγωγής αυτού του Αγαμέμνονος· πώς δηλ. ήθελε μεταχειρισθή, αν έπαυεν ο έρως, απλήν δούλην, ο ούτως ασεβώς εξυβρίσας των τέκνων του την μητέρα; Μόναι αι ανόητοι χαίρουσι βλέπουσαι τους εραστάς ατιμάζοντας χάριν αυτών της καρδίας των τους προκατόχους, ενώ αι έχουσαι νουν τρέμουσιν αναλογιζόμενοι, ότι ενδέχεται κακείναι χάριν άλλης γυναικός ν' ατιμασθώσι μετ' ολίγον. Αλλά και δι' αυτήν την Χρυσηίδα υβριστικός ήτο ο τρόπος του Αγαμέμνονος, όστις εν τη ακμή ευρισκόμενος του έρωτος, δεν εφείσθη χάριν αυτής του γέροντος ιερέως, αλλ' απεδίωξε βαναύσως της ερωμένης τον πατέρα, ουδόλως παραμυθήσας ή καθησυχάσας αυτόν περί της τύχης της θυγατρός, αλλ' επειπών τους και διά ταύτην υβριστικούς τούτους λόγους:
την δ’ εγώ ου λύσω· πριν μην και γήρας έπεισιν ημετέρω ενί οίκω εν Αργεί, τηλόθι πάτρης, ιστόν εποιχομένην και εμόν λέχος αντιόωσαν.
Πώς άρα ήθελε μεταχειρισθή αυτήν γηράσασαν ο εν τη ακμή του κάλλους της και του πάθους του ούτω περί αυτής ομιλών; Ταύτα έχοντες υπ' όψιν, δυνάμεθα να εννοήσωμεν την επιθυμίαν της Χρυσηίδος όπως αποφύγη την επιφυλαττομένην αυτή τύχην. Πόσον δε δίκαιον είχε τοιαύτα προβλέπουσα, απέδειξαν μετ' ολίγον τα εις την Κασσάνδραν και αυτόν τον Αγαμέμνονα εν Άργει συμβάντα. Αξία δε τω όντι θαυμασμού είνε η φρόνησις νεαράς γυναικός, μη θαμβουμένης εκ της λάμψεως ούτε της βασιλείας, ούτε της δόξης, ούτε του κάλλους, ουδέ των άλλων προτερημάτων του εραστού και της θέσεως, ην ούτος παρείχεν αυτή, αλλά προϊδούσης και αποφυγούσης τα μετέπειτα, ως ήρμοζεν εις θυγατέρα ιερέως του Απόλλωνος υπό την σκιάν του βωμού ανατραφείσαν. Αληθές είνε ότι ο Όμηρος δεν παριστά την Χρυσηίδα χαίρουσαν, ότι απεδόθη εις τον πατέρα, ως παρέστησε την Βρισηίδα λυπουμένην και τούτο όμως σωφρονούσα έπραττεν, όπως μη παροξύνη τον Αγαμέμνονα εις παράπονα και φιλονεικίαν, καθότι πασίγνωστον είνε πόσον δυσαρεστότερος είνε εις του ανδρός τον εγωισμόν ο χωρισμός από ερωμένης, ήτις φαίνεται υποτασσομένη εις τούτο μετ' ελαφράς καρδίας. Και τοι όμως ουδέν λέγων ο ποιητής περί της τοιαύτης προθυμίας της Χρυσηίδος, υποδηλοί όμως τούτο διά του στίχου:
ο δ’ εδέξατο χαίρων παίδα φίλην,
καθότι δεν ήθελε χαίρει ο πατήρ αν έβλεπεν αυτήν λυπουμένην, ουδ' ήθελε την ονομάση φ ί λ η ν, αν άκουσα επέστρεφε παρ' αυτώ. Εις τα μαρτύρια ταύτα της φρονήσεως της Χρυσηίδος μία μόνη ίσως ένστασις δύναται ν' αντιταχθή, ότι πάντα τα ανωτέρω εσκέφθη αυτός ο Χρύσης, η δε θυγάτηρ του ουδέν άλλο έπραξεν ή να πεισθή τοις λόγοις και να υπακούση εις την πρόσκλησιν του πατρός. Και τούτο όμως αν υποθέσωμεν, έτι μείζονος θαυμασμού απομένει νέα κόρη πειστικώτερα ευρίσκουσα τα επιχειρήματα γέροντος και αφανούς πατρός από του οποίου έζη από δεκαετίας κεχωρισμένη, ή εραστού κεκτημένου οία ο Αγαμέμνων προσόντα, τα ικανά όντα να θαμβώσωσι τους οφθαλμούς και να φράξωσιν εις τας συμβουλάς της φρονήσεως πάσης άλλης κόρης τα ώτα. Και της τοιαύτης όμως μοναδικής παρά νεάνιδι φρονήσεως θαυμαστοτέρα φαίνεται ημίν η τέχνη του Ομήρου, όστις, ουδαμού του έπους αυτού ούτε έργου τινός ούτε απλού λόγου μνημονεύσας της Χρυσηίδος, κατώρθωσεν εν τούτοις να καταστήση ούτως εύκολον διά μικράς σκέψεως την πλήρη ανάπλασιν της ηθικής αυτής εικόνος.
Μη θέλοντες ν' αποκαλύψωμεν τίνι τρόπω έπεσεν εις χείρας ημών το ημερολόγιον, εξ ου αποσπώμεν τας κατωτέρω σημειώσεις, παρακαλούμεν τον αναγνώστην να υποθέση ότι έπεσεν εις την θάλασσαν, κατεπόθη υπό ιχθύος του Μαΐου, εφιλοξενήθη εν αυτώ επί τριήμερον ως Εβραίος προφήτης και ανευρέθη εκεί υπό της εκπληρούσης παρ' ημίν καθήκοντα αρχιτρικλίνου.
Το ούτως ή άλλως εις την κατοχήν ημών βιβλιάριον είνε δεδεμένον εν μαύρω δέρματι της Ρωσίας, έχει κομψόν μονόγραμμα εν τω μέσω γωνίας αργυράς και σελίδας τριάκοντα τέσσαρας. Εκ τούτων εν πρώτοις μανθάνομεν ότι η γράψασα τας σελίδας ταύτας διά κυανής μελάνης, ή μάλλον διά κυανού δηλητηρίου, δεσποινίς Αργυρώ Πολυχρύσου, μετηνέχθη πέρυσι το φθινόπωρον υπό της μητρός της εκ Φωκαϊκής τινος αποικίας εις την ημετέραν πρωτεύουσαν μετά δραχμών νέων τεσσαράκοντα μυριάδων μετρητών και ισαρίθμων ελπιζομένων, προς άγραν ή μάλλον προς αγοράν συζύγου, και απήλθε το επόμενον έαρ αποκομίζουσα ανέπαφον το ποσόν τούτο, άθικτον την καρδίαν της, περί δε των υποβληθέντων εις την έγκρισιν αυτής μνηστήρων τας κατωτέρω πιστώς αντιγραφομένας εκ του ημερολογίου της σημειώσεις:
«&Δεκεμβρίου 16, 1877&. Απόψε εν τη εσπερίδι της κυρίας Ρ… τέσσαρες μοι επαρουσιάσθησαν υποψήφιοι, διάφοροι κατά το επάγγελμα, την ηλικίαν, την τρίχα και το ανάστημα. Οι κατά πάντα όμως ταύτα διαφέροντες ούτοι κύριοι ωμοίαζον κατά τούτο, ότι η μετά την παρουσίασιν υπόκλισις προ εμού και των τεσσάρων μοι υπενθύμισε την εν τω Μ ω υ σ ή του Ροσίνη προσκύνησιν υπό των Ιουδαίων του χρυσού Μόσχου. Εις ταύτα πρέπει να προσθέσω ότι αι μητέρες, αδελφαί, ή θείοι και άλλοι συγγενείς των κυρίων τούτων μ' εδεξιώθησαν διά μειδιάματος, ομοιάζοντος γονυκλισίαν ενώπιον σάκου ταλλήρων. Εις έκαστον των προσκυνητών έδωκα ανά ένα αντίχορον, κατά την διάρκειαν του οποίου δεν έπαυσαν καίοντες προ εμού θυμίαμα τρίτης ποιότητος, ου αι αναθυμιάσεις ολίγον έλειψε να μοι προξενήσωσι λιποθυμίαν. Εις τον τελευταίον χορευτήν μου, κρίναντα εύλογον να ομιλήση έτι σαφέστερον περί του διακαούς πόθου του περί αποκαταστάσεως, καίτοι ανήκει εις την διπλωματίαν, έδωκα την κατωτέρω συμβουλήν : «Κύριε, η γλώσσα εδόθη υπό του Θεού εις τον άνθρωπον ουχί όπως εκφράζη, αλλ' όπως κρύπτη τους λογισμούς του»· ενώ δε έλεγον ταύτα, διελογιζόμην ότι του κυρίου τούτου η γλώσσα ωμοίαζε χείρα απλουμένην προς αίτησιν βαλλαντίου».
«&Δεκεμβρίου 17&. Εγερθείσα σήμερον την πρωίαν εύρον επί της τραπέζης της αιθούσης ημών ογκώδη ανθοδέσμην, πιθάριον ελαιών της Κορώνης, καπνιστά οψάρια του Μεσολογγίου και δέσμην εντύπων φυλλαδίων. Ταύτα ήσαν τα συνήθη μετά την προσκύνησιν αναθήματα εις τον χρυσούν Μόσχον, δι' ων οι χορευταί έκρινον εύλογον να μοι γνωστοποιήσωσιν ότι κέκτηνται ο μεν κηπάριον παρά τον Ιλισσόν, ο δε ελαιώνα εν Πελοποννήσω, ο τρίτος εξάδελφον βουλευτήν, και ο άλλος φιλολογικήν δόξαν. Οι ιχθύες του Μεσολογγίου μ' εφάνησαν αξιόλογοι εις το πρόγευμα, καίτοι η όσφρησίς μου ανεύρε παρ' αυτοίς ιδιάζουσάν τινα οσμήν, ως ει είχον καπνισθή και ούτοι διά θυμιάματος. Η μάλλον όμως χρήσιμος προσφορά ήτο αναντιρρήτως η φιλολογική, συνισταμένη εκ μιας τραγωδίας, ένδεκα επικηδείων λόγων, λογοδοσίας του συλλόγου Β ύ ρ ω ν ο ς, δύο ομιλιών εν αυτώ περί Αθανασίας και ετέρας περί της καλλιεργείας των μεταξοσκωλήκων. Πάσχουσα προ ετών εκ νευρικής αϋπνίας, καθ' ης απέτυχαν ο Τρουσσώ, οι θρίδακες, ο Πρετεντέρης και η μορφίνη, αντέταξα εις αυτήν μετά πλήρους επιτυχίας τα άπαντα του λογίου μνηστήρος μου. Ως αντίδωρον των ανθέων, των ελαιών, των ιχθύων και της τραγωδίας παρεκάλεσα τον πατέρα μου να στείλη εις έκαστον τον δωρητών ανά μίαν δεκάδα εντόκων γραμματίων του λαχείου του Αμβούργου, άτινα εγένοντο μετ' ευγνωμοσύνης δεκτά».
«&Δεκεμβρίου 25&. Σήμερον διά της κλειδαρότρυπας παρέστην εις όντως διασκεδαστικήν σκηνήν, την παρέλασιν των πληρεξουσίων αντιπροσώπων της τετράδος των μνηστήρων ελθόντων κατά διαδοχήν να ζητήσωσι την χείρα και την προίκα μου. Δύο εκ τούτων, φθάσαντες ενώ ο πατήρ μου απησχολείτο υπό του πρώτου, ηναγκάσθησαν να περιμείνωσιν αντικρυζόμενοι εν τω προθαλάμω. Αν τα βλέμματά των είχον οδόντας, νομίζω ότι ούτε κόκκαλον εξ αυτών δεν ήθελεν απομείνη. Η κατά παραγγελίαν μου απάντησις του πατρός μου εις την τετραπλήν ταυτόσημον διακοίνωσιν υπήρξεν εν &όχι& περιτετυλιγμένον ως καταπότιον αλόης εις ζαχαροκονίαν ευγενών φράσεων ουχ ήττον όμως η εκ της αρνήσεως πικρία φαίνεται υπάρξασα μεγάλη, μεταβαλούσα εν ακαρεί την περί εμού γνώμην των κυρίων τούτων. Η αλώπηξ του μύθου ηρκέσθη να ονομάση όμφακας τας σταφυλάς, τας οποίας δεν ηδύνατο να φθάση· οι αξιότιμοι όμως ούτοι απόγονοι του Περικλέους έθεσαν την επιούσαν εις κυκλοφορίαν, έκαστος ανά μίαν, τας εξής τεσσάρας περί εμού διαδόσεις: α’) ότι μ' έχει βαπτισμένην ο προ τριάκοντα πέντε ήδη ετών αποθανών παπά Κριατζούλας· β') ότι υπό τον στηθόδεμόν μου δεν υπάρχει τίποτε· γ') ότι κατέθεσα εις το εκθετοτροφείον παιδίον μου, έργον του λιμενάρχου Μασσαλίας· δ) ότι οι οδόντες μου είνε έργον του Εvans. Αν δεν εσικχαινόμην τα ακάθαρτα πράγματα, ήθελον εμπήξη αυτούς κατά την πρώτην συνάντησιν εις τας σάρκας του συκοφάντου».
«&Δεκεμβρίου 31&. Ως δώρον της πρώτης του έτους μοι προσέφερεν ο πατήρ μου ίππον, ον μετέβημεν ομού να εκλέξωμεν εις του Παλτόρη. Επιστρέψαντες εις την οικίαν, εύρομεν εκεί άλλην πάλιν προξενήτριαν, μεσολαβούσαν υπέρ ετέρου μνηστήρος. Μετ' απορίας μου παρετήρησα ότι η καλή γυνή, επαινούσα τον υποψήφιόν της, μετεχειρίζετο τας αυτάς ακριβώς φράσεις, τας οποίας και ο Παλτόρης εκθειάζων τας αρετάς του &καρά& του. Ως ο ίππος, ούτω και ο γαμβρός ήτο νέος, υγιής, εύρωστος, ήμερος και ζωηρός. Αυθημερόν το εσπέρας μοι επαρουσιάσθη εν φιλική οικία ο κάτοχος των ανωτέρω προσόντων. Οι απονεμηθέντες αυτώ υπό της μεσίτιδος έπαινοι δεν ήσαν κατ' ουδένα τρόπον υπερβολικοί. Είχε τράχηλον ηράκλειον, στήθος ευρύ, χαίτην στιλπνήν, κνήμην στρογγύλην, βλέμμα ακτινοβόλον, παρειάν στάζουσαν αίμα και φωνήν ομοιάζουσαν χρεμετισμόν· εφαίνετο δε και ικανώς ήμερος, ώστε αν δεν εφοβούμην παρεξήγησιν, ήθελον θωπεύση αυτόν επί του ώμου. Τοιούτος ων, μ' εφάνη ότι ήθελεν είνε λαμπρόν απόκτημα διά το ιπποφορβείον του αδελφού μου. Αφού όμως ωμίλησα επί τέταρτον της ώρας μετά του κυρίου τούτου, επείσθην ότι, αν εχρησιμοποιείτο προς τούτο, υπήρχε κίνδυνος μη γεννηθώσιν ημίονοι εκ των φοράδων».
«&Ιανουαρίου 14&. Αι διασπαρείσαι υπό των αποτυχόντων υποψηφίων φήμαι, ότι είμαι τριακονταέτις, ότι έχω τέκνον εν τω εκθετοτροφείω, το δε στήθος και οι οδόντες μου δεν μοι ανήκουσιν ειμή μόνον δικαιώματι αγοράς, εύρον, φαίνεται, τους παρέχοντας εις αυτάς πίστιν. Χθες τουλάχιστον έξυπνός τις τμηματάρχης ενόμισε καλόν να μοι εκθέση επί ολόκληρον ώραν την ζωηράν αυτού κλίσιν προς το φθινοπωρινόν γυναικείον κάλλος και την διακρίνουσαν τας ιδανικάς παρθένους του μεσαιώνος ατροφίαν του στήθους, πλην δε τούτου την απεριόριστον αυτού επιείκειαν διά τα προδίδοντα ευαίσθητον καρδίαν νεανικά ολισθήματα. Εκ τούτων επείσθην ότι οι θέλοντες πράγματι να μοι αφαιρέσωσι την υπόληψιν των Αθηναίων δεν πρέπει να κατηγορώσι τους οδόντας ή την διαγωγήν μου, αλλά την εμπορικήν θέσιν του πατρός μου».
«&Ιανουαρίου 15&. Το μόνον πράγμα, όπερ δεν κατώρθωσαν ακόμη να χαλάσωσιν οι πολιτικοί της Ελλάδος, είνε αι ωραίαι χειμεριναί ημέραι. Σήμερον το πρωί μετέβην μετά της μητρός μου εις Πειραιά διά του σιδηροδρόμου. Η αμαξοστοιχία ήτο σχεδόν κενή, εν δε τη ημετέρα αμάξη δεν υπήρχε κανείς. Αλλ' εν τούτοις, καίτοι τοιαύτη υπήρχεν ευρυχωρία, ευθύς άμα ανέβημεν, η άμαξα ημών επληρώθη εν ακαρεί εκ προσδραμόντων πανταχόθεν προικοδιωκτών. Πάντες ούτοι προσήλουν επί του υποκειμένου μου βλέμμα ούτως ατενές και πειναλέον, ώστε τότε κατά πρώτον ενόησα τι εννοεί ο Παναγιώτης Σούτσος διά του ρήματος &οφθαλμοτρώγω&. Δύο των κυρίων τούτων έκριναν καλόν να περιποιηθώσι την μητέρα μου, προσποιηθείσαν ότι κοιμάται, ενώ άλλος τις επεχείρησε ν' αποταθή προς την σκύλαν μου Πίσσαν, ήτις όμως έδειξεν αυτώ τους οδόντας ως ειδοποίησιν ότι δεν ομιλεί εις τους μη επισήμως εις αυτήν παρουσιασθέντας. Η τοιαύτη οφθαλμοφαγία εξηκολούθησε καθ' όλην την διάρκειαν του δρόμου μετά τοσαύτης επιμονής, ώστε άμα απέβημεν, έτρεξα μετ' ανησυχίας να ζυγισθώ εις την πλάστιγγα του σταθμού και ευρέθην ελλιπής κατά εκατόν πεντήκοντα δράμια. Το απ' Αθηνών εις Πειραιά ταξείδιον είνε ευτυχώς μόνον δωδεκάλεπτον, ειδεμή, θα ήμην ολόκληρος οφθαλμοφαγωμένη».
Αναβάλλοντες εις επόμενον τεύχος την δημοσίευσιν των επιλοίπων δεκαοκτώ σελίδων του ημερολογίου της δεσποινίδος Πολυχρύσου, συγχαιρόμεθα μεν την καλήν κόρην ότι διέφυγε τας εις την καρδίαν και την προίκα της στηθείσας αυτή παγίδας, αλλ' έτι μάλλον συγχαίρομεν διά την αναχώρησιν αυτής τους Αθηναίους, διότι, αν ολίγον έτι καιρόν διέμενεν ενταύθα, πριν ή φθάσωσι να φάγωσιν αυτήν διά των οφθαλμών, ήθελον αφεύκτως γλωσσοφαγωθή υπ' εκείνης.
Πώς συμβαίνει, αφού ασπρίσωμεν να ενθυμώμεθα, ως να ήσαν χθεσινά, πράγματα τα οποία πριν αλλάξωμεν τους γαλαθηνούς, κατά το επίθετον του κ. Κόντου, οδόντας μας, πολύ δε ολιγώτερον να ενθυμώμεθα όσα ηκολούθησαν αφού απεκτήσαμεν φρονιμίτας, τούτο είνε ψυχολογικόν φαινόμενον, περί του οποίου έγραψαν οι σοφοί τόσα πολλά, ώστε επόμενον είνε να μένη ακόμη σκοτεινόν. Δεν έχω σκοπόν να επιχειρήσω την λύσιν του, αλλά μόνον να είπω ότι δεν ημπορώ μεν να ορίσω ακριβώς την χρονολογίαν των όσα έχω να διηγηθώ, αλλ' αφού τα ενθυμούμαι καλά πρέπει κατ' ανάγκην να είνε παλαιά.
Προ αμνημονεύτων λοιπόν χρόνων, πριν αξιωθώ να γνωρίσω τον προκείμενον πίθηκον προσωπικώς, ηυτύχησα να τον ίδω εις καλλιτεχνικήν τινα έκθεσιν του Λιβόρνου ζωγραφιστόν. Η εικών ήτο αριστουργηματική και έφερε την υπογραφήν του εξόχου ζωγράφου Ίζολα, ο οποίος δεν εσυνήθιζε να ζωγραφίζη παρά μόνον θεούς, ήρωας, αγγέλους και παναγίας. Πώς λοιπόν εκαταδέχθη καταβαίνων από τον Όλυμπον και τον Χριστιανικόν Παράδεισον να εικονίση πίθηκον; Η λύσις της απορίας είνε ότι ο πίθηκος δεν ήτο φανταστικόν ζώον, αλλ' ακριβές αντίγραφον αληθινού τετραπόδου ανήκοντος εις αυθέντην μυριόπλουτον, τον τραπεζίτην και αρχαιολόγον Δημήτριον Κούστε, δαπανήσαντα τέσσαρας χιλιάδας τάλληρα διά να ζωγραφηθή ο πίθηκος υπό του πρώτου της Ιταλίας ζωγράφου, απαραλλάκτως καθώς και όταν έπαθεν ο ρηθείς πίθηκος κρυολόγημα, εκάλεσε τον πρώτον της Ιταλίας ιατρόν Μπουφαλίνην διά να ποτίση την μαϊμού του χαμόμηλα, θηριακήν και θερμόν οίνον. Πλην της αγάπης προς τον πίθηκον ενυπήρχε πιθανώς εις τούτον και τις κλίσις, ουχί ακριβώς προς επίδειξιν αλλά προς απόδειξιν ότι ηδύνατο διά των εκατομμυρίων του να καταβιβάση μέχρι του πιθήκου του τας κορυφάς της τέχνης και της επιστήμης.
Ο πίθηκος εκείνος του είδους Chimpagi ήτο μεσαίου μεγέθους και ωμοίαζεν εν συνόλω όλους τους πιθήκους. Φαίνεται εν τούτοις ότι η όψις του είχε τι το αριστοκρατικόν, αφού εκ των θαυμαστών της εικόνος άλλος ισχυρίζετο ότι ωμοίαζε του Πρίγμαν Γίτζολη, άλλος προς την κόμησσαν Βαλστόκραν, και τρίτος προς την έξοχον ποιήτριαν κόμησσαν Βαρθολόμην· κατά μεν τους αντιπολιτευομένους ήτο η εικών του ασχημοτάτου πρωθυπουργού, κατά δε τους κυβερνητικούς του δημαγωγού Ματζούσα.
Ενώ έκαστος επειράτο να πιθηκοποιήση όσους δεν ηγάπα, αντήχησεν αίφνης πλησίον του ομίλου φωνή βαθυφώνου, τόσον όμως βαθεία, ώστε εφαίνετο εκπορευομένη εκ των εγκάτων της γης.
— Ο πίθηκος αυτός, κύριοι, έλεγεν η φωνή η ανήκουσα εις αυτόν τον τραπεζίτην και κτήτορα του ζώου Κούστε, δεν ομοιάζει με κανένα παρά μόνον με τον εαυτόν του. Αν τον ευρίσκετε αυτόν ανάξιον να ζωγραφίζεται από τον Ίζολαν και να ιατρεύεται από τον Μπουφαλίνην, σας προσκαλώ να έλθετε το εσπέρας εις την οικίαν μου να τον ίδετε και ελπίζω ν' αλλάξετε γνώμην. Τον λέγουν Θωμάν και είνε σήμερον η εορτή του. Θα αδειάσωμεν μερικάς φιάλας σαμπάνιαν εις την υγείαν του.
Πλην της κενώσεως φιαλών καμπανίτου εις την εορτήν του πιθήκου η αιφνιδία αύτη πρόσκλησις ουδέν είχε το αλλόκοτον ή το παράτυπον. Το Λιβόρνον είνε ή τουλάχιστον ήτο μικρός τόπος και όλοι εγνωρίζοντο ως καλόγηροι του αυτού μοναστηρίου.
Περιττόν νομίζω να περιγράψω την μεγαλοπρέπειαν του Κουστείου μεγάρου· το κυριώτατον αυτού κόσμημα ήσαν καλλοναί ελληνορωμαϊκών αρχαιοτήτων του Ακράγαντος και των Συρακουσών, και ιδίως το νομισματικόν μουσείον. Η διπλή αύτη ιδιότης τραπεζίτου και αρχαιολόγου δεν θέλει φανή, ως πιστεύω, ασυμβίβαστος εις τους αναγνώστας ημών, αφού έχομεν και εν Αθήναις αξιόλογον τοιούτον· επόμενον άλλως είνε οι αγαπώντες, τα νομίσματα ν' αγαπώσιν εκτός των νέων και τα αρχαία.
Πλην όμως αρχαιολογικού ήτο εις το μέγαρον εκείνο και ζωολογικόν μουσείον, ή μάλλον αληθής κιβωτός του Νώε, διότι τα ζώα ήσαν ζωντανά. Είχεν εικοσιεπτά σκύλους παντός είδους και μεγέθους, από του ποιμενικού μολοσσού των Απεννίνων μέχρι του κυναρίου της Μάλτας και της αυλής του βασιλέως της Αγγλίας Καρόλου, και γάτας αναριθμήτους, της Αγκύρας, της Τάρμας, τριχρόους της Ισπανίας και χρυσότριχας της Περσίας. Ο Κούστε δύναται να θεωρηθή Ιωάννης ο πρόδρομος της σήμερον ακμαζούσης γατοφιλίας. Αλλά το προ πάντων αξιοθαύμαστον ήτο η εντός παραρτήματος του υαλοφράκτου θερμοκηπίου μοναδική συλλογή παντοίων υπερποντίων πτηνών από δύο μεγαλοπρεπών στρουθοκαμήλων μέχρι των θαμβούντων την όρασιν μικροσκοπικών κολυβρίων, τα οποία ηδύνατό τις να παρομοιάση προς πετώντας σμαράγδους και σαπφείρους.
Όλον το πτερωτόν, το πτιλωτόν και τριχωτόν τούτο γένος ετρέφετο και υπηρετείτο δαπάνη ιδιαιτέρου προϋπολογισμού, ανερχομένου εις ικανάς χιλιάδας λιρών, τον οποίον παρουσίαζε κατά μήνα ιδιαίτερος υπάλληλος, φέρων τον τίτλον Επιμελητού των ζώων, εις την αυτού εξοχότητα τον βαρώνον Κούστε.
Πίθηκον όμως είχε μόνον ένα, τον Θωμάν, όστις ουδέν είχε κοινόν προς τα του ζώου, αλλά συνεκατοίκει, συνέτρωγε και συνδιεσκέδαζε μετά του κυρίου του, το δε περιεργότερον είνε ότι και συνειργάζετο μετ' αυτού εκτελών καθήκοντα βιβλιοθηκάριου, ως θα ίδωμεν κατωτέρω. Εις την Ιταλίαν απενέμετο ενίοτε η θέσις του βιβλιοθηκαρίου εις οικιακούς υπηρέτας, μόνον όμως των ιδιωτικών βιβλιοθηκών, ενώ διά τας δημοσίας εθεωρείτο το αξίωμα ως μάλλον αρμόζον εις τους λογίους. Ενδέχεται να μετέβαλε κ' εκεί τα πράγματα ο θρίαμβος των κοινοβουλευτικών εθίμων. Όταν το εσπέρας μετέβημεν εις το Κούστειον μέγαρον, έσπευσε πλην του οικοδεσπότου να δεξιωθεί ημάς και ο πίθηκος Θωμάς τείνων κατά μίμησιν του κυρίου του εις έκαστον ημών την χείρα. Διά το επίσημον της ημέρας είχεν ενδυθή την στολήν του αξιώματός του, φράκον από κυανούν βελούδον, ερυθρόν βρακίον και λαιμοδέτην εκ τριχάπτου και καμέλιαν εις την κομβιοδόχην. Ο Θωμάς ωμοίαζε πολύ με την εικόνα του και ήτο όσον εύμορφος δύναται να είνε πίθηκος. Αν δεν εφοβούμην να μη θεωρηθώ αντιφάσκων θα έλεγα ότι ήτο εύμορφος ασχημομούρης.
Και τοιαύτα μεν ήσαν τα εξωτερικά, το δε ηθικά και πνευματικά προσόντα του Θωμά ήσαν πολύ ανώτερα τούτων.
Αφού μας διηγήθη ο αυθέντης του πώς έτυχε να τον εύρη χειμερινήν τινα νύκτα εις τον δρόμον άστεγον και πειναλέον, απετάθη έπειτα προς αυτόν: Θωμά, είπε, διηγήσου εις τους κυρίους τις ήτο ο πρώτος σου αυθέντης και διατί σ' έρριψεν εις τον δρόμον.
Ο πίθηκος έφερε σκαμνίον αντικρύ του τοίχου, εκάθισεν επ' αυτού επί των οπισθίων του, ήρχισε να περιστρέφη το βλέμμα επί των προσκεκλημένων, ως να ήθελε να τους επιθεωρήση όλους, και επί τέλους προσήλωσεν αυτό επί τινα, την ωραιοτέραν της ομηγύρεως κυρίαν αφού την εκύτταξεν επί τινας στιγμάς, έλαβε την άκραν της ουράς του μεταξύ των δακτύλων και ήρχισε να περιφέρη αυτήν επάνω εις τον τοίχον και επί τινα ώραν εξηκολούθησε να κυττάζη εναλλάξ το πρότυπόν του και να μεταχειρίζηται ως χρωστήρα την ουράν του.
