Title: Ευθύφρων
Author: Plato
Translator: Alexandros Moraitides
Release date: December 24, 2009 [eBook #30748]
Most recently updated: January 5, 2021
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinidis
Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinidis
Note: Numbers in curly brackets relate to the footnotes that have been transferred at the end of the book. Bold words have been included in &&. The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed.
Σημείωση: Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των σελίδων που έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Έντονοι χαρακτήρες περικλείονται σε &&. Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
Ο &Ευθύφρων& είναι από τους γνησίους διαλόγους του Πλάτωνος, συγγραφείς αμέσως μετά τον θάνατον του Σωκράτους· ομοιάζει δε προς πολλούς άλλους, ωραίους ωσαύτως διάλογους του μεγάλου συγγραφέως της αρχαιότητος, οι οποίοι, ως και ο παρών, κυρίαν ενασχόλησιν έχουν την όσον το δυνατόν ακριβεστέραν ανάπτυξιν του ορισμού διαφόρων εννοιών, θέματα θεμελιώδη της λογικής επιστήμης, ήτις δεν είχεν ακόμη έως τότε αναπτυχθή. Διότι προ του Σωκράτους κανείς ακόμη δεν είχεν ασχοληθή εις τους φιλοσοφικούς ορισμούς των πραγμάτων, πρώτος δ' εκείνος ήρχισε να εξετάζη τι πράγμα είναι κάθε τι από τα όντα με ιδιαιτέραν όλως αγάπην και ευχαρίστησιν, περιβάλλων τας ομιλίας του με τόσην θελκτικήν χάριν, ώστε να κάμνη τερπνά και τα ξηρότερα εκ των ζητημάτων, οποία είναι μάλιστα αι τοιαύται φιλοσοφικαί συζητήσεις. Αλλ' αν ακουόμεναι εκείναι αι ομιλίαι του λαλιστάτου Αθηναίου φιλοσόφου τόσην γοητείαν επροξένουν, φαντασθήτε τώρα πόσον ψυχαγωγική είναι η ανάγνωσις των διαλόγων αυτών, όπως ετεχνούργησεν αυτούς ο μάγος της Ελληνικής γλώσσης χειριστής, ο θείος Πλάτων, ο οποίος εις τα έξοχα χαρίσματα, με τα οποία η φύσις είχε πλουσιώτατα προικίσει τον Σωκράτην, προσέθηκεν ως ωραία κεντήματα τα ολόχρυσα στολίσματά του με την χαριτωμένην γραφίδα του αρχαίου αττικού λόγου, ώστε να μη ηξεύρη κανείς πλέον σήμερον ποίον να θαυμάση περισσότερον, τον εύστροφον φιλόσοφον ή τον ηδύμολπον συγγραφέα, του οποίου ο Λουκιανός τόσον εξαίρει «την δεινώς αττικήν καλλιφωνίαν και την θαυμαστήν μεγαλόνοιαν».
Υπόθεσις του &Ευθύφρονος& είναι να ευρεθή ο ορισμός του &οσίου&, ήτοι της ευσεβείας και αγιότητος. Απαρτίζεται δε από μίαν συνομιλίαν, η οποία γίνεται μεταξύ του Σωκράτους και του Ευθύφρονος.
Ο Ευθύφρων ήτο ένας μάντις πασίγνωστος εις τας Αθήνας δια την υπερβολικήν θρησκομανίαν του, καταγόμενος από τα Πρόσπαλτα, δήμον της Αττικής, ο οποίος έκειτο περίπου όπου το σημερινόν χωρίον Κερατιά, όπισθεν του Υμηττού, ανήκε δε ίσως εις ιερατικήν οιωνοσκόπων οικογένειαν. Είχε δε την ιδέαν ότι εγνώριζε τα θρησκευτικά ζητήματα και τους ιερούς νόμους περισσότερον από κάθε άλλον εις τον κόσμον· διό και με υπερηφάνειαν περισσήν εκήρυττεν ότι αι προφητείαι του ουδέποτε διεψεύσθησαν.
Μίαν ημέραν, όταν είχε πλέον επιδοθή υπό του Μελήτου η εναντίον του Σωκράτους κατηγορία επί ασεβεία εις τον άρχοντα βασιλέα, ένα από τους εννέα άρχοντας, ο γηραιός φιλόσοφος, λαβών απροσδοκήτως την δικαστικήν κλήσιν, είχε μεταβή εις την Βασίλειον Στοάν, όπου είχε τα δικαστικά γραφεία του ο άρχων βασιλεύς, εις τον οποίον ήτο ανατεθειμένη η διεξαγωγή των θρησκευτικών δικών, διά να λάβη γνώσιν της εναντίον του υποβληθείσης κατηγορίας και δώση την απαιτουμένην προανάκρισιν. Εκεί, πρωί — πρωί, εις τους μαρμαρίνους δικαστικούς διαδρόμους της Βασιλείου Στοάς, όπου συνήθως μετέβαινον οι ασεβείς και οι άθεοι, οι βλάσφημοι και οι παραβάται των ιερών της πόλεως νόμων, συναντά ο Ευθύφρων τον γέροντα φιλόσοφον, τον οποίον πολύ εσέβετο, τον ολόλευκον όχι μόνον διά την ηλικίαν του αλλά και διά την αγαθότητά του και πραότητα, τον ειρηνικώτατον και μόνον ευσεβέστατον αληθώς από τους Αθηναίους, και απομένει έκπληκτος.
