Title: Αμλέτος
Author: William Shakespeare
Translator: Iakovos Polylas
Release date: March 27, 2010 [eBook #31797]
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. A table with spelling and other mistakes has been incorporated in the text. The spelling of the book has not been changed otherwise. In the ‘Μελέτη εις τον Αμλέτον’, page μ΄(i.e. 40) is missing. Words in italics are included in _.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Ο Πίνακας παροραμάτων έχει ληφθεί υπόψη στο κείμενο. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Εις το μέρος ‘Μελέτη εις τον Αμλέτον’, λείπει η σελίδα μ' (ήτοι 40). Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _.
Όσοι λάβουν τον κόπον να κρίνουν το προκείμενον φιλολογικόν έργον δεν θα δυσαρεστηθούν εάν προτάξωμεν ολίγας συντόμους εξηγήσεις ιδίως ως προς το γλωσσικόν μας σύστημα.
Ανήκομεν απ' αρχής εις την σχολήν, η οποία πρεσβεύει ότι η γραπτή γλώσσα, δια να εκπληρώση τον προορισμόν της, δεν πρέπει να διαφέρη ουσιωδώς από την κοινώς ομιλουμένην· και εις αυτήν την αρχαίαν πεποίθησίν μας εμμένομεν αφού βλέπομεν ότι η δημοτική γλώσσα, η οποία προ πολλού είχε εγκαταλειφθή εις την ορφανίαν της, ήδη με αυτόματον δύναμιν επεβλήθη εις τα ποιητικά πνεύματα τόσον γενικώς ώστε ήδη αφαίρεσε από την σχολαστικότητα την επικράτειαν του αισθήματος και της φαντασίας, είναι δε πιθανόν ότι, αν λάβη την απαιτουμένην διάπλασιν, θέλει αποβάλη την συστηματικήν γλώσσαν των λογίων, την καθαρεύουσαν, και από την επικράτειαν του λόγου. Τοιαύτην του γλωσσικού ζητήματος λύσιν δυνάμεθα ευλόγως να προΐδωμεν στηριζόμενοι εις ό,τι συνέβη εις όλα τα έθνη, όσα κατώρθωσαν να μορφώσουν γλώσσαν φιλολογικήν· και αυτού η ομιλούμενη γλώσσα, περιωρισμένη κατ' αρχάς εις τα έργα της φαντασίας, εις τα πονήματα, εις τα μυθιστορικά διηγήματα και εις τας απλάς χρονογραφίας, άμα έφθασεν εις ανδρικήν ηλικίαν, έγινε ικανή να αντικατασταθή εις την λατινικήν, η οποία εθεωρείτο η μόνη γλώσσα κατάλληλος δια επιστημονικά θέματα.
Αλλά η ρύθμισις της γλώσσης εις όργανον κανονικόν και διαφανές γενικής ζωντανής συνεννοήσεως, με άλλας λέξεις η μετάβασις από την φύσιν εις την τέχνην, δεν είναι έργον ατόμων, ούτε μιας μόνης γενεάς, ούτε είναι εξαγόμενον ξηράς θεωρίας· η αληθώς εθνική γλώσσα υποθέτει μεγάλα εθνικά κέντρα, εις τα οποία της φιλολογικής διαμορφώσεως προηγήθη ήδη η κοινωνική διοργάνωσις, και όπου συμπεριλαμβάνονται και συναρμολογούνται βαθμηδόν τα διάφορα συστατικά της κοινωνίας στοιχεία, εις τρόπον ώστε να μη αφίνεται να ενεργή μονομερώς ο κανονιστικός νους, αλλά να συμπράττουν συγχρόνως όλαι αι πνευματικαί δυνάμεις και να συμβάλλουν εις τον πλουτισμόν της γλώσσης όλα τα ηθικά κεφάλαια. Από τοιαύτα έμψυχα κέντρα εμπνέεται το πνεύμα και η καλαισθησία των δημιουργών συγγραφέων, και αυτοί πάλιν με τα πλάσματά των επενεργούν εις εκείνα, ώστε από αυτήν την αμοιβαίαν εργασίαν γεννάται μία ομοιόμορφος γλώσσα προωρισμένη να ήναι ο προφορικός άμα και ο γραπτός λόγος ολοκλήρου του έθνους.
Εις την Ελλάδα συνέβη η πνευματική αναγέννησις να προδράμη της κοινωνικής αναπλάσεως· και ενώ δεν υπήρχε κέντρον αρκετά περιεκτικόν και σπουδαίον, ώστε να χρησιμεύση ως χωνευτήριον, από το οποίον καθαριζόμενος ο προφορικός λόγος θα έφθανεν εις ενότητα οργανικήν, η ολιγαρχία του πνεύματος προσέφυγεν εξ ανάγκης εις τεχνητήν μέθοδον διαμορφώσεως· επήραμεν, ως αναφαίρετον ιδικήν μας κληρονομίαν, ολόκληρον την αρχαίαν γραμματικήν και όλον αδιακρίτως το λεκτικόν της αρχαίας Ελληνικής και κατεδικάσαμεν εις θάνατον όλους σχεδόν τους τύπους της νεωτέρας, ως λείψανα της δουλείας και της εθνικής ταπεινώσεως.
Από την σχολαστικήν εργασίαν ο προφορικός λόγος έπαθεν ήδη μεταβολήν, η οποία, κανονικωτέρα μέσα εις την τάξιν των λογίων, εξαπλόνεται, αν και με πολλήν ανωμαλίαν, και μέσα εις τον καθολικώτερον κοινωνικόν κύκλον. Το πραγματικόν τούτο φαινόμενον οι μεν φίλοι του δημοτικού ιδιώματος δεν πρέπει να παραβλέψουν, οι δε οπαδοί της καθαρευούσης δεν πρέπει να το θεωρήσουν ως απόδειξιν της επιτυχίας του συστήματός των· η αλλοίωσις είναι απλώς εξωτερική, εις τους καταληκτικούς τύπους και εις το λεκτικόν, και έχει τα φυσικά της όρια· ο ουσιώδης χαρακτήρ της νεωτέρας γλώσσης ούτε εξηλείφθη ούτε είναι δυνατόν να εξαλειφθή, εάν είναι αληθές ότι ο γλωσσικός χαρακτήρ δεν συνίσταται τόσον εις τους τύπους, οι οποίοι από διάφορα αίτια και αφορμάς ευκόλως μεταβάλλονται, όσον εις την σύνταξιν, δηλαδή εις τον εσωτερικόν οργανισμόν, ο οποίος εκφράζει τον ενδιάθετον λόγον και αποτελεί αυτό το πνεύμα του έθνους. Ο προφορικός λόγος των αρχαίων Ελλήνων, όπως εκρυσταλλοποιήθη εις τα συγγράμματα, ήταν εις το άκρον συνθετικός, τόσον ώστε καμμία γλώσσα, ουδέ αυτή η λατινική, δεν είναι αρκετή να τον αποδώση· ο προφορικός λόγος των νεωτέρων Ελλήνων, καθώς των άλλων νεωτέρων εθνών, είναι κατ' εξοχήν αναλυτικός, δηλαδή εις τοιαύτην αντίθεσιν προς τον αρχαίον, ώστε η σχολαστικότης, όσον και αν αγωνίζεται, δεν θα δυνηθή να του αφαιρέση ποτέ την αληθή του υπόστασιν και να την μετασχηματίση εις την ανωτάτην συνθετικήν μορφήν.
Εάν αι σκέψεις μας απορρέουν, ως νομίζομεν, από την πραγματικήν σημερινήν κατάστασιν της γλώσσης, ελπίζομεν ότι η μέθοδος την οποίαν παραδεχόμεθα δεν θέλει αποδοθή εις ιδιοτροπίαν. Εις τον έμμετρον λόγον, καθώς ήδη επράξαμεν εις την Μετάφρασίν μας της Οδυσσείας, αποκλείομεν τόπους τινάς και ακρωτηριασμούς, οι οποίοι και εις αυτήν την δημοτικήν γλώσσαν είτε έπεσαν ήδη είτε είναι προωρισμένοι να πέσουν· την πεζογραφίαν μας ηναγκάσθημεν να συμμορφώσωμεν προς τον συνήθη προφορικόν λόγον των πεπαιδευμένων, αλλά χωρίς να υπερβώμεν τα όρια, τα οποία διαγράφει ο ουσιώδης χαρακτήρ της νεωτέρας γλώσσης. Τοιαύτη μέθοδος, εάν εφηρμόζετο από δεξιάς χείρας, θα ημπορούσε να εξαλείψη βαθμηδόν την απέραντον διαφοράν η οποία σήμερον χωρίζει την γραπτήν γλώσσαν από την ομιλουμένην.
Εις την στιχουργίαν επεχειρήσαμεν τι νεώτερον και το υποβάλλομεν εις την εκτίμησιν του φιλολογικού μας κόσμου.
Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος βεβαίως κατέχει την πρώτην θέσιν εις την νεοελληνικήν μετρικήν και δύναται να ονομασθή ο κατ' εξοχήν εθνικός στίχος, αφού απ' αρχής τον ησπάσθη και τον ελάμπρυνε προ πάντων η δημοτική ηρωική μας ποίησις. Αλλά αυτός ο στίχος, ως είναι διηρημένος εις δύο σταθερά ημίστιχα τόσον χωριστά ώστε υπάρχει αναγκαία ανυπέρβλητος παύσις πάντοτε εις την ογδόην συλλαβήν, δεν έχει την απαιτουμένην διά την δραματικήν ποίησιν ευκινησίαν και γοργότητα. Τοιαύτην έλλειψιν του δεκαπεντασυλλάβου ενόησαν όσοι των στιχουργών μας έλαβαν την ατυχή ιδέαν να εισάξουν, ως αρμόδιον εις το δράμα, το ιαμβικόν τρίμετρον, κατασκεύασμα μηχανικόν και άρρυθμον, το οποίον, κατά την γνώμην μας, είναι και θα μείνη πάντοτε ξένον εις την αίσθησιν του έθνους. Προτιμότερος τούτου θα ήταν ο ενδεκασύλλαβος· αλλά και αυτός ο στίχος, αν και ρυθμικώτατος, εις την πολυσύλλαβον γλώσσαν μας, είναι τόσον ολίγον περιεκτικός, ώστε σπανίως δύναται να κλείση αυτοτελή περίοδον. Τοιαύτην αδυναμίαν βεβαίως δεν έχει ο δεκατρισύλλαβος στίχος, τον οποίον ημείς, εις την προκειμένην Μετάφρασιν, σηκόνομεν από την αφάνειαν εις την οποίαν ευρίσκεται, και τον μεταχειριζόμεθα ως κατάλληλον όργανον της δραματικής ποιήσεως· το μέτρον τούτο, ενώ έχει αρκετήν έκτασιν, έχει και το μέγα πλεονέκτημα να επιδέχεται ποικιλίαν ρυθμού τοιαύτην, ώστε δύναται φυσικώς να αναβιβασθή εις την λυρικωτέραν έντασιν, καθώς και να κατέλθη εις τον τόνον της συνήθους ομιλίας, — όπως αρμόζει εις την φύσιν του νεωτέρου οράματος, ιδίως του Shakespeare. Έχομεν τόσην πεποίθησιν εις την δύναμιν του στίχου τούτου, ώστε δεν αμφιβάλλομεν ότι άλλοι στιχουργοί θα αποδείξουν, καλήτερα παρ' ότι εδυνήθημεν ημείς, το εύστοχον της εκλογής μας.
Εν Κερκύρα τη 15 Ιουνίου 1889.
Όταν αναγινώσκομεν τον Αμλέτον πρώτην και ζωηροτάτην εντύπωσιν γεννά εις την ψυχήν μας η μεγάλη ποικιλία των συμβάντων, η διαφορά και η αντίθεσις των χαρακτήρων, το μέγα βάθος και η σφοδρότης των αισθημάτων, η πρωτοτυπία και το ύψος των εννοιών. Εις το ποίημα τούτο μας ανοίγεται κόσμος ολόκληρος όπου περιπλέκονται περιστατικά διάφορα, άλλα αναγκαία επακολουθήματα της αρχικής αιτίας του δράματος, άλλα έκτακτα και υπερφυσικά ακόμη, άλλα προερχόμενα από την θέλησιν του ανθρώπου και άλλα από την τύχην όπου το αίσθημα της αγάπης παρουσιάζεται, εδώ ως κτηνώδης φυσική ορμή, εκεί ως αγνή συμπάθεια η οποία βλαστάνει από την ομοιότητα των ψυχών όπου με την αυτήν ενάργειαν αναφαίνεται η ζοφερά και η φωτεινή όψις της ανθρωπίνης ψυχής, η απονωτέρα φιλαυτία και η φιλανθρωποτέρα αυταπάρνησις· όπου με την αυτήν ομοιαλήθειαν εικονίζεται τόσον η πραγματική φρενολογική αλλοίωσις όσον και η πλαστή παραφροσύνη ως κάλυμμα βαθυτάτης συνέσεως· όπου ξεσκεπάζονται οι λεπτότεροι και γενναιότεροι δισταγμοί της συνειδήσεως, καθώς και τα σκοτεινά βάθη, εις τα οποία βασανίζεται ένοχος καρδία· όπου από ένα μέρος βασιλεύει η ηθική εξαχρείωσις με όλο το γυάλισμα και το ψεύτικο χρώμα εξευγενισμένης κοινωνίας, και από το άλλο, εις άμετρον ύψος, λάμπει καθαρός ο ανώτατος λόγος, αντηχεί άδολος η φωνή της φύσεως, και ακούεται ειλικρινής η γλώσσα της αληθείας· όπου, τέλος πάντων, εις αντίθεσιν των χαμηλών σκέψεων και φρονημάτων, όσα υπαγορεύονται από αγενή πάθη, εμφανίζονται αισθήματα και θεωρίαι, αι οποίαι φαίνεται ότι απομακρύνονται από τον κύκλον, από το θέμα του δράματος, δια να μας μεταφέρουν εις ορίζοντα καθολικών υψηλών προβλημάτων όπου αποβλέπουν είτε τον προορισμόν του ανθρώπου, είτε την πρόσκαιρον αβεβαίαν και ματαίαν σημασίαν της ενεργείας του εις τον κόσμον, είτε το αίνιγμα της καταστάσεώς του εις την άλλην ζωήν.
2.
Αυτή μας η πρώτη εντύπωσις αυξάνει και μεταβάλλεται εις απορίαν, όταν σκεφθώμεν ότι δια τόσην έκτασιν και τόσο βάθος δεν φαίνεται επιδεκτική η πραγματική του προκειμένου δράματος υπόστασις. Το δραματικόν θέμα, το οποίον φυσικώς πηγάζει από το αρχικόν κακούργημα, από την δολοφονίαν του πατρός του Αμλέτου, συνίσταται εις τούτο, ότι ο μεν αδικημένος υιός και διάδοχος του θρόνου αισθάνεται το καθήκον και κυριεύεται από το πάθος να τιμωρήση τον φονέα του πατρός του και επιβάτην της βασιλείας, ο δε δολοφόνος έχει συμφέρον να προλάβη τον εχθρόν του και να τον θανατώση, όπως σωθή αυτός και χαρή εις το εξής ακίνδυνα τους καρπούς του εγκλήματός του. Τοιούτος αγών μεταξύ αδικητού και αδικημένου θα αποτελούσε δραματικήν πλοκήν και θα καταντούσε εις μίαν τραγικήν λύσιν ή με την τιμωρίαν του ενόχου ή με την αποτυχίαν του αδικημένου ή με την καταστροφήν και των δύο, ο δε ανταγωνισμός των χαρακτήρων και αι διάφοροι περιπέτειαι, εις τας οποίας θα παρουσιάζετο πλέον ή ολιγώτερον πιθανή η τιμωρία του αδικητού και ο κίνδυνος του αδικημένου, θα ήσαν βεβαίως ικανά να γεννήσουν ζωηροτάτην δραματικήν συγκίνησιν, αλλά πολύ διάφορον από το υψηλόν εκείνο ενδιαφέρον όπου από την πρώτην έως την ύστερην σκηνήν του Α μ λ έ τ ο υ μαγεύει τον νουν, την καρδίαν και την φαντασίαν μας. Και στηρίζεται εις τον ανταγωνισμόν δύο φοβερών αντιπάλων η εξωτερική κατασκευή του δράματος, αλλ' η ουσία του ποιήματος, ο ανώτερος πνευματικός λόγος ενυπάρχει όλος εις την εσωτερικήν πάλην, εις την οποίαν ευρίσκεται από την αρχήν έως το τέλος ο πρωταγωνιστής, η δε ψυχική τούτη κατάστασις δεν εξηγείται, εάν τον μετρήσωμεν με την στάθμην του κοινού ανθρώπου, εάν δεν κατανοηθή η πρωτότυπος και έκτακτος τούτη φύσις, οποίαν την συνέλαβε και την έπλασεν ο ποιητής.
3.
Ο Shakespeare εμόρφωσε το πρόσωπον τούτο με όλας τας ιδιότητας, με όλα τα χαρακτηριστικά της μεγαλοφυίας· εις την ψυχήν του Αμλέτου συνυπάρχουν με θαυμαστήν ισορροπίαν και συλλειτουργούν αρμονικώτατα νους ευρύτατος και ερευνητικός, τόσον ανοικτός εις τας εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου, όσον ικανός να υψωθή εις τας ανωτέρας σκέψεις και να αντικρύση ατάραχος τα πλέον μυστηριώδη φαινόμενα του υπερφυσικού, — κρίσις τόσον ορθή και βαθεία, ώστε πολλαίς φοραίς εκλαμβάνεται ως εμπνευσμένη πρόγνωσις ή ως προφητική προαίσθησις, — καρδία όπου αγκαλιάζει ενθουσιασμένη ό,τι αγαθόν και γενναίον και αποκρούει με αγανάκτησιν ό,τι κακόν και αχρείον, — φαντασία, η οποία, αν και υπέροχος, ποτέ δεν εισέρχεται εις την επικράτειαν των άλλων ψυχικών δυνάμεων, αλλ' ευρίσκεται πάντοτε πρόχειρος και ετοίμη να τας υπηρετήση εις την πρακτικήν των ενέργειαν. Αλλά τα άφθονα τούτα φυσικά δώρα θα εμαραίνοντο, θα έμεναν στείρα, αν ο Αμλέτος επερνούσε την νεότητα του εις την μολυσμένην ατμοσφαίραν της κοινωνίας και της Αυλής όπου εγεννήθη. Ο Αμλέτος εστάλη νέος να μορφωθή εις ξένον ανώτερον Εκπαιδευτήριον· και ενώ η υψηλή διδασκαλία εκαλλιέργησε την εκλεκτήν εκείνην φύσιν, την έφερεν εις τον ανώτερον βαθμόν της αναπτύξεως, την επροίκισε με ποικιλίαν γνώσεων και ελέπτυνε την φυσικήν καλαισθησίαν, οι σχολαστικοί τύποι και η θετική μάθησις δεν επεριώρισαν ποσώς την αυτεξουσιότητα του πνεύματος και δεν αφαίρεσαν τίποτε από την αγνότητα του αισθήματος και από την ζωηρότητα της φαντασίας.
4.
Ενώ ήταν ακόμη αφιερωμένος εις τας σπουδάς του, μέγα οικογενειακόν δυστύχημα, ο πρόωρος θάνατος του πατρός του, αφαιρεί τον Αμλέτον από την μελέτην και τον υποχρεόνει να περάση εις τον πρακτικόν βίον. Φθασμένος ήδη εις την ακμή της νεανικής ηλικίας, όταν όλαι αι δυνάμεις ήσαν μεσταί και πρόθυμοι να ενεργήσουν προς ευγενείς σκοπούς, ο Αμλέτος επανερχόμενος εις την πατρίδα, ευρίσκεται έξαφνα απέναντι κοινωνίας, η οποία είναι ανίκανος να τον εννοήση, όπου φαινομενικός πολιτισμός σκεπάζει βαρβαρότητα πραγματικήν, όπου παίδευσις ψευδής και σχολαστική μάθησις ενόθευσαν την φύσιν χωρίς να την ημερώσουν, όπου τα ήθη, τα έθιμα, οι τρόποι, όλος ο ηθικός και ο πνευματικός βίος είναι τοιούτος, ώστε αποτελεί ασυμβίβαστον αντίθεσιν προς την γενναίαν προαίρεσιν και την αληθώς εξευγενισμένην ψυχήν του. Αλλ' ό,τι συμβαίνει αμέσως μετά τον θάνατον του πατρός του ξεσκεπάζει εις αυτόν την πραγματικότητα εις όλην της την ασχημίαν. Εις τον υψηλόφρονα χαρακτήρα του δεν έχει τόπον το πάθος της φιλαρχίας καθ' εαυτό, αλλά ο Αμλέτος αγανακτεί διότι και μεγιστάνες και λαός αναίσθητοι εις την στέρησιν αγαθού βασιλέως, ο οποίος είχε δοξάση και μεγαλύνη την πατρίδα, αναβιβάζουν εις τον θρόνον την εξαχρείωσιν και την ανομίαν. Αλλά προ πάντων πληγόνει την καρδίαν του η διαγωγή της μητρός του· την μητέρα του είχε συνηθίση να θεωρή ως τον τύπον της σωφροσύνης, και τώρα την βλέπει πεσημένην εις το έσχατον όριον της γυναικείας αδυναμίας. Έχασε τον αγαθόν του πατέρα και δεν ευρίσκει παρηγορίαν εις την αγάπην μιας μητρός, την οποίαν δεν δύναται να σέβεται πλέον. Το φοβερόν χάσμα, το οποίον άνοιξε και χωρίζει τον Αμλέτον από την οικογένειαν και από την κοινωνίαν, η απομόνωσίς του, φανερώνεται με δραματικήν μορφήν υπερτάτην εις την σκηνήν, όπου πρώτην φοράν μας παρουσιάζεται ο Αμλέτος· όλος ο κόσμος λαμπροφορεί και πανηγυρίζει τον άνομον γάμον του Κλαυδίου και της Γελτρούδης, μόνος ο Αμλέτος μαυροφορεί, η δε στάσις του, η εκφραστική σιγή του απέναντι της υποκριτικής ομιλίας του θείου του, αι σημαντικαί απαντήσεις του προς την μητέρα του, δείχνουν ότι εις την απομονωμένην ψυχήν του ερριζοβόλησεν η λύπη και βράζει η αγανάκτησις.
Και τούτος είναι ο πρώτος σταθμός της μεγάλης μεταβολής την οποίαν ο εξωτερικός κόσμος έφερε διά μιας εις τον πνευματικόν βίον του Αμλέτου ό,τι εξανοίξαμεν από τους λόγους οπού επρόφερεν εις την βασιλικήν ακρόασιν εξηγείται κατά βάθος εις τον αμέσως επακόλουθον Μονόλογον. Αρχίζει με κραυγήν οδύνης και αγανακτήσεως· πρώτην φοράν διέρχεται από το πνεύμα του το απαίσιον φάσμα της αυτοκτονίας ως μέσον διά να αποφύγη ακατόρθωτον αγώνα εις έναν κόσμον, όπου αυτός αισθάνεται ότι δεν έχει τόπον, όπου δεν δύναται να εκπληρώση καμμίαν φιλάνθρωπον αποστολήν. Έως τώρα επίστευεν ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή το καλόν, αλλ' ήδη βλέπει ότι η κακία έπνιξε την αρετήν, καθώς εις ένα περιβόλι τα χονδροειδή και ανώφελα φυτά μεταβάλλουν την ήμερον κατάστασιν εις αγρίαν. Η φοβερά κατάπτωσις της μητρός του όχι μόνον εθανάτωσε τα τρυφερώτερα και ιερώτερα αισθήματά του, αλλά του παρουσιάζεται ως αλάνθαστον γνώρισμα του ηθικού νοσήματος το οποίον εσάπισεν ολόκληρον την κοινωνίαν. Η λύπη του, η απογοήτευσις, η απελπισία, δεν προέρχονται εις αυτόν από φίλαυτον αίσθημα· κανένα αυτός δεν προφέρει παράπονον διά την ιδιαιτέραν θέσιν του της ορφάνιας και της ανάγκης να ήναι υπήκοος βδελυρού βασιλέως· κινούμενος από υψηλήν φιλανθρωπίαν θρηνεί μόνον διά την ελεεινήν πραγματικότητα, εις την οποίαν δεν βλέπει άλλο παρά ορμήν αχαλίνωτον προς το κακόν.
6.
Το μέγα κακούργημα είχεν επινοηθή και ενεργηθή τόσο καταχθονίως ώστε ο θάνατος του Βασιλέως δεν εγέννησεν εις τον κόσμον την παραμικράν υπόνοιαν, και αυτοί οι φίλοι του Αμλέτου δεν απέδωκαν εις την εμφάνισιν του Πνεύματος την αληθή σημασίαν της· μόνον η προφήτισσα ψυχή του Αμλέτου, ο οποίος βλέπει συχνά τον πατέρα του με τους εσωτερικούς οφθαλμούς, είχε συλλάβη την υποψίαν ότι ο πατέρας του αδικοθανάτησε και ότι ο θείος του ήταν ο δολοφόνος· διά τούτο, ενώ πρώτα είχεν αποφασίση να αναχωρήση διά να αποχωρισθή από μισητήν κοινωνίαν, μένει αυτού, όχι διά να ενδώση εις την επιθυμίαν της μητρός του, αλλά διότι αισθάνεται την ανάγκην να εμβαθύνη εις την ζοφεράν οικογενειακήν υπόθεσιν· όθεν λαμβάνει επιφυλακτικήν στάσιν, υποχρεόνει τον εαυτόν του να δαμάση την ορμήν της αγανακτήσεως και να κρύψη εις τα βάθη της καρδίας την υποψίαν του,
καλό δεν είναι, ουδέ καλό τέλος θα λάβη· αλλά, καρδιά μου, πνίγου, επειδή την γλώσσαν πρέπει να κρατήσω.
Και όταν οι φίλοι τού διηγούνται το φοβερόν όραμα, ο Αμλέτος δεν παραδίδεται εμπαθώς και απερισκέπτως εις την πρώτην εντύπωσιν, αλλά κύριος του εαυτού του με πολλήν σύνεσιν και υπομονήν υποβάλλει εις λεπτομερή εξέτασιν την αντίληψίν των και άμα πείθεται ότι το μυστηριώδες εκείνο φαινόμενον δεν ήταν πλάνη της φαντασίας των αλλά πραγματικόν, αμέσως υπακούει εις την φωνήν του καθήκοντος, όπου του επιβάλλει να αντιμετωπίση, και με κίνδυνον της ζωής του υπερφυσικήν εμφάνισιν, από την οποίαν αυτός περιμένει κάποιαν φοβεράν αποκάλυψιν· ανυπομόνως προσβλέπει εις την στιγμήν οπού θ' απαντηθή με το Πνεύμα του πατρός του· η υπόνοιά του έγινε δι' αυτόν βεβαιότης και ήδη έχει την πεποίθησιν ότι
Έργα μιαρά θα βγουν 'ς το φως φανερωμένα, και αν 'ς την καρδιά της μέσα η γη τα 'χει κρυμμένα.
7.
Με αυτήν την προδιάθεσιν περιμένει εις το προσδιωρισμένον μέρος και εις την προσδιωρισμένην ώραν το Πνεύμα, και το δέχεται με τόσην γενναιοψυχίαν ώστε αμέσως το προσφωνεί με την πεποίθησιν ότι τοιαύτη παράβασις των φυσικών νόμων δεν γίνεται χωρίς κάποιον υψηλόν σκοπόν. Προαισθάνεται ήδη ο Αμλέτος ότι από τον πνευματικόν κόσμον θα αντηχήση φωνή να αναθέση εις αυτόν κάποιαν φοβεράν υποχρέωσιν, την εκτέλεσιν μεγάλου καθήκοντος, και τούτο εκφράζει με την ερώτησιν·
Ειπέ, διατί γίνεται αυτό; προς τι; τι πρέπει να πράξωμεν εμείς;
Ανδρικώς αποκρούει την αντίστασιν των φίλων του, και ακολουθεί το Πνεύμα, χωρίς να γνωρίζη πού, διότι η συναίσθησις του καθήκοντος, η φωνή του πεπρωμένου, (η μοίρα μου κραυγάζει) — η πίστις την οποίαν έχει εις την αφθαρσίαν της ανθρωπίνης φύσεως, το άχαρι της ζωής του, όλα τον αρματόνουν με θάρρος υπεράνθρωπον, διά να υπακούση εις την μυστηριώδη πρόσκλησιν και με θυσίαν της υλικής του υπάρξεως. Και όχι μόνον άφοβα ακολουθεί το Πνεύμα, αλλά και ως ίσος προς ίσον, ως αθάνατος προς αθάνατον, με θέλησιν ισχυράν, με αποφασιστικήν στάσιν, το υποχρεόνει να παύση την αόριστον εκείνην πορείαν εις το άγνωστον και απαιτεί να του εξηγήση επί τέλους τον λόγον της εμφανίσεώς του·
Πού θα με πας; ομίλει· δεν θα προχωρήσω.
Από τους λόγους του Πνεύματος ο Αμλέτος μανθάνει πράγματα ακόμη φρικτότερα απ' ό,τι είχεν αφ' εαυτού του μαντεύση· μανθάνει την κτηνώδη ασέλγειαν της μητρός του, την απιστίαν της προς τον πατέρα του, και ίσως υποπτεύεται μήπως αυτή έγινε και συνένοχος της δολοφονίας. Ο πατέρας του έπεσε θύμα αδελφοκτονίας, χωρίς να προφθάση να εξαγοράση την ψυχήν του, η οποία διά τούτο βασανίζεται εις τον άλλον κόσμον, και από τον άλλον κόσμον έρχεται διά να παρακινήση τον υιόν του να μη αφήση ατιμώρητον το έγκλημα, οπού ατίμασε τον θρόνον και εμόλυνε την βασιλικήν κλίνην της Δανίας.
8.
Ο Αμλέτος υπακούει εις την προσταγήν του πατρός του, δέχεται την εντολήν, αποφασίζει αμέσως να χωρισθή από τα όνειρα της νεότητός του, να εγκαταλείψη όσας γνώσεις είχε θησαυρίση από την μελέτην, και από την θεωρίαν του κόσμου, να λησμονήση τα πάντα διά να αφιερωθή εις το καθήκον να εκδικήση τον πατέρα του. Η πατρική θέλησις εκίνησεν εις τα βάθη της την τρυφεράν φιλοστοργίαν του και διά μιας τον αποσπά οριστικώς από τον ιδανικόν κόσμον, όπου εζούσεν ελεύθερος έως τώρα, διά να τον υποτάξη εις την ανάγκην της ενεργείας. Η βιαία τούτη μετάβασις, ο δεύτερος τούτος σταθμός της ηθικής μεταβολής του, κλονίζει όλην την ύπαρξίν του τόσον, ώστε και αυτός φοβείται μήπως συντριβή από το βάρος της νέας αποστολής του, μήπως παραλυθή το σώμα του, μήπως σαλευθούν αι διανοητικαί του δυνάμεις και δεν προφθάση να εκτελέση την θέλησιν του πατρός του·
συ, καρδιά μου, βάστα· νεύρα μου, σεις, μη ξάφνου τώρα μου γεράστε, στηρίξτε με σφικτά! Να μη σε λησμονήσω! ναι, καϋμένο Πνεύμα, ενόσω η μνήμη τόπον 'ς την σαλευμένην τούτην σφαίραν έχει ακόμη.
Υπό το κράτος της πρώτης εντυπώσεως είχεν υποσχεθή εις το Πνεύμα του πατρός του να ορμήση εις την εκδίκησίν του
με πτερά γοργότατα όσον είναι της θείας προσευχής ή της θερμής αγάπης,
αλλ' ήδη εις το πάθος αντιτάσσεται η σκέψις· ο Αμλέτος δεν σπεύδει προς το έργον^ μόνον ορκίζεται να έχη ως προορισμόν του την παραγγελίαν του πατρός του· ό,τι κατά πρώτον και μακρόθεν του παρουσιάσθη απλούν και εύκολον, τώρα, άμα έθεσε τον πόδα εις το πρακτικόν έδαφος, του φανερόνεται σύνθετον και δύσκολον^ εις όλο το φονικόν εκείνο δράμα αυτός βλέπει την εικόνα καθολικής αποσυνθέσεως, φρίττει και αδημονεί ότι εις αυτόν έτυχεν ο βαρύτατος κλήρος της αναπλάσεως·
Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.
Διά να μελετήση το πρόβλημα, διά να εύρη τον τρόπον να το λύση, του χρειάζεται καιρός· αλλά προς τούτο απαιτείται αναγκαίως να μείνη αυτός κύριος του εαυτού του, να μη φανερώση εις τους άλλους τον πόνον και την αγανάκτησίν του, να μη δείξη την ταραχήν της ψυχής του, να μη γεννήση εις τον θείον του την υποψίαν ότι κάτοχος ήδη του τρομερού μυστηρίου τρέφει την ιδέαν της εκδικήσεως. Αλλά πώς θα δυνηθή ο Αμλέτος, με τον υψηλόφρονα χαρακτήρα του, με την έμφυτον ειλικρίνειάν του, να αντικρύση εις το εξής ατάραχος την όψιν μιας μητρός εξαχρειωμένης, η οποία και ζώντα αδίκησε και νεκρόν εξακολουθεί να αδική τον πατέρα του, και ενός ανάνδρου υποκριτού, ο οποίος ατιμώρητος απολαμβάνει ήσυχα τους καρπούς της αδελφοκτονίας; Ό,τι δεν δύναται να κατορθώση η προαίρεσις, θα το πλάση η φανταστική δύναμις με την συνδρομήν ισχυράς θελήσεως· θα πάρη ο Αμλέτος __ήθος αλλόκοτο, μωρό_· θα παρουσιασθή από τώρα, και οπότε και όσον είναι ανάγκη, με όψιν καθ' ολοκληρίαν τεχνητήν, και τούτη η φαινομενική μεταμόρφωσις θα τον καταστήση ικανόν να ομιλή και να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τα αληθή αισθήματά του χωρίς να προδώση τον απόκρυφον σκοπόν του. Και ιδού, αμέσως άμα τον ευρίσκουν οι φίλοι του μετά την αναχώρησιν του Πνεύματος, παίζει το πλαστόν εκείνο πρόσωπον με τα αστεία επιφωνήματα, με τας ατόπους απαντήσεις, με την έκτακτον και ζαλισμένην ομιλίαν, με τους φοβερούς υπαινιγμούς, και δεν το αποβάλλει παρά αφού με ιερώτατον όρκον υποχρέωσε τους φίλους του να μη είπουν εις κανέναν ό,τι είδαν και ό,τι άκουσαν εκείνην την νύκτα, και να μη δείξουν ποτέ ότι γνωρίζουν τον λόγον της πλαστής παραφροσύνης του.
9.
Και σύμφωνα με το επινόημά του ο Αμλέτος συμπεριφέρεται εις τρόπον ώστε ο κόσμος γενικώς σχηματίζει την ιδέαν ότι αυτός πραγματικώς έχασε τας φρένας· μόνον η ένοχος συνείδησις του Κλαυδίου συλλαμβάνει την υποψίαν μήπως εις την αλλοίωσιν εκείνην υποκρύπτεται επικίνδυνος δι' αυτόν σκοπός. Εν τούτοις ο Αμλέτος δεν αποφασίζει να επανέλθη εις τον μισητόν κύκλον, όπου είναι υποχρεωμένος να ενεργήση· μένει ακόμη απομονωμένος, αγρυπνεί, νηστεύει, τήκεται, πάσχει αδυναμίαν ηθικήν, βυθίζεται εις την μελαγχολίαν. Εις την στιγμήν μεγάλης βαρυθυμίας νέα λύπη έρχεται να πληγώση την καρδίαν του. Ο Αμλέτος αγαπά την Οφηλίαν, διότι εις αυτήν βλέπει, εν τω μέσω της γενικής πλαστότητος και διαφθοράς, να σώζεται ακόμη η δροσερότης και η αφέλεια της φύσεως· την αγαπά διότι εις την σωματικήν καλλονήν και χάριν ανταποκρίνονται αγνή ψυχή και ωραία διάνοια ικανή να εννοήση και να εκτιμήση τα έξοχα προτερήματά του. Και ιδού απροσδοκήτως το μόνον αυτό πλάσμα, εις το οποίον κάπως αναπαύετο η ψυχή του, αποκρούει την αγάπην του, τον εγκαταλείπει. Η ανεξήγητος τούτη διαγωγή της Οφηλίας τον εμβάλλει εις μεγάλην απορίαν· τάχα η Οφηλία δεν πιστεύει πλέον εις την αγνότητα των αισθημάτων του, και τον θεωρεί ως έναν δόλιον εραστήν, ως έναν ασυνείδητον διαφθορέα; ή μήπως η έξαφνη μεταβολή της θα εξηγηθή ως τέχνασμα υποκριτικής αγνείας, ώστε ουδέ αύτη εξαιρείται εις την γενικήν διαφθοράν του γυναικείου γένους; Από άκραν ψυχικήν ταραχήν και αδημονίαν παρασύρεται ο Αμλέτος και μεταβαίνει να ιδή την Οφηλίαν διά να διαγνώση από αυτό το πρόσωπον της, εάν είναι δυνατόν, τα ενδόμυχα της ψυχής της, διά να μάθη αν θα καταδικάση εις την περιφρόνησιν και αυτό το μόνον αντικείμενον της αγάπης του και του σεβασμού του· και αφού τίποτε δεν είδεν εις την ουρανίαν εκείνην μορφήν να δικαιολογή τους φόβους του, πείθεται ότι η άρνησίς της προέρχεται από ξένην ενέργειαν, βλέπει εις την Οφηλίαν ένα αθώον πλάσμα ριμμένον εις τον κόσμον διά να πέση και αυτό θύμα της γενικής κακίας· διά τούτο την κλαίει με τα τρία κινήματα της κεφαλής, διά τούτο εξέρχεται από τα βάθη της ψυχής του ο απελπιστικός εκείνος στεναγμός, διά τούτο, ενώ αποχωρίζεται, δεν σηκόνει από αυτήν τους οφθαλμούς του, ως να ήθελε να φυλάξη ακεραίαν, απαράλλακτον, την άσπιλον εκείνην εικόνα και να την ενταφιάση με την αγάπην του μέσα εις τα βάθη της καρδίας του.
10.
Από την μακράν απομόνωσιν, από την απόλυτον απραξίαν ο Αμλέτος προβαίνει προς την ενέργειαν επανέρχεται εις την κοινωνίαν διά να διαδραματίση εκφραστικώτερα το πλαστόν πρόσωπον, το οποίον ωσάν ενστιγματικώς εφεύρηκεν ως μέσον διά να κερδίση καιρόν. Κλεισμένος μέσα εις το κάλυμμα της παραφροσύνης ανοίγει τον ακένωτον θησαυρόν της διανοίας του διά να προφυλαχθή από την έντεχνον κατασκόπευσιν του Κλαυδίου· αλλά μέσα εις την ελαφρότητα, εις την ιδιοτροπίαν, εις τον παραλογισμόν, εις τον περίγελων, εις τον σαρκασμόν, εις την ειρωνείαν, διαφαίνεται πάντοτε η πραγματική εσωτερική του διάθεσις. Από εκείνο το βάθος προερχόμενοι πένθιμοι τόνοι ακούονται και εις αυτήν ακόμη την αλλόκοτον, τραχείαν, απρεπή και άσπλαχνον ομιλίαν του προς τον Πολώνιον, προς τον οποίον φέρεται τόσον σκληρώς διά να απομακρύνη το ταχύτερον από σιμά του έναν ποταπόν υπηρέτην και μωρόν κατάσκοπον του Βασιλέως· αλλά ο μελαγχολικός ρυθμός λαμβάνει όλην την έντασιν, όταν το γενναίον αίσθημα της νεανικής φιλίας προς τους δύο συμμαθητάς του ανοίγει την καρδίαν του και τον αναγκάζει να αποβάλη διά μίαν στιγμήν την προσποιητήν παραφροσύνην και να εικονίση με τα ζωντανότερα χρώματα την κατάστασιν μιας ψυχής, εις την οποίαν ο ενθουσιασμός διά το Ωραίον και το Αγαθόν εσβύσθη, ενέκρωσεν η πίστις εις τον υψηλόν προορισμόν του ανθρώπου, ώστε ο κόσμος δι' αυτόν είναι πνιγηρά φυλακή και η πλάσις όλη παρουσιάζεται ως άρνησις της Τάξεως, του Ωραίου και του Αγαθού. Αλλά ήδη γεννάται η ερώτησις· τι άρα γε σκέπτεται ο Αμλέτος; πώς εννοεί να εκπληρώση την φοβεράν υποχρέωσιν την οποίαν τόσον αποφασιστικώς ανέλαβε να εκδικήση τον πατέρα του, να τιμωρήση τον ένοχον; Η κατάστασίς του είναι παθητική, και από αυτήν μόλις εξέρχεται διά να δείξη εις τους συμμαθητάς του, οι οποίοι απαρνούμενοι την φιλίαν έγιναν όργανα του θείου του, ότι ενόησε την αγενή εντολήν των^ ο τυχαίος ερχομός των ηθοποιών τού δίδει έξαφνα αφορμήν να λάβη στάσιν ενεργητικωτέραν· διοργανίζει αμέσως σκηνικήν παράστασιν, με την οποίαν θα δοκιμάση την συνείδησιν του Κλαυδίου, και δίδει προς τούτο εμπιστευτικήν παραγγελίαν εις τον ηθοποιόν, αρχαίον του φίλον. Η έννοια και η αφορμή τοιαύτης ενεργείας εξηγείται καθαρώτερα εις τον αμέσως ακόλουθον Μονόλογον^ αυτού ο Αμλέτος φανερόνει ό,τι συνέβαινε μέσα εις την ψυχήν του ενώ ο ηθοποιός με τόσην τέχνην και με τόσο πάθος απήγγελλεν απόσπασμα παλαιού δράματος. Κατ' αρχάς ο Αμλέτος ελέγχει πικρώς τον εαυτόν του διότι δεν ανταπέδωκεν ακόμη αίμα αντί αίματος, χαρακτηρίζει τον εαυτόν του ως άνανδρον, ως ουτιδανόν, διότι ακόμη δεν _επάχυνε όλα τα όρνεα τ' ουρανού με τα σπλάχνα__ του αδελφοκτόνου· άρα είναι πεπεισμένος περί της ενοχής του θείου του, και όμως αμέσως κατόπιν αμφιβάλλει περί αυτής, δυσπιστεί εις την υπερφυσικήν αποκάλυψιν του στυγερού οικογενειακού δράματος, φοβείται μήπως την έπλασε ο Πειρασμός διά να τον παρασύρη εις άδικον φόνον και να κολάση την ψυχήν του. Τούτη η ανεξήγητος αντίφασις μας ανοίγει νέαν βλέψιν εις την συνείδησιν του Αμλέτου, και μας κάμνει να υπολάβωμεν ότι όχι ποτέ αμφιβολία περί της ενοχής του Κλαυδίου, αλλά λόγος τις ανερεύνητος απ' αρχής αντετάχθη εις την πρώτην απόφασίν του, τον εσταμάτησε και τον σταματά ακόμη απέναντι της φονικής ανταποδόσεως, ωσάν να τον εσυμβούλευε μυστικώς να προτιμήση αντ' αυτής ενέργειαν ηθικήν, ψυχολογικήν τιμωρίαν, οποία θα κατορθωθή με την σκηνικήν παράστασιν.
11.
Αλλ' ενώ λογικώς πρέπει να πιστεύσωμεν ότι ο Αμλέτος προσβλέπει ανυπομόνως εις το εξαγόμενον του στρατηγήματός του, έξαφνα βλέπομεν ότι το πνεύμα του εγκαταλείπει πάλιν την πραγματικότητα, ότι κυριεύεται από καθολικάς σκέψεις, αι οποίαι όχι μόνον δεν έχουν σχέσιν προς το προκείμενον πρακτικόν πείραμα, αλλ' είναι τοιαύτης φύσεως ώστε απομακρύνουν τον άνθρωπον από οιανδήποτε ενέργειαν. Ο Αμλέτος επανέρχεται εις την αυτήν ψυχικήν διάθεσιν, η οποία εφανερώθη κατ' αρχάς (εις τον Μονόλογον της Α'. Πράξεως), όταν συντριμμένος από το βάρος της ζωής, αποστρεφόμενος έναν κόσμον εξαχρειωμένον, δέχεται διά μίαν στιγμήν τον πειρασμόν της αυτοκτονίας. Το αυτό πένθιμον ρεύμα, η βαθυτάτη βαρυθυμία, ανεφάνη κατόπιν με αισθηματικωτάτην έκφρασιν εις τον μυστηριώδη αποχωρισμόν του από την Οφηλίαν, και πάλιν με διαφανεστάτην ενάργειαν εις την συνομιλίαν με τους συμμαθητάς του. Αλλά εις τον προκείμενον Μονόλογον (να ήναι τις ή να μη ήναι) η προς τον κόσμον αποστροφή, το taedium vitae, παρουσιάζεται με την ζοφερωτέραν μορφήν. Ενώ άλλοτε την πρώτην ορμήν του προς αυτοθέλητον εγκατάλειψιν της ζωής είχε σταματήση ο προς τον θείον Νόμον σεβασμός, εδώ το θρησκευτικόν αίσθημα πρώτην φοράν εκλείπει, εδώ τα πάντα σαλεύονται μέσα εις την ψυχήν του Αμλέτου, κλονίζεται και αυτή η πίστις εις την πνευματικήν υπόστασιν του ανθρώπου· ο Αμλέτος ήδη αμφιβάλλει και περί της υπάρξεως μελλούσης ζωής, διότι όχι μόνον η θρησκευτική πεποίθησις, αλλά και αυτή η περί του άλλου κόσμου μαρτυρία, την οποίαν είχε λάβη από την υπερφυσικήν εμφάνισιν, όλα εξαφανίζονται καταποντιζόμενα εις την απέραντον της Απορίας άβυσσον όπου τρικυμίζεται το πνεύμα του Αμλέτου. Ως είναι προσηλωμένος όλος εις το θέαμα του κόσμου τούτου, όπου η Αρετή είναι θύμα της Κακίας και μάταιον αγωνίζεται αγώνα, ο Αμλέτος θεωρεί την ζωήν ως ζυγόν τυραννικόν, τον οποίον ο άνθρωπος, ως ον αυτεξούσιον, έχει δικαίωμα ν' αποτινάξη. Αλλά τοιαύτην απελευθέρωσιν, τοιαύτην κατάλυσιν του Κακού, καθιστάνει προβληματικήν η αμφιβολία, μήπως κάτι υπάρχει και πέραν του τάφου, και, εάν υπάρχει, μήπως εις την νέαν εκείνην κατάστασιν ο πόνος εξακολουθήση να ήναι αχώριστος από την ανθρωπίνην ύπαρξιν. Φοβερά έννοια! Εις την απαισιοφροσύνην του ο Αμλέτος δεν συλλαμβάνει την άλλην ζωήν, εάν υπάρχει, άλλως ή ως νέαν φάσιν του Κακού, και διά τούτο θερμώς εύχεται με το σώμα να συναποθάνη και η ψυχή, προσγελά εις τον θάνατον, εάν θα ομοιάζη ύπνον ατελεύτητον, ανώδυνον, στερημένον νέων εμφανίσεων. Ο τρόμος μιας άλλης ζωής, ο οποίος ενυπάρχει εις την συνείδησιν, θεωρείται από τον Αμλέτον ως αίσθημα οχληρόν και βλαπτικόν, διότι όχι μόνον αναγκάζει τον άνθρωπον να υποφέρη τα κακά του κόσμου τούτου, αλλά δεσμεύει και την ανθρωπίνην αυτεξουσιότητα και γίνεται πρόσκομμα εις τα μεγάλα και γενναία κατορθώματα·
Έτσ' η συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει, κ' έτσι το φυσικό της αποφάσεως χρώμα νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του.
βαθεία τωόντι σκέψις στηριζομένη εις ολόκληρον τον βίον της ανθρωπότητος, εάν είναι αληθές ότι εις τας μεγάλας μεταβολάς, όσας ετέλεσεν η ανθρωπίνη αυτοβουλία, ο Θείος Νόμος εσιώπησεν εις την συνείδησιν, αι θείαι εντολαί ελησμονήθησαν, όπως πραγματοποιηθή ό,τι κατά τας υπαγορεύσεις του ανθρωπίνου λόγου απαιτούσεν η ανάγκη της ανορθώσεως του Δικαίου. Αι σκέψεις του προκειμένου Μονολόγου, αν και φαίνεται να έχουν μόνον καθολικήν έννοιαν, όμως λαμβάνουν την αφορμήν από την συγκεκριμένην θέσιν του Αμλέτου, εις τον οποίον η ζωή έγινεν αφόρητος, τυραννική, από την στιγμήν οπού είδε την διαφθοράν και το έγκλημα ενθρονισμένα εις τα άδυτα της οικογενείας· αλλά πλέον μισητή θα καταντήση δι' αυτόν η ζωή άμα βάψη τα χέρια του εις το αίμα, άμα κάμη πράξιν εις την οποίαν διά λόγον εις αυτόν ανεξήγητον βλέπει τον όλεθρον της ηθικής του υπάρξεως· όθεν ενώ προαισθάνεται ότι κατόπιν της πράξεως δεν θα δυνηθή να υπομείνη τον πόνον της καταστάσεώς του και θα αναγκασθή να εγκαταλείψη ζωήν άσκοπον και ματαίαν, έρχεται ο τρόμος του αγνώστου της άλλης ζωής και παραλύει την τάσιν του προς την ενέργειαν, και τούτο είναι νέος λόγος δια να τον σταματήση έμπροσθεν του βαράθρου της φονικής εκδικήσεως.
12.
Ως από όνειρον οδυνηρόν και μυστηριώδες τον αποσπά έξαφνα η ωραία μορφή της Οφηλίας. Η παρουσία της από ένα μέρος ανοίγει την πληγήν της καρδίας του, την οποίαν απεφάσισε να κλείση διά πάντοτε εις την αγάπην, και από το άλλο εξυπνά την προς το γυναίκειον γένος αποστροφήν, η οποία εγεννήθη εις την ψυχήν του από την διαγωγήν της μητρός του. Και τα δύο τούτα αισθήματα από το βάθος, όπου συνυπάρχουν, ξεχωρίζονται παραλλήλως εκφραζόμενα εις την ομιλίαν του προς την Οφηλίαν, όπως αυτός την βλέπει πότε ως ένα μέλος σαπημένου κοινωνικού σώματος, πότε ως μίαν εξαίρεσιν, ένα πλάσμα αδιάφθαρτον, το οποίον, αν και αγνόν όσον ο πάγος, και όσον το χιόνι καθαρόν, δεν θα ξεφύγη την συκοφαντίαν, εις έναν κόσμον όπου η Αρετή εκατάντησε μύθος· εξομολογείται εις αυτήν ως εις αγίαν όλας τας ανθρωπίνους αδυναμίας του, τας μεγαλοποιεί, διότι κυριευόμενος από την απελπιστικήν ιδέαν την οποίαν εσχημάτισε περί της ανθρωπότητος, αμφιβάλλει και περί του εαυτού του και πείθεται ότι δεν θα είχεν άδικον η Οφηλία εάν δεν επίστευσεν εις την αγνότητα της αγάπης του· διά να την αποσπάση οριστικώς από αυτόν και από τον κόσμον αναιρεί με αναγκαίαν σκληρότητα το πραγματικόν προς αυτήν αίσθημά του και επιμόνως την παρακινεί να προφθάση να σωθή από τους κινδύνους του κόσμου. Ούτω, κάτω από την επιφάνειαν φοβεράς αγριότητος, η οποία πείθει την Οφηλίαν ότι ο Αμλέτος έχασε τας φρένας, λακταρίζει απέραντος αγάπη.
13.
Πλησιάζει η ώρα της σκηνικής παραστάσεως, και ο Αμλέτος την κανονίζει προνοητικώτατα, ώστε ν' ανταποκριθή επιτυχώς εις τον σκοπόν του· προσθέτει εις το δράμα μέρος το οποίον περιέχει άμεσον ομοιότητα με το μυστικόν κακούργημά του Κλαυδίου· δίδει εις τους ηθοποιούς οδηγίας διά να καταστήσουν την παράστασιν τόσον εναργή ώστε να ήναι αληθής καθρέπτης της φύσεως· κάμνει να προηγηθή παντομίμα, εις την οποίαν άφωνα πρόσωπα προεικονίζουν την αρχήν του δράματος και την λύσιν, και τούτο με τον σκοπόν να φέρη διπλούν κτύπημα εις την συνείδησιν του Κλαυδίου, η οποία, όσον και αν ήναι παγωμένη, δεν θα δυνηθή να μη ταραχθή από επανειλημμένην αντιπαράστασιν του ανομήματός της. Αλλά εις την ψυχολογικήν αυτήν έρευναν απαιτείται ψυχική γαλήνη οποίαν ο Αμλέτος αισθάνεται ότι δεν δύναται να έχη απέναντι του μισητού Κλαυδίου· διά τούτο προσλαμβάνει βοηθόν τον ακριβόν του φίλον, του οποίου γνωρίζει την μετριοπάθειαν, οπού τον κατέστησεν αδιάφορον τόσον εις την εύνοιαν όσον και εις την έχθραν της Τύχης. Ο Αμλέτος αγαπά τον Οράτιον, διότι βλέπει εις εκείνην την ψυχήν ασάλευτον την ισορροπίαν, την οποίαν αυτός αισθάνεται ότι κινδυνεύει να χάση, τον έχει εις την καρδίαν της καρδίας του, ως να ήθελε με τούτο να μετριάση την ακοίμητον φλόγα των αισθημάτων του, να γαληνεύση τους ανεξηγήτους κυματισμούς της ψυχής του. Εις τον μόνον τούτον φίλον είχε ξεμυστηρευθή τας φρικτάς αποκαλύψεις του Πνεύματος του πατρός του, και εις αυτόν εμπιστεύεται τώρα το σχέδιον και τον σκοπόν της σκηνικής παραστάσεως, διότι έχει ανάγκην να συνενώσουν τας κρίσεις των περί της αισθήσεως οπού αυτή θα προξενήση εις τον Κλαύδιον αλλά δεν ομιλεί ποσώς περί της ενεργείας η οποία λογικώς έπρεπε να εξακολουθήση, εάν το εξαγόμενον του στρατηγήματος αποδείξη αληθή την υπερφυσικήν μαρτυρίαν, την οποίαν ο Αμλέτος θέλει να υποπτεύεται ως έργον του Πειρασμού και ίσως εύχεται να αποδειχθή τοιαύτη διά να αποτινάξη την τρομεράν υποχρέωσίν του.
14.
Πριν αρχίση η σκηνική παράστασις και εις τα διαλείμματα ο Αμλέτος παίζει το πρόσωπον αυλικού γελωτοποιού· όθεν με ασέμνους εκφράσεις σατυρίζει τα ακόλαστα ήθη της Αυλής, με πικρούς υπαινιγμούς ειρωνεύεται την απιστίαν και την αναισθησίαν της Γελτρούδης, με τρομακτικούς σαρκασμούς πληγόνει την συνείδησιν του Κλαυδίου. Και όταν επιτυγχάνει εντελώς ο σκοπός της παραστάσεως, όταν το κακούργημα δεν μένει πλέον κρυμμένον εις την μονιά του, αλλά, όπως το είχε καταγγείλη φωνή από τον άλλον κόσμον, τώρα φανερώνεται εις την όψιν του ενόχου και εις τον ακράτητον φόβον οπού τον αναγκάζει να φύγη, ο Αμλέτος δεν σύρει το ξίφος· και αφού κατόπιν του Βασιλέως διασκορπίζονται και φεύγουν οι Αυλικοί, τι λέγει ο Αμλέτος ευρισκόμενος μόνος με τον φίλον του; Περί τιμωρίας αποδεδειγμένου πλέον ενόχου δεν γίνεται λόγος· ο Αμλέτος κατέχεται από άκραν αγαλλίασιν διότι με το μέσον της δραματικής τέχνης κατώρθωσε να σχίση την προσωπίδα του κακούργου, αλλά προ πάντων διότι εδυνήθη να εμβάλη τον τρόμον εις την ψυχήν του. Η αυτή ιλαρότης εξακολουθεί και εις τον αμέσως ακόλουθον διάλογον με τους δολίους συμμαθητάς του, όπου με ωραίαν φαντασίαν, με πλαστικώτατον τρόπον, τους περιπαίζει διότι ήσαν τόσον ανόητοι, ώστε να πιστεύσουν ότι ημπορούσαν να του ανασπάσουν την καρδίαν του μυστηρίου του. Αλλ' άμα ευρίσκεται μόνος του, η πρόσκαιρος εκείνη φαιδρότης εξαφανίζεται· στυγεροί στοχασμοί, ωσάν μιάσματα της Κολάσεως, πολιορκούν το πνεύμα του και τον σπρώχνουν εις την απάνθρωπον βίαν. Αλλά πάλιν η ορμή του αναχαιτίζεται· ο Αμλέτος ενθυμείται ότι θα υπάγη εις την μητέρα του, όπου διανοείται να εκπληρώση άλλο καθήκον· απομακρύνει τους φονικούς στοχασμούς, ως να εφοβείτο μήπως τον παρασύρουν έως την μητροκτονίαν! Και ενώ με αυτήν την πραοτέραν διάθεσιν σπεύδει προς την μητέρα του, έξαφνα του παρουσιάζεται ευκαιρία να τιμωρήση τον κακούργον· ο Κλαύδιος είναι αυτού γονατιστός, αφηρημένος εις την δέησιν, αφύλακτος· και ιδού ο Αμλέτος ήδη σύρει το ξίφος, είναι έτοιμος να διαπράξη δολοφονίαν αλλά νέα σκέψις του κρατεί το χέρι· ενθυμείται ότι ο πατέρας του πικρώς επαραπονέθη διότι ο αδελφός του τον έστειλεν εις τον άλλον κόσμον αδιόρθωτον, απροετοίμαστον· νομίζει ο Αμλέτος ότι η αληθινή εκδίκησις απαιτεί πλήρη την ανταπόδοσιν, και αυτή δεν κατορθώνεται εάν φονεύση τον αδελφοκτόνον εις την στιγμήν οπού προσευχόμενος εξαγνίζει την ψυχήν του· ο Αμλέτος θέλει όχι μόνον αίμα αντί αίματος αλλά και κόλασιν αντί κολάσεως. Τούτος ο συλλογισμός, οπού στηρίζεται εις την άτοπον υπόθεσιν ότι ψυχή οποία εκείνη του Κλαυδίου είναι επιδεκτική μετανοίας, τούτη η λεπτολογία της εκδικήσεως, ιδέα βαρβαρικής και προληπτικής εποχής, έχει την όψιν νέου σοφίσματος, εις το οποίον προσφεύγει ο νους του Αμλέτου διά να αναβάλη και πάλιν την απόφασίν του.
15.
Αφίνει το ακαταπαύστως σαλευόμενον έδαφος της φονικής ανταποδόσεως και μεταβαίνει πρόθυμα εις άλλο στερεώτερον και σύμφωνον με τα ευγενή και φιλάνθρωπα αισθήματά του. Θα επιχειρήση να εξυπνήση την αποναρκωμένην συνείδησιν της μητρός του, θα την παρακινήση εις την Μετάνοιαν. Ενώ προσκαλείται αυτός από την μητέρα διά να απολογηθή, παρουσιάζεται εις αυτήν ως κατήγορος και δικαστής, ως μόνος αντιπρόσωπος της Αρετής, ως μόνος υπέρμαχος του ηθικού νόμου, εις έναν κόσμον όπου εν τω μέσω των συντριμμάτων και του μολυσμού έμεινεν αυτός ακόμη όρθιος και καθαρός. Εις την εκπλήρωσιν ιερού καθήκοντος έξαφνα έρχεται να τον διακόψη αίσθησις πληκτική και τον εξαγριόνει· νομίζει ότι ακούει την φωνήν του αδελφοκτόνου ο οποίος κρύβεται αυτού διά να μάθη το μυστικόν του· σκέψις εδώ δεν μεσολαβεί· ήλθε, νομίζει, η στιγμή να εκτελέση την φοβεράν εντολήν του, και κάμνει τον φόνον, ως να εφόνευε δειλόψυχον και κακοποιόν ερπετόν· και ήδη πιστεύει ότι η τιμωρία έγινε· ο κακούργος κείται αυτού νεκρός· μόνον της μητρός του η κραυγή του δίδει αφορμήν να επιζητήση την λύσιν φοβεράς απορίας, η οποία απ' αρχής εβασάνιζε την φιλόστοργον καρδίαν του, δηλαδή μήπως η μητέρα του συνέπραξεν εις τον φόνον του πατρός του· διά τούτο την δοκιμάζει με απότομον σκληρόν υπαινιγμόν·
Ναι, ω μητέρα! φονικωτάτη πράξις! όσο βασιλέα να θανατώση τις κ' επάνω εις τον νεκρόν του να νυμφευθή κατόπιν με τον αδελφόν του.
αλλά ευτυχώς τούτος ο ονειδισμός γεννά εις την Γελτρούδην έκπληξιν τόσο φυσικήν ώστε γίνεται φανερόν ότι αυτή ουδέ καν γνώσιν είχε της δολοφονίας. Και ενώ νομίζει ότι τα πάντα ετελείωσαν, βλέπει αντί του πτώματος του Βασιλέως το πτώμα του γέροντος Αυλάρχου· ούτε λύπη ούτε μεταμέλεια ούτε άλλη σκέψις τον ταράττει εις εκείνην την στιγμήν· προχωρεί αμέσως εις τον ηθικόν αγώνα, τον οποίον ανέλαβε, να αποσπάση την άτυχη μητέρα του από τας βδελυράς αγκάλας του κακούργου, ο οποίος δεν απέθανε, αλλά ζη ακόμη και βασιλεύει. Με θερμόν ζήλον, με όλην την δύναμιν οπού δίδει εις τους λόγους του ο ενθουσιασμός και η πλαστικωτάτη φαντασία του, με την υπεράνθρωπον υπομονήν της αγάπης, κατορθόνει να νικήση την αρχαίαν αναισθησίαν ενός διεφθαρμένου πλάσματος, ανοίγει τους οφθαλμούς της μητρός του ώστε να βλέπουν πρώτην φοράν εις τα βάθη της καρδίας της τα ανεξάλειπτα στίγματα της κακοηθείας. Αλλά η νίκη δεν ημπορούσε να ήναι και θρίαμβος· εάν ο Αμλέτος επέτυχε να φέρη την μητέρα του εις συναίσθησιν της ηθικής πτώσεώς της, όμως δεν εδυνήθη να την κάμη να αποστραφή τον κακούργον, να φύγη από την άνομον κλίνην, να εύρη εις τον εαυτόν της μίαν ευτυχή γενναίαν ορμήν ώστε να ρίψη πέρα το χειρότερο μέρος της καρδίας της διά να ζήση καθαρώτερη με το άλλο. Όταν η Γελτρούδη, αν και ο υιός της της εδίδαξε τον τρόπον του εξαγνισμού, προφέρει την ερώτησιν· τι θα κάμω; ο Αμλέτος πείθεται πλέον ότι η ηθική της ατονία δεν έχει θεραπείαν, και τόσον απελπίζεται, ώστε διά μίαν στιγμήν πιστεύει ότι αύτη δύναται να λησμονήση την μητρικήν αγάπην και να προδώση τον υιόν της εις τον σατανικόν διαφθορέα της.
16.
Και ενώ με φαρμακωμένην καρδίαν εγκαταλείπει τον ευγενή εκείνον αγώνα, στρέφεται πάλιν ο νους του εις το πρόβλημα της φονικής εκδικήσεως, και πολλά συντρέχουν ήδη διά να τον σπρώξουν εις το φοβερόν εκείνο σημείον. Προ μικρού έβαψε τα χέρια του εις το αίμα, κατά την προαίρεσίν του εφόνευσε τον Κλαύδιον· εις τον αθέλητον φόνον του γέροντος Αυλάρχου τού φαίνεται ότι βλέπει τον δάκτυλον της Θείας Δίκης οπού τιμωρεί την απραξίαν του και τον προστάζει να γίνη εκτελεστής των ορισμών της· του επαρουσιάσθη και πάλιν τα Πνεύμα του πατρός του και του υπενθύμισε την υποχρέωσίν του· του έγινε γνωστόν ότι ο Κλαύδιος απεφάσισε να τον στείλη εις την Αγγλίαν με τους δύο δολίους συμμαθητάς του οπού κομίζουν σφραγισμένα γράμματα, όπου αυτός υποπτεύεται ότι περιέχονται φονικαί εναντίον του διαταγαί. Ιδού πόσα εξωτερικά περιστατικά τον κατεβάζουν ήδη από τον κόσμον της σκέψεως και τον εισάγουν ανεπαισθήτως και αναγκαίως εις τον σκοτεινόν λαβύρινθον του πραγματικού. Αισθάνεται ο Αμλέτος ότι ο τυχαίος φόνος του γέροντος Αυλάρχου είναι κακόν, εις τα οποίον θα επακολουθήσουν χειρότερα, ότι αυτό είναι αρχή ολοκλήρου αιματηρού δράματος, αισθάνεται ακόμη σκοτεινώς ότι ενδέχεται αυτός να εμπλεχθή εις τρόπον ώστε να μη εξέλθη ακριμάτιστος από την πάλην· και ενώ φαίνεται ότι απεφάσισε πλέον να εκτελέση τους ορισμούς της Θείας Δίκης, να τιμωρήση τον κακούργον, όμως, αντί να λάβη θέσιν επιθετικήν, δέχεται στάσιν αμυντικήν, ως να ήθελε και τώρα να απομακρύνη την πεπρωμένην στιγμήν, και του φαίνεται ότι θα εύρη ευχαρίστησιν εις τρόπον ενεργείας όλως αντίθετον προς την ειλικρίνειαν, προς την γενναιότητα, η οποία αποτελεί την βάσιν του χαρακτήρος του, εις το να αντιτάξη πανουργίαν εις πανουργίαν, εις το να κάμη ώστε τα θανατηφόρα μηχανήματα του Κλαυδίου και των δορυφόρων του να σπάσουν εις την κεφαλήν των·
Στέλνονται σφραγισμένα γράμματα, και οι δύο συμμαθηταί μου, οπού τους έχω πίστιν όσην να έχω δύναμαι 'ς οχιαίς φαρμακωμέναις, φέρνουν την εντολήν και αυτοί τον δρόμον πρώτοι θα μου δείξουν να φθάσω 'ς την κακοτροπίαν. Ας δουλεύση! τι αξίζει απ' την υπόνομόν του να τιναχθή μηχανικός εις τον αέρα! βαρύν αγώνα θα υποφέρω, αλλ' αποκάτω εις τα λαγούμια τους θα σκάψω εγώ 'ς το βάθος μίαν οργυιά, να τους πετάξ' ως το φεγγάρι. Ω πράγμα ηδονικό το ν' απαντήσ' εις μίαν γραμμήν αντίκρ' η μια την άλλην πονηρίαν!
Και ενώ τούτα διαλογίζεται δεν εστείρεψε εις την καρδίαν του η πηγή των δακρύων, τα χύνει ακράτητα, άμα ευρίσκεται μόνος του, επάνω εις το πτώμα του πατρός της Οφηλίας του, το οποίον προ μικρού εις τα μάτια της μητρός του με πλαστήν απονίαν έσυρεν έξω και συνώδευσε με πικρούς σαρκασμούς. Και πάλιν κάτω από τον πέπλον της αυτής αδιαφορίας, της αυτής χαιρεκάκου ψυχρότητος, απαντά κατόπιν τους δολίους συμμαθητάς του και τον Κλαύδιον· και η τρομακτική συμπεριφορά του, αι ζοφεραί σκέψεις, τας οποίας προφέρει, οι θανάσιμοι υπαινιγμοί, φέρουν νέον τρόμον εις την ήδη κατατρομασμένην ψυχήν του Κλαυδίου.
17.
Αλλ' αν και έλαβε όλα τα δυνατά μέτρα διά να ματαιώση το σχέδιον του εχθρού του και να επανέλθη σώος εις την Δανίαν, όμως ενώ αναχωρεί αισθάνεται ότι οι δισταγμοί του τον έφεραν εις την δύσκολον και επικίνδυνον θέσιν εις την οποίαν ευρίσκεται, και δια τούτο προσπαθεί και πάλιν να ανεύρη το ανεξήγητον αίτιον της απραξίας του. Λόγον να εκτελέση την εκδίκησιν έχει έναν πατέρα δολοφονημένον, μίαν μητέρα ατιμασμένην· ομολογεί ότι έχει και την δύναμιν και τα μέσα τ' αναγκαία προς την εκτέλεσιν· τίποτε εξωτερικώς δεν τον εμποδίζει, μάλιστα πολλαχόθεν του παρουσιάζονται παραδείγματα ανδρικής και αποφασιστικής ενεργείας, ως εκείνο του νέου ηγεμονόπαιδος, του οποίου ο στρατός περνά έμπροσθέν του πορευόμενος να απαντήση κινδύνους και θάνατον χάριν μόνον της φιλοτιμίας! Ποίος άρα γε είναι ο εσωτερικός λόγος, ο οποίος απ' αρχής εναντιώθη εις το αίσθημά του, εις την στερεάν απόφασίν του, εις την θέλησίν του; Τοιαύτην ερώτησιν απευθύνει ο Αμλέτος προς τον εαυτόν του και προχωρεί εις την έρευναν ως να είχεν έμπροσθέν του όχι την ιδίαν συνείδησιν αλλά ξένην, προσφεύγει εις εικασίας, και αποδίδει εις τον εαυτόν του ή κτηνώδη λήθαργον ή υπερβολήν περισκέψεως, η οποία τόσον ακριβολογεί τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της ενεργείας, ώστε δύναται να ονομασθή δειλία. Αλλά ο αληθής λόγος των δισταγμών του, κρυμμένος εις τα βάθη της ψυχής του, ανομολόγητος, μένει πάντοτε μυστήριον διά τον νουν του Αμλέτου. Εναντίον του αγνώστου τούτου αντιπάλου, ο οποίος ατονίζει την θέλησίν του, ο Αμλέτος αγανάκτησεν απ' αρχής, ως είδαμεν εις τον Μονόλογον της Β'. Πράξεως, αλλά τώρα (Μονόλογος Πρ. Δ'. σκ. δ'.) η αγανάκτησις εγείρεται ισχυροτέρα, η καρδία του με όλην την δύναμιν της θελήσεως αποσείει τον ζυγόν, η συναίσθησις της υποχρεώσεως να εκδικήση τον πατέρα του πνίγει την μυστηριώδη εκείνην φωνήν, ώστε αυτός αποφασιστικώς πλέον εκφωνεί·
Αν 'ς το εξής των λογισμών μου όλα τα βάθη δεν θα 'ναι φονικά, θα ειπώ 'πού ο νους μου εχάθη.