— Ως βλέπετε, κύριοι, είπεν ο βαρώνος, ο πρώτος του Θωμά αυθέντης ήτο ζωγράφος. Και εκέρδιζε πολλά; ηρώτησε τον πίθηκον.
Ο ερωτώμενος εβύθισε την χείρα εις την τσέπην του βρακίου του, την οποίαν εξήγαγε και ανέτρεψε διά να δείξη ότι δεν περιείχεν απολύτως τίποτε· εκτύπησεν έπειτα δις και τρις την κοιλίαν του διά ν' αποδείξη ότι ήτο όσον και η τσέπη του κενή και ήρχισε να υποκρίνεται την πείναν διά παντομίμας ικανής να εκπλήξη και τον δόκτωρα Ταννέρ τον νηστευτήν. Μετά ταύτα έτρεξε προς το εντός της αιθούσης κρεμάμενον κορδόνιον του κωδωνίσκου και ήρχισε να σύρη αυτό κατά διαστήματα και βιαίως.
— Θέλει να μας ειπή, ηρμήνευσεν ο κύριός του, ότι ο πρώην αυθέντης του εδέχετο πολλάς επισκέψεις.
Ο πίθηκος τότε ήρχισε να παρωδή τας κινήσεις δανειστού ζητούντος χρήματα παρά μη έχοντος και οργιζομένου ότι δεν τον πληρώνουν. Μετ' ολίγον εξήλθε της αιθούσης και αμέσως επέστρεψε φέρων επί των παρδαλών ενδυμάτων του μαύρον επανωφόριον, ομματοϋάλια εις τους οφθαλμούς του και επί της κεφαλής του πίλον τρικαντώ. Η φυσιογνωμία και η συμπεριφορά του είχε μεταβληθή επί το σοβαρώτερον και αξιοπρεπέστερον. Εκράτει εις την αριστεράν φύλλον χάρτου και εσάλευε την ουράν του ως γραφίδα. Εν τοιαύτη περιβολή περιήλθε την αίθουσαν σταματών προ εκάστου των επίπλων, των ανακλίντρων, ερμαρίων, καθρεπτών, λαμπτήρων και των άλλων, τα εξήταζε δε από όλα τα μέρη ως θέλων να εκτιμήση την αγοραίαν τιμήν των, την οποίαν έσπευδεν έπειτα ωσεί να σημειώση επί του χάρτου. Η μίμησις δικαστικού κλητήρος ενεργούντος απογραφήν και κατάσχεσιν ήτο τελεία και κωμικώς σοβαρά, ώστε πάντες, μη εξαιρουμένου και του παρισταμένου προέδρου των Εφετών, εξεκαρδίζοντο διά την εκφραστικωτέραν και της του περιωνύμου μίμου Σκέτζη παντομίμαν του πιθήκου.
— Πιστεύω, κύριοι, είπεν ο βαρώνος, ότι είνε περιττόν να σας ερμηνεύσω όσα σας εξέθεσεν ο πίθηκός μου, πώς δηλαδή κατεσχέθησαν και επωλήθησαν τα σκεύη του ζωγράφου και ευρέθη ούτω εις τον δρόμον ο πίθηκος μου άστεγος και πειναλέος.
Η εσπερίς ετελείωσε δι' αφθόνου καταλύσεως όχι μόνον βανανών και ανανάδων, αλλά και κεραστών, των οποίων η παράθεσις κατά την εορτήν του Αγίου Θωμά ηδύνατο να θεωρηθή ως το άκρον άωτον πολυτελείας και ηγεμονικότητος καισαρικής. Αλλά προ πάντων απαράμιλλοι ήσαν του γυναικαρέσκου πιθήκου αι φιλοφρονήσεις προς τας κυρίας, η καθαριότης και η χάρις με την οποίαν εξεφλούδιζε και επρόσφερεν εις αυτάς τας βανάνας ή εκρέμα εις τα αυτιά των δίδυμα κεράσια αντί ενωτίων ή τας επροκάλει να βρέξωσι τα ρόδινα χείλη των εις το νέκταρ τον Βεζουβίου, το οποίον επωνομάσθη δάκρυ του Χριστού διά την ηδύτητα της γεύσεως και του αρώματος. Πολλαί δε εκενώθησαν και φιάλαι μαλβασίας και καμπανίτου εις υγείαν του Θωμά, όστις ηυχαρίστει υποκλινόμενος και αντέπινε σουμάδαν, την οποίαν είχε την αδυναμίαν να προτιμά παντός άλλου ποτού.
Κατά την ώραν της αναχωρήσεως επρόπεμψε μέχρι της κλίμακος πάντας τους τιμήσαντας την εορτήν, σφίξας την χείρα των κυρίων ως άγγλος ευπατρίδης και ασπασθείς την των δεσποινών ως γάλλος ιππότης. Ουδέ παρέλειψε το τελευταίον τούτο δυσάρεστον καθήκον, διά τον λόγον ότι ο βαρώνος Κούστε διεκρίνετο ως δεινότατος της Τοσκανίας εραστής, εκτιμητής όχι μόνον μαρμάρων και νομισμάτων, αλλά και της ζώσης γυναικείας καλλονής. Όπως ο Πυθαγόρας, ο Θαλής, δεν ενθυμούμαι, είχεν επιγράψη επί της εισόδου της σχολής αυτού: «Ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω», ούτω και ο βαρώνος απέκλειε της αιθούσης του πάσαν ασχημομούραν, έστω και αν ήτο απόγονος των Μεδίκων.
Και τοιαύται μεν ήσαν του Θωμά αι διασκεδάσεις, η δε εργασία του ήτο, ως ήδη είπομεν, η ακριβής εκτέλεσις των καθηκόντων του βιβλιοφύλακος. Οσάκις ο βαρώνος εκλείετο εις το σπουδαστήριόν του διά να εργασθή, ο Θωμάς εγκαθιδρύετο επί των γιγαντιαίων τόμων της αρχαιολογίας του Βισκόντι και δεν επέτρεπε την είσοδον παρά εις μόνους τους συναδέλφους του κυρίου του εν αρχαιολογία. Οσάκις ήκουε κρουόμενον τον κώδωνα της αυλείου θύρας, έτρεχεν εις το παράθυρον να ιδή τις ήλθε, και έπειτα επανερχόμενος, τόσον πιστώς απεμιμείτο του επισκέπτου την στάσιν και τας κινήσεις, ώστε ο κύριος αυτού, μαντεύων ασφαλώς τις είνε ο επισκέπτης, ηδύνατο εγκαίρως να είπη εις τον θαλαμηπόλον του να τον εισάξη ή να τον αποκλείση. Τα ερμάρια των βιβλίων έφθαναν μέχρι της οροφής, αλλ' ο Θωμάς σπουδάσας πιθανώς πατά την παιδικήν του ηλικίαν την αναρρηχητικήν τέχνην εις τους εκατονταπήχεις κορμούς των φοινίκων, των αρτοκάρπων και των κοκκοδένδρων των παρθένων δασών της πατρίδος του, ουδεμίαν ησθάνετο δυσκολίαν ν' αναρριχηθή μέχρι της κορυφής της βιβλιοθήκης, να λάβη το ζητούμενον βιβλίον και να το προσφέρη εις τον μελετώντα, αφού προηγουμένως εφύσα επ' αυτού και το ετίνασσε προς απόσεισιν του κονιορτού. Εν αρχή έπρεπεν ο αυθέντης να του δεικνύη διά της άκρας καλαμίου τίνα τόμον θέλει, κατόπιν όμως συνηθίσας ο πίθηκος να συνδυάζη το άκουσμα του δεινός φωνήματος προς τούτον ή εκείνον, τον μεγάλον ή τον μικρόν, τον δεμένον ή τον άδετον, τον υψηλά ή χαμηλά, τον πράσινον ή τον κόκκινον τόμον, ουδέποτε εκόμιζεν άλλο σύγγραμμα εκτός του ζητηθέντος ή ετοποθέτει αυτό εις άλλην πλην της οικείας θέσιν μετά την χρήσιν.(6) Πράγματι η ταχύτης της προσαγωγής του βιβλίου και η απόσεισις του κονιορτού και του θορύβου πατημάτων είνε τα πρώτα και απαραίτητα προς μελέτην εφόδια, προκαλώ δε τον Έφορον της Λαυρεωτικής να μου επιδείξη ένα μόνον βιβλιοφύλακα δυνάμενον να συγκριθή με τον ιδικόν μου.
Εξ όλων όμως των υπηρεσιών, τας οποίας απέδωκεν εις το αυθέντην του ο Θωμάς, η μεγίστη βεβαίως είνε ότι του έσωσε την ζωήν. Ο βαρώνος, καίτοι από πολλού δεν ήτο νέος, εξηκολούθει ν' αγαπά τας ευθύμους αγρυπνίας, το δάκρυ του Χριστού, τους ανανάδες, τους φασιανούς και τας καραβίδας. Εκ τούτων συνέβη να εξυπνήση την επιούσαν καλού δείπνου ανίκανος να τα χωνεύση, η δε ανικανότης του ανθίστατο από τριών ήδη ημερών εις όλα τα ιατρικά. Ο τελευταίος προσκληθείς Ασκληπιάδης ενεφανίσθη κρατών εις τας χείρας του φιάλην του πασιγνώστου δραστικού, το οποίον μόνον ηδύνατο να σώση, διά βιαίου κλονισμού, τον πάσχοντα από αφεύκτου επικειμένου θανάτου, η συνείδησίς του όμως του επέβαλλε να δηλώση ότι υπήρχε τις μικρός κίνδυνος μη δεν δυνηθή ν' ανθέξη ο ασθενής εις του κλονισμού τούτου τας συνεπείας.
Ο βαρώνος εδίσταζε ν' αναρρίψη τον κύβον και ο ιατρός παρέτασσε επιχειρήματα ότι προτιμοτέρα βεβαίου θανάτου ήτο η μεγίστη πιθανότης να σωθή, όταν ο πίθηκος ήρπαοεν από της τραπέζης το ιατρικόν, ανέβη επί ερμαρίου και ήρχισε να παρατηρή αυτό μετά προσοχής, να το οσφραίνεται και έπειτα ν' αποστρέφη το πρόσωπον μετ' αηδίας, να κυττάζη τον ασθενή και να σείη την κεφαλήν ως συμβουλεύων αυτόν να μη λάβη το δύσοσμον ιατρικόν. Επί τέλους, ήρχισε να κινή την φιάλην άνω και κάτω, ως αν είχεν αναγνώση επί της επιγραφής αυτής το στερεότυπον : «Ανακίνησον πριν ή λάβης».
Η παντομίμα ήτο εις τοιούτον βαθμόν εκφραστική και υπερφυώς κωμική, ώστε δύο εκ των παρισταμένων φίλων του ασθενούς κατελήφθησαν υπό γέλωτος ακρατήτου και σπασμωδικού. Ο γέλως ούτος εξερράγη ως βόμβα, μετεδόθη ως πυρκαϊά, κατέλαβε τους προσελθόντας υπηρέτας και επί τέλους και αυτόν τον επιθανάτιον βαρώνον, τόσον ακράτητος και σφοδρός, ώστε ήρκεσε να προκαλέση τον επιδιωκόμενοι διά του δραστικού κλονισμόν και να σώση τον ασθενή.
Ο βαρώνος έζησεν ακόμη χάρις εις τον Θωμάν πέντε έτη και επόμενον ήτο να μη τον λησμονήση εις την διαθήκην του. Εκληροδότησεν αυτόν εις τον φίλον του Καρπέτην διευθυντήν του Ζωολογικού κήπου μετά τρισχιλίων φράγκων εισοδήματος προς συντήρησιν αυτού, εφ' όσον έζη, και περιπλέον διακοσίας χιλιάδας προς πλουτισμόν του κήπου. Η προς τον Θωμάν στοργή και μητρική πρόνοια του μακαρίτου ήτο τοιαύτη, ώστε δεν εξέχασε να σημειώση εις την διαθήκην του και μέχρι τίνος βαθμού πρέπει να θερμαίνεται την νύκτα το κατάλυμά του, και τίνα να παρατίθενται εις αυτόν φαγητά, μη λησμονήσας ουδέ την σουμάδαν.
Αξιότιμε κ. Συντάκτα,
Το όνομά μου είνε Anna Merrilies· έχω πατρίδα την Σκωτίαν, δίπλωμα διδακτορίσσης και κύριον επάγγελμα την διάδοσιν των ιδεών του Μάλθου περί πληθυσμού. Αναγνώσασα τον Πίνδαρον και αγαπώσα την Αρχαίαν Ελλάδα, ήλθον να παρευρεθώ εις την ανάστασιν των Ολυμπίων. Περί τούτων δεν λέγω τίποτε, μη αγαπώσα να προσβάλλω τους δυστυχούντας, οσάκις μάλιστα αναγνωρίζουσιν, ως υμείς εν τω «Ασμοδαίω», τας ελλείψεις των.
Είδον εν τη εκθέσει τα γλυπτικά έργα των κ. κ. Βιτσάρη και Βρούτου και τας κρίσεις υμών περί τούτων. Εξ αβρότητος προς τους κοπιάσαντας τεχνίτας, δεν θέλω να εξετάσω αν έχετε δίκαιον ή όχι. Άλλως τε ημείς οι Άγγλοι, ουδέ των γυναικών εξαιρουμένων, είμεθα πρακτικοί άνθρωποι· δεν αγαπώμεν, ως οι αρχαίοι και οι σήμερον Έλληνες, τας θεωρητικάς συζητήσεις, αλλ' εξετάζομεν το πράγμα υπό έποψιν της δυνατής εξ αυτών ωφελείας. Σοφός τις πρόγονος υμών έγραψε πραγματείαν «Περί του πώς αν τις απ’ εχθρών ωφελοίτο». Ούτω και εγώ, άμα είδον τα παιδία του κ. Βιτσάρη, την Αφροδίτην και τον Πάριν του κ. Βρούτου, αντί να βυθισθώ εις το πέλαγος της αισθητικής, ευθύς εσυλλογίσθην ότι ηδυνάμην να χρησιμοποιήσω τα προϊόντα ταύτα της νεοελληνικής τέχνης υπέρ ταχυτέρας διαδόσεως του σωτηρίου συστήματος του Μάλθου· και ιδού πώς.
Καίτοι Έλλην και εφημεριδογράφος, και έχων ως εκ τούτου το δικαίωμα πολλά πράγματα ν' αγνοήτε, ίσως όμως ηκούσατε, κύριε συντάκτα, ότι ο σοφός Μάλθος υπελόγισεν ότι οι μεν κάτοικοι της γης αυξάνονται και πληθύνονται, ο δε πλανήτης ημών ούτε ν' αυξήση δύναται ούτε να πολλαπλασιασθή, ώστε μετά ωρισμένον, και ουχί μακρόν αριθμόν Ολυμπιάδων, οι επ' αυτού οικούντες, μη ευρίσκοντες ούτε τόπον ούτε τροφήν, θέλουσι καταντήση να τρώγωσιν αλλήλους ως αράχναι κεκλεισμένοι εντός φιάλης.
Το συμπέρασμα είνε φοβερόν, αλλά και αναμφισβήτητον, ως βασιζόμενον επί μαθηματικού υπολογισμού. Ήδη δε εν Αγγλία τα φρικώδη αποτελέσματα του γραφικού ρητού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» ήρχισαν να είνε επαισθητά. Εν Λονδίνω πλήθος ανθρώπων αποθνήσκουσι κατ' έτος εξ ελλείψεως τροφής ή αέρος.. Αν δε δεν είχον την Αυστραλίαν και την Ινδικήν, οι συμπατριώται μου ήθελον είνε προ πολλού ανθρωποφάγοι.
Προς σωτηρίαν από της μάστιγος ταύτης ο τε διδάσκαλός μου και οι οπαδοί αυτού προέτειναν πολλά φάρμακα· ήτοι να εμποδίζεται ο γάμος μεταξύ απόρων, ουδείς να δύναται να νυμφευθή πριν συμπληρώση το τριακοστόν έτος, ιατρικάς συνταγάς προς ατεκνίαν και άλλα πολλά. Αλλ' εκ τούτων τα μεν αντιβαίνουσιν εις τας συνταγματικάς ελευθερίας, τα δε εις την ηθικήν, ώστε το πρόβλημα μένει άλυτον και ο κίνδυνος της ανθρωποφαγίας εκκρεμής.
Γνωρίζουσα πόσον ανεξάλειπτοι είνε αι εντυπώσεις της νεαράς ηλικίας, εσκέφθην ότι πολύ συντελεστικώτερον προς διάδοσιν του συστήματος του διδασκάλου μου, συγχρόνως δε και συνταγματικώτερον ήθελον είναι, αν ενεπνέετο εις τους παίδας, έστω και δι' απάτης τινός, ανυπέρβλητός τις προς τον έρωτα και τον γάμον αποστροφή. Προς τούτο εσκέφθην να χρησιμοποιήσω τα προϊόντα της νεοελληνικής τέχνης. Άμα επιστρέψω οίκαδε, θέλω προκαλέση εν τω συλλόγω των Μαλθιστών έρανον προς αγοράν πεντακοσίων τουλάχιστον αντιτύπων της Αφροδίτης του κ. Βρούτου. Τα αγάλματα ταύτα θέλουσι τοποθετηθή εις τα εστιατόρια και τους κοιτώνας των εκπαιδευτηρίων και ορφανοτροφείων της Αγγλίας· οι δε νέοι, νομίζοντες ότι τοιαύτα άσχημα πράγματα κρύπτουσιν αι γυναίκες υπό τας μεταξίνους αυτών εσθήτας, θέλουσι καταφύγη αθρόοι υπό τας σημαίας του Μάλθου.
Αληθές είνε ότι εις πολλούς τούτων δεν θέλουσι λείψη ευκαιρίαι να εννοήσωσι κατόπιν την απάτην. Σημειώσατε όμως, κύριε συντάκτα, ότι διά της γλυφίδος του κ. Βρούτου δεν προτίθεμαι να εξαλείψω, αλλ' απλώς ν' αραιώσω το ανθρώπινον γένος επί του προσώπου της γης και προ πάντων της Αγγλίας.
Ευτυχείς και αξιομακάριστοι είσθε υμείς οι νεώτεροι Έλληνες, οι μη έχοντες επί πολλούς ακόμη αιώνας να μεριμνήσετε περί των θεωριών του Μάλθου, οι παραπονούμενοι ότι η χώρα υμών είνε μικρά και αφίνοντες χέρσα τα τρία τέταρτα αυτής, άτινα δεκάκις τόσους Έλληνας δύνανται και σήμερον, ως το πάλαι, να διαθρέψωσιν, εκτός αν υποθέσωμεν ότι, απολέσαντες την προγονικήν μεγαλοφυΐαν, ελάβετε αντ' αυτής ως αντάλλαγμα όρεξιν δεκαπλασίαν.
Οπωσδήποτε, αν και δεν έχετέ τι να φοβηθήτε εκ περισσείας πληθυσμού, πάλιν όμως νομίζω ότι δύνασθε και υμείς να χρησιμοποιήσετε προς άλλον σκοπόν τα έργα του Φειδίου και Πολυκλείτου. Εις τας εφημερίδας και τα περιοδικά υμών βλέπω καθημερινά παράπονα ότι επλεόνασε παρ' υμίν πάσα της Δύσεως η διαφθορά και η κοινωνική κακοήθεια, ότι άνηβοι μαθηταί αναγινώσκουσι μυθιστορήματα και δεκαετείς κορασίδες εργολαβούσιν. Όπως οι αρχαίοι Έλληνες παρίστων μεθύσους είλωτας εις τους νέους, ίνα αποστραφώσι την μέθην, ούτω και υμείς, ως αντιφάρμακον της « Dame aux Camelias» και του Φωβλάς, στήσατε &βρουτείους& Αφροδίτας εις το γυμνάσιον και &βιτσαρείους& Άραβας εις τα παρθεναγωγεία προς εκδίωξιν του πειρασμού.
Ταύτα έλεγον προχθές εν τη εκθέσει εις ελλανοδίκην τινά, όστις προ των καλλίστων μαρμάρων της Πάρνηθος και της Πεντέλης εδάκρυεν, αναλογιζόμενος ότι εν τοις κόλποις αυτών εγκυμονούνται τέρατα, οία τα εκτεθέντα.
Ελπίζω ότι η μετ' ολίγον παρά του Μαλθικού συλλόγου δοθησομένη σπουδαία παραγγελία θέλει παρηγορήση τους Έλληνας καλλιτέχνας δι' όσα κατ' αυτών εσωρεύσατε, παραγνωρίζοντες την χρηστότητα της τέχνης των.
Ευπειθής δούλη σας
ANNA MERRILIES
Ταξειδεύων προ δεκαπέντε περίπου ετών εις Γερμανίαν, ηναγκάσθην να σταματήσω ένεκα απροσδοκήτου κωλύματος επί τριήμερον εν Φραγκφούρτη. Αφού περιειργάσθην τα εν τη πόλει αξιοθέατα, εξήλθον το απόγευμα φθινοπωρινής ημέρας εις περίπατον μόνος και ασκόπως φερόμενος όπου οι πόδες μου με ήγον. Βαδίσας ούτως εις απόστασιν από της πόλεως όση η απ' Αθηνών μέχρις Αμπελοκήπων, διέκρινα επί της κορυφής χαμηλού γηλόφου άκομψόν τι και βαρύ οικοδόμημα, φέρον επί του μετώπου λατινιστί τας λέξεις: &Asylum dublae vitae&, ήτοι &Άσυλον της αμφιβόλου ζωής&. Η επιγραφή αύτη εις μεγίστην μ' ενέβαλεν απορίαν, μη δυνάμενον να μαντεύσω τί ποτε ηδύνατο να σημαίνη η αμφίβολος αύτη ζωή. Ουδεμίαν έχων περί του πράγματος ιδέαν και κρίνων εκ της αναλογίας προς την γαλλικήν, οτέ μεν υπέθετον ότι το κτίριον εκείνο ήτο δεσμωτήριον ανθρώπων, ων η ζωή, ήτοι η διαγωγή, ήτο αμφίβολος και επικίνδυνος τη κοινωνία, οτέ δε ότι περιέκλειε γύναια αμφιβόλου σωφροσύνης. Πλησιάσας εν τούτοις εις το αινιγματώδες εκείνο καταγώγιον, είδον την θύραν αυτού ανοικτήν και γέροντα απόμαχον ησύχως καπνίζοντα προ της φλιάς, όστις άμα με είδεν ηγέρθη και χαιρετίσας εν σιωπή παρεμέρισεν ίνα περάσω. Ουδέ λέξιν γνωρίζων της γερμανικής όπως απευθύνω οιανδήποτε ερώτησιν, εισήλθον μη γνωρίζων πού εμβαίνω, τούτο δε μόνον δικαιούμενος να υποθέσω εκ της συμπεριφοράς του θυρωρού, ότι η είσοδος ήτο ελευθέρα εις τον βουλόμενον απληρωτεί· το εσωτερικόν του οικοδομήματος δεν ωμοίαζεν ούτε δεσμωτήριον ούτε κλωβίον γυναικών. Ενώπιόν μου ηνοίγετο μακρός διάδρομος και εκατέρωθεν αυτού δύο θύραι, δι' ων έβλεπον ευρύχωρα δωμάτια έρημα κατοίκων και παντός σκεύους. Εις το πέρας του διαδρόμου εκείνου εξετείνετο έτερος τοιούτος, τέμνων τον πρώτον κατ' ορθήν γωνίαν και φωτιζόμενος δι' υαλοφράκτου θύρας, αγούσης εις κηπάριον ή μάλλον χορτόφυτον αυλήν, περιφρασσομένην υπό τεσσάρων τοίχων. Η θέσις μου, μη γνωρίζοντος πού ευρίσκομαι, ωμοίαζε περιπλανωμένου τινός ήρωος ιπποτικού μυθιστορήματος. Ζωής όμως περί εμέ ούτε έβλεπον ούτε ήκουον το ελάχιστον ίχνος, ούτε αμφιβόλου ούτε βεβαίας. Αφού διέβην την υγράν και ανήλιον εκείνην αυλήν, ευρέθην αντικρύ ετέρας θύρας επί της οποίας ανεγινώσκετο η επιγραφή «Αίθουσα αγρυπνίας». Υπερβάς και ταύτην, εισήλθον εντός απεράντου αιθούσης, ήτις είχεν ως μόνα σκεύη γιγαντιαίον φανάριον, κρεμάμενον από της οροφής διά σιδηράς αλύσεως, και άνθρωπόν τινα ή μάλλον μονόφθαλμον και χωλαίνον ερείπιον ανθρώπου, βραδέως διαβηματίζον από της μιας εις την άλλην άκραν της αιθούσης. Ο θυρωρός είχε τουλάχιστον χαιρετίση, αλλ' ο προ εμού περιπατητικός φιλόσοφος εξηκολούθησε τον δρόμον του, ουδέ καν βλέμματος αξιώσας με. Αλλά τι εσήμαινεν ο ατελεύτητος ούτος περίπατος και επί τίνος πράγματος επηγρύπνει το ανθρωπάριον εκείνο εν αιθούση, όπου δεν υπήρχον ειμή τέσσαρες τοίχοι και επ’ αυτών ουδέ καν καρφίον ίνα κρεμασθή ο φύλαξ, αν τυχόν αηδίαζε την όντως αμφίβολον ζωήν του; Υπό τοιούτων κατεχόμενος αλύτων αποριών, ήρχισα καγώ να διαβηματίζω κατά μήκος της αιθούσης, ότε αίφνης εκατέρωθεν αυτής διέκρινα ανά τέσσαρας θυρίδας υαλοφράκτους, προς τας οποίας έσπευσα εν τάχει, ελπίζων ν' ανακαλύψω τέλος πάντων ακτίνά τινα φωτός. Διά της πρώτης των θυρίδων τούτων διέκρινα είδος τι κελλίου, τριών περίπου μέτρων μήκους και ολιγωτέρου πλάτους, και εν μέσω αυτού μεγάλην εκ σιδήρου τράπεζαν, εφ' ης ανεπαύετο υπό λευκόφαιον κάλυμμα παχύσαρκος τις άνθρωπος, τον οποίον εκ του στριμμένου μύστακος και ουλής τινος επί του μετώπου υπέθεσα αξιωματικόν. Το δε όντως παράδοξον ήτο ότι ο ούτω κατακείμενος είχεν υψωμένον τον βραχίονα και τους πέντε δακτύλους εντός ισαρίθμων χαλκίνων κρίκων, εις ους απέληγε το σχοινίον κώδωνος ανηρτημένου εκ του τοίχου. Το ημίφως προχωρούσης φθινοπωρινής εσπέρας δεν μοι επέτρεπε να διακρίνω ακριβώς τα χαρακτηριστικά του ούτω παραδόξως αναπαυομένου αλλ' η ακινησία και η ωχρότης του παρίστων αυτόν όμοιον μαρμαρίνω αγάλματι. Μεταβάς εις άλλην θυρίδα, το αυτό είδον θέαμα, πλην μόνης της διαφοράς ότι αντί ανδρός ανεπαύετο επί της τραπέζης του κελλίου ξανθή δέσποινα, έχουσα κακείνη ανά χείρας το σχοινίον του κωδωνίου. Διά της τρίτης θυρίδος είδον γέροντα χωρικόν, του οποίου οι μαύροι και χονδροί δάκτυλοι δεν είχον δυνηθή πιθανώς να εισέλθωσιν εις τους κρίκους και ως εκ τούτου το σχοινίον του κώδωνος είχε δεθή περί τον καρπόν της χειρός. Το τέταρτον κελλίον ήτο όλως κενόν, κάτωθεν δε της σιδηράς τραπέζης εφαίνετο λεκάνη πλήρης πηκτού τινος ερυθροπρασίνου ρευστού βδελυρού την θέαν και την οσμήν. Μεταβάς εις την απέναντι πλευράν της αιθούσης, ισαρίθμους έχουσαν θυρίδας, είδον δι' αυτών δύο κυρίους, μίαν κυρίαν και ωσεί οκταετές παιδίον, απαραλλάκτως αναπαυομένους επί σιδηράς τραπέζης και σφίγγοντας ομοίου κώδωνος το σχοινίον. Η αίθουσα εκείνη της αγρυπνίας ωμοίαζε πολύ μάλλον υπνωτηρίω· καθότι πλην του χωλού φύλακος ουδείς άλλος εφαίνετο εκεί αγρυπνών· έργον δε αυτού ήτο πιθανώς να σπεύδη εις την πρόσκλησιν των εν τοις κελλίοις αναπαυομένων, αν τις τούτων έκρουε τον κώδωνα εξυπνήσας. Αλλά και πάλιν τι παθόντες συνήλθον ν' αναπαυθώσιν εκεί, επί σιδηράς μάλιστα στρωμνής, ανθρώπινα όντα ούτω διάφορα την ηλικίαν, το φύλον και την κοινωνικήν θέσιν; Λύσιν του αινίγματος δεν ηδυνάμην να εύρω καμμίαν ως δε ο ηγεμών εκείνος της Αγγλίας προσέφερε το βασίλειόν του δι' ένα ίππον, ούτω καγώ κατ' εκείνην την στιγμήν ήθελον δώση παν ό,τι είχον αντί της γνώσεως ολίγων γερμανικών φράσεων, ίνα απευθύνω ερωτήσεις τινάς εις τον αταράχως εξακολουθούντα τον περίπατον αυτού μηστηριώδη θαλαμηπόλον.
Αλλ’ αίφνης εις την είσοδον της αιθούσης ενεφανίσθη μορφή τις ουδέν έχουσα κοινόν προς τα περικυκλούντα με απαίσια φαντάσματα, αλλά ζωηρά, ευπροσήγορος, φιλομειδής, αγαθωτάτη και ανήκουσα εις τον αξιότιμον κ. Όθωνα Ίνχιον, διδάκτορα της ιατρικής, μέλος διαφόρων ακαδημιών, ιππότην του Αγ. Μιχαήλ, συγγραφέα βιολογικής πραγματείας, διευθυντήν του καταστήματος, εν ω ευρισκόμην, και εις πάντας τους τίτλους τούτους, ους έμαθον εκ του εξωφύλλου διατριβής, ην μοι έπεμψε την επιούσαν, συνενούντα το ανεκτίμητον δι’ εμέ προτέρημα να ομιλή οπωσδήποτε την γαλλικήν. Ουδένα έτυχέ ποτε να γνωρίσω φιλολογώτερον τούτου άνθρωπον, αλλά η πολυλογία αύτη έπιπτεν επί της πυρεσσούσης περιεργίας μου, ως ευεργετική βροχή επί διψώντος λιβαδίου.