Με αυτήν την ωραίαν δραματικήν εικόνα, την οποίαν θα εζήλευε και ο Σοφοκλής, ανασύρει την αυλαίαν του χαριτωμένου διαλόγου του ο Πλάτων. Ο Ευθύφρων ερωτών μανθάνει ότι ο Σωκράτης κατηγορηθείς επί ασεβεία από κάποιον άγνωστόν του Μέλητον καλούμενον, ότι διαφθείρει την νεολαίαν με νέας ψευδείς περί θεών διδασκαλίας προσήλθεν εκεί, ζητηθείς από την ανάκρισιν. Τότε και ο Σωκράτης υπείκων εις την έμφυτον αυτού ειρωνικήν περιέργειαν, από την οποίαν ήντλει, ως από ακένωτον πηγήν, άλας τας υποθέσεις των φιλοσοφικών και κοινωνικών συζητήσεών του, μανθάνει ότι και ο Ευθύφρων διά μίαν σοβαρωτάτην δικαστικήν υπόθεσιν ευρίσκεται ομοίως εκεί, την οποίαν με ακόμη μεγαλειτέραν έκπληξιν ακούει ο Σωκράτης.
Αυτός δηλαδή ο προφητομάντις Ευθύφρων είχε καταγγείλει επί φόνω τον ίδιον τον πατέρα του, διότι είχε κακοποιήσει ένα από τους δούλους του, οπού επάνω εις την μέθην του εφόνευσεν άλλον σύνδουλόν του, και έγεινεν ούτως αίτιος να αποθάνη ο φονεύς εις τα δεσμά, μέσα εις ένα λάκκον, όπου νηστικόν και δαρμένον τον είχε ρίψει. Από την μεγάλην του λοιπόν ευσέβειαν και από την ευλάβειαν προς τους θείους νόμους, ο Ευθύφρων — διηγείται προς τον Σωκράτην, — οι οποίοι διατάσσουν την αμείλικτον καταδίωξιν των φονέων, ή μάλλον υπείκων εις δεισιδαίμονα πλάνην περί &αφοσιώσεως& ήτοι περί καθάρσεως των κοινωνικών μιασμάτων, ως γίνεται γνωστόν τούτο εν τη εξελίξει του διαλόγου, κατήγγειλεν αυτόν τον πατέρα του ως φονέα, ίνα καθαρθή από το μίασμα και αυτός και εκείνος. Προβάς δε εις αυτό το διάβημα, ενόμιζεν ότι έπραξεν ευσεβή πράξιν και ήτο ενδομύχως όλως διόλου ατάραχος.
Ο Σωκράτης εμβρόντητος απομείνας προς την ομολογίαν αυτήν του Ευθύφρονος ότι κατήγγειλεν ως φονέα τον πατέρα του, αρχίζει αμέσως την συζήτησιν με τον δεισιδαίμονα αυτόν θεομάντιν, και τον παρακαλεί, αφού μάλιστα είναι τόσον σοφός εις τα θρησκευτικά, να τον διδάξη τι πράγμα κατ' ουσίαν είναι το ευσεβές και η ευσέβεια, διά να κατορθώση με τα φώτα αυτά του διδασκάλου του να σωθή και αυτός από τον κίνδυνον, τον οποίον διατρέχει εκ της εναντίον του κατηγορίας του Μελήτου, όστις τον κατηγόρησεν ίσα — ίσα ως ασεβή.
Με αυτόν τον τρόπον αρχίζει η συζήτησις, κατά την οποίαν ο μεν Ευθύφρων αντιπροσωπεύει, κατά τινα σοφόν κριτικόν, «τους μικρόνοας εκείνους ευσεβείς της αρχαιότητος, οι οποίοι διά την λέξιν &όσιον& είχον έννοιαν όλως διόλου εξωτερικήν και επιπόλαιον και διά να αποδείξουν εαυτούς ευσεβείς και αρεστούς εις τους θεούς, δεν υπεχώρουν πολλάκις ουδέ ενώπιον πράξεων, αι οποίαι απόβλητοι εθεωρούντο ηθικώς. Ο δε Σωκράτης. αντιπρόσωπος των νέων θρησκευτικών ιδεών, υποστηρίζει τουναντίον, ότι μεταξύ αγαθού και θείου δεν ημπορεί ποτε να υπάρξη καμμία διαφορά, θεωρών ότι η &οσιότης& ή η &ευσέβεια& συνίσταται μόνον εις την τελείαν του ανθρώπου ηθικότητα».
Ο διάλογος προβαίνει μετά μεγίστης μεν συντομίας αλλά με άφθονον πλούτον γνώσεων και επιχειρημάτων, τα οποία ανακύπτουν το έν μετά το άλλο απροόπτως ως εν μαγικώ λειμώνι πρωτοφανή άνθη, θαμβώνοντα τον αναγνώστην με την φαεινήν ακτινοβολίαν των.