Και ιδού άμα εχειραφέτησε τον εαυτόν του από τον μυστικόν εκείνον σύμβουλον, παραδίδεται επικέφαλα εις το έργον της εκδικήσεως, κατεβαίνει τον ολισθηρόν κατήφορον της κακοηθείας, έτοιμος να αντιτάξη επιβουλήν εις επιβουλήν, να ανταποδώση φόνον αντί φόνου, γινόμενος οπαδός του σατανικού δόγματος της εποχής εις την οποίαν ανήκει, ώστε να μεταχειρισθή και ανήθικα μέσα διά να φθάση εις τον σκοπόν του. Άγιος του παρουσιάζεται ήδη, εις αυτόν επιβεβλημένος, ο φόνος του Κλαυδίου· η ζωή του αναγκαία διά να τον εκτελέση· αναγκαία εις την σωτηρίαν του και συγχωρημένη η δολοφονία των δύο συμμαθητών του. Αν και είχε αρματώση πλοίον, το οποίον ως πειρατικόν έμελλε να τους προσβάλη εις την ανοικτήν θάλασσαν και να τον ελευθερώση, όμως φοβούμενος μήπως το στρατήγημα τούτο αποτύχη και αυτός φθάση με τους συμμαθητάς του εις την Αγγλίαν, ευρίσκει και ανοίγει τα ύποπτα γράμματα, και, άμα ανεκάλυψε την θανατηφόρον διαταγήν, με τεχνικωτάτην πλαστογραφίαν την στρέφει εναντίον των συμμαθητών του, αν και αυτοί απλώς κομισταί του εγγράφου δεν εγνώριζαν το περιεχόμενον. Μετά την άπονον πράξιν επανέρχεται εις την Δανίαν, και αναγγέλλει εις τον Κλαύδιον την επιστροφήν του με επιστολήν, της οποίας η δουλική φράσις σκεπάζει υποκριτικώς τον φονικόν σκοπόν του.
18.
Αλλά δεν σπεύδει προς το ήδη προσδιωρισμένον τέρμα· πορευόμενος εις το κατηραμένον παλάτι της Ελσινόρης σταματά εις το νεκροταφείον, ως να ήθελε να ξανασάνη από τον κάματον και από τα μισητά έργα της ζωής εις την έρημον επικράτειαν του θανάτου. Αυτού παραδίδεται εις σκέψεις, αι οποίαι έχουν σχέσιν με το πρόβλημα, ως το έθεσεν άλλοτε, της ανθρωπίνης υπάρξεως, με την διαφοράν ότι τώρα δεν προσβλέπουν καθόλου πέραν του τάφου, αλλά περιορίζονται εις την ματαιότητα των κοσμικών πραγμάτων και πάσης ανθρωπίνης ενεργείας. Το taedium vitae και τώρα, αλλά ως σιγαλινόν ρεύμα, πλημμυρίζει την ψυχήν του· η φιλοθάνατος διάθεσίς του έρχεται εις άμεσον συνάφειαν με το φρικτόν φαινόμενον της υλικής αποσυνθέσεως, την αναλύει με ψυχράν λεπτολογίαν και την παρακολουθεί εις το άκρον όριόν της, έως το σημείον, όπου εξαφανίζεται κάθε ίχνος οργανικής μορφής, όπου η κόνις του ανθρώπου, οπού είχεν ως προορισμόν να μεταδίδη την ιλαρότητα εις τους ομοίους του, δεν ξεχωρίζεται πλέον από την κόνιν του κοσμοκράτορος οπού ετρόμαξε την οικουμένην. Και πόσον γίνεται φανερώτερον το απέραντον πένθος της ψυχής του, όταν από το άμορφον και αγνώριστον κρανίον αγαπημένου ανθρώπου του αστράπτει της φαιδράς παιδικής ηλικίας η ενθύμησις, η οποία, ως πικρά ειρωνία, σχίζει διά μίαν στιγμήν το σκότος, οπού τώρα τον χωρίζει από το φως της ζωής και από την θερμότητα των τρυφερών αισθημάτων. Εις την εμφάνισιν της κηδείας ο Αμλέτος παραμερίζει, ως να ήθελε να συνεχίση ήσυχα τας νεκρωσίμους σκέψεις του· με συμπαθητικόν αίσθημα παρατηρεί, όπως ενόησεν αμέσως από την κολοβωμένην τελετήν, ότι το φέρετρον εκείνο περιέχει άνθρωπον, τον οποίον ο πόνος ηνάγκασε να εγκαταλείψη την ζωήν. Αλλ' άμα ενόησεν ότι εκείνο είναι το λείψανον της Οφηλίας, αμέσως ανοίγονται όλαι αι εσωτερικαί πληγαί του, η αποκοιμισμένη αγάπη ανασταίνεται παντοδύναμος και σαλεύει την ισορροπίαν των ψυχικών του δυνάμεων· καρδία και φαντασία χειραφετημέναι από την εξουσίαν του λογικού γεννούν αλλόκοτα, τερατώδη, λόγια και κινήματα, τα οποία έχουν όλην την ταραχήν και την αταξίαν της παραφροσύνης. Και όταν συνέρχεται από την τρομεράν παραζάλην, αισθάνεται την ατοπίαν της θέσεώς του, και πριν αναχωρήση προφέρει γρίφους διά να πιστευθή από τους άλλους και προ πάντων από τον Κλαύδιον ότι πραγματικώς έχει χαμένα τα λογικά του.
19.
Υποχωρούν οι πένθιμοι διαλογισμοί, σιωπά το αίσθημα της αγάπης εις τα βάθη της ψυχής του Αμλέτου, και εις την επιφάνειαν αναφαίνεται πάλιν η ορμή προς την φονικήν ανταπόδοσιν, και, ως να προετοιμάζετο ήδη εις άμεσον ενέργειαν, αυτός έρχεται να εκθέση εις τον φίλον του πως ευτύχησε να ματαιώση τα δολοφόνα σχέδια του Κλαυδίου, τα οποία αποτελούν νέον λόγον διά να μη αναβάλη πλέον την τιμωρίαν. Δεν επεριμέναμεν από τον μεγαλόψυχον Αμλέτον ότι, έστω και διά να σώση την ζωήν του, ως αναγκαίαν εις την εκπλήρωσιν της εντολής του, ήθελε δολοφονήση, ως εδολοφόνησε, τους δύο συμμαθητάς του· αλλά περισσοτέραν φρίκην μας προξενεί η επιμονή, με την οποίαν προσπαθεί να δικαιολογήση εις τον φίλον του το σατανικόν κατόρθωμά του και η πεποίθησις, οπού αυτός φαίνεται να έχη, ότι έλαβεν εις τούτο συμβοηθόν την Θείαν Πρόνοιαν. Αλλ' ακριβώς αυτή η επιμονή, αυτή η επιδεικτική αταραξία προδίδει τον κρύφιον έλεγχον της συνειδήσεως του· ως ένοχος απολογείται προς τον φίλον, του οποίου τα μετρημένα λόγια υποδηλόνουν λύπην διά το πάθημα των δύο απεσταλμένων. Το ηθικόν του Αμλέτου έπαθε φοβεράν μεταβολήν, και εις αυτήν την κατάπτωσιν πρώτην φοράν τον ακούομεν να αναφέρη ως λόγον της εκδικήσεως έναν λόγον προσωπικόν, τουτέστιν ότι ο Κλαύδιος τον είχε αποκλείση από τον θρόνον, ενώ έως τώρα η προς την μνήμην του αδικημένου πατρός του αφοσίωσις ήταν μόνη αρκετή να του επιβάλη την τρομεράν υποχρέωσιν. Ο Αμλέτος έπεσεν εις ηθικήν ατονίαν, και όταν ο φίλος του τον παρακινεί πλαγίως να λάβη μίαν απόφασιν πριν ο Κλαύδιος μάθη τον θάνατον των δύο απεσταλμένων και τα πράγματα περιπλεχθούν, ο Αμλέτος δεν κάμνει κανένα σχέδιον, φαίνεται ότι αναπαύεται εις την πεποίθησιν ότι έως τότε ή και τότε θα του παρουσιασθή η ευκαιρία, το φοβερόν εκείνο δευτερόλεπτον,
ο μεταξύ καιρός είναι δικός μου, και όσον ένα να ειπής τόσ' η ζωή του ανθρώπου.
20.
Έπαυσε η εσωτερική αντίστασις, εσίγησεν ο ανεξερεύνητος λόγος τόσων δισταγμών, ο φοβερός αγών έχει γονατίση, έχει συντρίψη την ψυχήν του Αμλέτου· η θέσις του ομοιάζει αρνητική με την πεποίθησιν ότι αυτός είναι όργανον της Θείας Δίκης, εκτελεστής Ανωτέρας Θελήσεως, αδιάφορος, ατάραχος περιμένει έξωθεν την αφορμήν, την ώθησιν, το σύνθημα, να εκπληρώση την εντολήν του, και ήδη σκοτεινώς μαντεύει ότι τοιαύτη αφορμή θα προέλθη από τον αγώνα της ξιφομαχίας, όπου αναγκαίως υποπτεύεται νέαν φονικήν επιβουλήν του Κλαυδίου. Και ενώ προαισθάνεται μίαν αιματηράν λύσιν, και είναι έτοιμος να την απαντήση, ταυτοχρόνως, ανάμεσα εις την φαινομενικήν ιλαρότητα με την οποίαν διά τελευταίαν φοράν εμπαίζει και παρωδεί το μωρόν και δουλικόν ήθος των Αυλικών εις το πρόσωπον του Οσρίκου, εκφέρει τρομακτικάς αμφιλογίας, όπου αινίττεται την επικειμένην μεταξύ αυτού και του Κλαυδίου θανάσιμον πάλην, όταν λέγη· εάν ο Βασιλέας μένει εις την γνώμην του, εγώ θα κερδίσω δι' αυτόν το στοίχημα, αν δυνηθώ· ειδεμή δεν θα κερδίσω παρά την εντροπήν μου· — εγώ δεν αλλάζω γνώμην· αυτή συμμορφόνεται με την επιθυμίαν του Βασιλέως· αν ευκαιρεί αυτός, ευκαιρώ και εγώ, τώρα ή εις οιανδήποτε ώραν· και όταν ειρωνικώς χαιρετά τον ερχομόν του Κλαυδίου και της Γελτρούδης με την καλήν ώραν. Έφθασεν η καλή ώρα, και ο Αμλέτος κατέχεται από θανατικόν προαίσθημα τόσο καθαρόν, ώστε το ομολογεί εις τον φίλον του, αλλ' αναπαυόμενος ήδη εις την Θείαν Βούλησιν αδιαφορεί προς το εσωτερικόν εκείνο προμήνυμα. Ειλικρινώς προσπαθεί να εξιλεωθή με τον Λαέρτην, εις τον οποίον βλέπει ένα από τα θύματα της παραφοράς του, διότι τόση απόστασις τον εχώρισεν ήδη από την πρώτην ψυχικήν του κατάστασιν, ώστε πιστεύει ίσως και αυτός ότι η ανεξήγητος εκείνη εσωτερική πάλη προήρχετο από πραγματικήν διατάραξιν της διανοίας· σπεύδει πρώτος ν' αρχίση την ξιφομαχίαν προαισθανόμενος ότι εκείνο το παιγνίδι θα επιταχύνη την κρίσιν· πρώτος ζητεί να δοθούν τα ξίφη· πρώτος δίδει το σύνθημα, αλλά ταυτοχρόνως φροντίζει ώστε να μη τον προλάβη επιβουλή του Κλαυδίου, και δεν πίνει, αν και ο Κλαύδιος και κατόπιν και η Γελτρούδη του προσφέρουν το ποτήρι· μ' επιμονήν εξακολουθεί τον αγώνα, κεντά την φιλοτιμίαν του αντιπάλου του, ακριβώς εις την στιγμήν οπού εις την συνείδησιν τούτου εκλονίζετο η δολοφόνος απόφασις. Και η καταστροφή επέρχεται· η περιμενομένη αφορμή επαρουσιάσθη· ένα νέον κακούργημα, μία νέα προδοσία του δολοφόνου, του αιμομίκτου, του κατηραμένου Βασιλέως επιβάλλει εις τον Αμλέτον, ως ήθελεν αναγκάση οιονδήποτε άλλον άνθρωπον, να τον τιμωρήση εις τον τόπον. Και προφθάνει να ελευθερώση τον κόσμον από εκείνο το τέρας, αλλά δεν προφθάνει να αποπλύνη με μίαν δημοσίαν εξομολόγησιν το όνειδος των κακών πράξεων όπου τον παρέσυρεν η ανάγκη της εκδικήσεως· αφίνει αυτήν την φροντίδα εις τον φίλον του και λυπείται διότι αποθνήσκει χωρίς να μάθη τα νέα από την Αγγλίαν, ως να εύχεται να απέτυχε το φονικόν εκείνο στρατήγημα· ο θάνατος σφραγίζει τα χείλη του, και ο Αμλέτος φέρει εις τον τάφον το ανεξιχνίαστον μυστήριον της συνειδήσεώς του· __ό,τι απομένει είναι σιωπή_.
21.
Εις την εξέτασιν του προσώπου του Αμλέτου επροχωρήσαμεν συνθετικώς όπως από τα διάφορα διαδοχικά ψυχικά φαινόμενα δυνηθώμεν να εισέλθωμεν εις τον βαθύτατον λόγον, εις το αληθινόν αίτιον, το οποίον γεννά τόσους δισταγμούς, τόσας αντιφάσεις και τόσας ανωμαλίας εις όλην την πορείαν του. Αναμφιβόλως δύο διαθέσεις συνυπάρχουν και συγκρούονται εις την ψυχήν του, η μεν φανερά, και αυτή είναι η ορμή προς την εκδίκησιν, η ζωηρά συναίσθησις της υποχρεώσεως να εκτελέση την προσταγήν του πατρός του, η δε απόκρυφος και ομοίως ισχυρά, η οποία εις το πείσμα της θελήσεώς του απ' αρχής μεσολαβεί μεταξύ αποφάσεως και εκτελέσεως, και παραλύει πάσαν σκέψιν, ματαιόνει οιανδήποτε σκόπιμον ενέργειαν. Όταν ο άνθρωπος έχει την θέλησίν να πράξη τι και δεν μεταβαίνει εις την πράξιν από αιτίαν εις αυτόν ανεξήγητον, η εσωτερική τούτη εναντίωσις προς την βούλησίν του πρέπει εξ ανάγκης να προέρχεται ή από κάποιαν οργανικήν του έλλειψιν, η οποία τον καθιστάνει ανίκανον προς πάσαν θετικήν πράξιν, ή από την πνευματικήν του υπόστασιν καθ' εαυτήν, η οποία, αν και μη αφυής προς την ενέργειαν, όμως από την φύσιν επλάσθη και από την μόρφωσιν έγινε τοιαύτη, ώστε δεν στέργει ωρισμένην τινά πράξιν, διότι ενέχει έννοιαν ασύμφωνον προς τα αισθήματά του και τας ιδέας του. Το πρώτον είναι φυσική αδυναμία, την οποίαν η φιλαυτία μας ή δεν αναγνωρίζει παντάπασι ή δεν ομολογεί προς τον εαυτόν της· το δεύτερον είναι ηθική δύναμις υπερτάτη, της οποίας δεν έχομεν πλήρη την επίγνωσιν, διότι αποτελεί αυτήν την πνοήν, αυτήν την ρίζαν της υπάρξεώς μας. Μίαν οργανικήν αδυναμίαν ευρίσκουν εις τον χαρακτήρα του Αμλέτου σχεδόν όλοι οι Κριτικοί, και όσοι σύμφωνοι με τον Goethe αποδίδουν την απραξίαν του εις την στέρησιν της ηρωικής ιδιότητος αναγκαίας διά τα μεγάλα κατορθώματα, και όσοι, κατά την γνώμην του Coleridge και του Schlegel, ισχυρίζονται ότι υπερβολική ανάπτυξις της σκεπτικής δυνάμεως εις τον Αμλέτον ατονίζει την ενεργητικήν, και ακόμη όσοι υποστηρίζουν ότι απαισιόδοξος διάθεσις προερχομένη από την απελπιστικήν ιδέαν, την οποίαν αυτός εσχημάτισε περί της ανθρωπότητος, παριστάνει εις το πνεύμα του οιονδήποτε ανθρώπινον έργον άσκοπον και μάταιον. Άλλοι Κριτικοί ευρίσκουν τον λόγον της ηθικής αμηχανίας του Αμλέτου εις την δυσκολίαν της αποστολής του· κατ' αυτήν την γνώμην, προς την οποίαν κλίνει η κριτική της εποχής μας, ο Αμλέτος στενοχωρείται από την σκέψιν ότι καλείται να τιμωρήση κακούργημα το οποίον αυτός μόνος γνωρίζει, ώστε, εάν φονεύση τον φονέα του πατρός του, θα εκτελέση δικαίαν πράξιν, την οποίαν όμως δεν δύναται να δικαιολογήση εις τα όμματα του κόσμου.
22.
Κατά την κρίσιν μας ούτε η θυμική δύναμις εις τον Αμλέτον είναι ελλιπής, ούτε η διανοητική πάσχει, ως είπαν, από υπερτροφίαν προς βλάβην εκείνης, ούτε λόγοι φύσεως καθαρώς ηθικής ή εξωτερικής εκτιμήσεως αποτελούν το πρόβλημα της συνειδήσεως του Αμλέτου. Μικρόψυχος δεν είναι ο άνθρωπος, ο οποίος, ως ο Αμλέτος, ποτέ δεν υποχωρεί απέναντι του κινδύνου, και ατρόμητος αντιμετωπίζει τον θάνατον· ανίκανος εις πράξιν μελετημένην δεν είναι ο άνθρωπος, ο οποίος με πρακτικώτατον νουν μορφόνει σχέδιον και το εκτελεί, ως πράττει ο Αμλέτος όταν επινοεί και θαυμασίως παρασκευάζει το στρατήγημα της σκηνικής παραστάσεως, εις το οποίον και επιτυγχάνει τον σκοπόν του, και όταν με τόσην οξυδέρκειαν, με τόσην ψυχρότητα, όχι μόνον μηδενίζει τα επίβουλα τεχνάσματα του αντιπάλου του αλλά και τα στρέφει εναντίον των οργάνων του. Η φύσις του Αμλέτου είναι ακεραία, είναι ολομερής, και αυτή ακριβώς η εντέλεια του οργανισμού του ευρισκομένη εις απότομον αντίθεσιν προς τον πραγματικόν κόσμον, όπου καλείται να αναπτυχθή, αποτελεί την ατυχίαν του. Αλλά η θέσις του τότε γίνεται αληθώς τραγική, όταν σιδηρά ανάγκη τον βιάζει, όχι μόνον να έλθη εις άμεσον σχέσιν με κόσμον αντιπαθή προς αυτόν, αλλά και αυτού μέσα να αναδεχθή αγώνα, τον οποίον δεν δύναται να φέρη εις πέρας ειμή εάν αποχωρισθή από τον εαυτόν του, ειμή εάν αφομοιωθή προς ό,τι είναι ουσιωδώς αναίρεσις των ιδεών και των αισθημάτων του.
23.
Διά να δημιουργήση τοιαύτην θέσιν ο ποιητής εφευρίσκει δραματικόν όργανον τοιούτον ώστε να έχη δύναμιν ακαταμάχητον εις την ψυχήν του Αμλέτου. Αυτή η ψυχή του πατρός του, αν και βασανίζεται εις τον άλλον κόσμον διά να καθαρισθή, υπερβαίνει τον φραγμόν, οπού έπρεπε αιωνίως να την χωρίση από τα ανθρώπινα πάθη, και προ πάντων από την μνησικακίαν, και έρχεται να ανακαλύψη εις τον υιόν του την μυστικήν δολοφονίαν και να ζητήση εκδίκησιν. Τούτη η φωνή από τον άλλον κόσμον πιάνει τον Αμλέτον από τα βαθύτερα και ιερώτερα αισθήματα, και του επιβάλλει ως υπερτάτην υποχρέωσιν την φονικήν ανταπόδοσιν. Λαμβάνει και δέχεται την εντολήν να μη συγχωρήση ώστε ο αδελφοκτόνος να εξακολουθή να ατιμάζη τον θρόνον και να μολύνη την βασιλικήν κλίνην της Δανίας· και τούτο πώς άλλως κατορθόνεται παρά με τον φόνον του ενόχου; Διά μίαν στιγμήν ο Αμλέτος νομίζει ότι δύναται να δώση εις την μονομερή αυτήν αποστολήν καθολικωτέραν ευγενή σημασίαν, πιστεύει ότι, με το να εκτελέση τοιαύτην προσταγήν του πατρός του, δύναται να φέρη την αποκατάστασιν του Δικαίου, την ανόρθωσιν του ηθικού Νόμου·
Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.
Αλλά απέναντι της γενικής διαφθοράς, οπού είναι η γεννητική αιτία, όχι το αποτέλεσμα, του ωρισμένου κακουργήματος, τι σημαίνει η πτώσις του μεγάλου ενόχου; πόθεν θα πεισθή ο Αμλέτος ότι με το να κάμη φόνον θα επιτύχη, έστω και μακρόθεν, τον σκοπόν προς τον οποίον τείνει η ενθουσιώδης, η εξημερωτική ψυχή του; Ή μήπως δύναται να καθησυχάση την συνείδησιν του, να εξαγνίση την πράξιν του, με την πεποίθησιν ότι με αυτήν επιβάλλει τιμωρίαν; αλλά δύναται ο άνθρωπος να αντιποιηθή θέσιν δικαστού άμα και τιμωρού απέναντι των ομοίων του; δύναται να πράξη αυτοβούλως ως άτομον ό,τι μόλις του συγχωρείται να πράξη ως αντιπρόσωπος της κοινής συνειδήσεως; Ή μήπως δύναται ο Αμλέτος να παραδοθή εις την μυστηριακήν πίστιν ότι αυτός είναι το προωρισμένον όργανον της Θείας Δίκης; Τοιαύτην παθητικήν κατάστασιν δεν αποδέχεται ψυχή μεγάλη, ως εκείνη του Αμλέτου, ενόσω έχει ακόμη πλήρη την συναίσθησιν της ανθρωπίνης αυτεξουσιότητος, μία ψυχή διά την οποίαν μόνον η ελευθέρα θέλησις και η πεφωτισμένη συνείδησις είναι ασφαλείς οδηγοί πάσης ενεργείας. Και αφού η προκειμένη πράξις δεν στηρίζεται εις την πεποίθησιν, η οποία διά να ήναι αληθής πρέπει να απορρέη από τον Λόγον, η πράξις αυτή μένει γυμνή, με μόνον τον άλογον και άγριον χαρακτήρα προσωπικής εκδικήσεως, και άλλο δεν είναι παρά εφαρμογή του δόγματος της φονικής ανταποδόσεως.
24.
Και το δόγμα τούτο ανήκει εις τον πατέρα του Αμλέτου ως αντιπρόσωπον βαρβαρικής και προληπτικής εποχής, όπου εβασίλευεν η άλογος βία και η χειροδικία· τούτη η ιδέα έρχεται έξωθεν και φυτεύεται εις την ψυχήν του Αμλέτου, αλλά δεν ριζοβολεί αυτού μέσα, ώστε μένει πάντοτε ξένη εις την συνείδησιν του, ευρίσκει αντίστασιν εις το υψηλόν και εξευγενισμένον πνεύμα του, όπου δεν έχει θέσιν ό,τι αναιρεί το Αγαθόν και το Αληθές. Αλλά δεν δύναται ο Αμλέτος να ανεύρη τον λόγον της εσωτερικής αντιδράσεως, να διακρίνη το ψυχολογικόν αίτιον των δισταγμών του· η ιδέα της εκδικήσεως, όπως του επεβλήθη, έχει όλην την όψιν της Αληθείας, διότι προέρχεται από τον άφθαρτον κόσμον, από τον κόσμον του Αληθούς, και διότι έχει ως ερμηνευτήν την συμπαθεστέραν διά τον Αμλέτον φωνήν, την φωνήν αδικημένου πατρός· και ιδού αυτή η ιδέα μεταβάλλεται εις πεποίθησιν, εις συναίσθησιν καθήκοντος, οπού του αφαιρεί μέρος της ελευθερίας του πνεύματος του. και δεν συγχωρεί εις την διανοητικήν δύναμιν, εις την κρίσιν του, να αναλάβη την εξουσίαν της, όπως κατανοήση ελευθέρως το προκείμενον ηθικόν πρόβλημα και καταστήση φανερόν εις την συνείδησίν του τον χαρακτήρα της μελετωμένης πράξεως, ώστε να δαμάση την θυμικήν δύναμιν, η οποία κυριεύεται από φοβεράν προκατάληψιν και θέλει να αποτινάξη τον χαλινόν του Ανωτέρου Λόγου. Και συμβαίνει εις τον Αμλέτον, εις την διάρκειαν του εσωτερικού του αγώνος, να του παρουσιάζεται η Αλήθεια ως μετημφιεσμένη με τον τύπον του σοφίσματος και της ειρωνείας, όταν αμφιβάλλει περί του οράματος και φοβείται μήπως ο Πειρασμός έπλασε την υπερφυσικήν εκείνην εμφάνισιν διά να τον παρασύρη εις άδικον πράξιν, και τοιαύτη αμφιβολία, ενώ είναι πρόφασις προς αναβολήν, είναι και έμμεσος αντίληψις της εννοίας, την οποίαν ενέχει καθ' εαυτήν η φονική ανταπόδοσις· και όταν αποδίδει τους φονικούς στοχασμούς του εις τα μιάσματα του Άδου και τους εγκαταλείπει διά να μεταβή εις την μητέρα του· και όταν, εμπρός εις τον προσευχόμενον ένοχον, λεπτολογεί περί εκδικήσεως και διά να αποφύγη και πάλιν την εκτέλεσιν της πράξεως, με υπερτάτην ειρωνείαν χαρακτηρίζει την εκδίκησιν, το δόγμα του μίσους, το οποίον με αδυσώπητον λογικήν απαιτεί όχι μόνον αίμα αντί αίματος, αλλά και κόλασιν αντί κολάσεως. Και ότι αυτά τα διανοήματα, προερχόμενα από την ανωτέραν των ψυχικών δυνάμεων, μένουν πάντοτε εις κατάστασιν ενθυμημάτων και δεν μεταβάλλονται εις συλλογισμούς, τούτο ακριβώς αποτελεί την πλαστικότητα του προσώπου του Αμλέτου· εάν αυτός είχε καθαράν συνείδησιν του υψηλού λόγου, οπού τον σταματά εις το βάραθρον της φονικής ανταποδόσεως, η εσωτερική πάλη αμέσως ήθελε παύση· εάν ο Αμλέτος επρόφερε σκέψεις περί του ηθικού του προβλήματος, θα παρίστανε πρόσωπον ηθικολόγου ή φιλοσόφου, δεν θα ήταν πλάσμα ποιητικόν. Το δε ύψος του Αμλέτου συνίσταται κυρίως εις τούτο ότι, είτε ως κοινός άνθρωπος επιζητεί την εκδίκησιν, διά να εκπληρώση καθήκον, είτε ως ανώτερος άνθρωπος την αποστρέφεται, αυτός λησμονεί, εξαφανίζει την ιδίαν ατομικότητα ή απέναντι του καθήκοντος ή απέναντι του Ανωτέρου Λόγου.
25.
Κατ' αυτήν την έννοιαν μόνον αληθεύει του Goethe η κρίσις ότι «εις τον Αμλέτον εφορτώθη βάρος το οποίον αυτός ούτε να βαστάση δύναται ούτε ν' αποβάλη». Η ψυχή του σπαράσσεται βασανιζομένη από τρομακτικήν σύγκρουσιν μεταξύ του καθήκοντος προς τον εαυτόν του και της ανάγκης, την οποίαν εδέχθη ως καθήκον, να ικανοποιήση τον αδικημένον πατέρα του· ευρίσκεται απέναντι φοβερού διλήμματος ή να αναιρέση τον εαυτόν του, να διαψεύση τα ευγενέστερα, τα κυρίαρχα ιδιώματα της ψυχής του, ή να παραβή ένα νομιζόμενον καθήκον, διά να μη χάση διά πάντοτε τον ηθικόν και πνευματικόν θησαυρόν του. Το αδιέξοδον της θέσεώς του στενοχωρεί τόσον τον Αμλέτον ώστε αυτή του η αδημονία τον εισάγει εις νέαν ψυχολογικήν κατάστασιν, η οποία θα καταστήση σοβαρώτερον και δεινότερον το εσωτερικόν του μαρτύριον. Απ' αρχής το απαίσιον θέαμα ενός κόσμου εξαχρειωμένου είχε γεννήση μέσα του αίσθημα απογοητεύσεως, τον είχε βυθίση εις την μελαγχολίαν και έως ότου δεν ήταν αναγκασμένος να ζη μέσα εις την μιασματικήν εξωτερικήν ατμοσφαίραν, ο Αμλέτος ημπορούσε να καταφύγη και να εύρη ανάπαυσιν εις τον εσωτερικόν κόσμον, τον οποίον εφώτιζεν ακόμη η πίστις εις την θείαν ουσίαν της ανθρωπίνης φύσεως, η πεποίθησις εις τον υψηλόν προορισμόν της· αλλά άμα επιβλητική ανάγκη τον βάλλει εις σχέσιν με το Κακόν, του παρουσιάζει σκοτεινόν πρόβλημα, το οποίον διχάζει την διάνοιάν του και δυσοργανίζει την αρμονίαν των ψυχικών του δυνάμεων, τότε ο Αμλέτος με φρίκην πρώτην φοράν απαντά το Κακόν και μέσα εις τον καθαρόν αιθέρα του Πνεύματος, το βλέπει μέσα του υπό το σχήμα της ατελείας, της αδυναμίας, της αντινομίας, της ακατανοήτου αντιφάσεως, το αισθάνεται να πολιορκή την ψυχήν του, να σαλεύη από τα θεμέλια ολόκληρον την ηθικήν του ύπαρξιν. Ο Αμλέτος καταλαμβάνεται από πένθος καθολικόν, γίνεται απαισιόδοξος, διότι βλέπει το Κακόν να εκτείνη το κράτος του και εις τον πραγματικόν κόσμον και εις τον πνευματικόν καθώς εις την ψυχήν του Φαύστου του Goethe, εις την ψυχήν του Αμλέτου στενάζει όλος ο πόνος της ανθρωπότητος. Άρα δεν είναι αρχική προς την απαισιοδοξίαν τάσις οπού παραλύει την ενεργητικήν δύναμιν του Αμλέτου, αλλά είναι η ηθική του αμηχανία οπού δίδει τοιαύτην τροπήν εις το πνεύμα του.
26.
Και ενόσω ο Ανώτατος Λόγος διατηρεί ακόμη την δύναμίν του, και απέναντι νοσηράς ψυχικής καταστάσεως και απέναντι της ορμής προς την φονικήν ανταπόδοσιν, ο Αμλέτος αποτρέπεται από άλογον δράσιν, εισέρχεται εις την φωτεινήν γραμμήν της πνευματικής ενεργείας και αυτού επιτυγχάνει εξαγόμενα υπερτάτης ηθικής σημασίας. Με το πλαστόν ήθος της παραφροσύνης χωριζόμενος από τον κοινωνικόν κύκλον στηλιτεύει το Κακόν, καυτηριάζει ενόχους συνειδήσεις, ξεσκεπάζει εις όλην την ασχημίαν των το ψεύδος, την υποκρισίαν, την χαμέρπειαν, τον δόλον και την μωρίαν· η δημιουργική του ευφυία επινοεί την σκηνικήν παράστασιν προωρισμένην να κάμη εις το πνεύμα του Κλαυδίου έκπληξιν φοβεράν, όσην δεν θα ημπορούσε να του προξενήση παρά υπερφυσική του εγκλήματος αποκάλυψις, αισθητή έμπροσθέν του εμφάνισις της θείας Δίκης· η φιλάνθρωπος τάσις του εμπνέει εις τον Αμλέτον την υψηλήν, την ενθουσιώδη ομιλίαν προς την μητέρα του· και η μεν Γελτρούδη τρέπεται εις αληθινήν μετάνοιαν και σχεδόν εξαγνίζεται, ο δε Κλαύδιος αισθάνεται μέσα του τρόμον φοβερώτερον απ' όλα τα μαρτύρια της Κολάσεως· και ούτω κατορθόνεται να αναγνωρίση του ηθικού νόμου την δύναμιν η συνείδησις εκείνων οπού τον είχαν καταπατήση.
27.
Αλλά η κρίσις έπρεπε να επέλθη· εις την στιγμήν ακρατήτου αγανακτήσεως ο Αμλέτος φονεύει, διότι νομίζει ότι βάφει το ξίφος εις το αίμα του ενόχου· η ιδέα της φονικής ανταποδόσεως ενίκησεν, επραγματοποιήθη· η μυστική δύναμις, οπού την είχεν εξουδετερώση έως τώρα, δεν επρόφθασε να την εμποδίση· η εσωτερική αντίστασις εξασθενίζεται, ο Αμλέτος χάνει την ισορροπίαν, και εξερχόμενος από τον εαυτόν του εισέρχεται εις την οδόν της αλογίας· από την ευρείαν και φωτεινήν περιοχήν του κυριάρχου λόγου κατέρχεται βαθμηδόν μέσα εις τα στενά και σκοτεινά
[λείπει η σελίδα μ' (40)]
υπερφυσικόν, την μαγείαν, με το οποίον ο Πρόσπερος διευθύνει την φοράν των πραγμάτων σύμφωνα προς τον ευγενή και φιλάνθρωπον σκοπόν του. Ούτω και ο Α μ λ έ τ ο ς είναι δραματική αποκάλυψις, περιπαθής δοξολόγησις του Ιδανικού, έχει δε το ποίημα και καθολικήν σημασίαν ως πλαστική παράστασις, ως εικών συμβολική, των εποχών παρακμής, εις τας οποίας, εάν εις άτομα σώζεται ακόμη, είτε ως απομεινάρι προηγουμένης περιόδου, είτε ως προμήνυμα ερχομένης αναγεννήσεως, η συναίσθησις της μεγάλης αποστολής του ανθρώπου, τα άτομα εκείνα πίπτουν θύμα προσκαίρου εναντίας πραγματικότητος.
29.
Την πνευματικήν υπόστασιν του πρωταγωνιστού θέτουν εις φως και ανυψόνουν τόσον αι συγγενείς προς αυτόν όσον και αι αντίθετοι ιδιότητες των άλλων προσώπων. Ενώ ο Αμλέτος παρουσιάζεται ως φύσις υπέροχος, πολύ ανωτέρα και μάλιστα εις αντίθεσιν της εποχής του, οποίαν την παρέστησεν ο ποιητής, τα λοιπά πρόσωπα, οπού χρησιμεύουν και ως ποιητικά όργανα προς την εξωτερικήν δραματικήν κίνησιν, ανήκουν όλα εις την εποχήν εκείνην, είναι όλα πλάσματα αυτής, όθεν και αναγκαίως έχουν ομοίαν πνευματικήν βάσιν, ομοίαν εξ αρχής κοινωνικήν ανατροφήν, με διαφοράς προερχομένας είτε από την ατομικήν ιδιότητα του χαρακτήρος, είτε από τον βαθμόν της φυσικής του καθενός αξίας, είτε από τυχαίαν άλλην μόρφωσιν. Από τοιούτον κύκλον ο Αμλέτος, και εάν δεν επαρουσιάζετο το μέγα πρόβλημα της ζωής του, δεν ήταν δυνατόν να κατανοηθή· αντί να εκτιμηθή, θα εύρισκε πανταχού αντιπάθειαν, αδιαφορίαν, αντίστασιν και καταφρόνησιν διά τούτο προς αυτόν συμπαθεί μόνον το άδολον αίσθημα του πλήθους, και, μέσα εις την ανωτέραν κοινωνίαν αναβιβάζονται έως εις αυτόν μόνον αι ψυχαί, τας οποίας δεν εδυνήθησαν να δηλητηριάσουν ο πλαστός πολιτισμός και η γενική κακοήθεια. Τοιαύτη συμπάθεια, στηριζομένη εις την αρχικήν ευγένειαν της ψυχής, γεννά εις τον Οράτιον το βαθύ της φιλίας αίσθημα και εις την Οφηλίαν τον έρωτα προς τον Αμλέτον.
30.
Ο αγνός έρως της Οφηλίας βλαστάνει από τον ενθουσιασμόν τον οποίον αυτή αισθάνθη άμα εγνώρισε τα υπέροχα διανοητικά και ηθικά χαρίσματα του Αμλέτου και επίστευσεν εις τον άδολον προς αυτήν έρωτα. Η ακατάπαυστος ακτινοβόλησις εκείνης της μεγαλοφυίας θερμαίνει την ευαίσθητον καρδίαν της, ανοίγει την ωραίαν διάνοιάν της, ανυψόνει την ζωηράν φαντασίαν της· η παρθενική ψυχή της γίνεται ζωντανόν χαριτωμένον αντιφέγγισμα ενός μεγάλου και προνομιούχου πνεύματος. Και ενώ αυτή παραδίδεται εις το χρυσόν όνειρον της ευτυχίας, έξαφνα απαισία σκιά έρχεται να σκεπάση τον καθαρόν εκείνον αστέρα· εκεί οπού άλλοτε δεν έβλεπε παρά φως τώρα βλέπει σκότος βαθύ· εκεί όθεν άλλοτε άκουε τον γλυκύτατον πνευματικόν ρυθμόν τώρα ακούει τους αγρίους παρατονισμούς της παραφροσύνης, περί της οποίας αυτή δεν δύναται να αμφιβάλη, άμα βλέπει ότι ο προς αυτήν σεβασμός και η αγάπη του Αμλέτου μεταβάλλονται έξαφνα εις καταφρόνησιν και μίσος, άμα ακούει από τα χείλη του την σκληράν και βλάσφημον ερώτησιν α! α! είσαι τιμία; Εις το θέαμα τοιαύτης φρικτής ανατροπής σχίζεται η καρδία της, ο νους της ήδη κυριεύεται από παραζάλην προάγγελον του διανοητικού της ολέθρου·
Ωιμένα, αφανισμός μου, 'πού είδα ό,τ' είδα και οπού βλέπω τούτα εμπρός μου!
Αλλά εις τον λεπτοΰφαντον οργανισμόν της φέρει το τελευταίον κτύπημα ο φόνος του πατρός της από το χέρι του αγαπημένου της, προς τον οποίον δεν της συγχωρείται πλέον να στρέψη καν το βλέμμα της διά να τον λυπηθή. Καθώς εσωτερικός αγών βαθύτατος καταστρέφει την ηθικήν ύπαρξιν του Αμλέτου, ομοίως ψυχικόν πάθημα ανέκφραστον ανατρέπει την διάνοιαν της Οφηλίας· καθώς ο Αμλέτος δεν έχει πλέον τόπον εις τούτον τον κόσμον άμα σκληρώς αποχωρίζεται από το Ιδανικόν, ομοίως η Οφηλία δεν ανήκει πλέον εις την ζωήν άμα η ατυχία την αποσπά από το αντικείμενον της λατρείας της, άμα το εξαίσιον εκείνο πλάσμα, το οποίον δι' αυτήν έχει την θέσιν του Ιδανικού, μεταβάλλεται εις κακοποιόν δαίμονα οπού την πληγόνει εις τα ιερώτερα αισθήματά της. Και αφού η διάνοια της εξαφανίσθη, δύο μόνον δυνάμεις της απομένουν, η φανταστική και η αισθηματική, και με αυτάς η Οφηλία ως πνευματοποιημένη πλέει εις την γαλήνην ωσάν μουσικού στοιχείου, οπού τονίζονται μόνον δύο αισθήματα, η λύπη διά τον θάνατον του πατρός της και η αγάπη προς τον Αμλέτον.
31.
Η ανωτέρα φύσις του Αμλέτου και η κατωτέρα του Ορατίου συγγενεύουν και συναπαντώνται εις ό,τι αποτελεί την ιδιότητα των εκλεκτών ψυχών, εις το άπλαστον του χαρακτήρος και εις την έμφυτον τάσιν προς το Αγαθόν και το Αληθές, με την διάκρισιν ότι το θετικόν πνεύμα του Ορατίου, μακράν του Ιδανικού, έχει μόνους οδηγούς εις τας σκέψεις και εις τας πράξεις του την ορθόνοιαν και την αλάνθαστον φωνήν της Συνειδήσεως, και ευρίσκει τον προορισμόν του ανθρώπου εις την εκπλήρωσιν του καθήκοντος μέσα εις τα όρια της αμέσου πραγματικότητος. Η καθαρά μεν, αλλά περιωρισμένη, αντίληψίς του, αν και μη ικανή να εισχωρήση εις τα βάθη της ψυχής του Αμλέτου, όμως δεν δύναται να αμφιβάλη ότι ο εσωτερικός εκείνος αγών προέρχεται από ευγενές αίσθημα και από μεγάλην πνευματικήν υπεροχήν. Αγαπά και σέβεται τον έξοχον και ατυχή φίλον του, αλλά διατηρεί την ανεξαρτησίαν της κρίσεώς του, όθεν και δεν διστάζει να δείξη την λύπην του και την αποδοκιμασίαν του όταν τον βλέπει να παρεκτρέπεται εις ενεργείας, τας οποίας απολύτως αποκρούει η ανθρωπινή συνείδησις· κατά τούτο η ειλικρίνεια του Ορατίου αποτελεί απότομον αντίθεσιν προς την τυφλήν δουλοφροσύνην των Αυλικών οπού περιστοιχίζουν τον Κλαύδιον. Μέσα εις την γενικήν ηθικήν κατάπτωσιν η ενάρετος ψυχή του δεν εύρισκε παρηγορίαν ειμή πλησίον εις τον γενναίον και αδιάφθαρτον ηγεμονόπαιδα, τον οποίον ενόμιζε προωρισμένον να ανορθώση την πεσημένην πατρίδα· αλλ' όταν βλέπει ότι απαισία Μοίρα εξολοθρεύει αδιακρίτως τους καλούς και τους κακούς, τους ενόχους και τους αθώους, θέλει τότε και αυτός να εγκαταλείψη τον κόσμον, οπού και αυτό του το πρακτικόν πνεύμα δεν δύναται να πράξη ουδέ το σχετικόν καλόν μένει εις την ζωήν μόνον διά να δικαιώση έμπροσθεν των ανθρώπων την μνήμην του ατυχούς φίλου του.
32.
Τα λοιπά πρόσωπα όχι μόνον δεν σηκώνονται ουδέ μίαν γραμμήν υπεράνω της εποχής των, αλλά συναποτελούν όλα σύμπλεγμα προωρισμένον από τον ποιητήν να την παραστήση εις τα κυριώτερα γνωρίσματά της, οποίαν την χαρακτηρίζει ο Αμλέτος όταν λέγει·
'ς το πάχος των ασθματικών αυτών καιρών μας πρέπ' η Αρετή και αυτή να παίρνη της Κακίας συγχώρεσιν, και, όταν θέλη να της κάμη καλό, την άδειαν να ζητή σκυμμένη εμπρός της.
Όλοι κυριεύονται από τυφλήν φιλαυτίαν και ζουν αφρόντιστοι και ευτυχισμένοι εις την βιωτικήν απόλαυσιν· η παχυλή εκείνη ατμοσφαίρα τους χωρίζει από τον καθαρόν ορίζοντα ανωτέρας πνευματικής και ηθικής ζωής· όλοι είναι κατά διαφόρους βαθμούς διεφθαρμένοι, όλοι γίνονται ένοχοι και, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία, συνεργούν ώστε το Αγαθόν να εξαφανίζεται και το Κακόν να επικρατήση· και, αν που υπάρχει ευγενής προαίρεσις, παρασύρεται και αυτή από το ακράτητον ρεύμα, αφαρπάζεται από τον σφοδρόν στρόβιλον της κοινής διαφθοράς.
Η απ' αρχής αγαθή και άπλαστος φύσις της Γελτρούδης από αδυναμίαν και ηδυπάθειαν εμπλέκεται εις τας σατανικάς παγίδας του Κλαυδίου, και τόσον ασυνειδήτως ώστε δεν έρχεται εις συναίσθησιν της άθλιας ηθικής καταστάσεώς της ειμή όταν η συμπαθής και πυρωμένη γλώσσα του υιού της εξυπνά την κοιμωμένην συνείδησίν της και την φέρει, αν και πολύ αργά, εις την οδόν της μετανοίας.
Ο χαρακτήρ του Λαέρτου δεν στερείται ευγενείας· διά τούτο μόνος μεταξύ των Αυλικών αυτός έχει την συμπάθειαν του Αμλέτου· αλλά ο έμφυτος ιπποτισμός του εξαχρειόνεται από τα στρεβλά ηθικά δόγματα της εποχής του, εις την οποίαν η τυφλή φονική ανταπόδοσις ήταν κανών ανώτερος παντός ηθικού νόμου. Ο Λαέρτης αποτελεί εκφραστικήν αντίθεσιν προς τον Αμλέτον· είναι η ενσάρκωσις της προσωπικής εκδικήσεως, η οποία δεν έχει δισταγμούς αλλά
συνείδησιν και χάριν παραδίδει 'ς τα βάθη της φρικτής Αβύσσου.
33.
Εις τον Κλαύδιον έχομεν καθολικήν την αντίθεσιν, έχομεν την θετικήν αναίρεσιν του Ιδανικού. Το αφίλαυτον είναι η δόξα του Αμλέτου, η απάνθρωπος φιλαυτία είναι το όνειδος του Κλαυδίου. Καθώς εις τον Αμλέτον βλέπομεν πόσον η πράξις είναι δύσκολος, πόσα παρουσιάζει προβλήματα, αν θα ανταποκριθή εις τας απαιτήσεις του Ανωτέρου Λόγου και της Συνειδήσεως, ούτως εις τον Κλαύδιον βλέπομεν πως η έλλειψις των θείων τούτων δυνάμεων αφαιρεί οιονδήποτε ψυχολογικόν πρόσκομμα εις την οδόν της ενεργείας. Ο Αμλέτος απρακτεί ή διακόπτει την έναρξιν της πράξεως, και οι λόγοι και της απραξίας του και των δισταγμών του είναι δυσδιάγνωστοι ακριβώς διότι είναι απρόσωποι, διότι απορρέουν από την βαθείαν καθολικήν ιδέαν του Αγαθού και του Αληθούς· ο Κλαύδιος ενεργεί δραστηρίως και αδιαλείπτως προς έναν σκοπόν, και οι λόγοι της ενεργείας του είναι διαφανείς, διότι είναι ατομικοί, διότι υπαγορεύονται από τον κοινόν νουν, από το στενόν πνεύμα της αυτοσυντηρήσεως. Βασανίζεται και ο Κλαύδιος εσωτερικώς και μαρτυρεί την ύπαρξιν της συνειδήσεως εις τον άνθρωπον, αλλά ο έλεγχος λαμβάνει εξωτερικήν αφορμήν, προέρχεται από τον τρόμον τον οποίον γεννούν εις την ψυχήν του μυστηριώδεις, ανεξήγητοι δι' αυτόν εξωτερικαί εμφανίσεις ως προμηνύματα τρομεράς τιμωρίας. Αλλά το φοβερόν τούτο προαίσθημα, αντί να τον σταματήση εις την κακούργον πορείαν του, τον κεντά να προχωρήση.
34.
Πρώτη έρχεται να τον ταράξη η λύπη και η βαρυθυμία του Αμλέτου, εν τω μέσω της πομπής με την οποίαν αυτός πανηγυρίζει τον γάμον του, ως διά να θαμπώση τους οφθαλμούς του κόσμου ώστε να μη προσηλωθούν εις την ασεβή ανομίαν· κατόπιν αμέσως τον ανησυχεί περισσότερον η πλαστή παραφροσύνη την οποίαν αυτός με αλάνθαστον οξυδέρκειαν εξηγεί ως πρόσχημα εχθρικής προς αυτόν διαθέσεως. Δι' να εμβαθύνη εις το μυστήριον της ψυχής του Αμλέτου, διά να παρακολουθήση όλα του τα κινήματα, προσκαλεί άλλοθεν δύο νέους εις τους οποίους ο Αμλέτος με το θάρρος της φιλίας, οπού παιδιόθεν τους συνδέει, δύναται να ανοίξη την καρδίαν του ευκολώτερα παρά εις τους κατασκόπους της Αυλής· όμως η στενή διάνοια του Κλαυδίου δεν προβλέπει ότι τοιούτον τέχνασμα θα συντριβή εις την διορατικήν δύναμιν και εις το λεπτόν αίσθημα του αντιπάλου του. Η πρώτη αυτή αποτυχία αυξάνει τους φόβους του και ταράττει την ένοχον συνείδησίν του· ο Κλαύδιος καθαρά βλέπει ότι ο Αμλέτος
κάτι μέσα τρέφει, οπού η βαθειά κλωσσά μαυρίλα της ψυχής του. και, όταν ανοίξη και πτερώση αυτό, φοβούμαι μη κίνδυνον μάς φέρη.
και χωρίς να χάση καιρόν αποφασίζει να τον στείλη εις την Αγγλίαν, βεβαίως με τον απόκρυφον σκοπόν να τον παραδώση αυτού εις άφευκτον θάνατον.
35.
Και ενώ αναπαύεται εις την πεποίθησιν ότι το δεύτερον τούτο κακούργημα θα του αποδώση την ησυχίαν, έξαφνα βλέπει με φρίκην την εικόνα του πρώτου κακουργήματός του εις την σκηνικήν παράστασιν· εις την ανεξήγητον αποκάλυψιν αισθάνεται το Θείον οπού θα εφώτισε τον ορφανόν του δολοφονημένου αδελφού του. Από εκείνην την στιγμήν βλέπει να κρέμεται επάνω εις την κεφαλήν του της Θείας Δίκης η ρομφαία· ζητεί να την απομακρύνη με την προσευχήν, να εξιλεωθή με τον Θεόν αλλά αισθάνεται ότι τα δεσμά της κοσμικής απολαύσεως του έχουν υποδουλώση τόσον την ψυχήν, ώστε δεν είναι επιδεκτική μετανοίας·
Πώς είναι δυνατόν την άφεσιν να λάβη κείνος 'πού τον καρπόν κρατεί του εγκλήματός του;
Ακολουθεί τον δρόμον του και προετοιμάζει δραστηρίως την αναχώρησιν του Αμλέτου· αλλά η συναπάντησις τούτου με την μητέρα του γεννά νέον απροσδόκητον περιστατικόν, οπού θα δεινώση την θέσιν του Κλαυδίου. Δεν λυπείται διά τον θάνατον του εμπιστευμένου του Αυλικού, μόνον ανατριχιάζει με την ιδέαν ότι αυτός ο ίδιος ημπορούσε να ευρεθή εις την θέσιν εκείνου και να πέση φονευμένος, διότι καλώς εννοεί τι ηθέλησεν ο Αμλέτος όταν έσπρωξε το ξίφος εις την αυλαίαν. Βλέπει την ζωήν του εις άμεσον κίνδυνον, και ήθελε καταδικάση αμέσως τον Αμλέτον ως φονέα, αλλ' απαντά πρόσκομμα ακατανίκητον εις την συμπάθειαν του λαού και εις την μητρικήν αγάπην της Γελτρούδης· όθεν ενεργεί πυρετωδώς διά να αποπέμψη τον Αμλέτον· μετά την αναχώρησίν του, εις την παραζάλην του τρόμου η αναμμένη φαντασία του στρέφεται προς τον Βασιλέα της Αγγλίας· εις την νοεράν προσφώνησιν μεταχειρίζεται και τον εκφοβισμόν και την ικεσίαν, καθώς βασανίζεται από την ανησυχίαν, μήπως εκείνος δεν θελήση να εκτελέση την φονικήν παραγγελίαν την περιεχομένην εις τα σφραγισμένα γράμματα.
36.
Αλλά μόλις ελευθερώθη από την παρουσίαν του ανθρώπου, οπού ως θέρμη τηκτική μανίζει μέσα εις το αίμα του, νέος άκρος κίνδυνος τον ευρίσκει· παρ' ολίγον πίπτει θύμα αδίκου εκδικήσεως, του Λαέρτου, ο οποίος εις αυτόν αποδίδει τον φόνον του πατρός του, διότι ο Κλαύδιος εις την μεγάλην αδημονίαν του είχε κάμη το λάθος να τηρήση τον φόνον μυστικόν και να θάψη απόκρυφα τον νεκρόν. Και όταν με πολλήν δεξιότητα και αταραξίαν κατώρθωσε να σώση τον εαυτόν του από την οργήν του Λαέρτου, η απροσδόκητος επιστροφή του Αμλέτου τον επαναφέρει εις την πρώτην αδιέξοδον θέσιν. Διά μίαν στιγμήν ο νους του πάσχει αληθή τραυλισμόν, καθώς φαίνεται εις τας ατόπους προς τον Λαέρτην ερωτήσεις του· αλλά η κρίσιμος στιγμή ακονίζει τας διανοητικάς του δυνάμεις· φοβισμένος από την αποτυχίαν του πρώτου φονικού σχεδίου εφευρίσκει αμέσως άλλο συνθετώτερον, εις το οποίον έχει πλήρη πεποίθησιν, διότι εις αυτό συντρέχουν δύο δολοφόνα αλάνθαστα μέσα, και διότι τοιούτος φόνος θα φανή έργον της τύχης και δεν θα γεννήση καμμίαν υποψίαν ουδέ εις αυτήν την μητέρα του Αμλέτου· με υπέροχον τέχνην καλλιεργεί το πάθος της εκδικήσεως εις την ψυχήν του Λαέρτου διά να τον παρασύρη εις άνανδρον δολοφονίαν, και αληθής αντιπρόσωπος της εποχής του αναβιβάζει την εκδίκησιν εις αξίωμα·
τόπος ουδ' ιερός δεν πρέπει να φυλάξη δολοφόνον· να έχ' η εκδίκησις δεν πρέπει περιορισμόν.
Αλλά και το νέον τούτο σχέδιον ολίγον έλειψε να ανατρέψουν άλλα απρόβλεπτα συμβάντα· η Οφηλία πνίγεται· ο Κλαύδιος, ο οποίος εκοπίασε τόσον διά να ημερώση την οργήν του Λαέρτου, φοβείται μήπως ο θάνατος της Οφηλίας τον εξαγριώση πάλιν και τον σπρώξη εις φανεράν βίαν εναντίον του Λαέρτου· και μόλις ο Κλαύδιος κατώρθωσε να τον σωφρονίση, νέος παρουσιάζεται κίνδυνος αυτομάτου καταστροφής, η συμπλοκή του Αμλέτου και του Λαέρτου εις τον τάφον της Οφηλίας· αλλά και ο κίνδυνος τούτος απομακρύνεται· ο Αμλέτος συμφιλιόνεται με τον Λαέρτην, δέχεται τον αγώνα της ξιφασκίας, τα πάντα εξωμαλύνθησαν και ο Κλαύδιος απέκτησε την πεποίθησιν ότι πλησιάζει η ποθητή ώρα της ησυχίας·
Της γαλήνης την ώραν σύντομα θα ιδούμε.
37.
Αλλ' αν και εδυνήθη να υπερνικήση τόσας δυσκολίας, να προσπεράση τόσα προσκόμματα, να σωθή από τόσους κινδύνους, πάλιν το τελευταίον τούτο σχέδιόν του, τόσον προνοητικώς διωργανισμένον, παθαίνει φοβεράν στρέβλωσιν και φέρει τελικήν απροσδόκητον λύσιν. Η τελευταία τούτη αποτυχία προέρχεται από στενήν διάνοιαν μη ικανήν να εμβαθύνη εις τα ιδιώματα των άλλων. Το σύνθετον στρατήγημα του Κλαυδίου, το φαρμακωμένο ποτήρι και το φαρμακωμένο ξίφος, ήθελεν επιτύχη, αν ο Αμλέτος ήταν τόσον ανύποπτος και άκακος, αν ο Λαέρτης ήταν τόσον άκαρδος και αχρείος, όσον ενόμισεν ο Κλαύδιος· αλλά ο Αμλέτος ευλόγως υποπτεύεται το ποτήρι οπού του προσφέρει ο δηλητηριαστής του πατρός του· ο Λαέρτης, πρωτόπειρος εις τα εγκλήματα, αισθάνεται την θέλησίν του να κλονίζεται εις την στιγμήν της εκτελέσεως· εις την συνείδησίν του εγεννήθησαν δισταγμοί οι οποίοι απ' αρχής εξασθενίζουν ανεπαισθήτως την ορμήν του εις τον αγώνα, και, όταν προκαλούμενος από τον Αμλέτον αποφασίζει να τον κτυπήση, τον λαβόνει τόσον ελαφρά, ώστε συμβαίνει να ζήση ο Αμλέτος αρκετήν ώραν διά να μάθη τα πάντα από το στόμα της Γελτρούδης και του Λαέρτου, και να προφθάση να θανατώση τον Κλαύδιον με τα δύο φονικά όργανα τα οποία τούτος είχεν επινοήση. Η σατανική μηχανή δεν υπακούει εις την θέλησιν του εφευρέτου, ενεργεί ως τι έμψυχον και αυτόβουλον, και ανοίγει έξαφνα την άβυσσον έμπροσθέν του. Αλλά και εις αυτό το χείλος της αβύσσου ο Κλαύδιος ακόμη ελπίζει, μένει κύριος του εαυτού του, ατάραχος, χάριν της σωτηρίας του· διά να μη προδώση το ήδη σαλευόμενον σχέδιόν του, όταν η Γελτρούδη πίνει από το φαρμακωμένο ποτήρι, δεν επιμένει να την εμποδίση και γίνεται δολοφόνος του μόνου πλάσματος το οποίον αγαπούσε εις τον κόσμον· και όταν ολόκληρον το νέον κακούργημά του εξεσκεπάσθη και ο Αμλέτος τον πληγώνει, ο Κλαύδιος πιάνεται ακόμη σπασμωδικώς από την ζωήν, ζητεί βοήθειαν, ίσως με την μωράν ελπίδα ότι η θανατηφόρος αλοιφή του ξίφους, αφού εβάφη ήδη δύο φοραίς εις το αίμα, του Λαέρτου και του Αμλέτου, έχασε την δύναμιν της, ώστε αυτός, ο αληθής ένοχος, να επιζήση μόνος.
38.
Εάν από την ψυχολογικήν μελέτην των προσώπων μεταβώμεν εις την εξέτασιν της ηθικής σημασίας του Δράματος, ευρίσκομεν ότι η εξωτερική αυτού λύσις πραγματοποιεί την ανόρθωσιν του ηθικού νόμου. Από την εμφάνισιν του Πνεύματος, το οποίον αποκαλύπτει το μυστήριον του εγκλήματος, έως εις την στιγμήν της φοβεράς τιμωρίας, φαίνεται μία μυστηριώδης Δύναμις, η οποία υπεράνω της ανθρωπίνης θελήσεως, υπεράνω των ανθρωπίνων σκέψεων και ενεργειών, και μάλιστα αντιθέτως προς αυτάς, διευθύνει την φοράν των πραγμάτων εις το προσδιωρισμένον τέρμα. Ως διά να αποδειχθή καθαρώτερα η παντοδυναμία της Νεμέσεως, εκλέγεται ως κύριον όργανον της αποφασισμένης τιμωρίας άτομον ακατάλληλον προς τοιαύτην ενέργειαν και αναγκάζεται να παλαίση και προς την ιδίαν φύσιν του και προς την δοκιμασμένην πανουργίαν και την άκαρδον μοχθηρίαν του ενόχου. Και μ' όλον τούτο η διστακτική στάσις και η απραξία του Αμλέτου, η προερχομένη από ενδόμυχον αποστροφήν προς την άχαριν αποστολήν, εις την οποίαν τον έχει προορίση η Νέμεσις, καθώς και η πυρετώδης ενέργεια του Κλαυδίου, η εμπνεομένη από ταραγμένην συνείδησιν και από τον τρόμον της τιμωρίας, ενώ φαίνεται ότι ατάκτως αντισταυρόνονται και τυφλώς αντενεργούν εις την μοιρόγραπτον καταστροφήν, απ' εναντίας την επιταχύνουν. Ο Αμλέτος με την προσποιητήν παραφροσύνην γεννά την υποψίαν του Κλαυδίου, με την σκηνικήν παράστασιν της βασιλοκτονίας την ενισχύει, με τον φόνον του Πολωνίου αποκαλύπτει εις τον Κλαύδιον τον αληθή σκοπόν του, ανάπτει εις τον Λαέρτην το φιλέκδικον αίσθημα και δίδει εις τον Κλαύδιον κατάλληλον συνεργόν της φονικής μηχανορραφίας του, με την αναχώρησίν του αφίνει εις τον Κλαύδιον καιρόν να την διοργανίση, τέλος πάντων με την απαθή διάθεσίν του προσφέρεται εις την επίβουλον μονομαχίαν· ο δε Κλαύδιος, ενώ στρέφει επιτυχώς όλα τα απρόοπτα συμβάντα προς ίδιον όφελος, τα βλέπει έξαφνα να αντιστραφούν εναντίον του ακριβώς εις την στιγμήν οπού με τον θάνατον του εχθρού του ενόμιζε εξασφαλισμένην την σωτηρίαν του. Εις τον τρομερόν όλεθρον συμπεριλαμβάνονται ο Αμλέτος και η Οφηλία, διότι η αδυσώπητος Νέμεσις, η οποία εκαταδίκασε ολόκληρον την αμαρτωλόν εκείνην γενεάν, αδιαφορεί εάν εις τον ανορθωτικόν αγώνα συντρίβεται και μία καρδία ευγενεστάτη, ως εκείνη του Αμλέτου, και πίπτει εις τρίμματα ένα άλλο εκλεκτόν σκεύος, ως η Οφηλία. Και τα δύο αυτά πλάσματα δεν ήταν δυνατόν να ζήσουν και να βασιλεύσουν εκεί οπού έζησαν και εβασίλευσαν ένας Κλαύδιος και μία Γελτρούδη· πρέπει να εγκαταλείψουν τον τραχύν αέρα αυτού τον κόσμου διά να μεταβούν εκεί, οπού θα τους φέρουν αγγέλων πτέρυγες και ύμνοι.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
ΚΛΑΥΔΙΟΣ Βασιλέας της Δανίας
ΑΜΛΕΤΟΣ Υιός του πρώην βασιλέως της Δανίας και ανεψιός του
Κλαυδίου
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ Πρίγκιπας της Νορβηγίας
ΠΟΛΩΝΙΟΣ Αυλάρχης
ΟΡΑΤΙΟΣ Φίλος του Αμλέτου
ΛΑΕΡΤΗΣ Υιός του Πολωνίου
ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ )
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ )
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ )
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ ) Αυλικοί
ΟΣΡΙΚΟΣ )
ΕΝΑΣ ΕΥΓΕΝΗΣ )
ΕΝΑΣ ΙΕΡΕΑΣ
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ )
) Αξιωματικοί
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ )
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Στρατιώτης
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Υπηρέτης του Πολωνίου
Ηθοποιοί
Δύο Νεκροθάπταις
Ένας Λοχαγός
Άγγλοι Πρεσβευταί
ΓΕΛΤΡΟΥΔΗ Βασίλισσα της Δανίας και μητέρα του Αμλέτου
ΟΦΗΛΙΑ Θυγατέρα του Πολωνίου
Μεγιστάνες, Κυρίαις, Αξιωματικοί, Στρατιώταις, Ναύταις,
Αγγελιοφόροι και
άλλοι Ακόλουθοι.
Το Πνεύμα του πατρός του Αμλέτου
ΕΛΣΙΝΟΡΗ. Προμαχώνας, εμπρός εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ εις την θέσιν του· εισέρχεται ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Τις ει; (1)
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
'Σ εμέ συ πρέπει ν' απαντήσης· στάσου
και φανερώσου.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Ζήτ' ο Βασιλέας!
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Είσαι
ο Βερνάρδος;
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Αυτός.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Με πολύν ζήλον ήλθες
'ς την ώραν σου.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Μεσάνυκτα σήμαναν τώρα·
ν' αναπαυθής άμε, Φραγκίσκε.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Πολλαίς χάρες
δι' αυτήν την αλλαγήν· είναι δριμύ το κρύο
και μ' έπιασε ολιγοψυχιά.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Εις την φρουράν σου
ήσυχα πέρασες;
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Ουδέ ποντίκι ακούσθη.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Λοιπόν καλή σου νύκτα, και αν ενώ πηγαίνεις
τον Μάρκελλον ιδής και τον Οράτιον, 'πώχω
συντρόφους της φρουράς, να μην αργούν ειπέ τους.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Θαρρώ 'πού τους ακούω. Στάσου! Τις ει;
Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Φίλοι
του τόπου τούτου.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Υπήκοοι της Δανιμαρκίας.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Καλή σας νύκτα.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Χαίρε, τίμιε στρατιώτη·
ποιος σ' άλλαξε;
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Την θέσιν μου ο Βερνάρδος έχει.
Καλή σας νύκτα. [Εξέρχεται.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ε! φίλε Βερνάρδε!
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Λέγε, —
ο Οράτιος είν' εκεί;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κάπως εκείνος (2).
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Καλώς ήλθες, Οράτιε, και συ, Μάρκελλέ μου.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Λοιπόν κείνο το πράγμα εφάνη απόψε πάλι;
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Τίποτ' εγώ δεν είδα.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ο φίλος μας Οράτιος
λέγει πως είναι της δικής μας φαντασίας·
δεν θέλει να πιστεύση 'ς τ' όραμα, οπού δύο
είδαμ' εμείς φοραίς με τρόμον της ψυχής μας·
τον κάλεσα δι' αυτό την νύκτα να περάση
απόψε 'ς την φρουράν μας, όπως, αν και πάλιν
το φάντασμ' έλθη, αυτός ο ίδιος δικαιώση
τους οφθαλμούς μας και συγχρόνως του ομιλήση.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μπα! Δεν θα φανισθή.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Κάθισε ωστόσ' ολίγο
και νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου,
'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας,
αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ας ήναι·
ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Την περασμένην νύκτα, εψές, ενώ τ' αστέρι,
αυτό 'πού θέσιν έχει δυτικά του πόλου,
τον δρόμον του είχε τρέξη να φωτίση εκείνο
το ουράνιο μέρος, όπου τώρα σπινθηρίζει,
ο Μάρκελλος κ' εγώ, καθώς βαρούσε η μία, —
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Στάσου, αντικόψου· ιδές, έρχεται πάλιν!
Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Όλος
εις την μορφήν του ο πεθαμένος βασιλέας!
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Οράτιε, σπουδασμένος είσαι (3), ομίλησέ του.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Του βασιλέως δεν ομοιάζει; Κύττα, Οράτιε.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Πολύ, πολύ· με πιάνει θαυμασμός και φόβος.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Να του ομιλήσουν θέλει (4).
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ομίλησέ του, Οράτιε.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ποιος (5) είσαι συ, 'πού αρπάζεις της νυκτός την ώραν
τούτην και το καλό και ανδρειωμένο σχήμα,
οπού 'χε ως πολέμαρχος η μεγαλειότης
του θαμμένου Δανού; (6) 'Σ το όνομα του Υψίστου,
ομίλησε.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Επειράχθη.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Ιδέ, μ' ανοικτό βήμα
τραβιέται!
ΟΡΑΤΙΟΣ
Στάσου! Ομίλει! σ' εξορκίζω, ομίλει!
[Εξέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Εχάθη και ν' αποκριθή δεν θέλει.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Τώρα,
Οράτιε, τι; συ τρέμεις κ' είσαι αχνός· δεν είναι
το πράγμα κάτι πλέον παρά φαντασία;
Πώς το εξηγείς;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μα τον Θεόν, δεν θα ημπορούσα
να το πιστεύσω δίχως την ομολογίαν
την αισθητήν και αληθινήν των οφθαλμών μου.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Όλος δεν ομοιάζει με τον βασιλέα;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Όσον εσύ μ' εσέ· φορούσε αυτήν εκείνην
την πανοπλίαν, όταν με της Νορβηγίας
τον αυθάδ' ηγεμόνα 'ς τ' άρματα εμετρήθη·
ομοίως φοβερό το βλέφαρό του εφάνη,
όταν εις την ορμήν σφοδρής λογομαχίας
τους Πολωνούς 'ς τον πάγον βρόντησε απ' τ' αμάξι.
Είναι παράδοξο.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Και πριν δυο φοραίς άλλαις,
ομοίως και σωστά 'ς την ίδιαν νεκρήν ώραν,
με διάσκελο πολεμικό διαβήκ' εμπρός μας.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μερικόν στοχασμόν δεν ξεύρω να μορφώσω
αλλά 'ς την ολικήν του νου μου βλέψιν τούτο
δηλοί 'πού συμφορά 'ς το κράτος μας θα σπάση.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ας καθίσωμε, φίλοι, και όποιος ξεύρει ας είπη.
Τι βασανίζεται ο λαός όλην την νύκτα
άγρυπνος να φρουρή με προσοχήν μεγάλην;
Τι κανόνια ολημέρα χύνονται ορειχάλκου
και απ' έξω φέρνουν τόσα εφόδια του πολέμου;
Τι τόσους παίρνουν ναυπηγούς και τους βιάζουν,
ώστ' η εβδομάδα κυριακήν δι' αυτούς δεν έχει;
Τι μας προσμένει, οπού με τόσην αγωνίαν
η νύκτα εδόθη συνεργός εις την ημέραν;
Ποιος με πληροφορεί;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Εγώ, καθώς ο λόγος
τρέχει κρυφά. Τον μακαρίτην βασιλέα,
οπού τ' ομοίωμά του τώρα εφάνη εμπρός μας,
τον είχε, ως ξεύρετε, 'ς την μάχην προκαλέση
ο Φορτιμπράς, των Νορβηγών ο βασιλέας,
ως εκεντήθη από σφοδρήν αντιζηλίαν.
Ο ανδρείος μας Αμλέτος (κ' είχε ανδρείου φήμην
'ς το εδώθε μέρος όλο του γνωστού μας κόσμου),
φονεύει αυτόν τον Φορτιμπράς, 'πού με συνθήκην,
κλεισμένην όπως θέλει ο νόμος των αρμάτων,
παράδιδε εις τον νικητήν με την ζωήν του
όσα 'ς την κατοχήν του εκράτει εκείνος μέρη,
και πάλι τόσην άλλην γην έβαζε κάτω
ο βασιλέας μας, αντάξιον αρραβώνα,
'πού έμελλε του Φορτιμπράς να μείνη κλήρα,
αν ενικούσεν, όπως τούτου οι τόποι επέσαν
κτήμα του Αμλέτου, κατά τ' άρθρ' αυτής εκείνης
της συμφωνίας. Τώρα ο Φορτιμπράς ο νέος,
φωτιά γεμάτος, 'ς την ακράτητην ορμήν του,
έχει συνάξη εδώθ' εκείθε, απ' όλα τ' άκρα
της Νορβηγίας, πλήθος κηρυκτών κακούργων
απελπισμένων, και τους τρέφει δια ν' αρχίση
επιχείρημα κάποιο φοβερό, και τούτο
(καθώς το βλέπει και η Κυβέρνησίς μας) είναι
με τ' άρματα 'ς το χέρι να μας πάρη οπίσω
όλους τους τόπους, όσους είχε, ως είπα πρώτα,
χάση ο πατέρας του· και αυτός, καθώς νομίζω,
των ετοιμασιών μας είναι ο μόνος λόγος,
της νυκτοφυλακής αιτία, και αρχή πρώτη
της βίας, της ορμής, του φοβερού θορύβου.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Κ' εγώ πιστεύ' ότ' είναι τούτο η μόνη αιτία,
και μ' αυτό κάπως συμφωνεί το θαύμα τούτης
της μορφής που διαβαίνει αρματωμένη εμπρός μας,
και τόσ' ομοιάζει με τον γέρον βασιλέα,
'πού των πολέμων τούτων ήταν κ' είναι η ρίζα.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κάρφος (7) διά να θολώση του νοός το μάτι.