Η πρώτη προς αυτόν ερώτησίς μου απετέλει αληθή ερωτήσεων ορμαθόν. «Τι είναι η αίθουσα αύτη; Τι κάμνουσιν οι επί των σιδηρών τούτων πλακών εξηπλωμένοι, ο παχύς ούτος αξιωματικός, η ξανθή δέσποινα, ο χωρικός, η άλλη γυνή και το παιδίον; Διατί κρατούσι σχοινίον κώδωνος ανά χείρας ; Ζώντες είναι ή νεκροί;». Εις μόνην την τελευταίαν ταύτην ερώτησιν απεκρίθη μειδιών ο αγαθός Ίνσχιος. «Δεν ηξεύρω»· η εξήγησις όμως της αγνοίας του διήρκεσε δύο ολοκλήρους ώρας, δαπανηθείσας εις το να μοι αποδείξη επιστημονικώς, ότι προ της παρελεύσεως τεσσάρων τουλάχιτον ημερών, αδύνατον ήτο αυτώ ν’ αποφανθή μετά θετικότητος, αν οι ενώπιον ημών κατακείμενοι ήσαν ζώντες ή νεκροί. Τας εξηγήσεις του ταύτας συνεπλήρωσεν η ανάγνωσις της διατριβής ‘De Necrophania’, και ετέρα μετ΄ αυτού συνδιάλεξις, ότε μετέβην την επιούσαν να τον ευχαριστήσω δια το πολύτιμον δώρον του. Δεκαπέντε έκτοτε παρήλθον έτη και αι πλείσται των προτάσεων του αγαθού διδάκτορος εξηλείφθησαν εκ της μνήμης μου ως και η διατριβή αυτού εχάθη εκ της βιβλιοθήκης μου. Προχείρους όμως έχων επί της τραπέζης τον Ορφιλάν, τον Bichat, τον Bouchardat, τον Δυράνδον και τον Θωμασίνον, θέλω προσπαθήσει να εξηγήσω, διατί εν Φραγκφούρτη, εν Βεϊμάρη και εν πάση σχεδόν τη Γερμανία μεταξύ του βίου και του τάφου ηγέρθησαν σταθμοί καλούμενοι «Άσυλα της αμφιβόλου ζωής».
Αλλά προ πάντων πρέπει να εξετάσωμεν τι είναι ζωή, ουχί η αμφίβολος, αλλ’ η βεβαία. Ορισμούς ταύτης τοσούτους ανέγνων, και ούτω ποικίλους, ώστε αμηχανών να εκλέξω μεταξύ αυτών, προτιμώ να υποβάλω τον εξής εις την εκτίμησιν των κυρίων φυσιολόγων: «Ζωή είναι ανεξήγητός τις επανάστασις της αποτελούσης τα οργανικά όντα ύλης κατά των νόμων της χημείας». Τούτου τεθέντος, θάνατος πρέπει να ονομασθή η καταστολής της επαναστάσεως ταύτης και ο θρίαμβος των νόμων των διεπόντων το οξυγόνον, το υδρογόνον, τον άνθρακα, το θείον, τον φωσφόρον, την τίτατον και τα άλλα πράγματα, ων η ένωσις απαρτίζει άνθρωπον, λάχανον ή κτήνος. Γνωστόν είναι ότι οσάκις τας ουσίας ταύτας δεν συνδέει προς αλλήλας η άλυσις της χημικής έλξεως, αύται τείνουσιν αδιαλείπτως ν’ αποχωρισθώσιν, εις δε τα οργανικά όντα την άλυσιν ταύτην αντικαθιστά έτερός τις σύνδεσμος καλούμενος «ζωή». Αύτη εκδηλούται μεν και διά πλήθους άλλων φαινομένων, ήτοι κινήσεως θερμότητος, αναπνοής, κυκλοφορίας υγρών και των τοιούτων, αλλά πάντα ταύτα δύνανται και να εκλείψωσι και εν τούτοις η ζωή να παραμένη εν ψυχρώ και ακινήτω όγκω ενόσω τα αποτελούντα τον όγκον τούτον στοιχεία στέργουσι να μένωσιν ηνωμένα.
Γνωστοί είναι οι κόκκοι εκείνοι σίτου, οι επί αιώνας τεθαμμένοι υπό τας πυραμίδας της Αιγύπτου, και έπειτα αποδόντες χρυσούς στάχυας, άμα εχορηγήθη αυτοίς φώς και υγρασία, γνωστά δε και τα έντομα εκείνα τα μένοντα ολόκληρα έτη ακίνητα, συνεσταλμένα και ξηρά και έπειτα αναβιούντα. Μετά μείζονος δε θαυμασμού βλέπομεν αναφερόμενα και παραδείγματα τετραπόδων ζώων, άτινα οιονεί απολιθωθέντα υπό του ψύχους, διέμειναν ούτως πολλάς ημέρας εν μέσω των πάγων του βορρά και ανέζησαν έπειτα τυχότα καταλλήλου περιθάλψεως. Αλλ' ουδ' ο άνθρωπος αποτελεί εξαίρεσιν του κανόνος. Ως παρά τω φυτώ, τω εντόμου και τω τετραπόδω, ούτω και παρ' αυτώ, δύναται η ζωή να λανθάνη εν τω σώματι ως εν τάφω, υπ' ουδεμιάς προδιδομένη εξωτερικής εκδηλώσεως. Κατά τον Bichat: Ο άνθρωπος ζη ενίοτε επί πολλάς ημέρας εσωτερικώς, αφού παύση πάσα αυτού σχέσις προς τον έξω κόσμον. Η διακοπή των εξωτερικών φαινομένων της ζωής είνε σχεδόν πάντοτε επισφαλέστατον γνώρισμα της πραγματικότητος του θανάτου, περί ου δεν δύναται τις ν' αποφανθή θετικώς, ειμή μετά την οριστικήν κατάπαυσιν των φαινομένων της εσωτερικής ζωής».
Της οριστικής όμως ταύτης καταπαύσεως της εσωτερικής ζωής σημεία πολλά μεν προετάθησαν κατά καιρούς και προτείνονται καθ' εκάστην υπό των επιστημόνων, αλλ' εξ αυτού του πλήθους των προτεινομένων προκύπτει, ότι ασφαλές και βέβαιον ουδέν μέχρι σήμερον ανευρέθη. Παραλείποντες τα πασίγνωστα παρ' Ιπποκράτει σημεία θανάτου, ων μόνον το σπανίως απαντώμενον ανελλιπές άθροισμα καθιστά αναμφισβήτητον την απόσβεσιν της ζωικής φλογός, πρέπει να παρατηρήσωμεν ότι εκ των μετά ταύτα προταθέντων ουδέν αντέσχεν εις την βάσανον της συζητήσεως και της πείρας· ούτε των μελών η ακαμψία, ήτις εν πολλαίς νευροπαθείαις παρετηρήθη επί ζώντων ούτε της χειρός η προ φλογός λαμπάδος έλλειψις διαφανείας· ούτε η έλλειψις αναπνοής και κυκλοφορίας, αίτινες πολλάκις επανήλθον μετά πολύωρον διακοπήν ούτε η κατάπτωσις και θόλωσις του οφθαλμού, ήτις πολλάκις επερχομένη μετά τας πρώτας ώρας του υποτιθεμένου θανάτου, παρέρχεται έπειτα αφ’ εαυτής, ενώ αφ' ετέρου άλλων όντων νεκρών οι οφθαλμοί παρίστανται εξωγκωμένοι και ζωηρότατοι ένεκα της συμφορήσεως του αίματος εις την κεφαλήν, μετά την διαστολήν του στομάχου υπό των εκ της σήψεως αναπτυσσομένων αερίων (7). Τα ανωτέρω λοιπόν και όσα άλλα προετάθησαν κατά καιρούς σημεία, ενδείξεις μόνον παρέχουσι κατά το μάλλον και ήττον επισφαλείς, απόλυτον δε βεβαιότητα, ότι ανεπιστρεπτί απήλθεν η παρά τους νόμους της χημείας συνέχουσα το άθροισμα στοιχείων, το αποτελούν το οργανικόν ον, επαναστατική δύναμις της ζωής, έν μόνον σύμπτωμα παρέχει, η εκ νέου επικράτησις των χημικών νόμων, ήτοι του σώματος η αποσύνθεσις, η σήψις και η δυσωδία. Κατά τον Θωμασίνον, «η τέχνη του διακρίνειν τον ζώντα από του νεκρού είνε εισέτι πλήρης αβεβαιότητος. Σκληρόν δε είνε το να είπη τις, αλλ' εν τούτοις αληθέστατον, ότι πάσαι αι περί τούτου μελέται των επιστημόνων ουδόλως ασφαλίζουσιν ημάς από του κινδύνου να ταφώμεν ζώντες».
***
Αδύνατον είνε να μη καταληφθή τις υπό φρίκης και ρίγους, αναλογιζόμενος ότι ενδέχεται να διαφυλάττη ακεραίαν πάσαν αυτού την διάνοιαν και την εσωτερικήν ευαισθησίαν· να έχη πλήρη συνείδησιν των διατρεχόντων και εν τούτοις ν' αδυνατή να εκδηλώση δι' οιουδήποτε σημείου ότι ζη ακόμη, ομοιάζων πτώμα ούτω ακριβώς, ώστε ουδ' ο εμπειρότερος ιατρός να διακρίνη το ελάχιστον ίχνος της εν αυτώ παραμενούσης ζωής. Μεταξύ των νεκραναστάντων πολλοί διηγήθησαν ότι ήκουον τα πέριξ αυτών λεγόμενα, τας οιμωγάς των θρηνούντων αυτούς συγγενών και φίλων, τον ήχον των κωδώνων, την ψαλμωδίαν των ιερέων, τον επί του μετώπου αυτών ύστατον ασπασμόν και το χώμα καταπίπτον επί των σανίδων του φερέτρου. Αλλ' εν τούτοις αδύνατον ήτο αυτοίς ν' ανακράξωσι: «Μη με θάπτετε ζώντα!»
Συνήθως παρηγορούμεθα, αναλογιζόμενοι ότι σπάνια και όλως εξαιρετικά είνε τα τοιαύτα παραδείγματα. Από τινων όμως ετών και η σπανιότης αύτη απεδείχθη απλή δημώδης πρόληψις. Αποδείξεις, τούτου ευρίσκει τις ανελίσσων, πλην πολλών άλλων, τα πρακτικά της Γαλλικής Γερουσίας κατά την συνεδρίασιν της 27 Φεβρουαρίου 1866, καταναλωθείσαν ολόκληρον εις την συζήτησιν των προώρων ενταφιασμών και των ληπτέων μέτρων προς αποφυγήν τοιούτων. Εκ των αγορεύσεων τούτων αποσπώμεν τας εξής περικοπάς: Κατά τον Καρδινάλιον Donnet, «τα θύματα του προώρου ενταφιασμού είνε πολύ πλείονα του κοινώς πιστευομένου αριθμού εγώ δε ο ίδιος εν μόνη τη επισκοπή μου παρέστην μάρτυς τεσσάρων τούτων». Αφού δε διηγήθη τούτους, ο ρήτωρ επέθηκε τέλος εις τον λόγον του διά των εξής: «Άλλοτε πάλιν εν έτει 1826 νέος τις ιερεύς έπεσεν αίφνης απόπληκτος, ενώ εκήρυττεν από του άμβωνος. Εξετασθείς υπό των ιατρών, εκηρύχθη νεκρός και ως τοιούτος εσαβανώθη και μετεκομίσθη εις την εκκλησίαν. Εν τούτοις ο εν τω φερέτρω κατακείμενος ήκουε πάντα τα περί αυτόν λεγόμενα, τον θρήνον των κωδώνων και την νεκρώσιμον ακολουθίαν, αδυνατών επί πολλάς ώρας να κινηθή ή ν' αρθρώση την ελαχίστην λέξιν, μέχρι της κρισίμου στιγμής, καθ' ην ηγέρθη εις το χείλος ήδη ευρισκόμενος του τάφου. Ο ούτω εκ νεκρών αναστάς ειμί αυτός εγώ ο Καρδινάλιος Donnet, ο ερχόμενος να ζητήση παρά της Γερουσίας ου μόνον την ακριβή τήρησιν των κειμένων περί ενταφιασμού διατάξεων του νόμου, αλλά και νέας εγγυήσεις κατά τοιούτων απαισίων συμβάντων». Μετά τον καρδινάλιον έλαβε τον λόγον ο Tourangin πολλά τοιαύτα μνημονεύσας σύγχρονα παραδείγματα, ων προσήγαγε τα αποδεικτικά έγγραφα. Τούτον διεδέξατο εις το βήμα ο γερουσιαστής Βαρράλ πολλά κακείνος διηγηθείς παραπλήσια αναντίρρητα γεγονότα, μεταξύ δε των άλλων και τα εξής, ων υπήρξεν αυτόπτης: «Προ τiνων ετών παιδαγωγός υποληφθείσα νεκρά ετάφη μετά την τεταγμένην προθεσμίαν εν τω κοιμητηρίω, συνορεύοντι τη κατοικία του ιερέως. Περί μέσην την νύκτα ο εφημέριος εξυπνεί ακούσας γοεράς κραυγάς εξερχομένας εκ του νεοσκάπτου μνήματος. Πάντες σπεύδουσι να εκθάψωσι την δυστυχή, ήτις όμως απέθανεν ολίγας τινάς στιγμάς αφού εξήχθη εκ του τάφου. Το έτερον παράδειγμα είνε ξυλουργού τινος, όστις ελάκτισε τας σανίδας του φερέτρου, καθ' ην ακριβώς στιγμήν ερρίπτετο το χώμα εις τον λάκκον». Εν δε τη αγορεύσει του Λαγερονιέρου ευρίσκομεν την κατωτέρω όντως φοβεράν περικοπήν: «Κατά τας γινομένας εσχάτως ανασκαφάς καταργηθέντων νεκροταφείων ευρέθησαν εν τοις φερέτροις σκελετοί εις θέσιν προδίδουσαν φρικώδη απελπισίαν. Τα διάστροφα αυτών μέλη εμαρτύρουν τον ύστατον εν τω τάφω αγώνα της ζωής, πάλην κατά του θανάτου όντως φοβεράν, σπαρακτικάς κραυγάς και στεναγμούς μη αντηχήσαντας εις τα ώτα των επί της γης. Τοιαύτα αποκαλύπτουσιν ημίν μυστήρια αι ανασκαφαί». Ότε δε εγένοντο αι εκ του εν Παρισίοις νεκροταφείου, του λεγομένου των Αθώων, μετακομίσεις λειψάνων, ο προϊστάμενος τούτων κοσμήτωρ της ιατρικής σχολής Touret επείσθη εκ της εν τω τάφω θέσεως πλείστων πτωμάτων, ότι ούτοι είχον ενταφιασθή ζώντες, και τοσούτον εκ της ανακαλύψεως εταράχθη, ώστε, προσκαλέσας αυθημερόν συμβολαιογράφον, συνέταξε διαθήκην, περιέχουσαν διατάξεις ασφαλιζούσας αυτόν από παντός τοιούτου κινδύνου.
***
Μεταβαίνοντες από των αγορεύσεων εις την εξέτασιν των προς κύρωσιν αυτών μαρτυριών, ευρίσκομεν εν αυταίς αναντίρρητα γεγονότα ούτω πολυάριθμα, ώστε ηδύναντο εξ αυτών να πληρωθώσιν ολόκληροι τόμοι. Εκ τούτων προκύπτει ότι πολλάκις εν τοις νοσοκομείοις πολλοί δήθεν νεκροί εξέπεμψαν φρικώδεις κραυγάς υπό την μάχαιραν σπουδαστών ανατομίας. Κατ' άλλας πάλιν αποδείξεις, περιβεβλημένας πάσαν αυθεντίαν, πιστοποιείται ότι δήθεν νεκροί ου μόνον μετεκινήθησαν εν τω φερέτρω, αλλά και κατώρθωσαν να σχίσωσι την νεκρικήν σινδόνα. Τινές τούτων ευρέθησαν εις ου μικράν απόστασιν από του φερέτρου, εκπνεύσαντες επί των βαθμίδων του νεκρικού υπογείου. Το πράγμα φαίνεται απίστευτον, αλλ' εν τούτοις και τούτο μαρτυρείται, ότι έγκυοι γυναίκες εγέννησαν εν τω τάφω.
Εν τω πλήθει των τοιούτων φοβερών αφηγήσεων υπάρχουσι πιθανώς καί τινες υπερβολικαί ή μη ακριβείς. Πλείσται όμως τούτων, συνταχθείσαι υπό επιστημόνων, παρέχουσι πάσαν εγγύησιν αξιοπιστίας και εις αυτόν τον σκεπτικώτατον ανακριτήν. Δεν πρέπει δε και να λησμονώμεν ότι αντί ενός ανακαλυπτομένου τοιούτου φρικώδους δράματος, δέκα άλλα τουλάχιστον παρέρχονται απαρατήρητα υπό την πλάκα του τάφου. Ανελίσσοντες το πόνημα του Bruhier περί αβεβαιότητος των συμπτωμάτων του θανάτου, ευρίσκομεν εν αυτώ εκατόν ογδοήκοντα τοιαύτα παραδείγματα εν οις πεντήκοντα ανθρώπων ταφέντων ζώντων, ισαρίθμων περίπου αναβιωσάντων αφού εκλείσθησαν εντός των φερέτρων, εβδομήκοντα πέντε νομισθέντων νεκρών, οίτινες εξύπνησαν είτε ενώ ερράπτοντο εν τω σαβάνω, είτε εν καιρώ επιδημίας ευρισκόμενοι ήδη εν μέσω σωρού πτωμάτων επί της νεκροφόρου αμάξης, και τέσσαρες ενώ ανετέμνοντο εν τω αμφιθεάτρω.
***
Ο Πλίνιος εν τη φυσική αυτού ιστορία αφιερώνει ολόκληρον κεφάλαιον εις τους αναστάντας κατά την τελετήν της κηδείας, διηγούμενος μεταξύ άλλων τίνι τρόπω ο υπατεύσας Ακίλιος Αβίολος ήρξατο κραυγάζων επί της νεκρικής πυράς, ην δεν έφθασαν να σβέσωσιν εγκαίρως οι παρεστώτες, και ούτω εκάη ζων και ολολύζων. Επί της πυράς επίσης εξηγέρθη εκ νεκροφανούς ληθάργου ο πραίτωρ Λούκιος Λαμίας και, μη τυχών εγκαίρου βοηθείας εγένετο κακείνος παρανάλωμα των φλογών. Ευτυχέστερος όμως τούτων υπήρξεν ο Κέλιος Τυβερών, ον οι οικέται ηδυνήθησαν να εξαγάγωσι ζώντα έτι εκ του πυρός. Πασίγνωστά εισι και τα παρά Πλουτάρχω περί του καταπεσόντος από τίνος υψώματος, λιποθυμήσαντος και μετά τριήμερον νεκροφάνειαν ανεγερθέντος εκ νεκρών. Κατά πάντα όμοιον συμβάν διηγείται ο ιατρός Cury περί παιδός ριφθέντος από του παραθύρου διωρόφου οικίας, υποληφθέντος νεκρού μετά τετραήμερον ακινησίαν και έπειτα αναζήσαντος διά του ηλεκτρισμού. Κατά δε τον Durante η τοιαύτη λιποθυμία δύναται και μέχρις οκτώ ημερών να παραταθή. Τοιαύτης οκταημέρου παρατάσεως της νεκροφανείας παράδειγμα μνημονεύεται το εν έτει 1746 της Λαίδης Ρώσσελ, ην κυρυχθείσαν νεκράν υπό των ιατρών, ο παράφορος αγαπών αυτήν σύζυγός της εις ουδένα επέτρεπε να εγγίση, καθήμενος παρά το προσκεφάλαιον του λειψάνου μετά πυροβόλου ανά χείρας. Η ένοπλος αύτη αγρυπνία διήρκεσεν οκτώ όλα ημερονύκτια, μέχρις ου περί τας αρχάς της ενάτης νυκτός η δήθεν μακαρίτις έκρινεν εύλογον να κινηθή και ν' αποτείνη τον λόγον εις τον ακοίμητον αυτής φύλακα. Άξιον μνείας ως αποδεικνύον την αμηχανίαν, εις ην ευρίσκεται πολλάκις ο έχων ν' αποφανθή περί ζωής ή θανάτου, φαίνεται ημίν και το εξής γεγονός, ιστορούμενον υπό του εν Βελγίω ακαδημαϊκού ιατρού Φραγκίσκου: «Εν έτει 1832, ενώ ενέμοντο την πόλιν κακοήθεις πυρετοί, προσεκλήθην παρά τινι κυρία Lemoine, ην εύρον έχουσαν ως ακολούθως. Ο σφυγμός ήτο ανεπαίσθητος, αι κόραι των οφθαλμών έμενον ακίνητοι όταν ανυψούντο τα βλέφαρα και προσεφέρετο φως· τα χείλη και άπασα του σώματος η επιφάνεια πελιδνά· το δέρμα κρύον και ξηρόν αναπνοής ουδ' ίχνος, ούτε επί προσφερομένου εις το στόμα κατόπτρου ούτε διά της δονήσεως του φωτός λαμπάδος, η δε καρδία ήτο κακείνη καθ' ολοκληρίαν σιωπηλή. Μη αρκεσθείς εις ταύτα, έθεσα φιάλην καυστικής αμμωνίας υπό την ρίνα της γυναικός ταύτης, είτα δε κατέφυγον εις δριμυτάτους συναπισμούς αμμωνιώδη εκδόρια και επιθέσεις λειοτριβημένου σκόρδου επί ματαίω. Προς άρσιν και της ελαχίστης αμφιβολίας επυράκτωσα το σιδηρούν πτύον (pêle) της εστίας, και αφού κατέστη ερυθρόν, επέθεσα αυτό εις το έσω των κνημών, χωρίς να παρατηρήσω το ελάχιστον ίχνος ευαισθησίας εις το προ εμού κατακείμενον ψυχρόν και ακίνητον σώμα, το οποίον μετά τας δοκιμάς ταύτας εδικαιούμην να κηρύξω ώριμον προς ταφήν. Αλλ' εν τούτοις η κυρία Λεμουάν ανανήψασα εκ του ληθάργου την επιούσαν, έζησεν ακόμη τριάκοντα έτη».ψ
Ανοίγοντες κατά τύχην τους επί της τραπέζης ημών τόμους, αποσπώμεν μόνον τα παριστώντα τι περίεργον εκ των εν αυτοίς απειραρίθμων παραδειγμάτων προώρου ταφής.
Κατά τον Μαλαλάν, τον Μανασήν, τον Πάγην και τους άλλους χρονογράφους, ο αυτοκράτωρ Ζήνων ο Ίσαυρος αναισθητήσας εκ της μέθης και υποληφθείς νεκρός εκλείσθη εν τω τάφω. Την νύκτα όμως οι φύλακες εταράχθησαν, ακούσαντες γοεράς κραυγάς εξερχομένας εκ του υπογείου· ότε δε ανεώχθη την επιούσαν το μνημείον, ο δυστυχής αυτοκράτωρ ευρέθη αιμοσταγής, κατασπαράξας εν τη απελπισία του τας σάρκας διά των οδόντων.
Ο συγγραφεύς του γνωστού παρ' ημίν μυθιστορήματος Μανών Λεσκώ αββάς Prevost, διερχόμενος εν ώρα θέρους το δάσος Chantilly, έπαθεν εξ αποπληξίας. Ανευρεθείς την επιούσαν ακίνητος και άπνους, εκηρύχθη νεκρός, και μετά την παρέλευσιν της νομίμου προθεσμίας, το σώμα αυτού παρεδόθη εις χειρουργόν τινα, ίνα εξακριβώσει την αίτίαν του θανάτου. Αλλ’ άμα έσχισεν η μάχαιρα την κοιλίαν του αββά και ευθύς ανεπήδησε κρουνός θερμού αίματος, ενώ γοεραί κραυγαί εξήρχοντο του στόματος του ανατεμνομένου. Και ο μεν νεκρός απέθανεν εκ της πληγής, ο δε ιατρός ελιποθύμησεν εκ του φόβου.
Ο καρδινάλιος Σπινόζας, ουχί ο φιλόσοφος, αλλ' ο υπουργός του Φιλίππου Β' της Ισπανίας, υποληφθείς κακείνος ως νεκρός και ανατεμνόμενος, εδάγκασε την χείρα του μαχαιροφόρου ασκληπιάδου.
Ο περιώνυμος Βεζάλε, ιατρός του Καρόλου Κοΐντου, δις έτυχε να επιχείρηση την αυτοψίαν νεκροφανών, οίτινες διεμαρτυρήθησαν εντόνως διά κραυγών. Προς αγνισμόν του εξ απροσεξίας αμαρτήματος κατεδικάσθη ν' αποδήμηση προσκυνητής εις Ιεροσόλυμα.
Ο Φραγκίσκος Κιβίλης, αγράμματος ων, ως οι πλείστοι ευπατρίδαι της αυλής του Καρόλου ΙΒ', μετεχειρίζετο αντί υπογραφής σφραγίδα φέρουσαν την επιγραφήν: «&Τρις αποθανών, τρις ενταφιασθείς και τρις εγερθείς θεία χάριτι εκ νεκρών. Και τω όντι η μήτηρ αυτού έγκυος ούσα απέθανε και ενεταφιάσθη άνευ προηγουμένης καισαρικής εγχειρήσεως προς σωτηρίαν του παιδιού, το οποίον εξήχθη μετά διήμερον εκ των σπλάγχνων της εκταφείσης μητρός. Ο ούτω ιδών το φως Κιβίλης, βαρέως πληγωθείς τριάκοντα μετά ταύτα έτη κατά την πολιορκίαν της Ρουέννης, ετάφη μετά σωρού άλλων νεκρών και διέμεινε πάλιν υπό την γην επί ολόκληρον ημέραν, μέχρις ου ο αναζητών το πτώμα του πιστός υπηρέτης εξέθαψεν αυτόν ζώντα ακόμη και μέλλοντα ν' αποδυθή εις νέους μετ' ολίγον αγώνας. Υποληφθείς και πάλιν ως νεκρός επί του πεδίου της μάχης, εγυμνώθη υπό νυκτοκλεπτών και ετάφη υπό σωρόν αχύρων, όπου διέμεινε τρεις όλας ημέρας, μέχρις ου ανευρέθη έτι ζων υπό των αναζητούντων το σώμα του, ίνα αποδώσωσιν αυτώ τας προσηκούσας επικηδείους τιμάς.
Εκ της απεράντου προ ημών πληθύος έν τελευταίον παραθέτομεν γεγονός, το οποίον έδωκεν εσχάτως αφορμήν εις όντως περίεργον δίκην: «Δύο έμποροι Παρισίων, συνδεόμενοι προς αλλήλους διά στενωτάτης φιλίας, είχον ο μεν υιόν ο δε θυγάτριον, και τα τέκνα των ταύτα εμνήστευσαν προς άλληλα άμα απογαλακτισθέντα. Ο παις και η παιδίσκη νηπιόθεν συναναστρεφόμενοι εν καθημερινή οικειότητι ησθάνθησαν προϊόντων των ετών την φιλίαν αυτών μεταβαλλομένην εις έρωτα διακαή, μέλλοντα μετ' ου πολύ να καθιερωθή διά του γάμου. Τα σχέδια όμως ταύτα ήλθον ν' ανατρέψωσι μετ' ολίγον οικονομικαί δυσχέρειαι, προς αποσόβησιν των οποίων ο πατήρ της νεανίδος ηναγκάσθη να θυσιάση την θυγατέρα, εκδίδων αυτήν άκουσαν εις γάμον πλουσίω τραπεζίτη ερασθέντι αυτής. Η δύστηνος νεάνις, τηκομένη υπό φοβεράς ανίας, κατελήφθη υπό μαρασμού, εξ ου και απέθανε μετά τινας μήνας. Ο δε και μετά τον γάμον διαμείνας πιστός πρώτος μνηστήρ, αφ' ενός μεν θέλων να επανίδη έτι άπαξ την νεκράν φίλην του, αφ' έτερου δε ενθυμούμενος ότι αύτη παιδιόθεν υπέκειτο εις μακράς λιποθυμίας, εδωροδόκησε τον νεκροθάπτην και απεκόμισεν οίκαδε το νύκτωρ εκταφέν σώμα. Αι κατά το φαινόμενον χιμαιρικαί αυτού ελπίδες εστέφθησαν υπό ανελπίστου επιτυχίας. Η νεκρά ανέζησε διά των φροντίδων του και μετά τινας ημέρας το ερωτευμένον ζεύγος μετέβη να κρύψη την ευτυχίαν του εις Αγγλίαν, όπου διέμεινε δέκα ολόκληρα έτη. Το μακρόν τούτο διάστημα χρόνου νομίζοντες ικανόν προς τελείαν λήθην, επανήλθον οι δύο ερασταί μετά την παρέλευσιν αυτού εις Γαλλίαν. Παρά πάσαν όμως προσδοκίαν ο τραπεζίτης ανεγνώρισεν εν περιπάτω την πρώην σύζυγόν του, και, αρνουμένης ταύτης να επανέλθη υπό την συζυγικήν του προστασίαν, απήτησε τούτο δικαστικώς και εκέρδησε την δίκην· ότε όμως έφθασαν οι κλητήρες να εκτελέσωσι την απόφασιν, εύρον κενήν την φωλεάν και πάσαι αι καταβληθείσαι υπό της αστυνομίας προσπάθειαι προς ανεύρεσιν των αποπτάντων πτηνών απέβησαν μέχρι τούδε ανωφελείς».