Τόση δε είναι η δύναμις της λογικής και η δεξιότης του αρχισυζητητού αυτού γέροντος των αρχαίων Αθηνών, ώστε εξαναγκάζεται ο αλαζών μάντις πέντε φοράς ν' αλλάξη τον περί της ευσεβείας ορισμόν του.
Και τον μεν πρώτον αυτού ορισμόν, ότι ευσεβές πράγμα είναι αυτό, οπού έπραττεν εκείνος, καταγγείλας τον πατέρα του εις το δικαστήριον ως φονέα, καθώς έπραξε και ο άριστος και δικαιότατος από τους θεούς Ζευς, οπού έδεσε τον πατέρα του Κρόνον διότι έτρωγε τα παιδιά του, απορρίπτει ο Σωκράτης ως κοινόν όλως διόλου, διότι με έν μόνον παράδειγμα και με μίαν μόνην πράξιν δεν δύναται να ορισθή ο χαρακτήρ της ευσεβείας.
Έπειτα δε πάλιν τον δεύτερον ορισμόν του Ευθύφρονος ότι ευσεβές πράγμα είναι παν ό,τι είναι προσφιλές εις τους θεούς, ασεβές δε παν ό,τι είναι μισητόν εις αυτούς, επαινεί ο Σωκράτης ως γενικώτερον από τον πρώτον και τελειότερον, αλλ' αποδεικνύει εις τον Ευθύφρονα με τας φιλονεικίας και μάχας, οπού υπάρχουν μεταξύ των θεών, τα οποία εκείνος πιστεύει, ότι είναι δυσκολώτατον και αδύνατον να αρέσκη το αυτό πράγμα εις όλους τους θεούς· αλλά εκείνο οπού εις μερικούς θεούς αρέσκει, εις μερικούς άλλους είναι μισητόν, ώστε θα συμβή το αυτό ευσεβές πράγμα να είναι συγχρόνως και αγαπητόν και μισητόν.
Τότε ο Ευθύφρων καταρτίζει τελειότερον ορισμόν, τον τρίτον, λέγων ότι ευσεβές είναι παν ό,τι αρέσκει εις όλους εν γένει τους θεούς, ασεβές δε παν ό,τι είναι μισητόν εις όλους επίσης.
Αλλά και τούτον τον ορισμόν απορρίπτει ο Σωκράτης, διότι κατ’ ουσίαν δεν είναι διάφορος από τον δεύτερον, επειδή και κατ' αυτόν ευσεβές και αγαπητόν εις τους θεούς πράγμα είναι έν και το αυτό. Αλλά το αγαπητόν εις τους θεούς ή αγαπώμενον υπ' αυτών, λέγει ο Σωκράτης και παραδέχεται και ο Ευθύφρων, λέγεται ούτω, διότι αγαπάται υπό των θεών, και όχι διότι είναι αγαπητόν εις τους θεούς διά τούτο αγαπάται υπό των θεών, το δε ευσεβές διότι είναι ευσεβές αγαπάται υπό των θεών και όχι διότι αγαπάται υπ' αυτών διά τούτο είναι ευσεβές. Εάν λοιπόν ευσεβές και θεοφιλές πράγμα είναι έν και το αυτό, κατά τον τρίτον ορισμόν, έπρεπε και το θεοφιλές να φιλήται υπό των θεών διότι είναι θεοφιλές και όχι το εναντίον, κατ' ακολουθίαν και το ευσεβές διά τούτο να είναι ευσεβές διότι ηγαπάτο από τους θεούς και όχι διότι είναι ευσεβές διά τούτο να αγαπάται, ως είχον προηγουμένως παραδεχθή. Είναι λοιπόν αντιφατικός ο τρίτος ορισμός, και προς τούτοις δεν φανερώνει την ουσίαν του ευσεβούς, αλλά πάθος τι οπού συμβαίνει εις αυτό.
Ήδη ο Ευθύφρων παραδέχεται μεν ταύτα, ότι οι ορισμοί, όσους έως τώρα κατήρτισεν, είναι συγκεχυμένοι και ανεπαρκείς και ασαφείς, ομολογεί την αδυναμίαν του να προχωρήση εις τον καταρτισμόν άλλου, και συγχρόνως παραπονείται εις τον Σωκράτην ότι αυτός του κρημνίζει και χαλά όλους τους ορισμούς. Ο Σωκράτης αποκρούει την μομφήν αυτήν, φαίνεται δε πρόθυμος να τον βοηθήση, όπως μαζί κατορθώσουν να σχηματίσουν ένα τέλειον ορισμόν του ευσεβούς.
Και πρώτον ευρίσκουσιν ότι το &δίκαιον& είναι ευρυτέρα έννοια από το ευσεβές, όπερ είναι μέρος τι του δικαίου. Ο Σωκράτης, ίνα διευκολύνη τον Ευθύφρονα εις το να εννοήση καλώς τούτο, του φέρει πολλά άλλα παραδείγματα ευρυτέρων και στενοτέρων εννοιών, ότε ο Ευθύφρων ερωτώμενος τι μέρος του δικαίου είναι το ευσεβές, απαντά ότι είναι το περί την θεραπείαν ήτοι λατρείαν των θεών αφιερωμένον, το δε επίλοιπον μέρος αυτού αποβλέπει εις την περί των ανθρώπων θεραπείαν και μέριμναν.