'Σ την Ρώμην (8), μες τα ύψος δόξης δαφνοφόρας,
ολίγο πριν ο φοβερός Ιούλιος πέση,
οι τάφοι αδειάσαν, και οι νεκροί σαβανωμένοι
εις τους δρόμους της Ρώμης θλιβερά θρηνούσαν·
άστρα με φλόγιναις ουραίς, αιματωμένα,
'ς τον ήλιον χαλασμοί (9), και ο νοτερός πλανήτης
'πού το βασίλειο κυβερνά του Ποσειδώνος,
έκλειψιν έπασχε κακήν, ως να 'χε φθάση
'ς της Κρίσεως την ημέραν (10) και όμοια σημεία
με τούτα, ωσάν προδρόμους τρομερών συμβάντων,
ως προμηνύματα κακά 'πού στέλν' η μοίρα,
και ωσάν προοίμια συμφοράς 'πού δεν θ' αργήση,
ο Ουρανός και η Γη συγχρόνως έχουν δείξη
'ς τα μέρη μας εδώ και των συμπολιτών μας.
Αλλά, αγάλι! κύττα εκεί, 'πώρχεται πάλιν!
Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
ΟΡΑΤΙΟΣ
Θα το σταυρώσω, και ας με κάψη. — Στάσου, απάτη!
Τα δώρο (11) αν έχεις της φωνής ή κάποιον ήχον,
ομίλησέ μου!
Αν τι καλό μπορεί να γίνη οπού να φέρη
ανάσασιν 'ς εσέ, 'ς τον εαυτόν μου χάριν,
ομίλησέ μου!
Αν της πατρίδος σου να πλέκ' η μοίρα ηξεύρεις
κακό, 'πού αν το προμάθ' ημπόρειε ν' αποφύγη,
ομίλησε!
Και αν θησαυρόν της αδικιάς (12) 'ς της γης τα σπλάχνα
έχεις κρύψη, όταν ζούσες, — ότι ακόμη τούτο
σας κάμνει, ω Πνεύματα, να νεκροπερπατήτε,
ως λέγουν, — α! φανέρωσέ το· στάσου· ομίλει!
[Λαλεί ο πετεινός.
Σταμάτησέ το, Μάρκελλε.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Θα το κτυπήσω
με την λόγχην μου;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κτύπα το, αν δεν σταματήση.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Είν' εδώ!
ΟΡΑΤΙΟΣ
Είν' εδώ!
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Εχάθη!
[Εξέρχεται το πνεύμα
Το αδικούμε,
ενώ 'ς την όψιν φέρει τόσο μεγαλείον,
με σχήμα τάχα προσβολής να το ενοχλούμε,
ότι αλάβωτον είναι, καθώς είν' ο αέρας,
και κακόβουλο γέλιο τα κτυπήματά μας.
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Θα μας ωμίλει, οπότε ο πετεινός ακούσθη.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ναι, κ' εταράχθη ωσάν κριματισμένο πλάσμα
'ς το μήνυμα της καταδίκης· λέγουν ότι
ο πετεινός, που σαλπιστής της αυγής είναι,
τον θεόν της ημέρας εξυπνά μ' εκείνον
τον λάρυγγα, 'πού τόσον σέρνει ψιλόν ήχον,
και 'ς την κραυγήν του κάθε πνεύμα, όπου και αν ήναι,
'ς το πέλαγο ή 'ς το πυρ, 'ς την γην ή 'ς τον αέρα,
άστατο ενώ πλανάται, βιαστικά γυρίζει
'ς τα σύνορά του (13), και του λόγου μαρτυρίαν
ελάβαμεν εμείς εις ό,τι τώρα εφάνη.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ελάλησεν ο πετεινός κ' εκείνο εχάθη.
Εις ταις παραμοναίς, ως λέγουν, της ημέρας
οπού δοξολογούν τα γέννα του Χριστού μας,
λαλεί τ' ορνίθι της αυγής όλην την νύκτα·
και τότε πνεύμα, ως λέγουν, δεν τολμά να βγαίνη·
αγαθαίς είναι η νύκταις, άστρο (14) δεν πληγόνει,
Νύμφη (15) καμμιά δεν βλάπτει, στρίγλα δεν μαγεύει,
τόσ' ο καιρός εκείνος είν' ευλογημένος.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τ' άκουσα κ' είναι πιστευτόν· αλλά τηράτε
η Αυγή με πορφυρήν χλαμύδα πώς βαδίζει
'ς την δρόσον του βουνού 'πού υψόνετ' εκεί πέρα.
Ας σηκωθούμε απ' την φρουράν μας, και ό,τι απόψε
έχομε ιδή, φρονώ πως είναι ανάγκη ο νέος
Αμλέτος να το μάθη· επειδή το πνεύμα
κείνο, 'ς εμάς βουβό, 'ς αυτόν (16), θαρρώ, θα κρίνη.
Συμφωνείτε και σεις γνωστά 'ς αυτόν να γίνουν,
καθώς η αγάπη μας το θέλει και το χρέος;
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Να γίνουν, ναι· και ηξεύρω εγώ το μέρος όπου
εύκαιρον σήμερα πρωί θα τον ευρούμε.
[Εξέρχονται
Αίθουσα του θρόνου εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.
Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
ΑΜΛΕΤΟΣ ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΛΑΕΡΤΗΣ ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αν και χλωρή 'ναι ακόμα η μνήμη του θανάτου του ποθητού μας αδελφού Αμλέτου, κ' ήταν πρέπον να θλίβεται η καρδιά μας, και ο λαός μας όλος να σκύφτη μ' ένα μέτωπο θλιμμένο, όμως 'ς την φύσιν τόσον αντιτάχθη ο λόγος, ώστε με θλίψιν γνωστικήν να τον ποθούμε, χωρίς να λησμονούμ' εμείς τον εαυτόν μας. Όθεν εμείς την άλλοτε αδελφήν μας, τώρα βασίλισσάν μας, σεβαστήν συγκληρονόμον του κράτους τούτου, οπού λαμπρύνει αρμάτων δόξα, θελήσαμε — με ηδονήν κάπως κομμένην, με ιλαρό το 'να μάτι, με το δάκρυ 'ς τ' άλλο, με γέλια 'ς την θανήν, με θρήνους εις τον γάμον, την χαράν με την πίκραν ίσια ζυγιασμένην — να νυμφευθούμε· και δεν έχομε αποκλείση, 'ς αυτό, την συνετήν σας γνώμην, 'πού ελευθέρως εβάδισε μ' εμάς· και σας ευχαριστούμε. Θα μάθετ' άλλο τώρα· ο Φορτιμπράς ο νέος, είτε κρίνει μικρήν την δύναμίν μας, είτε, διότι ο ποθητός απέθανε αδελφός μας, νομίζει πως βαθυά το κράτος μας εσείσθη, εκείνος, χωρίς να 'χη σύμμαχον ή μόνον το όνειρο 'πού βλέπει αυτής της ευκαιρίας, μήνυμα ετόλμησε βαρύ να μας κηρύξη, να παραδώσωμε 'ς αυτόν όλα τα μέρη όσα ο πατέρας του, με νόμιμην συνθήκην, προς τον ανδρείον αδελφόν μας είχε αφήση. Είπα δι' αυτόν και αρκούν· τώρα διά μας θα ειπούμε και τι σκοπεύει τούτ' η σύνοδός μας, κ' είναι το εξής· στέλνομε αυτά τα γράμματα 'ς τον θείον του Φορτιμπράς, 'ς των Νορβηγών τον βασιλέα — οπού κειτάμενος και ανίκανος δεν ξεύρει τον σκοπόν του ανεψιού του — να τον αντικόψη να προχωρήση, αφού μέσ' από τον λαόν του τους άνδραις παίρνει και στρατόν μορφόνει ο νέος· ιδού διατί πέμπομε σάς απεσταλμένους, εσέ, Βολτίμανδε, και σε, Κορνήλιέ μου, τούτους τους ασπασμούς να φέρετε εις τον γέρον της Νορβηγίας βασιλέα· κ' εξουσίαν δεν σας δίδομεν άλλην να πραγματευθήτε μ' αυτόν παρέκει απ' ό,τι ορίζουν μέσα τ' άρθρα εδώ (17) γραμμένα. Χαιρετώ σας, και ας μας δείξη η σπουδή σας τον ζήλον.
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ και ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ
Εις αυτό και εις όλα
τον ζήλον μας θα δείξωμε.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Δεν αμφιβάλλω
ποσώς· και πάλιν χαιρετώ σας εγκαρδίως.
[Εξέρχονται ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ και ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ.
Και τώρα συ, Λαέρτη, τι μας λέγεις νέο; κάποιαν αίτησιν είχες· τι ζητείς, Λαέρτη; Αν εξηγήσης γνωστικήν επιθυμίαν 'ς τον βασιλέα σου, τα λόγια δεν θα χάσης. Και ποίον έχεις πράγμα να ευχηθής, Λαέρτη, να μη προσφέρωμεν εμείς πριν το ζητήσης; Κεφαλή (18) και καρδιά τόσο αδελφαίς δεν είναι, τόσο εις το στόμ' αρμόδιον όργανο το χέρι, όσο είναι του πατρός σου ο θρόνος της Δανίας. Τι ποθείς από εμέ, Λαέρτη;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Σεβαστέ μου
Κύριε, την χάριν να επιστρέψω εις την Γαλλίαν,
όθεν πρόθυμος ήλθα εις την Δανίαν, όπως
'ς την στέψιν σου κ' εγώ το σέβας μου αποδώσω·
και αφού το 'χω αποδώση, ομολογώ 'πού κλίνουν
πάλιν οι πόθοι μου και ο νους προς την Γαλλίαν,
και ταπεινώς ζητούν την υψηλήν σου χάριν.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Του πατρός σου την άδειαν έχεις; Τι μας λέγει
ο Πολώνιος;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Την άδειαν, Κύριε, με την βίαν,
μ' επιμονήν μου επήρεν, ως 'πού την σφραγίδα
έθεσ' αναγκασμένος εις την θέλησίν του.
Συγχώρεσε, παρακαλώ, ν' αναχωρήση.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Λαέρτη, 'ς την καλήν σου ώραν, και δικός σου
να ήναι ο καιρός· χαίρου και αυτόν και τα λαμπρά σου
χαρίσματ', όπως η ψυχή σου επιθυμήση!
Και τώρ', Αμλέτε, ανεψιέ κ' υιέ μου, —
ΑΜΛΕΤΟΣ (μόνος του)
Κάπως (19)
ανέβηκε η συγγένεια και κατέβ' η αγάπη.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
πώς συμβαίνει ότι νέφη ακόμη σε σκεπάζουν;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριέ μου, ποσώς· πολύ 'ς τον ήλιον είμαι (20).
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Γλυκέ μου Αμλέτε, αυτό ρίξε το μαύρο χρώμα (21),
και φίλου στρέψε βλέμμα προς τον βασιλέα.
Μη πάντοτε με βλέφαρα χαμηλωμένα
ζητής τον ευγενή πατέρα σου εις το χώμα.
Κοινό το πράγμα· ό,τι ζη θε ν' αποθάνη,
και απ' την φθαρτήν ζωήν περνάς 'ς την αιωνίαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ναι, δέσποινα, κοινό (22).
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Και αν είναι, διατί φαίνεται
παράδοξο 'ς εσέ;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Φαίνεται! Δέσποινά μου,
τι λέγεις; είναι· εγώ το φαίνεται δεν ξεύρω.
Ούτε, ω καλή μητέρα, η μαύρη φορεσιά μου,
ούτ' όσα θλιφτικά ρούχα η συνήθεια θέλει,
ούτ' άνεμοι αναστεναγμών βιαστά σπρωγμένοι,
όχι, αλλ' ούτε 'ς τα μάτια ζωντανή πλημμύρα,
ούτε η κατήφεια του προσώπου, και όλ' οι τρόποι
του πόνου και η μορφαίς, δεν φθάνουν να με δείξουν·
εκείνα φ α ί ν ο ν τ α ι τωόντι, ότ' είναι πράξες
οπού αν θέλη κάνεις ταις παίζει· αλλ' ό,τι έχω
μέσα μου, σχήμα δεν το δείχνει· αυτά δεν είναι
παρά οι στολισμοί, τα φάλαρα της λύπης.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Χαριτωμένος είσ', επαινετός, Αμλέτε,
να θρηνής ευλαβώς την μνήμην του πατρός σου·
αλλ' είχε χάση και ο πατέρας σου πατέρα,
τούτος τον ιδικόν του πρώτα, και οποίος μένει
πρέπει ως καλός υιός της λύπης του το σέβας
προς καιρόν ν' αποδώση· αλλά μέσα 'ς το πένθος
να κλείεται με πείσμα, τούτ' είναι ανταρσία
ασεβής, θλίψις όχι ανδρός, και δείχνει γνώμην
κακήν προς τον θεόν, αστήρικτην καρδίαν,
δείχνει ανυπότακτην ψυχήν και δείχνει πνεύμα
αδίδακτο, μωρό· πώς κείνο, 'πού αναγκαίως
ξεύρομ' ότι θα γίνη και κοινόν υπάρχει
ως το κοινότερο αισθητό πράγμα του κόσμου,
να παίρνωμεν εμείς κατάκαρδα με τόσην
μωρήν αντίστασιν; Είν' εντροπή, και κρίμα
προς τον θεόν, προς τους νεκρούς και προς την Φύσιν,
και προσβολή 'ς το Λογικό, 'πού κάθε ημέραν
πατέρων μνημονεύει πανταχού θανάτους,
οπού κραυγάζει, από το λείψανο το πρώτο
ως τον σημερινόν απεθαμένον· «Τούτο
θα ήναι». Και λοιπόν τούτην εσύ την λύπην,
την άσκοπην, παρακαλώ να ρίξης χάμω·
στοχάσου με ως πατέρα· ναι, και τώρα ο κόσμος
ότ' είσ' ο εγγύτατος του θρόνου μας ας μάθη,
και ότι μ' αυτό σου δίδω τόσο αγάπης βάθος,
όσο έχει 'ς τον υιόν του τρυφερός πατέρας.
Και τώρα η διάθεσίς σου, να επιστρέψης πάλιν
'ς της Βυττεμβέργης την σχολήν (23), είν' εναντία
'ς τον πόθον μας πολύ· και σε παρακαλούμε
να μην αναχωρήσης, αλλ' εδώ να μείνης
'ς την ιλαρήν παρηγοριά των οφθαλμών μας,
πρώτος μας αυλικός, ανεψιός κ' υιός μας.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
'Σ την μητέρα σου, Αμλέτε, μην αδιαφορήσης,
'πού σε παρακαλεί θερμώς μ' εμάς να μείνης·
αν μ' αγαπάς, 'ς την Βυττεμβέργην μη πηγαίνης.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δέσποινα, 'ς ό,τι δυνηθώ θα σε υπακούσω.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Απόκρισις καλή και σπλαχνική· θα ήσαι
εις την Δανίαν όμοιός μας. Δέσποινά μου,
πηγαίνομε· η γλυκειά και αβίαστη του Αμλέτου
παραδοχή μου ανοίγει της καρδιάς τα φύλλα.
Και προς χάριν αυτής, όσαις προπίν' υγείαις
με αλαλαγμούς χαράς την σήμερο η Δανία,
'ς τα νέφ' η κανονιαίς θα ταις αντιλαλήσουν,
και την βασιλικήν ξεφάντωσιν οι θόλοι
των ουρανών θ' αντιβοούν, ως ν' απαντούσαν
'ς εκείναις ταις βρονταίς της γης. Αναχωρούμε.
[Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αχ! να ημπορούσε τούτη τόσο στέρεη σάρκα
να ξεπαγώση και ως αχνός δροσιά να γίνη!
ή τον νόμον του ο Πλάστης να μην είχε στήση
να τιμωρή τον αυτοφόνον! Θε μου, ω Θε μου,
πόσο άνοστα, κοινά και ανώφελα και αχρεία
φαίνοντ' όλα 'ς εμέ τα έργ' αυτού του κόσμου!
Φάσκελα να 'χουν! Κήπος είναι χορτιασμένος
μες το ξεσπόριασμά του, και όλον τον γεμίσαν
χοντροειδή φυτά και ξεβλασταρωμένα.
Αυτού να καταντήση! Απεθαμένος μόλις
από δυο μήναις· ουδέ τόσο, ουδέ καν δύο.
Τι εξαίσιος βασιλέας! Υπερίων ήταν
και τούτος έμπροσθέν του Σάτυρος· ω πόσο
τρυφερήν είχε αγάπην της μητρός μου! μήτε
άνεμοι τ' ουρανού θα υπόφερνε να πνέουν
σκληρά 'ς το πρόσωπό της! Α! θα το ενθυμούμαι;
Γη και Ουρανοί! την είδα εγώ 'ς τον τράχηλόν του
να κρέμετ' ώστε ήθελε ειπής πως η τροφή της
αύξαινε, αντί να παύη, την επιθυμίαν.
Και όμως 'ς ένα μήνα, — ας μη το συλλογιούμαι, —
Αδυναμία! τ' όνομά σου είναι γυναίκα! —
'ς ένα μήνα μικρόν! ή πριν τριφθούν εκείνα
τα υποδήματα 'πού 'χε 'ς του δυστυχισμένου
πατρός μου την θανήν, κλαμένη ως η Νιόβη,
αυτή εκείνη — Ω Θε! και κτήνος, στερημένο
του λογικού, το πένθος θα κρατούσε πλέον, —
εκείνη αμέσως με τον θείον μου ενυμφεύθη,
αδελφόν του πατρός μου και όμοιον του πατρός μου
όσ' ομοιάζω εγώ τον Ηρακλέα. 'Σ ένα
μήνα; ενώ τα πρισμένα μάτια της ακόμη
κοκκίνιζε η πικράδα δολερών δακρύων,
ενυμφεύθη. Ω! κακή σπουδή να πέση αμέσως
'ς επικατάρατα φιλιά! Καλό δεν είναι
ούτε καλό τέλος θα λάβη· αλλά, καρδιά μου,
πνίγου, επειδή την γλώσσαν πρέπει να κρατήσω.
Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
ΟΡΑΤΙΟΣ
Υψηλότατε, χαίρε!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πόσην χαράν έχω
ότι σας βλέπω και υγιείς· είν' ο Οράτιος
ή ξέχασα τον εαυτόν μου;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Εκείνος είμαι,
και πάντοτε ο πτωχός σου δούλος, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, ο καλός μου φίλος· θ' ανταλλάξω εκείνο
το επίθετο με σε. Και τι λοιπόν, Οράτιε,
τι σ' έφερ' εδώ τάχ' από την Βυττεμβέργην; —
Ο Μάρκελλος (24);
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Καλέ μου Κύριε, —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πολύ χαίρω
ότι σε βλέπω — (προς τον Βερν.) Κύριε, καλή 'σπέρα. — Λέγε,
τι σ' έφερ' εδώ τάχ' από την Βυττεμβέργην;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Καλέ μου Κύριε, κλίσις προς την οκνηρίαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αλλ' ούτ' εχθρός σου αυτό να λέγη εσυγχωρούσα·
και μη τόσο σκληρά τ' αυτιά μου υποχρεώσης
δικήν σου εις βάρος σου ν' ακούσουν μαρτυρίαν·
καλώς γνωρίζ' ότι οκνηρός εσύ δεν είσαι.
Αλλά 'ς την Ελσινόρην τι ζητείς; Πριν φύγης
θα μάθης από εμάς να πίνης ανδρειωμένα (25).
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ήλθα, Κύριε, να ιδώ το ξόδι του πατρός σου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Συμμαθητή μου, αν μ' αγαπάς, μη μ' αναπαίζης·
ήλθες να ιδής, θαρρώ, τους γάμους της μητρός μου.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριε, πολύ σιμά τωόντι ακολουθήσαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Οικονομία, φίλε, νοικοκυροσύνη!
Απ' το νεκρόδειπνο (26) τα κρέατα ψημένα
κρύα πέρασαν εις του γάμου το τραπέζι.
Να είχ' απαντήση (27) τον χειρότερον εχθρόν μου
'ς τους Ουρανούς, και όχι να ιδώ τέτοιαν ημέραν.
Ο πατέρας μου, — ναι, μου φαίνεται, τον βλέπω,
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ω! Κύριε, πού;
ΑΜΛΕΤΟΣ
'Στον οφθαλμόν του νου μου, Οράτιε.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μία φορά τον είδα· εξαίσιος βασιλέας!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αχ! ήταν άνθρωπος, 'πού, εις όλ' αν θα τον κρίνης,
δεν ελπίζω εις την γην να ιδώ τον όμοιόν του.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριε, λογιάζω πως εψές τον είδα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είδες
συ; ποίον;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τον πατέρα σου, τον βασιλέα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τον βασιλέα, τον πατέρα μου, —
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ολίγαις
στιγμαίς τον θαυμασμόν σου δάμασε, να δώσης
όλην την προσοχήν σου ως 'πού να φανερώσω
'ς εσέ το θαύμα τούτο, με την μαρτυρίαν
εδώ των φίλων.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Προς Θεού, λέγε ν' ακούσω.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Δύο νυκτιαίς, εις την αράδα, τούτ' οι φίλοι,
ο Μάρκελλος με τον Βερνάρδον, 'ς την φρουράν τους,
'ς την νεκρήν κ' έρμην ώραν του μεσονυκτίου,
απάντησαν το εξής· μορφή 'σάν του πατρός σου,
όλη με τ' άρματα πατόκορφα ζωσμένη,
φαίνετ' εμπρός τους, και με βάδισμα γενναίο
αργά και μεγαλοπρεπώς περνά σιμά τους·
και τρεις εβάδισε φοραίς, εις διάστημ' όσο
το σκήπτρο 'πού φορούσ', εμπρός 'ς τα τρομασμένα
Θαμπά τους μάτια· και απ' του φόβου την ενέργειαν
εκείνοι στραγγισμένοι ωσάν πηκτή παγόνουν,
στέκουν βουβοί, δεν του ομιλούν. Τούτο 'ς εμένα
ξεμυστηρεύθηκαν αυτοί και ακόμη ετρέμαν.
Κ' εγώ την τρίτην νύκτα εφρούρησα μαζί τους·
και αυτού 'ς την ίδιαν ώραν, με το ίδιο σχήμα,
απαράλλακτα ως είχαν περιγράψη εκείνοι,
το φάντασμ' ήλθεν· έχω, Κύριε, γνωρίση
τον πατέρα σου· το 'να χέρι μου με τ' άλλο
δεν ομοιάζουν τόσον.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αλλά πού συνέβη
τούτο;
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κει, 'πού 'μασθε φρουρά, 'ς τον προμαχώνα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Του ωμιλήσετε σεις;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Εγώ μάλιστα, Κύριε,
αλλά δεν αποκρίθη, μόνον, ως μου εφάνη,
σήκωσε μια φορά την κεφαλήν και κάπως
έδειξε να κινήται ωσάν διά να ομιλήση,
όταν ακούσθη ξάφνου της αυγής τ' ορνίθι
να λαλήση σφικτά, και 'ς την κραυγήν του εκείνο
τραβίχθη βιαστικά κ' εχάθη απ' έμπροσθέν μας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Παράδοξο πολύ.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Και όμως ως ζω και υπάρχω
τούτ' είναι η μόνη αλήθεια, Κύριε σεβαστέ μου,
κ' είπαμεν ότι μας επρόσταζε το χρέος
να σου τα κάμωμε γνωστά.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τωόντι, ω φίλοι.
Αλλά το πράγμα με ταράζει. Θα φρουρήτε
απόψε;
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Κύριε, θα φρουρούμε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αρματωμένος
λέγετε;
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Αρματωμένος, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όλος
από την φτέρναν 'ς την κορφήν;
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Μάλιστα, Κύριε,
ολόβολος.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Λοιπόν εσείς το πρόσωπό του
δεν είδετε;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ναι, Κύριε, το είδαμε βεβαίως,
την προσωπίδα ως είχεν ανασηκωμένην.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πώς ήταν; άγριο το ανάβλεμμά του;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Πλέον
λύπην παρά θυμόν φανέρονε 'ς την όψιν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Χλωμός ή κόκκινος;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Χλωμός πολύ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και είχε
επάνω σας τα μάτια στυλωμένα;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Όλην
ασάλευτα την ώραν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Να παρευρισκόμουν
ήθελ' αυτού.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μεγάλην θα αισθανόσουν φρίκην.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πιθανώς, πιθανώς. Πολύν καιρόν εστάθη;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ως να μετρήσης εκατόν και όχι με βίαν.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Πλειότερο, πλειότερο.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Αλλ' όχι οπότε
το είδα εγώ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τα γένεια στακτερά δεν είχε;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τα είχε, ως όταν ζωντανόν τον είδα, μαύρα
σπαρμέν' ασήμι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Απόψε θέλει εγώ φρουρήσω
ίσως και πάλι περπατήση.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Το εγγυούμαι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εάν πάρη το σχήμα του αγαθού πατρός μου,
θα του ομιλήσω και αν το στόμ' ανοίξη ο Άδης
σιγήν να μου προστάξη· και, παρακαλώ σας,
αν την όψιν αυτήν έχετε ως τώρα κρύψη,
'ς την φυλακήν ας μείνη ακόμη της σιωπής σας,
και ό,τι άλλο τύχη να συμβή τούτην την νύκτα,
δώστε του τόπον εις τον νουν και όχι 'ς την γλώσσαν.
Θέλει ανταμείψω την αγάπην σας· και τώρα
έχετε υγείαν, και κοντά 'ς το μεσονύκτι
θε να σας ανταμώσω εκεί 'ς τον προμαχώνα.
ΟΛΟΙ
Τα χρέη μας 'ς την Υψηλότητά σου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αγάπην
θέλω από σας όσην σας έχω· χαιρετώ σας.
[Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ.
Το πνεύμα του πατρός μου 'ς τ' άρματα! δεν είναι καλά τα πάντα· υπάρχει κάτι αισχρό παιγνίδι· Ω νύκτα, φθάσε! Ως τότε ησύχαζε, ω ψυχή μου! Έργα (28) μιαρά θα βγουν 'ς το φως φανερωμένα, και αν 'ς την καρδιά της μέσα η γη τα 'χει κρυμμένα.
[Εξέρχεται.
Δωμάτιον εις το σπίτι τον ΠΟΛΩΝΙΟΥ
Εισέρχονται ΛΑΕΡΤΗΣ και ΟΦΗΛΙΑ.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τα πράγματά μου επήραν εις το πλοίο· χαίρε,
ω αδελφή μου, και όταν οι άνεμοι βοηθήσουν
και ξεκινά καράβι, μη κοιμάσαι, κάμε
είδησιν από σε να λάβω.
ΟΦΗΛΙΑ
Και αμφιβάλλεις;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Και ως προς το ερωτικό μετώρισμα του Αμλέτου,
πάρ' τ' ως συνήθειαν και ως του αίματος παιγνίδι·
είναι γιοφύλλι 'πώχει ανοίξ' η φύσις νέα,
πρώιμο και γλυκό, πλην πρόσκαιρο και γέρνει,
μιας στιγμής ευωδιά και χάρις, τίποτ' άλλο.
ΟΦΗΛΙΑ
Α! τίποτ' άλλο παρ' αυτό;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Μη το λογιάσης
τίποτε παρ' αυτό, και σκέψου πως η φύσις,
'ς την αύξησιν, δεν μεγαλόνει με τον όγκον
μόνον και με τα νεύρ', αλλ', ως πλαταίνει τούτος
ο ναός (29), δυναμόν' η μέσα υπηρεσία
της ψυχής και του νου (30). Τώρ' ίσως σ' αγαπάει,
την καθαρήν του γνώμην δεν θολόνει ακόμη
δόλιος σκοπός· αλλά φοβού και αν θεωρήσης
το μεγαλείον του, της γνώμης του δεν είναι
κύριος αυτός· 'ς την γέννησίν του υποταγμένος
δεν δύνατ', όπως οι μικροί κάμνουν, να κόπτη
οποίον θέλει καρπόν, αφού 'ς την εκλογήν του
κρέμετ' η ασφάλεια, τα καλό της πολιτείας·
όθεν 'ς την εκλογήν του την φωνήν θ' ακούση,
και την στέρξιν θα λάβη από το σώμα εκείνο,
οπού τον έχει κεφαλήν· λοιπόν, αν λέγη
πως σ' αγαπά, γνώσιν αν έχεις, πίστευέ το
μόνον όσον η θέσις και τ' αξίωμά του
του συγχωρούν να πράξη αυτά 'πού βεβαιόνει,
και αυτό να προχωρή δεν δύναται παρέκει
απ' ό,τ' η φωνή θέλει της Δανιμαρκίας.
Μέτρα λοιπόν πόσο η τιμή σου θε να πάθη,
αν εύκολα δεχθής τα γλυκολάλημά του,
ή χάσης την καρδιά, ή τον παρθενικόν σου
ανοίξης θησαυρόν εις την τυφλήν ορμήν του.
Μη, Οφηλία, μη, γλυκύτατη αδελφή μου·
το αίσθημά σου κράτει οπίσω φυλαγμένο
'ς απόσκεπο, μακράν απ' τ' άρματα του πόθου·
η σφικτότερη κόρη δείχνεται απλοχέρα,
το κάλλος της αν ξεσκεπάση της σελήνης (31)·
ούτ' η Αρετή ξεφεύγει την συκοφαντίαν·
τα τέκνα του Μαϊού πληγόνει το σκουλήκι
πολύ συχνά πριν τα μπουμπούκια τους ανοίξουν,
και 'ς της ζωής το δροσοβόλο χαραμέρι
εξόχως άνεμοι φυσούν φαρμακωμένοι.
Λοιπόν φυλάξου· ο φόβος είναι σωτηρία·
ότ' η νεότης, χωρίς να 'χη εχθρόν, και μόνη
'ς τον εαυτόν της επανάστασιν σηκόνει.
ΟΦΗΛΙΑ
Την έννοιαν θα 'χω της λαμπρής σου νουθεσίας
φύλακα της καρδιάς μου· αλλ' αδελφέ γλυκέ μου,
μη κάμης όπως ασεβείς κάποιοι ποιμένες·
τ' ουρανού το τραχύ και ολόρθο μονοπάτι
δείχνουν των άλλων, και ξεχνούν την διδαχήν τους,
και, ως ο φιλήδονος 'πού αλόγιαστα ξεδίνει,
τρέχουν μες της τρυφής τον ανθισμένον δρόμον.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Μη με φοβήσαι. — Αργοπορώ· πλην ο πατέρας
έρχετ'· ευχή διπλή διπλήν την χάριν έχει·
δεύτερον ασπασμόν η τύχη μας χαρίζει.
Εισέρχεται ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Λαέρτη, ακόμη εδώ; 'Σ το πλοίο σου, 'ς το πλοίο!
Κάθετ' ο άνεμος 'ς τους ώμους του πανιού σου,
και σε προσμένουν· λάβε πρώτα την ευχήν μου,
[Βάζει το χέρι επάνω εις την κεφαλήν του ΛΑΕΡΤΗ]
και ταις εξής 'ς τον νουν σου γράψε νουθεσίαις· 'Σ τους στοχασμούς σου γλώσσαν (32) να μη δίδης, μήτε εις στοχασμόν σου ενέργειαν πριν τον ωριμάσης· να ήσαι καταδεκτικός, πλην μη χυδαίος· τους φίλους 'πώχεις, αφού πρώτα δοκιμάσης, με κρίκους δέσε εις την ψυχήν σου αδαμαντίνους· πλην της παλάμης σου την αίσθησιν μη φθείρης μ' όποιον η ώρα σύντροφόν σου ξεκλωσσήση. Φυλάξου 'ς έριδα να εμπής, αλλ', άμα εμπήκες, μείνε, να κάμης τον εχθρόν να σε φοβήται. Εις όλους τ' αυτιά δίδε, την φωνήν 'ς ολίγους· άκουε συμβουλαίς· την γνώμην σου μη λέγης. Καλοενδύσου, αλλ' όσο το πουγγί σηκόνει, μη παράξενα, πλούτος, όχι φαντασία· τον άνθρωπον συχνά μας δείχν' η φορεσιά του, καθώς οι πρώτοι μεγιστάνες της Γαλλίας είναι εις τούτο εκλεκτοί προ πάντων και γενναίοι. Μη γίνης δανειστής, μηδέ χρεωφειλέτης· συχνά τον φίλον χάνεις μ' όσα 'χεις δανείση, και αν δανεισθής, στομόνεις την οικονομίαν. Προ πάντων τούτο· αληθινός 'ς τον εαυτόν σου να 'σαι, και θέλει ακολουθήση, ωσάν η νύκτα την ημέραν, να μη 'σαι ουδέ 'ς τους άλλους ψεύτης. Χαίρε, και ό,τ' είπα θέλει ανθίση απ' την ευχήν μου.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ο υιός σου ταπεινώς σε χαιρετά, πατέρα.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Προσκαλεί σε ο καιρός· οι δούλοι σε προσμένουν.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Υγίαινε, Οφηλία, και μη λησμονήσης
ό,τι σου είπα.
ΟΦΗΛΙΑ
Μες την μνήμην μου κλεισμένο
είναι, και το κλειδί της κράτει συ 'ς το χέρι.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Υγίαινε.
[Εξέρχεται.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Οφηλία, τι 'ναι αυτό 'πού σου 'πε;
ΟΦΗΛΙΑ
Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον κάτι, — μη βαρύνης.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Καλά τωόντι το στοχάσθηκε! μου λέγουν
ότι τώρ' ύστερα συχνά σ' έχει ανταμώση
μερικώς και ότι συ με καλοσύνην άκραν,
μ' ελεύθερην ψυχήν, ακρόασιν του δίδεις.
Αν είναι αυτό (καθώς μώχουν ειπή και μόνον
διά να προφυλαχθώ) θε να σου ειπώ 'πού εκείνην
του προσώπου σου εσύ δεν έχεις την ιδέαν,
'πού της κόρης μου αρμόζει και η τιμή σου θέλει.
Τι τρέχει μεταξύ σας; Την αλήθειαν λέγε.
ΟΦΗΛΙΑ
Τώρ' ύστερα πολλά μου δωκε αυτός σημεία
της αγάπης του, Κύριε.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τ η ς α γ ά π η ς, Θε μου!
Λαλείς ως κόρη τρυφερή 'πού ακόμη πράξιν
'ς τα επικίνδυνα τούτα πράγματα δεν έχει.
Εις τα σημεία του, ως τα λέγεις, συ πιστεύεις;
ΟΦΗΛΙΑ
Τι να στοχάζωμαι δεν ξεύρω, Κύριέ μου.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Θα σε διδάξω εγώ· φαντάσου παιδί να 'σαι,
και ως μάλαμα να εδέχθης κάλπικα σ η μ ε ί α (33),
τον εαυτόν σου βάλε εις υψηλό σ η μ ε ί ο,
ειδεμή (και δεν πρέπει την καϋμένην λέξιν
να βασανίζωμε ως να χάση την πνοήν της)
μωρίας θα μου δώσης φανερά σ η μ ε ί α.
ΟΦΗΛΙΑ
Με πολλήν ζέσιν μου εξηγεί τον ερωτά του,
αλλά με τίμιον τρόπον.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τ ρ ό π ο ν να τον λέγης
τωόντι· έλα τώρα!
ΟΦΗΛΙΑ
Κύριέ μου, ακόμη
τον λόγον του πιστόνει με την μαρτυρίαν
όρκων μεγάλων φοβερών 'πού μώχει ομόση.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Βρόχια διά να πιασθούν ξυλόκοταις! Α! ξεύρω
όταν το αίμα βράζει πόσο είναι γενναία
η ψυχή να δανείζη όρκους εις τα χείλη!
Αναλαμπαίς, 'πού δίδουν φως, ζέστην ολίγην,
σβυμένα 'ς την στιγμήν 'πού τάζουν και τα δύο,
ω κόρη μου, μη γελασθής πως είναι φλόγαις.
Μη την παρθενικήν σου δίδης παρουσίαν
τόσο εύκολα 'ς το εξής· της συναναστροφής σου
συ την αξίαν ως εκεί μη χαμηλόνης,
να προστάζεσαι να 'λθης εις συνομιλίαις.
Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον τούτο σκέψου μόνον,
ότ' είναι νειό πουλάρι και ημπορεί να τρέχη
ασπέδιστος (34) εκεί, 'πού εις σε δεν συγχωρείται.
'Σ ολίγα λόγια μη πιστεύης, Οφηλία,
'ς τους όρκους οπού κάμνει αυτός· είναι μεσίταις
άλλης βαφής παρ' ό,τι δείχν' η φορεσιά τους,
κήρυκες ταπεινοί διά τέλη εντροπιασμένα,
και δείχνουν άγιοι κ' ευσεβείς προξενολόγοι,
διά να πλανέσουν τους αθώους. Ε! σου λέγω,
χωρίς λόγια πολλά, 'πού 'ς το εξής δεν πρέπει
ταις ώραις της αδειάς σου να κακοξοδεύης
εις το να δίδης λόγια και να συντυχαίνης
με τον πρίγκιπ' Αμλέτον· τ' άκουσες; το θέλω·
πήγαινε τώρα.
ΟΦΗΛΙΑ
Θα υπακούσω, Κύριέ μου.
[Εξέρχονται,
Ο Προμαχώνας.
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αέρας 'πού θερίζει· κάμνει πολύ κρύο.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Άγριος είναι, τωόντι, κοφτερός αέρας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι ώρα είναι;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ολίγο από την δωδεκάτην,
νομίζω, λείπει.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Σφάλλεις· είναι βαρημένη.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Λέγεις; δεν τ' άκουσα· λοιπόν σιμόν' η ώρα
που να περιπατή το πνεύμα εσυνηθούσε.
[Σαλπισμοί και πυροβολισμοί μέσα.
Τι δηλοί τούτο, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ο Βασιλέας
δείπνον έχει οληνύκτα και μεθοκοπάει,
φαρομανά, και 'ς τον χορόν πηδά, γυρίζει·
κ' ενώ ρουφά του Ρήνου το κρασί και πίνει,
τον θρίαμβόν του διαλαλούν (35), καθώς ακούτε,
τα τύμπανα και η σάλπιγγαις.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Είναι συνήθεια;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ναι, μάλιστ', αλλ' εγώ νομίζω, αν κ' είμαι γέννα
του τόπου και με τούτ' αναθρεμμένος, ότι
τέτοιαν συνήθειαν να κρατούν φέρνει ατιμίαν,
κ' έπαινον έχει εκείνος 'πού την αθετήση.
Δι' αυτήν την χοντροκέφαλην κραιπάλην τ' άλλα
έθνη μάς θεατρίζουν και μας κατακρίνουν
'ς τα πέρατα της γης, μας λέγουν μεθοκόπους,
και μ' επίθετο αισχρό ρυπαίνουν τ' όνομά μας.
Αυτό τωόντι απ' όσα και αν η αρετή μας
λαμπρότατ' έργα κατορθώση την καρδίαν,
το μεδούλι, αφαιρεί του επαίνου οπού μας πρέπει.
Και 'ς τους ανθρώπους μερικώς το αυτό συμβαίνει, —
διά κάποιο κακό στίμμα φυσικό τους, είτε
εκ γενετής (και αυτού δεν πταίουν, αν η φύσις
δεν δύναται να εκλέγη την καταγωγήν της),
όταν άμετρ' αυξήση κάποια διάθεσίς των,
ώστε τα εμπόδια σπα και τους φραγμούς του λόγου.
είτε από κάποιαν έξιν, οπού ωσάν προζύμι
πολύ σηκόνει την μορφήν τρόπων ωραίων, —
'ς τους ανθρώπους αυτούς, λέγω, συμβαίνει, ως είναι
μ' ένα ψεγάδι σημειωμένοι, είτ' είναι χρώμα
της φύσεως, είτ' εκεί το 'χει χαράξ' η μοίρα,
τα δώρα τους, και αν λάμπουν όσο η θεία χάρις,
και άπειρ' αν ήναι, όσο η ψυχή χωρεί του ανθρώπου,
του κόσμου γενικώς να φαίνωνται φθαρμένα
από την μόνην κείνην έλλειψιν· το δράμι (36)
του ολέθρου σέρνει την καλήν ουσίαν όλην
εις τ' όνειδός του.
Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ιδέ, Κύριε, το Πνεύμα φθάνει!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω Άγγελοι του Υψίστου, σεις φυλάξετέ μας! —
Μακάριον είσαι πνεύμα, είτε κολασμένο,
πνοαίς ουράνιαις φέρνεις, είτε φλόγαις Άδου,
έχεις προαίρεσιν καλήν είτε ολεθρίαν,
με σχήμα τόσο αξιομίλητον (37) εφάνης,
ώστ' εγώ θα σου κρίνω· και σου λέγω, Αμλέτε
πατέρα μου και των Δανών ω βασιλέα!
Α! δος μου απόκρισιν! 'Σ την άγνοιαν μη μ' αφήσης
να πνίγωμαι, αλλ' ειπέ, διατί τ' αγιασμένα
κόκκαλά σου, οπού τα 'χαν νεκροσυγυρίση,
τα σάβανά των έσπασαν; Διατί το μνήμα,
'πού σ' είδαμε κλεισμένον 'ς την ανάπαυσίν σου,
τ' ασάλευτ' άνοιξε σαγόνια του μαρμάρου
να σ' απολύση οπίσω; Τι σημαίνει τούτο,
ότι συ, λείψανο, πατόκορφα ωπλισμένος,
πάλι έρχεσαι να ιδής τα φέγγη της σελήνης,
την νύκτα ν' ασχημίζης, ώστ' εμείς, της φύσεως
τα εμπαίγματα (38), τόσο φρικτά να κλονισθούμε
με στοχασμούς οπού δεν φθάνει ο νους του ανθρώπου;
Ειπέ διατί γίνεται αυτό; Προς τι; Τι πρέπει
να πράξωμεν εμείς;
[Το ΠΝΕΥΜΑ νεύει του ΑΜΛΕΤΟΥ.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ιδού, σου κάμνει νεύμα
αλλού να πας μαζί του, ωσάν να θέλη κάτι
να φανερώση προς εσένα μόνον.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κύττα,
με ήθος πόσο ευγενικό σε καλεί πέρα
εις μέρος πλέον μακρυνόν· όμως μαζί του
μη πας.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Όχι, ποσώς, καθόλου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτό δεν θέλει
ομιλήση· λοιπόν θα το ακολουθήσω.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριε, μη το κάμης.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι; Ποιος θα 'ναι ο φόβος;
Δεν λογαριάζω ουδέ βελόνι την ζωήν μου·
όσο διά την ψυχήν μου, τι μπορεί να πάθη
από αθάνατο πνεύμ' αθάνατη κ' εκείνη;
Με καλεί πάλι πέρα· θα το ακολουθήσω.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Πώς, Κύριέ μου; Και αν αυτό σε ξεπλανέση
εις το ποτάμ' (39) ή 'ς τον φρικτόν βράχον που επάνω
'ς την βάσιν του υψηλός προς τα πελάγη κλίνει,
και πάρη εκεί κάποιαν μορφήν άλλην του τρόμου,
και σου αφαιρέση του νοός την εξουσίαν,
ώστε να σε τρελλάνη; Τούτο συλλογίσου·
βάζει ο τόπος αυτός, χωρίς άλλην αιτίαν,
θανάτου πειρασμούς 'ς την κεφαλήν εκείνου,
'πού την θάλασσαν βλέπει τόσα μέτρα κάτω
και την ακούει να βροντά.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλεί με πάλι. —
Πήγαιν' εμπρός· κ' εγώ θέλει σε ακολουθήσω.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κύριέ μου, δεν θα πας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μακράν τα χέρια, λέγω!
ΟΡΑΤΙΟΣ
Άκουσε! δεν θα πας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η μοίρα μου κραυγάζει,
και 'ς το κορμί μου κάθε αρμόν ενδυναμόνει
ωσάν τα νεύρα του θηρίου της Νεμέας (40).
[Το ΠΝΕΤΜΑ νεύει
Καλούμαι ακόμη; — Κύριοι, λύσετέ με, αλλέως θα κάμω πνεύμα εκείνον οπού μ' εμποδίζει. Αφήστε μ', είπα! — Εμπρός, κ' εγώ θ' ακολουθήσω.
[Εξέρχονται ΠΝΕΥΜΑ και ΑΜΛΕΤΟΣ.
ΟΡΑΤΙΟΣ
'Σ απελπισία τον ρίχνει τώρα η φαντασία.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ας του πάμε κατόπι, και δεν είναι πρέπον
'ς αυτό να του υπακούμε.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Εμπρός, ας πάμε. — Τούτο
πού θα τελειώση;
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κάτι σαπημένον έχει
το κράτος της Δανίας.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ίσια θα τα φέρη
ο Θεός.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Αλλ' εμείς κατόπι του να πάμε.
Άλλο μέρος απομακρυσμένο εις τον ΠΡΟΜΑΧΩΝΑ.
Εισέρχονται ΠΝΕΥΜΑ και ΑΜΛΕΤΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πού θα με πας; (41) Ομίλει· δεν θα προχωρήσω.
ΠΝΕΥΜΑ
Πρόσεχε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα προσέχω.
ΠΝΕΥΜΑ
Προσεγγίζ' η ώρα
'πού 'ς ταις πίσσιναις φλόγαις πρέπει ν' αποδώσω
τον εαυτόν μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αχ! καϋμένο Πνεύμα!
ΠΝΕΥΜΑ
Όχι,
να μη με συμπονής, και σοβαρά ν' ακούσης
ό,τι θα φανερώσω.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ειπέ, πρέπει ν' ακούσω.
ΠΝΕΥΜΑ
Κ' εκδικητής να γίνης, άμ' ακούσης, πρέπει.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και τι;
ΠΝΕΥΜΑ
Το πνεύμα εγώ 'μαι του πατρός σου κ' έχω
καταδίκην 'ς την γην την νύκτα να πλανώμαι,
και την ημέραν μες ταις φλόγαις να λιμάζω (42),
ως 'πού το πυρ να καθαρίση όσα' χω πράξη
κρίματα 'ς ταις ημέραις της φθαρτής ζωής
και αν άνωθεν 'ς εμέ δεν ήτο εμποδισμένο
να φανερώσω τα κρυφά της φυλακής μου,
ήθελε ακούσης από εμέ μιαν ιστορίαν,
'πού εις την παραμικρήν της λέξιν να τρομάζη
η ψυχή σου, το νέον αίμα σου να πήξη,
τα δυο σου μάτι' από τους κύκλους των, ως άστρα,
εμπρός να πεταχθούν, τα κολλητά σγουρά σου
να χωρισθούν και κάθε τρίχα ορθήν να στήσουν,
ως η τριχιά του θυμωμένου ακανθοχοίρου·
αλλά 'ς αυτιά 'πό σάρκα κ' αίμα δεν αρμόζει
τούτ' η φανέρωσις αφθάρτου κόσμου. Αμλέτε,
ακροάσου, ακροάσου! Και αν, οπότ' εζούσε,
τον γλυκόν σου πατέρ' αγάπησες, —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θεέ μου! (43)
ΠΝΕΥΜΑ
τον μιαρόν εκδίκ' αφύσικόν του φόνον.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Φόνον;
ΠΝΕΥΜΑ
Και μιαρόν, ως κάθε φόνος και όταν
δικαιολόγησιν έχη, αλλ' όμως ωσάν τούτος
αφύσικος και μιαρός δεν έγιν' άλλος.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μην αργής να το ειπής, και 'ς την εκδίκησιν μου
θα ορμήσω με πτερά γοργότατα όσον είναι
της θείας προσευχής ή της θερμής αγάπης.
ΠΝΕΥΜΑ
Πρόθυμος είσαι· και, αν αυτό δεν σε κινούσε,
θα 'σουν οκνότερος του χόρτου οπού 'ς της Λήθης
την ακροποταμιά σαπαίνει αναπαυμένα.
Λοιπόν άκουσε, Αμλέτε· ειπώθη κ' επιστεύθη
ότι 'ς τον κήπον μου, ενώ κοιμώμουν, φίδι
μ' επλήγωσεν· ιδού, πώς όλην την Δανίαν
με πλαστόν τρόπον του θανάτου μου απατήσαν·
αλλά μάθε, ω γενναίε, 'πού το φίδι εκείνο
που του πατρός σου την ζωήν πλήγωσε, τώρα
φορεί το στέμμα του.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω προφήτισσα ψυχή μου!
Ο θείος μου;
ΠΝΕΥΜΑ Αυτό το κτήνος, ο αιμομίκτης, ο μοιχός, με διαβόλου πνεύμα και με δώρα επίβουλα, — ω πνεύμα πονηρόν, ω δώρα τόσον άξια να φθείρουν την ψυχήν του ανθρώπου έσυρε 'ς την αδιάντροπήν του επιθυμίαν την τόσ', ως έδειχνεν, αγνήν βασίλισσάν μου. Αμλέτε, ποίος ξεπεσμός εστάθη εκείνος! Από εμέ, 'πού ευγενώς τόσο την αγαπούσα ώστε με την ευχήν του γάμου αδελφωμένη εβάδιζεν η αγάπη, να ξεπέση 'ς έναν αχρείον και γυμνόν απ' όσαις 'ς εμέ χάρες η φύσις είχε δώση· αλλ' όπως δεν κλονείται η αρετή ποτέ κ' εάν η αναισχυντία με σχήμα θείο προσπαθεί να της αρέση, ομοίως κ' η ασέλγεια (44), και αν τύχη να σμίξη μ' άγγελον φωτεινόν, και αφού την ουρανίαν κλίνην χαρή θα στρέψη 'ς το ψοφίμι. Στάσου! της χαραυγής, θαρρώ, μυρίζομαι τ' αέρι· σύντομα πρέπει να τα ειπώ. Κει 'πού κοιμώμουν 'ς τον κήπον μου μεσημερίς, ως συνηθούσα, ήλθε 'ς την ώραν της μεγάλης μου ησυχίας ο θείος σου κλεφτά, μ' ένα ρογί γεμάτο από χυλόν του καταράτου μηλοχόρτου (45), και 'ς των αυτιών μου ταις αυλαίς έχυσεν όλο το λεπροφόρον αποστάλαγμα, κ' εκείνο με το αίμα του ανθρώπου τόσην έχθραν έχει, 'πού ωσάν υδράργυρος γοργά διαβαίνει 'ς όσαις πύλαις και δρόμους φυσικούς έχει το σώμα, και με σφοδρήν ενέργειαν κόβει ευθύς και πήγει το καθαρό μας αίμα, ωσάν μέσα 'ς το γάλα ξυναίς σταλαγματιαίς· και αυτό 'ς εμέ συνέβη· και ξάφνου επάνω 'ς όλο τ' ομαλό κορμί μου εξέσπασε λειχήνα, ως του Λαζάρου λώβα (46), 'πού αχρεία κλόδα βρωμερή την έκρυβ' όλην. Ιδού, πώς αδελφός τα πάντα, ενώ κοιμώμουν, ζωήν, κορώναν και βασίλισσαν μου επήρε. Εκόπην μέσα 'ς τ' άνθος των αμαρτιών μου, χωρίς να ετοιμασθώ, χωρίς να λάβω μύρον (47), χωρίς μετάληψιν, χωρίς να διορθώσω την ψυχήν μου, αλλά λόγον μ' έστειλαν να δώσω σκυμμένος απ' το βάρος των ελλείψεών μου. Ω φρίκη! ω φρίκη! ω φρίκη! Και αν αίσθησιν έχεις, μη το υποφέρης· μην αφήσης της Δανίας την κλίνην την βασιλικήν κοίτη να ήναι πόθων αισχρών και μιαρής αιμομιξίας. Αλλ' όπως και αν συ μέλλης τούτο να ενεργήσης, φύλαξε την καρδιά σου αγνήν και της μητρός σου κακά να κάμης μη σκεφθής, αλλ' άφησέ την 'ς τον θεόν και 'ς αυτά τ' αγκάθια 'πού 'ς τα σπλάχνα μέσα της κατοικούν, πικρά να την πληγόνουν. Τώρ' αποχαιρετώ σε· η λαμπυρίδα (48) δείχνει ότι σιμόν' η αυγή, και αρχίζει να χλωμαίνη το άνεργό της φως. Ω! χαίρε, Αμλέτε, χαίρε! Να μη με λησμονήσης. [Εξέρχεται.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω των Ουρανίων
τάγματα όλα! Ω Γη! τι άλλο; και τον Άδην
μ' αυτά θα ενώσω; Αίσχος! Συ, καρδιά μου, βάστα·
νεύρα μου, σεις μη ξάφνου τώρα μου γεράστε,
στηρίξτε με σφικτά! Να μη σε λησμονήσω;
Ναι, καϋμένο μου πνεύμα, ενόσω η μνήμη τόπον
'ς την σαλευμένην τούτην σφαίραν (49) έχει ακόμη.
Να μη σε λησμονήσω; Ναι, από της μνήμης
τον πίνακα θα σβύσω κάθ' ενθύμημά μου
ανούσιο, κοινό, κάθε ρητό παρμένο
από βιβλία, και όσα σχήματα και τύπους
των περασμένων μου καιρών έχ' η νεότης
αντιχαράξη εκεί καθώς τα αισθάνθη κ' είδε·
και μόν' η προσταγή σου μέσα εις το βιβλίο
του εγκεφάλου μου θα ζη μακράν απ' ό,τι
πρόστυχον είναι· μάρτυς μου ο Θεός, τ' ομόνω!
Γυνή (50) ω πόσο διεστραμμένη! Συ, αχρείε!
κακούργε, αχρείε, με γλυκόγελο 'ς τα χείλη!
Το σημειωματάρι (51) μου· θα γράψω τούτο·
να 'χη μπορεί κάνεις γλυκόγελο 'ς τα χείλη
και να ήναι κακούργος· τούτο εις την Δανίαν
[γράφει
τουλάχιστον συμβαίνει· σ' έχω εδώ γραμμένον,
ω θείε μου! — Και πάλιν προς το σύνθημά μου·
είναι· «χαίρε, ω χαίρε, μη με λησμονήσης»,
τ' ωρκίσθηκα.
ΟΡΑΤΙΟΣ [από μέσα.
Πού είσαι, Κύριέ μου;
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ [από μέσα
Κύριε,
Αμλέτε!
ΟΡΑΤΙΟΣ [από μέσα.
Ο Θεός να τον φυλάξη.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ [από μέσα.
Γένοιτο.
ΟΡΑΤΙΟΣ [από μέσα.
Ω Κύριέ μου, ω!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλέ μου, ω πουλί μου (52),
έλα, κατέβα!
Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Τι συμβαίνει, Κύριέ μου;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τι νέα, Κύριε;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θαυμαστά!
ΟΡΑΤΙΟΣ
Δεν μας τα λέγεις,
καλέ μας Κύριε;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι· τα κοινολογείτε.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Εγώ 'χι, Κύριε, 'ς τον Θεόν.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ούτ' εγώ, Κύριε,
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι λέγετε λοιπόν; Α! πότε ανθρώπου φρένες
φαντάσθηκαν αυτά; Το μυστικό κρατείτε;
ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Ναι, Κύριε, 'ς τον Θεόν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις την Δανίαν όλην
δεν σώζεται (53) κακούργος 'πού να μη 'ναι αχρείος
γνωστός.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Να μας διδάξη τούτο, Κύριέ μου,
δεν είναι ανάγκη πνεύμα να 'βγη από τον τάφον.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ό,τ' είπες, ορθόν είναι, ορθότατο· και, δίχως
άλλαις περιστροφαίς, καλόν ευρίσκω τώρα
να σφίξωμε τα χέρια και να χωρισθούμε,
εσείς, οπού σας φέρνει ο πόθος και η φροντίδα·
καθένας έχει πόθους, έχει και φροντίδαις,
όποιαις και αν ήναι· ως προς εμέ τον καϋμένον,
θα υπάγω να προσευχηθώ.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τούτα δεν είναι
ειμή λόγια του ανέμου και γεμάτα ζάλην.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Λυπούμαι οπού σας πρόσβαλαν, πολύ λυπούμαι
'ς την τιμήν μου.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ποσώς δεν μας προσβάλλουν, Κύριε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ναι· πλην, μα τον Θεόν, υπάρχει και μεγάλη,
Οράτιε, προσβολή· (54) και ως προς τ' όραμα εκείνο,
είναι πνεύμα καλό, τούτο να ειπώ σας φθάνει·
και την επιθυμία να μάθετ' ό,τι τρέχει
μεταξύ μας, δαμάσετ' όπως ημπορείτε.
Και τώρα, καλοί φίλοι, ως είσθε φίλοι αρχαίοι,
και σπουδασμένοι και στρατιώταις, μίαν μόνην
χάριν μικρήν ζητώ σας.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριε, τι θέλεις;
θα γίνη ευθύς.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Γνωστό μη κάμετ' ό,τι απόψε
είδετε.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριε, ποτέ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα τ' ορκισθήτε.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Εις την τιμήν μου, Κύριε.
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κύριε, 'ς την τιμήν μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις το σπαθί μου (55).
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
Κύριε, τώρα εδώκαμ' όρκον (56).
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις το σπαθί μου, 'ς το σπαθί μου.
ΠΝΕΥΜΑ [από κάτω.
Ορκισθήτε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Α! Α! συ, παλληκάρι, τούτο λέγεις; Είσαι
κει κάτω, τιμημέν' εργάτη (57); — Ελάτε· ακούτε
τον άνθρωπον αυτόν 'ς τα κατωκέλλι· στέρξτε
να ορκισθήτε.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τον όρκον, Κύριε, πρόβαλέ μας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ό,τι έχετε ιδή, ποτέ να μην ειπήτε.
θα ορκισθήτε 'ς το σπαθί μου.
ΠΝΕΤΜΑ [από κάτω,
Ορκισθήτε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Λοιπόν α π α ν τ α χ ο ύ παρών; Α! πρέπει τόπον
ν' αλλάξωμεν (58)· εδώ περάστε, Κύριοί μου.
Τα χέρια θέστε πάλι επάνω 'ς το σπαθί μου,
και ορκισθήτε ποτέ να μην ειπήτε λόγον
ως προς αυτό 'πού τώρ' ακούσετε (59).
ΠΝΕΥΜΑ [από κάτω.
Ορκισθήτε
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλά τα λέγεις, γέρε χάμουργα! Και πόσο
γλήγορα εργάζεσαι 'ς την γην! Α! σκαπανέας
είσαι καλός! — Και πάλι ας κινηθούμε, φίλοι.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Θεέ του Ελέους! αλλά τούτο πράγμα ξένο
είναι πραγματικώς!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και συ λοιπόν ως ξένον (60)
να το καλοδεχθής. Πολλά (61) πράγματα, Οράτιε,
ο Ουρανός έχει και η Γη, 'πού καν δεν είδε
'ς τ' όνειρό της αυτή σας η φιλοσοφία.
Αλλά (62) ελάτ' εδώ, 'σαν πρώτα, ότι ποτέ σας
(να σας σκέπη ο Θεός) — Όσο και αν δείξη ξένο,
παράδοξο, το φέρσιμό μου, καθώς ίσως
θα κρίνω πρέπον 'ς το εξής να πάρω ήθος
αλλόκοτο, μωρό, — δεν θα συμβή ποτέ σας,
όταν 'ς εκείναις ταις στιγμαίς και σεις με ιδήτε,
τα χέρια (63) να σταυρώσετ' έτσι, ή να κουνήστε
έτσι την κεφαλήν, ή λόγος να σας φύγη
αμφίβολος, ωσάν «χεμ! χεμ! ξεύρομε κάτι»,
ή «να ηθέλαμεν!» ή «θα ελέγαμεν, αν ήταν
συγχωρημένον» ή «δεν λείπουν, αν μπορούσαν» (64)
ή μ' ομιλίαις άλλαις ύποπταις να δείξτε
πως ηξεύρετε κάτι από τα πράγματά μου, —
ότι αυτά δεν θα πράξετε (και ας ήναι η θεία
χάρις 'ς την ώραν της ανάγκης βοηθός σας)
ορκισθήτε.
ΠΝΕΥΜΑ [από κάτω.
Ορκισθήτε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ταραγμένο πνεύμα,
αναπαύσου, αναπαύσου! — Τώρα, κύριοι μου,
'ς εσάς συσταίνομ' όλος μ' όλην την ψυχήν μου,
και ό,τ' ημπορεί πτωχός άνθρωπος, όπως είναι
ο Αμλέτος, να κάμη διά να δείξη πόσην
αγάπην τρέφει προς εσάς, δεν θέλει λείψη,
αν θελήση ο Θεός. Και τώρα μέσ' ας πάμε
όλοι μαζί· και πάντοτε σας εξορκίζω
το δάκτυλο εις τα χείλη επάνω να κρατήτε.
Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο
πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.
Και τώρα ελάτε, να πηγαίνωμεν αντάμα.
[Εξέρχονται.
Δωμάτων εις το σπίτι του ΠΟΛΩΝΙΟΥ.
Εισέρχονται ΠΟΛΩΝΙΟΣ και ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Πάρε και δος του αυτά τα χρήματα, Ρεϋνάλδε,
και αυτά τα γράμματα.
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Θα γίνη, Κύριέ μου.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Καλέ Ρεϋνάλδε, πόσην φρόνησιν θα δείξης
αν, πριν πας να τον εύρης, εξετάσης πρώτα
την διαγωγήν του.
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Κύριε, κατά νουν το είχα.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Εύγε σου, εξαίρετα, λαμπρά, μα την ζωήν μου.
Πρόσεχε τώρα· πρώτα θέλει μου ερευνήσης
τίνες ευρίσκονται Δανοί 'ς τους Παρισίους,
ποίοι και πώς, τα μέσα 'πώχουν, και πού μένουν,
ποια συντροφιά, τι δαπανούν και άμα με τούτο
το κλωθογύρισμα του λόγου μάθης ότι
γνωρίζουν τον υιόν μου, ιδού πώς θέλει φθάσης
ταχύτερα παρ' αν αμέσως ερωτούσες·
δείξε πώς τάχ' από μακρυά μόνον τον ξεύρεις·
«τον πατέρα του» ειπέ «και φίλους του γνωρίζω,
και αυτόν κάπως». Νοείς τούτο, Ρεϋνάλδε;
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Κύριε,
πολύ καλά.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
«Κάπως και αυτόν· όμως» θα λέγης
«ολίγο, αλλ', αν εκείνος είναι οπού απεικάζω,
είν' άτακτος πολύ, 'ς αυτό και αυτό δοσμένος».
και πλάσε εις βάρος του όσα θέλεις· όμως όχι
τόσο χοντρά 'πού να τον ατιμάζουν, — έχε
εδώ τον νουν σου· αλλά θα ειπής ταις τρέλλαις όλαις,
τα λάθη και τα πάθη, οπού 'ναι μαθημένη
η νεότης να εμπλέκη αν έχη ελευθερίαν.
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Λόγου χάριν πώς παίζει.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ναι, και πώς του αρέσει
να πίνη, να σπαθοκοπά, να θεουλίζη,
να μαλόνη, να βλέπη αμαρτωλαίς· να φθάσης
ημπορείς ως αυτού.
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Τούτο αν ειπούμε, Κύριε,
θε να τον ατιμάσωμε.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ποσώς, διόλου·
όπως εσύ θ' αρτύσης την κατηγορίαν·
μη πάλι του φορτώσης τ' όνειδος πως είναι
εις άσωτην ζωήν παραδομένος· τούτο
δεν εννοώ· θα χρωματίσης τα κακά του
όμορφα, ωσάν ψεγάδια της ελευθερίας,
μιας φλογερής ψυχής οπού ξεσπά και αστράφτει,
αίματος ζωντανού, 'πού χαλινόν δεν έχει,
πάθημα γενικόν.
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Αλλά, καλέ μου Κύριε, —
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Και προς τι θέλω αυτό να κάμης;
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Κύριέ μου,
τούτο να μάθω επιθυμούσα.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Αυτού, καλέ μου,
είν' όλο μου το σχέδιο, μηχανή, πιστεύω,
μεγάλη· και ιδού πώς. Ενώ συ τον υιόν μου
με τέτοιους ρύπους ελαφρούς χρισμένον δείχνεις,
ως πράγμα, οπού 'ς το μεταχείρισμα ελερώθη, —
εδώ πρόσεχε — αν ο συνομιλητής σου,
αυτός, 'πού τον ψαχνοερωτάς, είδε ποτέ του
'ς τα ελαττώματα εκείνα να 'χη πέση ο νέος,
οπού του μελετάς, μην αμφιβάλης ότι
τούτο μαζί σου το συμπέρασμα θα κλείση·
Άρχοντά μου' θα ειπή ή «φίλε» ή κ' «Εντιμότης»,
όπως η γλώσσα το 'χει και κατά τον τρόπον
'πού ο τόπος συνηθά.
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Κάλλιστα, Κύριέ μου.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Και τότε, φίλε, αυτός αρχίζει, αυτός αρχίζει —
Α! τι 'θελα να ειπώ; Μα την ζωήν μου κάτι
είχα 'ς τον νουν να ειπώ! Πού στάθηκεν ο λόγος;
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Εις το «συμπέρασμα θα κλείση» και εις το «φίλε»
ή κ' «Εντιμότης».
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
'Σ το «συμπέρασμα θα κλείση»
Α! τωύρηκα! ιδού με σέ πώς θε να κλείση·
«Τον κύριον γνωρίζω· χθες εγώ τον είδα
ή και προχθές, ή τότε, ή τότε, με τον δείνα
άνθρωπον ή τον δείνα, και, καθώς το λέγεις,
εδώ να παίζη εκεί με φίλους να μεθάη,
αλλού, την σφαίραν ενώ ρίχναν, να μαλόνη».
Ίσως ειπή και αυτό' «Τον έχω ιδή να εμπαίνη
'ς ένα σπίτι κακό» τουτέστι πορνοστάσι,
και καθεξής· είδες λοιπόν συ, με το ψέμα
δόλωμα, πιάνεις τούτο το γριβάδι αλήθειαν.
Να, πώς εμείς οι γνωστικοί και πνευματώδεις
ευρίσκομε με γύραις, από παρακλάδια
στραβά, τον ίσιον δρόμον· και μ' αυτόν τον τρόπον,
'πού σώχω δείξη και διδάξη, και συ πρέπει
να ξεσκεπάσης τον υιόν μου. Εμπήκες τώρα;
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Εμπήκα, Κύριε.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Χαίρε, και ο Θεός κοντά σου.
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Καλέ μου Κύριε!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Κρίνε (1) συ την διάθεσίν του
από τον εαυτόν σου.
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Αυτό, Κύριε, θα κάμω
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Και άφησέ τον να λαλή την μουσικήν του (2).
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ
Κύριέ μου, καλό.
[Εξέρχεται.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Υγίαινε!
Εισέρχεται ΟΦΗΛΙΑ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Οφηλία,
τι έπαθες; τι τρέχει;
ΟΦΗΛΙΑ
Ω! φόβος 'πού μ' επήρε,
Κύριε, —
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Και από τι, 'ς το όνομα του Υψίστου;
ΟΦΗΛΙΑ
Έρραφτα μόνη μέσα 'ς τα δωμάτιόν μου·
ο πρίγκιπας Αμλέτος, με ξεκουμπωμένο
σωκάρδι, ασκούφωτος, με κάλτσαις ξελυμέναις,
βρώμιαις, συρταίς, 'σάν κλάπαις (3), 'ς τ' αστραγάλι,
[και άσπρος
'σάν το υποκάμισό του, με τα γόνατά του
'πού αντικτυπιόνταν, μ' όψιν καταλυπημένην,
ωσάν ο Άδης να τον είχεν απολύση
να ξεστομίση τρόμους, φανερώθη εμπρός μου.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τρελλός από τον έρωτά σου;
ΟΦΗΛΙΑ
Δεν γνωρίζω,
αλλά τωόντι, Κύριε, το φοβούμαι.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τι 'πε;
ΟΦΗΛΙΑ
Μ' έπιασε απ' τον αρμόν (4) και, όπως σφικτά μ' εκράτει,
'ς το μάκρος του βραχίονός του οπίσω κλίνει,
και με την άλλην του παλάμην, έτσι (5), επάνω
'ς τα φρύδια του, να ιδή το πρόσωπό μου εβάλθη
ως να 'χε να το ζωγραφίση· και 'ς την στάσιν
αυτήν μένει πολληώρα· τέλος, αφού πρώτα
μου τίναξ' ελαφρά το χέρι και άνω κάτω
εκούνησ', έτσι, τρεις φοραίς την κεφαλήν του,
έσυρε από τα βάθη στεναγμόν του πόνου,
'πού 'θελε ειπής πως θα του ανοίξη όλο το σώμα,
αυτού να ξεψυχήση· κ' ύστερα μ' αφίνει,
και με την κεφαλήν στριμμένην προς τους ώμους
τον δρόμον του εύρισκε χωρίς τους οφθαλμούς του,
ότι χωρίς να τον βοηθούν εβγήκεν έξω,
και ως το τέλος 'ς εμέ προσήλονε το φως τους.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Έλα μαζί μου· θε να ευρώ τον βασιλέα·
έκστασις είναι τούτη ερωτική, που τόσην
την ορμήν έχει οπού χαλά τον εαυτόν της,
και την θέλησιν σέρν' εις έργ' απελπισίας,
όσο πάθος κανέν' απ' όσα εδώ του ανθρώπου
την φύσιν βασανίζουν. Α! πολύ λυπούμαι, —
μήπως τώρ' ύστερα σκληρά λόγια του είπες;
ΟΦΗΛΙΑ
Κύριέ μου, ποσώς· αλλ' ως μ' έχεις προστάξη
του γύρισα τα γράμματά του και του αρνήθην
να τον δεχθώ.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Και αυτό τον έφερε 'ς την τρέλλαν.
Έπρεπ', ωιμέ, προσεκτικά να τον σπουδάσω
καλήτερα· εφοβούμουν μήπως παίζη κ' έχη
σκοπόν να σ' αφανίση' ανάθεμα 'ς εκείνην
την υποψίαν μου! Ναι, φαίνεται ότι σπρώχνουν
την γνώμην τους οι γέροι πέρ' απ' ό,τι πρέπει,
καθώς οι νέοι πάλιν πρόβλεψιν δεν έχουν.