Μετά την ανάγνωσιν των ανωτέρω, εξ ων, κατά την ομολογίαν πάντων των επιστημόνων, προκύπτει ότι πλην της αρχομένης σήψεως ουδέν άλλο υπάρχει βέβαιον θανάτου σημείον, πας τις απορεί τίνι τρόπω δεν έσπευσαν και τα λοιπά έθνη να μιμηθώσι το παράδειγμα της Γερμανίας ιδρύοντα Άσυλον αμφιβόλου ζωής. Περιοριζόμενοι εις μόνην την Γαλλίαν παρατηρούμεν ότι της αναβολής το αίτιον υπήρξεν αφ' ενός μεν οικονομικόν, πολλών δήμων μη όντων ικανών να επαρκέσωσιν εις την δαπάνην τοιούτων ασύλων, αφ' ετέρου η πολλάκις μεν ψευσθείσα αλλ' επιμένουσα έτι ελπίς ανακαλύψεως βεβαίου τινός του θανάτου σημείου. Ως τοιαύτα προτείνονται σήμερον το &δυναμοσκόπιον& του δόκτορος Collongue, διά του οποίου, επιθετομένου επί του στήθους του νεκροφανούς, διακρίνεται, κατά τας διαβεβαιώσεις του ευρέτου, υπόκωφός τις ζωικός ψιθυρισμός, εφ' όσον ενυπάρχει εν αιτώ ο ελάχιστος λανθανούσης ζωής σπινθήρ· ώστε η έλλειψις παντός τοιούτου ακούσματος πρέπει να θεωρήται ως ασφαλές θανάτου τεκμήριον. Άλλοι πάλιν, εν οις ο Josat, o Nysten, o Marc, θεωρούντες ως δύσχρηστον και επισφαλές το ακουστικών τούτο εργαλείον, προτείνουσιν αντ' αυτού ηλεκτρικήν τινα μηχανήν, ούτω απλοποιηθείσαν, ώστε και εν αυτοίς τοις χωρίοις να δύναται ο ιερεύς ή η τυχούσα νοσοκόμος ν' αποφασίζη, αν επηρεάζωνται υπ' αυτής οι ευρισκόμενοι εν καταστάσει αμφιβόλου ζωής.
Προς αποφυγήν παρανοήσεων πρέπει προ παντός άλλου να ειδοποιήσωμεν τον αναγνώστην ότι, ομιλούντες περί της τιμής των γυναικών, δεν μεταχειριζόμεθα την λέξιν καθ' ην έχει σημασίαν όταν λέγωμεν η τιμή των ζαχάρεων, των σιτηρών ή και των ψήφων εν Ύδρα ή Ερμουπόλει.
Αληθές είνε ότι εις μεγαλουπόλεις τινάς της Ευρώπης και ιδίως εν Βιέννη και Παρισίοις η λέξις είνε εύχρηστος και εν τοιαύτη σημασία, προκειμένου περί της αγοραίας τιμής τάξεως τίνος γυναικών θεωρουμένων ως εμπορευμάτων.
Ενταύθα όμως δεν πρόκειται περί τούτου, αλλά μόνον περί της τιμής εκείνης, ην θεωρείται ότι έχασεν ανεπιστρεπτί πάσα κόρη ή δέσποινα, ήτις παρέχει εις άνδρα άνευ προηγουμένης στεφανηφορίας ή άλλον πλην του συστεφανωθέντος την ηδυτάτην των επί της γης απολαύσεων.
Προς απόδειξιν του ασυμβιβάστου της τοιαύτης παροχής προς την θρησκείαν, την ηθικήν και το συμφέρον της κοινωνίας εγράφησαν παρά σοβαρών ανθρώπων πολλοί και ογκώδεις τόμοι, ουδέποτε όμως έλειψαν και άλλοι εξίσου σπουδαίοι, Πλάτωνες, Φουριέροι, Χρύσιπποι, Σαινσίμωνες και Λυκούργοι, κηρύττοντες πρόληψιν αναξίαν λογικών όντων την απονομήν τοσαύτης σημασίας εις πράγμα μη έχον καθ' εαυτό καμμίαν. Και περί μεν της σημασίας του πράγματος δύναταί τις να έχη οιανδήποτε ορέγεται γνώμην, οι δε μόνοι έχοντες προφανώς άδικον είνε όσοι αποδίδουσιν εις τους άνδρας, ότι εκ ζηλοτυπίας και εγωισμού αφήρεσαν επί ποινή ατιμίας από της γυναικός το δικαίωμα της ελευθέρας διαθέσεως εαυτής. Αλλ' οι τοιαύτα ισχυριζόμενοι φαίνονται τελείως λησμονούντες, ότι του τοιούτου περιορισμού θερμαί υπέρμαχοι απεδείχθησαν απανταχού και πάντοτε αυταί αι γυναίκες διά τον απλούστατον λόγον ότι τους μεν άνδρας ζημιώνει καιρίως, ενώ μεγάλον και ψηλαφητόν είνε το εξ αυτού γυναικείον κέρδος.
Όπως πεισθή τις περί τούτου αρκεί να ενθυμηθή, ότι διά της υπεροχής των βραχιόνων και του εγκεφάλου των κατέκτησαν εν ιδρώτι του προσώπου αυτών και κατέχουσιν οι άνδρες πάντα τα επί της γης αγαθά, αι δε γυναίκες μόνον παρ' αυτών δύνανται να λάβωσιν όσα αδυνατούσιν ως επί το πολύ διά της ιδίας εργασίας να πορισθώσι, τροφήν, στέγην, ένδυμα, υπεράσπισιν κατά πάσης προσβολής, πολυτελή κοσμήματα, κοινωνικήν θέσιν, προίκα και πάντα εν γένει τα αναγκαία ή απλώς αρεστά αυταίς. Αντί τούτων πάντων δεν έχουσι να προσφέρωσιν εις τον άνδρα ειμή έν μόνον πράγμα, στιγμάς τινας ηδονής. Ουδέν άλλο πλην τούτου κατέχουσαι, έπρεπεν εξ άπαντος ν' αγωνισθώσιν όπως η αξία του μοναδικού αυτών ανταλλάγματος εξισωθή προς το άθροισμα όλων ομού των ανδρικών.
Τοιαύτη όμως υπερτίμησις αδύνατον ήτο να κατορθωθή άλλως ή δι' αγράφου μεν, αλλ' απαραβάτου μεταξύ γυναικών συμφωνίας, καθ' ην εις ουδεμίαν αυτών επιτρέπεται η παροχή ηδονής ούτε δωρεάν ούτε εις τιμήν κατωτέραν της ορισθείσης, της ισοβίου δηλ. ενώπιον Ιερέως και συμβολαιογράφου υποχρεώσεως του ανδρός να ικανοποιή πάσας της γυναικός τας ανάγκας και τας ορέξεις. Επειδή δε δύσκολον θα ήτο να καταναγκασθώσιν οι άνδρες εις καταβολήν τοιούτου υπερόγκου τιμήματος, αν παρείχοντο αυτοίς ευκαιρίαι ευωνοτέρας απολαύσεως του ποθουμένου, το κοινόν συμφέρον επέβαλεν επιτακτικώς εις τον γυναικείον σύνδεσμον την αυστηράν επιτήρησιν της διαγωγής εκάστον των μελών αυτού και την άμεσον προς παραδειγματισμόν καταδίκην εις ατιμίαν της παραβάτιδος των συμφωνηθέντων.
Αύτη τω όντι ου μόνον εαυτήν ζημιώνει, αλλά και κοινόν κτήμα υποτιμά. Από του γυναικείου αυτομολεί εις το εχθρικόν στρατόπεδον ενθαρρύνουσα εις αντίστασιν τους άνδρας. Το έγκλημα αυτής είνε εξίσου βαρύ ως του προδότου, του προμηθεύοντος λάθρα τροφάς εις φρουράν, ήτις πρόκειται να εξαναγκασθή διά της πείνης εις συνθηκολογίαν. Διά την ένοχον τοιαύτης επιβουλής ούτε συγγνώμη δύναται να υπάρξη ούτε καν επιτρέπεται οίκτος. Ταύτην δύνανται κατά το παράδειγμα του Ιησού να ελεήσωσι και να εξακολουθώσι συναναστρεφόμενοι οι άνδρες, καθήκον όμως πάσης γυναικός είνε ν' αποστρέφη καθ' οδόν το πρόσωπον όπως μη την χαιρετίση, να εξέρχεται της αιθούσης όπου βλέπει αυτήν εισερχομένην, να εγείρεται της τραπέζης όπου έτυχεν η αμαρτωλή να καθήση, να περισυλλέγη τας πτυχάς της εσθήτος της όπως μη μολυνθή εκ της προσψαύσεως της λέπρας, θέσις της προδότιδος δεν είνε πλέον μεταξύ των τιμίων γυναικών, όσαι εύρον ή ζητούσι σύζυγον, αλλ' εν τη ατίμω αγέλη των εταιρών, ήτοι των φυσικών συμμάχων του ανδρός κατά του γυναικείου προς υπερτίμησιν της ηδονής συνασπισμού. Ο πάντα ταύτα ακριβώς εξετάζων άγεται να πιστεύση ότι το δόγμα της γυναικείας τιμής ενδέχεται μεν να είνε κοινωνικώς χρήσιμον, απόλυτον όμως αξίαν δεν έχει καθ’ εαυτό καμμίαν, ουδ' άλλην τινά βάσιν παρά μόνον το γυναικείον συμφέρον. Αληθές είνε ότι το συμφέρον τούτο παρεπείσθησαν οι άνδρες να υπηρετώσιν επί ζημία του ιδίου και ν' αναλάβωσι μάλιστα καθήκοντα εκτελεστού των αποφάσεων του Γυναικείου Αρείου Πάγου, κόπτοντες την κόμην ή και την κεφαλήν της υπ' αυτού εις ατιμίαν καταδικασθείσης. Αλλ' ουδ' εκ των θυσιών τούτων δύναταί τις άλλο ή λογικώς να συμπεράνη παρά μόνον, ότι επόμενον ήτο να ποτισθή δι’ αίματος και το είδωλον της γυναικείας τιμής, όπως πάσα άλλη ανθρωπίνη πρόληψις και πλάνη.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟΙ από όλους τους λογογράφους μας
ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ εις 120 τόμους δεμένους αξίας ΔΡΑΧΜΩΝ 315 με 10 ΔΡ. κατά μήνα
ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΑΙ Μετάφρ. Πολ. Δημητρακοπούλου……. Δρ. 2
ΟΡΝΙΘΕΣ. Μετάφρ. Πολ. Δημητρακοπούλου …… » 3
ΒΑΤΡΑΧΟΙ. Μετάφρ. Πολ. Δημητρακοπούλου …… » 3
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Μετάφρ. Πολ. Δημητρακοπούλου …… » 2
ΝΕΦΕΛΑΙ Μεταφρ. Πολ. Δημητρακοπούλου …… » 2
ΑΧΑΡΝΗΣ. Μετάφρ. Μ. Αυγέρη …… » 2.50
ΙΠΠΗΣ. Μετάφρ. Μ. Αυγέρη ………..» 2.50
ΣΦΗΚΕΣ. Μετάφρ. Μ. Αυγέρη . . ……… » 2.50
ΕΙΡΗΝΗ. Μετάφρ. Μ. Αυγέρη ……….. » 2.50
ΠΛΟΥΤΟΣ. Μετάφρ. Μ. Αυγέρη ………..» 2.50
ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑ1. Μετάφρ. Μ. Αυγέρη …..» 2.50
Ολόκληρος ο Αριστοφάνης εις 11 τόμ. δεμένους ΔΡ. 32.50
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ. Μετάφρ. Κ. Βάρναλη …..» 2.50
ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ. Μετ. Δ. Αναστασοπούλου Αθηναίου,
τόμ. 2 » 5. —
Και οι 3 τόμοι του Ξενοφώντος δεμένοι » 9. —
ΧΑΡΑΚΤΉΡΕΣ. Μετάφρ. Μαρίνου Σιγούρου …..» 1. —
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. Μετάφρ. Ιω. Ζερβού.
Τεύχος Α'. Βιβλία Α' και Β’. Δρ. 2.50
Τεύχος Β’. » Γ’ και Δ’. » 2.50
Τεύχος Γ'. » Ε' και ΣΤ.’ Δρ. 2.50
Τεύχος Δ’ » Ζ’ και Η’. » 2.50
Ολόκληρος ο Θουκιδίδης εις 4 τόμ. δεμένους ΔΡ.12. —
ΑΠΑΝΤΑ. Μετάφρ. Ιω. Κονδυλάκη, τόμοι 6 ….» 18. —
ΤΟΜΟΣ Α'. Όνειρον ή βίος του Λουκιανού. — Προς εκείνον όστις είπεν: είσαι Προμηθεύς εις τα έργα σου. — Πλοίον ή ευχαί. — Περί πένθους. — Τίμων ή μισάνθρωπος. — Εγκώμιον μυΐας. — Θεών διάλογοι. — Κρίσεις θεών. — Προς Νιγρίνον επιστολή. — Δίκη φωνηέντων, κλπ.
ΤΟΜΟΣ Β'. — Διάλογοι θαλασσίων θεών. — Αλκυών ή περί μεταμορφώσεως. — Προμηθεύς ή Καύκασος. — Νεκρικοί διάλογοι. — Μένιππος ή νεκρομαντεία. — Φιλοψευδής κλπ.
ΤΟΜΟΣ Γ'. Αληθής Ιστορία. — Τυραννοκτόνος. — Αποκηρυττόμενος. —
Φάλαρις λόγος. — Αλέξανδρος ή ψευδόμαντις. — Ο Ηρακλής. — Ο
Διόνυσος. — Ψευδολογιστής — κλπ.
ΤΟΜΟΣ Δ'. Δις κατηγορούμενος ή δικαστήρια. — Περί παρασίτων. —
Ανάχαρσις. — Προς τον απαίδευτον και πολλά βιβλία αγοράζοντα. —
Ικαρομένιππος ή Υπερνέφελος. κλπ.
ΤΟΜΟΣ Ε'. Ιππίας ή περί του λουτρού. — Μακρόβιοι. — Ο θάνατος του
Περεγρίνου. — Οι δραπέται. — Περί του ηλέκτρου ή των κύκνων. —
Περί του οίκου. — Πατρίδος εγκώμιον κλπ.
ΤΟΜΟΣ ΣΤ’. Εικόνες. — Υπέρ των εικόνων. — Εταιρικοί διάλογοι. —
Όνειρος ή αλεκτερυών. — Συμπόσιον ή Λαπίθαι. — Θεών εκκλησία. —
Βίων Πράσις. —Ψευδοσοφιστής, κλπ,
Ολόκληρος ο Λουκιανός εις 6 τόμ. δεμένους ……..» 21. —
ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ. Μετάφρ. Ιω. Ζερβού….. ΔΡ. 3. —
ΗΘΙΚΑ Ν1ΚΟΜΑΧΕΙΑ. Μετάφρασις Κ. Ζάμπα….. » 5. —
ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ. Μετάφρ. Π. Γρατσιάτου ….. » 3. —
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ. Μετάφρ. Π. Γρατσιάτου …… » 3. —
Και οι 4 τόμοι του Αριστοτέλους δεμένοι » 10. —
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΟΛΥΝΘΙΑΚΟΙ. Μετάφρ. Ν. Γκινοπούλου .. ΔΡ. 1. —
Ο ΠΕΡΙ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΛΟΓΟΣ. Μετ. Ν. Γκινοπούλου … » 2. —
ΟΙ ΤΕΣΣΑΡΕΣ ΦΙΛΙΠΠΙΚΟΙ. Μετ. Ν. Γκινοπούλου … » 1.50
Και οι τρεις τόμοι του Δημοσθένους δεμένοι » 6. —
Έκαστος τόμος δεμένος επί πλέον λεπ. 10
ΕΥΘΥΦΡΩΝ ή περί ευσεβείας. Μετάφρ. Αλ. Μωραϊτίδου … » 1.20
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ. Μετάφρ. Αλ. Μωραιτίδου… » 1.50
ΚΡΙΤΩΝ. Μετάφρ. Ν. Γκινοπούλου… » 0.80
ΦΑΙΔΩΝ ή περί ψυχής. Μετάφρ. Αρ. Χαροκόπου… » 2.50
ΚΡΑΤΥΛΟΣ ή περί ορθότητος των ονομασιών. Μετ. Κ. Ζάμπα» 2.50
ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ ή περί επιστήμης. Μετάφρ. Κ. Ζάμπα … » 3.
ΣΟΦΙΣΤΉΣ ή περί του όντος. Μετάφρ. Κ. Ζάμπα … » 2.50
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ή περί βασιλείας. Μετάφρ. Κ. Ζάμπα … » 2.50
ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ή περί ιδεών. Μετάφρ. Σ. Μελά … » 2.
ΦΙΛΗΒΟΣ ή περί ηδονής. Μετάφρ. Κ. Ζάμπα … » 2.50
ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ ή περί έρωτος. Μετάφρ. Ν. Κουντουριώτου… » 2.50
ΦΑΙΔΡΟΣ ή περί καλού. Μετάφρ. Κ. Γούναρη… » 2.
ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Α' και Β' ή περί ανθρώπου φύσεως. Μετ.
Καζαντζάκη » 2.50
ΙΠΠΑΡΧΟΣ — ΑΝΤΕΡΑΣΤΑΙ. Μετάφρ. Ε. Ραΐση… » 0.80
ΧΑΡΜΙΔΗΣ ή περί σωφροσύνης. Μετάφρ. Α. Καμπάνη… » 0.80
ΛΑΧΗΣ ή περί ανδρείας. Μετάφρ. Α. Καμπάνη… » 1.
ΛΥΣΙΣ ή περί φιλίας. Μετάφρ. Α. Καμπάνη…. » 0.80
ΕΥΘΥΔΗΜΟΣ ή εριστικός. Μετάφρ… » 1.50
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ ή σοφισταί. Μετάφρ. Α. Χαροκόπου… » 2.
ΓΟΡΓΙΑΣ ή περί ρητορικής. Μετάφρ. Αλ. Φιλαδελφέως… » 3.
ΜΕΝΩΝ ή περί αρετής. Μετάφρ. Χ. Παπαντωνίου… » 1.50
ΙΠΠΙΑΣ μείζων και ελάσσων. Μετάφρ. Κ. Ζάμπα… » 2.50
ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ ή επιτάφιος. Μετάφρ. Ιω. Ζερβού… » 1.
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ή περί δικαίου. Μετάφρ. Ιω. Γρυπάρη, τόμοι 2.» 6.
ΤΙΜΑΙΟΣ ή περί φύσεως. Μετάφρ. Π. Γρατσιάτου… » 3.
ΚΡΙΤΙΑΣ ή ηθικός. Μετάφρ. Α. Χαροκόπου… » 1.
ΝΟΜΟΙ και ΕΠΙΝΟΜΙΣ. Μετάφρ. Κ. Ζάμπα, τόμοι 2… » 8.
ΑΛΚΥΩΝ — ΕΡΥΞΙΑΣ — ΑΞΙΟΧΟΣ. Μετάφρ. Κ. Μάνεση… » 1.
ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ — ΣΙΣΥΦΟΣ — ΚΛΕΙΤΟΦΩΝ — ΙΩΝ — ΜΙΝΩΣ… » 2.
ΘΕΑΓΗΣ — ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΥ — ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΉΣ. Μετ.
Λιμπεροπούλου… » 0.80
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ και ΟΡΟΙ. Μετάφρ. » 2.
Ολόκληρος ο Πλάτων εις 33 τόμους δεμένους… » 82.20
ΜΟΥΣΑΙ. Μετ. Α. Σκαλίδου, επιθεωρηθείσα υπό Ιωάννου Ζερβού.
Τόμος Α'. Κλειώ — Ευτέρπη Δρ. 3.
» Β'. Θάλεια — Μελπομ. — Τερψ. » 3.
Τόμος Γ’. Ερατώ — Πολυμνία ΔΡ. 3.
» Δ’. Ουρανία Καλλιόπη » 3.
Ολόκληρος ο Ηρόδοτος εις 4 τόμους δεμένους ΔΡ. 14.
ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ. Μετάφρ. Αλ. Ραγκαβή… » 3.0
Τόμ. Α'. Θησεύς — Ρωμύλος — Λυκούργος — Νουμάς… » 3.0
Τόμ. Β’. Σόλων — Ποπλικόλας — Θεμιστοκλής —
Κάμιλλος — Περικλής — Φάβιος Μάξιμος… » 3.0
Τόμ. Γ’. Αλκιβιάδης — Κοριολλανός — Τιμολέων — Αιμίλιος
Παύλος — Πελοπίδας — Μάρκελλος » 3.0
Τόμ. Δ’ Αριστείδης — Μάρκος Κάτων — Φιλοποίμην —
Φλαμινίνος — Πύρρος — Μάριος… » 3.0
Τόμ. Ε'. Λύσανδρος — Σύλλας — Κίμων — Λούκουλλος —
Νικίας — Κράσσος… » 3.0
Τόμ. ΣΤ’. Σερτώριος — Ευμένης — Αγησίλαος —
Πομπήιος … » 3.0
Τόμ. Ζ'. Αλέξανδρος — Ιούλιος Καίσαρ — Φωκίων —
Κάτων… » 3.0
Τόμ. Η'. Άγις — Κλεομένης — Τ. Γράκχος, Γ. Γράκχος,
Δημοσθένης — Κικέρων… » 3.0
Τόμ. Θ'. Αρταξέρξης — Δημήτριος — Αντώνιος… » 3.0
Τόμ. Ι'. Δίων — Βρούτος — Άρατος — Γάλβας — Όθων… » 3.0
Ολόκληρος ο Πλούταρχος εις 10 τόμ. δεμένους ΔΡ. 35. —
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ. Μετάφρ. Α. Καμπάνη. … » 0.80
Έκαστος τόμος δεμένος επί πλέον λεπ. 50
Εκδιδομένη υπό την διεύθυνσιν του Δρος. Ι. ΖΕΡΒΟΥ
Ο μέγιστος των αρχαίων και νεωτέρων τραγικών ποιητών διά την ισχυράν δραματικότητα, το βαθύν και συχνά προφητικόν της σκέψεως, την λυρικήν έξαρσιν και την αρμονίαν της εννοίας και του ήχου. Αι τραγωδίαι του απότολμοι εις σύνθεσιν και πλοκήν ενέχουν συνάμα ισχυράν την αίσθησιν και την ψυχολογίαν του φυσικού, ώστε δυνατός εις αυτάς εγκλείεται ο παλμός της ζωής. Τοιούτος ο Αισχύλος, αποτελεί την τελειοτέραν ποιητικήν εκδήλωοιν του Ελληνικού μεγαλείου.
Αγαμέμνων, το πρώτον δράμα της Τριλογίας «Ορέστεια», αναφερόμενον εις την δολοφονίαν του Αγαμέμνονος υπό της συζύγου του και του εραστού αυτής. Η σκηνή της προφητικής Κασσάνδρας, οδυρομένης, κρίνεται ως μία των τραγικωτέρων του παγκοσμίου θεάτρου… Δρ. 1.50
Χοηφόροι, το δεύτερον δράμα της Ορεστείας περιέχον την κυρίαν πράξιν, την μητροκτονίαν του Ορέστου, επί της οποίας στηρίζεται το ηθικόν πρόβλημα της Τριλογίας. Με την αναγνώρισιν των αδελφών Ηλέκτρας και Ορέστου και μετά θρήνον επί του πατρικού τάφου, θανατώνει τον Αίγισθον και την μητέρα του ο Ορέστης, τότε δε ο νους του σαλεύεται, τα φάσματα των Ερινύων τον καταδιώκουν και φεύγει εξόριστος. Δρ. 1.50
Ευμενίδες. Εκτυλίσσονται εις τους Δελφούς, όπου ο Απόλλων αποκοιμίζων τας Ερινύας φυγαδεύει τον Ορέστην, και κατόπιν εις τας Αθήνας, όπου κατ' απόφασιν της Αθηνάς δικάζεται ο μητροκτόνος υπό του Αρείου Πάγου και απαλλάσσεται της ποινής του φόνου. Δρ. 1.50
Επτά επί Θήβας. Αναφέρεται το δράμα εις την τραγικήν μοίραν των δύο υιών του Οιδίποδος, οι οποίοι, μονομαχούντες διά την βασιλείαν των Θηβών, αλληλοφονεύονται. Ο ύμνος των Ερινυών και ο παθητικώτατος θρήνος της Αντιγόνης και της Ισμήνης είναι εκ των λυρικωτέρων της αρχαίας τραγωδίας. Δρ. 1.50
Ο «Αγαμέμνων», αι «Χοηφόροι», αι «Ευμενίδες» και οι «Επτά επί Θήβας» μετεφράσθησαν εις στίχους αριστοτεχνικούς, με φιλολογικήν ακρίβειαν και με δύναμιν ύφους υπό του Ι. Ν. Γρυπάρη.
Πέρσαι. Αποτελούν ύμνον των ελληνικών νικών κατά του Πέρσου. Η μεγαλοπρεπής αφήγησις της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας κρίνεται ως μοναδικόν υπόδειγμα επικολυρικής περιγραφής, τα δε χορικά θαυμάζονται διά την ηχητικήν προς την έννοιαν εναρμόνισιν. Δρ. 1.50
Προμηθεύς Δεσμώτης, το πλέον μεγαλεπήβολο και υψιπετές έργον του παγκοσμίου θεάτρου, παρουσιάζον τον Προμηθέα προσηλούμενον επί του Καυκάσου κατά διαταγήν του υπερτάτου θεού και προς τιμωρίαν της φιλανθρωπίας του. Το Κράτος του Διός και η Βία προσωποποιούμενα, ο Ήφαιστος, αι Ωκεανίδες Νύμφαι, ο Ερμής, ο Ωκεανός, η Ιώ και ο Προμηθεύς, όλοι δρώντες ανθρωπίνως και παθητικώς, διατηρούσιν εν τούτοις πλήρες το θείον μεγαλείον. Δρ. 1.50
Αι μεταφράσεις των «Περσών» και του «Προμηθέως Δεσμώτου», φιλολογικαί και έμμετροι, απηχούσαι του πρωτοτύπου τον ρυθμόν, υπό του κ. Ι. Ζερβού.
Ικέτιδες. Βασίζονται επί της Ιστορικής παραδόσεως και εξυμνούν την αρετήν και το φιλόξενον των Ελλήνων. Αι Δαναΐδες εξ Αιγύπτου φεύγουσαι τον διά βίας γάμον φιλοξενούνται και προστατεύονται υπό των Αργείων, λυτρούνται δε από τολμηθείσης αρπαγής. Υπέροχος, και παρά τοις αρχαίοις δε θαυμαστός, είνε ο λυρισμός του έργου. Δρ. 1.50
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Από τους τρείς κορυφαίους Έλληνας τραγικούς ο πλέον προσιτός εις την αρχαιότητα και σήμερον είναι ο Ευριπίδης — δραματικός και περιπαθής, φιλόσοφος δε συνάμα και ψυχολόγος των ανθρωπίνων αρετών και ελαττωμάτων.
Ανδρομάχη. εικονίζει θαυμασίως τα αισθήματα ζηλοτυπίας, μίσους και στοργής. Ο Νεοπτόλεμος, χωρισθείς από την Ανδρομάχην, νυμφεύεται την Ερμιόνην, θυγατέρα του Μενελάου, η οποία μετά του πατρός της Μενελάου συνεννοείται να φονεύσουν τον από του πρώτου γάμου υιόν του συζύγου. Ο πάππος του Πηλεύς τον σώζει, αλλ' ο Μενέλαος μ’ επιβουλήν φονεύει τότε τον Νεοπτόλεμον. Δρ. 1.50
Άλκηστις. Κατά του θεού τον όρον ο Άδμητος θα ελάμβανε την αθανασίαν, αν συγγενής του εθυσιάζετο προς τούτο. Οι γονείς αποφεύγουν, αλλ' η σύζυγος Άλκηστις προσφέρεται πρόθυμα να θυσιασθεί, παρέχουσα κορυφαίον παράδειγμα συζυγικής αφοσιώσεως. Δρ. 1.50
Την Ανδρομάχην και την Άλκηστιν εμμέτρως μετέφρασε με κομψότητα και ακρίβειαν ο κ. Γ. Τσοκόπουλος.
Μήδεια. είναι το τραγικώτερον δράμα του Ευριπίδου· το πάθος της ερωτικής εκδικήσεως εις το έπακρον της εκδηλώσεως του. Προδοθείσα από τον Ιάσονα η Μήδεια καταπνίγει την μητρικήν στοργήν και φονεύει τα δύο τέκνα των, διά να τον εκδικηθή. Δρ. 1.50
Ηλέκτρα. Ο Ορέστης και η αδελφή του Ηλέκτρα θανατώνουν τον φονέα του πατρός των Αίγισθον και την μητέρα των Κλυταιμνήστραν, συνεργόν του πατρικού φόνου. Η κάθαρσις διά του από μηχανής θεού εξάγνισιν των μητροκτόνων. Δρ. 1.50
Ιππόλυτος. από τα νεωτεριστικώτερα έργα του Ευριπίδου. Προς τον υιόν του συζύγου της Θησέως, τον Ιππόλυτον, η Φαίδρα αισθάνεται ανόσιον έρωτα, αποκρουσμένη δε αυτοκτονεί, συκοφαντούσα δι' επιστολής τον υιόν προς τον πατέρα. Ο Θησεύς εξορίζων τον Ιππόλυτον, τον καταράται να εξολοθρευθή υπό του Ποσειδώνος. Η κατάρα πραγματοποιείται, αλλ' η συκοφαντία φανερώνεται και ο Ιππόλυτος αποθνήσκει θρηνούμενος και συγχωρών. Δρ. 1.50
Αι μεταφράσεις της Μηδείας, της Ηλέκτρας και του Ιππολύτου φιλολογικοί υπό του κ. Α. Τανάγρα.