Αλλ' εις τον Σωκράτην δεν αρέσκει η λέξις θεραπεία, διότι κάθε θεραπεία, λέγει, γίνεται προς ωφέλειαν ή προς βλάβην του θεραπευομένου πράγματος, αλλ' οι θεοί ποίαν ωφέλειαν ημπορούν να έχουν από την εκ μέρους των ανθρώπων γινομένην προς αυτούς θεραπείαν ή λατρείαν; Ο Ευθύφρων λέγει τότε ότι εννοεί θεραπείαν εξυπηρετικήν, όπως οι δούλοι θεραπεύουν και περιποιούνται τους κυρίους αυτών. Αλλ' ο Σωκράτης του εξηγεί ότι η υπηρετική αυτή θεραπεία αποβλέπει εις την εκτέλεσιν έργου τινός πάντοτε, ως η ιατρική τέχνη π. χ. χρησιμεύει εις τους ιατρούς, διά να κατεργάζωνται την υγείαν, η ναυπηγική εις τους ναυπηγούς, διά να κατασκευάζουν τα πλοία κλπ. Τι λοιπόν εκτελούσιν οι θεοί διά της υπηρεσίας αυτής των ανθρώπων; Ο Ευθύφρων απαντά ότι πολλά καλά πράγματα κατορθώνουν οι θεοί διά της θεραπείας αυτής. Αλλά πολλά καλά πράγματα παράγουν και οι στρατηγοί π. χ. και οι γεωργοί, παρατηρεί ο Σωκράτης, και όμως ημπορούμεν να προσδιορίσωμεν το είδος και την ποιότητα αυτών των καλών. Ποίου είδους λοιπόν είναι αυτά τα πολλά καλά, τα οποία εκτελούν οι θεοί; ερωτά ο Σωκράτης. Τότε ο Ευθύφρων δοκιμάζει να σχηματίση τον πέμπτον ορισμόν του ευσεβούς λέγων: Εάν μεν κανείς γνωρίζη να λέγη και να πράττη ευχάριστα εις τους θεούς και όταν προσεύχεται και όταν θυσιάζη, αυτά είναι τα ευσεβή, τα οποία διαφυλάττουν και τους ιδιωτικούς οίκους των ανθρώπων και τας κοινάς των πόλεων υποθέσεις, τα δε εναντία αυτών είναι τα ασεβή, τα οποία καταστρέφουν και εξαφανίζουν τα πάντα.
Αλλά και τον μακροσκελή αυτόν ορισμόν ο Σωκράτης απορρίπτει ως εσφαλμένον, διότι συνοψίζων αυτόν λέγει ότι το ευσεβές λοιπόν είναι κάποια επιστήμη του να εύχεται κανείς και να θυσιάζη και ότι το μεν να θυσιάζη σημαίνει να χαρίζη κανείς εις τους θεούς, το δε να εύχεται σημαίνει να ζητή από αυτούς, ώστε το ευσεβές θα ήτο τότε επιστήμη ζητήσεως και δόσεως, ζητεί δε κανείς ό,τι χρειάζεται και χαρίζει ό,τι χρειάζονται οι άλλοι, άρα η ευσέβεια είναι κάποια εμπορική τέχνη μεταξύ θεών και ανθρώπων. Αλλ' αυτό προϋποθέτει αμοιβαίον κέρδος· εάν δε οι θεοί λαμβάνουν ευάρεστα εις αυτούς από τους ανθρώπους, τότε και ο ορισμός αυτός ουδόλως διαφέρει από τους προηγουμένους, κατά τους οποίους το ευσεβές και ευάρεστον εις τους θεούς είναι έν και το αυτό πράγμα, και οίτινες απεδείχθησαν ήδη εσφαλμένοι.
Παρακαλεί λοιπόν ο Σωκράτης τον Ευθύφρονα εξ αρχής να δοκιμάση να εύρη κανένα άλλον ορισμόν ορθότερον και ακριβέστερον. Αλλ' αυτός τόσον εστενοχωρήθη από τας αντιφάσεις, εις τας οποίας περιέπιπτε, περιπλεχθείς μέσα εις το δίκτυον της ακαταμαχήτου λογικής του Σωκράτους, ώστε ζαλισμένος πλέον υπεκφεύγει την εξακολούθησιν του διαλόγου, προφασισθείς ότι έχει κάποιαν κατεπείγουσαν υπόθεσιν, και απέρχεται εγκαταλείπων ατελείωτον την συζήτησιν και τον περί του ευσεβούς ορισμόν και την σοβαρωτάτην δε υπόθεσίν του ακόμη, χάριν της οποίας είχε μεταβή εις την Βασίλειον Στοάν.