'Σ τον Βασιλέα πάμε· πρέπει να του γίνη
ο έρωτας γνωστός, κ' εάν θα σπείρη μίση,
ότι κρυμμένος πόνους άλλους θα γεννήση (6).
Έλα.
[Εξέρχονται.
Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Χαίρετε, ω φίλοι, Ροζενκράς και Γυιλδενστέρνη!
Και πόθον είχαμε πολύν να σας ιδούμε,
και ν' αναλάβετε διά μας χρήσιμον έργον
ανάγκην είχαμε· δι' αυτό με τόσην βίαν
σας εμηνύσαμε. Θ' ακούσετ' ίσως κάτι
ως προς την μεταμόρφωσιν του Αμλέτου, κ' είναι
καθώς την λέγω, αφού μ' ό,τ' ήταν πρώτα μήτε
ο έξω άνθρωπος, και μήτε ο μέσα, ομοιάζει.
Τι άλλο τάχα παρ' η θλίψις του θανάτου
του πατρός του εδυνήθη να τον καταντήση
να μη γνωρίζη αυτός τον εαυτόν του πλέον,
να φαντασθώ δεν ημπορώ· και σας τους δύο,
ως παιδιόθεν είσθε συνανάτροφοί του,
και κατόπι αδελφοί 'ς την νειότη και 'ς την γνώμην,
παρακαλούμεν να σας έχωμεν ολίγον
καιρόν εις την Αυλήν μας, και να τον κινήτε
εις ξεφαντώματα μαζί σας να πηγαίνη,
ώστε να δυνηθήτε από ταις ευκαιρίαις
να συνάξετε κάτι, και αν τον βασανίζει
τι άγνωστο 'ς εμάς, κ' εάν φανερωμένο
το πάθος θαύρισκε απ' εμάς την ιατρείαν.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κύριοί μου, συχνά διά σας έκαμε λόγον·
ουδ' άλλους δύο 'σάν εσάς ο κόσμος έχει,
'πού εκείνος τόσο ν' αγαπά· και αν να δειχθήτε
θελήσετε 'ς εμάς καλόγνωμοι και φίλοι,
ώστε ολίγον καιρόν να χάσετε κοντά μας,
και φως με σας εις ταις ελπίδες μας να ιδούμε,
διά την επίσκεψιν αυτήν θα 'χετε χάρες,
όπως βασιλική ταις δίδει ευγνωμοσύνη.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Μεγαλειότατε και Μεγαλειοτάτη,
ως είμασθε 'ς την φοβερήν σας εξουσίαν,
δύναται 'ς ό,τι θέλ' η σεβαστή σας χάρις,
όχι να μας παρακαλή, να μας προστάζη.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Ιδού, και οι δύο την υποταγήν μας και όλον
τον εαυτόν μας εις τα πόδια σας με ζήλον
εθέσαμ', έτοιμοι 'ς την κάθε προσταγήν σας.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ευχαριστώ σε Ροζενκράς, κ' ευγενικέ μου
συ, Γυιλδενστέρνη.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ευχαριστώ σε, Γυιλδενστέρνη,
κ' ευγενικέ μου Ροζενκράς. Να επισκεφθήτε
ευθύς, θερμά παρακαλώ σας, τον υιόν μου,
'πού τόσον άλλαξεν, ωιμέ! — Σεις των κυρίων
[Προς τους ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣ
δείξετε αμέσως πού θα εύρουν τον Αμλέτον.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Να ευδοκήση ο Θεός χαράν αυτός να λάβη
κ' ελάφρωσιν απ' την δικήν μας παρουσίαν,
και απ' όσα προσπαθήσωμε.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ο Θεός να κάμη!
Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Οι πρέσβεις, σεβαστέ μου, από την Νορβηγίαν
επέστρεψαν φαιδροί.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Καλών ειδήσεων είσαι
πάντοτε συ πατέρας.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Δεν είν' έτσι, Κύριε;
Πίστευσε, σεβαστέ, πως έχω αφιερώση
την πίστιν και όλην την ψυχήν μου εις τον Θεόν μου
και αδιακρίτως 'ς τον καλόν μου βασιλέα·
και νομίζω, — εκτός αν τούτος ο εγκέφαλός μου
έχασε την λεπτήν πολιτικήν οσμήν του, —
πως την αληθινήν και μόνην ηύρα αιτίαν
της τρέλλας του Αμλέτου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Α! κείνο να λέγης·
αυτό να μάθω αναζητώ.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Να δεχθής πρώτα
τους πρέσβεις σου· τα νέα μου κατόπι θα 'λθουν,
του δείπνου εκείνου παραφάγια (7).
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τίμησέ τους
εσύ, κ' εδώ συνόδευσέ τους
[Εξέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ω γλυκειά μου
βασίλισσα, μου λέγει αυτός οπού την ρίζαν
ηύρε και την πηγήν του πάθους 'πώχει ο υιός σου.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μία και μόν' είναι, φοβούμαι, — του πατρός του
ο θάνατος και οι τόσο βιαστικοί μας γάμοι.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Θε να τον δοκιμάσωμε.
Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ με τον ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΝ και ΚΟΡΝΗΛΙΟΝ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Καλοί μας φίλοι,
καλώς μας ήλθετε. Βολτίμανδε, τι λέγει
των Νορβηγών ο βασιλέας και αδελφός μας;
ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ
Άδολον ασπασμόν κ' ευχαίς σου ανταποδίδει.
Έστειλ' ευθύς να κόψη την στρατολογίαν
του ανεψιού του, οπού του ελέγαν πως εγίνη
διά να κτυπήσουν τους λαούς της Πολωνίας·
αλλ', άμα ερεύνησε καλά, πληροφορήθη
ότι εκείνος σκοπούσε πόλεμον να φέρη
'ς την Υψηλότητά σου· και βαρύ του εφάνη
ότι, επειδή 'ναι γέρος και άρρωστος 'ς την κλίνην,
με δόλον τον επήραν· ώστ' ευθύς προστάζει
τον Φορτιμπράς να πιάσουν· παραδόθη ο νέος,
και αυστηρώς ωνειδίσθη από τον βασιλέα
και θείον του, κ' ευθύς με όρκον τού υποσχέθη
ποτέ να μη προσβάλη το βασίλειό σου.
Όθεν των Νορβηγών ο γέρος βασιλέας,
περίχαρος, του δίδει δώρο τρεις χιλιάδαις
κορώναις χρονικώς, και διαταγήν ακόμη
'ς των Πολωνών τα μέρη να ριχθή μ' εκείνους
τους άνδραις, 'πού 'χε, ως είπα πριν, στρατολογήση.
Και σε παρακαλεί, καθώς εδώ σου γράφει
[Του δίδει ένα έγγραφον
ήσυχην μέσ' από τα κράτη σου να δώσης πέρασιν, όταν ο στρατός του ξεκινήση 'ς τον πόλεμον αυτόν, με το να λάβης όσαις ανταμοιβαίς και ασφάλειαις μέσα εδώ σου ορίζει καταλεπτώς γραμμέναις.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τούτο ευχαριστεί μας.
Εις ησυχώτερον καιρόν τα γράμματά του
θ' αναγνωσθούν, και θ' απαντήσωμε, αφού πρώτα
γίνη σκέψις. Ωστόσο σας ευχαριστούμε
διά τους καλούς σας κόπους· πορευθήτε τώρα
να ησυχάσετε· θα 'σθε απόψε σύνδειπνοί μας.
Καλώς ήλθετε πάλι 'ς την πατρίδα!
[Εξέρχονται ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ και ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τέλος
εις την υπόθεσιν αυτήν καλόν εδόθη. —
Βασιλειά (8) μου σεπτέ, σεπτή Βασίλισσά μου,
εάν έμελλ' εδώ να στρώσωμε ομιλίαν,
ποιαν πρέπει να 'χη θέσιν η Μεγαλειότης,
τι 'ναι το σέβας, και διατί 'ναι η 'μέρα ημέρα,
η νύκτα νύκτα, και ο καιρός καιρός, θα ήταν
αυτό χαμός καιρού, νυκτός και ημέρας· όθεν,
αν το πνεύμα ψυχήν την συντομίαν έχει,
και σώμα και στολίδι την πολυλογίαν,
θα 'μαι συντομολόγος. Ο ευγενής υιός σας
είναι τρελλός· τρελλόν τον λέγω εγώ, διότι,
αν θέλης την πραγματικήν τρέλλαν να ορίσης,
άλλο να ειπής δεν έχεις παρ' ότ' είναι τρέλλα.
Πλην ας τ' αφήσωμεν αυτά.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Δος μας ουσίαν,
και ολιγώτερην τέχνην.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Α! σε βεβαιόνω,
δεν ομιλώ ποσώς με τέχνην, δέσποινά μου,
μα τον Θεόν· είναι τρελλός, τούτ' είναι αλήθεια,
και αλήθεια 'πού 'ναι κρίμα, κρίμα που 'ναι αλήθεια·
μωρό το σχήμα, τ' αθετώ· τέχνην δεν θέλω.
Τρελλόν λοιπόν θα τον ειπούμε· μένει τώρα
του φαινομένου (9) τούτου ναύρωμε τον λόγον,
ή και του λόγου, αν θέλεις, την παραλογίαν,
ότι θα υπάρχη αυτού του παραλόγου ο λόγος.
Τούτο απομένει (10)· και ιδού πώς το απομεινάρι
θα κρίνετε· μιαν κόρην έχω, — και την έχω
όσο 'πού 'ναι δική μου, — αυτή, κατά το χρέος
και την υπακοήν της, τούτο μώχει δώση·
κυττάξτε τώρα· συμπεράνετε, σκεφθήτε.
[Αναγινώσκει]
«Προς την ουρανίαν, προς το είδωλο της ψυχής μου, την ωραιωμένην (11) Οφηλίαν»
Ιδού μία φράσις κακή, μία φράσις αχρεία· «ωραιωμένη»
είναι μία αχρεία φράσις. Αλλά θ' ακούσετε· ιδού·
[Αναγινώσκει]
«Εις τον εξαισίως υπέρλευκον κόλπον της (12) τούτα κ.λ.»
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αυτά της έγραψεν ο Αμλέτος;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Έχε ολίγην,
Βασίλισσα μου, υπομονήν· πιστόν θα μ' εύρης.
[Αναγινώσκει]
_Ν' αμφιβάλλης αν τ' άστρα είναι φωτιά σου συγ-
[χωρείται,
διά τον ήλιον σ' αφίνω να διστάζης αν κινείται,
διά την αλήθειαν να υποψιάζης μήπως ψέμα λέει,
όχι να ειπής ότ' η ψυχή μου απ' έρωτα δεν καίει.
Ω αγαπημένη μου Οφηλία! στενοχωρούμαι με
αυτούς τους στίχους· δεν είμαι καλός να μετρώ τα στε-
νάγματά μου αλλ' ότι σε ακριβαγαπώ, ω ακριβή
μου, πίστευσέ το. Χαίρε.
Ο παντοτεινός σου, ω αγαπημένη Κυρία,
ενόσω τούτ' η μηχανή (13) είναι δική του_
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η κόρη μου υποτακτικώς μώδειξε τούτο,
και ακόμη μου 'καμε γνωστό με πόσην ζέσιν,
με ποιαν επιμονήν, και πού και πώς και πότε,
αυτός ζητούσε την καρδιά της να κερδίση.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Αλλά τον έρωτά του πώς εδέχθη εκείνη;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τι μ' έχετε;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Άνθρωπον πιστόν και τιμημένον.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Κ' εύχομαι να το δείξω. Αλλά τι 'θελε ειπήτε,
αν μόλις είδα να πτερώση εκείν' η αγάπη, —
και την είχα νοήση, μάθετέ το, ακόμη
και πριν η κόρη μου το ειπή — τι 'θελε ειπήτε,
συ, σεβαστέ μου, και η γλυκειά βασίλισσά σου,
αν έστεκα 'σάν αναλόγ' (14) ή 'σάν γραφείο,
εάν εμώρονα βουβός την αίσθησίν μου,
ή τον ερώτ' αυτόν με μάτι οκνό θωρούσα,
τι 'θελε ειπήτε; Αλλ' όχι, εγώ καιρόν δεν χάνω,
και προς την τρυφερήν μου κόρην λέγω αμέσως·
«Ο Αμλέτος είναι βασιλόπουλον, εις άλλην
σφαίραν ανήκει, και δεν πρέπει αυτό να γίνη.»
Και την διώρισα 'ς το εξής να μη του ανοίγη
την θύραν της, μηδέ να δέχεται κανένα
μήνυμά του, μηδέ θυμητικό του πλέον.
Έκοψ' εκείνη τους καρπούς της συμβουλής μου,
και αυτός διωγμένος, — διά να μη μακρολογήσω —
έβαλε αρχήν να πέση 'ς την βαρυκαρδίαν,
εκείθε 'ς την νηστείαν, κείθε 'ς την αγρύπνια,
εκείθε 'ς την αδυναμία, και πάλι εκείθε
'ς την ελαφρομυαλιά, κ' έτσι μ' αυτό 'πού λέγω
το κατρακύλισμα ερροβόλησε 'ς την τρέλλαν,
οπού δέρνεται ο νους του και όλοι εμείς τον κλαίμε.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Φρονείς πώς είναι τούτο;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Πιθανόν ομοιάζει
πολύ.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Παρακαλώ σας να μου ειπήτε πότε
συνέβη εγώ να λέγω θετικώς· έ τ σ' ε ί ν α ι,
κ' έπειτα να δειχθή πώς είν' αλλέως;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Όσο
γνωρίζω εγώ, ποτέ.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Κ' εάν αλλέως ήναι
τούτο από τούτο κόψετέ μου·
[δείχνει την κεφαλήν και τους ώμους του]
αν με βοηθήσουν η ευκαιρίαις, ικανός είμαι να πιάσω την αλήθειαν κρυμμένην μες της γης το κέντρον.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Πώς μπορούσε και άλλη δοκιμή να γίνη;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ηξεύρετε οπού κάποτ' ώραις και ώραις κάμνει
περίπατον εδώ 'ς το μακρυνάρι.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αλήθεια.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
'Σ εκείνον τον καιρόν εγώ θα του απολύσω
την κόρην μου, και σεις οπίσω απ' την αυλαίαν
μ' εμέ κρυμμένοι θα παρατηρήτ' εκείνην
την συναπάντησιν· και αν δεν την αγαπάει,
αν από έρωτα τον νουν δεν έχει χάση,
σύμβουλος να μην ήμ' εγώ της πολιτείας,
αλλ' επιστάτης των αγρών και ζευγολάτης.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ας γίν' η δοκιμή.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Στάσου! Ο δυστυχισμένος
θλιφτά πώς έρχεται σκυμμένος 'ς το βιβλίο!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Παρακαλώ ν' αποσυρθήτε σεις οι δύο·
εγώ θα τον πλησιάσω.
[Εξέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ [αναγινώσκοντας]
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Με την άδειάν σας·
Τι κάμνει ο καλός μου πρίγκιπας Αμλέτος;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Με την χάριν του Θεού καλά.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Κύριέ μου, με γνωρίζεις;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πολύ καλά· είσαι ένας ψαράς.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Όχι δα, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τότε επιθυμούσα να ήσουν τίμιος όσον είν' εκείνοι.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τίμιος, Κύριέ μου!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μάλιστα, Κύριε· αν είσαι τίμιος, όπως πηγαίνει τώρα ο
κόσμος, είσαι ένας διαλεκτός μέσ' από δέκα χιλιάδαις.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Είπες, Κύριε, την αγίαν αλήθειαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Διότι αν (15) ο ήλιος γεννά σκουλήκια εις έναν ψόφιον σκύ-
λον, — ψοφίμι καλό για φίλημα — Έχεις θυγατέρα;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Έχω, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Να μη περιπατή 'ς τον ήλιον· η σύλληψις είναι ευλο-
γία, όχι όμως όπως τυχαίνει να συλλάβη η κόρη σου. Εις
αυτό, φίλε, έχε τον νουν σου.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τι θέλεις να ειπής με τούτο; — [μόνος του] Πάντοτε κρούει
την χορδήν της κόρης μου· όμως κατ' αρχάς δεν μ' εγνώ-
ρισε, μ' επήρε δια ψαρά· ο νους του είναι φευγάτος πέρα,
πολύ πέρα· κ' εγώ εις τα νειάτα μου έχω πάθη φοβερά από
τον έρωτα, σχεδόν όμοια με αυτό 'πού βλέπω. — Τι ανα-
γνώθεις, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Λέξες! Λέξες! Λέξες!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ποία είναι η υπόθεσις, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μεταξύ τίνων;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Εννοώ, Κύριέ μου, την υπόθεσιν του αναγνώσματός σου
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καταλαλιαίς, Κύριε· φαντάσου, αυτό το ανδράποδο, ο
σατυριστής (16), εδώ, λέγει ότι οι γέροντες έχουν τα γένεια
στακτερά και το πρόσωπο ζαρωμένο· ότι τα μάτια τους ξερ-
νούν πηκτήν άμπραν και δενδρόκομμι· ότι πάσχουν από
φοβερήν έλλειψιν πνεύματος, και ότι τα μεριά τους είναι
ζουριασμένα. Όλ' αυτά, Κύριε, και εγώ τα πιστεύω και
τα ομολογώ, αλλά δεν στοχάζομαι καλό και τίμιο πράγμα
να στρώνωνται κάτω, όπως τα γράφει· διότι και συ ο
ίδιος θα είχες την ηλικίαν μου αν ημπορούσες, ως ο κά-
βουρας, να οπισθοποδήσης.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
[μόνος του] Είναι τρέλλα, αλλά έχει την τάξιν της. —
Θέλεις, Κύριέ μου, να βγης από τον αέρα;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις το μνήμα μου;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τωόντι, αυτό είναι έξω από τον αέρα. — [μόνος του] Πόσο
μεστωμέναις είναι κάποτε η απάντησές του! Τι χάρις, η
τρέλλα συχνά να εφευρίσκη ό,τι ο ύγιος νους δύσκολα θα
εγεννούσε! Θα τον αφήσω και θα οργανίσω ευθύς τον τρό-
πον να συναπαντηθή με την κόρην μου. — Ευγενέστατε,
θα σου πάρω ταπεινότατα την άδειαν να αναχωρήσω.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κανένα πράγμα δεν θα ευχαριστηθώ τόσο να μου πά-
ρης όσον αυτό, αν εξαιρέσης την ζωήν μου, την ζωήν
μου, την ζωήν μου!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Έχε υγείαν, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Βαρετοί γέροντες ξεμωραμένοι!
Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Αν ζητείτε τον Πρίγκιπα Αμλέτον, αυτού είναι.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
[προς τον ΠΟΛΩΝΙΟΝ] Κύριε, χαίρε!
[εξέρχ. ΠΟΛΩΝΙΟΣ
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Σεβαστέ μου Κύριε!
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Αγαπητέ μου Κύριε!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλώς ήλθετε οι αξιόλογοι μου φίλοι! Τι μου κά-
μνεις, Γυιλδενστέρνη; Α! Ροζενκράς! Καλά παλληκά-
ρια, τι κάμνετε και οι δύο;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Ωσάν αλογάριαστα παιδιά της γης.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Τόσο ευτυχείς όσο πολύ δεν ευτυχούμε·
δεν μας φορεί κομπί 'ς τον σκούφον της η Τύχη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ούτε πατούνα 'ς το υπόδημά της;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Ούτε, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τότε ζήτε ολόγυρα εις την μέσην της ή μες το κέν-
τρο της καλοσύνης της.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Μα τον Θεόν, μας έχει δορυφόρους.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις τ' απόκρυφα της Τύχης; Ε! πραγματικώς αυτή
είναι μία ξεντρόπιαστη. — Τι νεώτερα;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Κανένα, Κύριέ μου, ειμή ότι ο κόσμος έγινε τίμιος.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα πλησιάζη λοιπόν η ημέρα της Κρίσεως. Αλλά τα
νεώτερα σας δεν αληθεύουν. Ας σας ερωτήσω μερικώ-
τερα· τι επταίσετε, καλοί μου φίλοι, της Τύχης και αυτή
σας στέλνει εδώ εις την φυλακήν;
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Εις την φυλακήν, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η Δανία είναι φυλακή.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Λοιπόν ο κόσμος είναι φυλακή (17).
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και πολύ τεχνική· έχει πολλά περιφράγματα, φυλα-
κτήρια, και υπόγεια· η Δανία είναι ένα από τα χειρότερα.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Εμείς δεν στοχαζόμασθε έτσι, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ε! τότε διά σας δεν είναι φυλακή· διότι κανένα
πράγμα δεν είναι καλό ή κακό ειμή όπως το κάμνει ο
λογισμός· δι' εμέ είναι φυλακή.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Η φιλοδοξία σου λοιπόν την κάμνει φυλακήν· είναι παρά
πολύ στενόχωρη διά τον λογισμόν σου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω Θεέ μου! Και αν ήμουν περιωρισμένος μέσα εις ένα
καρυδόφλουδο, θα ελόγιαζα πως είμαι βασιλέας εις απέ-
ραντο διάστημα· αμμή οπού βλέπω ονείρατα (18) κακά.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Ίσα ίσα αυτά τα ονείρατα είναι η φιλοδοξία· διότι της
φιλοδοξίας η ουσία είναι μόνον ονείρου σκιά.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και τα όνειρο καθ' εαυτό άλλο δεν είναι ειμή σκιά.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Αλήθεια· και εγώ νομίζω πως τα ιδίωμα της φιλο-
δοξίας είναι τόσον άυλο, τόσον ελαφρό, ώστε αυτή άλλο
δεν είναι ειμή σκιά σκιάς.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Λοιπόν οι πένητές μας (19) είναι σώματα, και οι βασιλείς
και οι τεντωμένοι μας ήρωες σκιαίς των πενήτων μας. —
θα πάμε (20) εις την Αυλήν, διότι, μα τον Θεόν, δεν είμαι
εις κατάστασιν να σκέπτωμαι
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ και ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Θα μας έχης σιμά σου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι αυτό· δεν θα σας βάλω με τους άλλους ανθρώπους
της ακολουθίας μου· διότι, εις την τιμήν μου σας το λέγω,
έχω (21) τρομερήν ακολουθίαν. Αλλά, εις την καθαρήν φι-
λίαν μας, διατί ήλθετε εις την Ελσινόρην;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Διά να σ' επισκεφθούμε, Κύριέ μου· δι' αυτό και μόνον.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πένητας οπού είμαι. Και εις ταις ευχαριστίαις είμαι
πάμπτωχος· όμως σας ευχαριστώ, μ' όλον ότι, αγαπητοί
μου φίλοι, μόλις έναν οβολόν αξίζουν η ευχαριστίαις μου.
Δεν σας εμήνυσαν; Ήλθετε από δικήν σας επιθυμίαν; Η
επίσκεψις αυτή είναι αυτοπροαίρετη; Ελάτε, ελάτε· φερ-
θήτε σωστά με εμέ· ελάτε, ελάτε, ειπήτε.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Τι έχομε να ειπούμε, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ε! ό,τι θέλετε· αλλά μόνον εις το προκείμενον. Σας
εμήνυσαν, και ξανοίγω κάπως την εξομολόγησιν μέσα εις
τα μάτια σας· η άκακαις ψυχαίς σας δεν έχουν την δύνα-
μιν να την σκεπάσουν. Γνωρίζω ότι ο καλός βασιλέας και
η βασίλισσα σας έχουν μηνύση.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Διά ποίον σκοπόν; Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτό θα μου το φανερώσετε σεις. Αλλά ας σας εξορ-
κίσω εις την αρχαίαν μας φιλίαν, εις την ομογνωμίαν
της νεότητός μας, εις την υποχρέωσιν της σταθερής μας
αγάπης, και εις ό,τι άλλο ακριβώτερο ημπορούσε να σας
προβάλη άλλος ομιλητής καλήτερός μου, να ήσθε προς
εμέ δίκαιοι και ειλικρινείς, και να ειπήτε αν σας έχουν
μηνύση ή όχι.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
[ιδιαιτέρως του ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗ] Τι λέγεις συ;
ΑΜΛΕΤΟΣ
[μόνος του] Ε! τότε κάπως σας ενόησα! (22) — Αν μ' α-
γαπάτε, μη μου το κρύβετε.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Κύριέ μου, μας εμήνυσαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εγώ θα σας ειπώ (23) διατί, και με τούτο προλαμβάνω
την εξομολόγησίν σας, ώστε η μυστικότης, την οποίαν
έχετε υποσχεθή προς τον βασιλέα και την βασίλισσαν, δεν
θα μαδήση ουδέ καν από ένα πτερό. Μου συνέβη τώρα
ύστερα να χάσω, δεν ηξεύρω διατί, την ιλαρότητά μου,
και άφησα τα μαθημένα μου γυμνάσματα· και τωόντι τόσο
βάρος αισθάνεται η ψυχή μου, ώστε το ωραίο τούτο κτί-
σμα, η γη, φαίνεται 'ς εμέ στείρο ακρωτήρι· το εξαίσιο
τούτο σκήνωμα, ο αιθέρας, βλέπετε, το γενναίο τούτο στε-
ρέωμα, όπως επάνω μας κρέμεται, ο μεγαλοπρεπής τού-
τος θόλος ο κεντητός με ακτινοβόλο χρυσάφι, ε! δεν μου
παρουσιάζεται ειμή ως ένα σιχαμένο συμμάζωμα από θα-
νατηφόρα πυκνά αναθυμιάματα. Τι αριστούργημα είναι ο
άνθρωπος! πόσο ευγενής εις τον νουν! εις τα δώρα της
ψυχής, ω πόσο απέραντος! εις την μορφήν και εις το κί-
νημα, πόσο εκφραστικός, πόσο θαυμάσιος! εις την ενέρ-
γειαν, ω πόσον ομοιάζει άγγελος! εις την νόησιν, ω πόσον
ομοιάζει Θεός! το στόλισμα του παντός! το πρότυπον των
εμψύχων πλασμάτων! Και όμως, δι' εμέ, τι είναι τούτη
η πεμπτουσία (24) του χώματος; ο άνθρωπος δεν μ' ευχαρι-
στεί, όχι, ουδέ η γυνή, μ' όλον ότι, μ' εκείνο σας το χα-
μόγελο, δείχνετε ότι δεν το πιστεύετε.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Κύριέ μου, τούτο δεν μου πέρασε καθόλου από τον
νουν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Διατί λοιπόν εχαμογελάσετε όταν είπα ότι «ο άνθρω-
πος δεν μ' ευχαριστεί;»
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Διότι, Κύριε, εσυλλογιζόμουν, αν δεν ευχαριστείσαι εις
τον άνθρωπον, πόσο νηστήσιμα θα φιλοξενήσης τους ηθο-
ποιούς· ενώ ερχόμεθα εδώ τους αφήσαμε οπίσω, κ' έρχον-
ται να σου προσφέρουν την υπηρεσίαν τους.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όποιος παίζει τα πρόσωπο του βασιλέως θα ήναι καλό-
δεκτος· θα προσφέρω τα σεβάσματά μου εις την μεγαλειό-
τητά του· ο φιλοκίνδυνος ιππότης θα μεταχειρισθή το ξί-
φος και την ασπίδα του· ο ερωτευμένος δεν θ' αναστενάζη
χάρισμα· ο ιδιότροπος θέλει τελειώση το μέρος του απεί-
ρακτα· ο γελαστής θα καλοκαρδίση εκείνους οπού έχουν τα
πλευρά γαργαλιστά, και η νέα θα εξηγήση το αίσθημά
της ελεύθερα, ειδεμή ο στίχος θα σκοντάψη (25). Τίνες είναι
τούτ' οι ηθοποιοί;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Εκείνοι, οπού σου άρεσαν τόσο, οι τραγωδοί της πρω-
τευούσης (26).
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πώς συμβαίνει ότι ταξειδεύουν; η διαμονή τους εις
ένα μέρος και τους ωφελούσε και εμεγάλυνε την υπόληψίν
τους.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Νομίζω πως η στενοχωρία τους προέρχεται από το
ύστερο νεωτέρισμα (27).
ΑΜΛΕΤΟΣ
Διατηρούν όσην υπόληψίν είχαν, όταν εγώ ήμουν εις
την πρωτεύουσαν; τους συντρέχει ο κόσμος ως πρώτα;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Όχι πλέον, όχι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πώς συμβαίνει τούτο; αυτοί εσκούριασαν τάχα;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Όχι, αυτοί εργάζονται πάντοτε με τον ίδιον ζήλον,
αλλά υπάρχει, Κύριέ μου, μία κλωσσιά παιδάκια, τρυ-
φερά πεταξόνια (28), οπού ξεκουφαίνουν τον κόσμον με την
φωνήν τους, και διά τούτο χειροκροτούνται τρομερά· αυ-
τοί είναι τώρα του συρμού· και τόσο καταλαλούν τα θέα-
τρα τα κοινά (καθώς αυτοί τα ονομάζουν), ώστε και πολ-
λοί κύριοι σπαθοφόροι φοβούνται τα χηνοκόνδυλα (29) και
μόλις τολμούν να πατήσουν αυτού.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι; παιδάκια είναι; ποίος τους διατηρεί; ποίος τους
τρέφει; μήπως δεν θα εξακολουθήσουν το έργον τους
παρά όσον καιρόν κρατήση η φωνή τους εις το τραγούδι;
και όταν κατόπιν απομείνουν και αυτοί ηθοποιοί κοινοί (κα-
θώς είναι πιθανόν, αφού δεν τους περισσεύουν τα μέσα),
τότε αυτοί οι ίδιοι δεν θα ειπούν ότι τους έβλαψαν οι δρα-
ματουργοί τους, διότι τους επαρακίνησαν να κατακρίνουν
σήμερον με τόσην κατακραυγήν το ερχόμενο στάδιό τους;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Μα την αλήθειαν, πολλή ταραχή έγινε και από τα δύο
μέρη, και ο λαός άπονα τους ερεθίζει να αλληλομαχούν·
διά κάμποσον καιρόν δεν έβγαινε λεπτό από την παράστα-
σιν, εάν ο ποιητής και οι ηθοποιοί δεν έμπαζαν εις τους
διαλόγους τα γρονθοκοπήματα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αλήθεια;
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Ω! δεν ημπορείς να φαντασθής πόσοι άνθρωποι εβασά-
νισαν δι' αυτά το κεφάλι τους.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και τα παιδιά ενίκησαν;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Μάλιστα, Κύριέ μου, επήραν τον Ηρακλέα με όλο το
βάρος του (30).
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτά δεν είναι καθόλου παράδοξα, όταν ο θείος μου
είναι βασιλέας της Δανίας, κ' εκείνοι οπού τον εστραβο-
κύτταζαν, όταν ο πατέρας μου εζούσε, δίδουν τώρα είκο-
σι, σαράντα, πενήντα, εκατό δουκάτα διά να τον έχουν
μικροζωγραφισμένον. Μα την ζωήν μου, εις όλα τούτα υ-
πάρχει τι έξω της φύσεως, αν η φιλοσοφία ημπορούσε να
το ανεύρη!
[Σαλπισμοί μέσα]
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Ιδού οι ηθοποιοί.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριοι (31), καλώς ήλθετε εις την Ελσινόρην· τα χέρια
σας· ελάτε, ελάτε, η υποδοχή έχει τον συρμόν της και την
τάξιν της· πρέπει και προς εσάς να συμμορφωθώ με αυτόν
τον τρόπον, μήπως εις το φέρσιμό μου προς τους ηθοποιούς
(και θα ήναι, μάθετέ το, ευγενικώτατο) φανώ περιποιητι-
κώτερος. Καλώς ήλθετε· αλλά ο θειοπατέρας μου και η
μανναθειά μου είναι γελασμένοι.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Εις τι, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν είμαι τρελλός ειμή όταν φυσά βορειοδυτικός (32)· όταν
πνέει νοτιάς, είμαι καλός να ξεχωρίσω γεράκι από λάκραν.
Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Καλώς σας εύρηκα, ευγενέστατοι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πρόσεχε, Γυιλδενστέρνη· — και συ ακόμη· — εις κάθε
αυτί να μη λείπη ακουστής (33)· εκείνο το τρανό παιδί οπού
βλέπεις εκεί δεν εξεσπαργανώθηκε ακόμη.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Μη και δευτεροσπαργανώθηκε, διότι, ως λέγουν, ο γέ-
ρος είναι δεύτερη φορά μωρό.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα προφητεύσω· έρχεται να μου δώση την είδησιν των
ηθοποιών προσέξετε. — Σωστά (34) λέγεις, Κύριε, — ήταν
την δευτέραν το πρωί πραγματικώς.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Κύριέ μου, έχω να σου ειπώ νεώτερα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριέ μου, έχω να σου ειπώ νεώτερα. Όταν ο Ρώ-
σκιος ήταν ηθοποιός εις την Ρώμην, —
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Οι ηθοποιοί ήλθαν εδώ, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μπάα! Μπάα!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Εις την τιμήν μου, Κύριε, —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τότ' (35) ήλθε κάθε ηθοποιός 'ς τον γάιδαρόν του.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Οι καλήτεροι ηθοποιοί του κόσμου· θέλεις τραγωδίαν,
θέλεις κωμωδίαν, θέλεις δράμα ιστορικό, ποιμενικό, ποι-
μενοκωμικό, ιστορικοκωμικό, τραγικοϊστορικό, ιλαροτρα-
γικοϊστορικοποιμενικό, θέλεις σκηνήν αδιαίρετην (36), θέλεις
δράμα απεριόριστο· δι' αυτούς τίποτε δεν είναι ούτε το βά-
ρος του Σενέκα, ούτε η ελαφρότης του Πλαύτου. Τόσο εις
το να αποστηθίζουν ορθώς τα γραμμένα, όσο και εις το να
αυτοσχεδιάζουν ελεύθερα, δεν έχουν ταίρι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ιεφθάε (37), 'ς τον λαόν του Ισραήλ κριτής,
πόσο μεγάλον είχες πρώτα θησαυρόν·
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ποίον θησαυρόν είχε, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ωραίαν είχε μόνην θυγατέρα,
και την αγάπα ο θλιβερός πολύ.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ [μόνος του]
Πάντοτε την θυγατέρα μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν έχω δίκαιον, γέρε Ιεφθάε;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Αν με ονομάζεις Ιεφθάε, Κύριέ μου, έχω μίαν θυγα-
τέρα οπού αγαπώ πολύ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν έρχεται αυτό κατόπιν (38).
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τι έρχεται λοιπόν;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ιδού· Ως η Μοίρα διορίση
και όπως ο Θεός θελήση
Και κατόπιν, ηξεύρεις
κ', εύκολο να προνοηθή, έτυχ' εκείνο να συμβή._
Η πρώτη στροφή του θρησκευτικού άσματος θα σε φω- τίση καλήτερα, διότι, ιδού, έρχονται εκείνοι οπού με δια- κόπτουν.
Εισέρχονται τέσσαροι ή πέντε ΗΘΟΠΟΙΟΙ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλώς ήλθετε, Κύριοι, καλώς ήλθετε όλοι σας. Ε! χαι-
ρομαι οπού σας βλέπω καλά. Καλώς ήλθετε, φίλοι μου. —
Ω φίλε μου παλαιέ! Από την ύστερην φοράν οπού σ' έχω
ιδή, το πρόσωπό σου εγέμισε φούνταις· ήλθες εις την Δα-
νίαν διά να μου στρίφης το μουστάκι; — Ε! καλή μου
Κυρία! (39) Μα την Δέσποιναν, η Δεσποσύνη σου, αφού σε
υστεροείδα, έγινεν εγγύτερη εις τον ουρανόν από ένα ξυλο-
κάλλιγο. Προς Θεού, κάμε ώστε η φωνή σου να μη ραΐση
ωσάν γλυμμένο μάλαμα. — Κύριοι, καλώς σας εδεχθή-
καμε· θα ριχθούμε αμέσως, ως κάμνουν οι γάλλοι γερα-
κάρηδες, να κυνηγήσωμε ό,τι βλέπομε· θ' ακούσωμεν ευ-
θύς κάτι· ελάτε, δώσετέ μας κανένα δείγμα της τέχνης
σας· ελάτε, μίαν ομιλίαν περιπαθή.
Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Ποίαν, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Σ' έχω κάποτε ακούση να μου εκφωνής μίαν ομιλίαν·
δεν επαίχθη εις την σκηνήν, ή, το πολύ, μίαν φοράν· διότι
το δράμα, ως ενθυμούμαι, δεν άρεγε εις τους πολλούς·
διά το κοινόν ήταν χαβιάρι (40)· όμως, καθώς το έκρινα εγώ
και άλλοι από εμέ πολύ ικανώτεροι να δώσουν γνώμην εις
αυτό, το δράμα ήταν αξιόλογο, καλά χωνευμένο εις τα
μέρη του, και εκθεμένο με πολύ μέτρο και τέχνην. Κά-
ποιος, ενθυμούμαι, είπεν ότι οι στίχοι του δεν είχαν μέσα
μυρωδιαίς αρκεταίς να το καταστήσουν γευτικό και ότι η
φράσις του έδειχνεν ότι ο συγγραφέας δεν εζήτησε πολύ τα
καλλωπίσματα· έλεγεν όμως ότι η μέθοδος εκείνη ήταν
αγνή, γερή και γλυκεία, όχι στιλβωμένη αλλά πραγμα-
τικώς ωραία. Μία ομιλία προ πάντων μου είχε αρέση·
ήταν η διήγησις του Αινεία προς την Διδώ, και εξόχως
εκεί όπου περιγράφεται ο φόνος του Πριάμου. Αν σώζεται
εις την ενθύμησίν σου, άρχισε από τον ακόλουθον στίχον·
άφησε, άφησε, να ιδώ·
Ο σκληρόψυχος ο Πύρρος, το υρκανικό θηρίο·
Δεν είν' έτσι· όμως με τον «Πύρρον» αρχίζει·
Ο σκληρόψυχος ο Πύρρος, οπού η μαύρη αρματωσιά του, σκοτεινή 'σάν την ψυχήν του, ήταν όμοια με την νύχτα 'πού ξενύχτησε κρυμμένος 'ς το τετράποδο της μοίρας (41), τ' ολομέλανο έχει τώρα φοβερόν ανάστημά του με ιστορίσματα γραμμένο, οπού τρόμον άλλον πνέουν. Βούλλαις κόκκιναις γεμάτος, μες το αίμα βουτημένος και πατέρων και μητέρων και υιών και θυγατέρων, ζυμωμένος με την σκόνην απ' τους δρόμους οπού καίουν και προδοτικά τον φόνον των κυρίων τους φωτίζουν, απ' την φλόγα και απ' την λύσσαν μες τα σπλάχνα του φρυμένος, και διπλός από τον χόντρον των πηκτών μαύρων αιμάτων, μ' οφθαλμούς ανθρακολίθους, της κολάσεως γέννα, ο Πύρρος τον γενάρχην εζητούσε γέρον Πρίαμον, —
Τώρα εξακολούθησε συ.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Μα τον Θεόν, Κύριέ μου, ωραιότατα· με καλόν τόνον
και με νόημα.
Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Τον ηύρε (42)
'πού τους Έλληναις με κτύπους αδυνάτους πολεμούσε·
ανυπόταχτο εις το χέρι το πανάρχαιό του ξίφος
όπου πέση κάτω μένει· περισσός αντίπαλός του
εις τον Πρίαμον ο Πύρρος ξεσπαθόνει και με λύσσαν
μέγα χτύπημα βροντάει, και με μόνον τον αέρα
με το σύρμ' αυτό του ξίφους πέφτει άνευρος ο γέρος.
Τότε και το αναίσθητ' Ίλιον, ως να αισθάνθηκε τον κτύπον,
με την αναμμένην άκρην προς την βάσιν του όλο κλίνει,
και τ' αυτί του Πύρρου πιάνει μ' ένα τρίξιμο θανάτου·
ώστε, βλέπε! το σπαθί του, 'πού του σεβαστού Πριάμου
κατεβαίνει 'ς την χιονάτην κεφαλήν, εφάνη ξάφνου
πως εστάθη 'ς τον αέρα· τότε ακίνητος ο Πύρρος,
ως ζωγράφισμα τυράννου, έμειν’ άπρακτος 'ς την θέσιν,
ωσάν ξένος εις το πράγμα και εις την πρώτην θέλησίν του.
Αλλ', ως κάποτε θωρούμε, προτού σπάση ανεμοζάλη,
'ς τ' ουρανού τον γύρον όλον νέφη ατάρακτα να μένουν,
των ορμητικών ανέμων η πνοαίς να παύουν όλαις,
νεκρική 'ς τον κόσμον κάτω σιγαλιά να βασιλεύη,
και διά μιας τ' αστροπελέκι να διασχίση τον αέρα·
όμοια τότε και τον Πύρρον, οπού ολίγο εκοντοστάθη,
εις το έργον σπρώχνει πάλιν το φιλέκδικό του πάθος.
Τόσο αλύπητα δεν πέφτουν ουδ' η σφύραις των Κυκλώπων
εις τον θώρακα του Άρη, 'πού 'ναι αθάνατ' η βαφή του,
όσον άκαρδα του Πύρρου φονικό βροντά το ξίφος
εις το σώμα του Πριάμου. Κρύψου, Τύχη, αισχρή γυναίκα!
και, Θεοί, σεις όλοι αντάμα πάρτε αυτής την εξουσίαν,
και τ' αδράχτια του τροχού της σπάστε ομού και το στεφάνι,
και από τ' ουρανού την άκρην τ' ολοστρόγγυλο φανάρι
εις τα Τάρταρα κυλήστε κει 'πού κλειούνται οι κολασμένοι.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τούτο είναι πολύ μακρύ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα το στείλωμεν εις τον κουρέα με τα γένεια σου. —
Εξακολούθησε, σε παρακαλώ· δι' αυτόν χρειάζεται ή καν-
ένα τραγούδι του χορού ή κανένα βρωμερό παραμύθι· ει-
δεμή αποκοιμιέται· λέγε, φθάσε εις την Εκάβην.
Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Και οποίος την Εκάβην είδε πως κουκουλωμένη εβγήκε —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η Εκάβη «κουκουλωμένη»;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Αυτό είναι καλό· το «κουκουλωμένη» είναι καλό.
Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
ανυπόδετη να τρέχη άνω κάτω, τυφλωμένη
απ' τα δάκρυα 'πού ταις φλόγαις να δαμάσουν φοβερίζαν,
και την κεφαλήν εκείνην, 'πού 'χε πριν χρυσήν κορώναν,
παληοπάνι να σκεπάζη, και, αντί ενδύματος πορφύρας,
να της ζώνη τα φθαρμένα, τα πολύγεννα πλευρά της
αποφόρι 'πού 'χε αρπάξη μες το ξάφνισμα του τρόμου,
όποιος είδε τούτο εμπρός του, με φαρμακωμένα χείλη
θε να εφώναζε της Τύχης δολερήν την εξουσίαν·
και αν οι Αθάνατοι την βλέπαν εις την ώραν οπού εκείνη
εθωρούσ' εκεί τον Πύρρον με χαιρέκακο παιγνίδι
να λιανίζη με την κόψιν του συντρόφου της τα μέλη,
το ξεφωνητό 'πού βγήκεν απ' τα μαύρα σωθικά της
(αν οι Αθάνατοι καθόλου διά τ' ανθρώπινα φροντίζουν)
τ' ουρανού τα πυρωμένα μάτια θα 'καμνε να ρέουν
δάκρυα και των Αθανάτων ταις ψυχαίς θα συγκινούσε.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ιδέ, αν δεν άλλαξε η θωριά του, αν δεν έχει δάκρυα εις
τα μάτια! Παρακαλώ, παύσε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πολύ καλά· 'ς ολίγο θα μου εκφωνήσης το τέλος. —
Κύριέ μου, θα λάβης την καλοσύνην να διορίσης να γίνη
καλή περιποίησις εις τους ηθοποιούς. Άκουσες; να τους
καλομεταχειρισθούν, διότι αυτοί είναι η συγκεφαλαίωσις,
και το σύντομο χρονικό της εποχής· προτιμότερο να χα-
ραχθή κακή επιγραφή εις τα μνήμα σου, παρά, εις την
ζωήν σου, να κακολογηθής από αυτούς.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Κύριέ μου, θέλει τους μεταχειρισθώ κατά την αξίαν
τους.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Άνθρωπε του Θεού, πρέπει πολύ καλήτερα· μεταχειρί-
σου καθέναν κατά την αξίαν του, και τότε ποίος θα ξεφύγη
την μάστιγα; Να τους μεταχειρισθής όπως θέλει η τιμή
σου και το αξίωμά σου· όσον ολιγώτερον αυτοί αξίζουν,
τόσο μεγαλήτερη αποδείχνεται η γενναιοψυχία σου. Συνό-
δευσέ τους μέσα.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ελάτε, Κύριοι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ακολουθήσετέ τον, Κύριοι· θα έχωμεν αύριον μίαν πα-
ράστασιν.
Εξέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ με τους ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ εκτός του Α'.
Φίλε μου παλαιέ, άκουσέ με· δύνασαι να παραστήσης τ ο ν
Φ ό ν ο ν τ ο υ Γ ο ν ζ ά γ ο υ;
Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Δύναμαι, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτή η παράστασις θα δοθή αύριο το εσπέρας, θα ημ-
πορούσες, αν ήναι ανάγκη, να σπουδάσης μίαν ομιλίαν,
όσο δώδεκα ή δεκάξι στίχους, οπού ήθελε συνθέσω και
προσθέσω εγώ εις το δράμα; Το κάμνεις;
Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Το κάμνω, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πολύ καλά. Ακολούθησε τον Κύριον εκεί και πρόσεχε
να μη τον περιπαίζης.
[Εξέρχεται ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Καλοί μου φίλοι, σας αφίνω τώρα έως το εσπέρας. Καλώς
ήλθετε εις την Ελσινόρην.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Ο καλός μας Κύριος!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Να σας σκέπη ο Θεός!
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ Τώρα είμαι μόνος· πόσον είμ' εγώ ποταπός, ανδράποδο! Δεν είναι φρικτόν; ο ηθοποιός εκείνος, σ' ένα πλάσμα, όνειρο πάθους μόνον, ικανός εφάνη 'ς το νόημά του την ψυχήν του να υποτάξη, ώστ' άχνιζ' όλος όπως ενεργούσ' εκείνη, με μάτια δακρυσμένα, μ' όψιν χαλασμένην, με κομμένην φωνήν, με κάθε κίνησίν του σύμφωνην, 'ς ταις μορφαίς, μ' όλο το νόημά του! Και όλα διά τίποτε! Διά την Εκάβην; Τι 'ναι η Εκάβη προς αυτόν, ή αυτός προς την Εκάβην, ώστε δι' αυτήν να κλαίη; Και αν 'ς το πάθος είχε λόγον και κέντημα, ως εγώ, τι 'θελε κάμη; Θα 'πνιγε την σκηνήν με ποταμούς δακρύων, του κόσμου θα 'σπανε τ' αυτιά με λόγια φρίκης, πταίσταις να τρελλαθούν, αθώοι να κερώσουν, ανήξεροι να σκοτισθούν, και όλην τωόντι τ' αυτιά κ' οι οφθαλμοί την αίσθησιν να χάσουν. Κ' εγώ, ένας αχρείος, λασποζυμωμένος, χάσκω τριγύρ' ως ο μωρός ονειροκόπος, αναίσθητος 'ς το δίκαιόν μου, και ουδέ λέξιν να βγάλω είμαι ικανός δι' έναν βασιλέα, οπού 'ς ό,τι και αν είχε και 'ς την ποθητήν του ζωήν επράχθη επικατάρατη ληστεία. Είμαι δειλός; Αχρείον (43) ποιος με λέγει; Ποίος το καύκαλο μου σχίζει; Ποιος την γενεάδα μου ανασπά και την πετά 'ς το πρόσωπόν μου; Ποίος την μύτην μου τραβά; τον λόγον (44) ποίος μου ψεύει 'ς τον λαιμόν ως τα λαγόνια κάτω; Ποιος μου τα κάμνει αυτά; Και όμως, θαρρώ, μου πρέπουν· καθώς το περιστέρι, εγώ χολήν δεν έχω, πίκραν 'ς την αδικιά, 'πού μ' έπνιξε, να χύση, αλλέως ήδη με του ανδράποδου τα σπλάχνα όλα τα όρνεα τ' ουρανού θα 'χα παχύνη. Ω αιμοπότη (45), βδελυρέ, προδότη, αχρείε, άκαρδε, ωμόψυχε, μιαρέ, κτήνος, αχρείε! Ω εκδίκησις! Α! Τι γομάρι 'πού 'μαι 'γώ! Κύτταξε ανδρεία μεγάλη! Εγώ, το τέκνον δολοφονημένου καλού πατρός, οπ' ουρανός και Άδης με σπρώχνουν εις την εκδίκησιν, εγώ θα ξεθυμαίνω με λόγια (46), ως μια δημόσια, και θα καταριώμαι ακατάπαυτα, ως κάμνει μια γλωσσού σαρώτρα. Ουφ! εντροπή μου! — Εγκέφαλέ μου, εδώ σε θέλω. Στάσου! Έχω ακούση οπού κακούργοι, ενώ καθόνταν κάποιο δράμα να ιδούν, 'ς τα βάθη της ψυχής των από την τέχνην της σκηνής επαταχθήκαν τόσο, 'πού αυτού τα εγκλήματά τους ξεφωνήσαν· διότι ο φόνος, αν και αυτός γλώσσαν δεν έχει, κάποιαν θαύρη φωνήν θαυμάσιαν να ομιλήση. Τούτους θα βάλω τους ηθοποιούς να παίξουν εις τον θείον μου εμπρός παράστασιν, να ομοιάζη τον φόνον του πατρός μου· θα παρατηρήσω την όψιν του· θα τον κεντήσ' ως το μελούδι, και, αν μόνον ταραχθή, τι θε να πράξω ηξεύρω. Το Πνεύμα (47), 'πού είδα, ο Πειρασμός μπορεί να ήναι, και ο Πειρασμός είναι ικανός μορφήν να πάρη οπού ν' αρέση· ναι, — κ' ίσως, καθώς μ' ευρίσκει αδυναμίαν να 'χω και μελαγχολίαν (και εις τέτοια πνεύματα ενεργός εξόχως είναι), με ξεπλανά διά να κολάση την ψυχήν μου. Στερεώτεραις θέλω ναύρω μαρτυρίαις· η παράστασις είν εκείν', όπου θα φθάσω του βασιλέως την συνείδησιν να πιάσω.
[Εξέρχεται.
Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΟΦΗΛΙΑ
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Και δεν δύνασθε σεις με κάποιον πλάγιον τρόπον
να μάθετε απ' αυτόν διατί τάχα το σχήμα
της ζάλης τούτο ενδύθη, οπού των ημερών του
όλων εξαγριόνει τόσο την γαλήνην
μ' επικίνδυνην τρέλλαν ταραχής γεμάτην;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Ομολογεί και αυτός 'πού εσάλευσεν ο νους του
αλλά να ειπή την αφορμήν ποσώς δεν θέλει.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Ουδέ σου αφίνει πιάσιν να τον εξετάσης,
αλλά με τρέλλαν πονηρήν αναμερίζει,
άμα νοεί 'πού θα τον φέρναμεν εις θέσιν
του αληθινού του πάθους κάτι να εξηγήση.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Σας εδέχθη καλά;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Ως ευγενής τωόντι.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Με πολλήν όμως της ψυχής στενοχωρίαν.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Σπανίως ερωτά, πλην 'ς τα ερωτήματά μας
ελεύθερ' απαντά.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Να διασκεδάση κάπως
τον έχετε καλέση;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Δέσποινα, συνέβη
κάποιους ηθοποιούς να ευρούμε 'ς το ταξείδι,
και ως το 'μαθε από μας εφάνη πως εχάρη.
Είν' εδώ κάπου 'ς την αυλήν κ' έλαβαν ήδη,
νομίζω, διαταγήν να κάμουν έμπροσθέν του
κάποιαν παράστασιν απόψε.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ναι, τωόντι·
και μου 'πε, ω σεβαστοί, να σας παρακαλέσω
'ς το δράμα να παρευρεθήτε.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ναι, με όλην
την ψυχήν μου· πολύ το χαίρομαι ν' ακούω
ότι κλίνει 'ς αυτά· και σεις να τον κεντάτε
δρόμον να πάρη ο νους του, ευγενικοί μου φίλοι,
εις τέτοια ξεφαντώματα.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Θα γίνη, Κύριε.
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Γελτρούδη μου γλυκειά, και συ να μας αφήσης·
ότι εμηνύσαμε κρυφά του Αμλέτου να 'λθη,
όπως εδώ 'σάν κατά τύχην εύρη εμπρός του
την Οφηλίαν, ώστ' εμείς (συγχωρημένοι
κατάσκοποι) ο πατέρας της κ' εγώ σιμά του,
αθώρητοι, κρυμμένοι, να θωρούμεν όλα,
και κρίνωμε από αυτήν τους την συνομιλίαν
καθαρά και απ' τον τρόπον οπού εκείνος δείξη,
εάν τωόντι από τον έρωτα πηγάζει
το πάθος τούτ' οπού τον θλίβει.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Σε υπακούω. —
Και ως προς σε, Οφηλία, τούτο επιθυμούσα,
το αγνό σου κάλλος η ευτυχής να ήν' αιτία
της ταραχής του Αμλέτου· θα 'χα τότ' ελπίδα
πως η αρεταίς σου θα τον φέρουν εις τα πρώτα
όρια του πάλιν, προς τιμήν σας και των δύο.
ΟΦΗΛΙΑ
Άμποτε, δέσποινά μου.
[Εξέρχεται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Εδώ τώρα, Οφηλία,
συ να περιπατής. — Παρέκει, σεβαστέ μου,
να μείνωμε. [προς την Οφ.] Συ βλέπε εις τούτο το βιβλίο,
τέτοιας σπουδής το σχήμα κάποιο χρώμα δίδει
'ς την μοναξιά σου. — Ω συχνό του ανθρώπου κρίμα!
πόσαις φοραίς με την ειδή της ευσεβείας
και μ' άγιον ήθος ζαχαρόνομε τους τρόπους
και του διαβόλου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ [Μόνος του]
Ναι, τωόντι· αυτός ο λόγος
σκληρά 'πού μαστιγόνει την συνείδησίν μου!
Της αισχρής (1) γυναικός το πρόσωπο δεν είναι
τόσο άσχημο προς την βαφήν 'πού τ' ομορφαίνει,
όσο η πράξις μου εμπρός εις τον πλαστόν μου λόγον.
Ω βάρος φοβερό!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Θαρρώ πως τον ακούω
ερχόμενον· ν' αποσυρθούμε, Κύριέ μου.
[Εξέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΠΟΛΩΝΙΟΣ. Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ Να ήναι (2) τις ή να μη ήναι, ιδού το ζήτημα· αν θέλ' η ευγένεια της ψυχής όλα να στέργης τα πικρά βέλη 'πού ακοντίζει τύχη αχρεία, ή (3) 'ς ένα πέλαγος κακών αρματωμένος αντίστασιν να κάμης και να παύσης όλα. Θάνατος, — ύπνος (4), — τίποτ' άλλο· και αν ειπούμε πως μ' έναν ύπνον παύει ο πόνος της καρδίας, και οι τόσοι κτύποι, της σαρκός αρχαία κλήρα, — θα ήταν τέλος άξιο των θερμών ευχών μας. Θάνατος· — ύπνος· — ύπνος! α! και όνειρα μήπως! εδώ είναι ο κόμπος· επειδή (5) κει 'ς του θανάτου τον ύπνον ποιας λογής όνειρα θα 'λθουν, άμα του κόσμου τούτου αποτινάξωμε την ζάλην, τούτο εξ ανάγκης μας κρατεί, τούτ' είναι η σκέψις, 'πού σέρνει τόσο την ζωήν της δυστυχίας (6). Ότι ποιος θα δεχόνταν του καιρού τους τόσους περιπαιγμούς και ραβδισμούς, την δυναστείαν του αδικητού, την ύβριν των υπερηφάνων, την οδύνην αγάπης καταφρονημένης, την άργητα του νόμου (7), τον αυθάδη τρόπον της εξουσίας, και όσους λακτισμούς η αξία η υπομονητική λαμβάνει απ' τον αχρείον, εάν μ' ένα μαχαίρι μόνος του ημπορούσε ν' απελευθερωθή; ποιος ήθελε απ' το βάρος μιας άχαρης ζωής να ιδρόνη, να στενάζη; μόνος ο τρόμος μήπως κάτ' υπάρχει πέραν του τάφου, — ο τόπος (8) ο ανεύρετος, απ' όπου ποτέ κανείς ταξειδιώτης δεν γυρίζει, — την θέλησιν στενοχωρεί, και (9) αυτό βιάζει τον άνθρωπον να μένη 'ς τα δεινά, 'πού πάσχει, παρά να δράμη 'ς άλλ' αγνώριστά του πάθη. Έτσ' η (10) συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει, κ' έτσι το (11) φυσικό της αποφάσεως χρώμα νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του, ώστε μ' αυτόν τον δισταγμόν έργα μεγάλης ουσίας στρέφουν απ' το ρεύμα τους και χάνουν και τ' όνομα της ενεργείας. Σίγα, τώρα! Η εύμορφη Οφηλία; — Νύμφη, 'ς ταις (12) ευχαίς σου μνημόνευ' όλα τ' αμαρτήματά μου.
ΟΦΗΛΙΑ
Κύριε,
πώς ήσουν ταις πολλαίς ημέραις 'πού δεν σ' είδα;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ευχαριστώ σε ταπεινώς· καλά τωόντι.
ΟΦΗΛΙΑ
Κάποια θυμητικά δικά σου, Κύριέ μου,
έχω, και από πολύν καιρόν να τ' αποδώσω
ήθελα· σε παρακαλώ, δέξου τα τώρα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι εγώ· ποτέ μου τι δεν σώχω δώση
ΟΦΗΛΙΑ
Ότι μου έχεις δώση, Κύριε, το γνωρίζεις,
και με τα δώρα λόγια γλυκοσυνθεμένα
τόσο 'πού έδιδαν πλούτον εις τα πλούσια δώρα.
Το άρωμα (13) τους αφού εχάθη, τ' αποδίδω·
προς ευγενή ψυχήν το χάρισμα πτωχαίνει,
όταν πικρός να γίνη ο χαριστής συμβαίνει.
Ιδού, κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Α! Α! είσαι τιμημένη;
ΟΦΗΛΙΑ
Κύριέ μου!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είσαι ωραία;
ΟΦΗΛΙΑ
Τι εννοεί η Υψηλότης σου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ότι (14), αν είσαι τιμημένη και ωραία, δεν πρέπει η τιμή
σου να έχη ομιλίαις με την ωραιότητα σου.
ΟΦΗΛΙΑ
Και δύναται, Κύριέ μου, η ωραιότης να έχη άλλον σύν-
τροφον καλήτερον από την τιμήν;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ε! βεβαίως· διότι μεγαλήτερην έχει δύναμιν η ωραιό-
της να μεταμορφώση την τιμήν εις ατιμίαν, παρά η τιμή
να καταστήση ομοίωμά της την ωραιότητα· τούτο ήταν
άλλοτε παραδοξολογία, αλλά τώρα ο καιρός το μαρτυρεί.
Σε αγάπησα μία φορά.
ΟΦΗΛΙΑ
Τωόντι, Κύριέ μου, μ' έκαμες να το πιστεύσω.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν έπρεπε να με πιστεύσης· διότι η αρετή δεν δύναται
να εμβολιασθή τόσο εις την παλαιάν μας ρίζαν, ώστε να
μη απομείνη από τούτην κάποια μυρωδιά.
ΟΦΗΛΙΑ
Τόσο χειρότερα απατήθηκα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πέρασε 'ς ένα μοναστήρι· τι το θέλεις να γίνης αμαρ-
τωλών γεννήτρα; Κ' εγώ έχω αρκετήν τιμιότητα, όμως
θα ημπορούσα να κατηγορήσω τον εαυτόν μου διά πράγ-
ματα τέτοια, ώστε θα ήταν καλήτερα να μη με είχε γεν-
νήση η μητέρα μου· είμαι πολύ υπερήφανος, εκδικητικός,
φιλόδοξος· έχω πρόχειραις τόσαις αδικίαις, όσαις δεν αρκεί
ο λογισμός μου να ταις αγκαλιάση, η φαντασία μου να
τους δώση μορφήν, και ο καιρός διά να ενεργηθούν. Προς
τι όντα οποίος είμ' εγώ, θα σέρνωνται ανάμεσα ουρανού
και γης; Όλοι είμασθε φανεροί κακούργοι· μη πιστεύης
κανέναν από εμάς. Τρέχα, πήγαινε εις μοναστήρι. Πού
είναι ο πατέρας σου;
ΟΦΗΛΙΑ
Εις το σπίτι. Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κλείσετέ τον μέσα, διά να μην ημπορή να παίζη το
πρόσωπο του μωρού αλλού παρά εις τα σπίτι του. Υγίαινε.
ΟΦΗΛΙΑ [μόνη της]
Ω γλυκείς Ουρανοί, βοηθήσετέ τον!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αν υπανδρευθής σου δίδω προίκα την εξής πληγήν·
αγνή και αν μείνης όσο είναι ο πάγος και όσο το χιόνι κα-
θαρή, δεν θα ξεφύγης την συκοφαντίαν. Κλείσου 'ς ένα
μοναστήρι· πήγαινε· υγίαινε. Ειδεμή, αν θέλεις ναι και
ναι να υπανδρευθής, πάρε άνδρα μωρόν· διότι οι φρόνι-
μοι καλώς γνωρίζουν ποιας λογής τέρατα σεις τους απο-
κατασταίνετε. Πήγαινε εις ένα μοναστήρι, και ογλήγορα.
Υγίαινε.
ΟΦΗΛΙΑ [μόνη της]
Αγγελοι τ' Ουρανού, δώσετέ του την υγείαν του!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Έχω ακουστά και τα ζωγραφίσματά σας, αρκετά· ένα
πρόσωπο σας έδωκεν ο Θεός και σεις πλάθετε του εαυτού
σας και άλλο· ακροπηδάτε, λυγίζεσθε, ψιθυρίζετε και παρο-
νομάζετε (15) τα πλάσματα του Θεού, και την θερμότητά σας
παρασταίνετε ως απλότητα. Πηγαίνετε· τα βαρέθηκα· μ'
ετρέλλαναν. Το λέγω, άλλους γάμους εις το εξής δεν θε-
λομεν· όσοι είναι νυμφευμένοι έως τώρα, όλοι, έξω από
έναν (16), θα ζήσουν· οι λοιποί θα μείνουν όπως είναι. Εις ένα
μοναστήρι· πήγαινε.
[Εξέρχεται.
ΟΦΗΛΙΑ
Ωιμέν' αφανισμός εξόχου διανοίας!
Μάτι αυλικού, γλώσσα σοφού, στρατιώτου ξίφος,
η απαντοχή, το ρόδο της λαμπρής (17) πατρίδος,
ο τύπος της μορφής, των τρόπων ο καθρέφτης,
ο ζηλευτός, ο θαυμαστός, χάμω πεσμένος!
κ' έρμη εγώ δυστυχής όσο καμμιά κυρία,
'πού των γλυκών του όρκων βύζαξα το μέλι,
το εξαίσιον βλέπω, το ευγενές εκείνο πνεύμα
ωσάν γλυκόφωνο κουδούνι ραϊσμένο,
παράτονο, βραχνό· το αμίμητον εκείνο
της νεότητος πλάσμα, ως άνθος, πυρωμένο
απ' την παραφροσύνην· αχ! αφανισμός μου,
'πού (18) είδα ό,τ' είδα και οπού βλέπω τούτο εμπρός μου.
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΠΟΛΩΝΙΟΣ.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Έρωτας; η καρδιά του, όχι, εκεί δεν κλίνει·
και ό,τ' είπεν, αν και τακτικήν μορφήν δεν είχε,
δεν ωμοίαζε τρέλλα. Κάτι μέσα τρέφει,
οπού η βαθειά κλωσσά μαυρίλα της ψυχής του,
και, όταν ανοίξη και πτερώση αυτό, φοβούμαι
μη κίνδυνον μας φέρη· και όπως τον προλάβω,
χωρίς καιρόν να χάνω ιδού τι αποφασίζω·
ευθύς θ' αναχωρήση αυτός διά την Αγγλίαν,
τον φόρον να ζητήση 'πού αμελούν να δώσουν·
ίσως η θάλασσαις και ξένα μέρη νέα
και τα θεάματα πολλά του ξερριζώσουν
κείνο το πράγμα, οπού καθίζει 'ς την καρδιά του,
και οπού, καθώς ολοκαιρίς τον νουν του κρούει,
από την στάσιν του τον βγάζει. Συ, τι λέγεις;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Θα ωφελήση· πλην εγώ πιστεύω ακόμη
ότι το πάθος του εγεννήθηκε από αγάπην
'πού απάντησε ψυχρήν καρδιά. — Τώρα, Οφηλία,
να μας ειπής δεν είναι ανάγκη ό,τ' είπ' ο Αμλέτος,
τ' ακούσαμ' όλα. — Κύριέ μου, κάμε ως θέλεις,
αλλ', αν καλό το κρίνεις, άμα τελειώση
το δράμα, η σεβαστή μητέρα του ας καλέση
κατά μόνας αυτόν ν' ακούση τον καϋμόν του.
Ας του ομιλήση στρογγυλά· κ' εγώ θα μείνω,
αν θέλης, οπού θ' ακροάζωμ' ό,τι λέγουν.
Εάν το μυστικό του δεν του βγάλ' η μάννα,
στείλε τον 'ς την Αγγλίαν ή περιόρισέ τον
εις όποιο μέρος άλλο η φρόνησίς σου κρίνη.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Θα γένη τούτ', ως λέγεις· η παραφροσύνη
των μεγάλων δεν πρέπει αφύλακτη να μείνη.
[Εξέρχονται.
Αίθουσα εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΗΘΟΠΟΙΟΙ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τον λόγον, παρακαλώ σε, λέγε τον όπως σου τον επρό-
φερα εγώ, ώστε να ελαφροκυλά εις την γλώσσαν· αν, εξ
εναντίας, θα τον ξερομασσάς, καθώς πολλοί των ηθοποιών
σας το συνηθίζουν, θα επροτιμούσα να εκφωνή τους στί-
χους μου ο δημόσιος διαλαλητής. Μηδέ να παρασχίζης (19)
τον αέρα, έτσι, με το χέρι σου· αλλά το κάθε τι να γίνε-
ται ευγενικά· διότι και μέσα εις την ποταμοφοριά, εις την
τρικυμίαν, και, θα έλεγα, εις τον ανεμοστρόβιλον του πά-
θους σας, πρέπει να αποκτήσετε, να ιδιοποιηθήτε τόσην
εγκράτειαν, ώστε να το ημερόνη. Ω! με πληγόνει κατά-
καρδα ν' ακούω ένα χοντρό κορμί με κεφάλι φορτωμένο
πλαστά (20) σγουρά, να κατασπαράζη το πάθος εις τόσα κομ-
μάτια, εις τόσα αληθινά παληοκούρελα, και μόνον διά να
σπάνη τ' αυτιά των κάτω (21) καθημένων ακροατών, οπού, οι
περισσότεροι, άλλο τι δεν αισθάνονται ειμή τα βουβά (22)
ακατανόητα των παντομίμων θεάματα ή τον θόρυβον.
Στρώσε μου εις το ξύλο τον άνθρωπον, οπού και τον Τερ-
μαγάντην (23) παρακάμνει και τον Ηρώδην υπερηρωδιάζει·
αυτό παρακαλώ σας να τ' αποφύγετε.
Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Μείνε ήσυχος, ευγενέστατε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μη γίνεσθε πάλι παρά πολύ σιγανοί, αλλά έχετε προ-
στάτην το λογικό σας· ταιριάζετε το ήθος με τον λόγον, τον
λόγον με το ήθος, με πολλήν προσοχήν προ πάντων εις
τούτο, να μη προχωρήσετε παρέκει από το μέτρο, οπού
θέλει η φύσις· επειδή ό,τι γίνεται με υπερβολήν απομα-
κρύνεται από τον σκοπόν της δραματικής τέχνης, και αυ-
τός απ' αρχής ήταν, και τώρα είναι, να παρουσιάζη ωσάν
καθρέφτην της φύσεως, να δείχνη εις την αρετήν την ειδή
της, εις το όνειδος την εικόνα του, και να παρασταίνη ακρι-
βώς το ανάστημα και το σώμα της εποχής, την μορφήν
της και τον τύπον της. Τώρα, αν τούτο γίνεται με υπερ-
βολήν, ή προβάλη πάρωρα, αν και καλοκαρδίζει τους αμα-
θείς, όμως εξ ανάγκης θα λυπήση τους γνωστικούς, και
τούτων η γνώμη πρέπει να ζυγίζη, εις την κρίσιν σας, πε-
ρισσότερον εκείνης ολοκλήρου του άλλου ακροατηρίου. Ω!
είδα — και άκουσα άλλους να τους επαινούν και πολύ —
είδα ηθοποιούς, οπού ο Θεός να με συγχωρέση, εις την προ-
φοράν, εις τα κινήματα, δεν ωμοίαζαν ούτε Χριστιανοί,
ούτε εθνικοί, ούτε καν απλώς άνθρωποι· εκορδόνονταν,
εμούγκριζαν τόσον, ώστε εστοχάσθηκα ότι δεν τους έκαμε
η Φύσις, αλλά κάποιοι μισθωμένοι της εργάταις τους εί-
χαν κακοκατασκευάση, τόσο κατηραμένα εκείνοι εμιμούντο
την ανθρωπότητα.
Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Ελπίζω ότι κάπως το εδιορθώσαμε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω! διορθωθήτε με τα σωστά! Και εκείνοι οπού κάμνουν
το μέρος του γελωτοποιού να μη λέγουν περισσότερα απ'
όσα είναι γραμμένα διά το μέρος των· λέγω τούτο διότι
ευρίσκονται μεταξύ των κάποιοι οπού γελούν αυτοί διά ν'
αρχίσουν τα γέλια κάμποσοι ξεροκέφαλοι θεαταί, και τούτο
κάποτε συμβαίνει να γίνεται εις την στιγμήν όταν η προ-
σοχή πρέπει να ήναι προσηλωμένη εις κάποιο μέρος σημαν-
τικό του διαλόγου· τούτο είναι κακοτροπία και δείχνει την
ελεεινήν φιλαυτίαν του γελωτοποιού οπού το κάμνει. Πη-
γαίνετε, ετοιμασθήτε.
[Εξέρχονται ΗΘΟΠΟΙΟΙ. Εισέρχονται ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Λοιπόν, Κύριέ μου, ο Βασιλέας θα παρευρεθή εις αυτήν
την παράστασιν;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Και η Βασίλισσα ακόμη, και αμέσως τώρα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ειπέ των ηθοποιών να μην αργήσουν. [Εξέρχεται ΠΟΛΩ-
ΝΙΟΣ] Θα λάβετε και σεις την καλοσύνην να τους παρα-
κινήσετε να έλθουν ογλήγορα;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Μάλιστα, Κύριε. [Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Οράτιε, Οράτιε!