Ιφιγένεια η εν Ταύροις. Η Ιφιγένεια, θυσιαζομένη από τον πατέρα της εις την Αυλίδα, σώζεται υπό της θεάς Αρτέμιδος, εις την χώραν των Ταύρων. Εκεί μητροκτόνος την συναντά ο αδελφός Ορέστης ιέρειαν, αποκομίζει δε μαζί της το άγαλμα της Αρτέμιδος εις Αθήνας. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις έμμετρος, με χορικά εις λυρικούς στίχους υπό του κ.
Ν. Κυπαρίσση.
Βάκχαι. είναι από τας αρτιωτέρας και πλέον λυρικάς τραγωδίας του Ευριπίδου. Ο Πενθεύς και η μήτηρ του Αγαύη, απιστούντες προς τα θεία, τιμωρούνται υπό του θεού Διονύσου, διότι δεν ηθέλησαν να δεχθούν την λατρείαν του εις τας Θήβας. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις έμμετρος, αποδίδουσα τον ρυθμόν και το ύφος του πρωτοτύπου υπό του κ Κ. Βάρναλη.
Έκαστος τόμος δεμένος επί πλέον λεπ. 50
Φοίνισσαι. Αναφέρονται εις την τραγικήν παράδοσιν της αδελφοκτονίας Ετεοκλέους και Πολυνείκους. Πλήρες επεισοδίων, ως ο θάνατος των δύο αδελφών, η αποδίωξις του Οιδίποδος, η γενναία της Αντιγόνης απόφασις κ.λ. λογίζεται εκ των ωραιοτέρων έργων του Ευριπίδου. Δρ. 1.50
Ικέτιδες. δράμα πολιτικόν και πατριωτικόν, αναγόμενον εις τον ήρωα Θησέα, ο οποίος θάπτει τους προ των Θηβών πεσόντας Αργείους. Ο χορός αποτελείται εκ των μητέρων και τέκνων των πεσόντων παρά τας Θήβας, τα χορικά δε του έργου είναι εκ των περιπαθεστέρων της αρχαίας τραγωδίας. Δρ. 1.50
Τας «Φοινίσσας» και τας «Ικέτιδας» μετέφρασε φιλολογικώς και εμμέτρως, αποδώσας τον ρυθμόν του πρωτοτύπου, ο κ. Ν. Ποριώτης.
Ηρακλής μαινόμενος. Ο Ηρακλής απολυτρώνων τα τέκνα του καταλαμβάνεται κατόπιν υπό μανίας και τα φονεύει. Συνερχόμενος θέλει ν' αυτοκτονήση, αλλά σώζεται υπό του φίλου του Θησέως. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις φιλολογικώς αρτία, έμμετρος και διατηρούσα κατά το δυνατόν τας ωραιότητας του πρωτοτύπου υπό του κ. Κ. Βάρναλη.
Ίων. δράμα διακρινόμενον διά την περίτεχνον πλοκήν του, τας μετά τέχνης παρεμβαλλομένας περιπετείας και την απροσδόκητον έκβασιν. Υπόθεσιν έχει τους κινδύνους, την αναγνώρισιν και την αναγόρευσιν έπειτα του Ίωνος ως κληρονόμου τον βασιλέως της Αττικής Ξούθου. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις ακριβής και έμμετρος υπό του κ. Πολ.
Δημητρακοπούλου.
Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Εκ των παθητικωτέρων και καλυτέρων τραγωδιών του Ευριπίδου. Αι προσπάθειαι του Αγαμέμνονος προς σωτηρίαν της θυγατρός, η αργά επελθούσα συμπάθεια του Μενελάου προς το θύμα, η τολμηρά του Αχιλλέως αντίστασις εναντίον του στρατού υπέρ της μνηστής του εντείνουσι την δράσιν και την τραγικότητα, παρεχομένης της λύσεως διά του από μηχανής θεού. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις φιλολογικώς πιστή και αρτία υπό του κ. Φραγκιά.
Κύκλωψ. δράμα σατυρικόν, ανάγεται εις την γνωστήν Ομηρικήν περιπέτειαν του Οδυσσέως, την μέθην και τύφλωσιν του Κύκλωπος και την ούτω σωτηρίαν του ήρωος και των συντρόφων του. Τα εις το δράμα κωμικά επεισόδια καθιστώσιν αυτό εξόχως ενδιαφέρον. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις φιλολογική, έμμετρος και αρτίως αποδίδουσα το πρωτότυπον υπό του κ. Γ. Τσοκοπούλου.
Ορέστης. δράμα πολύπλοκον και νεωτεριστικόν. Ο Ορέστης υπό των Αργείων καταδικάζεται εις θάνατον, ο δε θείος του Μενέλαος εκ δειλίας τον εγκαταλείπει. Εξαγριούμενος εκείνος θέλει να φονεύσει την σύζυγον του Μενελάου, και την θυγατέρα των Ερμιόνην. Αλλά διά του από μηχανής θεού μεταπείθεται και νυμφεύεται την Ερμιόνην. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις φιλολογικώς πιστή και έμμετρος υπό του κ. Η.
Βουτιερίδου.
Ρήσος. Είναι εκ των νεωτέρων δραμάτων της Αττικής τραγωδίας, αποδιδόμενον μεν παλαιόθεν εις τον Ευρυπίδην, αλλ' ήδη τασσόμενον μάλλον εις την σχολήν του Φιλοκλέους. Ανάγεται εις το Oμηρικόν επεισόδιον της αρπαγής της Ελένης υπό του Πάριδος. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις φιλολογική, αρτία και ρυθμική υπό του κ. Καμπάνη.
Ηρακλείδαι. Αναφέρονται εις την περίθαλψιν των Ηρακλειδών εν τη Αττική και εξυμνούν την τότε ανδρείαν των Αργείων και Αθηναίων ηρώων. Το επεισόδιον, εν ω παραδίδεται εκουσίως εις θάνατον η Μακαρία, χάριν κοινής σωτηρίας, εντείνει την τραγικότητα του δράματος. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις έμμετρος, αποδίδουσα το πρωτότυπον, υπό του κ. Κ.
Βάρναλη.
Εκάβη. Η βασίλισσα της Τροίας, συγκρατούσα την θλίψιν διά τον θάνατον του υιού της Πολυδώρου, επιτελεί τον όλεθρον του δολοφόνου. Ιδίως το πάθος της εκδικήσεως περιγράφεται εις την Εκάβην με βαθυτάτην ψυχολογίαν. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις, αποδίδουσα το πρωτότυπον έμμετρος, υπό του κ. Ν.
Ποριώτη.
Ελένη. Αντιθέτως προς την παράδοσιν παριστωμένη ως πιστή σύζυγος η Ελένη κατορθώνει να λυτρωθή του γάμου προς τον αιγύπτιον βασιλέα, βοηθουμένη υπό του συζύγου της Μενελάου. Η αδελφή του αιγυπτίου βασιλέως Θεονόη συμπονούσα και βοηθούσα τους συζύγους είναι εκ των αρίστων του αρχαίου δράματος τύπων. Δρ. 1.50
Τρωάδες. Αποτελούν εξεικόνισιν των φρικαλεοτήτων της αλώσεως της Τροίας. Η σφαγή της Πολυξένης, ο φόνος του Αστυάνακτος, η όψις της πυρπολουμένης πόλεως δίδουν δραματικήν εικόνα της αλώσεως.
Η μετάφρασις «Ελένης» και «Τρωάδων» φιλολογική, ρυθμική και καλλίτεχνος υπό του κ. Α. Καμπάνη. Δρ. 1.50
Ο μέγιστος κωμικός και σατυριοτής των κακιών, θαυμαστός ηθογράφος επινοητής δαιμόνιος σκηνικής πλοκής. Έχων γυμνότητα φράσεως, προσιτήν εις ωρίμους μόνον ανθρώπους, είναι ουχ ήττον κατ' εξοχήν ηθικολόγος. Αι κωμωδίαι του έχουν τόσην γενικότητα και ζωήν, ώστε είναι πάντοτε σύγχρονοι.
Οι Όρνιθες αποτελούν σάτυραν της πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς και σκώμμα εναντίον των θεωριών περί νέων πολιτευμάτων. Ο μύθος πλέκεται περί δύο πολίτας Αθηναίους, ερχομένους προς τα πτηνά, διά να ιδρύσουν εκεί νέαν πολιτείαν Δρ. 3. —
Οι Βάτραχοι είναι φιλολογικού θέματος κωμωδία, όπου γελοιοποιούνται πολλοί των ποιητών και σατυρίζεται η κατάπτωσις της τέχνης. Ο Ευριπίδης και ο Αισχύλος εισάγονται εις την σκηνήν, ανακηρύσσεται δε ο δεύτερος ύπατος τραγικός. Υπαινιγμοί καταχρήσεων και διαφθορών δίδουν εις τους «Βατράχους» μέγα κοινωνικόν ενδιαφέρον. Δρ. 3. —
Αι Νεφέλαι γελοιοποιούν την περί γυναικείας ελευθερίας ιδεολογίαν και ιδίως τας περί κοινογαμίας και κοινοκτημοσύνης τότε αναφυείσας θεωρίας. Δρ. 2.
Αι Εκκλησιάζουσαι είναι διακωμώδησις των σοφιστών. Τοιούτος εκλαμβάνεται και ο Σωκράτης, περί τον οποίον δρώσι θαυμάσιοι κωμικοί τύποι. Η υπεραπολογία των αρχαίων ηθών και η επίθεσις εναντίον της ανηθικότητος χαρακτηρίζουσιν ιδίως το έργον. Δρ. 2.
Η Λυσιστράτη επικρίνει την πολεμομανίαν των Αθηναίων. Διά να παύση ο Πελοποννησιακός πόλεμος, αι γυναίκες απέχουν κάθε συναφείας με τους άνδρας των, πλέκεται δε ούτω κωμικότατα και σατυρικώτατα ο μύθος. Δρ 2.
Αι μεταφράσεις φιλολογικαί και έμμετροι υπό του κ. Πολ.
Δημητρακοπούλου.
Έκαστος τόμος δεμένος επί πλέον λεπ. 50
Ειρήνη. Σατυρίζει την πολυπραγμοσύνην και την φιλοπόλεμον νόσον των Αθηναίων και των άλλων Ελλήνων. Διά κωμικοτάτης και το πλείστον συμβολικής πλοκής εξέρχεται εις το φως η ενταφιασθείσα υπό των θεών Ειρήνη, εξυμνούνται δε τότε τα εξ αυτής αγαθά. Δρ. 2.
Σφήκες. Γελοιοποιούν την μανίαν των Αθηναίων διά δικαστήρια και δίκας, παρουσιάζουν δε τα ηθικά και κοινωνικά άτοπα εκ της τότε δικαστικής καταστάσεως. Οι δικασταί εμφανιζόμενοι ως χορός Σφηκών, ενώ τάχα υπερασπίζουν, διακωμωδούσι τους δικαστικούς θεσμούς. Δρ. 2.50
Αχαρνής. Χορός Αχαρνέων αγροτών επικρίνει τους ρήτορας και τους πολιτικούς ως αιτίους του Πελοπον. πολέμου και της ολέθριας διά τας Αθήνας φιλοδόξου πολιτικής. Τα επεισόδια εκ των ευφυεστέρων της αρχαίας κωμωδίας παρέχουν ζωντανήν εικόνα του τότε αστικού βίου. Δρ. 2.50
Ιππής. Κωμωδία καυτηριάζουσα δεινώς τον δημοκόπον Κλέωνα, τον βυρσοδέψη και την στρατηγίαν αυτού εις Πύλον. Ο χορός απετελέσθη εκ της τάξεως των Ιππέων, διότι ούτοι είχον καταδικάσει άλλοτε τον Κλέωνα διά δωροδοκίαν. Πολλά των τότε πολιτικών και κοινωνικών ηθών των Αθηναίων σατυρίζονται εις το έργον τούτο. Δρ. 2.50
Πλούτος. η γενικωτέρου θέματος και παραστατικωτέρα κωμωδία του Αριστοφάνους. Γέρων ενάρετος και πτωχός, συμμορφούμενος με χρησμόν, συναντά τον Πλούτον, τυφλόν. Θεραπεύσας αυτόν πλουτεί ως και άλλοι ενάρετοι, διότι αποκατέστη τότε η πρέπουσα τάξις και έπαυσεν η επικράτησις της ανηθικότητος, η προκύψασα πριν εκ της τυφλώσεως του Πλούτου. Η πλοκή διαπνέεται υπό δριμυτάτης σατύρας του τότε κοινωνικού βίου. Δρ. 2.50
Θεσμοφοριάζουσαι. σάτυρα ευφυεστάτης πλοκής εναντίον του Ευρυπίδου, ο οποίος διά να σωθεί από τας γυναίκας ο πενθερός του, καταφεύγει εις την βοήθειαν δύο γυναίων. Δρ. 2.50
Αι μεταφράσεις Ειρήνης, Σφηκών, Αχαρνέων, Ιππέων και Πλούτου, έμμετροι, αποδίδουσαι ζωντανά τον ποιητήν και το ύφος του υπό του κ. Μ. Αυγέρη.
Κομψός το ύφος, πυρρωνιστής την σκέψιν, σκώπτης και χαριτολόγος ο Λουκιανός, περιέλαβεν εις τας διηγήσεις, τους διάλογους ανθρώπων και νεκρών και εις τας ποικίλας μελέτας του όλον τον αρχαίον κόσμον.
ΤΟΜΟΣ Α'. Όνειρον ή βίος του Λουκιανού. ―Προς εκείνον όστις είπεν: είσαι Προμηθεύς εις τα έργα σου. ― Πλοίον ή ευχαί. ―Περί πένθους. ― Τίμων ή μισάνθρωπος. ―Εγκώμιον μυίας. — Θεών διάλογοι. — Κρίσεις θεών. — Προς Νιγρίνον επιστολή. — Νιγρίνος ή περί φιλοσοφικού χαρακτήρος — Δίκη φωνηέντων.
ΤΟΜΟΣ Β'. — Διάλογοι θαλασσίων θεών. — Αλκυών ή περί μεταμορφώσεως. — Προμηθεύς ή Καύκασος. — Νεκρικοί διάλογοι. — Μένιππος ή νεκρομαντεία — Φιλοψευδής ή απιστών — Πως πρέπει να γράφεται η ιστορία.
ΤΟΜΟΣ Γ'. Αληθής ιστορία. — Τυραννοκτόνος. — Αποκηρυτόμενος. —
Φάλαρις λόγος. — Αλέξανδρος ή ψευδόμαντις. — Ο Ηρακλής. — Ο
Διόνυσος. — Ψευδολογιστής.
ΤΟΜΟΣ Δ'. Δις κατηγορούμενος ή δικαστήρια. — Περί παρασίτου. —
Ανάχαρσις. — Προς τον απαίδευτον και πολλά βιβλία αγοράζοντα. —
Ότι δεν πρέπει να πιστεύωμεν εύκολα την διαβολήν. — Ζευς
ελεγχόμενος. — Ρητόρων διδάσκαλοι. — Ικαρομένιππος ή Υπερνέφελος.
ΤΟΜΟΣ Ε'. Ιππίας ή περί του λουτρού. — Μακρόβιοι, — Ο θάνατος του
Περεγρίνου. — Οι δραπέται. — Περί του ηλέκτρου ή των κύκνων. —
Περί του οίκου. — Πατρίδος εγκώμιον. — Περί των διψάδων. — Περί
ορχήσεως. — Ευνούχος. — Βίος Δημώνακτος. — Διάλεξις με τον
Ησίοδον. — Χάρων ή επισκοπούντες.
ΤΟΜΟΣ ΣΤ'. Εικόνες. — Υπέρ των εικόνων. — Εταιρικοί διάλογοι. —
Όνειρος ή αλεκτρυών. — Συμπόσιον ή Λαπίθαι. — Θεών εκκλησία. —
Βίων Πράσις. — Αλιεύς. — Ψευδοσοφιστής. — Περί Συρίης Θεού. —
Ζευς τραγωδός.
Το όλον έργον τόμοι 6, Δρ. 18. —
Την αδράν και φιλολογικώς αρτίαν μετάφρασιν του Λουκιανού συνεπλήρωοεν ο κ. Ι. Κονδυλάκης, εφάμιλλον του πρωτοτύπου εις ύφος και κομψότητα.
Απαράμιλλοι εις δραματικόν και πλαστικόν κάλλος αι τραγωδίαι τον Σοφοκλέους είναι άφθαστα πρότυπα της δραματικής τέχνης όλων των λαών και των αιώνων. Αρμονικός υμνητής της φύσεως ο Σοφοκλής, θαυμαστός ανατόμος του πάθους, φιλοσοφικός ερευνητής της ψυχής και του ηθικού κόσμον εξυψώνει, φωτίζει και γοητεύει με σκέψιν, λυρισμόν, περιπάθειαν και καλλιτεχνικήν αρτιότητα.
Αντιγόνη. Παρουσιάζει αντίμαχα τον φυσικόν νόμον — του αίματος την φωνήν ― προς τον κοινωνικόν νόμον που επικρατεί μεν και συντρίβει διά του θανάτου της Αντιγόνης, δεν ισχύει όμως να ταπεινώση την ευγένειαν του φυσικού της στοργής νόμου. Μετάφρασις, αποδίδουσα ζωντανόν το πρωτότυπον, θαυμασίως αρμονική και καλλίτεχνος υπό του κ. Κ. Χρηστομάνου. Δρ. 1.50
Ηλέκτρα. Η αλεπάλληλος διαδοχή τραγικών γεγονότων και η συχνή μετάπτωσις αισθημάτων και παθών δίδουν εις το δράμα τούτο νεωτεριστικώτερον τύπον. Μετά την αναγνώρισιν των δύο αδελφών Ορέστου και Ηλέκτρας αποτολμάται υπ' αυτών ο φόνος της μητρός και του εραστού της προς εκδίκησιν της πατρικής δολοφονίας. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις έμμετρος, φιλολογικώς δε πιστή υπό του κ. Μ. Αυγέρη.
Οιδίπους Τύραννος. Ο τραγικός θρύλος της ακουσίας πατροκτονίας του Οιδίποδος και του γάμου με την μητέρα του δραματοποιείται εις το έργον τούτο ως αποκάλυψις θεόθεν επερχομένη και ευρίσκουσα εξιλασμόν διά της αυτοκτονίας της αιμομίκτου μητρός και της εκούσιας τυφλώσεως του Οιδίποδος. Δρ. 1.50
Τραχίνιαι. Υπόθεσιν έχουν τον οικτρόν θάνατον του Ηρακλέους δι' ερωτικών φίλτρων της συζύγου του Δηιάνειρας, ακουσίως παρασυρθείσης από υπερβολικήν αγάπην. Η ακουσία δολοφόνος αυτοκτονεί και ο Ηρακλής πριν αποθάνη γνωρίζει την αθωότητά της. Δρ. 1.50
Αι μεταφράσεις του Οιδίποδος Τυράννου και των Τραχινιών, έμμετροι και αρμονικώς αποδίδουσαι τα πρωτότυπα, υπό του κ. Α. Καμπάνη.
Φιλοκτήτης. Ο Νεοπτόλεμος, διά να λάβη τα πατρικά όπλα από τον Φιλοκτήτην σύμφωνα με χρησμόν, μεταχειρίζεται κατ' αρχάς δόλον, ως συνεβούλευσεν ο Οδυσσεύς. Αλλά συγκινούμενος από την γενναιοψυχίαν του ήρωος μετανοεί, φανερώνει τον δόλον και παραιτείται των σχεδίων του. Ο Ηρακλής, εμφανιζόμενος από μηχανής θεός, συμβιβάζει τα διεστώτα και δίδει την λύσιν σύμφωνον προς την Ομηρικήν παράδοσιν. Δρ.1.50
Η μετάφρασις φιλολογική και καλλίτεχνος υπό του κ. Ζαχ.
Παπαντωνίου.
Αναφέρεται εις τον Ομηρικόν ήρωα παραφρονήσαντα κατά θείαν βουλήν διά την αλαζονείαν του. Συνελθών ο Αίας και αισχυνόμενος αυτοκτονεί. Κατ' επέμβασιν του αδελφού αυτού Τεύκρου και του αντιπάλου του Οδυσσέως κηδεύεται λαμπρώς διά τον ηρωισμόν και την άλλην αυτού αγαθότητα. Δρ. 1.50
Μετάφρασις έμμετρος, αποδίδουσα το πρωτότυπον υπό του κ. Κ.
Βάρναλη.
Οιδίπους επί Κολωνώ. το ύστατον του Σοφοκλέους δράμα, παρουσιάζον τας τελευταίας περιπετείας του Οιδίποδος και καταλήγον εις τον θάνατόν του παρά τον Κολωνόν. Η έξαρσις, ο λυρισμός προς εξύμνησιν των Αθηνών, το μεγαλείον του αποθνήσκοντος ήρωος, αναδεικνύουν το δράμα εν των αριστουργημάτων του παγκοσμίου θεάτρου. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις καλλιτεχνική, έμμετρος, υπό του κ. Η. Βουτιερίδου.
Εις τους θαυμασίους διά την έννοιαν και δια την τέχνην διαλόγους του Πλάτονος απέδωκε την διδασκαλίαν του Σωκράτους, διετύπωσε δε υψίστης γενικότητος ιδικάς του θεωρίας περί κόσμου και ανθρώπου, περί ψυχής και νου, περί πολιτείας και ηθικής, επιδράσας βαθύτατα επί του Χριστιανισμού και επί των κοινωνικών αντιλήψεων της νεωτέρας εποχής μέχρι σήμερον. Οι διάλογοί του αποτελούντες αρτίαν εγκυκλοπαιδικήν διδασκαλίαν της αρχαίας σοφίας έχουν τόσην φυσικότητα, περιγραφήν, γοργότητα και χάριν, ώστε δύνανται να χαρακτηρισθούν ως φιλοσοφικά δράματα.
Φαίδων. είναι υψηλή και μεγάλη μελέτη περί ψυχής. Εν μέσω των μαθητών του ο Σωκράτης εις τας τελευταίας ώρας της ζωής του διδάσκει με ηρεμίαν και γαλήνην τον θείον προορισμόν του ανθρώπου και προσάγει ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της μετά θάνατον ζωής. Η λιτή δραματική αφήγησις του διά κωνείου θανάτου του Σωκράτους εις το τέλος του διαλόγου είναι μία από τας θαυμασιωτέρας σελίδας της παγκοσμίου φιλολογίας. Η μετάφρασις πιστή και σαφής υπό του κ. Αρ. Χαροκόπου. Δρ. 2.50
Κρίτων. αποτελεί φωτεινήν διδασκαλίαν φιλοπατρίας και υποταγής εις τους νόμους. Ο μέγας φιλόσοφος, παρακινούμενος υπό του Κρίτωνος να φύγη διά να μη υποστή την άδικον τιμωρίαν, αρνείται και εξηγών τους λόγους της αρνήσεως διδάσκει διατί και πώς πρέπει να αγαπώμεν και να σεβώμεθα την πατρίδα και τους νόμους αυτής. Η μετάφρασις φιλολογική και καλλιτεχνική υπό του κ. Ν. Γκινοπούλου. Δρ. 0.80
Θεαίτητος. είναι οψιγενές του Πλάτωνος έργον, όπου διερευνώνται τα της ανθρωπίνης γνώσεως και καθορίζεται το τι είναι επιστήμη. Η ενάργεια της σκέψεως, η βαθύτης του νοήματος και η ακρίβεια της φιλοσοφικής διατυπώσεως καθιστώσι τον Θεαίτητον ένα των εξοχωτέρων Πλατωνικών διαλόγων.
Η μετάφρασις κριτικωτάτη, φιλολογική και σαφής υπό του κ. Κ.
Ζάμπα. Δρ. 3. —
Κρατύλος. με βαθυτάτην παρατηρητικότητα και εύληπτον ανάλυσιν εξετάζει ο διάλογος ούτος πώς παρήχθη η γλώσσα, πώς πρέπει ν' αποβλέπωμεν εις την μουσικήν ετυμολογίαν των λέξεων και μέχρι τίνος σημείου η σκέψις δύναται να χειραφετηθή από τας ατελείας της γλώσσης.
Η μετάφρασις κομψή συνάμα και πιστή υπό του κ. Κ. Ζάμπα. Δρ. 2.50
Σοφιστής. είναι τολμηροτάτη φιλοσοφική έξαρσις προς εξακρίβωσιν των ορίων της ανθρωπίνης νοήσεως, δι' ο και θεωρείται ως η μεταφυσική του Πλάτωνος, είναι δε ο κατά την λογικήν πολυτροπώτερος και οξύτερος των διαλόγων του. Η αρτία φιλολογική του μετάφρασις υπό του κ. Κ. Ζάμπα. Δρ. 2.50
Πολιτικός. φιλοσοφικώς αναλύει την ανθρωπίνην ενέργειαν εις πράξιν και θεωρίαν, διά μεγάλου δε μύθου κατόπιν παρουσιάζει άλλο νέον πολίτευμα και υποδεικνύει τας ατελείας των υπαρχόντων πολιτευμάτων, αποτελών ούτω την κατ' εξοχήν κοινωνιολογικήν μελέτην του μεγάλου φιλοσόφου.
Η μετάφρασις φιλολογική υπό του κ. Κ. Ζάμπα. Δρ. 2.50
Xαρμίδης. αποτελεί επισκόπησιν της ηθικής, εξετάζει δε κυρίως τι είναι σωφροσύνη και συμπεραίνει ότι και αυτή, όπως τόσαι άλλαι ηθικαί αξίαι, είναι σχετική και επομένως υπό πολλάς επόψεις απροσδιόριστος.
Η μετάφρασις εφιλοτεχνήθη υπό του κ. Α. Καμπάνη. Δρ. 0.80
Ιππίας μείζων και ελάσσων. Εις τον «Ιππίαν μείζονα» ο Σωκράτης φέρει εις αντιφάσεις τον σοφιστήν Ιππίαν, προκαλών αυτόν να ορίση το ωραίον. Μετά υποδείξεις συγκεκριμένων ωραίων πραγμάτων, τας οποίας ο Σωκράτης γελοιοποιεί, ερευνάται αν ωραίον είναι το πρέπον ή το χρήσιμον ή το ικανόν ή γενικώτερον ακόμη αν τοιούτον είναι το αγαθού αίτιον ή θετικώτερον απλώς το ηδονικόν την όρασιν και την ακοήν. Όλους τούτους τους ορισμούς ελέγχει ο Σωκράτης ως ατελείς, υποδεικνύον εν τούτοις ως ευχάριστον και επαρκή διά τον νουν την τοιαύτην πολλαπλήν και διαφορότροπον επισκόπησιν των γενικών ζητημάτων. — Όμοιον έχει συμπέρασμα ο «Ιππίας ελάσσων», έχων όμως άλλο κατ' ουσίαν θέμα, ήτοι αν και κατά πόσον η αλήθεια διαφέρει του ψεύδους. Δρ. 2._
Η μετάφρασις φιλολογική και σαφής υπό του κ. Κ. Ζάμπα.
Φαίδρος. Διάλογος περιμάχητος, προκαλέσας οτέ μεν επαίνους, οτέ δε επικρίσεις από της αρχαιότητος διά τας παρατόλμους περί ηθικής ιδέας του, αι οποίαι αναπτύσσονται τεχνικώτατα εις ύφος ρητορικόν και με παραστατικόν λυρισμόν. Πραγματεύεται περί έρωτος, περί ωραιότητος και περί σχετικών συναισθημάτων της ψυχής, αντικρούων δε και συμπληρών ένα σχετικόν λόγον του Λυσίου αποδεικνύει συνάμα ότι η ρητορική μόνον διά της φιλοσοφίας δύναται ν' αναχθή εις τέχνην. Ζωηρά, χαρίεσσα και κομψή είναι η εν αρχή περιγραφή του τόπου του διαλόγου. Δρ. 2. —
Η μετάφρασις φιλολογικώς πιστή και γλαφυρά υπό του κ. Κ. Γούναρη.
Αλκιβιάδης — Αλκιβιάδης δεύτερος Η αυτοεπίγνωσις, το «γνώθι σαυτόν», και βαθύτερον ακόμη η θεωρία του έσω ημών κόσμου τίθεται εις τον Αλκιβιάδην ως αφετηρία και βάσις της εξυψώσεως του ανθρώπου. Αφού πρακτικώς διευκρινισθή ότι χωρίς την αυτοεπίγνωσιν δεν έχομεν ορθήν αντίληψιν του δικαίου και του ωφελίμου, γενικεύεται κατόπιν της αυτοεπιγνώσεως η ιδέα και παρουσιάζεται η εξ αυτής ωφέλεια ως η κατ’ εξοχήν τελειοποιούσα τον άνθρωπον και εξυψούσα προς το θείον. Ούτως αι αντιλήψεις του διαλόγου τούτου είναι ο πυρήν όλης της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Ο συναπτόμενος διάλογος «Αλκιβιάδης δεύτερος», αφορμώμενος εκ του ότι προσεύχονται οι άνθρωποι ζητούντες πολλάκις επιβλαβή πράγματα, άγεται εις το ότι αγνοούμεν τι είναι το ωφέλιμον και τι το αγαθόν. Δρ. 2.50
Η μετάφρασις πιστή και φιλολογική υπό του κ. Ν. Καζαντζάκη.
Ίππαρχος — Αντερασταί. Ερευνάται εις τον Ίππαρχον τι είναι η αγάπη του κέρδους και γενικώτερον η τάσις της εκ των άλλων ωφελείας και επικρατήσεως και κατά πόσον είναι αυτή βλαβερά και άδικος. Αφού δε δειχθή η σχετικότης των τοιούτων αντιλήψεων, συμπεραίνεται ως φυσική ροπή η φιλοκέρδεια. — Εις τους «Αντεραστάς» εξετάζεται τι είναι φιλοσοφία και κατά πόσον και πώς αύτη ωφελεί, κατακρίνονται δε οι επιδεικνύοντες απλήν πολυμάθειαν ως σοφίαν Δρ.0.80
Η μετάφρασις φιλολογική και ακριβής υπό του κ. Ε. Ραΐση.