»Και όμως υποσημειοί εις την αξιόλογον έκδοσιν του &Ευθύφρονος& ο κ. Γ. Κωνσταντινίδης, είς εκ των ημετέρων ερμηνευτών του Πλάτωνος, εν αρχή του διαλόγου ωμολόγησεν ο Ευθύφρων ότι είχε μεταβή εις την Βασίλειον Στοάν, διά να φροντίση περί της κατά του πατρός του δίκης. Πώς λοιπόν τώρα απέρχεται χωρίς καν να εισέλθη παρά τω βασιλεί; Είναι τάχα τούτο απλή πρόφασις, όπως διακόψη συζήτησιν, ην αδυνατεί να διεξαγάγη κατά βούλησιν, ή θέλει ο Πλάτων να υποδείξη διά τούτου ότι ο Ευθύφρων εσαλεύθη εις τας περί οσίου δοξασίας του και εγκατέλιπε την κατά του πατρός του κατηγορίαν χάρις εις τον ένεκα ασεβείας κατηγορηθέντα Σωκράτην; Ημείς σήμερον ουδέτερον τούτων δυνάμεθα ασφαλώς να συμπεράνωμεν, οι σύγχρονοι όμως του Πλάτωνος ενόουν ίσως την ορθήν του χωρίου έννοιαν και του διαλόγου το αποτέλεσμα, διότι πιθανόν να ήτο πασίγνωστος η σπανία όντως του Ευθύφρονος υπόθεσις».
Εις τον ζωηρότατον αυτόν διάλογον, όστις κατά τους κριτικούς είναι τελειότερος του Κρίτωνος κατά την εν γένει δημιουργικήν εξεργασίαν και φιλοσοφικήν ακρίβειαν, εξαιρετικήν εντύπωσιν μας αφίνουν τα περί ερίδων και μαχών των θεών μυθολογούμενα και τα περί Δαιδάλου και κινουμένων αγαλμάτων αυτού, με τα οποία ευφυέστατα παραβάλλει η αεικίνητος του Σωκράτους γλώσσα τους μετακινουμένους και σαλευομένους ορισμούς του Ευθύφρονος, υπέρ πάντα δε ταύτα η παροιμιώδης σωκρατική ειρωνεία η τερπνότατα διαχεομένη μ' επαγωγόν και χαριέστατον τρόπον ως τις ευώδης φαληρική αύρα τόσον λεπτή, ώστε να μη την αισθάνεται σχεδόν ο με ιδρώτας και κόπους περιρρεόμενος κατά την συζήτησιν Ευθύφρων. Η συνάντησις δε αύτη δύο άκρως αντιθέτων προσώπων, εξ ενός μεν του θρησκομανούς μάντεως, προβαίνοντος μέχρι πράξεων ηθικώς αποτροπαίων από ευσέβειαν δήθεν, και εξ άλλου του ηρέμα και γαληνιαίως εκφράζοντος της αληθούς θεοσεβείας τον χαρακτήρα Σωκράτους, μας αφίνει δραματικωτάτην την εντύπωσιν, δίδουσα εις ημάς ζωηράν εικόνα τελείου σατυρικού έργου της αρχαιότητος, συνάμα δε ολόφωτον καθιστά τον σκοπόν του διαλόγου, όστις ήτο, κατά την παράδοσιν, να φανή πόσον ευσεβής και δίκαιος ήτο ο Σωκράτης, όστις είχε καταδικασθή εις θάνατον κατηγορηθείς επί ασεβεία, διότι εις τον διάλογον αυτόν ο ως ασεβής κατηγορηθείς Σωκράτης ή ως έχων επιληψίμους ιδέας περί ευσεβείας, καθά ωραιότατα εκφράζεται ημέτερος κριτικός, «γίνεται διδάσκαλος της αληθούς ευσεβείας και προς αυτούς τους περί τα τοιαύτα ειδικωτάτους και σοφωτάτους θεωρουμένους».
Τοιούτος μεν ο ωραίος αυτός διάλογος. Αλλ' επειδή δικαίως εξεγείρεται η περιέργεια των αναγνωστών εν τέλει, αναζητούντων ν' ανακαλύψωσι ποίος τάχα να είναι ο ορισμός του &οσίου& ήτοι του ευσεβούς, οίος ήτο εσχηματισμένος εν τη διανοία του Σωκράτους, ο κ. Γ. Κωνσταντινίδης, την δικαίαν περιέργειαν αυτήν πληρών μας αποκαλύπτει τούτον επαρκώς, δι' όσων λέγει εν τη Εισαγωγή της εκδόσεώς του: «Δεν είναι όμως δύσκολον, παρατηρεί, εκ πάντων τούτων να εξαχθή ορθός τις και ακριβής ορισμός του οσίου και της οσιότητος ότι είναι η επιστήμη των περί θεούς νομίμων», ως δικαιοσύνη είναι «η επιστήμη των περί ανθρώπους νομίμων», σκοπός δε και αποτέλεσμα της οσιότητος και δικαιοσύνης ότι είναι το σώζειν τούς τε ιδίους οίκους και τα κοινά των πόλεων. Ο ορισμός ούτος εξάγεται μεν ασφαλώς και εκ των εν τω &Ευθύφρονι& λεγομένων, ότι όμως τοιούτος τις θα διετυπούτο υπό του Πλάτωνος εξάγεται και εκ του &Λάχητος& (σελ, 199, Δ). «Είναι δε η οσιότης και η ευσέβεια εκ των κυριωτάτων μερών της καθόλου αρετής, περί την έρευναν της οποίας αποκλειστικώς κατεγίνετο ο Σωκράτης».
ΕΥΘΥΦΡΩΝ (ή περί ευσεβείας)
Ευθύφρων.