Εισέρχεται ΟΡΑΤΙΟΣ
ΟΡΑΤΙΟΣ
Εις τους ορισμούς σου, γλυκέ μου Κύριε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Οράτιε, συ 'σαι ο δικαιότερος απ' όσους
ανθρώπους έτυχε ποτέ μου να γνωρίσω.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Α! Κύριέ μου αγαπητέ, —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Να μη πιστεύης,
όχι, πως κολακεύω· τι θα περιμένω
τάχ' από σε, που θησαυρόν δεν έχεις άλλον
ή μόνον το έξυπνό σου πνεύμα να σου δίδη
τροφήν κ' ενδυμασίαν; Και διά ποίον λόγον
θα κολακεύωνται οι πτωχοί; Τα μελωμένα
χείλη ας γλείφουν την μωράν πομπήν του πλούτου·
τα λυγιστά στροφίδι' ας κλίνη των γονάτων
εκείνος οπού ελπίζει ν' απολαύση κέρδος
απ' την χαμέρπειάν του. Με ακούς; Αφ' ότου
η καϋμένη ψυχή μου εγίνηκε κυρία
της εκλογής της και ικανή να ξεχωρίζη
μεταξύ των ανθρώπων, έχει με σφραγίδα
σέ σημειώση διά δικόν της, αφού σ' είδα
τα πάντα να υπομένης και να μη τα δείχνης.
Τα ραπίσματα συ της Τύχης και ταις χάρες
εδέχθης όμοια, κ' είν' ευλογημένοι εκείνοι
'πώχουν αίμα (24) και νουν συγκερασμένα τόσο,
ώστε δεν γίνονται φλογέρα να τους παίζη
το δάκτυλο της Τύχης 'ς τα κλειδί 'πού θέλει.
Άνθρωπον να μην ήναι ανδράποδο του πάθους
δος μου, και θα τον φέρω 'ς της καρδιάς τα βάθη,
'ς την καρδιά της καρδιάς μου, καθώς έχω εσένα.
Αλλ' ως προς τούτο 'είπα πολλά. Μάθε ότι απόψε
παράστασις θα γίνη εμπρός τον βασιλέα·
έχει μέσα σκηνήν 'πού ομοιάζει με τον τρόπον,
ως σου τον είπα, 'πού ο πατέρας μου εφονεύθη·
παρακαλώ σε, όταν ιδής ν' αρχίσ' η πράξις,
να στήσης όλην την ψυχήν σου να προσέχη
'ς τον θείον μου, κ' εάν, 'ς ένα (25) του λόγου μέρος,
το κρυμμένο έγκλημά του απ' την μονιά (26) δεν έβγη,
κολασμένο ήταν Πνεύμ' αυτό 'πού εφάνη εμπρός μας,
και όλα τα οράματά μου μαύρα ως το καμίνι
του Ηφαίστου. Συ με προσοχήν να τον κυττάζης,
ενώ κ' εγώ 'ς το πρόσωπό του στυλωμένα
θα 'χω τα μάτια, και κατόπι εμείς οι δύο
από τα συμπεράσματά μας ενωμένα
θα κρίνωμε την όψιν του.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Καλά το εσκέφθης·
κ' εάν, ενώ τα δράμα παίζετ', επιτύχη
αυτός να κλέψη τι και μείνη σκεπασμένος,
εγώ το κλεψιμιό πλερόνω.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ιδέ τους, φθάνουν
διά την παράστασιν· εγώ πρέπει να ήμαι
μωρός· ωστόσο πάρε θέσιν να καθίσης.
Δανικόν Εμβατήριον. Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΟΦΗΛΙΑ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ και
άλλοι ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ και η ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΗ με λαμπάδαις.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Πώς περνά ο ανεψιός μας Αμλέτος;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Περίφημα, 'ς την ζωήν μου· με την τροφήν του χαμαι-
λέοντος· αέρα τρώγω, φουσκωμένος ελπίδαις· όμοια δεν
ημπορείς να τρέφης τα καπώνια σου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Δεν έχω τι να κάμω με αυτήν την απάντησιν, Αμλέτε·
αυτά τα λόγια δεν μου ανήκουν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ούτε εις εμέ ανήκουν (27) πλέον. — [προς τον ΠΟΛΩΝΙΟΝ]
Κύριέ μου, μου είπες ότι μία φορά έχεις παραστήση εις το
Πανεπιστήμιον.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Μάλιστα, Κύριέ μου, κ' ευδοκίμησα ως ηθοποιός.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και ποίο πρόσωπο έπαιξες;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Του Ιουλίου Καίσαρος· έπεσα φονευμένος εις το Καπι-
τώλιον· μ' εφόνευσεν ο Ιούνιος Βρούτος.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Με συγχωρείς· αφού (28) σ' έφαγεν ο Ιούνιος, δεν ήσουν
Ιούλιος, ήσουν Μάιος. — Είν' έτοιμοι οι ηθοποιοί;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Έτοιμοι, Κύριέ μου· περιμένουν την άδειάν σου.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Έλα εδώ, αγαπητέ μου Αμλέτε· κάθισε σιμά μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, καλή μητέρα· υπάρχει εδώ πέρα δυνατώτερος μα-
γνήτης.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
[Ιδιαιτέρως του ΒΑΣΙΛΕΩΣ] Ε! το βλέπεις; (29)
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κυρία, ν' αναπαυθώ εις το στήθος σου;
[Κάθεται εις τα πόδια της ΟΦΗΛΙΑΣ]
ΟΦΗΛΙΑ
Όχι, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εννοώ την κεφαλήν μου επάνω εις το στήθος σου.
ΟΦΗΛΙΑ
Ναι, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εστοχάσθηκες ότι εννοούσα άτακτα πράγματα;
ΟΦΗΛΙΑ
Εγώ δεν στοχάζομαι τίποτε, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και όμως θα ήταν γλυκυτάτη ανάπαυσις (30).
ΟΦΗΛΙΑ
Τι, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τίποτε.
ΟΦΗΛΙΑ
Είσαι καλόκαρδος, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίος; εγώ;
ΟΦΗΛΙΑ
Μάλιστα, η Ευγενία σου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω Θεέ μου, μόνον δια να σε διασκεδάσω. Τι άλλο μένει
παρά να ήμεθα καλοκαρδισμένοι; δεν βλέπεις πόσο ιλαρή
δείχνεται η μητέρα μου, και δεν επέρασαν δύο ώραις αφού
απέθανε ο πατέρας μου;
ΟΦΗΛΙΑ
Όχι, Κύριέ μου δύο φοραίς δύο μήνες.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τόσος καιρός; Τότε λοιπόν ας αφήσωμε τον διάβολον (31)
να μαυροφορή κ' εγώ θα λαμπροφορέσω. Ω Θεέ μου! απε-
θαμένος από δύο μήναις, και να μη λησμονηθή ακόμη!
Ας ελπίσωμε λοιπόν ότι η μνήμη μεγάλου ανδρός δύναται
να του επιζήση έξι μήναις· όμως, μα την Παναγίαν, πρέ-
πει πρώτα να κτίση ιερούς ναούς, αλλέως θα λάβη την ευ-
χαρίστησην να τον ξεχάσουν, καθώς το χάρτινο (32) άλογο,
οπού τραγουδούν το μυρολόγι του· «ωιμέ το χάρτινο άλογο
— ωιμέ πώς λησμονήθη!»
Μουσική. Εισέρχεται το άφωνο Θέαμα.
Εισέρχεται ένας ΒΑΣΙΛΕΑΣ και μία ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και ερωτικώς αγκαλιάζονται· αυτή γονατίζει και με τα σχήματα του φανερόνει την αγάπην της· εκείνος την σηκόνει και γέρνει την κεφαλήν εις τον λαιμόν της· πλαγιάζει επάνω εις ένα ανθοστόλιστο κάθισμα· αυτή, άμα τον είδε αποκοιμημένον, τον αφίνει. Κατόπιν έρχεται ένας, του παίρνει την κορώναν, την φιλεί, χύνει φαρμάκι εις το αυτί του ΒΑΣΙΛΕΩΣ και εξέρχεται. Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ επιστρέφει, ευρίσκει νεκρόν τον ΒΑΣΙΛΕΑ και κάμνει σχήματα λύπης. Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ επιστρέφει συνωδευμένος από δύο ή τρία άφωνα ΠΡΟΣΩΠΑ και δείχνει ότι συγκλαίει με αυτήν. Σηκόνουν τα λείψανο. Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ περιποιείται την ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ με δώρα· αυτή διά κάμποσην ώραν φαίνεται ότι τ' αποστρέφεται· αλλά τέλος πάντων δέχεται την αγάπην του. [Εξέρχονται.
ΟΦΗΛΙΑ
Τι σημαίνει τούτο, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Φανερό πράγμα· έργα καταχθόνια, δηλαδή κακούργημα.
ΟΦΗΛΙΑ
Τούτο το θέαμα, ως φαίνεται, προσημαίνει το θέμα του
δράματος.
Εισέρχεται ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τούτος θα μας πληροφορήση· οι ηθοποιοί (33) δεν κρατούν
μυστικό, θα τα ειπούν όλα.
ΟΦΗΛΙΑ
θα μας ειπή τι εδηλούσε εκείνο το θέαμα;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Βεβαιότατα, και όποιο άλλο θέαμα και αν του παραστή-
σης· μη φοβήσαι συ να του το παραστήσης και αυτός δεν
θα φοβηθή να σου ειπή τι δηλοί.
ΟΦΗΛΙΑ
Είσαι άνοστος, είσαι άνοστος· θα προσέχω εις το δράμα.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ταπεινώς σας προσκυνούμε,
και ν' ακούσετε ζητούμε
με πολλήν μακροψυχίαν
τούτην μας την τραγωδίαν. [Εξέρχεται.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πρόλογος είναι αυτός ή στίχοι (34) δι' αρραβώνα;
ΟΦΗΛΙΑ
Είναι σύντομος, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όσο γυναικός αγάπη.
Εισέρχονται δύο ηθοποιοί ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τριάντα κύκλους κλειδωτούς ως τώρα έχει χαράξη
ολόγυρα 'ς την σφαίραν μας ο Φοίβος με τ' αμάξι,
και τριάντα φοραίς δώδεκα φεγγάρια με την ξένην
λάμψιν τριάντα εφώτισαν φοραίς την οικουμένην,
αφ' ότου ο πόθος ταις καρδιαίς, ο Υμέναιος τα χέρια,
μ' άγιον μας ένωσαν δεσμόν, 'πού ευλόγησαν τ' αστέρια.
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Α! κύκλους τόσους και 'ς το εξής ο Ήλιος και η Σελήνη
να κάμουν να μετρήσωμε κ' η αγάπη μας να μείνη!
Αλλ' ω κακό μου! από καιρόν σε βλέπω μαραμμένον
κακόκαρδον και απ' την μορφήν την πρώτην σου αλλαγμένον,
και σε φοβούμαι· αλλ', αν, γλυκέ μου αφέντη, εμέ δειλιάζεις,
εσύ δεν πρέπει παντελώς διά τούτο να τρομάζης·
ομοιοτρόπως 'ς την καρδιά της γυναικός καθίζουν
πόθος και φόβος, ή σιγούν ή τρομερά μανίζουν.
Ολοζωής ο πόθος μου σού εδείχθη χωρίς λάθος,
και ο φόβος μου είναι ισόμετρος του πόθου προς το βάθος·
ο μέγας πόθος και σκιάν εις φόβον μεταβάλλει,
κ' εκεί 'πού οι φόβοι ανδρόνονται η αγάπ' είναι μεγάλη.
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Αχ! θα σ' αφήσω· η 'μέραις μου, αγαπητή μου, εκλείσαν·
η οργανικαίς μου δύναμες σχεδόν εσταματήσαν·
'ς του κόσμον τούτου ταις χαραίς, ω φως μου, συ θα ζήσης
αγαπημένη, δοξαστή, και ίσως θ' αποκτήσης
άνδρα ως εμένα τρυφερόν —
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Οργή τ' άλλα να κάψη παρ' έρωτας προδοτικός τα στήθη μου ν' ανάψη· αν άνδρα πάρω δεύτερον να 'μαι κατηραμένη· μόνον του πρώτου η φόνισσα με δεύτερον πηγαίνει.
ΑΜΛΕΤΟΣ [μόνος του]
Αψιθιά, αψιθιά! (35)
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Εις γάμον δεύτερον ποτέ δεν σπρώχνει της καρδίας
το αίσθημ', αλλ' οι ποταποί σκοποί της ωφελείας·
του πρώτου ανδρός μου δεύτερον δίδω θανάτου αγώνα,
αν άνδρα δεύτερον δεχθώ 'ς τον ορφανόν νυμφώνα.
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Πιστεύ' ότι στοχάζεσαι κείνα οπού λέγεις τώρα,
αλλ' ό,τι αποφασίζομε συχνά τ' αλλάζ' η ώρα·
η γνώμη 'ς το μνημονικόν είναι υποδουλωμένη,
με ορμήν γεννάται, αλλ' η ζωή 'ς αυτήν ολίγο μένει.
Είν' ως ο άγουρος καρπός 'ς το δένδρο κολλημένος,
'πού κάτω πέφτει ατίνακτος ως είναι ωριμασμένος.
Χρέος, 'πού μόνον εις εμάς τους ίδιους χρεωστούμε,
νοείται πόσο αδιάφορα συχνά το λησμονούμε.
Ό,τι 'ς του πάθους την ορμήν να γίνη αποφασίσθη,
άμα το πάθος έπαυσε, με δισταγμούς εσείσθη·
αίσθημα πόνου ή χαράς, 'ς το άκρον άμα φθάση,
τα ίδια του ενεργήματα συμβαίνει να χαλάση.
Όπου χαραίς γελοκοπούν, κλάματα εκεί και θρήνοι,
λύπη σκιρτά, χαρά πονεί, ως αφορμή την κλίνει
Δεν είναι ο κόσμος άφθαρτος· όθεν ας μη θαυμάζη
κανείς αν με την τύχην μας κ' η αγάπη μας αλλάζει,
ότ' είναι ακόμη αμφίβολον η αγάπη αν οδηγάει
την τύχην, ή την τύχην αν η αγάπη ακολουθάει.
Έπεσε ο μέγας και όλοι ευθύς οι φίλοι τον αφίνουν,
πτωχός ανέβ', οι πριν εχθροί το γόνα εμπρός του κλίνουν.
Λοιπόν η αγάπη σέρνεται 'ς της Τύχης την δουλείαν,
αν τότε φίλους αποχτάς 'πού δεν τους έχεις χρείαν.
Κ' εάν εις την ανάγκην σου ψεύτιkον φίλον κράζης,
εις έχθραν την φιλίαν του θα ιδής 'πού ευθύς θ' αλλάξης.
Και, όπως η αρχή του λόγου μου μην απομείνη στείρα,
του ανθρώπου προς την βούλησιν μάχεται τόσο η μοίρα,
'πού καταντούν τα σχέδια του συχνά 'ς αποτυχίαν,
'ς την σκέψιν έχει, όχι ποσώς 'ς το τέλος, εξουσίαν,
και αν άλλον να μη νυμφευθής η γνώμη σου διορίση,
με του ανδρός σου την πνοήν και αυτή θα ξεψυχήση.
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τροφήν, ω Γη, να μου αρνηθής, το φως, ω ουράνια σφαίρα!
πάρτε μου κάθε ανάπαυσιν, ω νύχτα συ, και ημέρα!
'Σ απελπισία γυρίστε μου την κάθε απαντοχήν μου,
'ς έρμο κελλί με νήστειαις να φθείρω την ζωήν μου,
κάθε κακό, 'πού της χαράς το πρόσωπο μαυρίζει,
να κατατρέχη ό,τι αγαπώ, σκληρά να το αφανίζη,
μαρτύρια 'ς τούτην την ζωήν ας λάβω και 'ς την άλλην,
αν αφού χήρα ονομασθώ νύμφη εγώ γίνω πάλιν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και αν αυτή τ' αθετούσεν όλα τώρα;
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Όρκος μεγάλος! Άφες με ολίγο, αγαπημένη,
το πνεύμα μου ναρκόνεται, τον ύπνον αναμένει,
να λάβη ολίγην άνεσιν. [Αποκοιμάται]
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κοιμήσου αναπαυμένα,
μηδέ φανή ποτέ κακό 'ς το μέσο μας κανένα. [Εξέρχεται.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δέσποινα, πώς σου φαίνεται αυτή η παράστασις;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Η Κυρία υπόσχεται παρά πολύ, νομίζω.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω! αλλά βεβαίως θέλει κρατήση τον λόγον της.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Γνωρίζεις το θέμα; δεν περιέχει καμμίαν προσβολήν;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καμμίαν, καμμίαν· απλό μετώρισμα· φαρμακόνουν διά
μετώρισμα· ουδέ την παραμικρήν προσβολήν.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Πώς ονομάζεται το δράμα;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Το Δόκανο (36), θα ειπής, πώς; μεταφορικώς. Τούτο
το δράμα εικονίζει φόνον οπού συνέβη εις την Βιέννην· ο
Δούκας ονομάζεται Γονζάγος, η γυναίκα του Βαπτιστή,
θα ιδής μετ' ολίγον· είναι διαβολεμένο δράμα, αλλά τι
με τούτο; η Μεγαλειότης σου κ' εμείς οπού δεν έχομε
βάρη εις την συνείδησιν, το πράγμα δεν μας εγγίζει· η
ψωριασμένη φοράδα ας κλοτσά· η ράχη μας πληγαίς δεν
έχει.
Εισέρχεται ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είναι ένας κάποιος Λουκιανός, ανεψιός του Βασιλέως.
ΟΦΗΛΙΑ
Κύριέ μου, τι καλά 'πού κάμνεις το μέρος του χορού.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα εγινόμουν διερμηνευτής μεταξύ σου και του αγαπη-
τικού σου, αν έβλεπα νευρόσπαστα να παίζουν.
ΟΦΗΛΙΑ
Κύριέ μου, κόπτει ο λόγος σου, κόπτει παρά πολύ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Το μαχαίρι μου δεν είναι αρκετό να σε σφάξη 'ς την
καρδιά.
ΟΦΗΛΙΑ
Πάντοτε και καλήτερα και χειρότερα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τέτοιοι γαμβροί σας πρέπουν. — Άρχισε, δολοφόνε (37)·
πανούκλα, παύσε να στραβόνης τα μούτρα, και άρχισε·
έλα· κρώζει ο κόρακας κ' εκδίκησιν ζητάει.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
Νους μαύρος, χέρι δεξιό, χυλός εχθρός 'ς την ζήσι,
βοηθός η ώρα και οφθαλμός κανείς να μαρτυρήση·
φρικτό μίγμ' από βότανα μεσάνυκτα κομμένα,
με της Εκάτης τρεις φοραίς το χνώτο μολυσμένα,
με το μιαρό σου ιδίωμα, με την κρυφήν μαγείαν,
τον ύγιον (38) τόπον της ζωής πάτησ' ευθύς με βίαν.
[Χύνει το φαρμάκι εις το αυτί του αποκοιμημένου]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τον φαρμακόνει εις τον κήπον του διά να του πάρη το
βασίλειο. Ονομάζεται Γονζάγος· η ιστορία είναι αληθινή
και γραμμένη εις εκλεκτήν ιταλικήν γλώσσαν· 'ς ολίγο θα
ιδήτε πώς ο δολοφόνος κερδίζει την αγάπην της γυναικός
του Γονζάγου.
ΟΦΗΛΙΑ
Ο Βασιλέας σηκόνεται!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι; του εφάνη πως καίεται;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τι αισθάνεσαι, Κύριέ μου;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Παύσετε την παράστασιν!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Φέξετέ μου! — Έξω!
ΟΛΟΙ
Φώτα! φώτα! φώτα!
[Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ και του ΟΡΑΤΙΟΥ]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Το κτυπημένο ελάφι ας πα να κλαίη,
το αλάβωτο ζαρκάδι, ας παιγνιδά·
θα κοιμάτ' ένας, άλλος αγρυπνά·
εις τούτον τον συρμόν ο κόσμος πλέει.
Δεν νομίζεις, φίλε, ότι με αυτό το κατόρθωμα και με
ένα (39) δάσος πτερά (εάν η τύχη μου εις το εξής αποτουρ-
κεύση) και μ' ένα ζευγάρι ρόδα της Προβέντσας επάνω εις
τ' ανοικτά υποδήματά μου, δεν θα είχα το μερτικό μου εις
μίαν συντροφιά ηθοποιών, φίλε;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Το μισό.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, ολόκληρο, είμαι βεβαιότατος.
Ω Δάμων φίλ', εδώ την βασιλεία
ωρφάνευσαν από τον ίδιον Δία,
το ξεύρεις, και τον κλείσαν 'ς το μνημούρι·
και τώρα βασιλεύει ένα — παγώνι.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Εύκολα εύρισκες την ρίμα (40).
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω αγαπητέ μου Οράτιε! Τώρα επάνω εις τον λόγον του
Πνεύματος θα εστοιχημάτιζα και χίλιαις λίραις. Ενόησες;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Πολύ καλά, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Άμα έγινε λόγος διά το φαρμάκωμα;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Πολύ καλά τον επαρατήρησα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Χα! χα! Εμπρός, ολίγη μουσική! Εμπρός, εμπρός,
οι αυλοί!
Διότι αν του βασιλειά κακόν το δράμα τούτο εφάνη, τότ' είναι πιθανόν, — μα τον Θεόν, πολύ του εκακοφάνη.
Εμπρός, ολίγη μουσική!
Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Κύριέ μου, δώσε μου την άδειαν να σου ειπώ έναν λόγον.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και ολόκληρην ιστορίαν, Κύριε.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Ο Βασιλέας, Κύριε, —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ε! τι γίνεται;
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Αποσυρμένος εις τα δωμάτια του πάσχει φοβερά.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Από το πολύ πιοτό, Κύριε;
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Όχι, Κύριέ μου· από χολήν κάπως.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα έδειχνες πολύ γνωστικώτερος αν είχες αναγγείλη
τούτο εις τον ιατρόν του διότι, ως προς εμέ, εάν εγώ του
εδιόριζα καθαρτικό, θα του ανακάτονα ίσως περισσότερο
την χολήν.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Κύριέ μου, δώσε κάπως μορφήν εις την ομιλίαν σου,
και μη πηδάς τόσον αγρίως από το θέμα μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είμαι ήμερος, Κύριε· προχώρησε.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Η Βασίλισσα, η μητέρα σου, καταλυπημένη μ' έστειλε
προς εσέ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλώς ήλθες.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Αλλά, Κύριέ μου, αυτή η ευγένεια δεν είναι άδολη· αν
λάβης την καλοσύνην να μου δώσης μίαν γνωστικήν από-
κρίσιν, θα εκτελέσω την προσταγήν της μητρός σου· ει-
δεμή θα μου δώσης την άδειαν ν' αναχωρήσω και με τούτο
τελειόνει η παραγγελία μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριε, δεν ημπορώ —
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Τι, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
να σου δώσω μίαν γνωστικήν απόκρισιν· το πνεύμα μου
είναι άρρωστο· αλλά την απόκρισιν οπού ημπορώ να δώσω,
συ θα μου την διατάξης, Κύριε, ή καλήτερα θα μου την
διατάξη, καθώς λέγεις, η μητέρα μου· λοιπόν φθάνει, και
εις το προκείμενον. Η μητέρα μου, λέγεις —
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Ιδού τι λέγει· ο τρόπος σου την έρριξε εις απορίαν και
ταραχήν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω θαυμαστός (41) υιός ικανός να ζαλίση τόσο μίαν μη-
τέρα! Αλλά τι σέρνει κατόπι της αυτή η απορία της μη-
τρός μου; Λέγε.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Επιθυμεί να σου ομιλήση εις την κάμαράν της πριν πας
να πλαγιάσης.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θέλ' υπακούσωμε, και αν (42) την είχαμε δέκα φοραίς μη-
τέρα. Έχεις τι άλλο να μου ειπής;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Κύριέ μου, μία φορά μ' αγαπούσες.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και ακόμη τώρα, να χαρώ αυταίς μου ταις δύο αρπά-
κτραις.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Κύριέ μου, πόθεν προέρχεται η ασθένειά σου; Μα την
αλήθειαν, μανταλόνεις την θύραν εις την ελευθερίαν σου,
αν αρνείσαι να φανερώσης τον πόνον σου εις τους φίλους
σου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριε, δεν βλέπω προκοπήν.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Πώς τούτο, αφού έχεις τον λόγον του βασιλέως ότι εί-
σαι ο διάδοχος της Δανίας;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ναι, Κύριε· πλην «ζήσε, μαύρε μου» — η παροιμία
εμούχλιασε κάπως.
Εισέρχονται ΗΘΟΠΟΙΟΙ με αυλούς.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω! οι αυλοί! δος μου έναν να ιδώ. — Διά (43) να ελευ-
θερωθώ από σας — τι με φέρνετε γύρα διά να μου πάρετε
την μυρωδιά, ως να ηθέλετε να με πιάσετε 'ς την παγίδα;
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Ω! Κύριέ μου, όσο τολμηρόν είναι το σέβας μου, τόσο
αδιάκριτη είναι η αγάπη μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν σ' εννοώ καλά. θέλεις να παίξης αυτόν τον αυλόν;
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Κύριέ μου, δεν ημπορώ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αν μ' αγαπάς.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Πίστευσέ με, δεν ημπορώ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θερμώς σε παρακαλώ.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Δεν γνωρίζω πώς πιάνεται καν, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είν' εύκολο, όσο να ειπής το ψέμα· ιδού, κυβέρνησε τού-
ταις ταις τρύπαις με τον δείκτην και με τον αντίχειρα,
δώσε του πνοήν με το στόμα, και θα σου λαλήση εκφρα-
στικωτάτην μουσικήν. Παρατήρησε, εδώ είναι τα κλειδιά.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Αλλ' αυτά ίσα ίσα δεν δύναμαι εγώ να τ' αναγκάσω να
γεννήσουν αρμονικόν ήχον κανέναν· δεν κατέχω την τέχνην.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ε! βλέπεις λοιπόν διά πόσο ουτιδανό πράγμα με κάμνεις!
Ήθελες να με παίξης ωσάν όργανο· έδειχνες πως γνωρί-
ζεις τα κλειδιά μου· ήθελες ν' ανασπάσης την καρδίαν
του μυστηρίου μου· ήθελες να με λαλήσης από την νή-
την έως την πρώτην μου χορδήν· και ενώ εις τούτο το ορ-
γανάκι μέσα υπάρχει πολλή μουσική, φωνή αξιόλογη, συ
όμως δεν κατορθόνεις να το κάμης να λαλήση. Ε! διά-
βολε! στοχάζεσαι ότι ημπορούν να με παίζουν ευκολώτερα
παρά έναν αυλόν; Ό,τι όργανο και αν θέλετε ονομάσετέ
με, δύνασθε να με κρούσετε, αλλά δεν θα δυνηθήτε να με
παίξετε.
Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ο Θεός να σ' ευλογήση, Κύριε.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Η Βασίλισσα επιθυμούσε να σου ομιλήση, και τώρα
αμέσως.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Βλέπεις (44) εκείνο το σύννεφο εκεί πέρα, οπού έχει σχε-
δόν σχήμα καμήλας;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Μα τον Θεόν, τωόντι ομοιάζει ωσάν καμήλα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μου φαίνεται, είναι ωσάν νυφίτσα.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Τωόντι έχει ταις πλάταις της νυφίτσας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ή φάλαινα καλήτερα;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Πολύ ομοιάζει φάλαινα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Λοιπόν θα πηγαίνω εις την μητέρα μου αμέσως· [μόνος
του] Με τρελλαίνουν, τόσο μου τεντόνουν τα νεύρα. — Θα
πηγαίνω αμέσως.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Αυτό θα της ειπώ. [Εξέρχεται.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Το «αμέσως» λέγετ' εύκολα. — Αφήσετέ με, φίλοι.
[Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τούτ' είν' η ώρα της νυκτός 'πού η στρίγλαις βγαίνουν,
'πού οι τάφοι χάσκουν, οπού η Κόλασις κ' εκείνη
το μίασμά της εις τον κόσμον τούτον στέλνει·
τώρα κ' αίμα ζεστό μπορούσα να ρουφήσω,
κ' έργα τόσο σκληρά να κάμ' ώστε να φρίξη
της ημέρας το φως. Αγάλι! θα πηγαίνω
εις την μητέρα μου· καρδιά μου, μην αλλάξης
από το φυσικό σου· μέσα εις το γενναίο
τούτο στήθος να εμπή ποτέ μη συγχωρέσης
του Νέρωνα η ψυχή· σκληρός θα ήμαι αλλ' όχι
απάνθρωπος· μαχαίρια θα 'χη ο λόγος, όχι
ποτέ το χέρι μου· 'ς αυτό πρέπει να παίξουν
μέρος υποκριτών η γλώσσα και η ψυχή μου.
Όσο και ο λόγος μου πικρά την ονειδίση,
ποτέ η γνώμη σου, ω ψυχή, μη τον σφραγίση. [Εξέρχεται.
Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Δεν μου αρέσει· κινδυνεύ' η ασφάλειά μας,
αν τον αφήσωμε 'ς την τρέλλαν του να τρέχη·
λοιπόν ετοιμασθήτε, και την εντολήν σας
θα 'χετ' ευθύς, και αυτός με σας εις την Αγγλίαν
θ' αναχωρήση· το καλό της πολιτείας
δεν μας το συγχωρεί ν' αφήσωμε να υπάρχη
ο κίνδυνος ο φοβερός, 'πού εις πάσαν ώραν
η φρενοπάθεια του γεννά.
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Θα συνταχθούμε.
Άγιος είν', ευσεβής τωόντι αυτός ο φόβος,
ώστε να σώσης τόσα πλήθη, 'πού αποκάτω
'ς την υψηλήν σου σκέπην ζουν και συντηρούνται.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Και ο μερικός θνητός χρεωστεί μ' όλην την ρώμην,
με τ' άρματ' όλα της ψυχής, να προφυλάξη
τον εαυτόν του, αλλά πλειότερον εκείνος,
οπού με την πνοήν του ταις ζωαίς στηρίζει
πολλών ανθρώπων· όταν σβύνεται ηγεμόνας
δεν απεθαίνει μόνος, αλλά κάτω σέρνει,
ως καταβόθρα, εκείνα οπού 'ναι ολόγυρά του·
τρανός τροχός 'ς την κορυφήν βουνού στημένος,
υψηλοτάτου, και μικρότερ' άλλα υπάρχουν
πράγματα μύρια 'ς ταις θεόραταίς του ακτίναις
σφικτά πιασμένα, και, όταν ροβολήση εκείνος,
την βροντερήν καταστροφήν του συνοδεύει
κάθε προσκόλλημά του και μικρόν αν ήναι.
Δεν στέναξεν ο βασιλειάς ποτέ του μόνος·
ολόκληρον λαόν σφάζει του πρώτου ο πόνος.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Διά το ταξείδι αυτό χωρίς αργοπορίαν,
παρακαλώ, συγυρισθήτε, ότ' είναι τέλος
ανάγκη ν' αλυσσοδεθή τούτος ο τρόμος (45),
'πού ελεύθερος γυρίζει.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Ευθύς θα ετοιμασθούμε.
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Κύριε, πηγαίνει 'ς το δωμάτιον της μητρός του.
Οπίσω απ' την αυλαίαν θα κρυφθώ ν' ακούσω
ό,τι συμβαίνει· και αυστηρά, σου το εγγυούμαι,
εκείνη θα τον ονειδίση, αλλ', όπως είπες (46),
και φρονίμως το είπες, άλλος θέλει απ' έξω
ακροατής, και δεν αρκεί μόν' η μητέρα,
αφού να παίρνουν μέρος ταις βιάζ' η φύσις.
Ω σεβαστέ μου, προσκυνώ σε! Θα 'λθω πάλιν,
πριν πας ν' αναπαυθής, να σου αναφέρω εκείνα
'πού έμαθα.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ευχαριστώ σε, αγαπητέ μου.
[Εξέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αχ! το έγκλημά μου εσάπη, του Θεού μυρίζει (47)! την παλαιάν, την πρώτην έχει αυτό κατάραν, ο φόνος αδελφού! 'Σ την προσευχήν να πέσω δεν ημπορώ· και όμως 'ς αυτό σφοδρά με σπρώχνουν και θέλησις και προθυμιά· του εγκλήματός μου η δύναμις νικά την δύναμιν της γνώμης· και ως άνθρωπος, 'πού δύο τον βιάζουν χρέη, σταματώ και διστάζω ποιο να προτιμήσω, και αφίνω (48) και τα δύο· και αν το κολασμένο τούτο χέρι άλλο τόσον ήθελε χοντρύνη με αίμ' αδελφικό, τάχ' αρκεταίς δεν έχει ο γλυκός ουρανός δροσιαίς να το λευκάνη ωσάν το χιόνι (49); και εις τι άλλο χρησιμεύει το έλεος ειμή το κρίμα ν' αντικρύση (50); και η προσευχή διπλήν την δύναμιν δεν έχει, πριν πέσωμε να μας κρατή, και, αν πεσημένους μας εύρη χάμω, την συγχώρεσιν να φέρη; Λοιπόν τα μάτια προς τον ουρανόν! εσβύσθη το ανόμημά μου· αλλά και ποιος αρμόζει τύπος προσευχής εις εμέ; «Τον μιαρόν μου φόνον συγχώρεσέ μου»; Αυτό δεν γίνετ' όταν έχω ολοένα εκείνα, οπού 'ς τον φόνον μ' έχουν σπρώξη, τον θρόνον, την βασίλισσάν μου και την δόξαν. Πώς (51) είναι δυνατόν την άφεσιν να λάβη κείνος, 'πού τον καρπόν κρατεί του εγκλήματός του; Εις το ακάθαρτο ρεύμα εδώ του κόσμου τούτου, ναι, το κρίμα ημπορεί με την χρυσήν παλάμην το δίκαιον να στρέψη οπίσω, και συνέβη ν' αγορασθή (52) με της κλοπής το χρήμα ο νόμος· αλλ' εκεί 'πάνω διαφέρει· εκεί καμμία τέχνη δεν έχει τόπον, και 'ς το φυσικό της φαίνεται (53) η πράξις όλη, κ' είμασθε βιασμένοι αντιμέτωπα εμείς του κάθε πταίσματός μας να μαρτυρήσωμε. Λοιπόν τι μένει τώρα; να δοκιμάσης ό,τι δύναται η μετάνοια· α! δύναται το παν! πλην, να μετανοήσης εάν δεν ημπορείς, τι δύναται κ' εκείνη; Ω! συμφορά μου! Ω! στήθος μαύρ' ως είναι ο χάρος! Ιξωμένη ψυχή, 'πού, ενώ πάσχεις να φύγης, χειρότερα κολλάς! Άγγελοι, βοηθάτε! κάμετε δοκιμήν! και σεις, ω γόνατά μου σκληρά, λυγίστε· σιδερόχορδη καρδία, τρυφερή γίνε ωσάν τα νεύρ' απαλού βρέφους! Ακόμη δεν εχάθη, ακόμη κάθ' ελπίδα.
[Αναμερίζει και γονατίζει]
Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ιδού στιγμή καλή διά να το κάμω, τώρα
ενώ προσεύχεται· και τώρα θα το κάμω·
και τότε αυτός εις την Παράδεισον πηγαίνει·
κ' έτσ' είμ' εκδικημένος. Τούτο σκέψιν θέλει·
ένας κακούργος τον πατέρα μου σκοτόνει
και ο μονουιός του εγώ τον ίδιον κακούργον
εις την Παράδεισον τον στέλνω· τούτος είναι
μισθός, είναι αμοιβή, εκδίκησις δεν είναι.
Τον πατέρα μου αυτός τον έκοψε χορτάτον
από καλό τραπέζι, ενώ τα πταίσματά του
ήσαν ολάνοικτα 'σάν άνθη του Μαΐου·
και πώς (54) 'ς την Κρίσιν στέκει, ποιος γινώσκ' ή μόνος
ο Ύψιστος; Αλλ', όπως κρίνει ο νους του ανθρώπου,
ευρίσκεται κακά· λοιπόν εκδικημένος
θα 'μαι, αν τον κόψω ενώ ξαγνίζει την ψυχήν του,
'ς την διάβασίν του ετοιμασμένος; Όχι· οπίσω
'ς την θήκην σου, ω σπαθί (55)· σκέψου να βγης εις άλλον
φρικτότερον καιρόν, 'ς της μέθης του τον ύπνον,
ή 'ς τον θυμόν του ή μες το αιμόμικτο κρεββάτι,
ή 'ς το παιγνίδι ή κει 'πού καταράται, ή 'ς άλλην
πράξιν, 'πού να μην έχη εξαγοράς ελπίδα·
στροβίλισέ τον τότε εις τρόπον να κτυπήση
φτερνιαίς τον ουρανόν, και να ήναι κολασμένη
μαύρ' η ψυχή του ωσάν τον Άδη όπου θα πέση.
Αλλ' η μητέρα μου πολληώρα περιμένει·
τούτο (56) το ιατρικό προσκαίρως σ' ανασταίνει.
[Εξέρχεται.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ [Σηκόνεται] Τα λόγια μου ανεβαίνουν, κάτ' ο νους μου μένει, λόγος χωρίς τον νουν 'ς τα ουράνια δεν πηγαίνει.
[Εξέρχεται.
Το δωμάτιον της ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και ΠΟΛΩΝΙΟΣ
ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Έρχετ' ευθύς· ιδέ γερά να τον κτυπήσης·
ειπέ του οπού τα παραξήλωσε με τούταις
ταις τρέλλαις του· και πως η σεβαστή σου χάρις
εμεσολάβησε ως φραγμός να τον φυλάξη
από μέγαν θυμόν· βουβός εδώ θα μένω.
Παρακαλώ σε στρογγυλά να του ομιλήσης·
ΑΜΛΕΤΟΣ [Από μέσα]
Ω μάννα, μάννα, μάννα!
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μη φοβήσαι' ό,τ' είπες
εγώ θα κάμω· αποτραβίξου, τον ακούω
που έρχεται.
Ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ αποσύρεται οπίσω από την αυλαίαν.
Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Λοιπόν, μητέρα, τι με θέλεις;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τον πατέρα σου, Αμλέτε, πλήγωσες 'ς τα σπλάχνα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τον πατέρα μου, ω μάννα, επλήγωσες 'ς τα σπλάχνα.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Έλ', απαντάς με γλώσσαν 'πού δεν έχει ουσίαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Σύρ', ερωτάς με γλώσσαν 'πού φαρμάκι στάζει.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αμλέτε, τι' ναι τούτα;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ειπέ μου συ τι τρέχει.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μ' ελησμόνησες;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, μα το Τίμιο Ξύλο·
η βασίλισσα είσαι, και η γυναίκ' ακόμη
του ανδραδέλφου σου· αλλ' όμως — οπού να μην ήταν! —
είσαι η μητέρα μου.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Λοιπόν άλλους θα βάλω
να ήναι ικανοί να σου ομιλούν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Α! στάσου! στάσου!
κάθισε κάτω αυτού· ποσώς δεν θα σπαράξης
πριν σου παρουσιάσω εγώ κάποιον καθρέφτην,
οπού να ιδής τα κρύφια μέρη της ψυχής σου.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τι μελετάς να κάμης; δεν θα με φονεύσης;
Ω! βοηθάτε! βοηθάτε!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ [Όπισθεν]
Τι 'ναι; Βοηθάτε,
Χριστιανοί, βοηθάτε!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πώς; ένα ποντίκι;
το έκοψα! στοιχηματίζω ένα δουκάτο!
το έκοψα.
[Τραβά μίαν σπαθιά εις την αυλαίαν]
ΠΟΛΩΝΙΟΣ [Όπισθεν]
Ωιμέ! μ' εσκότωσαν!
[Πέφτει νεκρός.]
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ωιμένα!
τι έκαμες;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν ξεύρω, ο Βασιλέας είναι;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ω τρελλή πράξις φονική!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ναι, ω μητέρα,
φονικωτάτη πράξις! όσο βασιλέα
να θανατώση τις κ' επάνω εις τον νεκρόν του
να νυμφευθή κατόπι με τον αδελφόν του.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Να θανατώση βασιλέα;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δέσποινά μου
το 'πα· [Σηκόνει την αυλαίαν και ξεσκεπάζει τον ΠΟΛΩΝ.]
και συ, ω παλαβέ, δυστυχισμένε,
κακοπερίεργε, καληώρα σου· σ' επήρα
διά τον (57) καλήτερόν σου· ό,τι σου 'χε η μοίρα
διωρισμένο, λάβε· τώρα βλέπεις πόσον
όποιος τα ξένα μεριμνά κίνδυνον τρέχει. —
Τα χέρια σου μη ζίφης· σίγ' αυτού και κάθου·
εγώ θα ζίψω την καρδιά σου· θα το κάμω,
αν είναι ζύμη τρυφερή, κ' εάν συνήθεια
κατηραμένη δεν την έχει αποχαλκώση
ώστε ωσάν πύργος κάθ' εντύπωσιν να διώχνη.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τι έκαμα διά να τολμάς με γλώσσαν τόσο
σκληρήν να με αποπάρης;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πράξιν, 'πού την χάριν
της σεμνότητος σβύνει και το ρόδισμά της,
λέγει την αρετήν υποκρισίαν, βγάζει
το ρόδο (58) από τ' ωραίο μέτωπον αγάπης
αγνής και αυτού βάζει πληγήν· ψεύει του γάμου
ταις ευλογίαις ωσάν όρκους χαρτοκόπων·
αχ! τέτοιαν (59) πράξιν ώστε την ψυχήν αρπάζει
από το σώμα του αρραβώνος και την χάριν
του θείου λόγου μεταβάλλ' εις φλυαρίαν.
Ανάπτ' (60) η όψις τ' ουρανού, και αυτός ο όγκος (61)
ο στερεός και συμπαγής, κατηφιασμένος
τήκεται από τον λογισμόν, ως να προσβλέπη
της Κρίσεως την ημέραν, — τέτοια πράξις είναι.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ωιμέ! τι πράξις είναι τούτη οπού βροντάει,
και ρίχνει κεραυνούς το μήνυμά της μόνον;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Το ζωγράφημα (62) τούτο ιδέ κ' έπειτα εκείνο·
δύ' αδελφών έχομ' εδώ πιστήν εικόνα·
εις το βλέφαρο αυτό θεώρησε τι χάρις
εκάθιζε! του Φοίβου (63) ταις πλεξίδαις έχει,
του μεγάλου Διός το μέτωπο, το μάτι
του Άρη, φοβερό την ώραν 'πού προστάζει,
την στάσιν ως ο Ερμής, όταν το πόδι εγγίζει,
εις κορυφήν 'πού τ' ουρανού φιλεί τον θόλον.
Είναι συνδυασμός, είναι μορφή τωόντι,
οπού θαρρείς πως ταις σφραγίδαις έχουν θέση
όλ' οι θεοί, να δείξουν άνθρωπον 'ς τον κόσμον.
Ήταν αυτός ο σύζυγός σου. Τώρα βλέπε
εδώ κατόπι· τούτος είναι ο σύζυγός σου,
σάπιο στάχυ οπού φθείρει το γερό του αδέλφι.
Έχεις μάτια; Και συ, 'πού ευτύχησες να ζήσης
'ς την τερπνοτάτην κορυφήν, πώς εκατέβης
εδώ 'ς τον βάλτον ωσάν κτήνος να παχαίνης;
Αχ! έχεις μάτια; μην ειπής πως ήτο αγάπη·
'ς την ηλικίαν 'πώχεις παύει μες το αίμα
η ζωηρότης και εις την γνώσιν υπακούει·
και ποία γνώσις τούτο θ' άφινε διά κείνο;
Αίσθησιν έχεις, και αν δεν είχες, πώς κινείσαι;
αλλ' η αίσθησις τούτη φαίνεται πιασμένη,
διότ' εις τέτοιαν πλάνην ούτε η τρέλλα πέφτει,
ούτε εις την έκστασιν ποτέ δεν εδουλώθη
η αίσθησις εις τρόπον να μη σώζη κάπως
δύναμιν ώστε εις τόσην διαφοράν να κρίνη.
Δαίμονας ποίος σ' έχει εμπλέξη 'ς τον τυφλίτην; (64)
Χωρίς αίσθησιν μάτι, χωρίς τούτο εκείνη,
χωρίς μάτι και χέρι αυτιά, και όσφρησις μόνη,
ή κ' έν' απομεινάρι και άρρωστο ενός μόνου
οργάνου αληθινού ποτέ δεν θα ημπορούσε
τόσο να τυφλωθή. Σεμνότης, αχ! πού είναι
η εντροπαλή θωριά σου; Επαναστάτη Άδη,
αν τόσην ημπορείς να φέρης ανταρσίαν
'ς τα κόκκαλα της γυναικός 'πού 'ναι μητέρα,
τότε 'ς την φλόγα της νεότητος ας λυώση
η αρετή 'σάν το κερί, — μην εντραπήτε
αν 'ς όλην την ορμήν του σας νικά το πάθος,
αφού και ο πάγος μ' άλλην τόσην λαύραν καίει,
και ο λόγος εις τον πόθον γίνεται μαυλίστρα.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αμλέτε, ω παύσε! Μες τα βάθη της ψυχής μου
στρέφεις τα μάτια μου, και αυτού μαυράδια βλέπω
'πού δεν ξεβάφουν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Α! να ζης 'ς τον σαπημένον
ίδρον μιας κλίνης λιγδερής, 'πού την ζεσταίνει
αχνός σιχαμερός, γλυκά λόγια να λέγης,
τον έρωτα να κάμνης μες τ' αχούρι, —
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Φθάνει·
μη μου ομιλήσης, παύσε· ωσάν μαχαίρια μπαίνουν
τα λόγια σου 'ς τ' αυτιά μου· παύσε, αγαπημένε
Αμλέτε, παύσε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ένας δολοφόνος, ένα
κτήνος, μια λέρα, οπού το εικοστό δεν έχει
από το δέκατο του πρώτου σου κυρίου·
μία μαϊμού των βασιλέων, ένας κλέφτης
του θρόνου και της εξουσίας, 'πώχει πάρη
απ' το σεντούκι την ατίμητην κορώναν,
και μες την τσέπην του έχωσέ την.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Φθάνει! α! φθάνει!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Από κουρέλια βασιλειάς —
Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
Φυλάξετέ με,
και με ταις πτέρυγαίς σας κάμετέ μου σκέπην,
φύλακες τ' ουρανού! — Τι θέλ' η σεβαστή σου
μορφή;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ωιμένα! είναι τρελλός.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μην ήλθες ίσως
εδώ διά να ονειδίσης τον οκνόν υιόν σου,
που, 'ς τον καιρόν παραδομένος και 'ς την θλίψιν (65),
την επιτακτικήν εκτέλεσιν αφίνει
της φοβερής σου προσταγής; Ω! λέγε, λέγε.
ΠΝΕΥΜΑ
Μη λησμονής· δεν ήλθα ειμή διά ν' ακονίσω
την γνώμην σου 'πού κάπως εστομώθη, ως βλέπω.
Την μητέρα σου κύττα πώς την πήρε ο τρόμος·
συ πρέπει ανάμεσον αυτής και της ψυχής της,
οπού την πολεμεί, μέρος ευθύς να λάβης.
Εις σώμ' αδύνατο σφοδρήν ενέργειαν έχει
η φαντασία· τώρ', Αμλέτε, ομίλησέ της.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πώς είσαι, δέσποινά μου;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αλοίμονον! πώς είσαι
συ, 'πού 'ς το άδειο τα μάτια προσηλόνεις,
και με τον άυλον αέρα λόγους έχεις;
Άγριο το πνεύμα σου 'ς τα μάτια σου προβάλλει,
και ως στρατιώταις 'ς τον ύπνον, αν βοή πολέμου
τους εξαφνίση, ομοίως και τα πλαγιασμένα
μαλλιά σου, ωσάν ζωήν τα εκφύματα (66) να είχαν,
ορθά πετιούνται· Αμλέτ', ευγενικό παιδί μου,
μέσα 'ς της ταραχής την φλόγα, οπού σε καίει,
ράνε ψυχρήν υπομονήν. Α! τι κυττάζεις;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτόν! αυτόν! Πώς χλωμιασμένος προσηλόνει
εδώ τα βλέμματα! η μορφή του κ' η αιτία
ενωμένα ημπορούσαν με την διδαχήν τους
να δώσουν εις ταις πέτραις αίσθημα και γνώσιν.
Μη με κυττάζης, μήπως με το θλιβερό σου
ήθος εκείνο αλλάξης τον ωμόν σκοπόν μου,
και ό,τι θα πράξω ξεθωριάση! μήπως χύσω
όχι αίμ' αλλά δάκρυα.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τίνος λέγεις τούτα;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τίποτ' εκεί δεν βλέπεις;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τίποτε (67), και όμως
ό,τ' είν' εκεί το βλέπω.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τίποτε δεν έχεις
ακούση καν;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τίποτε, ειμή τον εαυτόν μας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ε! τήρα εκεί! γειά, τήρα εκεί, πώς φεύγει αγάλι!
Είναι ο πατέρας μου καθώς όταν εζούσε!
Ιδέ τον τώρα εκεί πώς βγαίνει απ' τον πυλώνα!
[Εξέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Γέννημα εστάθη τούτο του μυαλού σου μόνον·
πράγματ' ασώματα ως αυτό να πλάθη ξεύρει
η έκστασις προ πάντων.
ΑΜΛΕΤΟΣ
«Έκστασις;» Με τάξιν
κτυπά και μέτρον ο σφυγμός μου ως ο ιδικός σου,
με τον αυτόν καλόν ρυθμόν. Τρέλλα δεν είναι
όσα 'χω ξεστομίση· φέρε με 'ς το θέμα
και όλα λέξιν προς λέξιν θα σου επαναλάβω·
τούτο δεν κάμν' η τρέλλ' αλλά πηδά και φεύγει.
Μητέρα, προς Θεού, μη 'ς την ψυχήν σου βάλης
το κολακευτικόν άλειμμ' αυτό, πως τάχα
η τρέλλα μου ομιλεί και όχι το ανόμημά σου·
το πληγιασμένο μέρος πρόσκαιρα θα κλείση,
άφαντο ενώ το κουφοδρόμι μέσα βόσκει
και όλα τα φθείρει. Του Θεού ξομολογήσου,
πέσε εις μετάνοιαν και 'ς το εξής φεύγε το κρίμα·
τα χόρτα (68) μη κοπρίζης και πολύ θυμώσουν.
Την αρετήν μου αυτήν, ωιμέ, συγχώρεσέ μου·
'ς το πάχος (69) των ασθματικών τούτων καιρών μας
πρέπ' η Αρετή και αυτή να παίρνη της Κακίας
συγχώρεσιν, και, όταν θέλη να της κάμη
καλό, την άδειαν θα ζητή σκυμμένη εμπρός της.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αχ! την καρδιά μου, Αμλέτε, μώσχισες εις δύο.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ω! ρίξε πέρα το χειρότερο της μέρος,
και ζήσε τόσο καθαρώτερη με τ' άλλο.
Καλή σου νύκτα· αλλά 'ς του θείου μου την κλίνην
μη πας, και, αν αρετήν δεν έχεις, καν ως ξένην
πάρε την· η συνήθεια, το θεριό 'πού τρώγει,
ο δαίμονας των έξεων, την συναίσθησίν μας,
είν' άγγελος εις τούτ', ότι δανείζει ομοίως,
διά να κάμωμεν έργα επαινετά και ωραία,
ευκολοφόρετην στολήν. Κρατήσου απόψε·
την εγκράτειαν αυτό θα σου ευκολύνη ολίγο
την δεύτερην φοράν, καλήτερα 'ς την τρίτην·
ότι το μάθημα ημπορεί και το καλούπι
της φύσεως ν' αλλάξη και να κυριεύση
τον διάβολον, ή ακόμη να τον αποδιώξη
μ' ενέργειαν θαυμαστήν. Πάλιν καλή σου νύκτα·
και όταν να ήσ' ευλογημένη επιθυμήσης,
να μ' ευλογήσης θα ζητήσω. — Και ως προς τούτον
[Δείχνει τον ΠΟΛΩΝΙΟΝ
τον κύριον εδώ, μετανοώ· πλην ήταν θέλημα του Θεού να τιμωρήση (70) εμένα μ' αυτό, και αυτό μ' εμέ, διά να του γίν', ως θέλει, των ορισμών του εκτελεστής και μάστιγά του. Θα τον τοποθετήσω, και θα δώσω λόγον δι' αυτόν τον θάνατόν του. — Πάλιν καλή νύκτα. 'Σ το (71) να ήμαι σκληρός γνώμη αγαθή με φέρνει· άρχισε το κακό, χειρότερ' άλλα σέρνει. Μιαν λέξιν, δέσποινα μου, ακόμη.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τι θα κάμω;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κάθε άλλο παρ' ό,τι σώχω συμβουλεύση·
άφησε τον (72) πρισμένον βασιλέα πάλιν
να σε σύρη 'ς την κλίνην, να σου γλυκοπιάση
το μάγουλο, και να σου λέγη «το πουλί μου»·
στέρξε για δυο βρωμόχνωτα φιλάκια κ' ένα
χάιδεμα του λαιμού σου από τα κολασμένα
δάκτυλά του, τα πάντα να του φανερώσης,
ότι τρελλός πραγματικώς εγώ δεν είμαι,
αλλ' από τρέλλαν πονηρήν. Καλό θα ήταν
να του το ειπής· τωόντι μία τιμημένη,
ωραία, γνωστική βασίλισσα όπως είσαι,
πώς θα ημπορούσε τέτοια πράγματα σπουδαία
να κρύψη από την ζάμπαν, απ' την νυκτερίδα,
από τον γάτον; Ποια θα το 'καμνε; Καθόλου·
την γνώσιν και το μυστικό, φασκέλωσέ τα·
το κοφίνι στημένο 'ς του σπιτιού την σκέπην
άνοιξε, τα πουλιά να φύγουν, και κατόπιν,
ως η περίφημη μαϊμού (73), διά να γνωρίσης
το τέλος, γλίστρα μέσα 'ς το κοφίνι, πέσε
να βγάλης τον λαιμόν σου.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Όχι· αν τα λόγια
είναι πνοή, κ' είναι η πνοή ζωή, δεν έχω
ζωήν ώστε πνοήν να δώσω εις ό,τι μου 'πες.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα υπάγω εις την Αγγλίαν· τούτο το γνωρίζεις;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ωιμένα! το 'χα λησμονήση· αποφασίσθη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Στέλνονται σφραγισμένα γράμματα, και οι δύο
συμμαθηταί μου, οπού τους έχω πίστην όσην
να έχω δύναμαι 'ς οχιαίς φαρμακωμέναις,
φέρνουν την εντολήν, και αυτοί τον δρόμον πρώτοι
θα μου δείξουν να φθάσω 'ς την κακοτροπίαν.
Ας δουλεύση· τι αξίζει απ' την υπόνομόν του
να τιναχθή μηχανικός εις τον αέρα!
Βαρύν αγώνα θα υποφέρω, αλλ' αποκάτω
απ' τα λαγούμια τους θα σκάψω εγώ 'ς το βάθος
μίαν οργυιά, να τους πετάξ' ως το φεγγάρι.
Ω πράγμα ηδονικό το ν' απαντήσ' εις μίαν
γραμμήν αντίκρ' η μια την άλλην πονηρίαν!
Τούτος εδώ βαστάζον θα με κάμη τώρα·
τον εντερόσακκον αυτόν να σύρω πρέπει
'ς το πλαγινό δωμάτιον· καλή νύκτα, μάννα.
Ιδέ τον σύμβουλον αυτόν της βασιλείας·
ο κατεργάρης, 'ς την ζωήν του μωρολόγος,
σοβαρός είναι, μυστικός, σπουδαιολόγος.
Καιρός με σε να τελειώσω, Κύριέ μου. —
Μητέρα μου, σου αφίνω πάλιν καλήν νύκτα.
[Εξέρχονται από δύο αντίθετα μέρη· ο ΑΜΛΕΤΟΣ σύρει το σώμα
του ΠΟΛΩΝΙΟΥ]
Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
και ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Εις τους βαθείς σου στεναγμούς υπάρχει λόγος·
το βογγητό σου αυτό να μου εξηγήσης πρέπει·
πού είν' ο υιός σου;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ολίγο αφήσετέ μας μόνους. —
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Αχ! Κύριέ μου, τ' είδ' απόψε!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τι, Γελτρούδη;
πώς είν' ο Αμλέτος;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αχ! τρελλός, καθώς μανίζουν
θάλασσα και άνεμος, οπότε αντιπαλαίουν
καθένας τους να δείξη την υπεροχήν του.
Εις τον παροξυσμόν του, 'πού δεν έχει νόμον,
καθώς άκουσε κάτι οπίσω απ' την αυλαίαν
να σαλεύη, το ξίφος σύρει και φωνάζει·
«ένα ποντίκι, ένα ποντίκι», και ως τον σπρώχνει
ο μανιακός του φόβος, δίχως να τον βλέπη
τον καλόν γέροντα φονεύει.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Βαρυτάτη
πράξις! αυτό 'θελε γενή 'ς το πρόσωπο μας (1),
εάν ήμασθε αυτού. Πολλούς κινδύνους φέρνει
η ελευθερία του, 'ς εσέ, 'ς εμάς, εις όλους.
Ωιμέ! του φόνου τούτου ποιος θα δώση λόγον;
'Σ εμάς θ' αποδοθή, διότ' η πρόνοιά μας
έπρεπε να 'χη ευθύς περιορίση τούτον
τον τρελλόν νέον και απ' ανθρώπων κοινωνίαν
μακράν καθόλου να τον κλείση· αλλ' ήταν τόση
η αγάπη μας οπού το πρέπον αμελήθη.
Ωμοιάσαμεν ανθρώπου, 'πώχει αισχρήν αρρώστιαν,
και, όπως μη γνωρισθή, να τρώγη την αφίνει
ως εις την ρίζαν της ζωής. Πού πήγε τώρα;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τον φονευμένον του να σύρη κατά μέρος·
κ' επάνω εις τον νεκρόν, αυτή του (2) η τρέλλ' ακόμη,
ως άδολο χρυσάφι μέσα εις αλλ' αχρεία
μέταλλα, δείχνει την αγνήν του γνώμην· κλαίει
διά την πράξιν του.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Εδώθε ας φύγωμε, ω Γελτρούδη!
Μόλις ροδίση 'ς το βουνό, θα τον προστάξω
'ς το πλοίο ν' ανεβή, να φύγη ευθύς, και τούτο
το κακούργημα πρέπει μ' όσην εξουσίαν
και τέχνην έχω να ελαφρύνω, να σκεπάσω.
Ε! Γυιλδενστέρνη!
Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Σεις, καλοί φίλοι και οι δύο, πηγαίνετε και πάρετ' άλλους βοηθούς σας. Ο Αμλέτος μανιακός εφόνευσε τον γέρον Πολώνιον, κ' έσυρε το σώμ' απ' το δωμάτιον της μητρός του· θα πάτ' ευθύς να τον ευρήτε μ' εύμορφον τρόπον, και θα φέρετε το πτώμα 'ς το παρεκκλήσι· ω φίλοι, μην αργοπορήτε.
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Έλα, Γελτρούδη, θα καλέσωμε των φίλων τους πλέον συνετούς, να τους ειπούμεν ό,τι θα πράξωμεν εμείς και ό,τι κακό συνέβη· ίσως με τούτο η δολερή συκοφαντία, 'πού το φαρμακερό της βόλι στέλνει πέρα, μέσ' απ' την διάμετρον της γης, εις τον σκοπόν της ίσια, καθώς από κανόνι 'ς το σημάδι, δεν εύρη τ' όνομά μας, και κτυπήση μόνον τον άσχιστον αέρα. Αχ! φύγε μαζί μου· αγώνα, τρόμον φοβερόν, έχ' η ψυχή μου. [Εξέρχονται.
Άλλο δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τον ετοποθέτησα ασφαλώς.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ [Από μέσα]
Αμλέτε! Κύριε Αμλέτε!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αγάλι! Τι θόρυβος; Ποίος φωνάζει τον Αμλέτον; Α!
ιδού έρχονται.
Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Τον νεκρόν τι τον έκαμες, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τον έβαλα 'ς το χώμα, 'πού 'ναι συγγενής του.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Πού τον έχεις ειπέ μας διά να δυνηθούμε
να τον πάρωμ' εκείθεν εις το παρεκκλήσι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μη το πιστεύσετε.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Τι να μη πιστεύσωμε;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ότι (3) είμαι ικανός να φυλάξω το μυστικό σας και όχι
το δικό μου. Κ' έπειτα ποίαν απόκρισιν να δώση ένα βασι-
λόπαιδο όταν ερωτάται από ένα σφογγάρι;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Διά σφογγάρι με παίρνεις, Κύριέ μου!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μάλιστα, Κύριε, οπού ποτίζεται με την προστασίαν,
με ταις ανταμοιβαίς και με τ' αξιώματα, οπού δίδει ο βα-
σιλέας. Αλλά τέτοιοι αξιωματικοί προσφέρουν εις τον βα-
σιλέα την καλήτερην υπηρεσίαν εις το τέλος· τους κρατεί,
καθώς η μαϊμού φυλά καρύδι, εις μίαν γωνιά 'ς το σαγόνι
του· τους πρωτοχάφτει διά να τους υστεροκαταπιή· όταν (4)
του χρειασθή να πάρη ό,τι εμαζεύσετε, δεν έχει να κάμη
άλλο παρά να σας ζίψη, και, σφογγάρι μου, θα μείνης
ξερό ωσάν πρώτα.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Δεν σε καταλαμβάνω, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Χαίρομαι δι' αυτό· ένα κατεργαρόλογο 'ς αυτί μωρού
κοιμάται.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Κύριέ μου, πρέπει να μας ειπής πού είναι το σώμα,
και να έλθης μαζί μας εις τον Βασιλέα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Το σώμα (5) είναι με τον Βασιλέα, αλλά ο Βασιλέας δεν
είναι με το σώμα· ο Βασιλέας είναι ένα πράγμα -
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
«Ένα πράγμα», Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τιποτένιο· οδηγήσετέ με εις αυτόν. Κρύψου (6), αλωπού,
και όλοι κατόπι σου.
[Εξέρχονται.
Άλλο Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχεται ΒΑΣΙΛΕΑΣ με ακολουθίαν.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Έστειλα να τον φέρουν κ' ενταυτώ να εύρουν
το σώμα· ο κίνδυνος δεν παύει κ' είναι μέγας,
ενόσω αυτός μένει λυτός. Και όμως δεν πρέπει
να τον κτυπήσω με την δύναμιν του νόμου·
τον λατρεύει ο μωρός λαός 'πού από το μάτι,
και όχι απ' την κρίσιν, 'ς την αγάπην του οδηγείται·
και όπου συμβαίνει αυτό, το βάρος δεν ζυγίζουν
ποτέ του εγκλήματος, αλλά της τιμωρίας.
Και, όπως όλα ομαλά και αθόρυβα περάσουν,
η έξαφνη απομάκρυνσίς του τώρα πρέπει
να πιστευθή 'πού από καιρόν μ' ώριμην σκέψιν
είχε αποφασισθή· τ' απελπισμένα πάθη
ή δεν ιατρεύονται ποσώς ή απελπισμένα
φάρμακα θέλουν.
Εισέρχεται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τι λοιπόν συμβαίν', ειπέτε;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Πού ετοποθέτησε το σώμα, Κύριέ μου,
να μας ειπή δεν θέλει.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Αλλ' αυτός πού είναι;
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Έξω εδώ, Κύριέ μου, κ' είναι φυλαγμένος
ως να προστάξης.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Φέρετέ τον έμπροσθέν μου.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Οδήγησε τον πρίγκιπά μου, Γυιλδενστέρνη.
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Λοιπόν, Αμλέτε, πού είναι ο Πολώνιος;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις δείπνον.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
«Εις δείπνον;» πού;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι εκεί, όπου τρώγει, αλλ' όπου τρώγεται· ολοένα
συνεδριάζουν ολόγυρά του κάμποσα διπλωματικά (7) σκου-
λήκια. Το σκουλήκι, Κύριέ μου, όσο διά το καλό φαγητό,
είναι ο μόνος αυτοκράτορας. Παχαίνομε όλα τ' άλλα πλά-
σματα διά να μας παχαίνουν, και παχαίνομε τον εαυτόν
μας διά τα σκουλήκια. Ο παχύς βασιλέας σας και ο άσαρ-
κος ζητιάνος σας δεν είναι ειμή διαφορετικά φαγητά, δύο
πιάτα, αλλά δι' ένα τραπέζι· αυτού όλα τελειόνουν.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Αλοίμονον! Αλοίμονον!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ημπορεί άνθρωπος να ψαρεύη με το σκουλήκι, οπού
έφαγε από βασιλέα, και να φάγη το ψάρι οπού επάχυνε
μ' εκείνο το σκουλήκι.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τι εννοείς με τούτο;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τίποτε, ειμή να σου δείξω πώς ένας βασιλέας εις την
περιοδείαν του ημπορεί να περάση από τα έντερα ενός ζη-
τιάνου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Πού είναι ο Πολώνιος;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις τους Ουρανούς· στείλε αυτού να ιδής· αν ο απεσταλ-
μένος σου δεν τον εύρη αυτού, ζήτησέ τον συ ο ίδιος εις
τον άλλον (8) τόπον. Όμως, μα την αλήθειαν, αν δεν τον
εύρης εις το διάστημα τούτου του μηνός, θα τον μυρισθής
καθώς ανεβαίνεις την σκάλαν προς την αίθουσαν.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
[Προς τους ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣ] Πηγαίνετ' εκεί να τον εύρετε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα σας περιμείνη (9) έως να πάτε. [Εξέρχονται ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Αμλέτε, αν θέλεις να φυλάξης την ζωήν σου,
'πού μας είναι ακριβή, καθώς πολύ μας θλίβει
τούτη σου η πράξις, πρέπει ογλήγορα να φύγης.
Να συνταχθής λοιπόν· είν' έτοιμο το πλοίο,
ο άνεμος βοηθός και οι σύντροφοι προσμένουν·
όλα σε σπρώχνουν διά να πας εις την Αγγλίαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις την Αγγλίαν;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ναι, Αμλέτε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλό πράγμα.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τωόντι, αν γνωστοί σου ήσαν οι σκοποί μας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Βλέπω ένα Χερουβίμ, οπού τους βλέπει. — Αλλά εμ-
πρός· εις την Αγγλίαν! — Υγίαινε, καλή μητέρα.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ο τρυφερός σου πατέρας, Αμλέτε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η μητέρα μου· πατέρας και μητέρα είναι άνδρας και
γυναίκα, άνδρας και γυναίκα είναι δύο εις σάρκα μίαν, και
λοιπόν, ω μητέρα μου — Εμπρός, εις την Αγγλίαν.
[Εξέρχεται.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ακολουθείτε τον στενά· γοργά 'ς το πλοίο
κάμετέ τον να εμπή· μη στέκεσθε· τον θέλω
μακράν απόψε εμπρός! όσ' αποβλέπουν τούτην
την υπόθεσιν όλα τα χω σφραγισμένα,
εις τάξιν όλα· φίλοι, μη χρονοτριβήτε.
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Και, Αγγλία, συ, αν την αγάπην μου λογιάζεις, (καθώς να το αισθανθής σου λέγ' η δύναμίς μου, αφού το λάβωμα νωπό σου κοκκινίζει του δανικού σπαθιού, και αβίαστο προσφέρεις το σέβας σου 'ς εμάς), δεν πρέπει ν' αψηφήσης το υψηλό μας τούτο θέλημα, 'πού ορίζει, εις τα γράμματα εκείνα καθαρά, να δώσης του Αμλέτου θάνατον ευθύς. Κάμε το, Αγγλία! διότι αυτός ως θέρμη (10) τηκτική μανίζει 'ς το αίμα μου, και συ να με ιατρεύσης πρέπει. Ως 'πού δεν μάθ' ότι το πράγμα εκατορθώθη, χαράν δεν βλέπω και αν τερπνά μου η μοίρα κλώθη.
[Εξέρχεται.
Πεδιάδα εις την Δανίαν.
Εισέρχονται ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ ένας ΛΟΧΑΓΟΣ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙΣ
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
Πήγαινε, λοχαγέ, τους ασπασμούς μου φέρε
του Βασιλέως των Δανών, και ανάγγειλέ του
ότι θα λάβη ο Φορτιμπράς, όπως του εδόθη
υπόσχεσις, την άδειαν να περάση μέσα
από το κράτος του. Γνωστός σας είναι ο τόπος
της συγκεντρώσεως, και αν ζητήση ο Βασιλέας
να ομιλήση μ' εμάς, θα του παρουσιασθούμε,
ως έχομε το χρέος· τούτο ανάγγειλέ του.
ΛΟΧΑΓΟΣ
Κύριε, θα γίνη.
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
Μ' αργό βήμα προχωρείτε.
[Εξέρχονται ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ και ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙΣ
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
και άλλοι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριε, έχετε την καλοσύνην να μου ειπήτε τίνος είναι
τούτος ο στρατός;
ΛΟΧΑΓΟΣ
Της Νορβηγίας, Κύριε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και διά πού είναι κινημένος, παρακαλώ;
ΛΟΧΑΓΟΣ
Να προσβάλη ένα μέρος της Πολωνίας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίος είναι ο αρχηγός, Κύριε;
ΛΟΧΑΓΟΣ
Ο ανεψιός του γέρου βασιλέως της Νορβηγίας, ο Φορ-
τιμπράς.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Την Πολωνίαν όλην αποβλέπει τούτος
ο πόλεμος, ή μόνον κάποιο σύνορό της;
ΛΟΧΑΓΟΣ
Την αλήθειαν θα ειπώ· εκίνησε ο στρατός μας
μόνον διά να κερδίση μιαν λουρίδα τόπον,
οπού μόλις αξίζει, Κύριε, τ' όνομά της.
Δεν την έπαιρνα εις πάκτο ουδέ δουκάτα πέντε,
ουδέ πλειότερα θα λάβη αν την μισθώση
ο Νορβηγός ή ο Πολωνός.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τότε βεβαίως
ο Πολωνός δεν θέλει την υπερασπίση.
ΛΟΧΑΓΟΣ
Πώς! ήδη με στρατόν την έχει φρουρημένην.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τ' άχυρο τούτο θα χαλάση δυο χιλιάδαις
ανθρώπους κ' είκοσι φοραίς χίλια δουκάτα·
ιδού μεγάλου πλούτου και βαθειάς ειρήνης
απόστημα είναι αυτό, 'πού σπα 'ς το μέσα μέρος
κ' έξω δεν δείχνει πώς ο άνθρωπος πεθαίνει.