Ερυξίας, Αξίοχος, Αλκυών. Ο «Ευρυξίας» ερευνά τι είναι πλούτος και κατά πόσον είναι ωφέλιμος. — Εις τον «Αξίοχον» γίνεται επισκόπησις της περί ψυχής εσωτέρας πίστεως του ανθρώπου και προβάλλεται εμμέσως η πίστις αύτη εις εκμηδένισιν του φόβου του θανάτου. Εις την «Αλκυόνα» ποιητικώς μετά τινος μυστικισμού διεξηγείται η μεταμορφωτική της ύλης δύναμις της φύσεως. Δρ. 1. —
Η μετάφρασις φιλολογική, πιστή και σαφής υπό του κ. Γ. Μάνεση.
Παρμενίδης. Ο Παρμενίδης και ο Ζήνων υποστηρίζουν δογματικώς την ενιαιότητα του Σύμπαντος, αποδεικνύοντες διά πληθύος μεταφυσικών ισχυρισμών το αδύνατον της πολλαπλότητος των όντων. Ο Σωκράτης όμως δι’ αλλεπαλλήλων ερωτήσεων περιάγει αυτούς εις αντιφάσεις, ώστε να προκύψη βαθύτερον του διαλόγου συμπέρασμα η σχετικότης των ανθρωπίνων γνώσεων και το εσφαλμένον πάσης δογματικής θεωρίας. Δρ. 2. —
Η μετάφρασις φιλολογική, σαφής και περίτεχνος υπό του κ. Σπ.
Μελά.
Συμπόσιον ή περί έρωτος. — Εις συμπόσιον εορταστικόν της νίκης του Πλουσίου ποιητού Αγάθωνος αποφασίζουν οι συνδαιτυμόνες να είπη έκαστος εγκώμιον του έρωτος. Τελευταίος ο Σωκράτης ορίζων πρώτον ότι έρως, ως κοινώς εννοείται, είναι επιθυμία του κάλλους, διηγείται διάλογον μετά της φίλης του Διοτίμας· εις την διήγησίν του περιλαμβάνεται ο μύθος περί γενέσεως του Έρωτος, ενέχων υψηλήν και βαθυτέραν μυστικότητα, παρουσιάζων δε τον ερωτικόν πόθον ιδεολογικώς ως φιλοσοφικήν έφεσιν, τάσιν προς ευδαιμονίαν άμα και αθανασίαν. Η απρόοπτος έλευσις του Αλκιβιάδου μεθύοντος και σκώπτοντος μεν φαινομενικώς, αλλά κατ' ουσίαν επαινούντος τον Σωκράτην, παρέχει παραστατικήν βεβαίωσιν της Σωκρατικής ιδεολογίας, την οποίαν συνεχιζομένην διακόπτει εωθινή εισβολή κωμαστών. Δρ. 2.50
Η μετάφρασις καλλιεπής και φιλολογική υπό του κ. Ν.
Κουντουριώτου.
Ευθύδημος. Αποτελεί σφοδράν επίθεσιν και επίκρισιν εναντίον των αμφιγνωμιών, των στρεβλών συλλογισμών και της κενότητος των σκέψεων και των γνώσεων των σοφιστών, ιδίως όχι των επιφανών και φιλοσοφούντων, αλλά των κοινών και ρητορευόντων. Υπαινιγμοί εις τον διάλογον τούτον γίνονται περί του Αντισθένους και του Ισοκράτους. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις πιστή και σαφής υπό του κ. Α. Χαροκόπου.
Μένων. Από τους πλέον λιτούς των διαλόγων αλλά δεικνύων την ευρύτητα και το πολυσχιδές της πλατωνικής σκέψεως εξετάζων και αναλύων την αρετήν, αν και κατά πόσον είναι εις τον άνθρωπον έμφυτος. Η εν αυτώ μαθηματικώς διατυπουμένη σκέψις, η αλληλουχία και το ακριβές των συλλογιστικών επιχειρημάτων και ο περιορισμός του ζητήματος πλησιάζουν τον διάλογον τούτον εις την λεγομένην ήδη θετικήν φιλοσοφίαν. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις φιλολογική και εις ύφος σαφές υπό του κ. Χαρ.
Παπαντωνίου.
Φίληβος ή περί ηδονής. — Εις την ερώτησιν πού βασίζεται το αγαθόν, ο μεν Φίληβος απαντά προβάλλων την ηδονήν, ο δε Σωκράτης αντιπροβάλλει την φρόνησιν. Και αφού καταδειχθή ότι δια τον άνθρωπον σημαντικωτέρα είναι η φρόνησις καθό πεπερασμένη και αντιληπτή, συμπεραίνεται ότι ο συνδυασμός φρονήσεως και ηδονής άγει εις το αγαθόν. Δρ. 2.50
Ο «Φίληβος» μετεφράσθη πιστώς και εις ύφος σαφές υπό του κ. Κ.
Ζάμπα.
Θεάγης — Περί δικαίου — Περί αρετής. Εις τον Θεάγην ο Πλάτων εξετάζει τι είναι σοφία και αν δύναται αύτη να διδαχθή, θέτει δε ως βάσιν της μορφώσεως και επιδόσεως εκάστου την εσωτερικήν φυσικήν του κλίσιν. Εις τον διάλογον τούτον γίνεται υπό του Σωκράτους εκτενής λόγος περί του γνωστού δαιμονίου αυτού. — Εις τον «περί δικαίου» διερευνάται αν η αντίληψις του δικαίου είναι έμφυτος ή επίκτητος. — Εις τον «περί αρετής», ομοίως σκοπείται αν είναι διδακτή ή όχι η αρετή, και εξάγεται το συμπέρασμα ότι είναι δώρον εκ θείας βουλήσεως προερχόμενον. Δρ. 0.80
Η μετάφρασις φιλολογική και ακριβής υπό του κ. Σ. Λιμπεροπούλου.
Πρωταγόρας. Μετά ωραίαν και ειρωνικήν περιγραφήν των επιδείξεων και των φαντασμένων τρόπων των σοφιστών διεξάγεται συζήτησις μεταξύ του Σωκράτους και του Πρωταγόρα περί αρετής. Eπιδεξίως ο Σωκράτης φέρων εις αδιέξοδον τον σοφιστήν, αποδεικνύει πρώτον ότι η αρετή είναι αυτοδίδακτος, μεταστρέφων δε κατόπιν παρουσιάζει αντιθέτως αυτήν ως αποτέλεσμα γνώσεως. Δρ. 2.
Κριτίας. Αναφερόμενος εις την μυθολογουμένην χώραν Ατλαντίδα, της οποίας παρέχει ποιητικήν και εξόχως παραστατικήν περιγραφήν, διατυπώνει πολιτικόν και κοινωνικόν σύστημα ιδεώδες, συνδυασμόν μοναρχίας και ομοσπονδιακής οργανώσεως. Δρ. 1._
Αι μεταφράσεις του Πρωταγόρα και του Κριτία φιλολογικώς πισταί και εις γλαφυρόν και σαφές ύφος υπό του κ. Α. Χαροκόπου.
Λάχης. Θέτει ως βάσιν της ανατροφής την ανδρείαν, ηθικώς άμα και υλικώς λαμβανομένην. Εξετάζων τι είναι ανδρεία και μη καταλήγων εις ορισμόν, εξάγει εκ τούτου συμπέρασμα ότι θεωρητικώς και απολύτως δεν δύνανται να καθορισθώσιν αι αρεταί. Δρ. 1._
Λύσις. Διάλογος μεταξύ του Σωκράτους και ωραίων εφήβων εν τη παλαίστρα, πραγματευόμενος περί της φιλίας της αρμοζούσης εις τους νέους προς τους πρεσβυτέρους και γενικώτερον περί της φιλίας ως ατομικής και κοινωνικής αρετής. Δρ. 0.80
Ο «Λάχης» και ο «Λύσις» μετεφράσθησαν με κομψόν φιλολογικόν ύφος σαφώς και πιστώς υπό του κ. Α. Καμπάνη.
Απολογία Σωκράτους. Το δράμα της δίκης και καταδίκης του Σωκράτους, κυρίως δε η υπ' αυτού απολογουμένου απλή και σοφή ιστόρησις της ζωής και της διδασκαλίας του, αποτελούσα την εναντίον των κατηγόρων του υπεράσπισιν, περιέχονται εις τον διάλογον τούτον. Δρ. 1.50
Ευθύφρων. Εξετάζει και αναλύει με βαθύτητα φιλοσοφικήν και ελευθερόφρονα το τι είναι οσιότης, ήγουν ευσέβεια, αρετή και νομιμοφροσύνη. Επικρίνων την πρόληψιν και την κατά τύπους και κατά παράδοσιν ευσέβειαν, θέτει ως αφετηρίαν και γνώμονα της αληθούς ηθικής την έμφυτον και κατά συνείδησιν ηθικότητα. Δρ. 1.20
Η «Απολογία Σωκράτους» και ο «Ευθύφρων» μετεφράσθησαν πιστώς, εις ύφος ζωντανόν και καλλίτεχνον υπό του κ. Α. Μωραϊτίδου.
Γοργίας. Συζήτησις του Σωκράτους μετά του διασήμου της αρχαιότητος σοφιστού, του διδάσκοντος ότι η τυπική μόρφωσις — η λεγομένη σήμερον επιστημονική πολυμάθεια — επαρκεί εις ανύψωσιν και ανάδειξιν του ανθρώπου. Θέμα της συζητήσεως είναι αν η ρητορική κατορθώνει να παράσχη την υπεροχήν, τούτο δε αποκρούει ο Σωκράτης, αποδεικνύων ότι αληθής μόρφωσις είναι μόνον η θεμελιουμένη επί της φιλοσοφίας. Δρ.3. —
Η μετάφρασις φιλολογική και σαφής υπό του κ. Αλ. Φιλαδελφέως.
Μενέξενος. Μοναδικός εις το είδος του διάλογος του Πλάτωνος, διότι αποτελών δήθεν εγκώμιον πεσόντων Αθηναίων, συνταχθέν υπό της Ασπασίας, είναι πράγματι λεπτή και ειρωνική σάτυρα της φλυάρου ρητορείας και των ρητόρων της εποχής εκείνης, των οποίων μιμείται με θαυμαστήν τέχνην το ύφος και την παραλογιζομένην σοφιστείαν. Δρ. 1. —
Η μετάφρασις φιλολογικώς πιστή και περίτεχνος μετ' εξηγηματικού προλόγου υπό του κ. Ι. Ζερβού.
Τίμαιος. Αποτελεί σύστημα μεταφυσικής φιλοσοφίας περί γενέσεως του κόσμου και περί φύσεως του ανθρώπου, έχει δε πολλήν συγγένειαν με τας Πυθαγορείους θεωρίας. Ο Τίμαιος αναπτύσσει τας βαθυτάτας εν τω διαλόγω μυστικιστικάς ιδέας «περί κόσμου φύσεως», ο δε Σωκράτης διευκρινίζει, συντελεί εις την ενάργειαν και την παραστατικότητα την ιδιάζουσαν εις το πλατωνικόν ύφος. Δρ. 3. —
Η μετάφρασις φιλολογικώς αρτία και σαφής υπό του κ. Π.
Γρατσιάτου.
Ίων, Μίνως, Δημόδοκος, Σίσυφος, Κλειτοφών. Ο πρώτος των διαλόγων τούτων ελέγχει την επιπόλαιον γνώσιν, ορίζει δε εμμέσως εις τι συνίσταται η μερική και η συνολική γνώσις. — Ο «Μίνως» αναφέρεται εις τας περί δικαίου και αρετής γενικάς και σχετικάς αντιλήψεις. — Ο « Δημόδοκος», αφορμώμενος εκ του ερωτήματος αν και παρά τίνων πρέπει να ζητώμεν συμβουλάς, ανάγεται γενικώτερον εις την εξέτασιν του τρόπου και του ποιού της επικτήτου μορφώσεως. — Ο «Σίσυφος» αναλύει τι είναι σκέψις πρακτική και θεωρητική και πόσον είναι ωφέλιμος. Ο «Κλειτοφών» επισκοπών τας ηθικάς αντιλήψεις αποδεικνύει την σχετικότητα αυτών. Δρ.2.
Η μετάφρασις φιλολογική και σαφής υπό του κ. Ν. Καζαντζάκη. Δρ. 2. —
Πολιτεία. Το πρωτοτυπώτερον και πλαστικώτερον των πλατωνικών έργων, αποτελούμενον εκ 10 βιβλίων. Το πρώτον βιβλίον πραγματευόμενον περί δικαιοσύνης είναι αφετηρία διατυπώσεως έπειτα ιδανικού πολιτεύματος. Η οριζομένη ισότης δικαιωμάτων των πολιτών, η διακανόνισις ίσης εργασίας, η κατανομή των πολιτών εις τρεις τάξεις, η εξίσωσις ανδρών και γυναικών, η κοινογαμία και κοινοκτημοσύνη, ο αποκλεισμός των ποιητών, ο περιορισμός της αυξήσεως του πληθυσμού, αι πρωτόρρυθμοι γενικαί περί του κοινωνικού και του αστικού δικαίου αρχαί, συνδυαζόμεναι εις οργανικόν σύστημα εις την «Πολιτείαν» του Πλάτωνος, υπήρξαν αφετηρίαι πλείστων φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και πολιτικών θεωριών. Ώστε και από της απόψεως ταύτης είναι εκ των σημαντικωτέρων δημιουργημάτων της ανθρωπίνης σκέψεως. Δρ. 6. —
Η μετάφρασις πιστή, σαφής και γλαφυρά υπό του κ. I. Ν. Γρυπάρη.
Νόμοι και Επινομίς. Το ωριμώτερον και πραγματικώτερον του Πλάτωνος, εις 12 βιβλία. Ο διάλογος, εις τον οποίον δεν παρουσιάζεται πλέον διδάσκων ή ελέγχων ο Σωκράτης, αλλά κάποιος ανώνυμος Αθηναίος, ήτοι ο Πλάτων, διεξάγεται εις μιας ημέρας πορείαν από Κνωσού μέχρι του άντρου του Διός. Μετέχουσι δε αυτού ο Μέγιλος, Λακεδαιμόνιος, και ο Κλεινίας, Κρης, ήτοι αντιπρόσωποι των δύο περιφήμων αρχαίων πολιτευμάτων. Περιγραφαί χαρακτήρων και επεισόδια και προσωποποιίαι δεν υπάρχουν, έκαστος δε των διαλεγομένων παρίσταται απλώς ως εκπροσωπών ωρισμένην θεωρίαν, ίνα διατυπωθή τελικώς η ώριμος φιλοσοφική αντίληψις του Πλάτωνος εις πολιτικόν σύστημα επιδεκτικόν εφαρμογής και πραγματοποιήσεως. — Η προσηρτημένη «Επινομίς» αποτελεί συνέχειαν των «Νόμων» και ενιαχού επεξήγησιν αυτών. Δρ. 8. —
Η μετάφρασις φιλολογική και σαφής υπό του κ. Κ. Ζάμπα.
Επιστολαί και όροι. Αι υπό της αρχαιότητος ήδη αποδιδόμεναι εις τον Πλάτωνα επιστολαί αναφερόμεναι εις τας φιλοσοφικάς αυτού αντιλήψεις και παρέχουσαι λεπτομερείας περί του βίου του. — Μετά των επιστολών συνεξεδόθησαν οι «Όροι», ήτοι ερμηνεία των ειδικών λέξεων και φιλοσοφικών όρων, των εις χρήσιν υπό του Πλάτωνος. Δρ. 2. —
Πατήρ της Ιστορίας ωνομάσθη ο Ηρόδοτος, του οποίον η πιστοποιηθείσα εξ άλλων πηγών ακρίβεια της αφηγήσεως αμιλλάται προς την γοητείαν τον ύφους.
Μούσαι. είναι το θαυμάσιον έργον, το ιστορούν την ζωήν των αρχαίων Ασιατικών εθνών, των βαρβάρων λαών, της Αιγύπτου και της Ελλάδος. Οι εθνικοί και θρησκευτικοί μύθοι, αι περιγραφαί τόπων, ηθών και εθίμων και ποικίλα επεισόδια, παρεμβαλλόμενα, παρέχουν άφθαστον χάριν εις το βιβλίον, του οποίου τα εννέα τεύχη ωνόμασαν διά τούτο οι αρχαίοι με τα ονόματα των εννέα Μουσών. Τόμοι 4. Δρ. 12. —
Η μετάφρασις υπό Α. Σκαλίδου, επιθεωρηθείσα υπό του κ. I. Ζερβού.
Η αμερόληπτος ακρίβεια, η κριτική βαθύνοια, η συντομία του λόγου και η αδρότης του νοήματος ανέδειξαν τον Θουκυδίδην κορυφαίον ιστορικόν του κόσμου.
Πελοποννησιακός πόλεμος είναι η θαυμασία ιστορία του εμφυλίου μακρού πολέμου των Ελλήνων, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξεν η ανεπανόρθωτος εξασθένισις της Ελλάδος. Ανατρέχων εις τα απώτατα αίτια ο Θουκυδίδης εξηγεί τα της αναπτύξεως του Ελληνισμού από των αρχαιοτάτων χρόνων, περιγράφει την σύστασιν και την ζωήν των καθέκαστα πολιτειών, παρέχει δε συγχρόνως ούτως αρτίαν εικόνα της εθνικής των Ελλήνων ζωής. Τόμοι 4. Δρ. 10
Η μετάφρασις πιστή υπό του κ. Ι. Ζερβού.
Ο Δημοσθένης κρίνεται ως ο μεγαλύτερος του κόσμου ρήτωρ και οι λόγοι του είναι το τελειότερον υπόδειγμα ρητορικής τέχνης. Δυνατοί και ακριβείς την φράσιν, ακαταμάχητοι εις επιχειρήματα, είναι καλλιτεχνήματα σκέψεως και φράσεως.
Ο περί του στεφάνου λόγος. είναι απολογία του πολιτικού του βίου.
Τόσον δε πλούτον εις εξάρσεις και ρητορικά τεχνάσματα περιέχει,
ώστε δύναται ναποτελεσθή εξ αυτού αρτία διδασκαλία της ρητορικής.
Δρ. 2. —
Οι τρεις Ολυνθιακοί. είναι φανέρωσις της πολιτικής του Φιλίππου και επίκρισις της αδρανείας των Αθηναίων. Κρίνονται ως οι κατ' εξοχήν πολιτικοί λόγοι του Δημοσθένους. Δρ. 1. —
Οι τέσσαρες Φιλιππικοί αποτελούν δριμυτάτην επίθεσιν κατά του Φιλίππου και πρόκλησιν εις άμεσον κατ' αυτού ενέργειαν προς σωτηρίαν της Ελλάδος. Δρ. 1.50
Αι μεταφράσεις ακριβείς, διατηρούσαι κατά το δυνατόν την δύναμιν και την ανθηρότητα του πρωτοτύπου, έγιναν υπό του κ. Ν. Γκινοπούλου.
ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ. Το κατ' εξοχήν ηθογραφικόν και ψυχολογικό τούτο έργον του φιλοσόφου συγγραφέως, απομείναν έκτοτε πρότυπον εις το είδος του. Αποτελεί περιγραφήν και σάτυραν κοινωνικών και ατομικών κακιών και ελαττωμάτων. Δρ 1. —
Η μετάφρασις πιστή και γλαφυρά υπό του κ. Μ. Σιγούρου.
Το μέγιστον και ανυπέρβλητον ποιητικόν μνημείον της παγκοσμίου σκέψεως αποτελούν αι δύο θαυμασταί εποποιίαι Ιλιάς και Οδύσσεια του Ομήρου. Ό,τι παρήγαγαν οι αρχαίοι της Ανατολής πολιτισμοί εις γνώσιν, εις θρησκευτικάς δοξασίας και μύθους και σύμβολα, εις ηθικάς αντιλήψεις και εις δημιουργήματα τέχνης, πολλαπλασιασθέντα εκ της πλουσίας Ελληνικής διανοήσεως και διυλισθέντα δια της καθαράς και λεπτής Ελληνικής αισθητικής, απέληξαν εις τον Όμηρον ως απόσταγμα ποιήσεως, πλαστικότητος και κάλλους. Ούτως απετελέσθησαν αι δύο εποποιίαι, πηγαί αστείρευτοι πάσης τέχνης, πρότυπα ιδεώδη και άφθαστα πάσης ποιήσεως.
Ιλιάς. Το κυρίως ηρωικόν έπος, ορμώμενον από της έριδος Αγαμέμνονος και Αχιλλέως, ιστορεί όλα τα κατόπιν και επεισοδιακώς όλα τα πρότερον συμβάντα του Τρωικού πολέμου. Θεοί, ήρωες, παραδόσεις, περιπέτειαι, περιγραφαί αποτελούν εις την Ιλιάδα κόσμον κινούμενον και ζώντα με όλην την ενάργειαν της αληθείας μέσα εις το φως εξόχου ποιήσεως.
ΤΕΥΧΟΣ Α'. Αι έξ πρώται ραψωδίαι: Α. Λοιμός — μήνις — Β. Όνειρος — Βοιωτία ή κατάλογος νέων — Γ. Όρκοι. Τειχοσκοπία. Αλεξάνδρου και Μενελάου μονομαχία — Δ. Ορνίων σύγχυσις. Αγαμέμνονος επιπώλησις — Ε. Διομήδους αριστεία — Ζ. Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία. Δρ. 1.50
ΤΕΥΧΟΣ Β'. Αι έξ επόμεναι ραψωδίαι: Η. Έκτορος και Αίαντος
μονομαχία. Νεκρών αναίρεσις — Θ. Κόλος μάχη — Ι. Πρεσβεία προς
Αχιλλέα, Λιταί — Κ. Δολώνεια — Λ. Αγαμέμνωνος αριστεία — Μ.
Τειχομαχία. Δρ. 1.50
ΤΕΥΧΟΣ Γ'. Αι έξ επόμεναι ραψωδίαι: Ν. Μάχη επί ταις ναυσίν — Ξ.
Διός απάτη — Ο. Παλίωξις παρά των νεών — Π. Πατρόκλεια — Ρ.
Μενελάου αριστεία. — Οπλοποιία. Δρ. 1.50
ΤΕΥΧΟΣ Δ'. Αι έξ τελευταίαι ραψωδίαι Τ. Μήνιδος απόρ[;;;;]. — Υ. Θεομαχία — Φ. Μάχη παραποτάμιος — Χ. Έκτορος αναίρεσις — Ψ. Άθλα επί Πατρόκλω — Ω. Έκτορος λύτρα. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις ρυθμική, σαφής και πιστή υπό του κ. Ιω. Ζερβού.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Το πολυσύνθετον και πολυμερές έπος, το ιστορούν την δεκαετή περιπλάνησιν του Οδυσσέως μετά τον Τρωικόν πόλεμον. Οι πολιτισμοί, αι θρησκείαι, αι ιστορίαι, τα ήθη των τότε και των μυθολογουμένων λαών περιλαμβάνονται και περιπλέκονται εις την θαυμασίαν περιπετειώδη ποιητικήν αφήγησιν.
ΤΕΥΧΟΣ Α' Αι έξ πρώται ραψωδίαι: Α. Θεών αγορά. Αθηνάς παραίνεσις προς Τηλέμαχον — Β. Ιθακησίων αγορά. Τηλεμάχου αποδημία. — Γ. Τα εν Πύλω — Δ. Τα εν Λακεδαίμονι — Ε. Οδυσσέως σχέδια — Ζ. Οδυσσέως άφιξις εις Φαίακας. Δρ. 1.50
ΤΕΥΧΟΣ Β' Αι έξ επόμεναι ραψωδίαι: Η. Οδυσσέως είσοδος προς
Αλκίνουν — Θ. Οδυσσέως σύστασις προς Φαίακας. — Ι. Αλκίνου
απόλογοι, Κυκλώπεια — Κ. Τα περί Αιόλου και Λαιστρυγόνων και
Κίρκης — Λ' Νέκυια — Μ. Σειρήνες, Σκύλλα, Χάρυβδις, βόες Ηλίου.
Δρ. 1.50
ΤΕΥΧΟΣ Γ' Αι έξ επόμεναι ραψωδίαι: Ν. Οδυσσέως απόπλους παρά
Φαιάκων και άφιξις εις Ιθάκην — Ξ. Οδυσσέως προς Εύμαιον ομιλία —
Ο. Τηλεμάχου προς Εύμαιον άφιξις — Π. Τηλεμάχου αναγνωρισμός
Οδυσσέως — Ρ. Τηλεμάχου επάνοδος εις Ιθάκην — Σ. Οδυσσέως και
Ίρου πυγμή. Δρ. 1.50
ΤΕΥΧΟΣ Δ' Αι έξ τελευταίαι ραψωδίαι: Τ. Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία. Αναγνωρισμός υπό Ευρυκλείας — Υ. Τα προ της μνηστηροφονίας — Φ. Τόξου θέσις — Χ. Μνηστηροφονία — Ψ. Οδυσσέως υπό Πηνελόπης αναγνωρισμός — Ω. Σπονδαί. Δρ. 1.50
Η μετάφρασις έμμετρος, σαφής και πιστή υπό Ιακ. Πολυλά.
Ο πλησιέστερος εις ημάς και συγγενέστερος αρχαίος ποιητής, υμνητής του έρωτος και της φύσεως, του οποίου το έργον εν συνόλω έχει πολλάς ομοιότητας και αναλογίας με την δημοτική μας ποίησιν.
Ε Ειδύλλια. Τα σωζόμενα πονήματά του, βουκολικά, ερωτικά και άλλα, διαπνέονται από ζωήν και χάριν, παρέχοντα δε ζωντανήν εικόνα του αρχαίου βίου παρουσιάζουν και καταπληκτικήν νεωτεριστικότητα.
Η μετάφρασις έμμετρος, και αρτίως αρμονική υπό του κ. Ι. Πολέμη.
Δρ. 2. —
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Ο πολυσχιδέστερος κ' εγκυκλοπαιδικώτερος των φιλοσόφων, του οποίου το έργον υπήρξε και η βάσις όλης της νεωτέρας επιστήμης και φιλοσοφίας.
Ηθικά Νικομάχεια. είναι το νεωτεριστικόν έργον του, εις το οποίον εξετάζονται, αναλύονται και διατυπούνται από θεωρητικής συνάμα και πρακτικής απόψεως αι αρχαί της κοινωνικής και της ατομικής ηθικής. Δρ. 5
Η μετάφρασις φιλολογική και σαφής υπό του κ. Κ. Ζάμπα.
Περί ψυχής. Εις το περιλάλητον τούτο έργον διετύπωσεν ο Αριστοτέλης τας μεταφυσικάς περί ψυχής θεωρίας του, βασιζομένας επί των δεδομένων του φυσικού κόσμου και του ορθού λόγου. Υπήρξαν δε αύται αφετηρία πλείστων εκ των νεωτέρων μεταφυσικών συστημάτων. Δρ. 3. —
Μικρά Φυσικά. Τα πορίσματα των προ αυτού φυσικών και φιλοσόφων, μάλιστα δε τα εξαγόμενα της κολοσσαίας αυτού προσωπικής εργασίας διετύπωσεν ο Αριστοτέλης εις το έργον τούτο, βαθύ και διαφωτιστικόν των τότε φυσικών και βιολογικών γνώσεων. Δρ. 3. —
Τα «Περί Ψυχής» και τα «Μικρά Φυσικά» με φιλολογικήν ακρίβειαν, καλλιέπειαν και σαφήνειαν μετέφρασεν ο κ. Π. Γρατσιάτος.
Αθηναίων Πολιτεία. Ιστορία πολιτική και πολιτειακή των Αθηνών, η κυριωτέρα της μεγάλης «περί πολιτευμάτων» συγγραφής του Αριστοτέλους. Θαυμάζεται εν αυτή η λιτότης, και η τάξις της συγγραφής, παρεχούσης πλείστας πολιτειακάς μελέτας. Δρ. 3. —
Η μετάφρασις με αποκατάστασιν του ελλείποντος κειμένου και με εισαγωγήν περί του βίου και του έργου του Αριστοτέλους υπό του κ. Ι. Ζερβού.
Λαξευτής του λόγου, υπερέχων εις σαφήνειαν, λιτότητα και περιγραφικότητα ο Ξενοφών αποτελεί το υπόδειγμα της Αττικής καλλιεπείας και είναι είς των μεγαλυτέρων ιστορικών και ηθικολόγων της παγκοσμίου φιλολογίας.
Τα Απομνημονεύματά του είναι η περίληψη της διδασκαλίας του Σωκράτους, περιέχουν δε κυρίως τας ηθικάς αντιλήψεις του μεγάλου φιλοσόφου. Δρ. 2.50
Η μετάφρασις υπό του κ. Κ. Βάρναλη.
Κύρου Ανάβασις. Ιστορία της εκστρατείας του νεωτέρου Κύρου και ιδίως η αφήγησις της επιστροφής των δέκα χιλιάδων Ελλήνων υπό την στρατηγίαν του Ξενοφώντος. Η περιγραφή των χωρών και των λαών της Ασίας ενισχύει την ζωηρότητα και το ενδιαφέρον της ιστορικής αφηγήσεως. Δρ. 5. —
Η μετάφρασις αρτία υπό του κ. Δ. Αναστασοπούλου του Αθηναίου.
Εγχειρίδιον. Αι περί κόσμου, περί ανθρώπου, περί ηθικής γνώμαι του επιφανούς στωικού φιλοσόφου συνεκεντρώθησαν εις το έργον τούτο. Δρ. 0.80
Η μετάφρασις αριστοτεχνική υπό του κ. Α. Καμπάνη.