I. Τι συμβαίνει, ω Σώκρατες, και δεν φαίνεσαι πλέον διόλου εις το
Λύκειον {1}, αλλά συχνάζεις εδώ τώρα, εις την Βασίλειον Στοάν; {2} Δεν
πιστεύω να έχης βέβαια και συ καμμίαν δίκην ενώπιον του άρχοντος
βασιλέως, καθώς έχω εγώ.
Σωκράτης.
Δεν έχω δίκην, διά κοινόν έγκλημα, ω Ευθύφρον, αλλά πολύ χειρότερον,
έχω γραφήν {3}, καθώς αυτοί δα οι Αθηναίοι ονομάζουν αυτήν, έχω δηλαδή
δίκην διά δημόσιον έγκλημα.
Ευθύφρων.
Τι μου λέγεις. Διά δημόσιον έγκλημα λοιπόν, καθώς φαίνεται, κάποιος σε
κατήγγειλε; Διότι δεν πιστεύω ποτέ ότι συ κατήγγειλες κανένα άλλον.
Σωκράτης.
Βεβαίως όχι.
Ευθύφρων.
Αλλά σε κατήγγειλε λοιπόν κανείς άλλος;
Σωκράτης.
Μάλιστα.
Ευθύφρων.
Και ποίος είναι αυτός;
Σωκράτης.
Και εγώ ο ίδιος δεν τον γνωρίζω καλά — καλά τον άνθρωπον αυτόν, ω
Ευθύφρον. Μου φαίνεται να είναι αυτός ένας νέος, τον οποίον προσωπικώς
δεν εγνώρισα. Όμως τον λέγουν, καθώς νομίζω, Μέλητον {4}. Είναι δε από
τον δήμον Πιτθόν {5}, αν έρχεται εις την ενθύμησίν σου κανένας Μέλητος
Πιτθεύς, ένας νέος με μακράν και λείαν κόμην, με ολίγα γενάκια και με
μύτην γερακωτήν.
Ευθύφρων.
Δεν ενθυμούμαι τέτοιον νέον, ω Σώκρατες, αλλ' ειπέ μου ακριβώς ποία
είναι η καταγγελία, οπού σου έκαμε;
Σωκράτης.
Ποία είναι; Είναι μία κατηγορία, ω Ευθύφρον, παρά πολύ γενναία, η
οποία κατά την ιδικήν μου τουλάχιστον γνώμην τον φανερώνει αυτόν τον
νέον ένα άνθρωπον όχι κοινόν. Διότι τόσον νέος αυτός όπου είναι, δεν
είναι μικρόν και ασήμαντον πράγμα να έχη γνώσεις διά τόσον σπουδαίας
υποθέσεις. Διότι καθώς εκείνος λέγει, ηξεύρει με ποίον τρόπον
καταστρέφονται οι νέοι την σήμερον και ποίοι είναι οι καταστροφείς
αυτών. Φαίνεται λοιπόν ότι αυτός ο άνθρωπος είναι παρά πολύ σοφός. Και
αφού εκατάλαβε την ιδικήν μου αμάθειαν, ήλθεν εδώ και με κατήγγειλεν
ενώπιον της πόλεως όλης, απαράλλακτα καθώς ενώπιον μιας κοινής όλων
μας μητρός, ότι δήθεν εγώ καταστρέφω τους συνηλικιώτας του. Και
ομολογώ ότι αυτός μου φαίνεται ότι είναι ο μόνος άνθρωπος, οπού
αρχίζει να ανακατώνεται εις τα πολιτικά, καθώς πρέπει. Διότι ο καθαυτό
πολιτικός άνθρωπος, είναι ορθόν και πρέπον να αρχίζη το πολιτικόν του
στάδιον μανθάνων πρώτον διά την εκπαίδευσιν της νεολαίας, με ποίον
τρόπον να γείνουν οι νέοι όσον το δυνατόν χρηστότατοι. Καθώς κάμνει
και ο έμπειρος γεωργός, όστις είναι φυσικόν πρώτον να φροντίζη διά τα
νέα φυτά, όπου είναι βλασταράκια ακόμη, έπειτα δε και διά τα
μεγαλείτερα και τα πλέον ανεπτυγμένα. Αναμφιβόλως λοιπόν και ο Μέλητος
πρώτα — πρώτα αποκόπτει ως βλαβερούς ημάς, οπού καταστρέφομεν τους
νέους, καθώς λέγει. Έπειτα δε είναι φανερόν ότι με την φροντίδα, όπου
θα λάβη διά τους μεγάλους, θα γείνη αίτιος μεγίστων καλών εις την
πόλιν μας, καθώς βέβαια είναι φυσικόν να συμβή εις ένα άνθρωπον, όστις
γνωρίζει τόσον καλά να αρχίζη το έργον του.
Ευθύφρων.
II Θα επεθύμουν να γείνη αυτό, οπού λέγεις, ω Σώκρατες, φοβούμαι όμως
μήπως συμβή το εναντίον. Διότι αυτός ο άνθρωπος με το να επιχειρή να
βλάψη εσέ, θέλει όλως διόλου σύρριζα να καταστρέψη την πόλιν {6}. Αλλ'
ειπέ μου, σε παρακαλώ, σαν τι τάχα τέλος πάντων λέγει ότι συ κάμνεις
και καταστρέφεις
τους νέους;
Σωκράτης.