Ευχαριστώ σε, Κύριε.
ΛΟΧΑΓΟΣ
Κύριε, χαιρετώ σε.
[Εξέρχεται.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ
Να προχωρήσωμε δεν θέλεις, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα σας προφθάσω ευθύς· προπορευθήτε ολίγο.
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Ω! πώς κάθε αφορμή μ' ελέγχει και κεντάει την ναρκωμένην τόσο εκδίκησιν μου! Τι 'ναι ένας άνθρωπος αν έχη ευτυχίαν μόνην και ωφέλειαν της ζωής να τρώγη, να κοιμάται; Κτήνος και μόνον τούτο. Αυτός, οπού μας έχει κάμη με τόσο πλάτος λογικού, να βλέπη κ' εμπρός του και κατόπι, δεν μας έχει δώση την δύναμιν αυτήν και τον ισόθεον λόγον, διά να μουχλιάζη του κακού μες την ψυχήν μας. Τώρα, είτ' είναι λησμονιά κτηνώδης, είτε άνανδρη εντήρησις (11), 'πού υπέρμετρα λογιάζει την έκβασιν — μια σκέψις, 'πού, αν την διαμοιράσης, τέταρτον ένα φρονιμάδας περιέχει, δειλίας τρία, — δεν ηξεύρω πώς ακόμη ζω διά να λέγω «αυτό το πράγμα δεν εγίνη». Κ' αιτίαν έχω να το κάμω· ουδέ μου λείπουν θέλησις, δύναμις και μέσα. Με προτρέπουν όσον ο κόσμος παραδείγματα μεγάλα. Είδες; εκείνος ο στρατός τρανός, ανδρείος, αρχηγόν έχει τρυφερό βασιλοπαίδι, 'πού, ως τον ανάφτει θεϊκή φιλοδοξία, τ' άγνωστο τέλος αψηφά, και ό,τι έχ' η φύσις φθαρτόν, αβέβαιο, το προβάλλ' εις όσα η τύχη, ο κίνδυνος τολμούν και ο θάνατος· και μόνον δι' έν' αυγόφλουδο! Δεν είναι αλήθεια μέγας οποίος κινείται χωρίς μέγαν να 'χη λόγον, αλλ' όποιος, όταν παίζεται η τιμή του, ευρίσκει και εις έν' άχυρο αφορμήν να πολεμήση. Κ' εγώ τι γίνομαι; Εφονεύθη μου ο πατέρας, μού ατιμάσθ' η μητέρα, αιτίαις να μου ανάψουν αίμα και νουν, κ' εγ' όλα να κοιμώνται αφίνω, έτοιμον ενώ βλέπω, ωσάν να με ονειδίζη, χιλιάδων είκοσι τον θάνατον εμπρός μου, 'πού, γελασμένοι από λαμπρό φάντασμα φήμης, 'ς τους τάφους των πηγαίνουν ως να ήσαν κλίναις, χάριν μιας σπιθαμής, οπού δεν δίδει τόπον 'ς τα πλήθη αυτά ν' αγωνισθούν διά να διαλύσουν την διαφοράν τους, και αρκετός δεν είναι λάκκος τα λείψανά τους όλα μέσα του να κρύψη. Αν 'ς το εξής των λογισμών μου όλα τα βάθη δεν είναι φονικά, θα ειπώ 'πού ο νους μου εχάθη.
[Εξέρχεται.
ΕΛΣΙΝΟΡΗ. Δωμάτων εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΡΑΤΙΟΣ και ένας ΕΥΓΕΝΗΣ
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Δεν θα της ομιλήσω.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ανησυχεί, τωόντι
έξω φρενών· καθείς το πάθημά της πρέπει
να σπλαχνισθή.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τι θέλει;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Συχνομελετάει
τον πατέρα της· λέγει πως, καθώς ακούει,
ο κόσμος είναι πλάνος· βόγγει και κτυπιέται
εις την καρδίαν· κακιωμένη από σιμά της,
άχυρα (12) διώχνει· λόγι' αμφίβολα προφέρει
με νόημα μισό· δεν είν' η ομιλιά της
τίποτε, αλλά, και ακατασκεύαστη όπως είναι,
φέρν' εις διαλογισμούς εκείνον οπού ακούει·
καθένας την σπουδάζει και ταις λέξες όλαις (13)
διορθόνει να ταιριάσουν με τους στοχασμούς του·
και ως αυτή νεύει και κουνεί την κεφαλήν της,
και όπως χειρονομεί, καθείς βάζει 'ς τον νουν του
πως δύναται απ' αυτά να νοηθή κανένα,
αν και όχι φανερό, δυστύχημα μεγάλο,
Θα ήταν καλό να ομιληθή, μήπως γεννήση
ολέθριαις εικασίαις εις το πνεύμα εκείνων
οπού και μόνοι πλάθουν το κακό.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ας έλθη.
[Εξέρχεται ΕΥΓΕΝΗΣ
[Μόνη της] Ωιμέ! καθώς συμβαίν' εις ένοχην καρδίαν, κάθε σκιά μου προλογίζει δυστυχίαν· τόσο άτεχν' υποψία πλημμυρεί το κρίμα, ώστε από φόβον μη το χύσουν κάμνει χύμα.
Εισέρχονται ΕΥΓΕΝΗΣ και ΟΦΗΛΙΑ
ΟΦΗΛΙΑ
Πού είναι η ωραία χάρις της Δανιμαρκίας;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Λοιπόν, Οφηλία;
ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά] (14)«'Σ τους άλλους μέσ', αγάπη μου, πώς θα σε ξεχωρίσω; —» «Όταν με στρειδοκόλλητο σκιάδι σού προβάλη, και με τα σανδαλάκια του και με το δεκανίκι».
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ωιμέ! γλυκειά μου κόρη, τ' άσμα σου τι λέγει;
ΟΦΗΛΙΑ
Πιστεύετε; Όχι, όχι· παρακαλώ, προσέχετε·
[Τραγουδά] Κυρά μου, εσβύσθηκε απεθαμένος· επήγε, απέθανε ο στεναγμένος· τώχουν προσκέφαλο χλωρό σβωλάρι, του βάλαν πρόσποδα ψυχρό λιθάρι.
Ω! ω!
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αλλά, Οφηλία, —
ΟΦΗΛΙΑ
Παρακαλώ, προσέχετε·
[Τραγουδά] Άσπρο 'σάν βουνήσιο χιόνι
τον τυλίζει το σινδόνι,
Εισέρχεται ΒΑΣΙΛΕΑΣ
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αλοίμονον! κύττα εδώ, Κύριέ μου.
ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά] όλο μ' άνθη ευωδιασμένα, 'πού κατέβηκαν 'ς το μνήμα όλα γλυκοποτισμένα από αγνής αγάπης κύμα.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Πώς είσαι, χαριτωμένη Κυρία;
ΟΦΗΛΙΑ
Καλά, έτσι ο Θεός να σας γίνη ίλεος! Λέγουν ότι η κου-
κουβάγια ήταν ενός (15) ψωμά θυγατέρα, Θεέ μου! γνωρί-
ζομε τι είμεθα, αλλά δεν γνωρίζομε τι τυχαίνει να γίνωμε.
Ο Θεός να ευλογήση το τραπέζι σας.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
[Μόνος του] Έβαλε 'ς τον νουν της τον πατέρα της.
ΟΦΗΛΙΑ
Σας παρακαλώ να μη γίνη λόγος δι' αυτό· αλλ' εάν ερω-
τηθήτε τι δηλοί, ειπέτε τούτο·
[Τραγουδά] «Του (16) αγίου Βαλεντίνου την ημέρα, αύριο, μόλις ο ουρανός ροδίση, εις το παράθυρό σου περιστέρα θα έλθη, ομορφονειέ, να σε ξυπνήση.» Ήλθε με της αυγούλας τ' αεράκι, και ο νέος της επήρ' ένα φιλάκι.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Χαριτωμένη Οφηλία!
ΟΦΗΛΙΑ
Τωόντι, ιδέ· χωρίς να κάμω όρκον, θα βάλω το τέλος·
[Τραγουδά] «Μα τον Θεόν, είν' εντροπή μεγάλη·
παίρνουν εύκολ', αν εύρουν, τώρα οι νέοι·
πριν με φιλήση, μου 'πε θα μου βάλη
τα στέφανα, και τώρα το ξελέει.»-
Εκείνος απαντά·
«Τον λόγον θα κρατούσα, μα την νειότη,
αν το φιλί δεν μου ζητούσες πρώτη.»
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Πόσον καιρόν ευρίσκεται εις αυτήν την κατάστασιν;
ΟΦΗΛΙΑ
Ελπίζω ότι όλα θα διορθωθούν. Πρέπει να έχωμε υπο-
μονήν· αλλά πώς να κρατήσω τα δάκρυα όταν συλλογί-
ζωμαι ότι θα τον έβαλαν μέσα εις το κρύο χώμα; Ο αδελ-
φός μου θα το μάθη. Ιδού, σας ευχαριστώ διά την καλήν
σας συμβουλήν. — Ε! το αμάξι μου! — Νύκτα σας καλή,
Κυρίαις χαριτωμέναις· Κυρίαις, καλή νύκτα· καλή σας
νύκτα, καλή σας νύκτα.
[Εξέρχεται.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Κατόπι της, παρακαλώ, και φύλαξέ την
[Εξέρχεται ΟΡΑΤΙΟΣ
προσεκτικά. Την έχει, ωιμένα! φαρμακώση πόνος βαθύς· όλ' απ' τον θάνατον πηγάζουν του πατρός της· και ιδέ, Γελτρούδη μου, ω Γελτρούδη! όχι μοναίς, αλλά πυκναίς, ως λεγεώνες, έρχονται η θλίψες! του πατρός της πρώτα ο φόνος, κατόπιν η φυγή του υιού σου, — και δικαίως τον εξώρισ' εδώθε τ' άγριο κίνημά του — αναβρασμός εις τον λαόν, 'πού βουρκωμένος πονηρά συλλογιέται, κρυφομουρμουρίζει, από την ώραν οπού ο θάνατος εγνώσθη του καλού Πολωνίου· κ' ήταν μέγα λάθος να ταφή μυστικώς· η δύστυχη Οφηλία από τον εαυτόν της χωρισμένη, δίχως τον ωραίον της νουν, — και όταν αυτό μας λείψη 'σάν ζωγραφίσματ' απομένομε ή 'σάν κτήνη· — κ' ύστερο απ' όλα, και βαρύτερο από τ' άλλα, ο αδελφός της ήλθεν από την Γαλλίαν κρυφά, κ' έχει τροφήν (17) την απορίαν, μέσα 'ς τα σύννεφα κλεισμένος, και άνθρωποι δεν λείπουν, 'πού με φαρμακωμένα λόγια του εικονίζουν το τέλος του πατρός του^ και η συκοφαντία ποσώς δεν θα διστάση, 'ς την ανέχειάν της, εις του κόσμου τ' αυτιά να μας αδικοβάλη. Ω γλυκειά μου Γελτρούδη, αυτό με θανατόνει, ως μηχανή 'πού περισσούς κροτεί θανάτους.
[Θόρυβος από μέσα]
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ωιμέ, τι θόρυβος;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Πού είναι οι φύλακές μου;
την θύραν ας φρουρήσουν.
Εισέρχεται ένας ΕΥΓΕΝΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τι 'ναι;
ΕΥΓΕΝΗΣ
Σεβαστέ μου
Κύριε, να φυλαχθής· τα πέλαγο, αν πηδάει
τα όρια του, με ορμήν τόσην δεν κατατρώγει
το περιγιάλι, μ' όσην βίαν ο Λαέρτης
μ' ανταρτών πλήθος τους φρουρούς σου στρώνει κάτω.
Αυτόν ο όχλος ονομάζει κύριόν του·
και ωσάν ο κόσμος τώρα να 'μελλε ν' αρχίση,
και να λησμονηθούν συνήθεια και αρχαιότης,
'πού κάθε λόγον βεβαιόνουν και στηρίζουν,
φωνάζουν· «Ο Εκλεκτός μας! θα 'ναι βασιλέας
ο Λαέρτης!» και σκούφοι, χέρια, γλώσσαις, όλα
έως τον θόλον τ' ουρανού τον ήχον στέλνουν·
«Θα 'ναι ο Λαέρτης βασιλέας, ο Λαέρτης!»
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Πόσο (18) αλυκτούν φαιδροί 'ς το ψεύτικο κυνήγι!
Το χνάρι εχάσετε, σκυλιά, Δανοί προδόταις!
[Θόρυβος από μέσα]
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ταις θύραις σπάσαν.
Εισέρχεται ΛΑΕΡΤΗΣ ωπλισμένος, ΔΑΝΟΙ κατόπι του.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Πού 'ναι ο Βασιλέας; — Κύριοι,
σεις όλοι μείνετ' έξω.
ΔΑΝΟΙ
Θε να μας αφήσης
να εμπούμε.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Μη με ακολουθήτε, αν μ' αγαπάτε.
ΔΑΝΟΙ
Σε υπακούμε. [Αποσύρονται]
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ευχαριστώ σας· να κρατήτε
την θύραν. — Βασιλειά ξεντροπιασμένε, δος μου
τον πατέρα μου!
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αγάλι, αγαπητέ Λαέρτη
ΛΑΕΡΤΗΣ
Αίματος στάλ' αν ησυχάζη με κηρύττει
νόθον, μου λέγει ξεχασμένον τον πατέρα,
και το αγνό της μητρός μου μέτωπο πυρόνει
'ς το μεσόφρυδο, εδώ, με βούλλαν ατιμίας.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Διατί, Λαέρτη, τόσο γιγαντώδες σχήμα
η ανταρσία σου επήρεν; — Άφησε (19) να κάμη,
Γελτρούδη, και διά μας μη φοβηθής· η Χάρις
τόσο φρουρεί τους βασιλείς, 'πού η προδοσία
μόνον από μακράν προσβλέπει 'ς τον σκοπόν της
και δεν τον εκτελεί. — Λαέρτη, τώρα ειπέ μου,
διατί 'σαι τόσο θυμωμένος; — Συ, Γελτρούδη,
άφησε τον να κάμη. — Άνθρωπε, δεν λέγεις;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ο πατέρας μου πού 'ναι;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Απεθαμένος.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Όμως
όχι από αυτόν.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Να ερωτά θα τον αφήσης
όσο θέλει.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Και πώς συνέβη ο θάνατός του;
Δεν θα με παίξουν· στέλνω μες τον μαύρον Άδην
όρκους και υποταγήν! συνείδησιν και χάριν
παραδίδω 'ς τα βάθη της φρικτής αβύσσου!
Ας κολασθώ! Μ' έχουν εις τούτο καταντήση,
οπού τον κόσμον τούτον και τον άλλον έχω
έξω από τον νουν μου· ας έλθη ό,τι και αν έλθη, θέλω
εκδίκησιν καλήν να λάβω του θανάτου
του πατρός μου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Και ποίος θα σε σταματήση;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Μόνον η θέλησίς μου και όχι ο κόσμος όλος·
και ως προς τα μέσα, θα τα οικονομήσω εις τρόπον
ώστε θα υπάγω εμπρός με ολίγον.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ω καλέ μου
Λαέρτη, αν ποθείς να μάθης πώς συνέβη
του αγαπητού πατρός σου ο θάνατος, με τούτο
η εκδίκησίς σου θέλει εχθρόν ομού και φίλον,
πταίστην και αθώον ενταυτώ, να τιμωρήση;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Κανέναν άλλον, μόνον τους εχθρούς του.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Θέλεις
να τους μάθης λοιπόν;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Εις τους καλούς του φίλους
ταις αγκάλαις μου ανοίγω, και, ως ο ζωοδότης
πελεκάνος (20), 'ς αυτούς είμ' έτοιμος να δώσω
το αίμα μου τροφήν.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τώρα ομιλείς, Λαέρτη,
ως αγαθός υιός και ως ευγενής τωόντι.
Ότ' είμαι αθώος του θανάτου του πατρός σου,
και ότι κατάκαρδα λυπούμαι και τον κλαίω,
τούτ' ως ίσια γραμμή 'ς τον νουν σου θα περάση
όπως το φως 'ς τον οφθαλμόν σου.
ΔΑΝΟΙ [Από μέσα]
Αφήσετέ την
να έμπη.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τι; ποια ταραχή 'ναι τούτη;
Εισέρχεται ΟΦΗΛΙΑ
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ω θέρμη (21),
τα μυαλά μου φρύξε! επτάπικρα τα δάκρυα
την αίσθησιν να κάψουν όλην των ματιών μου. —
Η τρέλλα σου, μα τον Θεόν, με τόσο βάρος
θα πλερωθή, 'πού η ζυγαριά 'ς εμάς θα κλίνη.
Ω του Μαΐου τριανταφυλλάκι! αγαπημένη
κόρη, αδελφούλα μου, γλυκύτατη Οφηλία! —
Πώς το θέλει ο Θεός η φρένες μίας νέας
θνηταίς (22) να ήναι ως η ζωή του γέρου ανθρώπου;
Τόσο (23) λεπτή 'ναι η φύσις 'ς την αγάπην, ώστε
'ς ό,τι αγαπά στέλνει κατόπι κάποιο δείγμα
πολύτιμο παρμένο από τον εαυτόν της.
ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά] Με ξέσκεπο το πρόσωπο 'ς την νεκρικήν του κλίνη, αλοίμονον, αλοίμονον, αλοί! τον φέραν, και 'ς τον τάφον του δάκρυ πολύ και θρήνοι.
Έχε υγείαν, περιστέρι μου.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τα λογικά σου αν είχες κ' ήθελε με σπρώχνης
να εκδικηθώ, δεν θα 'ταν τόσ' η δύναμίς σου.
ΟΦΗΛΙΑ
Πρέπει να τραγουδήσετ' έτσι·
Κάτω αν τον κράξης
θα κατεβή.
Ω! πόσο (24) του ταιριάζει τα ροδάνι· είναι ο επίβουλος οι-
κονόμος οπού έκλεψε την θυγατέρα του κυρίου του.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Το (25) μηδέν αυτό λέγει το παν.
ΟΦΗΛΙΑ
Εδώ δενδρολίβανο· είναι διά θυμητικό· να ζης, αγάπη
μου, θυμήσου με· κ' εδώ πανσέδες διά να συλλογίζεσαι.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Μέσα εις την τρέλλαν νουθεσία (26), συλλογισμός και εν-
θύμησις ταιριασμένα.
ΟΦΗΛΙΑ
Συ, πάρε μάραθο (27) και πήγανο· συ, τα Πάθη (28), κ' εγώ
κρατώ ένα μέρος· ημπορούσα να τ' ονομάσω το άνθος της
Χάριτος διά την Αγίαν Ανάστασιν. Ω! συ πρέπει να κρα-
τής τα πάθη σου με κάποιαν (29) διαφοράν. Ιδού μία μαρ-
γαρίτα (30)· ήθελα να σου δώσω ολίγα γιοφύλλια (31), αλλά
εμαράθηκαν όλα, άμ' απέθανε ο πατέρας μου· λέγουν ότι
έκαμ' ένα καλό τέλος.
[Τραγουδά] O γλυκός μου Κωνσταντίνος
είναι η μόνη μου χαρά.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Μαράζι, θλίψιν, πάθος, και τον ίδιον Άδην,
τα στρέφει όλα εις ομορφιά, χάριν και αγάπην.
ΟΦΗΛΙΑ [Τραγουδά]
Και 'ς τον αιώνα δεν θα γυρίση;
και 'ς τον αιώνα δεν θα γυρίση;
Όχι, απέθανε, μη καρτερής,
γύρε το μνήμα σου και συ ναυρής.
Ωσάν τουλούπαις χιόνι τα γενάκια,
ωσάν σκουλί λινάρι τα μαλλάκια·
εχάθη από τον κόσμον τούτον, πάει,
και χαμένα το δάκρυ μας κυλάει·
την ψυχήν του ο Θεός να συγχωράη.
καθώς και όλων των Χριστιανών· παρακαλώ τον Θεόν να
σας γίνη ίλεος. [Εξέρχεται.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Το βλέπεις; (32) Ω Θεέ!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Λαέρτη, αν δεν μου δώσης
εις τον πόνον σου μέρος, μ' αδικείς. Τώρ' άμε,
και των φίλων, 'πού έχεις, τους φρονιμωτέρους
όποιους και αν θέλης πάρε, και όταν μας ακούσουν
ας μας κρίνουν αυτοί, και αν εύρουν 'πού 'μαι πταίστης,
είτε με το δικό μου χέρ' είτε με ξένο,
θε να σου παραδώσω το βασίλειό μου,
τον θρόνον, την ζωήν μου, και ό,τι και αν μου ανήκη,
διά να δικαιωθής· αλλ', αν με ειπούν αθώον,
στέρξε να μου χαρίσης την υπομονήν σου,
και μαζί θα εργασθούμε διά να λάβης όσην
ευχαρίστησιν πρέπει.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ας γίνη καθώς λέγεις.
Ο τρόπος του θανάτου, η σκοτεινή ταφή του,
τρόπαιον όχι, ξίφος όχι, και όχι στέμμα
'ς το λείψανό του επάνω, ουδέ πομπή καμμία,
ουδέ παράταξις τιμής, φωνάζουν τόσο
από τον ουρανόν 'ς την γην, ώστε με βιάζουν
το πράγμα να εξετάσω.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Αυτό πρέπει να γίνη
και οπού το έγκλημα ευρεθή να πέσ' η αξίνη.
Τώρα, παρακαλώ σε, φίλ', έλα μαζί μου.
[Εξέρχονται.
Άλλο Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΥΠΗΡΕΤΗΣ
ΟΡΑΤΙΟΣ
Αυτοί, 'πού με ζητούσαν, τίνες είναι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ναύταις,
Κύριε, — λέγουν ότι γράμματα σού φέρνουν.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ας έλθουν. — [ΥΠΗΡΕΤΗΣ εξέρχεται.
Ασπασμούς από κανένα μέρος
δεν περιμένω, ειμή του Πρίγκιπος Αμλέτου.
Εισέρχονται ΝΑΥΤΑΙΣ
Α’ ΝΑΥΤΗΣ
Κύριε, ο Θεός να σε πολυχρονίση.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Και σε ομοίως.
Α’ ΝΑΥΤΗΣ
Θα με πολυχρονίση, Κύριε, αν το θέλη. Ιδού ένα
γράμμα, Κύριε, διά σε — είναι του απεσταλμένου, οπού
ήταν κινημένος διά την Αγγλίαν, — αν αληθεύη ότι ονο-
μάζεσαι Οράτιος, καθώς μ' επληροφόρησαν.
ΟΡΑΤΙΟΣ
[Αναγινώσκει] Οράτιε, άμα διατρέξης το γράμμα μου,
κάμε ώστε τούτοι οι άνθρωποι να παρουσιασθούν εις τον
Βασιλέα· έχουν γράμματα δι' αυτόν. Δεν είχαμε ζήση
ακόμη δυο ημερόνυκτα εις την θάλασσαν, όταν ένα πει-
ρατικό καράβι καλά αρματωμένο μας εκυνήγησε· επειδή
το καράβι μας δεν ήταν καλοθάλασσο, αναγκασθήκαμε
να ανδρειευθούμε και να πολεμήσωμε· καθώς επιασθή-
καμε, εγώ επήδησα μέσα εις το πειρατικό, κ' ευθύς εκεί-
νοι το εξεκόλλησαν από το δικό μας, κ' εγώ έμεινα μό-
νος εις τα χέρια τους. Αυτοί εφέρθηκαν προς εμέ ως
πειραταί γενναίοι· αλλά ήξευραν τι έκαμναν· εγώ θα
τους ευεργετήσω. Κάμε να λάβη ο Βασιλέας τα γράμ-
ματά μου, και συ τρέξε προς εμέ με όσην σπουδήν ήθελε
φεύγης από τον θάνατον. Έχω να σου προφέρω λόγια
οπού άμα τ' ακούσης θα μείνης άλαλος, και μ' όλον
τούτο είναι πολύ ελαφρά, αν συγκριθούν με το βάρος
της υποθέσεως. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι θέλει σε οδη-
γήσουν εκεί οπού είμαι. Ο Ροζενκράς και ο Γυιλδεν-
στέρνης εξακολουθούν το ταξείδι τους διά την Αγγλίαν·
δι' αυτούς έχω πολλά να σου ειπώ. Υγίαινε. Ο γνω-
στός σου φίλος
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ελάτε να σας δείξω πού τα γράμματά σας θα δώσετε, κ' ευθύς να γίνετε οδηγοί μου να εύρωμεν εκείνον 'που σας τα 'χει δώση.
[Εξέρχονται
Άλλο δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΛΑΕΡΤΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τώρα (33) η συνείδησίς σου την απόλυσίν μου
χρεωστεί να σφραγίση, και μες την καρδιά σου
να με βάλης ως φίλον, άμα εβεβαιώθης
με τ' αυτιά σου ότι εκείνος, 'πού τον ευγενή σου
πατέρα εφόνευσεν, εμέ να θανατώση
είχε σκοπόν.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Βεβαίως, είναι αποδειγμένο.
Αλλ' ειπέ μου διατί δεν έχεις κατατρέξη
εγκλήματα ως αυτά θανάσιμα και μαύρα,
οπόταν σε ανάγκαζαν η ασφάλειά σου,
η φρόνησις και τόσα πράγματ' αλλ' ακόμη;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Είχα δυο λόγους μερικούς 'πού δεν μ' αφίναν·
θα σου φανούν ίσως μικροί, και όμως μεγάλο
έχουν δι' εμέ το βάρος· η βασίλισσά μου,
η μητέρα του, ζη και βλέπει με το φως του·
και ως προς εμέ (δεν ξεύρω πώς να τ' ονομάσω
αρετήν μου ή πληγήν), τόσο μ' αυτήν δεμένη
είναι η ζωή μου και η ψυχή, 'πού, καθώς (34) τ' άστρο
δεν κινείται ειμή μέσα εις την δικήν του σφαίραν,
κ' εγώ πνοήν δεν έχω ειμή με την πνοήν της.
Ο άλλος λόγος, 'πού μ' εμπόδιζε ν' ανοίξω
μιαν κρίσιν δημοσίαν, ήταν η μεγάλη
αγάπη, 'πού ο κοινός λαός 'ς εκείνον έχει,
ώστε τα πταίσματά του χρωματίζ' εις τρόπον,
οπού, καθώς το ξύλο (35) η βρύση αλλάζ' εις πέτραν,
ήθελε μετατρέψ' εις χάρες τα δεσμά του (36),
και 'ς την ορμήν του τόσου άνεμου τα ελαφρά μου
ακόντια θα 'σαν λυγιστά και θα εγυρίζαν
'ς το τόξο μου χωρίς να φθάσουν 'ς το σημάδι.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ένα ευγενή πατέρα ωστόσο εγώ στερούμαι,
έχω μιαν αδελφήν 'ς απελπισμένην θέσιν,
κ' η αρετή της — αν οι έπαινοι εμπορούσαν
εις ό,τι εχάθη να στραφούν — ήταν στημένη
'ς την κορυφήν της γενεάς μας, να προβάλη
με θάρρος εις τον κόσμον την εντέλειάν της.
Αλλ' η εκδίκησις θα έλθη.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Μη διά τούτο
τους ύπνους σου ταράξης· μη πιστεύσης ότι
τόσο είμασθε χοντροί και αναίσθητοι πλασμένοι,
ώστε ν' αφίνωμε (37) απ' τα γένεια να μας πιάνη
ο κίνδυνος, κ' εμείς να τό' χωμε παιγνίδι.
'Σ ολίγο (38) κάτι περισσότερο θ' ακούσης·
τον αγαπούσα τον πατέρα σου, κ' εμένα
τον ίδιον δεν μισώ, και απ' όλ' αυτά, νομίζω,
μπορείς (39) να φαντασθής, —
Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Τι τρέχει; τι 'ναι νέο;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Γράμματ' απ' τον Αμλέτον, Κύριέ μου· τούτο
διά την Μεγαλειότητά σου και το άλλο
διά την Βασίλισσαν.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Απ' τον Αμλέτον! ποίος
τα 'φερε;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ναύταις, καθώς μου 'παν, Κύριέ μου·
αλλ' εγώ δεν τους είδα· ο Κλαύδιος τα 'χει λάβη
από τον κομιστήν και τα δωκε 'ς εμένα.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Λαέρτη, θα τ' ακούσης. — Μόνους άφησέ μας.
[Εξέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
[Αναγινώσκει] Υψηλότατε και Κραταιότατε! Μάθε ότι
είμαι βγαλμένος γυμνός εις το βασίλειό σου. Αύριο θα
ζητήσω την άδειαν ν' απαντήσω τους βασιλικούς σου
οφθαλμούς· θα σε παρακαλέσω ταπεινώς ν' ακούσης τα
περιστατικά 'πού έφεραν την έξαφνην και τόσο θαυμα-
στήν επιστροφήν μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι να σημαίνη τούτο; Επέστρεψαν κ' οι άλλοι;
Μη τάχα υπάρχη δόλος κ' είναι τούτο μύθος;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Το χέρι το γνωρίζεις;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Είναι ο χαρακτήρας
του Αμλέτου· «γυμνός!» κ' εδώ κάτω προσθέτει
«μόνος» — δεν με βοηθείς;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Κύριε, τον νουν μου χάνω.
Όμως ας έλθη· τούτ' η άρρωστη καρδιά μου
μέσα ζεσταίνεται, 'πού θα τον ανταμώσω,
και θα του ειπώ· «Συ τούτο μώκαμες».
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Λαέρτη,
εάν (40) το πράγμα τρέχει ως τρέχει, — κ' είναι ακόμη
αμφιβολία; — στέργεις οδηγόν να μ' έχης;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ναι, Κύριέ μου, αρκεί να μη με οδηγήσης
εις την ειρήνην.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
'Σ την ειρήνην της ψυχής σου.
Αν εγύρισε τώρα και απεστράφη τούτο
τα ταξείδι, ουδέ θέλει να το κάμη πλέον,
θε να τον σπρώξω εγώ να επιχειρήση αγώνα
κάποιον, 'πού ωρίμασεν ο νους μου, και όπου θαύρη
τον εξολοθρευμόν του αφεύκτως, και ουδέ χείλος
γογγυσμόν θε να βγάλη διά τον θάνατόν του,
και το μηχάνημα ποσώς δεν θα νοήση
μήτε η μητέρα, και θα ειπή πώς πταί' η Τύχη.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Με ζήλον θα σ' ακολουθήσω, Κύριέ μου,
αν να οργανίσης ημπορούσες όλα εις τρόπον
ώστε να γίν' ο εκτελεστής εγώ.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Το πράγμα
συντρέχει θαυμαστά! Εις τον καιρόν 'πού ήσουν
'ς την ξενιτειά, πολλαίς φοραίς έγινε λόγος
'ς τον Αμλέτον εμπρός δι' ένα χάρισμά σου,
'πού εξόχως, λέγουν, σε στολίζει· και αυτό μόνο
τον φθόνον του εκινούσεν, όσο δεν μπορούσαν
όλα σου τ' άλλα προτερήματα ενωμένα,
αν κ' είναι, ως εγώ κρίνω, το μικρότερό σου.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τι πράγμα, Κύριε;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
'Σ της νεότητος τον σκούφον
απλό γαϊτάνι, και όμως χρήσιμο στολίδι·
ότ' η φαιδρή και αμελημένη ενδυμασία
'πού η νεότης φορεί, την χάριν της αυξαίνει,
καθώς η γούνα και τα μαύρα ρούχα δίδουν
υγείαν κ' ήθος σοβαρό του ωρίμου ανθρώπου.
Είναι δυο μήνες, κάποιος εδώ πέρα ευρέθη
ευγενής Νορμανδός· — εγώ τους Γάλλους είδα
κ' εναντίον τους έχω υπηρετήση· ξεύρω
πόσο λαμπρά 'ς τ' άλογο στέκουν· αλλ' ο νέος
πως είχε μαγικά θαρρούσες· φυτεμένος
'ς την σέλλαν έδειχνεν αυτός, και το γενναίο
τετράποδον εις τόσα θαυμαστά και ωραία
κινήματα ωδηγούσε, οπού τα δυο κορμιά τους
και η δυο ψυχαίς ακόμη εφαίνοντο ενωμένα,
και όσα παιγνίδια και μορφαίς και αν ημπορούσε
να πλάση ο νους μου, εμέναν όλα οπίσω απ' ό,τι
εκατόρθον' εκείνος.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Νορμανδός δεν ήταν;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ναι, Νορμανδός.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Είναι ο Λαμόνδος, 'ς την ζωήν μου!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Μάλιστ', αυτός.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Καλά τον ξεύρω, και τωόντι
εις το γένος του λάμπει ως πρώτος μαργαρίτης.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Την αξιότητά σου ωμολογούσε εις όλους·
και 'ς την περιγραφήν της τέχνης, οπού εξέχεις,
της οπλασκίας, κ' εξαιρέτως του σπαθιού σου,
εκήρυττε πως θαύμα το 'χε να ημπορούσε
άλλος με σε να συγκριθή· κ' έκαμνεν όρκον
'πού, αντίπαλον αν σ' είχαν, ως και οι ξιφομάχοι
του γένους του θα έχαναν όσην τέχνην έχουν
εις την ορμήν, εις την προφύλαξιν, 'ς το μάτι.
Τούτ' η περιγραφή του, Κύριε, τον Αμλέτον
έκαυσε τόσο με του φθόνου το φαρμάκι,
ώστ' άλλο δεν παρακαλούσε ειμή να φθάσης
πάλιν εδώ κ' ευθύς να μετρηθή με σένα.
Τώρα με τούτο —
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τι με τούτο, Κύριέ μου;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Είχες αγάπην, ω Λαέρτη, του πατρός σου;
ή μήπως είναι μόνον λύπης ζωγραφιά,
θωριά χωρίς καρδιά;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τι το ερωτάς;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Δεν λέγω
πως του πατρός σου αγάπην συ δεν είχες· όμως
γνωρίζω πως με τον καιρόν (41) γεννάτ' η αγάπη,
και πάλιν βλέπω τον καιρόν να μετριάζη
του αισθήματος το πυρ εις την δοκιμασίαν.
Αυτού 'ς την φλόγα της αγάπης μέσα υπάρχει
κάτι ωσάν φτίλ' ή ωσάν στουππί, που την χωνεύει·
πράγμα 'ς την ίδιαν στάσιν του καλού δεν μένει,
διότι το καλό, 'ς την κορυφήν του αν φθάση,
απ' την υπερβολήν του πρέπει ν' αποθάνη.
Ό,τι να πράξης θέλεις πρέπει να το πράξης
όταν το θέλης· ότι αυτό το «θέλω» πάσχει
μεταλλαγαίς, αναβολαίς κ' εμπόδια τόσα,
όσα 'ναι χείλη, χέρια και συμβάντα εμπρός του·
ώστ' εκείνο το «πρέπει» στεναγμόν (42) ομοιάζει,
'πού με τα ανάσαμά του βλάπτει· αλλά 'ς την ρίζαν
της πληγής μας· ο Αμλέτος, βλέπεις, επανήλθε·
συ τι θα επιχειρούσες διά να δείξης, όχι
με λόγια, μ' έργα, 'πού 'σαι του πατρός σου γόνος;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Μες τ' Άγιο Βήμα να τον σφάξω.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ναι, τωόντι,
τόπος, ουδ' ιερός, δεν πρέπει να φυλάξη
δολοφόνον· να έχ' η εκδίκησις δεν πρέπει
περιορισμόν· αλλ' αν, Λαέρτη, αυτό θα κάμης,
πρέπει κλειστός να μείνης 'ς το δωμάτιόν σου.
Ο Αμλέτος άμα φθάση θέλει μάθη ότ' είσαι
εις την πατρίδα· ωστόσο εμείς θα βάλωμ' άλλους
να σε υπερεπαινούν και στίλβωμα να δίδουν
διπλό 'ς την φήμην, οπού ο Γάλλος σώχει κάμη·
θέλει σας φέρουν 'ς τον αγώνα· θέλει βάλουν
στοιχήματα, και αυτός, αστόχαστος, γενναίος,
οπού ποσώς δεν βάζει δόλον εις τον νουν του,
δεν θα εξετάση τα σπαθιά, και συ με τέχνην
έν' ακούμπωτο παίρνεις, κ' έπειτα 'ς την μάχην
μ' εκείνο τον περνάς, εκδίκησιν να λάβης
διά τον πατέρα σου.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Θα γίνη, και διά τούτο
θ' αλείψω το σπαθί μου· αγορασμένην έχω
από αγύρτην αλοιφήν θανατηφόρον,
ώστε κοπίδα 'πού 'ς αυτήν βουτήση μόλις,
αν ένα μέρος αιματώση δεν υπάρχει
κατάπλασμα εκλεκτό πλασμένο απ' όσα τρέφει
βότανα το φεγγάρι, να ημπορή να σώση
από τον θάνατον το σώμα, 'πού εχαράχθη
καν ελαφρά. Κ' εγώ μ' εκείνην την πανούκλαν
θα χρίσω το σπαθί μου, και άμεσον θα φέρη
τον θάνατον, και αν μόνον ξώδερμα τον πάρω.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Το πράγμα πρέπει να εξετάσωμεν ακόμη·
να ιδούμε ποιος αρμόζει τρόπος 'ς τον σκοπόν μας,
ποια μέσα, ποιος καιρός· αν τούτο θ' αποτύχη
κ' η εκτέλεσις κακή το σχέδιο μας προδώση,
κάλλιο αρχή να μη γίνη· και δι' αυτόν τον λόγον
το στρατήγημα τούτο πρέπει να 'χη οπίσω
δεύτερο 'πού να στέκη ολόρθο, αν ξεθυμάνη
το πρώτο μες την δοκιμήν. — Γειά! στάσου — αγάλι!
στοίχημα επίσημο 'ς την τέχνην σας επάνω
θα κηρύξωμ' εμείς· — το ηύρα! — μες την ώραν
οπού ζεστοί, φρυγμένοι θα 'σθε απ' τον αγώνα
(κ' επίτηδες γοργά συ θα κινής τα ξίφος),
και αυτός να πιή ζητήση, θα' χω ετοιμασμένο
ποτήρι, οπού, και αν τύχη την φαρμακωμένην
κεντιά σου να ξεφύγη αυτός, αρκεί να πάρη
μιαν ρουφησιά κ' επίτυχε ο σκοπός μας. — Στάσου!
Τι θόρυβος;
Έρχεται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Βασίλισσά μου, τι συμβαίνει;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μια συμφορά πατεί κατάφτερνα την άλλην,
τόσο έρχονται γοργά. — Λαέρτ', η αδελφή σου
επνίγη.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Επνίγη! Ω! πού;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
'Σ ένα ρυάκι επάνω
ιτιά γυρμένη τα χλωμά της φύλλα δείχνει
μες τον καθρέφτην του νερού 'πού αγάλι ρέει·
έφερε η κόρη αυτού φανταστικά στεφάνια
από τσουκνίδαις, χρυσολούλουδα και κρίνα,
και από τα κόκκιν' άνθη, 'πού οι βοσκοί διακρίνουν
μ' επίθετο χοντρό, και 'πού η ψυχραίς παρθέναις
τα λέγουν δάκτυλα νεκρών· και ως προσπαθούσε
αυτού σκαρφαλωμένη τα πλεκτά της άνθη
'ς τα κλωνάρια, 'πού έκλιναν, να κρεμάση, εκόπη
έν' άσπλαχνο κλαδί, και αυτή με τα χλωρά της
τρόπαια πέφτει 'ς το ποτάμι οπού την κλαίει.
Το απλομένο φόρεμά της την βαστούσε
επάν' ως νύμφην του νερού, κ' εκείνη ωστόσο
άσματα παλαιά κομμένα ετραγουδούσε,
ως αίσθησιν της συμφοράς της να μην είχε,
ή ωσάν πλάσμα εκ γενετής του μαθημένο
'ς εκείνο το στοιχείον· αλλ' αγάλι, αγάλι
ποτισμένα βάρυναν τα φορέματά της,
και την δυστυχισμένην κόρην κάτω εσύραν
απ' το γλυκό της άσμα εις βουρκωμένο μνήμα.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Αλοίμονον! λοιπόν επνίγη;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Επνίγη, επνίγη.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τόσον έχεις νερό, καϋμένη μου Οφηλία,
ώστε τα δάκρυα μου να ρεύσουν δεν θ' αφήσω
Όμως η φύσις θέλει το δικαίωμά της,
κ' η εντροπή δεν ημπορεί να την κρατήση·
με τούτ', άμα στερέψουν, θέλει φύγη ό,τ' είναι
γυναίκει' αδυναμία. Κύριέ μου, χαίρε·
γλώσσαν είχα πυρός, 'πού ν' αναδώση φλόγα
ήθελε, αλλά την πνίγει τούτ' (43) η ανοησία.
[Εξέρχεται.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Γελτρούδη μου, κατόπιν ας του πάμε· πόσο
είχα κοπιάση να ημερώσω την οργήν του!
Τώρα φοβούμαι μήπως την ξυπνήση τούτη
η αφορμή· λοιπόν κατόπιν ας του πάμε. [Εξέρχονται.
ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ. Εισέρχονται δύο ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΑΙΣ
με δίκοπαις κλ.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Γίνεται να δοθή χριστιανική ταφή εκείνης, οπού θελη-
ματικώς ηθέλησε να σωθή; (1)
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Γίνεται, σου λέγω· σκάψε της λοιπόν ογλήγορα τον λάκ-
κον· ο βασιλικός κριτής εκάθισε να την κρίνη κ' ευρίσκει
ότι τούτος ο ενταφιασμός είναι χριστιανικός.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Πώς γίνεται αυτό; εκτός αν αυτή επήγε να πνιγή διά
να υπερασπίση τον εαυτόν της.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Έλα τώρα, αυτό ηύραν.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Πρέπει εξ ανάγκης να ήταν εις θέσιν προσβολής του
εαυτού της, — διαφορετικά δεν γίνεται· διότι ιδού πώς
στέκει το πράγμα· αν εγώ 'ξάργου πηγαίνω να πνιγώ,
τούτο αποδείχνει μίαν πράξιν, και η πράξις (2) έχει κλάδους
τρεις· πράξιν, ενέργειαν, εκτέλεσιν· αραγούν αυτή 'ξάργου
επήγε να πνιγή.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Καλά, μόν' άκουσε, αγαθέ μου σκαφτιά.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Άσε με να ομιλήσω· εδώ είναι το νερό· εξαίρετα· εδώ
στέκει ο άνθρωπος· εξαίρετα· αν ο άνθρωπος πηγαίνη προς
τούτο το νερό και πνιγή, τούτο πάει να ειπή ότι, θέλει δεν
θέλει, επήγε· αυτό να σημειώσης· αλλ' αν το νερό πηγαίνη
προς αυτόν και τον πνίξη, τότε δεν πνίγει αυτός τον εαυ-
τον του· αραγούν οποίος δεν είναι πταίστης διά τον θάνα-
τον του, εκείνος δεν συντομεύει την ζωήν του.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Αλλ' αυτός είναι ο νόμος;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Βεβαιότατα, είναι του βασιλικού κριτού ο νόμος.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Θέλεις να πιάσης την αλήθειαν; Αν αυτή δεν ήταν αρ-
χοντοπούλα, θα την έθαπταν έξω από τον τόπον των Χρι-
στιανών.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ναι, τώρα ωμίλησες σωστά· και είναι τωόντι αμαρτία,
οι τρανοί εις τούτον τον κόσμον να έχουν θάρρος να πνί-
γωνται και να κρεμιώνται, περισσότερο παρά οι εις Χρι-
στόν αδελφοί των. — Κόπιασε, δίκοπή μου. Άλλοι άρ-
χοντες αρχαίοι δεν είναι παρά οι κηπουροί, οι σκαφτιάδες
και οι νεκροθάπταις· κρατούν ακόμη την επιστήμην του
Αδάμ.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ήταν άρχοντας ο Αδάμ;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ήταν ο πρώτος οπού εφόρεσεν άρματα.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Καλέ, δεν είχε άρματα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Τι; είσαι αβάπτιστος; Πώς εννοείς την Αγίαν Γραφήν;
η Αγία Γραφή μας λέγει «ο Αδάμ έσκαπτε»· χωρίς άρ-
ματα ημπορούσε να σκάπτη; Θα σου βάλω και ένα άλλο
ζήτημα· εάν δεν μου δώσης σωστήν απόκρισιν, τότε εξο-
μολογήσου (3) πρώτα και —
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Λέγε λοιπόν.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ποίος είναι εκείνος οπού οικοδομεί στερεώτερα και από
τον κτίστην, και από τον ναυπηγόν και από τον ξυλουργόν;
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ο κρεμαλοφτειάστης· διότι εκείν' η οικοδομή, και χι-
λιάδαις ανθρώπους αν φιλοξενήση, όλους τους τρώγει.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα την πίστιν μου, το πνεύμα σου μ' αρέσει· καλή
είναι η κρεμάλα· αλλά πώς καλή; καλή δι' αυτούς οπού
κάμνουν το κακό· τώρα συ κάμνεις κακά να λέγης ότι η
κρεμάλα είναι κτίσμα στερεώτερο από την εκκλησίαν· αρα-
γούν η κρεμάλα είναι καλή διά σε. Εις το προκείμενο πάλι·
εμπρός.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
«Ποίος (4) είναι εκείνος οπού οικοδομεί στερεώτερα και
από τον κτίστην, και από τον ναυπηγόν και από τον ξυ-
λουργόν;»
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Έλα, ειπέ μου αυτό, και κατόπι (5) λύσε το ζευγάρι σου.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα τον Θεόν, τώρα το εύρηκα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Εμπρός λοιπόν.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα το βάπτισμα, δεν το εύρηκα· μου έφυγε.
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΟΡΑΤΙΟΣ εις απόστασιν.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μη στραγγίζης περισσότερο το μυαλό σου μ' αυτό· τ'
οκνό σου γαϊδούρι, όσο και αν το ξυλοκοπάς, δεν αλλάζει
το πάτημά του και αν σε ξαναερωτήση κανείς, αποκρίσου·
ο νεκροθάπτης· τα σπίτια οπού κατασκευάζει εκείνος κρα-
τούν έως την ημέραν της Κρίσεως. Έλα πήγαινε εις το
καπηλειό και φέρε μου ένα γυαλί ρακή.
[Εξέρχεται Β' ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
[Σκάπτει και τραγουδά]
Ω πόσον ήταν ιλαρός (6) της νειότης μου ο καλός καιρός, οπ' αγαπούσα! Με την αγάπην 'ς την ψυχήν, με την αγάπην μοναχήν, γλυκοπερνούσα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν έχει αυτός ο άνθρωπος αίσθησιν απ' ό,τι κάμνει, και
τραγουδά ενώ σκάπτει τάφον;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τόσο εσυνήθισε ώστε αυτή η εργασία του έγινε φυσική
και εύκολη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτό είναι· το χέρι (7) όσο ολιγώτερο εργάζεται τόσο
τρυφερώτερα αισθάνεται.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ [Τραγουδά] Αλλά με κλεφτοπάτημα, τρεκλίζοντας οπίσω, το γήρας αχ! μ' επρόφθασε χωρίς να το νοήσω, μ' άρπαξε από τον κούτικα με τα παληονυχά του και 'ς το καράβι μ' έρριξε 'πού είναι του θανάτου.
[Ρίχνει έξω ένα κρανίον]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εκείνο το καύκαλο μια φορά είχε γλώσσαν μέσα του,
και ημπορούσε να τραγουδά· κύττα πώς εκείνος ο κακούρ-
γος το πετά κατά γης ως να ήταν το σαγονοκόκκαλο του
Κάιν, οπού έκαμε τον πρώτον φόνον! Ίσως ενδέχεται να
ήταν η κεφαλή κανενός διπλωμάτη, και τούτος ο γάιδαρος
τώρα τον καταδυναστεύει, — ανθρώπου ικανού να περι-
πλέξη και τον Θεόν, — δεν ενδέχεται;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ενδέχεται, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ή κανενός αυλικού, οπού εσυνηθούσε να λέγη· «Καλή
σας ημέρα, γλυκέ μου Κύριε! Πώς είσθε, αγαθέ μου Κύ-
ριε;» Τούτος ενδέχεται να ήταν ο Κύριος Δείνα, οπού
επαινούσε τα πουλάρι του Κυρίου Δείνα, ενώ είχε σκοπόν
να το ζητήση· δεν ενδέχεται;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μάλιστα, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ακριβώς αυτό· και τώρα είναι της Κυράς Σκουλήκας,
άσαρκος, και κτυπημένα τα κατακλείδια του από την δί-
κοπην ενός νεκροθάπτη! Ε! ωραίο αναποδογύρισμα οπού
συμβαίνει εδώ, αν είχαμε μάτια να το βλέπωμε! Τόσο
ολίγο άξιζαν να μορφωθούν τούτα τα κόκκαλα, ώστε να
μη χρησιμεύουν εις άλλο ειμή να (8) παίζουν με αυτά ταις
αμάδαις; Μου πονούν τα δικά μου, ενώ το συλλογίζομαι.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ [Τραγουδά] Φτυάρια, δουλεύτε, και τσαπιά, για τον σαβανωμένον· την γην ανοίξετε βαθυά· τον σκότους είναι η κατοικιά καλή για τέτοιον ξένον.
[Ρίχνει ένα άλλο κρανίον]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εδώ έχομε ένα άλλο· διατί αυτό να μην είναι το καύ-
καλο ενός δικηγόρου; Πού είναι τώρα η ακριβολογίαις του,
η λεπτολογίαις του, τα προηγούμενά του, τα κατοχικά
του ζητήματα και τα σοφίσματά του; Πώς υποφέρει τώρα
να του κοπανίζη το κεφάλι τούτος ο κακούργος μ' ένα βρώ-
μιο φτυάρι, και δεν του κάμνει μήνυσιν διά σωματικά
τραύματα; Ουφ! Τούτος πάλιν ήταν ίσως εις τον καιρόν
του αγοραστής πολλής γης, με τα προκαταρκτικά έγγραφά
του, με τα ομόλογά του, με τα αποξενωτικά δικαιόγραφά
του, με ταις διπλαίς ασφάλειαίς του, με ταις εξαγοραίς
του· τούτ' είναι η αποξένωσις των αποξενώσεων του, η εξα-
γορά των εξαγορών του, το εκλεκτό του καύκαλο να φιλο-
ξενή ξένην εκλεκτήν βρώμα; η ασφάλειαίς του, και δι-
πλαίς μάλιστα, δεν του ασφαλίζουν, απ' όλα του τα απο-
κτήματα, διάστημα γης κάτι μεγαλήτερο από το μάκρος
και τα πλάτος μιας διπλογραφημένης συμφωνίας; Τα κτη-
ματικά του δικαιόγραφα μόλις θα εχωρούσαν μέσα εις τούτο
το κιβώτιον, και ο ιδιοκτήτης δεν έπρεπε να πιάνη αυτός
κάτι περισσότερον τόπον; Α!
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ουδέ ένα ιώτα περισσότερο, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η περγαμηνή δεν γίνεται από τραγοτόμαρο;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μάλιστα, Κύριέ μου, και από βωδοτόμαρο ακόμη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ειπέ ότι είναι τράγοι και βώδια όσοι νομίζουν πως με
αυτήν ασφαλίζονται. — Θα ομιλήσω αυτού του ανθρώ-
που. — Τίνος είναι ο τάφος, άνθρωπε;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Δικός μου, Κύριε.
[Τραγουδά] Την γην ανοίξετε βαθυά·
του σκότους είναι, η κατοικιά
καλή για τέτοιον ξένον.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πραγματικώς δικός σου είναι, όσο στέκεσαι αυτού μέσα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Συ στέκεσ' έξω, Κύριε, και επομένως δεν είναι δικός
σου· εγώ στέκομαι μέσα, και, μ' όλον ότι δεν κείτομαι δί-
πλα, όμως είναι δικός μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αν δεν κείτεσαι δίπλα, όμως διπλά ομιλείς, όταν λέ-
γης ότι είναι δικός σου, αλλ' όχι διότι τώρα στέκεσαι μέσα·
αυτά είναι διά τους απεθαμένους, όχι διά τους ζωντανούς·
άρα είπες ψέμα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Και ψέμα ζωντανό τόσο 'πού από εμέ πετά να εύρη σε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίου τον λάκκον σκάπτεις;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Κανενός, Κύριε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίας λοιπόν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Κανενός και καμμίας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίος θα ενταφιασθή λοιπόν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ένα τι οπού ήταν γυναίκα, Κύριέ μου, αλλά — ο Θεός
να αναπαύση την ψυχήν της — απέθανε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είδες ο κατεργάρης πώς σου σχίζει την τρίχα! πρέπει
να ομιλούμε με το νυ και με το σίγμα, ειδεμή μας ξεκά-
μνουν με την αμφιλογίαν. Οράτιε, μα τον Θεόν, το έχω
παρατηρήση, εις αυτά τα τρία ύστερα χρόνια, ο κόσμος
ετροχίσθη τόσον ώστε ο χωρικός πατεί την πτέρναν του
αυλικού, και του γδέρνει την χιονίστραν. — Πόσον καιρόν
έχεις νεκροθάπτης;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Απ' όσαις ημέραις έχει ο χρόνος, εμπήκα εις αυτήν την
τέχνην την ημέραν οπού ο μακαρίτης βασιλέας Αμλέτος
ενίκησε τον Φορτιμπράς.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πόσος καιρός είναι από τότε;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Δεν το συμπεραίνεις; και ένας μωρός ημπορεί να το
συμπεράνη· είναι σωστά σωστά η ημέρα οπού εγεννήθη
ο Αμλέτος ο νέος, αυτός οπού ετρελλάθη και τον έστει-
λαν εις την Αγγλίαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ε! καλό. Και διατί τον έστειλαν εις την Αγγλίαν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Διότι ήταν τρελλός· εκεί θα έλθη εις τα λογικά του,
κ' εάν δεν έλθη εις τα λογικά του, ολίγο το κακό εκεί.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Διατί;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Εκεί δεν του φαίνεται· εκεί όλοι οι άνθρωποι είναι τρελ-
λοί καθώς είναι αυτός.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πώς του συνέβη να τρελλαθή;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Με τρόπον πολύ παράδοξον, ως λέγουν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πώς «παράδοξον;»
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ωιμένα! με το να χάση τα λογικά του.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και πόθεν έλαβε αρχήν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Από εδώ, από την Δανίαν. Έχω τριάντα χρόνους νε-
κροθάπτης, πρώτα κοπέλι, μάστορας κατόπι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πόσον καιρόν θέλει ο άνθρωπος μέσα εις το χώμα διά
να σαπή;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα την αλήθειαν, αν δεν είναι σάπιος πριν αποθάνη (κα-
θώς μας έτυχαν αυταίς ταις ημέραις κάμποσα μολυσμένα
κουφάρια, οπού σωριάζονται όσο να ενταφιασθούν), ημπορεί
να μείνη άλυτος οκτώ χρόνους ή και εννέα· ο τομαράς σού
μένει εννέα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Διατί αυτός περισσότερο;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Διότι, Κύριέ μου, τα δέρμα του είναι τόσο εργασμένο
από την τέχνην του, ώστε σου διώχνει το νερό διά πολύν
καιρόν, και το νερό, ηξεύρεις, είναι φοβερός καταλύτης του
βρωμερού κορμιού μας. Ιδού, πάλι ένα καύκαλο εδώ· τούτο
το καύκαλο έμεινε από κάτω από την γην εικοσιτρία χρόνια.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τίνος ήταν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ήταν ενός… υιού! Τι θεότρελλος ήταν! Τον μαν-
τεύεις;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, δεν τον μαντεύω.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
'Πού να τον θερίση η πανούκλα! τον παλαβόν, τον κα-
κούργον! Μια φορά μου έσπασε ένα φλασκί κρασί του Ρή-
νου εις το κεφάλι! Τούτο το ίδιο καύκαλο, Κύριε, ήταν
του Τόρικ το καύκαλο, του γελωτοποιού του Βασιλέως.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τούτο;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Αυτό, αυτό.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Άφησε να ιδώ. [Πέρνει το κρανίον] — Ωιμέ! καϋμένε Τό-
ρικ! Τον εγνώρισα, Οράτιε· τι πνεύμα απέραντο εις το με-
τώρισμα! τι εκλεκτή φαντασία! Μ' έχει σηκώση εις τους
ώμους του αμέτρηταις φοραίς, και τώρα εκείνο, ω! πόσο
το αποστρέφεται το πνεύμα μου! μου βάζει το στομάχι
άνω κάτω. Εδώ (9) εκρεμιώνταν εκείνα τα χείλη, οπού δεν
ηξεύρω πόσαις φοραίς τα έχω φιλήση. Πού είναι τώρα τα
νοστιμόλογά σου; τα πηδήματά σου; τα τραγούδια σου
που η αστραψιαίς της ιλαρότητός σου, οπού κάθε φορά εις
το τραπέζι ετρικύμιζαν όλην την συντροφιά των καλεσμέ-
νων; Απ' όλα εκείνα δεν σου μένει ουδέ ένα διά να ανα-
παίξης τώρα αυτό σου το πικρόγελο; ξεμαγούλωτος τε-
λείως; — Πηγαίνετε τώρα εις την κάμαραν της σεβαστής
μου κυράς και ειπέτε της να βάφεται με ένα δάκτυλο φτεια-
σίδι, και πάλιν τέτοια θα καταντήση η θωριά της· κάμε
την να γελάση με τούτο. — Οράτιε, παρακαλώ σε, ειπέ
μου ένα πράγμα.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τι, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Στοχάζεσαι ότι τέτοιος εφαίνετο και ο Αλέξανδρος μέσα
εις την γην;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τέτοιος.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και να εμυρίζ' έτσι; Πα! [Βάζει κάτω το κρανίον]
ΟΡΑΤΙΟΣ
Έτσι, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις πόσα αχρεία πράγματα συμβαίνει να χρησιμεύσωμε,
Οράτιε! Διατί τάχα δεν θα ήταν συγχωρημένο της φαν-
τασίας να αναζητήση την εξαισίαν σκόνην του Αλεξάνδρου
έως να την εύρη να στουμπόνη κάποιο βαρέλι;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Να εξετάζωμε τα πράγματα κατ' αυτόν τον τρόπον θα
ήταν σπρωγμένη ακριβολογία.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καθόλου, σε βεβαιόνω· ημπορούμε χωρίς καμμίαν υπερ-
βολήν να τον ακολουθήσωμε, και με πολλήν ομοιαλήθειαν
να τον φέρωμε έως αυτού· λόγου χάριν, ο Αλέξανδρος
απέθανε, ο Αλέξανδρος ετάφη, ο Αλέξανδρος εξαναγίνηκε
σκόνη· η σκόνη είναι χώμα, από το χώμα γίνεται ο πη-
λός· και διατί με αυτόν τον πηλόν, όπου εκείνος εκατάν-
τησε, δεν ημπορούν να σφαλίσουν μίαν κρασοβαρέλαν;
Καίσαρ ο κοσμοκράτορας, νεκρός και χώμα καμωμένος, εις κάποιαν τρύπαν έτυχε ως φραγμός του ανέμου διωρισμένος· θαύμα! ο πηλός εκείνος, 'πού την γην είχε κατατρομάξη, τοίχον, ιδέ, σου χρίζει απ' τον Βορειά τους άλλους να φυλάξη.
Πλην στάσου! στάσου! παραμέρισε! Δεν βλέπεις;
ο Βασιλέας, η Βασίλισσα και όλοι
Εισέρχονται ΙΕΡΕΙΣ οπού προπορεύονται με το λείψανο της
ΟΦΗΛΙΑΣ, ακολουθούν ΛΑΕΡΤΗΣ και ΛΥΠΗΜΕΝΟΙ· ΒΑΣΙΛΕΑΣ
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ με την συνοδίαν των.
έρχοντ' οι Αυλικοί! Ποιόν τάχα συνοδεύουν με τέτοιο ξόδι κολοβό; Τούτο σημαίνει ότι με χέρι απελπισμένο εις την ζωήν του τέλος έδωκε αυτός, 'πού φέρουν εις τον τάφον· θα ήταν και από γένος· ας σταθούμε οπίσω εδώ να ιδούμε. [Αποσύρεται με τον Οράτιον.]
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τελετή δεν γίνετ' άλλη;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτός είναι ο Λαέρτης· ευγενής ο νέος!
Πρόσεχε τώρα.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τελετή δεν γίνετ' άλλη;
Α’ ΙΕΡΕΑΣ
Έκτασις, όση μας εσυγχωρείτο, εδόθη
εις τον ενταφιασμόν της· ύποπτος εφάνη
ο θάνατός της· και αν ανώτερη εξουσία
'ς τον ιερόν μας νόμον δεν μεσολαβούσε,
απ' τ' άγια χώματα μακράν θα κατοικούσε
ως 'πού να ηχήση της δευτέρας παρουσίας
η σάλπιγγα· και αντί των ευσεβών ευχών μας,
επάνω της θα ερρίχναν τρίψαλα και πέτραις·
αλλ' εδώ δεν της λείψαν μήτε τα στεφάνια
της παρθενίας, μήτε τ' άνθη οπού σκορπίζουν
'ς ταις κορασίδαις, μήτε η νεκρική καμπάνα.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Δεν μένει τίποτ' άλλο;
Α’ ΙΕΡΕΑΣ
Τίποτ άλλο· ασέβεια
προς την νεκρώσιμην θα ήτο ακολουθίαν
δι' αυτήν το α ν ά π α υ σ ο ν τ η ν δ ο ύ λ η ν σου να
[ειπούμε,
ωσάν διά ταις ψυχαίς εκείνων 'πού εν ειρήνη
ετελειώσαν.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Θέσετε την εις το χώμα,
και γιούλια (10) να βλαστήσουν, αχ! από τ' ωραίο
και αμόλυντό της σώμα! Και συ, ρασοφόρε
σκληρόκαρδε, να μάθης ότ' η αδελφή μου
άγγελος λειτουργός του Υψίστου θα καθίζη,
ενώ συ θα κυλιέσαι και θα ουρλιάζης.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θε μου!
η εύμορφη Οφηλία;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ [Ρίχνει άνθη]
Τα χαριτωμένα
εις την χαριτωμένην! Χαιρετώ σε! Ελπίδα
είχα του Αμλέτου μου γυναίκα να σε κάμω·
την νυμφικήν σου κλίνην έλεγα να στρώσω,
γλυκειά παρθένα, και όχι την ταφήν σου μ' άνθη
εγώ να ράνω.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Οργή τετράδιπλη να πέση
εις την κατηραμένην κεφαλήν του ανθρώπου,
που απ' το λαμπρό σου πνεύμα σ' έχει αποστερήση,
ο κακούργος! — Το χώμα ολίγο αυτού κρατείτε,
[Πηδά μέσα εις τον τάφον]
ως 'πού 'ς την αγκαλιά μου να την κλείσω ακόμη μία φορά! Σωρεύτε χώμα τώρα επάνω 'ς τον ζωντανόν και 'ς την απεθαμένην, όσον απ' το σιάδι τούτο να μορφώσετ' όρος, 'πού με την κορυφήν του να υπερβή το αρχαίον Πήλιον ή την γαλάζιαν κεφαλήν του Ολύμπου.
ΑΜΛΕΤΟΣ [Προχωρεί]
Ποιος είναι αυτός, οπού την θλίψιν του προφέρει
με τόσην έμφασιν, οπού του πόνου η γλώσσα
ξορκίζει τα πλανώμεν' άστρα και τα βιάζει
εκστατικά να στέκουν και ν' ακούν; Εκείνος (11)
εγώ 'μαι, Αμλέτος ο Δανός. [Πηδά μέσα' ς τον τάφον]
ΛΑΕΡΤΗΣ
Την μιαρήν σου
ψυχήν να πάρη ο Πειρασμός. [Πιάνονται]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν (12) είναι τούτη
ευχή καλή. Παρακαλώ, τα δάκτυλά σου
μάκρυνε απ' τον λαιμόν μου· αν κ' εγώ δεν είμαι
αράθυμος και προπετής, αλλ' όμως κάτι
επικίνδυνον έχω, 'πού σε συμβουλεύω,
αν είσαι συνετός, να το φοβήσαι. Κάτω
το χέρι σου!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Χωρίστε τους.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αμλέτε, Αμλέτε!
ΟΛΟΙ
Ω Κύριοί μου, —
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριέ μου, να ησυχάσης.
[Οι ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ τους χωρίζουν και αυτοί εξέρχονται από τον τάφον]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και πώς; εις τούτον τον αγώνα θα παλαίσω
εγώ μ' αυτόν όσο κινώ τα βλέφαρά μου.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ποιον αγώνα, παιδί μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εγώ την Οφηλίαν
αγαπούσα· χιλιάδες αδελφοί σαράντα
δεν θα ημπορέσουν, και αν ενώσουν της αγάπης
όλο τους τ' άθροισμα, να φθάσουν 'ς το δικό μου.
Τι θα κάμης δι' αυτήν;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τρελλός είναι, Λαέρτη.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Συγχώρεσέ τον, προς Θεού.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα την ιδούμε!
Δείξε μου τι θέλεις να κάμης; θε να κλάψης;
θα πολεμήσης, θα νηστεύσης; θα ξεσκλήσης
το σώμα σου; θα πιής χολήν; θα φάγης έναν
κροκόδειλον; Τα κάμνω εγώ· να κλαίης ήλθες,
'ς τον τάφον της να πέσης διά να μ' ονειδίσης;
Θάψου μαζί της, μην αργής, κ' εγώ κοντά σας·
και αν για βουνά φλυαρείς, επάνω μας ας ρίξουν
στρέμματα εκατομμύρια γης, ως 'πού η ταφή μας
την κορυφήν της 'ς την καυτήν (13) ζώνην να φρύξη,
κ' η Όσσα χαμοβούνι να φανή! Και αν πάλιν
σ' αρέσει να βοάς, κ' εγώ δεν μέν' οπίσω.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τούτ' είναι τρέλλα καθαρή, και θα ενεργήση
'ς αυτόν κάμποσην ώραν ο παροξυσμός της,
κ' ευθύς κατόπι πράος κ' ήσυχος θα μείνη
ως είναι η περιστέρα ευθύς 'πού ξεκλωσσήση
το χρυσό της ζευγάρι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριε, θα μ' ακούσης·
διατί να φέρνεσαι μ' εμέ 'ς αυτόν τον τρόπον;
πάντοτ' εγώ σ' έχω αγαπήση· αλλά δεν βλάπτει·
και (14) ο Ηρακλής αν προσμαχή να το εμποδίζη,
θα νιαουρίζ' η γάτα, ο σκύλλος θα γαυγίζη.
[Εξέρχεται.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Οράτιε μου, αν μ' αγαπάς, συνόδευσέ τον.
[Εξέρχεται ΟΡΑΤΙΟΣ
[Προς τον ΛΑΕΡΤ.] Συ πρέπει να στηρίξης την υπομονήν σου 'ς την ύστερήν μας της νυκτός συνομιλίαν· θα τα σπρώξωμ' ευθύς να τελειώσουν. — Βάλε, καλή Γελτρούδη, να φυλάγουν τον υιόν σου. — Μνημείο (15) ζωντανό τούτος ο τάφος θέλει· της γαλήνης την ώραν σύντομα θα ιδούμε· με υπομονήν ωστόσο εμείς να οδηγηθούμε.
[Εξέρχονται.
Αίθουσα εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΟΡΑΤΙΟΣ
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ως προς τούτο αρκετά· τώρ' ας ιδούμε τ' άλλο·
την περίστασιν όλην, Κύριε, την θυμάσαι;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Αν την θυμούμαι, Κύριέ μου!
ΑΜΛΕΤΟΣ
'Σ την καρδιά μου
πόλεμον είχα, οπού μου σήκονε τον ύπνον·
ανήσυχος κειτόμουν, ως αντάρταις ναύταις
'ς τα σίδερα δεμένοι· απόκοτα — και ας έχη
έπαινον κείν' η αποκοτιά· να μάθωμ' ότι
με την αστοχασιά μας να σωθούν συμβαίνει
τα βαθυά σχέδιά μας, όταν αποτύχουν,
και ας διδαχθούμεν ότι 'ς τους σκοπούς μας, όπως
και αν εμείς χοντρά τους πελεκούμε, δίδει
κάποια θεότης την μορφήν —
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μεγάλη αλήθεια.
ΑΜΛΕΤΟΣ
απ' την καμπίναν μου ξεκίνησα, κλεισμένος
'ς την κάπαν μου, και μες το σκότος να τους εύρω
πασπάτευσα κ' επίτυχα ό,τι επιθυμούσα·
τον φάκελλόν τους εξεσκάλισα και οπίσω
γυρίζω 'ς τα δωμάτιόν μου και αυθαδιάζω —
ενίκησεν ο φόβος τα καλά μου ήθη —
να ξεβουλλώσω την μεγάλην εντολήν τους·
αυτού, φίλε μου, ευρήκα — ιδέ, κακοτροπία
βασιλική! — μιαν προσταγήν καθαρωτάτην,
με πολλούς λόγους αρτυμένην, 'πού αποβλέπαν
των Δανών και των Άγγλων το κοινό συμφέρον,
ως να εγεννούσε σκιάκτρα, τρόμους, η ζωή μου,
μόλις το γράμμ' αναγνωσθή, χωρίς να χάσουν
καιρόν, ουδ' όσον να τροχίσουν λαιμητόμον,
η κεφαλή μου να κοπή.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Να το πιστεύσω;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πιάσε την εντολήν και με την ησυχίαν
ανάγνωσέ την. Πώς ενέργησα θ' ακούσης;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Να μου το ειπής παρακαλώ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Παγιδευμένος
από κακούργους καθώς ήμουν — προτού (16) κάμω
τον πρόλογον μες τον εγκέφαλόν μου, τούτος
είχε αρχίση το δράμα — κάθομαι και νέαν
σχεδιάζω εντολήν και την καθαρογράφω·
θεωρούσα κ' εγώ με τους πολιτικούς μας,
άλλοτε, ως έργο ποταπό να γράφ' ωραία,
κ' εμόχθησα πολύ την τέχνην να ξεμάθω,
αλλά 'ς την χρείαν μου καλήν υπηρεσίαν
μώκαμε τώρα· επιθυμείς τώρα να μάθης
ό,τ' είχ' αυτού γραμμένο;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριέ μου, λέγε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εξορκισμούς δεινούς από τον βασιλέα,
αν θέλ' η Αγγλία, καθώς είναι υποτελής του,
την πίστιν να του δείξη, την υποταγήν της,
αν θέλ' η αγάπη τους ν' ανθίζη ως το φοινίκι,
αν θέλη της ειρήνης το σταχυοφόρο
στεφάνι αμάραντο να μένη και ωσάν κόμμα (17)
ταις δύο τους καρδιαίς γλυκοδεμέναις να 'χη,
και μ' άλλ' «αν θέλη», βαρετόν επανωγόμι,
ευθύς 'πού ιδή το γράμμα και ό,τι περιέχει
γνωρίση, δίχως να σκεφθή, δίχως να κρίνη
ολίγον ή πολύ, 'ς τον θάνατον να στείλη
τους κομιστάς, χωρίς καιρόν να τους αφήση
να εξομολογηθούν.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ποιαν έβαλες σφραγίδα;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και εις τούτο, βλέπεις, πρόβλεψε ο Θεός· συνέβη
να 'χω μαζί μου την σφραγίδα του πατρός μου,
ομοίωμα της βούλλας της Δανιμαρκίας.