Ο μέγιστος μ.Χ. Έλλην συγγραφεύς και φιλόσοφος. Οι «Παράλληλοι βίοι» του είναι βιογραφίαι, καθ' ας εις έκαστον Έλληνα αντιπαραβάλλεται ο αντιστοιχών κατά χαρακτήρα, δράσιν και περιπετείας Ρωμαίος· είναι δε φιλοσοφικαί, ηθικολογικαί, διδακτικαί και μάλιστα πηγαί πολυτιμόταται της ιστορίας. Τα ανέκδοτα, η ζωηρότης της παραστάσεως, η ενάργεια της περιγραφής, αι σκέψεις, η εμβριθής κρίσις, καθιστώσαι τους «Παραλλήλους Βίους» μελέτην τερπνήν και μορφωτικήν.
Θησεύς — Ρωμύλος — Λυκούργος — Νουμάς. — Ο ήρως των Αθηνών παραβάλλεται προς τον ιδρυτήν της Ρώμης. Και ο νομοθέτης της Σπάρτης Λυκούργος προς τον Ρωμαίον Νουμάν. Τόμος Α'. Δρ. 3.
Σόλων — Ποπλικόλας, Θεμιστοκλής — Κάμιλλος, Περικλής — Φάβιος Μάξιμος. — Ο νομοθέτης των Αθηνών αντικρύζεται προς τον μεταρρυθμιστήν Ποπλικόλαν. Ο δε νικητής των Περσών Θεμιστοκλής προς τον Κάμιλλον. Τέλος ο πολιτικός Περικλής προς τον συνετόν πολιτικόν της Ρώμης Φάβιον Μάξιμον. Τόμος Β'. Δρ. 3. —
Αλκιβιάδης — Κοριολανός, Τιμολέων — Αιμίλιος Παύλος, Πελοπίδας — Μάρκελλος. — Ο επιτήδειος και αλλοπρόσαλλος Αθηναίος συγκρίνεται προς τον ικανόν, αλλά πολεμήσαντα την πατρίδα του Κοριολανόν. Ο ενάρετος δε Τιμολέων προς τον αγαθόν στρατηγόν της Ρώμης. Και των Θηβών ο υπερασπιστής παραβάλλεται προς τον Μάρκελλον. Τόμος Γ'. Δρ. 3. —
Αριστείδης — Κάτων, Φιλοποίμην — Φλαμινίνος, Πύρρος — Μάριος. — Ο
Αριστείδης τίθεται παράλληλος προς τον Κάτωνα. Ο τελευταίος της
Ελλάδος στρατηγός προς τον Φλαμινίνον. Και ο ηρωικός Πύρρος προς
τον στρατηγόν Μάριον. Τόμος Δ'. Δρ. 3. —
Λύσσανδρος — Σύλλας, Κίμων — Λούκουλος, Νικίας — Κράσσος. — Ο κακώς αποθανών βασιλεύς της Σπάρτης παραβάλλεται προς τον ομότυχον Σύλλαν. Ο Αθηναίος Κίμων προς τον ομοίως παραγνωρισθέντα στρατηγόν Λούκουλλον. Και ο δυστυχήσας στρατηγός Νικίας προς τον Κράσσον. Τόμος Ε. Δρ. 3. —
Σερτώριος — Ευμένης, Αγησίλαος — Πομπήιος. — Η από μικρών ανύψωσις εις μεγάλα του Σερτωρίου και του Ευμενούς παραλληλίζονται. Ομοίως του Αγησιλάου και του ενδόξου Πομπηίου η πρώτη λαμπρά τύχη και η κατόπιν συμφορά. Τόμος ΣΤ' Δρ. 3. —
Αλέξανδρος — Ιούλιος Καίσαρ, Φωκίων — Κάτων. — Οι δύο μέγιστοι και δυναστικοί της Ελλάδος και της Ρώμης στρατηγοί παραλληλίζονται. Εις τους επομένους δύο βίους ο Φωκίων συγκρίνεται προς τον Κάτωνα. Τόμος Ζ'. Δρ. 3. —
Άγης και Κλεομένης — Τιβέριος και Γάιος Γράκχος, Δημοσθένης —
Κικέρων. — Οι δύο αναμορφωταί της Σπάρτης αντιπαραβάλλονται προς
τους δύο Ρωμαίους. Και ο υπέροχος Δημοσθένης προς τον μεγάλον της
Ρώμης ρήτορα. Τόμος Η' Δρ. 3. —
Αρταξέρξης — Δημήτριος, Ο πολιτικός των Περσών βασιλεύς παραλληλίζεται προς τον Δημήτριον. Έπεται δε μόνος ο βίος του Αντωνίου. Τόμος Θ'. Δρ. 3. —
Δίων — Βρούτος, Άρατος — Γάλβας, Όθων. — Ο περιπετειώδης βίος του
Συρακουσίου Δίωνος παραβάλλεται προς τον βίον του Βρούτου. Του δε
στρατηγού των Αχαιών Αράτου προς τον του αυτοκράτορος Γάλβα.
Έπεται δε ο βίος του αυτοκράτορος Όθωνος. Τόμος Γ. Δρ. 3. —
Το όλον έργον τόμοι δέκα Δρ. 30. —
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ KOIΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
Εκδιδομένη υπό την διεύθυνσιν του Δρος I. ΖΕΡΒΟΥ
E. Haeckel Η καταγωγή του ανθρώπου
Μετ. Α. Φαρμακοπούλου
Εμβριθής ερμηνευτής και εκλαϊκευτής της Δαρβινίου θεωρίας της εξελίξεως ο Χαίκελ εξετάζει εις το βιβλίον του τούτο και αναλύει τα της εξελίξεως του ζωικού βασιλείου μέχρι του ανθρώπου και τους σταθμούς της προόδου αυτού μέχρι του σημερινού τύπου. Δρ. 2. —
J. Loubboor Πώς να ζήτε
Μετ. Θ. Φλωρά
Είναι έν από τα χρησιμότερα και τερπνότερα σοβαρά βιβλία διά κάθε αναγνώστην. Αφηγηματικόν, μεστόν ωφελίμων γνωμών φιλοσοφικών και εμπειρικών, με ανέκδοτα και με συμπερασματικήν σκέψιν απηρτισμένον, αποτελεί πρακτικόν οδηγόν της χρησιμοποιήσεως της ζωής. Δρ. 8. —
Η θεωρία της συγκινήσεως W. James
Μετ. Ν. Καζαντζάκη
Θεμελιώδης ενέργεια του ανθρωπίνου οργανισμού είναι η συγκίνησις, ήτοι αφ' ενός η εκ του εξωτερικού κόσμου αίσθησις και αντίληψις και αφ’ ετέρου η υποκειμενική διαμόρφωσις και φανέρωσις, από των πλέον στοιχειωδών και κοινών συγκινήσεων μέχρι των πλέον συνθέτων και τελειοτέρων. Τοιουτοτρόπως εξετάζων και αναλύων την συγκίνησιν ο Τζέιμς παρέχει πρωτοτύπως και διαφωτιστικώς ιδίαν θεωρίαν φυσιολογικής ψυχολογίας. Δρ. 3
Fr. Paulhan Η ηθική της ειρωνείας
Μετ. Χ. Δαραλέξη
Μετά φιλοσοφικήν επισκοπήσιν των ανθρωπίνων σκέψεων και των κοινωνικών σχέσεων, επί τη βάσει δε της φυσιολογικής ψυχολογίας εξετάζει το βιβλίον τούτο και αναλύει την ειρωνείαν ως σκέψιν και ως έκφρασιν και χαρακτηρίζει την ηθικήν και την ανήθικον όψιν αυτής εις τας καθημερινάς εκδηλώσεις και εις τας καλλιτεχνικάς και γενικωτέρας μορφάς αυτής. Δρ. 8.—
K. Dastre Η ζωή και ο θάνατος
Μετ. Στρατηγοπούλου
Από βιολογικής και φιλοσοφικής απόψεως εξετάζεται και εξηγείται το φαινόμενον της ζωής και το εναλλάσσον φαινόμενον του θανάτου εις τον ενόργανον κόσμον, ιδίως δε εις τον άνθρωπον. Η έκθεσις και εξέλεγξις όλων των σχετικών θεωριών, τα κρατήσαντα εκάστοτε δόγματα, τα δεδομένα της ζωικής ιστορίας, τα εκ της χημείας και γενικώς εκ της επιστήμης συμπεράσματα παρατίθενται παράλληλα με την παρεχομένην θεμελιώδη δι’ επιστημονικών τρόπων εξήγησιν της ζωής και του θανάτου. Δρ. 4. —
Gast. Danville Η ψυχολογία του έρωτος
Μετ. Χ. Δαραλέξη
Επιστημονική αλλά και ποιητικά διατυπωμένη εξήγησις του ανθρωπίνου έρωτος εις όλας τας εκδηλώσεις αυτού δίδεται διά του έργου τούτου, που περιέχει συνάμα ό,τι διά τον έρωτα εγνωμάτευσεν η φιλοσοφία, η ποίησις και η επιστήμη από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον. Συμπέρασμα δε προκύπτει ότι ο έρως είνε φυσική και όχι ανώμαλος, υπερτέρα και όχι έκφυλος λειτουργία της ζωής. Δρ. 3. —
Tolstoi Η νέα ζωή
Μετ. Σ. Φραγκοπούλου
Το πλέον ριζοσπαστικόν κοινωνιολογικόν έργον του Τολστόη είναι «Η νέα ζωή» που εξετάζει με ζοφερά χρώματα τας σημερινάς κοινωνίας, εικονίζει θαυμαστά την αθλιότητα των εργατικών τάξεων, βαίνουσαν από του κακού εις το χειρότερον, διδάσκει δε την απλοποίησιν των κοινωνικών συνθηκών και τον φυσικόν και αγροτικόν βίον ως το μόνον μέσον σωτηρίας από της αθλιότητος. Δρ. 2.50
B. Dangennes Η θέλησις
Μετ. Η. Οικονομοπούλου
Ό,τι σχετικόν με την άσκησιν και την ενίσχυσιν της θελήσεως και όσα είνε τα εξ αυτής ωφελήματα του ατόμου και της κοινωνίας, περιελήφθησαν εις το βιβλίον τούτο. Μεθοδικά ταξινομημέναι και ερμηνευμέναι, με αφηγηματικότητα δε και χάριν, παρετέθησαν αι περί θελήσεως γνώμαι αρχαίων και νέων σοφών μαζί με τα διδάγματα της κοινωνικής πείρας. Δρ. 3. —
John Gaird Η φιλοσοφία της θρησκείας
Μετ. Π. Γρατσιάτου
Η επιστημονική και μεταφυσική δικαιολογία της θρησκείας επί τη βάσει της ανέκαθεν σκέψεως της ανθρωπότητος και σύμφωνα με τας νεωτέρας γνώσεις διατυπούται σαφώς και μεθοδικώς εις το φιλοσοφικόν τούτο έργον, θεωρούμενον υπό της κριτικής ως κλασσικόν εις το είδος του. Δρ. 8. —
Ιω. Ζερβού Ιστορία της Ιδέας
Η εξέλιξις των ανθρωπίνων ιδεών, θεολογικώς, μεταφυσικώς και επιστημονικώς και τα εξαγόμενα των ιδεών τούτων εις θρησκευτικάς πίστεις, εις ηθικά δόγματα και εις τας άλλας κοινωνικάς εφαρμογάς διατυπώνονται εις τα δύο βιβλία του έργου — τον Γαβατάμαν και τον Αστάρην — περιληπτικώς και κατά τρόπους μεταφορικούς, χωρίς να παραβλεφθή εκ τούτου η ακρίβεια. Ως συνάθροισμα και ολοκλήρωσις των ιστορουμένων ιδεών προκύπτει τέλος κεντρική φιλοσοφική ιδέα, εξηγούσα, συναρμόζουσα και ενώνουσα όλας τας ανέκαθεν κοινωνικάς πίστεις και φιλοσοφικάς δοξασίας. Δρ. 4. —
E. Haeckel Ο Μονισμός
Μετ. Α. Φαρμακοπούλου
Εξετάζον από βιολογικής απόψεως και ιδίως σύμφωνα με την κρατούσαν θεωρίαν της εξελίξεως ο Χαίκελ την κίνησιν, την σύνθεσιν και την ανάπτυξιν της ύλης παρουσιάζει τον Μονισμόν, ήτοι την απλήν και εξ ενός στοιχείου σύστασιν της ύλης ως την μόνην πραγματικών και εναργώς αληθή φιλοσοφικήν περί του κόσμου αντίληψιν. Δρ. 2. —
V. Hugo Φιλοσοφία και φιλολογία
Μετ. Γερ. Βουτσινά
Με oξυδέρκειαν και με δύναμιν εις ύφος εναργές και ποιητικόν ο Ουγκώ διερευνά εις αυτό το έργον του την παγκόσμιον σκέψιν ως προς την καλλιτεχνικήν ιδίως εκδήλωσιν αυτής. Η ανάλυσις του έργου του Αισχύλου κατά συμπαραβολήν με το έργον του Σαίξπηρ εκτεινόμεναι περιλαμβάνουν γενικήν επισκόπησιν του αρχαίου ιδεώδους και του νεωτέρου. Δρ. 2.50
John Lubbock Αι απολαύσεις της ζωής
Μετ. Α. Μαρπουτσόγλου
Αισιόδοξος ο συγγραφεύς εξετάζει τα αγαθά και τα δεινά, τας ευτυχίας και τας συμφοράς της ζωής, παρουσιάζων δε μέγα το πλεόνασμα των απολαύσεων, διδάσκει πώς και εις τας ταλαιπωρίας ακόμη να ευρίσκωμεν την απόλαυσιν και να κατορθώνωμεν την αποσόβησιν ή ελάττωσίν των. Δρ. 3. —
Richard Ο Σοσιαλισμός
Μετ. Η. Οικονομοπούλου
Μελέτη της ιστορίας του σοσιαλισμού, έκθεσις περιληπτική των νεωτέρων σοσιαλιστικών συστημάτων και των εφαρμογών των, ιδίως δε εξέλεγξις αυτών σύμφωνα με τας αντιλήψεις της συγχρόνου οικονομολογικής επιστήμης είναι το έργον τούτο, το οποίον παρέχει ιδίως πολλάς και πολυτίμους περί του σοσιαλισμού γνώσεις και πληροφορίας. Δρ. 3. —
Pappalardo Η Τηλεπάθεια
Μετ. Α. Καμπάνη
Όλα τα φαινόμενα παλαιά και νέα, όσα εξηκριβώθησαν σχετικά με την εξ αποστάσεως αίσθησιν, ήτοι τα φαινόμενα της τηλεπαθείας ή άλλως λεγομένης έκτης αισθήσεως, συνάμα δε και όλας τας διατυπουμένας υπό διαφόρων υποθέσεις προς εξήγησιν του φαινομένου, συνεκέντρωσεν ο συγγραφεύς μεθοδικά εις το βιβλίον αυτό, ώστε η ανάγνωσίς του παρέχει σαφή ιδέαν του τι είναι και πώς κρίνεται σήμερον η τηλεπάθεια. Δρ. 2.50
Rousseau Περί της ανισότητος των ανθρώπων
Μετ. Α. Καμπάνη
Είναι το τολμηρότερον έργον του Ρουσσώ, περιέχον περιληπτικώς τας φιλοσοφικάς του ιδέας όπως ανεπτύχθησαν εις το «Κοινωνικόν Συμβόλαιον», εις τας «Εξομολογήσεις» του κ.τ.λ. Υποστηρίζει ότι τα δεινά της ανισότητος προέκυψαν εκ του πολιτισμού και υποδεικνύει την επαναστροφήν του ανθρώπου εις την αρχέγονον κατάστασιν. Δρ. 3. —
Rousseau Κοινωνικόν συμβόλαιον
Μετ. Ι. Ζερβού
Βασιζόμενος ο Ρουσσώ εις την ιδέαν ότι αι κοινωνίαι εσχηματίσθησαν βαθμηδόν και με το να συμβληθούν μεταξύ των οι άνθρωποι, εξετάζει κατά πόσον το Κοινωνικόν αυτό Συμβόλαιον είναι διατηρήσιμον και δίκαιον ή δικαιοφανές. Και καθ' όσον οι πλειότεροι άνθρωποι αδικούνται από τους ολίγους κρίνει ο Ρουσσώ ως δικαίαν την επανάστασιν. Από κοινωνιολογικής απόψεως το Κοιν. Συμβόλαιον είναι σπουδαιότατον έργον, ιστορικώς δε υπήρξεν η κυριωτέρα θεωρητική διδασκαλία της Γαλ. Επαναστάσεως. Δρ. 3. —
Schopenhauer Συγγραφείς και Ύφος
Μετ. Α. Ζάρκου
Ο μέγας της Γερμανίας νεώτερος φιλόσοφος, βαθύς και πρωτότυπος, υπερέχει συνάμα και εις κομψότητα ύφους. Εις την σειράν δε των έργων του, των υπό τίτλον «Πάρεργα και Παραλειπόμενα» περιέλαβε το υπό τον άνω τίτλον σύγγραμμα, όπου με διαύγειαν φιλοσόφου και πείραν μεγάλου καλλιτέχνου ορίζει τους κανόνας του καλού ύφους, τους τρόπους της διατυπώσεως των ιδεών και εν γένει της συγγραφής, επιτίθεται δε δριμύτατα εναντίον των διαστροφέων της γλώσσης και των κενολόγων καλλιτεχνών. Δρ. 3. —
Th. Ribot Αι ασθένειαι της προσωπικότητος
Μετ. Π. Ψηλορείτη
Αι μελέται του επιφανούς φυσιολόγου και ψυχολόγου κ. Ριμπώ περί της ατομικότητος ήτοι περί του πώς η προσωπικότης εσχηματίσθη εις τον άνθρωπον, πώς λειτουργεί, πώς σχετίζεται με τον εσώτερον οργανισμόν, ήτοι τον νουν, και πώς με τον εξωτερικόν, ήτοι το σώμα, και πώς ευρίσκεται μέσα εις το αντικειμενικόν περιβάλλον, συγκεντρούνται εις το έργον τούτο. Συνάμα δε καθορίζεται έως πού υπάρχει φυσιολογική ενέργεια του προσώπου και από πού αρχίζει αύτη να γίνεται νοσηρά. Ώστε εν συνόλω τα έργον είναι φυσιολογική φία διαλευκαίνουσα και εξηγούσα κυριώτατα ηθικά και ψυχικά φαινόμενα. Δρ. 3
Th. Ribot Αι ασθένειαι της βουλήσεως.
Μετ. Π. Ψηλορείτη
Το σπουδαιότερον κεφάλαιον της ψυχολογίας είναι το περί βουλήσεως. Η βούλησις αληθινά είναι η αφετηρία οιασδήποτε ενεργείας και εκδηλώσεως του ανθρώπου, συναφής με την νόησιν, επιδρώσα επ' αυτής και υφισταμένη την επίδρασίν της. Ειδικεύων τας ψυχολογικάς μελέτας του ο κ. Ριμπώ εξηγεί εις «τας Ασθενείας της βουλήσεως» πώς μορφώνεται κληρονομικώς και προσωπικώς η θέλησις, πώς εξωτερικεύεται κάθε της ενέργεια και πώς επιδρά εις την πνευματικήν παραγωγήν, εις την ψυχικήν φανέρωσιν και εις την κοινωνικήν κατάστασιν του ατόμου. Δρ. 3
Louis Figuler Η επαύριον του θανάτου
Μετ. Α. Πολυμέρη
Επί τη βάσει της αστρονομίας, φυσικής, βιολογίας κλ. ο συγγραφεύς παρουσιάζει ως αναμφισβήτητον την ύπαρξιν ψυχής και μελλούσης μετά θάνατον ζωής. Αι θεμελιώδεις επιστημονικαί γνώσεις καθώς και όλη η φιλοσοφία τον ιδεολόγων και των θρησκειών, διατυπωμέναι με απλότητα και με σαφήνειαν, κάμνουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσαν και πολύ διδακτικήν την ανάγνωσιν του έργου, του οποίου η έκδοσις εξακολουθεί να έχη μεγάλην επιτυχίαν εις την Γαλλίαν και αλλαχού. Δρ. 4
Ludwic Buchner Ο Δαρβινισμός
Μετάφρ. Λ. Φαρμακοπούλου
Ο διάσημος φυσιοδίφης και βιολόγος της Γερμανίας Βύχνερ εξηγεί εις το σύγγραμμα τούτο τους νόμους και τας υποθέσεις της Δαρβινικής θεωρίας περί εξελίξεως και επιλογής των ειδών, περί ιεραρχίας των όντων κλ., συνάμα δε εξάγει γενικά συμπεράσματα περί της αρχής και περί του προορισμού του ανθρώπου κατά τρόπον, ώστε να δύναται κάθε αναπτύξεως αναγνώστης να μάθη εύκολα την έκτασιν, τας λεπτομερείας και τα βιολογικά και φιλοσοφικά πορίσματα της Δαρβινικής θεωρίας. Δρ. 4
Leon Tolstoi Τα Ευαγγέλια.
Μετάφρ. Σ. Ζησίδη
Επιχειρών να συστηματοποιήση την χριστιανικήν διδασκαλίαν επί τη βάσει των Ευαγγελίων και καθ' όσον περιέχουν αυτά γενικάς εντολάς, κατήρτισεν ο Τολστόη σύνολον εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών λαμβάνων υπ’ όψιν του και την όλην χριστιανικήν παράδοσιν. Θεμελιώδης ιδέα του Νεοχριστιανού φιλοσόφου είναι να συναρμόση την σημερινήν κοινωνικήν αντίληψιν και ζωήν προς τα χριστιανικά δόγματα, σύμφωνα με τας ιδικάς του φιλοσοφικάς αντιλήψεις. Το πολύκροτον έργον αυτό του Τολστόη μετεφράσθη επισταμένως υπό του κ. Ζησίδη. Δρ. 2.60
Louis Buchner Ο κατ’ επιστήμην άνθρωπος.
Μετ. Αν. Φαρμακοπούλου
Το έργον διαιρούμενον εις τρία μέρη εξετάζει από βιολογικής κυρίως απόψεως: Πόθεν ερχόμεθα; Ποίοι είμεθα; Πού βαίνομεν; Η πρωτογενής του ανθρώπου κατάστασις, η κατ’ εξέλιξιν καταγωγή του, η σημερινή φυσιολογία και η κοινωνική, ηθική και πολιτική του υπόστασις εκτίθεται με το αναλυτικόν πνεύμα και την εξαιρετικήν ευρυμάθειαν του διασήμου επιστήμονος, τον οποίον απέδωκε με ακρίβειαν ο γνωστός συγγραφεύς δημοσιολόγος κ. Φαρμακόπουλος. Δρ. 4.
A. Debay Φιλοσοφία του γάμου.
Μετ. Θ. Ορφανίδου
O φυσιολόγος συγγραφεύς, του οποίου όλα τα έργα εσημείωσαν καταπληκτικήν επιτυχίαν εκδόσεων εν Γαλλία και πανταχού της Ευρώπης, πραγματεύεται τα του έρωτος, της ευτυχίας, της συζυγικής πίστεως, της ζηλοτυπίας, της μοιχείας, του διαζυγίου, της αγαμίας από βιολογικής και ηθικής απόψεως. Η μετάφρασις έγινεν εκ της 115ης εκδόσεως. Δρ. 3.
A. Fouille Η φιλοσοφία του Σωκράτους.
Βράιλα Αρμένη
Το δίτομον σπουδαίον σύγγραμμα του Φουγιέ περί της φιλοσοφίας του Σωκράτους ως ιδεολογίας και ως ηθικής συνέπτυξεν ό Έλλην συγγραφεύς εις βιβλίον γενικώς προσιτόν διά την σαφήνειαν, την λογικήν μέθοδον και το ύφος του. Εις αυτό διευκρινίζονται αι Σωκρατικαί αντιλήψεις επί τη βάσει των έργων του Πλάτωνος και του Ξενοφώντος, φαίνεται δε εναργώς το ύφος και η έκτασις της διδασκαλίας του μεγάλου φιλοσόφου. Δρ. 2.
Ernest Renan Ο Αντίχριστος.
Μετ. Η. Οικονομοπούλου
Ο φιλόσοφος και καλλιτέχνης συγγραφεύς, ο μέγας Ασσυριανολόγος και Εβραϊστής Ρενάν εξιστορεί με το θαυμάσιον ύφος του τα της παραδόσεως περί Αντιχρίστου κατά τους πρώτους μετά Χριστόν χρόνους επί τη βάσει των αυθεντικών κειμένων. Η φανέρωσις της τότε κοινωνικής και πολιτικής καταστάσεως, η ανάπτυξις της Χριστιανικής θρησκείας και όλα τα συναφή θέματα φιλοσοφικά και ιστορικά καθορίζονται εις το έργον τούτο. Δρ. 3.
Max Nordau Ψυχολογική φυσιολογία.
Μετ. Η. Οικονομοπούλου
Υπέρμαχος των ηθικών της κοινωνίας βάσεων, απολογητής των παλαιών αξιών κατά τρόπον όχι δογματικόν, αλλά oρθολογιστικόν, παρουσιάζεται o Νορντάου εις το έργον του υπό τον τίτλον «Ψυχολογική φυσιολογία του πνεύματος και της ιδιοφυΐας». Καταπολεμεί την επαναστατικήν ροπήν εις την ιδεολογίαν και ιδίως αναλύει και καθορίζει από φυσιολογικής απόψεως τι είναι ο ορθός νους, η ιδιοφυΐα και η μεγαλοφυΐα. Δρ. 2.
C. Flammarion Ο Θεός εν τη φύσει
Μετάφρασις Α. Ζάρκου
Τας επιστημονικάς περί του σύμπαντος γνώσεις, κυρίως τας αναγομένας εις τον ευρύν ορίζοντα των φυσικών νόμων και της αστρονομίας, παρουσιάζει εις το βιβλίον του αυτό ο Φλαμμαριών. Αφορμώμενος από το δόγμα του Θεϊσμού και καταλήγων εις αναγνώρισιν της λογικής και της αρμονίας του κόσμου, από τους πλέον γενικούς νόμους έως εις τας ελαχίστας λεπτομερείας των υπάρξεων, παρουσιάζει με πειστικότητα την υπόστασιν Ανωτάτου Όντος δημιουργού της ζωής. Δρ. 4.
Leon Tolstoi Η σονάτα του Κρούτζερ.
Μετ. Σ. Φραγκοπούλου
Υπό τύπον διηγήματος, με ιδιαιτέραν φιλολογικήν αξίαν συνάμα δε και με δύναμιν συλλογισμού, αναπτύσσει ο Τολστόη τας γνώμας του περί γάμου και περί των αιτίων της ανηθικότητος καθώς και τας βασιζομένας εις τον Χριστιανισμόν αρχάς του περί ατομικής και κοινωνικής ηθικής. ΔΡ. 2.
Leon Tolstoi Το σχολείον Γιασνάιας Πολιάνας.
Μετάφρ. Βλ. Σκορδέλη
Είναι αι ιδέαι του Τολστόη περί εκπαιδεύσεως και ηθικής ανατροφής των παίδων, βασιζόμενοι εις φυσιολογικάς, ψυχολογικάς και κοινωνικάς παρατηρήσεις. Προς εφαρμογήν αυτών ο συγγραφεύς ίδρυσε πρότυπον σχολείον εις το κτήμα του Γιασνάια Πολιάνα και τα συμπεράσματα και ταποτελέσματα της διδασκαλίας περιλαμβάνει επίσης εις το βιβλίον, το οποίον ούτως είναι μεγίστου κοινωνικού και παιδαγωγικού ενδιαφέροντος. Δρ. 3.
C. Flamarrion Το άγνωστον και τα ψυχολογικά προβλήματα
Μετάφρ. Αλ. Γεωργιάδου
Τα ανεξήγητα φαινόμενα, τα θετικώς ήδη βεβαιούμενα υπό παρατηρητών και επιστημόνων αξιοπίστων, εκτίθενται εις το βιβλίον τούτο του αστρονόμου μεταφυσικού. Εμφανίσεις και εκδηλώσεις θνησκόντων, οπτασίαι, τηλεπάθεια, δράσις εξ αποστάσεως, ψυχικαί επικοινωνίαι, προφητείαι και προρρήσεις του μέλλοντος και όνειρα αξιοσημείωτα εξηγούνται ούτως, ώστε να προκύπτη το συμπέρασμα, ότι υπάρχει ψυχή, έχουσα δυνάμεις αγνώστους εις την επιστήμην, ενεργούσα πέραν των αισθήσεων και προγινώσκουσα το πεπρωμένον. Δρ. 3.
Leon Tolstoi Η ανάστασις.
Μετ. Oικονομοπούλου
Πολέμιος του ηθικού καθεστώτος, μισών τας προλήψεις και τα συμβατικά ψεύδη, υπέρμαχος της ισότητος και της αλληλοβοηθείας παρουσιάζει ο Τολστόη υπό καλλιτεχνικόν τύπον αφηγήσεως τα άτοπα της σημερινής κοινωνίας και υποδεικνύει τρόπους εξαγνίσεως του ανθρώπου. Αφ' ότου εδημοσιεύθη «η Ανάστασις» εξακολουθεί να διαδίδεται καταπληκτικώς και η εξ αυτής επίδρασις εν Ρωσία και αλλαχού είναι μεγίστη. Δρ. 3.
Leon Tolstoi Αι νέαι ιδέαι
Μετ. Οικονομοπούλου
Επιτομή της ιδεολογίας και των ηθικών και κοινωνικών αρχών του Τολστόη είναι το βιβλίον τούτο, εις το οποίον εξετάζονται πώς είναι τώρα και πώς πρέπει να είναι η Ζωή, ο Άνθρωπος, η Κοινωνία, η Θρησκεία, η Εξουσία, η Πατρίς, ο Πλούτος, η Εργασία, η Επιστήμη, η Τέχνη, ο Έρως, η Γυνή, το Αγαθόν, η Αλήθεια κλ. Πολλά αξιώματα και γνωμικά εξ όλων των έργων του Τολστόη περιλαμβάνονται επίσης εις το βιβλίον τούτο. Δρ. 2.