Παράλογα πράγματα, ω θαυμάσιε, καθώς εγώ τουλάχιστον ακούω. Διότι
αυτός λέγει ότι εγώ είμαι κατασκευαστής θεών και με καταγγέλλει, χάριν
αυτής της νεολαίας, καθώς λέγει, ότι κατασκευάζω καινούργιους θεούς,
τους δε παλαιούς θεούς μας δεν πιστεύω.
Ευθύφρων.
Εκατάλαβα, ω Σώκρατες. Αυτός λέγει ότι κατασκευάζεις καινούργιους
θεούς, διότι διακηρύττεις δημοσία ότι συνήθως εμφανίζεται εντός σου το
γνωστόν δαιμόνιον {7}. Δι' αυτό λοιπόν σε κατήγγειλεν ότι δήθεν
νεωτερίζεις εις τα θρησκευτικά δόγματα της πόλεως και ακριβώς δι' αυτό
έρχεται να σε συκοφαντήση εις το δικαστήριον, επειδή γνωρίζει καλά ότι
ο λαός πολύ εύκολα πιστεύει τας συκοφαντίας αυτού του είδους. Διότι
και εμένα απαράλλακτα με περιγελούν ως τρελλόν, οσάκις εις την
συνέλευσιν του λαού αυθορμήτως αναφέρω τίποτε θρησκευτικά ζητήματα και
προφητεύω δι' όσα μέλλουν να γείνουν {8}· αν και ποτέ δεν έλειψε να μη
επαληθεύση κανέν από όσα εγώ επροφήτευσα. Αλλ' όμως ημάς τους
θεοπνεύστους όλους μας φθονούν. Δεν πρέπει όμως να φροντίζωμεν διόλου
δι' αυτά, αλλά να εξακολουθώμεν ίσα τον δρόμον μας αδιαφορούντες εις
τας συκοφαντίας.
Σωκράτης.
Αγαπητέ μου Ευθύφρον, το να περιγελασθώμεν βέβαια καμμιά φορά δεν
είναι και πολύ σπουδαίον πράγμα. Διότι, καθώς εγώ φρονώ, τους
Αθηναίους δεν τους μέλει, αν πιστεύουν ότι είναι μεν κανείς πολύ
επιτήδειος άνθρωπος, αλλ' όμως δεν έχει την ικανότητα και να διδάξη
άλλους την σοφίαν του, θυμώνουν όμως υπερβολικά εναντίον εκείνου, τον
οποίον θεωρούν ικανόν να κάμη και άλλους τοιούτους, οποίος είναι
αυτός, είτε από φθόνον, καθώς συ ομολογείς, είτε και από καμμίαν άλλην
αιτίαν.
Ευθύφρων.
Δι' αυτό βέβαια, ποια δηλαδή αισθήματα έχουν δι' εμέ, δεν επιθυμώ πολύ
να δοκιμάσω, διότι αυτό το ηξεύρω καλά.
Σωκράτης.
Διότι αναμφιβόλως συ μεν φρονείς ότι πρέπει να δεικνύης μεγάλην
επιφύλαξιν και να μη δημοσιεύης εις τους άλλους θεληματικώς την σοφίαν
σου. Εγώ όμως φοβούμαι μήπως από την φιλανθρωπίαν μου φαίνωμαι εις
αυτούς ότι διδάσκω αδιακρίτως κάθε άνθρωπον ό,τι ηξεύρω, όχι μόνον
χωρίς κανένα μισθόν, αλλ' αν είχον χρήματα, και θα επλήρωνα ακόμη με
ευχαρίστησίν μου εκείνον, όστις ήθελε να ακούη τας ομιλίας μου. Εάν
μεν λοιπόν, καθώς προ ολίγου τώρα είπον, περιωρίζοντο εις το να με
περιγελούν μόνον, καθώς λέγεις ότι περιγελούν εσένα, τούτο δεν θα μου
ήτο διόλου δυσάρεστον, να περάσωμεν ολίγας ώρας εις το δικαστήριον με
αστεϊσμούς και περιγελάσματα· αν όμως λάβουν το πράγμα υπό σπουδαίαν
έποψιν, τούτο πλέον ποίον τέλος θα έχη είναι άδηλον εις τον κάθε ένα
εκτός από σας τους μάντεις.
Ευθύφρων.
Ίσως, ω Σώκρατες, να μη σου συμβή κανέν κακόν πράγμα, αλλά και διά σε
θα αποβή η δίκη όπως επιθυμείς, φρονώ δε ότι έτσι θα αποβή και δι' εμέ
η ιδική μου δίκη.
Σωκράτης.
Αλλά, ω Ευθύφρον, τι είδους λοιπόν είναι η ιδική σου δίκη; Είσαι
κατηγορούμενος, ή κατηγορείς κανένα άλλον;
Ευθύφρων.
Κατηγορώ κάποιον άλλον.
Σωκράτης.
Ποίον;
Ευθύφρων.
Αν σου είπω ποίον καταδιώκω, θα με θεωρήσης τρελλόν.
Σωκράτης.