Το γράμμα εδίπλωσα 'ς τα σχήμα 'πού 'χε πρώτα,
το επανωγράφω, το βουλλόνω και το βάζω
'ς την θέσιν του ασφαλώς, και τ' αλλαγμένο βρέφος
δεν εγνωρίσθη· την ακόλουθην ημέραν
έγινε η ναυμαχία· τα κατόπιν ξεύρεις.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Λοιπόν ο Ροζενκράς και ο Γυιλδενστέρνης πήγαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ε! φίλε μου, δεν βλέπεις; κείνοι αφ' εαυτού των
τούτην την εντολήν εζήλευσαν να λάβουν·
βάρος δι' αυτούς δεν έχω 'ς την συνείδησίν μου·
από τον δουλικόν τους ζήλον εχαθήκαν.
Παθαίνουν οι αγενείς, όταν τον εαυτόν τους
'ς την μέσην βάζουν από ξίφη μανιωμένα
δυνατών αντιπάλων.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Θε! τι βασιλέας
είναι τούτος!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν έχω, ειπέ μου, τώρα χρέος —
του βασιλέως μου τον άτιμον φονέα,
τον μοιχόν της μητρός μου, αυτόν 'πού εχώθη σφήνα
της εκλογής και των ελπίδων μου 'ς την μέσην,
αυτόν, οπού τ' ορμίδι του έχει ρίξη ακόμη
με τόσον δόλον να ψαρεύση την ζωήν μου, —
μήπως δεν το απαιτεί συνείδησις δικαία
εγώ μ' αυτό το χέρι να τον τιμωρήσω;
και δεν κολάζομαι αν αφήσω τον καρκίνον
τούτον της φύσεώς μας να γεννήση και άλλην
καταστροφήν;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Δεν θέλει αργήση απ' την Αγγλίαν,
ό,τι συνέβη εκεί, να μάθη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν θ' αργήση
το πράγμα· ο μεταξύ καιρός είναι δικός μου·
και όσον έ ν α να ειπής τόσ' η ζωή του ανθρώπου.
Αλλά κατάκαρδα λυπούμαι, Οράτιε φίλε,
'πού τόσο μέσ' από τα όριά μου εβγήκα
με τον Λαέρτην· επειδή, μέσ' από την όψιν
του αγώνος μου, βλέπω του ιδικού του εικόνα.
Θέλει ζητήσω να τον έχω φίλον· μόνον
η έπαρσις της θλίψεώς του μ' έχει φέρη
'ς την κορυφήν του πάθους.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Σιωπή! Ποιος είναι;
Εισέρχεται ΟΣΡΙΚΟΣ
ΟΣΡΙΚΟΣ
Υψηλότατε, καλώς επανήλθες εις την Δανίαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ταπεινώς ευχαριστώ σε, Κύριε. — [Προς τον ΟΡΑΤΙΟΝ
ιδιαιτέρως] Γνωρίζεις τούτην την νεροψυχαρούδα;
ΟΡΑΤΙΟΣ
[Προς τον ΑΜΛΕΤΟΝ ιδιαιτέρως] Όχι, καλέ μου Κύριε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είσαι πλησιέστερος εις την Θείαν Χάριν· διότι όποιος
τον γνωρίζει κολάζεται· έχει πολλά χωράφια και καρπο-
φόρα· αρκεί ένα ζώο να εξουσιάζη ζώα, και το παχνί του
έχει θέσιν εις τα βασιλικό τραπέζι. Είναι μία καρακάξα·
αλλά, καθώς είπα, μέγας ιδιοκτήτης κοπριάς.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Χαριτωμένε μου Κύριε, αν η Υψηλότης σου ευκαι-
ρούσε, ήθελε της ανακοινώσω κάτι από μέρος της Μεγα-
λειότητός του.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Έτοιμος είμαι να το δεχθώ με όλην την προθυμίαν του
πνεύματός μου. — Κάμε την ορθήν χρήσιν του καλύμμα-
τός σου· χρησιμεύει διά την κεφαλήν.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ευχαριστώ σε, Υψηλότατε, κάμνει πολλήν ζέστην.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, πίστευσέ με, κάμνει πολύ ψύχος· πνέει βορράς.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Κάμνει (18) αρκετό ψύχος τωόντι, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και όμως ο καιρός, αισθάνομαι, είναι πολύ πληκτικός
και ζεστός, ή το 'χει η κράσις μου —
ΟΣΡΙΚΟΣ
Υπερβολικά, Κύριέ μου· πολύ πληκτικός, — οπωςδή-
ποτε, — δεν ηξεύρω πώς! Αλλά, Κύριέ μου, η Μεγαλειό-
της του μ' επρόσταξε να σου αναγγείλω ότι εβαλεν ένα
στοίχημα διά λογαριασμόν σου. Κύριε, ιδού το πράγμα —
ΑΜΛΕΤΟΣ
[Του κάμνει νεύμα να σκεπασθή] Παρακαλώ, παρακαλώ, ενθυ-
μήσου —
ΟΣΡΙΚΟΣ
Όχι, 'ς την τιμήν μου· το κάμνω διότι μ' ευχαριστεί,
'ς την τιμήν μου. Κύριε, νεόφερτος από την Γαλλίαν ήλ-
θεν ο Λαέρτης· ένας (19) τέλειος ευγενής, πίστευσέ με· γε-
μάτος αξιόλογα διακριτικά, γλυκοκοινώνητος και παρρη-
σιαστικός· τωόντι, αν δι' αυτόν θα ομιλήσωμεν αισθαντι-
κώς, είναι ο χάρτης ή το ημερολόγι της ευγενείας, διότι
εις αυτόν θα εύρης το περιεχόμενο των προτερημάτων, όσα
δύναται να επιθυμήση κάθε ευγενής.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις την περιγραφήν σου, Κύριε, ο νέος σώζεται όλος·
αν και καλώς γνωρίζω ότι, αν θελήσωμε να τον καταμε-
ρίσωμεν απογραφικώς, θα ζαλίσωμε την αριθμητικήν του
μνημονικού, και ότι τούτο θα μείνη οπίσω, τόσο ογλήγορα
αρμενίζει εκείνος. Αλλά, διά να τον υμνολογήσωμεν αλη-
θώς, λέγω ότι είναι ψυχή με άπειρην προίκα, και ο χυλός
του είναι τόσο ακριβός και δυσκολοεύρετος, ώστε, αν θα τον
χαρακτηρίσωμεν όπως πρέπει, δεν έχει ομοίωμα άλλο ειμή
τον καθρέφτην του, και οποίος θα τον ακολουθήση θα μείνη
σκιά του, τίποτε άλλο.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Η Εξοχότης σου εξαίσια τον χαρακτηρίζει.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αλλά εις τα προκείμενο, Κύριε· προς τι να περιζώνω-
μεν αυτόν τον ευγενή με την εξαγριωμένην πνοήν μας;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Κύριε;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Δεν γίνεται τέλος πάντων να εννοηθήτε εις άλλην γλώσ-
σαν; Θα το κάμης, Κύριε· είναι ώρα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Προς τι ανέφερες αυτόν τον Κύριον;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Τον Λαέρτην;
ΟΡΑΤΙΟΣ
[Ιδιαιτέρως προς τον ΑΜΛΕΤΟΝ] Το πουγγί του άδειασε· τα
χρυσά του λόγια ετελείωσαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μάλιστα, Κύριε, αυτόν.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Γνωρίζω ότι έχετε γνώσιν —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Άμποτε (20) να το εγνώριζες, Κύριε· μ' όλον ότι αν συ
το ανεγνώριζες, τούτο δεν θα μ' εσύσταινε παρά πολύ. Λοι-
πόν, Κύριε;
ΟΣΡΙΚΟΣ
ότι έχετε γνώσιν της μεγάλης αξίας του Λαέρτη —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν τολμώ να ομολογήσω τούτο, εκτός αν ήθελα να συγ-
κριθώ με αυτόν εις την αξίαν· διότι το να γνωρίζη τις τους
άλλους σημαίνει να γνωρίζη τον εαυτόν του.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Εννοώ, Κύριε, εις το όπλο του· όλος ο κόσμος ομο-
λογεί ότι εις αυτό είναι ασύγκριτος.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίο είναι το όπλο του;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Το ξίφος και η μάχαιρα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Έως τώρα έχομε δύο όπλα του· αλλά ας ήναι.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ο Βασιλέας, Κύριε, εστοιχημάτισε μαζί του έξι άλογα
της Βαρβαρίας, και απέναντι αυτών εκείνος έβαλε κάτω,
νομίζω, έξι γαλλικά ξίφη και εγχειρίδια με τα ευτρεπί-
σματά τους, δηλαδή ζωνάρια, κρεμαστάρια και λοιπά·
τρία από αυτά τα εφοδιάσματα, μα την αλήθειαν, είναι
πολύ χαριτωμένα, πολύ ταιριασμένα με τα χερούλια,
εξαίσια εφοδιάσματα, γενναίο εφεύρημα της τέχνης.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι εννοείς με εφοδιάσματα;
ΟΡΑΤΙΟΣ
[Ιδιαιτέρως προς τον ΑΜΛΕΤΟΝ] Το ήξευρα ότι ήθελες να
νοστιμευθής και το περιθώρι, πριν τελειώση.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Τα εφοδιάσματα, Κύριε, είναι τα κρεμαστάρια.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η λέξις θα εταίριαζε καλήτερα με το πράγμα, αν
έπρεπε να εφοδιάσωμε κανόνια· πριν γίνη τούτο, θα επρο-
τιμούσα να τα λέγωμεν απλώς κρεμαστάρια. Αλλά, εμ-
πρός· έξι βαρβαρικά άλογα από το ένα μέρος, και από το
άλλο έξι γαλλικά ξίφη με τα ευτρεπίσματά τους και τρία
γενναιοτάτης εφευρέσεως εφοδιάσματα, τούτο είναι το γαλ-
λικό στοίχημα απέναντι του δανικού. Διατί λοιπόν τα έβα-
λαν, Κύριε;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ο Βασιλέας, Κύριε, εστοιχημάτισε, Κύριε, ότι εις
δώδεκα ξιφομαχήματα μεταξύ σας ο Λαέρτης δεν θα σε
υπερβή τρία κτυπήματα· εστοιχημάτισε (21) εννέα προς δώ-
δεκα· και δύναται να γίνη αμέσως ο αγώνας, αν η Υψη-
λότης σου ευδοκήση να τον απαντήση.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και αν απαντήσω όχι;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Εννοώ, Κύριέ μου, να ειπώ την έκθεσιν του προσώπου
σου εις τον αγώνα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριε, εγώ θα περιπατώ εδώ εις την αίθουσαν· με την
άδειαν της Μεγαλειότητός του, τούτη είναι η ώρα οπού
έρχομαι να αναπνέω καθαρόν αέρα· ας φέρουν τα ξίφη, και
αν αυτός ο κύριος θέλη, και ο Βασιλέας μένη εις την γνώ-
μην του, εγώ θα κερδίσω δι' αυτόν το στοίχημα, αν δυ-
νηθώ· ειδεμή δεν θα κερδίσω παρά την εντροπήν μου και
τα περισσότερα κτυπήματα.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Τούτο θα αναφέρω ακριβώς, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτό είναι το νόημα, Κύριε· καλλώπισέ το έπειτα συ
όπως θέλεις.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Συσταίνομαι πιστός υπηρέτης της Υψηλότητός σου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εγώ 'ς εσάς, εγώ. [Εξέρχεται ΟΣΡΙΚΟΣ] Κάμνει καλά
να συσταίνεται μόνος του· ποιος άλλος θα τον συστήση;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τούτο το σχοινοπούλι φεύγει και φορεί ακόμη το αυγό-
φλουδο 'ς το κεφάλι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τούτος επροσκύνησε την ρώγαν της μητρός του πριν
την πιάση να την βυζάξη. Κατ' αυτόν τον τρόπον τούτος
και τόσοι άλλοι από την ίδιαν φωλιά και οπού τους καμα-
ρόνει ο αιώνας ο αχρείος, επήραν τον ρυθμόν του καιρού,
το γυάλισμα της συμπεριφοράς, ωσάν έναν συμμαζωμένον
αφρόν, οπού τους βγάζει πέρα ανάμεσα και από ταις ανόη-
ταις και από ταις λιχνισμέναις γνώμαις των ανθρώπων·
αλλά, φύσα επάνω τους να τους δοκιμάσης, και σπαν η
φουσκαλίδαις.
Εισέρχεται ένας ΕΥΓΕΝΗΣ
ΕΥΓΕΝΗΣ
Κύριε, η Μεγαλειότης του σας έχη εκφράση την επι-
θυμίαν του με τον νέον Οσρίκον, και τούτος του ανέφερε
ότι τον περιμένετε εδώ· τώρα με στέλνει διά να μάθη αν
ακόμη ευχαριστείσθε να ξιφομαχήσετε με τον Λαέρτην, ή
μήπως επιθυμείτε να αναβάλετε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εγώ δεν αλλάζω γνώμην· αυτή συμμορφόνεται με την
επιθυμίαν του Βασιλέως· αν ευκαιρεί αυτός ευκαιρώ και
εγώ, τώρα ή εις οποιανδήποτε ώραν, αρκεί να δύναμαι,
όπως εις τούτην την στιγμήν.
ΕΥΓΕΝΗΣ
Ο Βασιλέας και η Βασίλισσα και η συνοδία τους έρ-
χονται όλοι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Με την καλήν ώραν.
ΕΥΓΕΝΗΣ
Η Βασίλισσα επιθυμεί να κάμετε κάποιαν περιποίησιν
του Λαέρτη πριν ξιφομαχήσετε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλά με συμβουλεύει.
[Εξέρχεται ΕΥΓΕΝΗΣ
ΟΡΑΤΙΟΣ
Θα χάσης τούτο το στοίχημα, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν το πιστεύω· αφού αυτός επήγε εις την Γαλλίαν,
εγώ δεν έπαυσα να γυμνάζωμαι· όπως έβαλαν το στοίχημα
θα το κερδίσω. Αλλά δεν ημπορείς να φαντασθής πόσην
στενοχωρίαν αισθάνομαι εδώ εις την καρδίαν μου· όμως δεν
πειράζει.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Αλλά, Κύριέ μου —
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είναι ανοησία, και όμως είναι τέτοιας λογής προαί-
σθημα οπού ημπορούσε να ταράξη γυναίκα.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Αν η ψυχή σου αποστρέφεται τι, υπάκουσέ την· εγώ
θα προλάβω τον ερχομόν τους εδώ και θα ειπώ ότι δεν
έχεις διάθεσιν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καθόλου· αψηφούμε τα προγνωστικά· και εις το (22) πέ-
σιμο ενός στρουθίου υπάρχει ιδιαίτερη πρόνοια. Αν είναι
τώρα, δεν είναι ερχόμενον· αν δεν είναι ερχόμενον, θα ήναι
τώρα· αν δεν είναι τώρα, όμως θα έλθη· το (23) παν είναι να
ήσαι έτοιμος. Αφού (24) κάνεις δεν γνωρίζει τίποτε απ' όσα
αφίνει, τι σημαίνει αν τ' αφίνει γλήγορα; Ας γίνη.
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΛΑΕΡΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ
ΟΣΡΙΚΟΣ και άλλοι ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ οπού φέρνουν ξίφη
και χειρόχτια. Ένα τραπέζι με φλασκιά κρασί επάνω.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Έλ', Αμλέτε, από εμέ το χέρι τούτο λάβε.
[Βάζει το χέρι του ΛΑΕΡΤΗ εις το χέρι του ΑΜΛΕΤΟΥ]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δώσε μου, Κύριέ μου, την συγχώρεσίν σου·
σ' έχω αδικήση, αλλά συγχώρεσέ με, ως είσαι
άνθρωπος ευγενής· γνωρίζουν οι παρόντες,
και συ θα 'χης ακούση, πως με βασανίζει
ταραχή του νοός. Ό,τι και αν έχω κάμη
'πού την ευαίσθητην καρδιά και την τιμήν σου
να επλήγωσε σκληρά, δηλόν' ότ' ήταν τρέλλα.
Αδίκησ' ο Αμλέτος τον Λαέρτην; Όχι,
ο Αμλέτος ποτέ· και αν ο Αμλέτος χάση
τον εαυτόν του και 'ς τον εαυτόν του ξένος
αδικεί· τον Λαέρτην, πταίστης διά την πράξιν
δεν είν' ο Αμλέτος· ο Αμλέτος την αρνείται.
Ποιος το 'καμε λοιπόν; Η τρέλλα του· και, αν είναι
τούτο, καθώς το λέγω, αληθινόν, ο Αμλέτος
ευρίσκεται και αυτός 'ς το αδικημένο μέρος·
η τρέλλα του είν' ο εχθρός του καϋμένου Αμλέτου.
Κ' εάν κηρύττω εμπρός 'ς αυτούς, 'πού μας ακούουν,
ότι προαίρεσιν δεν είχα να σε βλάψω,
εις την γενναίαν σου ψυχήν τούτο ας αρκέση
να με απολύσης, και να ειπής πως ένα βέλος
έρριξα επάνω από την σκέπην του σπιτιού μου
κ' ελάβωσε τον αδελφόν μου.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τούτο φθάνει
διά την καρδιά μου, — μ' όλον ότι αυτή δικαίως
έπρεπε να με σπρώξη 'ς την εκδίκησίν μου.
Πλην, όσον αποβλέπει της τιμής τους νόμους,
εξ ανάγκης θ' απέχω τώρα, και δεν θέλω
φιλίωσιν πριν ή με συμβουλεύσουν άνδρες,
ηλικιωμένοι και γνωστοί διά την τιμήν τους,
ότ' ημπορώ ν' αγαπηθώ χωρίς να μείνη
εις τ' όνομά μου στίγμα· ωστόσο την αγάπην,
'πού μου προσφέρεις, δέχομ' ως απλήν αγάπην
και θα την σεβασθώ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Με την καρδιά το στέργω,
και ως αγών' αδελφών το στοίχημα θα παίξω. —
Δώστε τα ξίφη. — Εμπρός.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Εμπρός, δώστε μου ένα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Λαέρτη, ωσάν πετάλι (25) θα σου χρησιμεύσω·
προς την αμάθειάν μου τρομερά θ' αστράπτη
η τέχνη σου, 'σάν άστρο 'ς το βαθύ σκοτάδι.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Κύριε, με περιπαίζεις.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, 'ς την τιμήν μου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Οσρίκε φίλε, δώσε τους τα ξίφη. — Αμλέτε
ανεψιέ μου, ηξεύρεις πως έχομε βάλη
το στοίχημα;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλώς το ηξεύρω, Κύριέ μου·
ετέθ' η διαφορά 'ς το μέρος του αδυνάτου
από την χάριν σου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ποσώς δεν το φοβούμαι·
σας είδα και τους δύο· πλην ο αντίπαλός σου
επρόκοψε από τότε και δι' αυτό να γίνη
έπρεπε η διαφορά.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Πολύ βαρύ 'ναι τούτο·
δώστε μ' άλλο να ιδώ.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τούτο μ' αρέσει. — Μάκρος
όμοιον έχουν τα σπαθιά;
[Ετοιμάζονται να παίξουν]
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ναι, Κύριέ μου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Εις το τραπέζι αυτού ποτήρια βάλετέ μου
κρασί γεμάτα· και αν τον επιτύχη πρώτην
ή δεύτερην φοράν ο Αμλέτος ή 'ς την τρίτην
το κτύπημα του ανταποδώσ' οι προμαχώνες
όλοι ας κροτήσουν όλα τα πυροβόλα των,
και 'ς το ξανάσαμα του Αμλέτου θα προπίη
ο Βασιλέας, και θα ρίξη 'ς το ποτήρι
μαργαριτάρι τιμιώτερο από κείνο,
'πού τέσσεροι κατά σειράν έχουν φορέση,
ως τώρα, βασιλείς 'ς το στέμμα της Δανίας.
Δώστε μου τα ποτήρια· μήνυμα θα δώση
το τύμπανο 'ς την σάλπιγγα, και τούτη πάλιν
των πυροβολιστών, και όλα τα πυροβόλα
'ς τους ουρανούς, κ' οι ουρανοί 'ς την γην θα λέγουν·
«Του Αμλέτου εις την υγείαν πίνει ο Βασιλέας».
Ελάτε, αρχίστε. — Σεις, κριταί, τον νουν σας τώρα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ορίστε, Κύριε.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Πρίγκιπά μου, ορίστε. [Παίζουν]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Μία.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ποσώς.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ας κρίνουν.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Είναι φανερό 'πού σ' έχει
'πιτύχη.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ας είναι· πάλιν,
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Στάσου — φέρετέ μου
κρασί. — Δικός σου (26) ο μαργαρίτης τούτος είναι,
Αμλέτε· 'ς την υγειά σου εδώ.
[Σαλπισμοί και πυροβολισμοί μέσα]
Σεις, δώσετέ του
το ποτήρι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα παίξω τούτο πρώτα· κάτω
βάλε το. — Εμπρός - [Παίζουν] Και άλλη· συ τι λέγεις;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Μία
κτυπιά, τ' ομολογώ.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ο υιός μας θα κερδίση.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Είναι παχύς και δύσκολ' ανασαίνει. — Αμλέτε,
με το μαντίλι μου το πρόσωπο σφογγίσου·
η βασίλισσα ιδού 'ς την τύχην σου προπίνει,
Αμλέτε μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καλή μου δέσποινα.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Γελτρούδη,
μη πιης.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Θα πιώ, με συγχωρείς.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ [Μόνος του]
Αυτή 'ναι η κούπα
με το φαρμάκι! αργά είναι πλέον!
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δέσποινά μου,
ακόμη δεν τολμώ να πιώ — 'ς ολίγο πίνω.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Έλα, το πρόσωπο να σου σφογγίσω.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Κύριε,
τώρα θα τον 'πιτύχω.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Δεν πιστεύω.
ΛΑΕΡΤΗΣ [Μόνος του]
Και όμως
τ' αποστρέφεται κάπως η συνείδησίς μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εμπρός, Λαέρτη, διά την τρίτην· χωρατεύεις·
παρακαλώ σε, κτύπα με την δύναμίν σου·
φοβούμαι μη με παίρνης διά παιδάκι.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Αλήθεια;
Εμπρός! [Παίζουν]
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ούτε 'ς το ένα μέρος ούτε 'ς τ' άλλο
τίποτε.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Πάρε αυτήν.
Ο ΛΑΕΡΤΗΣ λαβόνει τον ΑΜΛΕΤΟΝ, κατόπιν εις τον διαξιφισμόν
αλλάζουν τα ξίφη και ο ΑΜΛΕΤΟΣ λαβόνει τον ΛΑΕΡΤΗΝ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Χωρίσετέ τους· είναι
θυμωμένοι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, εμπρός και πάλιν.
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ πέφτει.
ΟΣΡΙΚΟΣ
Βοηθάτε
την Βασίλισσαν, ω!
ΟΡΑΤΙΟΣ
Αιμάτωσαν και οι δύο — Κύριέ μου, πώς είσαι;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Πώς είσαι, Λαέρτη;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ωσάν ξυλόρνιθα πιασμένος εις το βρόχι
'πώστησα, Οσρίκε· με φονεύ' η προδοσιά μου
δικαίως.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η Βασίλισσα πώς είναι;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Άμα
τους είδε να αιματώσουν δείλιασε.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Όχι, όχι·
το πιοτό, το πιοτό — Αμλέτε μου, ψυχή μου —
το πιοτό, το πιοτό· είμαι φαρμακωμένη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κακούργημα! την θύραν κλείστε! Προδοσία!
ζητήσετέ την! [Ο ΛΑΕΡΤΗΣ πέφτει]
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ω Αμλέτ', εδώ την έχεις·
Αμλέτε, σκοτωμένος είσαι, ουδέ κανένα
ιατρικό 'ς τον κόσμον να σε ιάνη αξίζει·
ώρα μισή ζωής 'ς εσέ δεν απομένει·
αυτό 'πού σφίγγεις είναι τ' όργανο του φόνου,
ακούμπωτο, φαρμακωμένο· ιδού το μαύρο
μηχάνημα οπού σπα 'ς την κεφαλήν μου· ιδού με
κείτομαι χάμω εδώ να μη σηκωθώ πλέον·
από φαρμάκι και η μητέρα σου πεθαίνει·
άλλην δεν έχω εγώ πνοήν· ο Βασιλέας —
ο Βασιλέας είναι ο πταίστης.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ως κ' η άκρη
φαρμακωμένη! Εμπρός! τα έργο σου, φαρμάκι,
κάμε λοιπόν! [Πληγόνει τον ΒΑΣΙΛΕΑ]
ΟΛΟΙ
Ω! Προδοσία, προδοσία!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Προφθάστε, ω φίλοι· μόνον λαβωμένος είμαι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αιμομίκτη, φονιά, Δανέ κατηραμένε,
πιάσε, άδειασέ το! ο μαργαρίτης σου είναι μέσα
Άμε κατόπιν της μητρός μου. [Ο ΒΑΣΙΛΕΑΣ αποθνήσει]
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ό,τι του ανήκει
έλαβε· τα φαρμάκι αυτός το 'χει ετοιμάση.
Μεγαλόψυχε Αμλέτε, τώρα μεταξύ μας
ν' αντισυγχωρηθούμε· επάνω σου ας μη πέση
ο θάνατός μου, μήτ' εκείνος του πατρός μου,
και μήτε ο θάνατός σου επάνω μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ας σου δώση
άφεσιν ο Θεός! σ' ακολουθώ· πεθαίνω,
Οράτιε. — Δυστυχής βασίλισσα, καληώρα!
Εσείς, 'πού εμπρός 'ς το συμβάν τούτο αχνίζετ' όλοι,
τρέμετε και άφων' είσθε πρόσωπα ή και μόνον
ακροαταί 'ς το δράμα τούτο, αν καιρόν είχα
(αλλ' όταν έρχεται ο σκληρός τούτος κλητήρας (27)
ο θάνατος, εδώ, στιγμήν δεν μας χαρίζει)
ω! είχα να σας είπω — πλην ας ήναι. — Οράτιε,
πεθαίνω, ζης εσύ· 'ς εκείνους 'πού αμφιβάλλουν
ιστόρησε κ' εμέ και όλα τα δίκαιά μου.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ποτέ μη το πιστεύσης· είμ' εγώ αρχαίος
Ρωμαίος πλέον ή Δανός· σώζεται ακόμη
εδώ πιοτό.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αν άνδρας είσαι, το ποτήρι
δος μου· άφησέ το· εγώ το θέλω· Οράτιε φίλε,
α! λαβωμένο 'πού θα ζήση τ' όνομά μου,
τα πράγματ' αν θα μείνουν άγνωστα όπως είναι!
Αν μέσα 'ς την καρδιά σου μ' είχες όσο εζούσα,
ακόμη ολίγο μείνε από την μακαρίαν
ζωήν μακράν και στέρξε την πνοήν με κόπον
να σέρνης 'ς τον τραχύν αέρ' αυτού του κόσμου,
την ιστορίαν μου να ειπής.-[Ακούεται μακρόθεν πορεία στρα-
τού και μέσα πυροβολισμοί]
Τι κρότος είναι
τούτος πολεμικός;
ΟΣΡΙΚΟΣ
Ο Φορτιμπράς ο νέος,
'πού νικητής των Πολωνών τώρα επιστρέφει,
εις τους απεσταλμένους της Αγγλίας δίδει
τον στρατιωτικόν χαιρετισμόν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ωιμένα!
πεθαίν', Οράτιε· το σφοδρό φαρμάκι πνίγει
το πνεύμα μου· δεν θε να ζήσ' όσο να μάθω
τα νέ' απ' την Αγγλίαν· μόνον προφητεύω
ότι 'ς τον Φορτιμπράς η εκλογή θα πέση·
έχει από εμέ την επιθάνατην φωνήν μου·
ειπέ του αυτό και ακόμη τα μικρά μεγάλα
συμβεβηκότα, 'πώχουν σπρώξη — ό,τι απομένει
είναι σιωπή.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Εδώ συντρίβεται καρδία
ευγενεστάτη. — Καλή νύκτ', αγαπημένε
Πρίγκιπα· να σε φέρουν 'ς την ανάπαυσίν σου
Αγγέλων πτέρυγες και ύμνοι. — Τι προβαίνουν
εδώ τα τύμπανα;
Εισέρχονται ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ και οι ΑΓΓΛΟΙ ΠΡΕΣΒΕΙΣ
με τύμπανα και σημαίαις και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ.
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
Το θέαμα πού είναι;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Και τι θέλεις να ιδής; αν συμφοράν, αν θαύμα,
μη ζητήσης αλλού.
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
Τα λείψανα, οπού βλέπω,
φόνους καταβοούν! — 'Σ τ' αθάνατό σου δώμα,
ω Θάνατε δοξομανή, τι κάλεσμά 'χεις
και τόσους βασιλείς εκτύπησες με μίαν
βολήν φονικωτάτην;
Α’ ΠΡΕΣΒΥΣ
Φρίκης θεωρία!
Και τα μηνύματά μας από την Αγγλίαν
έρχονται αργά· και πλέον αίσθησιν δεν έχουν
τ' αυτιά, 'πού έμελλαν από μας ν' ακούσουν ότι
κατά την προσταγήν του (28) σκοτωμένοι έπεσαν
ο Ροζενκράς και ο Γυιλδενστέρνης· τώρα ποίος
θα μας ευχαριστήση;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ουδέ το στόμα εκείνου,
και αν ήταν ζωντανός, θα σας ευχαριστούσε·
δεν είχε αυτός τον θάνατόν τους παραγγείλη.
και αφού τυχαίνει ξάφνου να ευρεθήτ' επάνω
'ς το φονικό τούτο μυστήριον, απ' ταις μάχαις
της Πολωνίας σεις, και σεις απ' την Αγγλίαν
δώσετε προσταγήν τα λείψανα να βάλουν
εις υψηλό πατάρι, να τα βλέπουν όλοι,
κ' εγώ του κόσμου, 'πού αγνοεί, θα φανερώσω
πώς εσυνέβηκαν αυτά· θ' ακούσετ' έργα
σαρκικά (29), φονικά και παρά φύσιν· κρίσες (30)
της τύχης, φόνους (31) κατά σύμπτωσιν, θανάτους (32)
της πανουργίας έργον και δεινής ανάγκης,
και, 'ς την έκβασιν τούτην, σχέδια (33) πώχουν σφάλη
και αφάνισαν τους γεννητάς των· όλα τούτα
δύναμ' εγώ να εκθέσω καθαρά.
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
Και αμέσως
να τ' ακούσωμε ας πάμε· και όλ' οι μεγιστάνες
ας καλεσθούν εις τούτην την συνάθροισίν μας.
Και ως προς εμέ, αν και με λύπην, αγκαλιάζω
την τύχην μου· μου ανήκουν εις το κράτος τούτο
δικαιώματ' αρχαία και να τ' απαιτήσω
η ώρα τούτη με καλεί.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Διά τούτο ακόμη
θα έχω λόγον να ομιλήσω, και απ' τα χείλη
ανδρός, οπού η φωνή του θέλει σύρη και άλλους.
Αλλ' ό,τ' ειπώθη ας γίνη ευθύς, ενόσω ακόμη
τα πνεύματ' είν' ερεθισμένα, μήπως άλλη
μας τύχη συμφορά, 'πού δύναται να φέρη
δόλος ή πλάνη.
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ
Καθώς πρέπ' εις στρατιώτην
τέσσεροι τον Αμλέτον 'ς το υψηλό πατάρι
οπλαρχηγοί θα φέρουν· έδιδεν ελπίδαις,
αν είχεν ανεβή 'ς τον θρόνον, βασιλέας
αληθινός να δείξη· και θα τον υμνήση
εις τον ενταφιασμόν του η μουσική μας μ' όλαις
των όπλων ταις τιμαίς. Τα λείψανα σηκώστε·
θέαμα τέτοιο 'ς του πολέμου τα πεδία
ταιριάζει, εδ' όμως είναι ανάρμοστη ασχημία.
Προστάξτε τους στρατιώταις να πυροβολήσουν.
[Νεκρώσιμη πορεία. Εξέρχονται με τα λείψανα· κατόπιν
πυροβολισμός.]
* Με τον αστερίσκον διακρίνονται αι εξηγήσεις των Κριτικών.
ΠΡΑΞΙΣ Α' 1) &Τις ει;& ο Βερνάρδος κάμνει την στρατιωτικήν ερώτησιν, η οποία δεν ανήκει εις αυτόν αλλά εις τον σκοπόν· ερωτά τον Φραγκίσκον εάν επέρασεν ήσυχα· τον παραγγέλλει να είπη εις τον Οράτιον και εις τον Μάρκελλον να μη αργήσουν· όλα αυτά προέρχονται από την ταραχήν του και από τον φόβον μη ευρεθή μόνος όταν παρουσιασθή το φάντασμα.
2) &Κακώς εκείνος&. Εις το κείμενον «a piece of him, ένα μέρος αυτού». Δηλαδή, είμαι εδώ και δεν είμαι· ο αστεϊσμός φανερόνει την ιλαράν διάθεσιν του Ορατίου, ο οποίος δεν πιστεύει εις τα φαντάσματα και έρχεται αυτού απλώς διά να ευχαριστήση τους φίλους του.
3) &σπουδασμένος είσαι&. * Και επομένως δυνάμενος να ομιλή λατινικά, διότι οι εξορκισμοί ήσαν γραμμένοι εις λατινικήν γλώσσαν.
4) &Να τον ομιλήσουν θέλει&. * Επιστεύετο και πιστεύεται ακόμη ότι ένα Πνεύμα δεν δύναται να ομιλήση πριν του ομιλήσουν.
5) &Ποιος είσαι συ, 'πού αρπάζεις κλ.& Δηλαδή, οπού έχεις την δύναμιν να εμφανίζεσαι εις ωρισμένην ώραν και να ιδιοποιηθής τα σχήμα του αποθαμένου Βασιλέως.
6) &του θαμμένου Δανού&. Του Βασιλέως της Δανίας.
7) &Κάρφος διά να θολώση κλ&. Καθώς ένα κάρφος εμποδίζει την φυσικήν όρασιν, ομοίως τοιαύτη εμφάνισις έρχεται διά να φέρη ταραχήν, απορίαν εις τον νουν μας.
8) 'Σ την Ρώμην κλ. Πρβ. Vergil. Georgie. I. v.466 sq. Ovid. Metam. XV. v. 782 sq.
9) &'ς τον ήλιον χαλασμοί&. Πρβ. Πλουτ. Καίσ. LXIII. «Το περί τον ήλιον αμαύρωμα της αυγής· όλον γαρ εκείνον τον ενιαυτόν ωχρός μεν ο κύκλος και μαρμαρυγάς ουκ έχων ανέτελλεν».
10) &'ς της Κρίσεως την ημέραν&. Διότι κατά τον Ματθαίον κεφ. κδ'. 29 «μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων ο ήλιος σκοτισθήσεται και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής».
11) &Το δώρο αν έχεις της φωνής κλ&. Δηλαδή, αν έχεις ανθρωπίνην φωνήν ή κάποιον άλλον ήχον. Εις τον Όμηρον (Οδ. Ω. στ. 5) αι ψυχαί των μνηστήρων «τρίζουσαι έποντο», και ο λαός μας αποδίδει εις τους Βρυκόλακας όχι ανθρωπίνην φωνήν, αλλά ένα άναρθρον μούγκρισμα.
12) &θησαυρόν της αδικιάς&. Αντί, αδίκως συναγμένον· εδανείσθημεν την φράσιν από την λαϊκήν παροιμίαν «της αδικιάς το γέννημα σε καταποντισμένο μύλο».
Το κείμενον «extorted treasure», δηλαδή, θησαυρόν τον οποίον άρπαξες από τον αδύνατον. Ενομίζετο ότι περιπλανώμενον Πνεύμα δεν δύναται να εύρη ανάπαυσιν έως να αποκαλύψη τον κρυμμένον θησαυρόν. Και εις τον λαόν μας υπάρχει η πρόληψις ότι τα Πνεύματα εμφανίζονται διά να καταδείξουν κρυμμένον θησαυρόν.
13) &'ς τα σύνορά του&. Εκεί όπου είναι καταδικασμένος να μένη, ή εις τον Άδην ή εις το Καθαρτήριον πυρ.
14) &άστρο δεν πληγόνει&. * Η επιρροή των πλανητών εθεωρείτο κακοποιός.
15) &Νύμφη καμμιά δεν βλάπτει&. Fairy γαλλιστί Fée, θεότης της μεσαιωνικής μυθολογίας· διαφέρει από την ιδικήν μας Νεράιδα.
16) &'ς αυτόν, θαρρώ, θα κρίνη&. Είναι πιθανόν ότι το Πνεύμα του Βασιλέως θα είπη εις τον υιόν του ό,τι δεν δύναται να είπη εις άλλον.
17) &εδώ γραμμένα&. Εις την επιστολήν την οποίαν εγχειρίζει εις αυτούς.
18) &Κεφαλή και καρδιά κ.λ.& Η ψυχολογική σχέσις του νου και της καρδίας και η μηχανική του στόματος και της χειρός δεν είναι τόσον στεναί όσον εκείνη του Συμβούλου προς τον Βασιλέα του.
19) &Κάπως — ανέβηκ' η συγγένεια&. Απεδώκαμεν το λογοπαίγνιον του κειμένου· «a little more than kin and less than kind» «κάτι περισσότερον παρά συγγενής και ολιγώτερον παρά ευμενής». Ο άνομος γάμος με την Γελτρούδην αύξησε τον συγγενικόν δεσμόν του Κλαυδίου με τον Αμλέτον αλλά συγχρόνως εγέννησε τα μίσος τούτου προς τον Κλαύδιον.
20) &πολύ 'ς τον ήλιον είμαι&. Δηλαδή, υποφέρω πολύ· κατά την αγγλικήν παροιμίαν «out of God's blessing in the warm sun = έξω από την χάριν του Θεού εις τον θερμόν ήλιον».
21) &το μαύρο χρώμα&. Τα πένθιμα φορέματα· μόνος ο Αμλέτος μαυροφορεί διά τον θάνατον του Βασιλέως.
22) &Ναι, δέσποινα, κοινό&. Ειρωνικώς.
23) &'ς της Βυττεμβέργης την σχολήν&. Το Πανεπιστήμιον της Βυττεμβέργης εσυστήθη το 1502, δηλαδή μετά την εποχήν εις την οποίαν ανήκει ο μύθος του Αμλέτου. Ο Shakespeare δεν αποφεύγει αναχρονισμούς, όταν μάλιστα χρησιμεύουν εις το νόημά του.
24) Ο Μάρκελλος; Χαιρετισμός προς τον Μάρκελλον.
25) &θα μάθης κλ&. Πρβ. σκ. δ. στ. 15 και εξής.
26) &Απ' το νεκρόδειπνο&. Το κατόπιν της κηδείας συμπόσιον συγγενών και φίλων. Εις τον Όμηρον ονομάζεται «τάφος» (Οδ. Γ. 309 και Ιλ. Ψ. 29). Εις την Κέρκυραν ονομάζεται Συχώριο, αλλού Μακαριά, και, κατά τον Κοραήν, Νεκρόδειπνο. Εις την Αγγλίαν επικρατεί ακόμη το έθιμον είς τινας πόλεις.
27) &Να είχ' απαντήση κλ&. Παρά να δοκιμάσω παρομοίαν λύπην θα επροτιμούσα ν' αποθάνω και ν' απαντήσω εις τον τόπον της μακαριότητος τον χειρότερον εχθρόν μου.
28) &Έργα μιαρά κλ&. ο Shakespeare, καθώς και οι σύγχρονοί του δραματικοί άγγλοι ποιηταί, συνηθίζει να κλείη μίαν ομιλίαν με δίστιχον ομοιοκατάληκτον, ιδίως εις το τέλος της σκηνής, ως διά να δώση εις την έννοιαν τύπον επιγραμματικόν.
29) &ο ναός&. Δηλαδή, το σώμα. Πρβ. Ιωάν. κεφ. β'. 22. «εκείνος (ο Χριστός) δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού».
30) &της ψυχής και του νου&. Πρβ. Ηρόδ. Γ'. 134. «αυξανομένω γαρ τω σώματι συναύξονται και αι φρένες».
31) &το κάλλος της κλ&. Πρβ. Δημοτικό τραγούδι· «Μάννα με τους εννιά σου υιούς και με τη μια σου κόρη — 'ς τα σκοτεινά την έλουζες, 'ς το φέγγος την επλέκες».
32) &'Σ τους στοχασμούς σου γλώσσαν κλ&. Όμοιαι σχολαστικαί παραγγελίαι περιέχονται εις το «Παραινετικόν Ποίημα Αλεξίου του Κομνηνού» (Wagner, Carmina Graeca Medii Aevi). «Μη προλαμβάν' η γλώσσα σου ποτέ τους λογισμούς σου· — πολλούς γαρ εκ συναρπαγής παρέδωκεν η γλώσσα — και διά τούτο πρόσεχε πρώτον καλά και σκόπει — και τότε λάλει ταπεινά και μεμελετημένα… Απόφευγε τας ταραχάς, φεύγε και τους κινδύνους — ει δε συμβή σε κ' εμπλακής εις κίνδυνον πολλάκις — ως άνδρας αγωνίστησε να ζήσης, ν' αποθάνης… Μη κάμης φίλους σύντομα και πάλιν τους αφήσης· — ώσπερ γαρ ένι σιχαντόν το να μη έχης φίλους — ούτως ένι υπόψογον συχνά να κάμης φίλους — να τους αφήσης σύντομα και να γυρεύης άλλους· — ένεκεν τούτου πρόσεχε πρώτον καλά και σκόπει, — και τότε γύρεψε καλώς να κάμης την φιλίαν· — αφ' ότου φθάσης κ' εύρης τον εκείνον σου τον φίλον, — τότε προχείρου μετ' αυτόν μετά πολλής αγάπης».
31) &κάλπικα σημεία&. Το λογοπαίγνιον εις την μετάφρασίν μας, καθώς εις το κείμενον, γίνεται με τρεις διαφόρους σημασίας της αυτής λέξεως.
34) &ασπέδιστος&. Σπεδίζουν τον ίππον, δηλαδή δένουν μεταξύ των τα δύο του εμπρόσθινά πόδια, ώστε δύναται μεν να τα κινή, αλλ' όχι και να βηματίζη ευκόλως μακράν από τον τόπον της βοσκής του.
35) &τον θρίαμβόν του&. Ειρωνικώς.
36) &το δράμι — όνειδός του&. Η μετάφρασίς μας αποδίδει το κείμενον κατά την καλητέραν διόρθωσιν των Κριτικών «the drom of bale - doth all the noble substance off and out - to his own scandal», αντί της φθαρμένης γραφής των πρωτοτύπων εκδόσεων.
37) &με σχήμα τόσο αξιομίλητον&. questionable = αξιομίλητον και = αξιερώτητον. Του πατρός του η μορφή, με την οποίαν εμφανίζεται το Πνεύμα, αναγκάζει τον υιόν να του ομιλήση (ή να τον ερωτήση), διά να μάθη τον λόγον της εμφανίσεώς του. Άλλη εμφάνισις δεν θα ήταν ικανή να τον υποχρεώση εις τούτο.
38) &της φύσεως τα εμπαίγματα&. Η φύσις, ως περικυκλόνει τον άνθρωπον με τ' ανεξήγητα φαινόμενά της, φαίνεται ότι εμπαίζει την άγνοιάν του.
39) &εις το ποτάμ' ή 'ς τον φρικτόν βράχον&. Υποτίθεται εκεί πλησίον ποταμός ή βράχος επάνω εις την θάλασσαν, δια να χρησιμεύση εις την ποιητικήν παράστασιν.
40) &θηρίον της Νεμέας&. Ο λέων τον οποίον εφόνευσεν ο Ηρακλής.
41) &Πού θα με πας; ομίλει&. Ο Αμλέτος, αφού διά κάμποσο διάστημα ακολούθησε το Πνεύμα, απαιτεί από αυτό να σταματήση τέλος πάντων και να του ομιλήση.
42) &μες ταις φλόγαις να λιμάζω&. Οι κολαζόμενοι υποφέρουν και πείναν και δίψαν. Πρβ. Ευαγγέλ. Λουκ. ις'. 24. και Dante Inferno XXX. 64. «ed ora lasso, un gocciol d'aqua bramo».
43) &Θεέ μου!& Επικαλείται τον Θεόν μάρτυρα της προς τον πατέρα του αγάπης του.
44) &ομοίως κ' η ασέλγεια κλ&. Πρβ. Ευριπ. Αντιόπη, απόσπασμα 212. «Κόρος δε πάντων· και γαρ εκ καλλιόνων — λέκτροις επ' αισχροίς είδον εκπεπληγμένους, — δαιτός δε πληρωθείς τις άσμενος πάλιν — φαύλη διαίτη προσβαλών ήσθη στόμα».
45) &μηλοχόρτου&. ούτως ονομάζεται τώρα κατά τον Κοραήν (Άτακτα V. 45) ο υοσκύαμος· είναι φυτόν «μανιώδες και καρωτικόν» κατά Διοσκορίδην (IV. 69). Hyoscyamus. Oleum fit ex semine quod ipsum auribus infusum tentat mentem. Plin. Hist. Nat. Lib. XXV. c.17.
46) &ως του Λαζάρου λώβα&. Η λέπρα. Πρβ. Ευαγγέλ. Λουκ. ις'. 20.
47) &χωρίς να λάβω μύρον&. L' extrême onction, το χρίσμα το οποίον οι Λατίνοι δίδουν εις τον ετοιμοθάνατον.
48) &η λαμπυρίδα — φως&. Δηλαδή, το να ολιγοστεύη η λάμψις της λαμπυρίδας προμηνά τα χαράματα· «άνεργο», διότι λάμπει χωρίς θερμότητα ή προληπτικώς, διότι θα αφανισθή με το φως της ημέρας.
49) &την σαλευμένην τούτην σφαίραν&. Πιάνει την κεφαλήν του την οποίαν ονομάζει σφαίραν διά το σχήμα της.
50) &Γυνή&. Αποστροφή προς την μητέρα του, κατόπιν προς τον θείον του.
51) &Το σημειωματάρι μου&. Ο Αμλέτος αναγράφει εις το σημειωματάρι του την υποκρισίαν και την μοχθηρίαν του Κλαυδίου ως πράγμα, το οποίον ήταν δυνατόν να λησμονήση· η φαινομενική αυτή ελαφρότης προέρχεται από τον παροξυσμόν του πάθους του.
52) &ω πουλί μου — κατέβα&. Αστειευόμενος ομιλεί ως κυνηγός οπού ανακαλεί το γεράκι, το οποίον είχεν απολύση διά να κυνηγήση· λέγει, «κατέβα», διότι, ως φαίνεται, οι φίλοι κατεβαίνουν από λόφον διά να τον εύρουν.
53) &δεν σώζεται κακούργος κλ&. Ήθελε να είπη «όμοιος του βασιλέως Κλαυδίου», αλλά διά να μη φανερώση το μυστικό του συμπληρόνει την περίοδον με ανόητον ταυτολογίαν.
54) &προσβολή&. Αινίττεται το κακούργημα του θείου του.
55) &Εις το σπαθί μου&. Ή διότι η λαβή είχε σταυρόν, ή διότι εις τα βόρεια έθνη ήταν συνήθεια να ορκίζωνται επάνω εις το ξίφος.
56) Τώρα εδώκαμ' όρκον. Δηλαδή, όταν έδωκαν την διαβεβαίωσιν εις την τιμήν των.
57) &τιμημέν' εργάτη&. Εννοεί εργάτην των μεταλλείων. Το Πνεύμα οπού προχωρεί κάτω από την γην και του οποίου η φωνή ακούεται από τα βάθη της, παραβάλλεται με μεταλλευτήν, με κελλάρην ευρισκόμενον μέσα εις υπόγειον αποθήκην (κατωκέλλι), με σκαπανέα και με χαμώρυγα (άλλως τυφλοπόντικα) ακόμη διά την ταχύτητα με την οποίαν τούτο το ερπετόν διέρχεται το χώμα.
58) &πρέπει τόπον — ν' αλλάξωμεν&. Ο Αμλέτος προσκαλεί τους φίλους να μεταβούν παρέκει, διότι είναι βέβαιος ότι όπου και αν υπάγουν η φωνή του Πνεύματος θ' ακουσθή και επομένως αυτοί θα πεισθούν ότι αυτό το Φάντασμα, ως υπερφυσική δύναμις, τους επιβάλλει να ορκισθούν εχεμυθίαν.
59) &αυτό 'πού τώρ' ακούσετε&. Πρώτα ωρκίσθησαν να μη ειπούν τι είδαν, τώρα προσκαλούνται να ορκισθούν να μη είπουν τι άκουσαν, δηλαδή την από τα βάθη της γης φωνήν του Πνεύματος.
60) &ως ξένον&. Κατά την πιθανωτέραν ερμηνείαν· καλοδέξου το, καθώς δεχόμεθα τους ξένους, χάριν φιλοξενίας, χωρίς να εξετάζωμεν προηγουμένως το πρόσωπον του φιλοξενουμένου.
61) &Πολλά πράγματα, Οράτιε κλ&. Εκτός των όσα διδάσκονται εις τα Σχολεία περί των φυσικών πραγμάτων και των υπερφυσικών, υπάρχουν άλλα πολλά ανεξερεύνητα μυστήρια.
62) &Αλλά ελάτ' εδώ, 'σάν πρώτα&. Δηλαδή, ορκισθήτε πάλιν εδώ επάνω εις το σπαθί μου. Εδιατηρήσαμεν εις τους επομένους στίχους έως το «ορκισθήτε» το υπερβατόν, διότι το μετέωρον της φράσεως καθιστάνει σεμνήν και επιβλητικήν την παραγγελίαν του Αμλέτου.
63) &τα χέρια να σταυρώσετ', έτσι κλ.& Συνοδεύει την ομιλίαν του με σχήματα ανάλογα προς ό,τι λέγει.
64) &δεν λείπουν, αν μπορούσαν&. Δηλαδή, υπάρχουν όνθρωποι οπού γνωρίζουν τα μυστικόν, αλλά δεν συγχωρείται εις αυτούς να εξηγηθούν.
1) &Κρίνε συ την διάθεσίν του κλ&. Δηλαδή, ως νέος κρίνε, μάντευε την κλίσιν του ομηλίκου σου.
2) &Και άφησέ τον&. Δηλαδή, άφησέ τον να κάμνη ό,τι του αρέσει. Άλλοι εξηγούν· κάμε ώστε να σου ειπή τα μυστικά του.
3) &συρταίς, 'σάν κλάπαις, 'ς τ' αστραγάλι&. Τα περιπόδια μαζωμένα κάτω εις τους πόδας ωμοίαζαν με κλάπαις ( = κλοιόποδες. Ίδ. Κοραή Άτακτα Α'. 68) καταδίκου.
4) &απ' τον αρμόν&. ο λαός μας ονομάζει αρμούς τας αρθρώσεις εν γένει και ιδίως την μεταξύ της χειρός και του βραχίονος.
5) &έτσι επάνω — 'ς τα φρύδια του&. Διά να σκιάση τους οφθαλμούς όπως ανεμπόδιστος από το φως δυνηθή να παρατηρήση καλήτερα.
6) &ο έρωτας — γεννήση&. Δηλαδή, κατά το κακόζηλον ύφος του Πολωνίου, η αποκάλυψις του έρωτος του Αμλέτου διά την Οφηλίαν δύναται να κινήση εναντίον του πατρός της την οργήν του Αμλέτου (ή του Βασιλέως), αλλά πάλιν η αποσιώπησις δύναται να φέρη χειρότερα, δηλαδή να κάμη τον Αμλέτον να χάση όλως δι' όλου τας φρένας του.
7) &του δείπνου εκείνον παραφάγια&. Αι ειδήσεις τας οποίας κομίζουν οι πρέσβεις από την Αγγλίαν είναι ο δείπνος, η ανακάλυψις του λόγου της παραφροσύνης του Αμλέτου τα παραφάγια (εις την αρχαίαν «επιδόρπιον»).
8) &Βασιλειά μου σεπτέ κλ&. Εννοεί να είπη ότι αυτός καλώς γνωρίζει τα καθήκοντά του προς τους Βασιλείς του, και ότι τούτου έδωκε νέαν απόδειξιν με το να ανακαλύψη, ως πιστεύει αυτός, τον λόγον της παραφροσύνης του Αμλέτου.
9) &του φαινομένου τούτου&. Εις το κείμενον το λογοπαίγνιον γίνεται με την ομοίαν κατάληξιν των λέξεων «effect και defect»· εις την μετάφρασιν διπλήν σημασίαν της λέξεως λόγος =αιτία και = έννοια.
10) &τούτο απομένει — κρίνετε&. Δηλαδή, τούτο είναι το συμπέρασμα, τουτέστιν ότι ο Αμλέτος είναι τρελλός, και ιδού πώς θα το εξηγήσετε (όταν σας δείξω το ερωτικό γράμμα του Αμλέτου).
11) &την ωραιωμένην&. Κακόζηλος λέξις των μεσαιωνικών μας ποιημάτων (Διηγ. Πλάτσια Φλώρης στ. 6 «εξαίρετος εις ηλικιάν πλην ήτον ωραιωμένη»)· αντιστοιχεί προς την κακόζηλον του κειμένου Beautified.
12) &υπέρλευκον κόλπον της&. * Εις την εποχήν του Shakespeare αι κυρίαι είχαν εις το σωκάρδι των ένα φυλακτήριον διά τα γράμματα.
13) &τούτ' η μηχανή&. Το σώμα του.
14) &'σαν αναλόγ' ή 'σαν γραφείο». Δηλαδή, εάν, ενώ εγνώριζα ότι έχουν αλληλογραφίαν, έμενα αναίσθητος ως το γραφείον οπού γράφονται, ή ως το αναλόγι, οπού αναγινώσκονται αι επιστολαί.
15) &Διότι αν ο ήλιος — κόρη σου&. Εδιατηρήσαμεν την γραφήν των αρχετύπων εκδόσεων «being a good kissing carrion» (την οποίαν εδιόρθωσαν «a god kissing carrion», θεός οπού φιλεί ψοφίμι). ο συλλογισμός του Αμλέτου, με την αταξίαν και τας αποσιωπήσεις της πλαστής παραφροσύνης του, προχωρεί ως εξής· η τιμιότης είναι εξαίρεσις, η διαφθορά κανών, τόσον ώστε και η αγαθωτέρα ενέργεια, όταν εις το αντικείμενόν της ευρίσκει διάθεσιν προς το κακόν, αντί να το καλητερεύση το χειροτερεύει, καθώς η ευεργετική δύναμις του ηλίου επιταχύνει το σάπισμα εις το ψοφίμι, το οποίον είναι πράγμα «καλό να φιληθή από τον ήλιον», διότι ανταποκρίνεται εις το φίλημα με το να γεννοβολήση πολλά σκουλήκια. Διά τούτο σε συμβουλεύω να μη αφήσης την θυγατέρα σου να εκτεθή εις τας ακτίνας του ηλίου, διότι η σύλληψις (=κατανόησις) είναι καλή, όχι όμως και η φυσική σύλληψις, όπως δύναται να συμβή της θυγατρός σου. Πρβ. του ιδίου Shakespeare, Measure for Measure Act IΙ. sc. 2… «εγώ 'μαι ο πταίστης, 'πού, 'ς τον ήλιον — ενώ μένω σιμά 'ς τα γιούλι, μου συμβαίνει — ό,τι παθαίνει το ψοφίμι, και όχι τ' άνθος — φθείρομαι απ' την καλήν ενέργειαν…»
16) &ο σατυριστής&. Ίσως ο Juvenalis Sat. Χ. 188.
17) &ο κόσμος είναι φυλακή&. Πρβ. Pascal, Pensées, I, IV «ce petit cachot où il (l'homme) se trouve logé, c'est à dire ce monde visible».
18) &ονείρατα κακά&. Αινίττεται την υπερφυσικήν εμφάνισιν, οπού του απεκάλυψε την δολοφονίαν του πατρός του ό,τι δεν είναι φυσική πραγματικότης δύναται να ονομασθή όνειρον.
19) &Λοιπόν οι πένητές μας κλ&. Αστεϊσμός διά τους ηθοποιούς, οι οποίοι ενώ είναι πραγματικώς πένητες παριστάνουν εις το θέατρον το μεγαλείον των βασιλέων και των ηρώων· η πενία είναι σώμα = πραγματικότης, και το μεγαλείον αυτό είναι σκιά εκείνου του σώματος = ανύπαρκτον.
20) &θα πάμε εις την Αυλήν κλ&. Ειρωνεύεται τους Αυλικούς· αυτούς πρέπει να συναναστρέφεται όποιος δεν είναι εις κατάστασιν να σκέπτεται.
21) &τρομερήν ακολουθίαν&. Ίσως αινίττεται ότι οι ακόλουθοι είναι κατάσκοποι του Βασιλέως· δεν θέλει ακόμη να εξομοιώση τους δύο παλαιούς φίλους του με κατασκόπους.
22)&Ε! τότε κάπως σας ενόησα&. Άμα τους είδε να κρυφομιλούν τους υποπτεύεται περισσότερον.
23) &Εγώ θα σας ειπώ διατί κλ&. Αφού εγώ λέγω τον λόγον διά τον οποίον σας έστειλαν, δεν είσθε σεις οπού τον φανερόνετε, και ούτω δεν προδίδετε μυστικότητα την οποίαν έχετε υποσχεθή προς τους Βασιλείς.
21) &πεμπτουσία του χώματος&. Εις την αλχημικήν γλώσσαν πεμπτουσία ωνομάζετο ό,τι απομένει αφού προαφαιρεθούν τα τέσσαρα στοιχεία, γη, αέρας, πυρ και νερό· δηλαδή, αν καλώς αναλύσης τον άνθρωπον, άλλο δεν απομένει παρά χώμα, κατά τα της Άγιας Γραφής· «γη ει και και εις γην απελεύση».
25) &ειδεμή ο στίχος θα σκοντάψη&. Εάν η νέα εντραπή και από σεμνότητα αποσιωπήση τι, τότε η παράλειψις θα χαλάση το μέτρον.
26) &της πρωτευούσης&. * City, εις το κείμενον. Διά το ακροατήριον του Shakespeare η City (το Άστυ) ήταν το Λονδίνον, καθώς και όλοι οι εξής δυσεξήγητοι υπαινιγμοί αναφέρονται εις το σύγχρονον του Shakespeare Θέατρον.
27) &νεωτέρισμα&. * Το νεωτέρισμα, τα οποίον μνημονεύεται κατόπιν μερικώτερα, συνέβη διότι εις την εποχήν του Shakespeare εσχηματίσθησαν δραματικοί θίασοι από νέους οπού έψαλλαν εις το Βασιλικό Παρεκκλήσι και εις άλλας Εκκλησίας, και τους οποίους επροτιμούσε ο κόσμος αντί των παλαιών ηθοποιών.
28) &πεταξόνια&. Εις την εξοχήν Κερκύρας ονομάζονται τα πτηνά άμα αποκτήσουν την χρήσιν των πτερύγων. Εις την αρχαίαν, «εκπετήσιμος».
29) &τα χηνοκόνδυλα&. Δηλαδή εκείνους, οπού με τον κάλαμον υποστηρίζουν τους νέους ηθοποιούς, γράφουν δι' αυτούς δράματα και συνθέτουν σατύρας εναντίον των παλαιών ηθοποιών.
30) &τον Ηρακλέα μ' όλο το βάρος του&. * Το Θέατρον Globe (Σφαίρα) είχεν ως σύμβολον τον Ηρακλέα οπού εβαστούσε σφαίραν.
31) &Κύριοι, καλώς ήλθετε&. Με αυτήν την τυπικήν, εις αντίθεσιν με την πρώτην εγκαρδίαν υποδοχήν, ο Αμλέτος θέλει να δείξη των συμμαθητών του ότι δεν τους θεωρεί πλέον φίλους, άμα επείσθη περί της ανειλικρινείας των, συνάμα δε κάπως ειρωνικώς τους ταυτίζει με ηθοποιούς.
32) &όταν πνέει νοτιάς κλ&. Θέλει να είπη ότι πότε είναι τρελλός, πότε φρόνιμος· όποιος δύναται να διακρίνη μεταξύ πτηνού και πτηνού πρέπει να ήναι κάπως κάτοχος των αισθήσεών του.
33) &εις κάθε αυτί κλ&. Ειρωνεία προς ωτακουστάς, οποίους θεωρεί τους δύο συμμαθητάς του.
34) &Σωστά — πραγματικώς&. Διά να μη εννοήση ο Πολώνιος ότι ωμιλούσαν περί αυτού, ο Αμλέτος προσποιείται ότι εξακολουθεί ομιλίαν άλλην.
35) &Τότ' ήλθε κάθε ηθοποιός&. * Απόσπασμα παλαιού άσματος.
36) &θέλεις σκηνήν αδιαίρετην&. * Εννοεί την τοπικήν ενότητα.
37) &Ιεφθάε&. * Τούτοι και οι εξής στίχοι ανήκουν εις παλαιόν άσμα θρησκευτικόν, ως το ονομάζει κατόπιν, διότι είχεν ως θέμα την ολοκαύτωσιν της θυγατρός του Ιεφθάε (Ίδ. Κριταί XI 30-42).
38) &Δεν έρχεται αυτό κατόπιν&. Δηλαδή, αυτά οπού λέγεις δεν είναι η συνέχεια του άσματος.
39) &Ε! καλή μου Κυρία&. * Εις την εποχήν του Shakespeare το μέρος των γυναικών έπαιζαν νέοι· ο Αμλέτος υποθέτει ότι ο ηθοποιός προς τον οποίον ομιλεί, αφού ενηλικιώθη, έχασε τον υψηλόν τόνον της φωνής.
40) &διά το κοινόν ήταν χαβιάρι&. Δηλαδή, σύνθεσις τόσον εκλεκτή ώστε οι πολλοί δεν είχαν ικανήν καλαισθησίαν διά να την εκτιμήσουν. Τα χαβιάρι τότε ήταν σπανιώτατον εις την Αγγλίαν.
41) &το τετράποδο της μοίρας&. Ο δούρειος ίππος.
42) τον ηύρε κλ. Πρβ. Verg. Aen. II 509. «Arma diu senior desueta trementibus aevo - circumdat nequicquam humeris et inutile ferrum - cingitur.
43) &αχρείον — αυτά;& Φαίνεται του Αμλέτου, καθώς είναι αναμμένη η φαντασία του, ότι βλέπει έμπροσθέν του άνθρωπον οπού του ονειδίζει την απραξίαν του.
44) &Τον Λόγον — κάτω;& Δηλαδή, ποίος μου γυρίζει οπίσω τον λόγον και τον αναγκάζει να κρυφθή πάλιν εις το εσωτερικόν μου, απ' οπού εξήλθε διά να δώση την ψευδή υπόσχεσιν ότι θα εκδικήσω τον πατέρα μου;
45) &Ω αιμοπότη κλ&. Αποστροφή προς τον Βασιλέα.
46) &με λόγια κλ&. Οποία είναι τα επίθετα τα περιεχόμενα εις την προηγουμένην υβριστικήν αποστροφήν.
47) &Το Πνεύμα&. Παρομοίαν υποψίαν είχε συλλάβη ο Ορέστης του Ευριπίδου, όταν ο Απόλλων τον είχεν εξαναγκάση να φονεύση την μητέρα του· «Ω Λοξία μαντείε, σων θεσπισμάτων — ου ψευδόμαντις ήσθ' άρ', αλλ' ετήτυμος, — και τοι μ' εσήει δείμα μή τινος κλύων — αλαστόρων δόξαιμι σην κλύειν όπα». Ορ. στ. 1666.
1) &Της αισχρής κλ&. Δηλαδή, η ασχημία ζαρωμένου προσώπου συγκρινομένη προς το φτειασίδι του δεν είναι τόση, όση είναι η ασχημία του κακουργήματός μου συγκρινομένη προς τα υποκριτικά λόγια μου.
2) &Να ήναι τις ή να μη ήναι κλ&. Δεν είπε «να ζη τις ή να μη ζη», διότι δεν πρόκειται περί εκλογής μεταξύ ζωής και θανάτου, αφού ο θάνατος, κατά τας χριστιανικάς ιδέας, δεν είναι κατάλυσις της υπάρξεως, αλλά μετάβασις εις άλλην ζωήν· η έναρξις του μονολόγου στηρίζεται εις την ιδέαν ότι με την παρούσαν ζωήν τελειόνει η ύπαρξις του ανθρώπου, και επομένως το ζήτημα τίθεται μεταξύ του είναι και μη είναι, μεταξύ υπάρξεως και μη υπάρξεως απολύτως· μόνον εις την ερχομένην περίοδον εκφράζεται η περί μελλούσης ζωής σκέψις.
3) &ή 'ς ένα — όλα&. Η αντίστασις εδώ ταυτίζεται με την βιαίαν, θεληματικήν καταστροφήν της υπάρξεως· ο άνθρωπος αντιστεκόμενος εις τον πόνον δεν δύναται να τον νικήση, να τον αφανίση, ειμή με το να συγκαταστρέψη την έδραν του πόνου, δηλαδή τον εαυτόν του.
4) &ύπνος· τίποτ' 'άλλο&. Δηλαδή, ύπνος και μόνον ύπνος, τουτέστιν ανάπαυσις αναίσθητος, οποία δεν συμβαίνει πάντοτε εις τον φυσικόν ύπνον.
5) &κει — θα 'λθουν&. Δηλαδή, η απορία εάν η νέα κατάστασίς μας θα ήναι ευχάριστος ή οδυνηρά.
6) &την ζωήν της δυστυχίας&. Προσωποποιείται εδώ η δυστυχία.
7) &την άργητα του νόμου&. Δηλαδή, της απονομής της δικαιοσύνης.
8) &ο τόπος — γυρίζει&. Πρβ. Catullum. «Qui nunc it per iter tenebricosum - illuc, unde negant redire quemquam». Πρβ. και Θεοκρ. Ειδ. XVII στ. 120. «αέρι τα κέκρυπται, όθεν πάλιν ουκέτι νόστος». Πρβ. Δημ. Άσμ. Γ. Χρ. Χασιώτου, Μυρολόγια. 28. «βουργάραις μ' εξεκίνησαν 'ς τ' αγύριστο ταξείδι — 'πού πάνουν και δεν έρχουνται και πίσω δεν γυρίζουν». Ο σύγχρονος του Shakespeare δραματικός ποιητής Marlowe εις προγενέστερον του Αμλέτου δράμα·
Weep not for Mortimer=that scorns the world, and, a traveller, - goes to discover countries yet unkown».
9) &και αυτό — πάθη&. Πρβ. Ευριπ. Φοίνιξ. Απόσπ. 813… «Ω φιλόζωοι βροτοί, — οι την επιστείχουσαν ημέραν ιδείν — ποθείτ' έχοντες μυρίων άχθος κακών· — ούτως έρως βροτοίσιν έγκειται βίου· — το ζην γαρ ίσμεν, του θανείν δ' απειρία — πας τις φοβείται φως λιπείν τόδ' ηλίου».
10) &η συνείδησις&. Εις την οποίαν ενυπάρχει ο φόβος άλλης ζωής.
11) &κ' έτσι το φυσικό κλ&. Απόφασις προερχομένη από την πρώτην ορμήν της καρδίας έχει την έκφρασιν της ευρωστίας, έχει τα φυσικό της χρώμα· και τούτο παίρνει κατόπιν όψιν ασθενικήν (is sicklied o'er) από την ωχρότητα του λογισμού, δηλαδή από την ψυχράν σκέψιν.
12) &'ς ταις ευχαίς σου&. Η Οφηλία κρατεί ευχολόγιον.
13) &το άρωμά τους κλ&. Αφού έλειψεν η αγάπη, η Οφηλία θεωρεί τα δώρα ως εξωσμισμένον άνθος.
14) &ότι — ωραιότητά σου&. Ως να έλεγεν, η ωραία και ενάρετος γυνή δεν πρέπει να ενθυμήται ότι είναι ωραία. Πρβ. As you like it. Act I. s. II. και Petrarca Son XXIX. in Morte. «Due gran nemiche insieme erano aggiunte - Bellezza ed Onesta, con pace tanta, - che mai ribellion l'anima santa - non senti, poi ch'a star seco fur giunte».
15) &παρονομάζετε κλ&. Δηλαδή, σατυρίζετε τους άνδρας μ' επίθετα γελοία.
16) &έξω από έναν&. Αινίττεται τον Βασιλέα.
17) &λαμπρής&. Η οποία ελαμπρύνετο από αυτόν.
18) &'πού είδα — εμπρός μου&. Δηλαδή, οπού είδα πρώτα το ύψος αυτού του πνεύματος και τώρα βλέπω την πτώσιν του.
19) &μηδέ να παρασχίζης κλ&. Κατακρίνει την υπερβολικήν χειρονομίαν.
20) &πλαστά σγουρά&. * Οι ηθοποιοί εφορούσαν φενάκην.
21) &των κάτω καθημένων&. * Του όχλου, του οποίου η θέσις ήταν εις την πλατείαν (parterre).
22) &τα βουβά ακατανόητα κλ&. * Η παντομίμα· ονομάζει ακατανόητα τοιαύτα θεάματα, διότι πολύ ατελώς εξηγούσαν την δραματικήν πράξιν.
23) &και τον Τερμαγάντην&. * Δηλαδή, όποιος εις την παράστασιν υπερβαίνει το αρκετά τερατώδες πρόσωπον του Τερμαγάντου και το απάνθρωπον του Ηρώδου. Εις τα μεσαιωνικά «Μυστήρια» (θρησκευτικά Δράματα) απαντάται ο Τερμαγάντης, θεότης των Σαρακηνών.
24) &αίμα και νουν&. Πάθος και λόγον.
25) &'ς ένα του λόγου μέρος&. Πιθανώς οι στίχοι τους οποίους προφέρει ο Λουκιανός όταν χύνει το φαρμάκι εις το αυτί του Βασιλέως.
26) &απ' την μονιά δεν έβγη&. Μεταφορά από τον κυνηγετικόν σκύλλον όταν ξεμονιάζει λαγόν ή αλωπού.
27) &ούτε εις εμέ ανήκουν πλέον&. Αφού εξήλθαν από τα χείλη του δεν είναι πλέον εις την εξουσίαν του.
28) &Αφού σ' έφαγεν ο Ιούνιος κλ&. Εις το λογοπαίγνιον του κειμένου αντικαταστήσαμεν άλλο.