Max Nordau Ο εκφυλισμός.
Μετ. Αγγέλου Βλάχου
Ιατρός και φρενολόγος o Νορδάου ενέκυψεν εις την μελέτην της συγχρόνου κοινωνίας και των νοσηρών εκδηλώσεών της· συμπέρασμα των μελετών του είναι «ο Εκφυλισμός», όπου περιγράφονται αι παθολογικοί πνευματικαί τάσεις του κοινού και των καλλιτεχνών και ιδεολόγων. Πολλοί συγγραφείς και ποιηταί νεώτεροι, ο Ίψεν, ο Τολστόη, ο Ζολά, ο Βάγνερ, ο Βερλαίν, ο Γκωτιέ κλ., παρουσιάζονται ως έκφυλοι· εν τέλει δε αποδεικνύονται τα μέτρα αντιδράσεως εναντίον της προϊούσης κοινωνικής εκφυλίσεως. Δρ. 2.
Max Nordau Ψυχολογικά παράδοξα
Μετ. Ν. Κουντουριώτου
Το βιβλίον αποτελεί το πρώτον μέρος των φιλοσοφικών αντιλήψεων του Νορντάου. Τολμηρόν εις φυσιολογικάς αναλύσεις και εις συμπεράσματα περί έρωτος, αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, περί προλήψεων ηθικής και αληθείας και περί του πού έγκειται η αλήθεια. Το αδρόν ύφος και η ζωντανή διατύπωσις του Νορντάου απεδόθησαν γλαφυρώς και με ακρίβειαν από τον κ. Κουντουριώτην. _Δρ. 3.
Friedrich Nietzsche Γνώμαι και περικοπαί.
Μετάφρασις Ιωάννου Ζερbού
Η πρωτοτυπία της σκέψεως, ο απότολμος λυρισμός, η oξεία φιλοσοφική και κοινωνιολογική αντίληψις του υπερόχου συγγραφέως κρατούν υπό την γοητείαν και την επίδρασίν των σήμερον την παγκόσμιον εκλεκτήν φιλολογίαν. Και μέχρι της φιλοσοφίας ακόμη έφθασεν ο αντίλαλος του Νιτσεϊσμού. Τα έργα του Νίτσε : «Η Γέννησις της Τραγωδίας», «Θεωρίαι ασύγχρονοι», «Ανθρώπινα πράγματα, πολύ ανθρώπινα», «Ξημέρωμα», «Φαιδρά Γνώσις», «Ζαρατούστρας», «Αντίχριστος», «Ίδε ο Άνθρωπος» κτλ. έκαμαν κατάπληξιν, μεταφρασμένα εις κάθε φιλολογικήν γλώσσαν. Απ' όλα αυτά ο καθηγητής του εν Παρισίοις Πανεπιστημίου Λιχτεμπερζέ έκαμεν εκλογήν, την οποίαν ηκολούθησεν ο κ. Ζερβός, αποδώσας εις την γλώσσαν μας ζωντανά τον δαιμόνιον συγγραφέα. Θαυμαστή βιογραφία και ανάλυσις προτάσσεται του έργου. Δρ. 3
Ossip Lourié Η φιλοσοφία του Τολστόη.
Μετ. Γεωργίου Βουτσινά
Αι θρησκευτικαί, αι ηθικαί, αι φιλοσοφικαί ιδέαι, που ανέπτυξεν εις τόσα συγγράμματά του φιλοσοφίας, δογματικής, μυθιστορήματος, δράματος, διηγήματος ο διάσημος Τολστόη — ο Ρώσος επαναστάτης φιλόσοφος, ο Νεοχριστιανικός — ευρίσκονται εις το βιβλίον τούτο, συστηματοποιηθείσαι από αξιοσημείωτον συγγραφέα, τον κ. Οσσίπ Λουριέ και κατά μετάφρασιν του δοκίμου δημοσιογράφου κ. Βουτσινά. _ Δρ. 3.
Louis Buchner Δύναμις και ύλη.
Μετ. Αν. Φαρμακοπούλου
Αι χημικαί και βιολογικαί θεωρίαι του διασήμου Γερμανού φυσιολόγου Μπύχνερ, τείνουσαι εις υποστήριξιν των υλιστικών γνωμών, διατυπούνται εις το πολύκροτον τούτο βιβλίον, άξιον, μελέτης διά τον επιστημονικόν αυτού χαρακτήρα ανεξαρτήτως γνωμών και πεποιθήσεων. Δρ. 4.
Βράιλα Αρμένη Περί πρώτων ιδεών και αρχών
Η φιλοσοφική διδασκαλία του Βράιλα περιλαμβάνεται εις το έργον τούτο, που αποτελεί συνάμα και περίληψιν πολλών φιλοσοφικών συστημάτων μεταφυσικής και καθαράς λογικής από Αριστοτέλους μέχρι Καντ. Δρ. 3.
Leon Tolstoi Το τέλος της εποχής μας.
Μετ. Σ. Φραγκοπούλου
Είναι το βιβλίον, που εξέδωκεν ο Τολστόη μετά τον Ρωσοϊαπωνικόν πόλεμον, φιλοσοφικός αντίλαλος των διαθέσεων της Ρωσικής ψυχής, αναφερόμενον όμως εις γενικότητας θεωριών εφαρμοσίμων εις κάθε λαόν και εις κάθε κοινωνίαν. Ο υπέρμαχος του δικαίου, ο απολογητής της ισότητος, ο κήρυξ της ειρήνης Τολστόη μας παρουσιάζει νέας απόψεις μέλλοντος της ανθρωπότητος εις το έργον του τούτο. Δρ. 1.50.
Σ. Αποστολίδου Αι ψυχώσεις.
Σύγγραμμα επιστημονικόν, όπου τα πλέον ενδιαφέροντα κεφάλαια της φυσιολογίας, η εγκληματικότης, αι μονομανίαι, αι γενετήσιοι διαστροφαί, ο εκφυλισμός, η ανισόρροπος ευφυΐα, αι ψευδαισθήσεις διερευνώνται και περιγράφονται σαφώς μετά περιέργων παραδειγμάτων εξ όλης της ιστορίας και κατά τρόπον αφηγηματικόν, δυνάμενον να ελκύση το ενδιαφέρον κάθε αναγνώστου. Δρ. 4
A. Debay Υγιεινή και φυσιολογία του γάμου
Μετ. Τ. Καρδαρά
Ήτοι φυσική και ιατρική ιστορία των συζύγων. Επιστημονική, αλλά και εύληπτος δι' όλους διδασκαλία των συζυγικών καθηκόντων, της τερπνής συμβιώσεως και της γεννήσεως υγιών τέκνων, συνάμα δε και υπόδειξις των μεγάλων εξ αγνοίας σχετικών νοσημάτων. Η μετάφρασις έγινεν εκ της 221ης γαλλικής εκδόσεως υπό του ιατρού Τ. Καρδάρα. Δρ. 3.
A. Debay Υγιεινή των ηδονών και τέρψεων
Μετ. Τρ. Ευαγγελίδου
Επιστημονική εξήγησις περί του μέτρου των γενετησίων ορμών παρά τω ανθρώπω, περί του τρόπου της χρήσεως σχετικώς με την ιδιοσυγκρασίαν, την ηλικίαν, τας εποχάς, τας κοινωνικάς συνθήκας κτλ. Η φωτισμένη διά του έργου τούτου ανάπτυξις των σχετικών κεφαλαίων της βιολογίας του εξησφάλισαν παγκόσμιον και συνεχή επιτυχίαν. Δρ 3.
Π. Βράιλα Αρμένη Περί ενότητος των Λογικών Στοιχείων
Εξακολουθών την ανάπτυξιν της νεωτέρας μεταφυσικής φιλοσοφίας εις το έργον αυτό ο Βράιλας εξηγεί επί τη βάσει των γενικών φυσικών φαινομένων πώς εμορφώθησαν οι θεμελιώδεις νόμοι της εφηρμοσμένης λογικής, οι οποίοι πάντες αποδεικνύουν την ύπαρξιν Θεού και ψυχής και παρουσιάζουν αναμφισβήτητον την ανωτέραν του ανθρώπου υπόστασιν. Δρ. 1
Jean Finot Η επιστήμη της ευτυχίας.
Μετ. Α. Γεωργιάδου
Παγκοσμίως γνωστός διά την επιστημονικήν και_ φιλολογικήν αξίαν των έργων του, που τα διαπνέει όλα φιλοσοφική αισιοδοξία, πραγματεύεται εις το βιβλίον του αυτό ο κ. Finot πώς δύναται κάθε άτομον και κάθε κοινωνία να ενισχύσουν το έμφυτον εις την ζωήν κεφάλαιον ευτυχίας και να το πολλαπλασιάσουν, ώστε η αποκαρτέρησις και ο απελπισμός — νοσηρά συμπτώματα — να περιορισθούν εις το ελάχιστον. Η φιλοσοφικότης, η ηθικολογία, ο επιστημονισμός του έργου συνδυάζονται με τερπνήν αφηγηματικότητα. Δρ. 3.
Π. Βράιλα Αρμένη Φιλοσοφικαί μελέται.
Το υπό τον τίτλον «Φιλοσοφικαί μελέται περί Χριστιανισμού» έξοχον θεολογικής και μεταφυσικής φιλοσοφίας έργον του Αυγ. Νικολάι, εις το οποίον διατυπούνται αι θεωρίαι περί Θεού, αθανασίας της ψυχής, θρησκευτικής αποκαλύψεως, προορισμού του ανθρώπου κτλ, συνδυασμένοι με τα δεδομένα των σημερινών γνώσεων, απεδόθη υπό του Έλληνος φιλοσόφου Βράιλα εις την γλώσσαν μας τόσον αρτίως, ώστε ν' αποτελή ίδιον αυτού έργον, φιλολογικόν και επιστημονικόν. Το όλον έργον τόμοι 3. Δρ. 12.
Max Nordau Κοινωνιολογικά παράδοξα.
Μετ. Π. Οικονομοπούλου
Το δεύτερον μέρος των φιλοσοφικών αντιλήψεων του Νορντάου, σχετικών προς την υπόστασιν της σημερινής κοινωνίας και προς τας τάσεις της μελλούσης κοινωνικής εξελίξεως, περιέχεται εις το έργον τούτο επιστημονικώς ριζοσπαστικόν και φιλοσοφικώς φιλελεύθερον. Δρ. 3.
Π. Βράιλα Αρμένη Στοιχεία φιλοσοφίας
Συμπλήρωσις του έργου «Περί πρώτων ιδεών και αρχών», και διδασκαλία ιδεολογίας, ηθικής ψυχολογίας και φιλοσοφίας είναι το έργον αυτό του φιλοσόφου Βράιλα, ο οποίος εις τον κύκλον των γνώσεων τούτων περιέλαβε και τας περί Γλυπτικής, Ζωγραφικής, Μουσικής, Ποιήσεως μεταφυσικάς αντιλήψεις, καθώς και τας περί δικαίου θεωρίας. Δρ. 3.
Felix le Dantec Ο αθεϊσμός.
Μετάφρασις Αρ. Καμπάνη
Το σύστημα του Οριστικισμού (déterminisme), ήτοι η φιλοσοφία ως συμπέρασμα των eξηκριβωμένων επιστημονικών γνώσεων, διατυπούνται με πολυμάθειαν, με ισχυρόν λογικόν ειρμόν και με συγγραφικήν χάριν εις το έργον τούτο του καθηγητού Νταντέκ σχετικώς με τας κοσμολογικάς και θρησκευτικάς θεωρίας. Χωρίς να διδάσκη καθαυτό τον αθεϊσμόν, πολεμεί κυρίως την αυθαίρετον σκέψιν εις κάθε δόγμα είτε θεϊστικόν είτε υλιστικόν και υποδεικνύει ορίζοντα ελευθέρας σκέψεως, υποταγμένης εις τους μαθηματικούς, φυσικούς, χημικούς και βιολογικούς νόμους. Ώστε ανεξαρτήτως πεποιθήσεων και ιδεών παρέχει ουσιαστικώς πλήθος γνώσεων εις κάθε άνθρωπον της σκέψεως. Η μετάφρασις επιμελημένη υπό του λογογράφου κ. Αρ. Καμπάνη Δρ. 4.
Θ. Καΐρη Φιλοσοφικά.
Είναι το κεφαλαιώδες έργον του εξόχου της νεωτέρας Ελλάδος ηθικολόγου, μεταφυσικού φιλοσόφου και αιρεσιάρχου Θ. Καΐρη, ο οποίος έσχε μεγάλην επίδρασιν παλαιότερα και έως σήμερον. Αι ιδέαι του περί Θεϊσμού, περί Ηθικής, περί Νόμων, περί Λογικής, περί Κόσμου κ.τ.λ. διατυπούνται εις το βιβλίον τούτο εύληπτα και σύντομα. Δρ. 2.
H. Taine Φιλοσοφία της τέχνης εν Ελλάδι.
Μετ. Αγαθονίκου
Η επιστημονική και κοινωνιολογική κριτική του διασήμου Ταιν περί των λόγων της αναπτύξεως της Καλλιτεχνίας, Ποιήσεως, Τραγωδίας, Γλυπτικής, Ζωγραφικής εν τη αρχαία Ελλάδι περιέχονται εις το βιβλίον αυτό. Η ποικιλία των γνώσεων, η κομψότης των αντιλήψεων, η γοητεία του ύφους το κάμνουν εξαιρετικά ελκυστικόν και προσιτόν εις κάθε αναγνώστην. Η μετάφρασις επιμελημένη υπό του Αχ. Αγαθονίκου._ Δρ. 2.50.
H. Taine Φιλοσοφία της τέχνης εν Ιταλία.
Μετ. Αγαθονίκου
Εις το έργον τούτο επί τη βάσει της θεωρίας του «του περιβάλλοντος» περιγράφει ο Ταιν την κοινωνικήν ζωήν των χρόνων της Αναγεννήσεως και εξηγεί πώς εφανερώθη εντός ολίγου χρόνου τόση ακμή τέχνης εν Ιταλία με τον Ραφαήλ, τον Μιχαήλ Άγγελον, τον ντα Βίντσι και τους άλλους κορυφαίους ζωγράφους, γλύπτας και καλλιτέχνας εν γένει. Δρ. 2.50.
Friedrich Nietzsche Η Γένεσις της Τραγωδίας
Μετάφρ. Ν. Καζαντζάκη.
Το θαυμάσιον ποιητικόν και φιλοσοφικόν έργον του Νίτσε περί της αρχαίας τραγωδίας. Εμβριθής γνώστης της Ελληνικής ιστορίας, βαθύς δε ψυχολόγος της Ελληνικής ιδέας, με ποιητικήν πρωτοτυπίαν και με κριτικήν ισχυράν έδωκεν αποκαλυπτικόν φως επί της αρχαίας τραγωδίας και γενικώτερον επί της Ελληνικής ζωής. Δρ. 3. —
Η μετάφρασις φιλολογική και πιστή υπό του κ. Ν. Καζαντζάκη.
Wilhelm Wundt Υπνωτισμός και Υποβολή.
Μετάφρ. Α. Πολυμέρη
Ο κορυφαίος σύγχρονος φιλόσοφος της Γερμανίας, δεινός βιολόγος, ψυχολόγος και μελετητής των κοινωνικών φαινομένων, ιδρυτής ιδίας φιλοσοφικής θεωρίας, συμπληρούσης την μεταφυσικήν αντίληψιν διά της επιστήμης και τανάπαλιν, ασχολείται εις το σύγγραμμα τούτο με τα φαινόμενα του υπνωτισμού και της υποβολής. Eξετάζει δε και αναλύει και κατατάσσει τα φαινόμενα ταύτα από φυσικής, χημικοζωικής και κοινωνιολογικής απόψεως. Δρ.3. —
Η μετάφρασις πιστή και σαφής υπό του κ. Α. Πολυμέρη.
Cesare Lombroso Ο εγκληματίας άνθρωπος
Μεταφρ. Μπάμπη Αννίνου
Το πολύκροτον επιστημονικόν και κοινωνιολογικόν σύγγραμμα του Λομπρόζο το προκαλέσαν σημαντικάς τροποποιήσεις των θεωριών και των εφαρμογών του Ποινικού Νόμου. Επί τη βάσει των δεδομένων της ψυχοπαθείας και της εμπειρικής ψυχολογίας, διά κλινικών δε και ποικίλων στατιστικών παραδειγμάτων αποδεικνύει ότι οι εγκληματίαι είναι έκφυλοι συνεπώς ανεύθυνοι από ατομικής απόψεως. Εισάγων ούτως άλλην θεωρίαν περί ποινής, υποδεικνύει και ριζικάς τροποποιήσεις ως προς την επιβολήν αυτής. Το σύγγραμμα, εκδοθέν εις δύο τόμους, είναι προσιτόν και εξόχως ενδιαφέρον εις πάντα αναγνώστην, απαραίτητον δε εις τους επιστήμονας, ιατρούς και νομικούς. Δρ, 8. —
Η μετάφρασις αρτία εκ της τελευταίας εκδόσεως υπό του κ. Μπάμπη
Αννίνου.
Leon Tolstoi Η Αναγέννησις.
Μετ. Σπ. Φραγκοπούλου
Αι μελέται της τελευταίας συγγραφικής περιόδου του μεγάλου ποιητού της Ρωσίας και φιλοσόφου περιλαμβάνονται εις τον τόμον τούτον. Μελέται θρησκευτικαί, κοινωνικαί, ηθικαί, σοσιαλιστικαί, όλαι διαυγείς και ήρεμοι εις την διατύπωσιν, αλλά ρηξικέλευθοι και επαναστατικαί κατ' ουσίαν. Η μετάφρασις φιλολογική υπό του κ. Σπ. Φραγκοπούλου. Δρ. 2.50
H. Poincaré Επιστήμη και υπόθεσις.
Μετάφρ. Π. Ζερβού
Το βαθύ και αποκαλυπτικόν έργον του κορυφαίου του αιώνος μας φιλοσόφου επιστήμονος. Επισκοπείται εις αυτό και καθορίζεται η σχετικότης και η αξία της επιστήμης και καταδεικνύεται η σημασία της υποθέσεως είτε επίστημονική είτε καθαρώς φιλοσοφική είναι αύτη. Ούτω τίθενται τα όρια της σήμερον ανθρωπίνης σκέψεως, διαγράφεται δε ευρύς ο ορίζων της επί τα πρόσω νοήσεως. Δρ. 4. _
Το έξοχον έργον μετέφρασεν ακριβώς και σαφώς ο κ. Παν. Ζερβός.
Τh. Ribot Προβλήματα της ψυχολογίας των συναισθημάτων.
Μετ. Ν. Δαραλέξη
Φυσιολόγος και φιλόσοφος ο συγγραφεύς επιχειρεί εις το έργον τούτο διά της επιστημονικής άμα και της ιδεολογικής μεθόδου την διερεύνησιν και εξήγησιν των πλέον περιπλόκων και μυχίων εκδηλώσεων της ανθρωπίνης ζωής. Δρ.3.
M. Maeterlincq Ο θησαυρός των ταπεινών.
Σειρά φωτεινών μελετών επί συγκεκριμένων θεμάτων και αφηρημένων ζητημάτων, ως αι υπό τους τίτλους το ξύπνημα της ψυχής — οι προειδοποιημένοι (περί του θανάτου) — Νοβαλίς — η καθ' ημέραν τραγικότης κ.λ.π., αποτελούντα σύνολον πρωτοτύπου ψυχολογίας και κοινωνικής φιλοσοφίας. Δρ. 3. —
Osipe Lourié Η φιλοσοφία του Ίψεν.
Μετ. Γ. Τσοκοπούλου
Η φιλοσοφική σκέψις η εμπνεύσασα το όλον έργον του Ίψεν, η βασιζομένη εις τας συγχρόνους βιολογικός δοξασίας, παρουσιάζεται εις ενιαίον σύστημα. Εν ταυτώ γίνεται συσχέτισις όλων των δραμάτων του μεγάλου Νορβηγού συγγραφέως, παρέχεται δε ακριβής ανάλυσις ενός εκάστου αυτών. Δρ. 3. —
A. Metchnikoff Μελέται περί της ανθρωπίνης φύσεως.
Μετ. Α. Γεωργιάδου
Ο διάσημος εν Γαλλία βιολόγος θέτει διά του έργου τούτου απόψεις νέας ηθικής, μη δεχόμενος ως ηθικήν βάσιν την ιδέαν της μετά θάνατον ζωής προβάλλων δε ως τοιαύτην την επιδίωξιν της μακροβιότητος. Παραλλήλως δε ως κοινωνικόν παράγοντα περιόδου και ως μέσον ηθικοποιήσεως υποδεικνύει αντί της φιλανθρωπίας την συναίσθησιν αμοιβαίας ωφελιμότητος. Δρ.4. —
H. Eckermann Συνομιλίαι Έκκερμαν και Γκαίτε.
Μετ. Ν. Καζαντζάκη
Αι φιλοσοφικαί αντιλήψεις, αι περί φιλολογίας και τέχνης γνώμαι και ο ιδιωτικός βίος του Γκαίτε κατά την ώριμον της ζωής του περίοδον περιλαμβάνονται εις το έργον τούτο. Δρ. 3. —
F. Viault και F. Jolyet Φυσιολογία του ανθρώπου.
Μετ. Αλ. Γεωργιάδου
Εξήγησις επιστημονική του ανθρωπίνου οργανισμού και περιγραφή των λειτουργιών του σώματος ευμεθόδως και αναλυτικώς, παρέχουσαι και ειδικάς και εγκυκλίους γνώσεις, απαραιτήτους διά την κατανόησιν της βιολογίας της κοινωνιολογίας και της καθόλου φιλοσοφίας. Δρ.12. —
A. Schopenhauer Το αυτεξούσιον.
Μετ. Α. Πολυμέρη
Ορμώμενον εκ της εμπειρικής ψυχολογίας και συνδυάζον τας παρατηρήσεις αυτής προς τα εκ της φυσιολογίας πορίσματα το έργον τούτο διερευνά αν πραγματικώς υπάρχη ελευθερία βουλήσεως εις τον άνθρωπον, κατά πόσον δε ούτος υφίσταται αναπόδραστον επίδρασιν προηγουμένων και συγχρόνου του έξωθεν ενεργειών, είναι δηλαδή ούτος αποτέλεσμα μάλλον ή αίτιον. Επί τη βάσει δε της ίδιας αυτού θεωρίας περί τούτων προβαίνων ο Σοπενάουερ αναπτύσσει συναφώς τας περί ηθικής αντιλήψεις του, πόρισμα της όλης φιλοσοφίας του. Δρ. 3. —
Papus Απόκρυφος επιστήμη — ψυχισμός
Μετ. Ν. Κουντουριώτου
Ο συγγραφεύς γνωστότατος εν Παρισίοις ιατρός και εκ των επιφανεστέρων μυστών του αποκρυφισμού εξωθεί την τόλμην της σκέψεως μέχρι των ακροτάτων ορίων εν τη εκθέσει των αντιλήψεων του αποκρυφισμού επί του Σύμπαντος, του Θεού και της Ψυχής, την οποίαν παρακολουθεί από της ελεύσεώς της μέχρι της οριστικής διά των διαδοχικών μετενσαρκώσεων τελειώσεώς της. Το βιβλίον έκαμε κατάπληξιν εν Γαλλία, τοιαύτην δε αναμφιβόλως θα προξενήση και παρ' ημίν τόσον εις τον γενικώς σκεπτόμενον κόσμον και τον επιστημονικόν, όσον και εις τους κοινονιολογούντας ιδιαιτέρως. Δρ. 4· —
Paul Lefert Επιτομή Φυσιολογίας.
Μετάφρ. Α. Καλλιβωκά
Εγκυκλοπαιδικόν επιστημονικόν έργον, περιγράφον και εξηγούν τα του ανθρωπίνου οργανισμού, ήτοι την σύστασιν και κυκλοφορίαν του αίματος, την λειτουργίαν της θρέψεως και της πέψεως, τα των μυών, νεύρων κλπ. κατά τρόπον ευχάριστον και αντιληπτόν εις όλους. Δρ. 5. —
Emerson Λόγια του κόσμου.
Μεταφρ. Θ. Χ. Φλωρά
Σειρά μελετών κοινωνικών, ψυχολογικών και φιλοσοφικών εκ των εξοχωτέρων του μεγάλου Σάξωνος συγγραφέως, τας οποίας διαπνέει και καθιστά εις όλους γοητευτικάς και αντιληπτάς μία υπέροχος πνοή ποιήσεως, με παραστατικότητα και ενάργειαν ύφους. Προηγείται βιογραφία κριτική του συγγραφέως υπό του μεταφραστού και έπονται αι μελέται: Προορισμός — Πλούτος — Λατρεία — Αυτεξούσιον — Χαρακτήρ — Θάρρος. Δρ. 3. —
Martin-Viel κλπ. Νόσοι και Θεραπείαι.
Μετ. Α. Καλλιβωκά
Μετ' επιμελή έρευναν συνεκεντρώθησαν υπό του μεταφραστού αι καλύτεραι ειδικαί μελέται εξόχων επιστημόνων, τοιαύται ώστε να δύνανται ν' αναγνωσθώσιν υφ' όλων και να είναι αντιληπταί, ευχάριστοι και οδηγητικαί επί των κυριωτέρων ασθενειών. Πλην της περιγραφής περιέχουσι διάγνωσιν και κυρίως οδηγίας προληπτικάς και θεραπευτικάς. Δρ. 5. —
N. Guyau Στοιχεία ελευθέρας ηθικής.
Μετ. Ν. Κουντουριώτου
Βιβλίον πολύκροτον. Η ηθική διδασκαλία του Γκιγιώ, ανεξάρτητος από παντός θρησκευτικού δόγματος και ηθικής κυρώσεως, τοιαύτην επροξένησεν εντύπωσιν εν Γαλλία, ώστε έγινεν αντικείμενον ιδιαιτέρας συζητήσεως εις την Γαλλικήν Φιλοσοφικήν Εταιρείαν. Οι γνωρίζοντες τας φιλοσοφικός αντιλήψεις του Νίτσε θα εκπλαγούν βλέποντες πώς δύο υπέροχοι διάνοιαι, από της αυτής βάσεως ορμηθείσαι, κατέληξαν εις συμπεράσματα εντελώς αντίθετα, ήτοι εις ένα εντελώς διαφορετικόν υπεράνθρωπον. Δρ. 5. —
Ν. Vaschide Ο ύπνος και τα όνειρα.
Μετ. Ν. Κουντουριώτου
Το αρτιώτερον προϊόν της περί ονείρων μελέτης είνε το έργον τούτο, εν ω εκτίθενται όλαι αι από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον έρευναι πάντων των σοφών, θίγονται δε ζητήματα σπουδαιοτάτης πρακτικής σημασίας, ως το της επιδράσεως των ονείρων επί της πραγματικής ζωής, της διαγνωστικής αυτών σημασίας, της χρησιμοποιήσεώς των ως παθογνωμονικών ενδείξεων κλπ. Δρ.4.—
[Μάλλον υπάρχουν και άλλες σελίδες τιμοκαταλόγου που λείπουν]
1) Ο ρευστός υδράργυρος και το κοπανισμένον υαλίον, τα καθ' εαυτά αβλαβέστατα, θεωρούνται κατά δημώδη πρόληψιν εν Ιταλία και πολλαχού, νομίζω, της Ελλάδος ως φοβερά δηλητήρια.
2) Αυτό το παραμύθι ήκουσα πολλάκις κατά τους παιδικούς μου χρόνους εις την Ιταλίαν, την ουσίαν εννοείται και όχι τα επεισόδια. Το έγραψα χωρίς την παραμικράν αξίωσιν ή καν πρόθεσιν ακριβούς ψυχαρισμού.
3) Τοιούτους εν Ελλάδι γιγαντείους ποντικούς έτυχεν άπαξ να ίδω εν Σύρω κατά την ανασκαφήν υπογείου οχετού εν τοις θεμελίοις ηρειπωμένης οικίας. Οι Συριανοί ονομάζουσι τούτους Νυφίστας, φαίνονται δε αντιστοιχούντες εις τους παρά τοις Γάλλοις λεγομένοις Surmulots ή rats de Montfaucon, κατά τινας όμως παρ' ημίν λογίους η Νυφίτσα ανήκει εις άλλο συγγενές είδος. Προ τριακονταετίας περίπου αντήχει την νύκτα, εν τη επί της λεωφόρου Αμαλίας οικία του αοιδίμου Δ. Μαυροκορδάτου ανεξήγητος θόρυβος, τον οποίον απέδιδον αι γραίαι γειτόνισσαι εις επιφοιτήσεις βρυκολάκων και εθεώρουν την οικίαν ως στοιχειωμένην, τούτο δε συνετέλεσε ν' απομακρύνει τους ενοικιαστας. Αλλά κατά την γενομένην υπό του κληρονόμου επισκευήν ανεκαλύφθησαν εν υπογείω οχετώ οι ταράσσοντες τον ύπνον των κοιμωμένων θορυβοποιοί, οίτινες ουδέν άλλο ήσαν ή τεραστίου μεγέθους ποντικοί.
4) Την τρίτην κάπως δυσέκφραστον της λέξεως σημασίαν έτυχε να μάθω βραδύτερον εν Αθήναις.
5) Χάρις εις τον προοδεύσαντα πολιτισμόν τα ανωτέρω κατασκευάσματα πωλούσιν ήδη εντός κομψών θηκών και αγγείων τα επί της οδού Σταδίου πολυτελή παντοπωλεία.
6) Ο τοιούτος συνδυασμός ωρισμένου τινός ήχου προς ωρισμένον αντικείμενον δεν υπερβαίνει την νοημοσύνην οικοσίτων τίνων ζώων κατά τας παρατηρήσεις του Δαρβίνου κ.λ.π.
7) Βλ. Ορφιλά Ιατροδικ. τόμ. α', σελ. 479.
End of Project Gutenberg's Works II, Short Stories, by Emmanuel Rhoides