29) &Ε! το βλέπεις;& Δηλαδή, ότι έχω δίκαιον να λέγω ότι ο Αμλέτος αγαπά την Οφηλίαν.
30) &Και όμως — ανάπαυσις&. Εις τούτο και εις άλλα χωρία ενομίσαμεν ότι μας εσυγχωρείτο να αποφύγωμεν την ακολασίαν της εκφράσεως.
31) &τον διάβολον κλ&. Δηλαδή, να γίνη ό,τι αφύσικον και άτοπον· ο υιός να αδιαφορή διά τον θάνατον του πατρός του και ο διάβολος, το πονηρόν Πνεύμα, να λυπήται.
32) &Καθώς το χάρτινο άλογο&. * Εις την Αγγλίαν οι χωρικοί εσυνηθούσαν τον Μάιον να διασκεδάζουν μ' ένα χάρτινο άλογο, το οποίον εκινούσεν ένας χορευτής κρυμμένος μέσα· τούτο το παιγνίδι είχε καταργήση των Πουριτανών ο φανατισμός· την κατάργησιν εσατύρισε κατόπιν ο λαός με ένα τραγούδι, εις το οποίον ανήκει ταύτος ο στίχος.
33) &οι ηθοποιοί δεν κρατούν μυστικό κλ&. Διότι τώρα θα ομιλήσουν, ενώ εις την παντομίμαν ήσαν βουβοί· υπαινίττεται συγχρόνως την επικειμένην αποκάλυψιν του εγκλήματος του Βασιλέως.
34) &στίχοι δι' αρραβώνα&. Δηλαδή, σύντομοι ως ρητόν σκαλισμένον εις δακτυλίδι.
35) &Αψιθιά, αψιθιά&. Εννοεί ότι οι προηγούμενοι στίχοι θα πικράνουν την Γελτρούδην.
36) &Το Δόκανο&. Δηλαδή, «διά να πιάση την συνείδησιν του Βασιλέως». Πρβ. Πράξιν Β'. τέλος.
37) &δολοφόνε&. Προς τον Λουκιανόν.
38) &τον ύγιον — με βίαν&. Το σώμα παριστάνεται ως η έδρα της υγείας και της ζωής, και το δηλητήριον ως ακαταμάχητος εκπορθητής.
39) &μ' ένα δάσος πτερά&. Εννοεί το ένδυμα των ηθοποιών της εποχής εκείνης.
40) Εύκολα εύρισκες την ρίμα. Δηλαδή, «γαϊδούρι» το οποίον ο Αμλέτος αντικαθιστάνει με το «παγώνι».
41) &Ω θαυμαστός υιός κλ&. Η ηθική κατάπτωσις της Γελτρούδης είναι τοιαύτη, ώστε δίδει και εις αυτόν τον υιόν της το δικαίωμα να παραλείψη την προς την μητέρα του συστολήν και να ελέγξη την διαγωγήν της (ως θα το πράξη εις την ακόλουθον σκηνήν)· τούτο χαρακτηρίζεται ως τι παράδοξον και έκτακτον, διότι συνήθως οι γονείς έχουν αφορμήν να νουθετούν τα τέκνα των, όχι τα τέκνα τους γονείς των.
42) &και αν την είχαμε — μητέρα&. Δηλαδή, όσον και αν ήναι διεφθαρμένη είναι πάντοτε μητέρα μου.
43) &διά να ελευθερωθώ από σας&. Κατά την πιθανωτέραν εξήγησιν· θα κάμω αυτό οπού θα ιδήτε, διά να ελευθερωθώ από την κατασκοπείαν σας· ίσως το λέγει κατά μέρος.
44) &Βλέπεις εκείνο το σύννεφο;& Δοκιμάζει την μωράν δουλοφροσύνην του Πολωνίου.
45) &τούτος ο τρόμος&. Ο Αμλέτος. Πρβ. Δημ. Τραγούδια… «παρακαλούνε — αρμάδα να μην εύρουνε και φόβο (ενεργητικώς) να μη 'βρούνε».
46) &αλλ' όπως είπες&. Ο αυλικώτατος Πολώνιος αποδίδει ψευδώς εις τον Βασιλέα ό,τι αυτός μόνος του είχεν επινοήση.
47) &Αχ! — μυρίζει&. Δηλαδή, τόσον επιμένω εις την ανομίαν ώστε εβαρύνθη η μακροθυμία του Θεού. Πρβ. Petrarca Sonetto contro la Corte di Avignone. «Or vivi si, ch'a Dio ne venga il lezzo».
48) &και αφίνω και τα δύο&. Δηλαδή, ούτε δύναμαι να μετανοήσω, ούτε δύναμαι να αναπαυθώ εις την απόλαυσιν των καρπών του εγκλήματός μου.
49) &να το λευκάνη — ωσάν το χιόνι& Πρβ. Ησαΐαν Ι. 18. «και αν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ».
50) &το κρίμα ν' αντικρύση&. Το κείμενον «to confront the visage of offence», άμα, δηλαδή, το Έλεος αντικρύση = αντιμετωπίση την αμαρτίαν, τούτο και μόνον αρκεί να την διαλύση· άλλως εις τι χρησιμεύει η Θεία Χάρις;
51) &Πώς είναι δυνατόν κλ&. Πρβ. Dante. Inferno XXVII v. 118. «ch'assolver non si può chi non si pente - nè pentere e volere insieme puossi, - per la contraddizion che nol consente».
52) &ν' αγορασθή — νόμος&. Δηλαδή, ο κλέπτης να διαφθείρη τον δικαστήν με τα χρήματα τα προερχόμενα από την κλοπήν.
53) &φαίνεται — μαρτυρήσωμε&. Η κακή πράξις εικονίζεται ως υπόδικος κατά του οποίου είναι υποχρεωμένος να μαρτυρήση αυτός ο πταίστης.
54) &και πώς 'ς την Κρίσιν στέκει κλ&. * Και όμως ο Αμλέτος εγίνωσκεν από το Πνεύμα του πατρός του πως ετιμωρείτο εις τον άλλον κόσμον· απορεί περί τούτου τώρα, ή διότι αμφιβάλλει πάλιν περί της υπερφυσικής εμφανίσεως ή διότι αγνοεί πόσον θα διαρκέση η τιμωρία της ψυχής του πατρός του.
55) &'Σ την θήκην σου, ω σπαθί&. Η αποστροφή προς το σπαθί εξακολουθεί εις τους ακολούθους επτά στίχους. Πρβ. Ιεζεκ. XXI. στ. 9-10. «Ρομφαία, ρομφαία, οξύνου και θυμώθητι, όπως πράξης σφάγια, οξύνου όπως γένη εις στίλβωσιν… σφάζε, εξουδένει…» και 28. «Ρομφαία, ρομφαία, εσπασμένη εις σφάγια και εσπασμένη εις συντέλειαν, εγείρου όπως στίλβης».
56) &τούτο το ιατρικό κλ&. Δηλαδή, σ' έχω καταδικασμένον εις θάνατον, ώστε τούτη η αναβολή μου προσκαίρως σε διατηρεί εις την ζωήν.
57) &σ' επήρα διά τον καλήτερόν σου&. Δηλαδή, διά τον Βασιλέα.
58) &το ρόδο — πληγήν&. Η αγνή της αγάπης όψις μεταβάλλεται εις σιχαμερήν.
59) &Αχ! τέτοιαν πράξιν ώστε κλ&. Η απιστία της Γελτρούδης προς τον πρώτον σύζυγόν της κατέστησε πτώμα τον ιερόν δεσμόν του γάμου.
60) &Ανάπτ' η 'όψις τ' ουρανού&. Από εντροπήν.
61) &αυτός ο όγκος κλ&. Η παγκόσμιος σφαίρα.
62) &Το ζωγράφημα τούτο κλ&. Κατά την πιθανωτέραν γνώμην, ο Αμλέτος δείχνει δύο προσωπογραφήματα κρεμασμένα εις το δωμάτιον της μητρός του.
63) &Του Φοίβου κλ&. Πρβ. Ιλιάδ. Β. στ. 475-6… «Αγαμέμνων — όμματα και κεφαλήν ίκελος Διί τερπικεραύνω, — Άρεϊ δε ζώνην, στέρνον δε Ποσειδάωνι».
64) &Τυφλίτην&. Το γνωστόν παιγνίδι (άλλως τυφλομύγα).
65) &'ς την θλίψιν&. Passion, θλίψις ή πάθος = εμπάθεια· επροτιμήσαμεν την πρώτην ερμηνείαν.
66) &εκφύματα&. Εις το κείμενον excrements. * Κατά τον Βάκωνα (Φυσ. Ιστορία). «Τα ζώντα πλάσματα (μετά την περίοδον της αυξήσεως των) δεν παράγουν τι νέον ειμή τρίχας και όνυχας, τα οποία είναι εκφύματα, δεν είναι μέρη».
67) &Τίποτε&. Κατά την ορθήν εξήγησιν Άγγλου Κριτικού, του Hammer (Some Remarks on the Tragedy of Hamlet 1736), το Πνεύμα δεν γίνεται ορατόν εις την Γελτρούδην, διότι πώς ήταν δυνατόν γυνή και μάλιστα ένοχος να υποφέρη τοιαύτην εμφάνισιν χωρίς να χάση τα λογικά της; και διότι ο ποιητής εσυμμορφώθη με την λαϊκήν ιδέαν ότι τα Πνεύματα φανερώνονται μόνον εις εκείνους με τους οποίους έχουν να κάμουν.
68) &τα χόρτα — θυμώσουν&. Δηλαδή, μη καλλιεργής την ακολασίαν σου. — Με εκφραστικωτάτην μεταφοράν ο λαός μας διά να χαρακτηρίση την μεγάλην βλάστησιν λέγει· «το δένδρο αυτό έχει πολύν θυμόν ή εθύμωσε πολύ».
69) &'Σ το πάχος των ασθματικών κλ&. Καιροί, εις τους οποίους οι άνθρωποι από την κτηνώδη απόλαυσιν γίνονται πολύσαρκοι, ασθματικοί και ηθικώς αναίσθητοι. Πρβ. παρακάτω «τον πρισμένον βασιλέα». Πρβ. Λουκιαν. Νεκρ. Διαλ. 4. «πλην αλλ' οι μεν παλαιοί, ω Χάρων, οίσθα οίοι παρεγίγνοντο, ανδρείοι άπαντες… νυν δε ή φαρμάκω τις αποθανών… ή υπό τρυφής εξωδηκώς την γαστέρα και τα σκέλη, ωχροί άπαντες και αγεννείς κλ.».
70) &να τιμωρήση — μ' εμέ&. Εμέ με τον φόνον του Πολωνίου και τον Πολώνιον μ' εμέ (με το χέρι μου)· το «αυτό» τίθεται διά τον Πολώνιον ως άψυχον ήδη πτώμα.
71) &'ς το να ήμαι — σέρνει&. O Delius νομίζει ότι με τον πρώτον στίχον ο Aμλέτος δικαιολογεί την τραχείαν γλώσσαν την οποίαν αμέσως κατόπιν θα μεταχειρισθή προς την μητέρα του. H έννοια των δύο στίχων, κατά την γνώμην μας, είναι η εξής * γνώμη αγαθή (η προς τον πατέρα του φιλοστοργία) τον υποχρεόνει να ήναι σκληρός, άπονος· και αρχή φοβερωτέρων φονικών πράξεων είναι αυτός ο φόνος του Πολωνίου. Ίδ. την Μ ε λ έ τ η ν μας εις τον A μ λ έ τ ο ν.
72) &πρισμένον βασιλέα&. Ίδ. Σημείωσιν 69.
73) &η περίφημη μαϊμού&. Αινίττεται κάποιον μύθον άγνωστον.
1) &αυτό — πρόσωπό μας&. Ομιλεί πληθυντικώς ως βασιλεύς.
2) &και αυτή του η τρέλλα κλ&. Δηλαδή, και μέσα εις την παραφροσύνην του σώζεται η αγνότης της φύσεως του, ώστε έχει την συναίσθησιν της κακής του πράξεως.
3) &ότι είμ' ικανός κλ&. Δηλαδή, εάν πιστεύετε, και πρέπει να το πιστεύετε, ότι είμαι ικανός να φυλάξω ένα ξένο μυστικό, πρέπει να πιστεύσετε ότι είμαι ικανός να φυλάξω τα δικό μου.
4) &όταν τον χρειασθή κλ&. Πρβ. Suelon. Vesp. c. 16. οπού γίνεται χρήσις αυτής της εικόνος, όμως με διάφορον σκοπόν· «quibus (procuratoribus) quidem vulgo pro spongiis dicebatur (Vespasianus) uti quod quasi et siccos madefaceret et exprimeret humentes».!!
5) &Το σώμα είναι με τον Βασιλέα κλ&. Η πιθανωτέρα εξήγησις αυτού του γρίφου είναι η εξής· το σώμα (τα εξωτερικά βασιλικά γνωρίσματα) έχει ο Βασιλεύς (ο Κλαύδιος), αλλά ο βασιλεύς (ψυχή αληθώς βασιλική) δεν υπάρχει εις εκείνο το σώμα. Ίσως εις το λογοπαίγνιον έλαβεν αφορμήν ο Shakespeare από τους λόγους του Αμβλέτου (Ίδ. χρονικόν) προς τον λαόν μετά τον φόνον του Φέγγονος· «σας παρακαλώ να σκεφθήτε ότι τούτο δεν είναι το σώμα ενός βασιλέως, είναι το σώμα ενός κατηραμένου τυράννου, ενός μισητού αδελφοκτόνου».
6) &Κρύψου, αλωπού&. Αινίττεται κάποιο παιγνίδι.
7) &διπλωματικά σκουλήκια&. Αινίττεται με σκληράν ειρωνείαν την διπλωματικήν ιδιότητα του Πολωνίου.
8) &εις τον άλλον τόπον&. Εις την Κόλασιν.
9) &θα σας περιμείνη κλ&. Ειρωνεία διά τον αναίσθητον νεκρόν.
10) &διότι αυτή ως θέρμη κλ&. Πρβ. Σοφοκλ. Ηλ. στ. 784 κλ. οπού η ένοχος Κλυταιμνήστρα λέγει περί της θυγατρός της Ηλέκτρας, της οποίας η παρουσία της είναι παντοτινός έλεγχος· «ήδε γαρ μείζων βλάβη — ξύνοικος ην μοι, τουμόν εκπίνουσ' αεί — ψυχής άκρατον αίμα». — Πρβ. τας λαϊκάς φράσεις· «τον έχω μέσα μου δίπλα· μου έπιε το αίμα της καρδιάς μου».
11) &εντήρησις&. Δισταγμός, ατολμία. Η λέξις ευρίσκεται εις το μεσαιωνικόν ποίημα Λυβίστρου και Ροδάμνης (Μαυροφρύδου Μνημεία νεωτ. Ελλ. Γλ. Τόμ. Β'. σελ. 325). Και ρήμα κατά τον Κοραήν (Άτακτ. Τ. 1. σελ. 164 'ντηρούμαι N'oser, se retenir). Πρβ. Αριστοφ. Σφ. στ. 373. «τηρώμεσθ' όπως μη Βδελυκλέων αισθήσεται».
12) &άχυρα&. Ό,τι ασήμαντο πράγμα τύχη έμπροσθέν της.
13) &και ταις λέξες όλαις&. Δηλαδή, της Οφηλίας.
14) &'Σ τους άλλους μέσ' αγάπη μου κλ.& * Περιγράφει ενδυμασίαν προσκυνητού· αυτήν την ενδυμασίαν συχνά εφορούσαν οι νέοι εις τας ερωτικάς εκδρομάς των.
15) &ενός ψωμά θυγατέρα&. * Αινίττεται λαϊκόν μύθον, κατά τον οποίον ο Χριστός εμεταμόρφωσεν εις κουκουβάγιαν την θυγατέρα ενός αρτοποιού, η οποία είχεν αρνηθή να του δώση ψωμί.
16) &Του Αγίου Βαλεντίνου κλ&. Κατ' αυτήν την ημέραν αι παρθένοι εσυνηθούσαν και συνηθούν ακόμη με λαχνούς και με άλλους τρόπους να μαντεύουν τον προωρισμένον γαμβρόν των. Είναι γνωστόν ότι παρόμοια συνήθεια επικρατεί και εις την Ελλάδα, τουλάχιστον εις κάποια μέρη, κατά την εορτήν του Αγίου Ιωάννου.
17) &κ' έχει τροφήν — κλεισμένος&. Δηλαδή, χάνεται εις εικασίας περί του θανάτου του πατρός του και κρύπτει τους σκοπούς του.
18) &Πόσο — κυνήγι&. Δηλαδή, ματαιοπονείτε, καθώς συμβαίνει εις κυνηγετικόν σκύλλον, αφού έχασε τα ίχνη του λαγού και τον ζητεί όπου δεν είναι.
19) &Άφησε να κάμη&. Η Γελτρούδη κρατεί τον Λαέρτην διά να τον εμποδίση να πλησιάση τον Κλαύδιον.
20) &ο — πελεκάνος&. Επιστεύετο ότι ο πελεκάνος με το ράμφος του ανοίγει τα σπλάχνα του διά ν' αναστήση με το αίμα του τα φονευμένα παιδιά του. Ούτω και ο Dante Parad. XXV- v. 112. ονομάζει τον Χριστόν «il nostro pellicano».
21) &Ω θέρμη κλ&. Δηλαδή, η θέρμη, την οποίαν ήδη αισθάνεται ο εγκέφαλος του, ν' αυξήση τόσον ώστε να τον καταστήση αναίσθητον εις την κατάστασιν της αδελφής του, και τα δάκρυα, οπού ήδη χύνει, να γίνουν τόσο πικρά, ώστε να τον αποτυφλώσουν διά να μη την βλέπη.
22) &θνηταίς να ήναι κλ&. Δηλαδή, ώστε να νεκρωθούν, ν' αφανισθούν, ως η ζωή του Πολωνίου, του οποίου ο θάνατος είναι η αιτία της παραφροσύνης της Οφηλίας.
23) &τόσο λεπτή 'ναι κλ. * Ούτως η Οφηλία από υπερβολικήν αγάπην προς τον πατέρα της εχώρισεν από τον εαυτόν της ό,τι πολυτιμότερον είχε, τας φρένας της.
24) &Ω! — πόσο του ταιριάζει&. Κατά την πιθανωτέραν εξήγησιν πόσο αρμόζει να τραγουδάται αυτό το τραγούδι ενώ γυρίζει το ροδάνι.
25) &Το μηδέν - παν&. Δηλαδή, ενώ τ' ασυνάρτητα αυτά λόγια στερούνται υποστάσεως, είναι όμως η συγκεφαλαίωσις, η φοβερωτέρα παράστασις της συμφοράς, η οποία κατέστρεψεν ολόκληρον την οικογένειαν του Πολωνίου.
26) &Μέσα εις την τρέλλαν νουθεσία&. * Δηλαδή, μ' όλον ότι τρελλή, ευρίσκει την σχέσιν του συλλογισμού (πανσέδες, pensées) και της ενθυμήσεως, (της οποίας σύμβολον εθεωρείτο το δενδρολίβανο).
27) &μάραθο και πήγανο&. * Τα δίδει του Κλαυδίου· το μάραθο ήταν το σύμβολον της κολακείας, ο πήγανος της αχαριστίας.
28) &συ, τα πάθη&. Το άνθος το λεγόμενον τα «Πάθη του Χριστού»· αντικαταστήσαμεν αυτό εις το «rue» (είδος πηγάνου) του κειμένου· η αγγλική λέξις σημαίνει και μετάνοιαν, λύπην. — * Το δίδει της Γελτρούδης.
29) &με κάποιαν διαφοράν&. * Η Γελτρούδη και η Οφηλία είναι και αι δύο λυπημέναι, αλλά διαφέρει η αιτία της λύπης.
30) &ιδού μία μαργαρίτα&. * Είναι το σύμβολον της απάτης· ίσως την κρατεί διά τον εαυτόν της ενθυμουμένη την σκληρότητα του Αμλέτου.
31) &γιοφύλλια&. * Το σύμβολον της ειλικρινείας· ίσως το δίδει του Ορατίου.
32) &Το βλέπεις; ω Θεέ!& Προς τον Κλαύδιον. Βλέπεις πού έφερε την Οφηλίαν ο θάνατος του πατρός της. Το «ω Θεέ!» είναι επιφώνημα.
33) &Τώρα η συνείδησίς σου κλ&. Τούτο υποθέτει ότι εις το συμβούλιον των φίλων, το οποίον ο Κλαύδιος εις την ε'. σκηνήν είχε προτείνη του Λαέρτου, εθεωρήθη ως αποδεδειγμένον ότι όχι μόνον ο Κλαύδιος δεν ενέχεται εις τον φόνον του Πολωνίου, αλλ' ότι ο Αμλέτος ήθελε να φονεύση αυτόν τον Κλαύδιον.
34) &καθώς τ' άστρο κλ&. * ο λαός ενόμιζεν ότι έκαστον άστρον είναι κλεισμένον μέσα εις μίαν κρυσταλλίνην σφαίραν και με αυτήν κινείται. Η Γελτρούδη ήταν η σφαίρα του Κλαυδίου.
35) &καθώς το ξύλο κλ&. Κάποια ξύλα, ως της ελαίας, σκληρύνονται και σχεδόν απολιθόνονται μέσα εις το νερό.
36) &εις χάρες τα δεσμά του&. Δηλαδή, ο λαός ήθελε θεωρήση τα δεσμά του Αμλέτου ως στόλισμα αδικημένου ανθρώπου.
37) &απ' τα γένεια — κίνδυνος&. Πρβ. Pers. Sat. 2. «idcirco stolidam praebet tibi vellere barbam — Jupiter?»
38) &'ς ολίγο — θα μάθης&. Δηλαδή, τον θάνατον του Αμλέτου· από στιγμήν εις στιγμήν περιμένει ο Κλαύδιος να επανέλθουν από την Αγγλίαν οι δύο συμμαθηταί του Αμλέτου.
39) &μπορείς να φαντασθής&. Έμελλε να του ανακοινώση πως έχει στείλη τον Αμλέτον εις βέβαιον θάνατον.
40) &Εάν το πράγμα τρέχει κλ&. Δηλαδή, αφού δεν δυνάμεθα ν' αμφιβάλωμεν ότι ο Αμλέτος επανήλθε.
41) &με τον καιρόν&. Η αγάπη καθώς έχει αρχήν έχει και τέλος.
42) &στεναγμόν κλ&. * Επιστεύετο ότι οι αναστεναγμοί ολιγοστεύουν την ζωτικήν δύναμιν του ανθρώπου· αυτήν την γνώμην ο Shakespeare εκφράζει και αλλού (Henry VI. Act. III. sc. 2).
43) &τούτ' η ανοησία&. Τα δάκρυα, ως αποτέλεσμα αδυναμίας.
1) &να σωθή&. Αντί, να κολασθή. Εις τον εξής διάλογον η φράσις είναι επίτηδες αμφίβολος πότε χάριν ειρωνείας, πότε διά την αμάθειαν των προσώπων.
2) &και η πράξις έχει κλάδους τρεις κλ&. * Σατυρίζεται η σχολαστική λεπτολογία· υποτίθεται ακόμη ό τι ο Shakespeare ηθέλησε να διακωμωδήση έναν δικαστήν οπού είχε μεταχειρισθή παρόμοια σοφίσματα διά να δημεύση την περιουσίαν ενός αυτοκτόνου.
3) &Εξομολογήσου πρώτα και& — * Αποσιώπησις· πήγαινε να πνιγής.
4) &'ποίος είναι εκείνος κλ&. ο Β'. Νεκροθάπτης επαναλαμβάνει κατά γράμμα την ερώτησιν σκεπτόμενος, διά να εύρη καλητέραν λύσιν.
5) &λύσε το ζευγάρι σου&. Μεταφορικώς· δηλαδή, αφού έκαμες τον κόπον διά να λύσης το ζήτημα, θα ήναι δίκαιον να ξεκουρασθής, καθώς ο ζευγολάτης όταν ξεζέφει τα βώδια του,
6) &Ω πόσον ήταν ιλαρός κλ&. Τούτο το τραγούδι και το ακόλουθον του Νεκροθάπτου, τα οποία ο Shakespeare παρέλαβεν από προγενέστερον άγγλον ποιητήν, εμιμήθη ο Goethe εις το Β'. Μέρος του Faust.
7) &το χέρι όσον ολιγώτερο κλ&. Και εξ αντιθέτου όσο περισσότερο τρίβεται εις την εργασίαν τόσον ολιγώτερο αισθάνεται· ομοίως και η καρδία του νεκροθάπτου εσυνήθισεν εις την εργασίαν του, ώστε αυτός τραγουδά ενώ σκάπτει τάφον.
8) &να παίζουν με αυτά ταις αμάδαις&. Εις την περιπαθή παρομοίωσιν έδωκεν αφορμήν ο τρόπος του νεκροθάπτου, ο οποίος πετά μακράν τα κρανία οπού ξεχώνει με την δίκοπήν του.
9) &εδώ εχρεμιώνταν κλ&. Πρβ. Λουκίαν. Νεκρ. Διαλ. Ι. «παρ' ημίν ούτε η ξανθή κόμη ούτε τα χαροπά ή μέλανα όμματα ή ερύθημα επί του προσώπου έτι έστιν ή νεύρα εύτονα ή ώμοι καρτεροί, αλλά πάντα μία ημίν κόνις, φασί, κρανία γυμνά του κάλλους».
10) &και γιούλια& κλ. Πρβ. Pers. Sat. I. v. 37 «nunc non e manibus illis - nunc non e tumulo fortunataque favilla - nascentur violae?».
11) &εκείνος — Δανός&. * Δηλαδή, δεν είναι ο Λαέρτης, αλλ' είμ' εγώ ο οποίος περισσότερον παρά τον αδελφόν δύναμαι να εκφράσω κατ' αυτόν τον τρόπον την θλίψιν μου διά τον θάνατον της Οφηλίας.
12) &Δεν είναι — καλή&. Δηλαδή, δεν πρέπει εδώ να καταράσαι.
13) &καυτήν ζώνην&. * Η καυτή ζώνη εδώ σημαίνει το πλησιέστερον εις τον ήλιον σημείον, οπού θα φθάση η κορυφή του πελωρίου τάφου.
14) &Και ο Ηρακλής κλ&. * Δηλαδή, υπάρχουν πράγματα τα οποία και έκτακτος ανθρωπίνη δύναμις δεν δύναται να εμποδίση.
15) &Μνημείο ζωντανό&. * Δηλαδή, ο τάφος της Οφηλίας πρέπει να τιμηθή με μνημείον στερεόν, διαρκές (ως θα το εννοήση η Γελτρούδη), με την ουσίαν μιας ζωής, δηλ. του Αμλέτου (ως θα το εννοήση ο Λαέρτης).
16) &προτού κάμω — δράμα&. * Δηλαδή, πριν ή εγώ αρχίσω να σχηματίσω ένα σχέδιον ο εγκέφαλός μου ενστιγματικώς μου υπαγόρευσε τι θα πράξω.
17) &ωσάν κόμμα&. * Διότι το κόμμα, η υποστιγμή, δεν χωρίζει, ως η τελεία αλλά συνδέει τον λόγον.
18) &κάμνει αρκετό ψύχος&. Στιγματίζεται η κολακεία των αυλικών. Πρβ. Juvenal. Sat. III. «Igniculum brumae si tempore poscas - accipit endromidem; si dixeris aestuo, sudat».
19) &ένας τέλειος ευγενής&. Εις την ομιλίαν του Οσρίκου σατυρίζεται το κακόζηλον ύφος της εποχής του Shakespeare, το οποίον ωνομάζετο ευφυισμός· ο Αμλέτος με την υπερβολήν παρωδεί τον Οσρίκον.
20) &Άμποτε να το εγνώριζες κλ&. Δηλαδή, ότι έχω γνώσιν = νουν. ο Αμλέτος αποδίδει αυτήν την έννοιαν εις την φράσιν του Οσρίκου διά να τον περιπαίξη.
21) &εστοιχημάτισε εννέα προς δώδεκα&. Οι όροι του στοιχήματος εβασάνισαν τους εξηγητάς· συνίστανται ίσως εις τούτο, ότι δύο κτυπήματα του Αμλέτου θα λογαριασθούν ως τρία.
22) &και εις το πέσιμο ενός στρουθίου&. Πρβ. Ματθ. ι'. 29. «Ουχί δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται; και έν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην άνευ του πατρός υμών».
23) &Το παν είναι να ήσαι έτοιμος&. Πρβ. Ευαγγέλ. Λουκ. ιβ'. 40. «και υμείς ουν γίνεσθε έτοιμοι».
24) &Αφού κανείς δεν γνωρίζει κλ&. Κατά την γραφήν «since no man, of aught he leaves, knows» δηλαδή, διατί να φοβώμεθα τον πρόωρον θάνατον, αφού δεν γνωρίζομεν αν αυτός μας χωρίζει από την ευτυχίαν, ή μας λυτρόνει από επικειμένην δυστυχίαν; Κατά την άλλην γραφήν, «since no man has aught of what he leaves = Αφού κανείς δεν έχει τίποτε απ' όσα αφίνει»· δηλαδή, αφού κανείς δεν δύναται να ονομασθή αληθώς κύριος, κάτοχος των πραγμάτων από τα οποία τον αποχωρίζει ο θάνατος. Πρβ. «Πάροικος εγώ ειμι εν τη γη». Ψαλμοί. 119. 19. και εις τον Οράτιον (Od. Lib. II. II. ν. 134 sq.) «Nunc ager Umbreni sub nomine, nuper Ofelli - dictus, erit nulli propius; sed cedet in usum - nunc mihi, nunc alii.
25) &ωσάν πετάλι&. Δηλαδή, καθώς το πετάλι (=το αργυρό ή χρυσό έλασμα), όπου δένονται οι πολύτιμοι λίθοι, καθιστάνει φανερωτέραν την λάμψιν των.
26) &δικός σου ο μαργαρίτης κλ&. * Αφού έπιεν αυτός, ρίχνει μέσα με τον μαργαρίτην το φαρμάκι.
27) &σκληρός — κλητήρας&. Πρβ. Λουκιαν. Χάρων. 17… «επειδάν επιστάς ο υπηρέτης καλή και απάγη πεδήσας τω πυρετώ ή τη φθόη κλ.».
28) &κατά την προσταγήν του&. Του Βασιλέως, του Κλαυδίου.
29) &σαρκικά, φονικά και παρά φύσιν&. * Του Κλαυδίου και της Γελτρούδης.
30) &κρίσες — της τύχης&. * Η τύχη έλαβε μέγα μέρος εις τον θάνατον του Πολωνίου, του Γυιλδενστέρνη, του Ροζενκράς και του Λαέρτη.
31) &φόνους κατά σύμπτωσιν&. * Της Γελτρούδης, της Οφηλίας.
32) &θανάτους — ανάγκης&. * Του Γυιλδενστέρνη, του Ροζενκράς και αυτού του Αμλέτου και του Κλαυδίου.
33) &σχέδια — γεννητάς των&. * Τον Κλαύδιον και τον Λαέρτην.
Φαίνεται ότι την υπόθεσιν του Δράματος έλαβεν ο SHAKESPEARE από τας Histoires Tragiques του BELLEFOREST, ή πιθανώς από την αγγλικήν Μετάφρασιν, της οποίας όμως η πρώτη γνωστή έκδοσις είναι του 1608, ήτοι μετά την πρώτην του Αμλέτου έκδοσιν (1603). Ο BELLEFOREST δεν έκαμεν άλλο ή να μεταφράση τον μύθον του Αμλέτου από τας Histoires danicœ του SAXO GRAMMATICUS (1204). Δίδομεν εδώ σύντομον περίληψιν του περιεχομένου της αγγλικής Μεταφράσεως, διά να ίδη ο αναγνώστης από ποίον άμορφον σκελετόν Εδυνήθη η δημιουργική φαντασία του SHAKESPEARE να ποιήση το θαυμασιώτερον από όλα τα έργα του.
Ο Βασιλεύς της Δανιμαρκίας Ροδερίκος, εις αναγνώρισιν γενναίων ανδραγαθημάτων και μεγάλων υπηρεσιών, έδωκε εις γάμον την θυγατέρα του Γερούθην εις τον Ορβενδίλην, ο οποίος με τον αδελφόν του Φέγγονα είχε την τοπαρχίαν της Ιουτίας. Ο Φέγγων από φθόνον, και διά να χαρή μόνος την εξουσίαν, αποπλανά την γυναικαδέλφην του Γερούθην, φονεύει τον αδελφόν του και διαδίδει εις τον κόσμον ότι ο φόνος συνέβη τυχαίως, εις την στιγμήν οπού αυτός επροσπαθούσε να σώση την Γερούθην από την φονικήν μανίαν του συζύγου της. Ο Φέγγων αμέσως την νυμφεύεται και αυτή «η αθλία και διεστραμμένη γυνή (λέγει ο χρονογράφος), η οποία είχε πρώτα το καύχημα να ήναι σύζυγος ανδρείου και συνετού ηγεμόνος, έπεσεν εις τόσην εξαχρείωσιν, ώστε όχι μόνον εφάνη άπιστος προς αυτόν, αλλά και ενυμφεύθη με τον αισχρόν φονέα του, ώστε πολλοί επίστευαν ότι αυτή έγινε και συνεργός της δολοφονίας δια να ζη ελεύθερα εις την ανομίαν».
Ο Αμβλέτος, μονογενής υιός του Ορβενδίλη και της Γερούθης, καθώς ήταν εγκαταλελειμμένος από όλον τον κόσμον και από αυτήν την μητέρα του και είχε την πεποίθησιν ότι ο θείος του εμελετούσε και αυτόν να θανατώση, εσκέφθη να προσποιηθή τον τρελλόν, όπως με αυτό το πρόσχημα, δυνηθή να προφυλαχθή από τας επιβουλάς του θείου του και εύρη την στιγμήν να εκδικήση τον φόνον του πατρός του. Αλλά αν και από τας ομιλίας του και από όλην την συμπεριφοράν του ο κόσμος τον εθεωρούσε πραγματικώς τρελλόν, όμως συνέβαινε να δίδη κάποτε τόσον συνετάς απαντήσεις ώστε άνθρωποι νοήμονες υπώπτευσαν μήπως εκείνο το είδος της παραφροσύνης εσκέπαζε σχέδια επικίνδυνα διά τον ηγεμόνα των Φέγγονα, και διά να ανακαλύψουν την αληθινήν διάθεσιν του Αμβλέτου, τον έφεραν να συναπαντηθή, εις μοναχικό μέρος, με μίαν ωραίαν νέαν, εις την οποίαν είχαν παραγγείλη να προσπαθήση με τέχνην να του βγάλη το μυστικό του· αλλά δεν εκατόρθωσαν τίποτε, διότι ένας εγκάρδιος φίλος προειδοποίησε τον Αμβλέτον, η δε νέα από μεγάλην προς αυτόν συμπάθειαν δεν έστερξε να τον προδώση.
Αφού το στρατήγημα τούτο απέτυχε, ένας των καλητέρων φίλων του Φέγγονος, σκεπτόμενος ότι ο Αμβλέτος θα άνοιγε την καρδίαν του εις την μητέρα, εσυμβούλευσε τον Φέγγονα να αναχωρήση, και εις την απουσίαν του έκαμεν ώστε ο Αμβλέτος να κλεισθή με την Γερούθην εις το δωμάτιόν της, ενώ αυτός έμενε κρυμμένος όπισθεν του παραπετάσματος διά να ακούση όλην την ομιλίαν των. Ο Αμβλέτος, γεμάτος υποψίαν, εισερχόμενος εις το δωμάτιον άρχισε να μιμήται με τους βραχίονας τα πτεροκοπήματα του πετεινού, και όπως άκουσε κάτι να κινήται όπισθεν του παραπετάσματος, φωνάζει· ένας ποντικός, ένας ποντικός! σύρει το ξίφος, το σπρώχνει μέσα εις το παραπέτασμα, φονεύει τον σύμβουλον, κατόπιν τον κατακομματιάζει και τον ρίπτει εις τους χοίρους διά να τον φάγουν· επιστρέφει εις το δωμάτιον, και πρώτα ελέγχει πικρώς την Γερούθην διά την αισχράν διαγωγήν της και κατόπιν της ομολογεί ότι αυτός προσποιείται τον τρελλόν διά να προφυλαχθή από τον θείον του και διά να προετοιμάση την εκδίκησιν, και δεν ζητεί εις τούτο από την μητέρα του άλλην συνδρομήν παρά να μη τον προδώση. Η μητέρα μετανοημένη ενθαρρύνει τον υιόν της εις την εκδίκησιν και τον συμβουλεύει να ενεργή με πολλήν φρόνησιν έως να φθάση εις τον σκοπόν του.
Ο Φέγγων δεν έπαυε να ανησυχή διά την ζωήν του ενόσω έβλεπε πλησίον του τον τρελλόν Αμβλέτον, και θα τον εφόνευε, αλλά εφοβείτο τον Ροδερίκον βασιλέα της Δανιμαρκίας και δεν ήθελε να δυσαρεστήση την μητέρα του Αμβλέτου· όθεν εσκέφθη να διοργανίση άλλως την καταστροφήν του· στέλλει τον Αμβλέτον εις την Αγγλίαν συνωδευμένον με δύο υπουργούς, εις τους οποίους δίδει γράμματα χαραγμένα εις ξυλίνας πινακίδας, οπού περιείχετο παραγγελία προς τον βασιλέα της Αγγλίας να θανατώση τον Αμβλέτον. Ο νέος υποπτευόμενος δόλον λέγει της μητρός του να μη δείξη λύπην διά την αναχώρησίν του και αφού περάση ένα έτος να διορίση την κηδείαν του, επειδή αυτός ήταν βέβαιος ότι τότε θα επανέλθη ευτυχής. Εις το ταξείδι ευρίσκει τον τρόπον να αναγνώση τα γράμματα του θείου, τα εξαλείφει και αντ' αυτών χαράττει άλλα με τα οποία ο Φέγγων τάχα εζητούσε από τον Ροδερίκον να φονεύση τους δύο απεσταλμένους και να δώση του Αμβλέτου εις γάμον την θυγατέρα του. Ο Αμβλέτος φθάνει με τους απεσταλμένους εις την Αγγλίαν, και αυτού τρομάζει τον Βασιλέα με το μαγικόν του πνεύμα, και μαντεύει σκανδαλώδη απόκρυφα της βασιλικής οικογενείας. Ο Βασιλεύς συμφώνως με τα πλαστά γράμματα στέλλει εις τον θάνατον τους δύο απεσταλμένους, και αρραβωνιάζει την θυγατέρα του με τον Αμβλέτον.
Ο Αμβλέτος επανέρχεται μόνος εις την Δανιμαρκίαν την στιγμήν οπού εγίνετο η κηδεία του, λαμβάνει μέρος εις το συμπόσιον, το οποίον από νεκρικόν μεταβάλλεται εις πανηγυρικόν διά την επιστροφήν του· κατόπιν ο Αμβλέτος, αφού εμέθησε τους καλεσμένους, βάζει φωτιά εις την αίθουσαν και τους καίει όλους, μεταβαίνει εις το δωμάτιον του θείου του και τον φονεύει· κατόπιν εκθέτει τα πάντα εις τον λαόν και αναγορεύεται ηγεμών του τόπου.
Ο Αμβλέτος μεταβαίνει εις την Αγγλίαν, φονεύει αυτού τον Βασιλέα, ο οποίος επεβουλεύετο την ζωήν του, νυμφεύεται την θυγατέρα του και μίαν άλλην κυρίαν, επιστρέφει εις την Δανίαν με τας δύο συζύγους του· αυτού τον προδίδει εις τον άλλον θείον του Βίγλερον μία των δύο συζύγων του, η Ερμετρούδη, και αφού εφόνευσαν τον Αμβλέτον, ο Βίγλερος νυμφεύεται την Ερμετρούδην.
Ο Ποιητής ηθέλησε να μας διδάξη την εξής ηθικήν αλήθειαν ότι η πράξις είναι ο προορισμός του ανθρώπου· ότι τα ωραιότερα διανοητικά χαρίσματα δεν δύνανται να θεωρούνται χρήσιμα, πρέπει μάλιστα να θεωρούνται ατυχήματα, αν μας αποτρέπουν από την ενέργειαν, και μας κάμνουν να σκεπτώμεθα τόσον ώστε να περάση η κατάλληλος ευκαιρία.
Ό,τι αγαπητόν και εξαίσιον υπάρχει εις τον Αμλέτον, εκτός μιας ιδιότητος· είναι άνθρωπος οπού ζη εις την σκέψιν· όλα τα αίτια, τα ανθρώπινα και τα θεία, τον καλούν να ενεργήση· αλλά ο μέγας σκοπός του βίου του αποτυγχάνει, διότι αυτός ατελευτήτως σκέπτεται να ενεργήση, χωρίς να πράττη άλλο τι παρά να σκέπτεται. COLERIDGE.
— Το Δράμα του Αμλέτου σκοπεί να δείξη ότι σκέψις η οποία τείνει να εξαντλήση όλας τας σχέσεις και όλα τα ενδεχόμενα αποτελέσματα μιας πράξεως έως το έσχατον όριον της ανθρωπίνης προβλέψεως, παραλύει την ενεργητικήν δύναμιν, καθώς αυτός ο Αμλέτος το εκφράζει· _το φυσικό της αποφάσεως χρώμα — νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του. SCHLEGEL.
— Ο Shakespeare ηθέλησε να παραστήση μίαν ψυχήν εις την οποίαν ανατίθεται μία μεγάλη πράξις, την οποίαν αυτή είναι ανίκανος να εκτελέση· με αυτήν την έννοιαν είναι κατασκευασμένον όλον το δράμα. Είναι μία δρυς φυτευμένη εις ένα πολύτιμον σκεύος προωρισμένον να δέχεται μόνον χαριτωμένα άνθη· αι ρίζαι της δρυός εκτείνονται και το σκεύος συντρίβεται. Μία ψυχή ωραία, αγνή, ευγενής, εξόχως ηθική, εις την οποίαν όμως λείπει το σθένος, οπού αποτελεί τον ήρωα, πίπτει από το βάρος, το οποίον δεν δύναται ούτε να βαστάση ούτε να αποβάλη· όλα τα καθήκοντα είναι ιερά δι' αυτήν, τούτο μόνον το καθήκον της είναι δύσκολον. Καλείται να εκτελέση το αδύνατον, όχι το αδύνατον καθ' εαυτό, αλλ' ό,τι εις αυτήν είναι αδύνατον.
GOETHE Wilhelm Meister. IV. 13
Σημ. ο Goethe, εις τα τελευταία του χρόνια, δεν ήταν ευχαριστημένος με την εξήγησίν του. Όταν, το έτος 1828, εθεωρούσε την Πινακοθήκην των Δραματικών έργων του Shakespeare, του Retsch, και έφθασε εις τον Αμλέτον, παρετήρησε· «με όλα όσα ειπώθησαν, εκείνο πιέζει την ψυχήν ως ένα ζοφερόν πρόβλημα».
— Ο πρωταγωνιστής δεν έχει σχέδιον, το Δράμα έχει. Η τιμωρία του κακούργου δεν προέρχεται από προμελετημένον σχέδιον εκδικήσεως· όχι· συμβαίνει ένα φοβερόν κακούργημα· τούτο κάμνει τον δρόμον του με τα επακολουθήματά του και συμπαρασύρει και τους αθώους· ο πταίστης φαίνεται ότι θα αποφύγη το βάραθρον, οπού του ετοιμάζεται, και πίπτει εις αυτό ακριβώς εις την στιγμήν οπού ενόμιζεν ότι ευτυχώς είχε σωθή. Διότι αυτή είναι η ιδιότης του κακουργήματος να εκτείνη το κακόν και εις τους αθώους, καθώς της καλής πράξεως να εκτείνη πολλά των ευεργετημάτων της και εις τους αναξίους, πολλάκις χωρίς ο αίτιος μήτε να τιμωρήται μήτε να ανταμείβεται. Εις το Δράμα τούτο βλέπε τι θαύμα! Το Καθαρτήριον Πυρ στέλλει το Πνεύμα και ζητεί εκδίκησιν! αλλά ματαίως! Όλαι αι περιστάσεις συντρέχουν και παρακινούν εις την εκδίκησιν! αλλά ματαίως! ούτε επίγεια ούτε υπερφυσικά δύνανται να κατορθώσουν ό,τι επιφυλάσσεται μόνον εις την Ειμαρμένην. Η ώρα της κρίσεως έρχεται· ο κακός πίπτει με τον καλόν· μία γενεά θερίζεται και βλαστάνει άλλη.
GOETHE Wilhelm Meister. IV. 15. — Ο Ποιητής ηθέλησε να παραστήσει οποίον χάσμα υπάρχει μεταξύ της συναισθήσεως του καθήκοντος και της εκπληρώσεως αυτού, μεταξύ θελήσεως και πράξεως, μεταξύ κατανοήσεως και αποφάσεως. Ο ποιητής θέλει να αναπτύξη οποίον λόγον έχει η ευγένεια της ψυχής προς την ισχύν του χαρακτήρος, η αισθηματική και πνευματική φύσις προς την πρακτικήν, η διανοητική δύναμις προς την ενεργητικήν ρώμην· θέλει να μας δείξη πως η μονομερής του πνεύματος μόρφωσις εξασθενίζει και δεσμεύει την ενεργητικήν ιδιότητα της φύσεως μας, πως η λεπτοτέρα καλλιέργεια της ψυχής δεν δύναται να εξυπηρετήση την ενεργητικήν δύναμιν όταν παραμελείται η μόρφωσις της θελήσεως. GERVINUS.
Σημ. Ο αυτός Κριτικός βλέπει εις τον Αμλέτον έναν χαρακτήρα της νεωτέρας εποχής, κατ' αντίθεσιν της τραχείας και αγρίας εποχής, εις την οποίαν εγεννήθη, οπόταν τα πάντα εξαρτώντο από την φυσικήν δύναμιν και από την ορμήν προς την ενέργειαν, δηλαδή από ιδιότητας των οποίων ο Αμλέτος στερείται. Ο Αμλέτος έχει την αισθηματικότητα η οποία κατόπιν, εις τον 18ον αιώνα, έγινε επιδημική εις την Αγγλίαν και εις την Γερμανίαν.
— Εις το άτομον του Αμλέτου παριστάνεται το ελάττωμα της λεπτολογίας της συνειδήσεως, η οποία καταντά ανίκανος να αποφασίση, ανίκανος να μεταβή από την ευρείαν περιοχήν του λογισμού εις την στενήν και περιωρισμένην οδόν της ενεργείας, διότι χάνεται εις το απεριόριστον της σκέψεως και θέλει να ενεργήση τότε μόνον, όταν η ιδέα της έγινε καθαρά, τουτέστιν όταν πεισθή περί της απολύτου αγνότητος της πράξεως και όλων των αποτελεσμάτων αυτής, ώστε κατ' αυτόν τον τρόπον καταδικάζεται εις απραξίαν.
Dr. H. T. ROETSCHER. Cyclus dramatischer Characterer.
Berlin 1844.
— Η στιγμή να ενεργήση δεν έφθασε ακόμη· αφήσετέ τον να πενθή και να σκέπτεται· αργότερα θα ενεργήση, μη αμφιβάλετε, και όταν η ώρα σημάνη όλοι οι δισταγμοί θα διαλυθούν, το αίμα θα πλημμυρήση όπου αυτός θέση τον πόδα. Εις αυτόν υπάρχουν δύο δυνάμεις εις σύγκρουσιν· από ένα μέρος το πάθος οπού τον σπρώχνει εις την εκδίκησιν, οπού βράζει ως θέρμη εις τας φλέβας του, του αφαιρεί τον ύπνον και τον κάμνει να πλανάται παράφορος ανάμεσα εις τους τάφους· από το άλλο μέρος ο Λογισμός οπού τον ταράττει εις τα βάθη της ψυχής του, οπού τον βασανίζει, ο Λογισμός ως φάντασμα, ο Λογισμός με την χλωμήν θωριά του, οπού παρεμβάλλεται εις την στιγμήν της καταστροφής, οπού του κρατεί το χέρι, και παραλύει την ενέργειαν (νεκρόνει το φυσικό χρώμα της αποφάσεως)_. Έχει να τιμωρήση τον δολοφόνον, δεν θέλει διστάση· η ζωή δι' αυτόν δεν είναι τίποτε· αλλ' αυτός είναι και φιλόσοφος και ζητεί την λύσιν τοιούτων προβλημάτων, την απάντησιν εις τούτα τα αινίγματα· «Διατί τόσα εγκλήματα; διατί υπάρχει το Κακόν; διατί η Ζωή;»
Τούτο είναι το ζήτημα (καθώς ο ίδιος ορθώς λέγει· ιδού το ζήτημα)· το ζήτημα το οποίον εύρηκαν απέναντι των ο Pascal, ο Άγιος Αυγουστίνος, οι μαθηταί του Ιανσενίου και οι του Βούδα. Με έναν συνδυασμόν, ίσως τον υψηλότερον, ή τουλάχιστον τον συνθετώτερον απ' όσους ο ανθρώπινος νους επραγματοποίησεν εις την σκηνήν, τούτος ο σκεπτικός άνθρωπος είναι ένας ήρως· τούτος ο βάρβαρος εσπούδασε εις την Βυττεμβέργην· τούτος ο άνθρωπος οπού δεν σχεδιάζει τίποτε είναι ένας μυστηριακός. Τοιούτος είναι ο διπλός Αμλέτος.
PHILARÈTE CHASLES. Etudes Contemporaines. Paris 1867.
— Ο Αμλέτος καταστρέφεται, διότι η ζοφερά όψις της ανθρωπίνης ζωής παρουσιάζεται έξαφνα έμπροσθέν του, διότι τοιαύτη θέα του αφαιρεί την πίστιν εις την ζωήν και εις το Αγαθόν, και διότι δεν δύναται να ενεργήση· εκείνος μόνος δύναται να ενεργήση, να ενεργήση διά το καλόν των άλλων, ο οποίος είναι εσωτερικώς υγιής· και η ψυχή του Αμλέτου είναι εξαρθρωμένη από την στιγμήν οπού έχασε την πρώτην πίστιν του… ο Αμλέτος ζητεί να εύρη εις τον κόσμον την πραγματοποίησιν του ιδανικού του, να ανταποκριθή ο κόσμος προς την συνείδησίν του, προς την πίστιν, την οποίαν αυτός έχει εις τον άνθρωπον και εις το Αγαθόν· πρέπει να υπάρχη αρμονία μεταξύ πνεύματος και ζωής· και τοιαύτη ανάγκη της φύσεώς του είναι ο κύριος δι' αυτόν όρος υπάρξεως· ο Αμλέτος είναι ο αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου πνεύματος, οπού έχει την συναίσθησιν της θείας του ιδιότητος. Με τοιαύτην συναίσθησιν ο Αμλέτος τολμά να θέση τον εαυτόν του υπεράνω του κόσμου και να εφαρμόση εις αυτόν την υποκειμενικήν του στάθμην… Το πρόσωπον του Αμλέτου είναι η ενσάρκωσις του Ιδανικού, εις αντίθεσιν προς τον Κλαύδιον και την Γελτρούδην, οι οποίοι είναι προσωποποίησις της ανθρωπίνης διαφθοράς.
Dr. E. W. SIEVERS. Will. Shakespeare Gotha 1866.
— Θα ερωτήση τις, τι θέλει ο Αμλέτος εις το Κοιμητήριον; και πώς έρχεται αυτού (αγνοεί ότι θα γίνη ο ενταφιασμός της αγαπημένης του) αυτός, ο οποίος φαίνεται ότι αδιαφορεί πλέον εις ό,τι συμβαίνει; Αλλά τοιαύται ερωτήσεις δεν βάλλουν εις απορίαν ούτε τον ποιητήν ούτε τους κριτικούς. Ο Αμλέτος εις ένα μόνον πράγμα ατενίζει, εις την τιμωρίαν του Βασιλέως· αλλά ως έχει πλήρη συναίσθησιν της αδυναμίας του φαίνεται ότι παραδίδει την εκτέλεσιν της εκδικήσεως εις το πεπρωμένον μόνον, ή καλήτερα εις την τύχην αυτός, ο οποίος δεν ήταν ποτέ ζωντανός, τώρα είναι ζωντόνεκρος και κάτι ολιγώτερο, και διά τούτο ευρίσκεται καλήτερα ανάμεσα εις τα μνήματα παρά μεταξύ των ζώντων. Με αληθινήν ευχαρίστησιν σκέπτεται περί θανάτου και αποσυνθέσεως, αλλά και εδώ εις τας σκέψεις του δεν λησμονείται το ιδιαίτερον πρόβλημά του, καθώς φαίνεται όταν υπαινίττεται το σαγονοκόκκαλο του Κάιν, του πρώτου αδελφοκτόνου.
FR. HORN. Shakespeare erlaeutert. Leipsig. 1823.
— Ο Αμλέτος δεν γνωρίζει διατί αναβάλλει· δεν είναι φόβος· ίχνος φόβου δεν αναφαίνεται εις όλην την πορείαν του· αλλ' αυτός κρατεί τον εαυτόν του, διότι έχει μίαν σκοτεινήν, ανεξήγητον, αόριστον πεποίθησιν ότι ευκαιρία κατ' εξοχήν κατάλληλος θα του παρουσιασθή. Ωστόσο η Ειμαρμένη τού ετοιμάζει τον θερισμόν· μία θεότης δίδει την μορφήν εις τους σκοπούς του· η απερισκεψία του τον υπηρετεί όταν τα βαθειά του σχέδια αποτυγχάνουν· η υπερτάτη στιγμή έρχεται χωρίς την συνέργειάν του, και ικανοποιεί τας απαιτήσεις της δικαιοσύνης περισσότερον παρ' ό,τι εδύνατο να επινοήση η σύνεσις και να εκτελέση η δύναμις του ατόμου. Ο Κλαύδιος πιάνεται ενώ κάμνει κακούργημα οπού δεν έχει σωτηρίας ελπίδα, καταλαμβάνεται εις την εκτέλεσιν στυγεράς μηχανορραφίας, και στέλλεται εις την κόλασιν με μεγαλήτερον εγκληματικόν βάρος, και άλλοι, ως αρπάζονται μέσα εις τον στρόβιλον του αρχικού εγκλήματος, συμπαρασύρονται εις την τελικήν καταστροφήν.
W. MINTO. Characteristics of english Pets Edinburgh. 1874.
— «Βλέπω ένα Χερουβίμ κλ. (Πράξις IV. σκ. III)». Εις αυτάς τας λέξεις έχομεν την κλείδα του χαρακτήρος του Αμλέτου. Δεν σπεύδει να ενεργήση, διότι έχει την συναίσθησιν της αξίας του, και είναι βέβαιος περί της εκβάσεως. Δεν μεγαλοφρονεί, δεν περιμένει την έκβασιν από τον εαυτόν του, αλλά θαρρεί εις οδηγίαν ανωτέραν, χωρίς να ηξεύρη ότι την έχει μέσα εις την ψυχήν του θαρρεί εις την δεξιάν του Υψίστου, με την οποίαν θα γίνη ό,τι πρέπει να γίνη.
K. H. HERMES. Ueber Shakespeare's Hamlet.
Stuttgart. 1827.
— Μετά τας αποκαλύψεις του Πνεύματος του πατρός του ο Αμλέτος ζωηρώς αισθάνεται το μερικόν αδίκημα οπού διεπράχθη και αναλαμβάνει ως ιερόν καθήκον να το τιμωρήση. Αλλά αμέσως μεσολαβεί το φιλοσοφικόν στοιχείον μέσα του· εις το φοβερόν κακούργημα, το οποίον εκατορθώθη με τόσην ψυχρότητα και τέχνην, αυτός, επί τέλους, δεν βλέπει παρά ένα δείγμα συστήματος αδικίας οπού κυριεύει όλα τα ορατά πράγματα του κόσμου τούτου. Ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα παριστάνονται εις τον νουν του ως μία μεγάλη πονηρά δύναμις ή τυραννία, οπού ενυπάρχει εις το σύστημα· η Αυλή της Δανιμαρκίας, οπού αυτοί εγκλημάτισαν και τώρα είναι ευτυχείς, είναι εικών του όλου κόσμου· η κίνησις, η ευφροσύνη, η φαιδρότης, οπού λησμονείται ο θάνατος του πατρός του, είναι εικών της ταραχής του κόσμου τούτου, η οποία θάπτει τον λογισμόν και σκεπάζει το έγκλημα άμα έγινε· οι Αυλικοί εικονίζουν και αυτοί το αργόν και αδιάφορον ανθρώπινον πλήθος οπού ως θεατής αναισθήτως θεωρεί την αδικίαν. Και ιδού, όλα τα πράγματα μεγαλύνονται μέσα εις τον νουν του, ο νους του δεν σταματά εις ένα μερικόν κακόν· ανέρχεται από το ειδικόν εις το γενικόν και από το συγκεκριμένον εις το αφηρημένον, και βλέπει ένα σύστημα ολόκληρον των ανθρωπίνων πραγμάτων. Αν σκέπτεται περί ενός πράγματος αμέσως σκέπτεται περί όλου του κόσμου. «Η Δανιμαρκία είναι φυλακή», άρα «όλος ο κόσμος είναι φυλακή». Αν «ο κόσμος έγινε τίμιος», τότε «πλησιάζει η ημέρα της Κρίσεως».
Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.
Εις όλους τους μονολόγους του σκέπτεται περί γενικών και θεωρεί την σύγχυσιν και την δυστυχίαν ως τι καθολικόν εις την τάξιν των πραγμάτων. Από τοιαύτην τάσιν προς γενικάς σκέψεις κλονίζεται η θέλησίς του ως προς το έργον της εκδικήσεως· διότι επί τέλους (φαίνεται να λέγη) τι καλόν θα προέλθη αφού τελεσθή η εκδίκησις; το προκείμενον αδίκημα δεν είναι παρά ένα μεταξύ χιλίων άλλων· δύνασαι να διορθώσης ένα μερικόν ατόπημα, αλλά το πονηρόν σύστημα προχωρεί, σε διαφεύγει· κάμε ό,τι θέλεις, δεν δύνασαι να το πιάσης, και το κύριον κακόν, πανταχού ευρισκόμενον και αψηλάφητον, σε περιπαίζει ως ο αέρας· το να διορθώσης ένα πράγμα σε υποχρεόνει να πράξης το αυτό και ως προς άλλα, επ' άπειρον, και να αναλάβης έργον ακατόρθωτον. Από τοιαύτην τάσιν του πνεύματος του Αμλέτου προέρχεται η αναβολή της εκδικήσεως και η πλαστή παραφροσύνη την οποίαν ανέλαβε διά να χαίρεται μίαν φανταστικήν από τον κόσμον και από την κοινωνίαν απομόνωσιν, και να ζη μέσα εις τον εαυτόν του· η ατονία της θελήσεώς του δεν πηγάζει από απάθειαν αλλά από υπερβολικήν έκτασιν διανοίας.
REV. DR. MOZLEY. The Christian Remembrancer. 1849.
— Η πάλη μεταξύ Αμλέτου και του Κλαυδίου είναι η βάσις της δραματικής πράξεως. Αυτοί αποτελούν θαυμαστήν αντίθεσιν και μ' όλον τούτο παριστάνουν μέρη της αυτής μεγάλης ιδέας. Ο Αμλέτος έχει ηθικότητα χωρίς ενέργειαν, ο Κλαύδιος ενέργειαν χωρίς ηθικότητα. Ο Αμλέτος δεν δύναται να κάμη ό,τι του επιβάλλει το καθήκον του, ο Κλαύδιος δεν δύναται να υπακούση εις την συνείδησιν και να ξεκάμη ό,τι έκαμε, δηλαδή να μετανοήση. Ο Αμλέτος παριστάνει ό,τι έπρεπε να γίνη και δεν γίνεται, ο Κλαύδιος ό,τι έγινε και έπρεπε να ξεγίνη. Κανείς από τους δύο δεν φθάνει εις το σημείον, το οποίον ο λόγος καθαρώς του υποδεικνύει, και ο ένας και ο άλλος καταστρέφεται από την αντίφασιν οπού διαιρεί την ύπαρξίν του. Καθείς από αυτούς ζητεί τον θάνατον του άλλου, και κατά την αυστηροτάτην ποιητικήν δικαιοσύνην και οι δύο ευρίσκουν τον θάνατον ως ανταπόδοσιν των πράξεών των.
D. G. SNIDER. The Journal of Speculative Philosophy 1873.
— Ο Α. Μ. ZAUBITZ. (Morgenblatt. Jan. 1859) ευρίσκει τον λόγον της απραξίας του Αμλέτου εις τούτο, ότι αυτός αισθάνεται ότι με το να τιμωρήση τον Κλαύδιον δεν θα κατώρθονε να νικήση το πνεύμα του Ψεύδους, το οποίον επικρατεί εις τον κόσμον, δεν θα εδύνατο αντί αυτού να ιδρύση το κράτος της Αληθείας και της Δικαιοσύνης· έβλεπε τόσον καθαρά την μηδαμινότητα των πεπερασμένων πραγμάτων, ώστε δεν ήταν δυνατόν να ελπίση με την τιμωρίαν ενός εγκλήματος να πλάση έναν νέον ηθικόν κόσμον. Λέγουν ότι ο Αμλέτος διστάζει να φονεύση τον Κλαύδιον, αλλά κάνεις δεν εξηγεί τι θα εσήμαινε, ποίον σκοπόν θα είχε τοιούτος φόνος, ποίαν σχέσιν θα είχε προς την κοσμικήν τάξιν. Ο λογισμός, λέγουν, εμποδίζει την ενέργειαν, δηλαδή θέλουν ο Αμλέτος να αναιρέση το αληθές αξίωμα ότι «πράξις μη προερχομένη από την ενδόμυχον της ψυχής πεποίθησιν δεν δύναται ποτέ να ήναι ορθή και γνησία».
— Κατά τον DOERING (Shakespeare's Hamlet. Hamm. 1865) η καθαρά ιδεοφροσύνη εις τον Αμλέτον διαφθείρεται και καταντά πικρά και εμπαθής απαισιοφροσύνη. Η απαισιοφροσύνη του δεν είναι πεποίθησις, την οποίαν αυτός εσχημάτισεν από καθολικάς παρατηρήσεις, είναι διάθεσις την οποίαν εγέννησαν εις αυτόν μερικαί ζωηραί εντυπώσεις. Και όμως τοιαύτη διάθεσις τον θέτει εις ανταγωνισμόν προς όλην την ανθρωπότητα, ώστε δεν λαμβάνει κανένα ενδιαφέρον εις τα ανθρώπινα πράγματα. Πώς να αναμιχθή εις τα πράγματα του κόσμου, οπού τα πάντα είναι κακά; προς τι να εκδικήση την αδικημένην αρετήν, οπού αρετή δεν υπάρχει; πώς θα έχη την διάθεσιν να αποκαταστήση την σαλευομένην ηθικήν τάξιν, αφού έχει την πεποίθησιν ότι αυτή εξέλιπε διά πάντοτε;
— Αφού έμαθε ότι ο πατέρας του εδολοφονήθη, γεννώνται εις αυτόν δύο εναντία ρεύματα· η φιλοστοργία, η οποία τον σπρώχνει να πατάξη τον Κλαύδιον, και η αποστροφή την οποίαν αισθάνεται να κάμη φόνον, και, καθώς επικρατεί το ένα αίσθημα ή το άλλο, μεταβάλλεται και η γλώσσα του· όταν ευρίσκεται μακράν από την μελετωμένην πράξιν, υπερισχύει η φιλοστοργία, ορκίζεται ότι θα τιμωρήση και πιστεύει ότι αν είχε εμπρός του τον ένοχον θα τον εφόνευεν αδιστάκτως· όταν η ευκαιρία παρουσιάζεται, τότε κυριεύεται από την αποστροφήν προς δολοφόνον πράξιν· αφίνει να περάση η ευκαιρία, και, άμα αυτή περάση, πάλιν αναλαμβάνει την δύναμίν της η φιλοστοργία, και τότε αδημονεί διότι δεν έπραξε, ονειδίζει πικρώς, κατακρίνει τον εαυτόν του ως δειλόψυχον, και ούτως αδικεί τον εαυτόν του, διότι βλέπει τον εαυτόν του με τα όμματα του πάθους…
Και μία δολοφονία, έστω και αν γίνη χάριν εκδικήσεως δολοφονημένου πατρός, τι άρα γε έχει ευγενές ώστε να χαρακτηρίζεται πράξις ηρωϊκή, ο δε Αμλέτος να κρίνεται δειλόψυχος, διότι εδείχθη ανίκανος να την εκτελέση, καθώς είπεν ο GOETHE και άλλοι πολλοί κατόπιν του; όχι δεν είναι μία ηρωϊκή πράξις, την οποίαν ο Αμλέτος δεν έχει την δύναμιν να εκτελέση, είναι μία φρικώδης υποχρέωσις διά την οποίαν αυτός δεν είναι καμωμένος, και προς την οποίαν, χωρίς αυτός να δίδη λόγον προς τον εαυτόν του, επαναστατεί η αγνή συνείδησίς του, αι ορμαί της φύσεώς του, αι έξεις της αγωγής του, όλα εκείνα, όσα, εις άλλας περιστάσεις, θα αποτελούσαν την δύναμίν του…
Συμβαίνει εις τα βάθη της ψυχής του κάτι, το οποίον αυτός ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται· αυτού μέσα ενεργεί ένα αίσθημα οπού αυτός δεν αναλύει, δεν διακρίνει, αλλά εις το οποίον αυτός υποτάσσεται. Αλλά δεν είναι δειλία, ούτε αστασία της θελήσεως, αφού τα πάντα εσωτερικώς και εξωτερικώς εναντιόνονται εις τοιαύτην ερμηνείαν. Άρα διατί αυτό να μη ήναι εκείνο το οποίον ημείς νομίζομεν, τουτέστιν η απόκρυφος φωνή της συνειδήσεως, η αποστροφή την οποίαν μία γενναία ψυχή αισθάνεται προς ψυχράν ανθρωποκτονίαν;
Ζήτησε άλλην παρ' αυτήν την εξήγησιν, η οποία εξηγεί όλα, και δεν θέλει την εύρης. Ή θα παραδεχθή τις τον χαρακτήρα του Αμλέτου, οποίον τον επαραστήσαμεν, ή ο ποιητής εσχημάτισε το έργον του από διάφορα τεμάχια χωρίς να λάβη τον κόπον να τα συναρμόση εις ένα όλον. Εάν η εξήγησίς μας δεν είναι η αληθής, τότε το δραματικόν πρόσωπον το οποίον εκράτησε την προσοχήν της ανθρωπότητος διά τρεις αιώνας είναι γέννημα της τύχης, είναι αίνιγμα ανεξήγητον.
V. COURDAVEAUX. Caractères et Talents. Paris 1867.
— Ο Αμλέτος είναι αναγκασμένος να προβή με την μεγαλητέραν περίσκεψιν· ο επιβάτης ήταν ισχυρός, και εάν ο Αμλέτος ήθελεν εκτελέση αμέσως την εκδίκησιν, τούτο θα είχε κάκιστα αποτελέσματα διά την ζωήν και διά την υπόληψιν του Αμλέτου. Κάνεις δεν εγνώριζεν ό,τι του είχε ανακοινώση το Πνεύμα, εκτός του Ορατίου, και μ' όλον ότι η αποκάλυψις του Πνεύματος ήταν δι' αυτόν ασφαλής μαρτυρία και λόγος ικανός διά να μισήση τον Κλαύδιον, δεν αρκούσεν όμως να δικαιολογήση εις τα όμματα του κοινού τον φόνον του Βασιλέως του.
RISTON. Remarks. 1783.
— Το Πνεύμα του πατρός του ζητεί εκδίκησιν, αλλά δεν ορίζει τον τρόπον. Ο Αμλέτος φυσικά εκλαμβάνει ότι πρόκειται περί ανταποδόσεως «οφθαλμός αντί οφθαλμού και οδούς αντί οδόντος». Τούτο θεωρούμενον από την ηθικήν θέσιν του Αμλέτου είναι άρα γε ορθόν; Πρόκειται τίποτε ολιγώτερον παρά να φονεύση τον θείον του, τον σύζυγον της μητρός του και τον βασιλέα του, όχι να τον κρίνη και να τον θανατώση δικαστικώς αλλά να τον δολοφονήση. Πώς θα δικαιολογήση την πράξιν του εις τον κόσμον; Αφού δεν δύναται να φέρη την μαρτυρίαν του Πνεύματος, η απόδειξις εις την οποίαν αυτός στηρίζεται διά να ενεργήση δεν αξίζει ειμή εις την περιοχήν της συνειδήσεώς του. Η πράξις, διά να συντελέση εις το γενικόν καλόν, πρέπει να εκτιμηθή από τους άλλους όπως την εκτιμά αυτός· άλλως ο Αμλέτος θα δώση παράδειγμα φόνου όχι δικαιοσύνης· το έγκλημά του θα αποδοθή εις την φιλαρχίαν του, και η εκπλήρωσις καθήκοντος θα κριθή ως πρόφασις. Δύναται άνθρωπος «με τόσο πλάτος λογικού, 'πού βλέπει κ' εμπρός του και κατόπι» να ενεργή κατ' αυτόν τον τρόπον; Αληθώς ο νους του φαίνεται πεπεισμένος περί της ανάγκης να πατάξη τον θείον του, αλλά υποπτεύομαι ότι αυτός αισθάνεται μίαν θειοτέραν δύναμιν, «μίαν φωνούλα», η οποία τον σύρει αλλού. Νομίζει ότι πρέπει να εκτελέση το έργον, αποφασίζει να το πράξη, κατακρίνει τον εαυτόν του διότι δεν το πράττει, αλλά ένας νόμος ανέκφραστος, βαθύτερος και δυνατώτερος παρά την πεποίθησιν τον κρατεί. Αυτός αποδίδει την απραξίαν του εις άνανδρον δισταγμόν, ή εις κάποιαν αγενή αδυναμίαν του, ακριβώς καθώς συμβαίνει εις τους καλητέρους ανθρώπους να κατακρίνουν τον εαυτόν των ότι οδηγούνται από φίλαυτον φόβον της τιμωρίας, ενώ ολόκληρος ο βίος των αποδεικνύει ότι εμπνέονται από αισθήματα αγνά, και ότι θα επροτιμούσαν να τιμωρηθούν διότι έπραξαν το καλόν, παρά να λάβουν ανταμοιβήν διότι έπραξαν το κακόν.
HUDSON. Shakespeare, his life, Art and Characters.
Boston. 1872.
Σημ. Παρομοίαν εξήγησιν δίδει και ο KLEIN (Berliner Modenspiegel 1846), ο Κ. WERDER εις εκτεταμένην διατριβήν (Hamlet. Berlin. 1875), και εις το αυτό συμπέρασμα φθάνει και ο HERM. ULRICI (Shakespeare's Dramatishe Kunst. 1868).