Μπα! Και πώς; Μήπως καταδιώκεις κανένα που πετά;
Ευθύφρων.
Διόλου δεν πετά αυτός, τον οποίον εγώ καταδιώκω, διότι αυτός αντί να
έχη πτερά, είναι τόσον γέρων, ώστε μόλις μπορεί να περιπατή.
Σωκράτης.
Ποίος λοιπόν είναι αυτός;
Ευθύφρων.
Είναι ο πατέρας μου !
Σωκράτης.
Τι μου λέγεις; Ο πατέρας σου είναι;
Ευθύφρων.
Μάλιστα, ο πατέρας μου !
Σωκράτης.
Και ποίον είναι το έγκλημά του, και διά ποίαν πράξιν τον κατηγορείς;
Ευθύφρων.
Διά φόνον, ω Σώκρατες !
Σωκράτης.
Διά φόνον! Ώ Ηράκλεις ! Βεβαίως, ω Ευθύφρον, ο πολύς κόσμος κατ' εμέ
δεν γνωρίζει ότι αυτά τα πράγματα είναι σωστά και δίκαια και πρέπει,
νομίζω, να είναι κανείς παρά πολύ προχωρημένος εις την σοφίαν και όχι
ο τυχών άνθρωπος, διά να ενεργήση ένα τέτοιο πράγμα, το οποίον να
θεωρηθή από όλους σωστόν και δίκαιον.
Ευθύφρων.
Βέβαια, μα τον Δία, ω Σώκρατες, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι πολύ
προχωρημένος εις την σοφίαν.
Σωκράτης.
Και είναι λοιπόν κανένας από τους συγγενείς σας αυτός που εφονεύθη από
τον πατέρα σου; Ή εννοείται βέβαια αυτό; Διότι δι' ένα ξένον άνθρωπον,
καθώς φρονώ, ποτέ δεν θα κατεμήνυες τον πατέρα σου ως φονέα.
Ευθύφρων.
Ποίος παραλογισμός, ώ Σώκρατες, να φρονής ότι υπάρχει καμμία διαφορά,
είτε ξένος είτε συγγενής είναι ο φονευθείς. Εις την πράξιν μόνον
πρέπει κανείς να προσέχη καλά και αυτήν μόνον να εξετάζη, αν δικαίως ο
φονεύς διέπραξε τον φόνον ή αδίκως. Και, αν μεν δικαίως, πρέπει να τον
αφίνωμεν ήσυχον και να μη τον ενοχλώμεν, αν όμως όχι, τότε έχομεν
χρέος να τον καταγγέλλωμεν εις την δικαιοσύνην, έστω και αν ακόμη ο
φονεύς έχη καμμίαν φιλίαν ή συγγένειαν μαζί μας. Διότι το μίασμα είναι
το ίδιον, εάν εν γνώσει συναλλάττεσαι με τον τοιούτον άνθρωπον και δεν
τον καταγγέλλης εις την δικαιοσύνην, διά να επιδιώξης την τιμωρίαν
του, η οποία μόνη, ω Σώκρατες, ημπορεί να απαλλάξη από τον μολυσμόν
και σε και εκείνον {9}. Ιδού πώς είναι η υπόθεσις αυτή, διά να
εννοήσης.
Αυτός όπου εφονεύθη ήτο ένας από τους μισθωτούς μας ανθρώπους, και όταν εκαλλιεργούσαμεν τα κτήματά μας εις την Νάξον, τον είχαμεν εκεί μεταξύ των άλλων δούλων μας και ειργάζετο με το ημερομίσθιον. Μίαν ημέραν λοιπόν, αφού έπιε πολύ και εμέθυσεν, επιάσθη με έναν από τους δούλους μας και επάνω εις την μανιώδη οργήν του τον έσφαξεν. Ο πατέρας μου λοιπόν αμέσως τον έβαλεν εις τα σίδηρα χειροπόδαρα και τον έρριψε μέσα εις ένα βαθύτατον λάκκον, έστειλε δε ευθύς εδώ εις τας Αθήνας ένα άνθρωπόν του, διά να πληροφορηθή από τον εξηγητήν {10} των θρησκευτικών νόμων τι έπρεπε να κάμη. Εις το μεσολαβήσαν αυτό χρονικόν διάστημα, έως ου επανέλθη από τας Αθήνας ο απεσταλμένος μας, ο πατέρας μου δεν έλαβε καμμίαν φροντίδα διά τον σιδηροδέσμιον εκείνον δούλον και τον παρημέλησεν όλως διόλου, διά τον λόγον ότι ήτο φονεύς και δεν τον έμελε διόλου, και αν ήθελεν αποθάνει εκεί μέσα. Αυτό δε ίσα — ίσα και συνέβη, ω Σώκρατες. Διότι από την πείναν και από το ψύχος και το βάρος των δεσμών απέθανεν ο δυστυχισμένος, πριν προφθάση να γυρίση πίσω ο απεσταλμένος από τον πατέρα μου και να φέρη την απάντησιν του εξηγητού. Δι' αυτό δα λοιπόν που έκαμα εξηγέρθη με αγανάκτησιν μεγάλην εναντίον μου όλη η οικογένεια, ο πατέρας και οι επίλοιποι συγγενείς μας, διατί τάχα εγώ χάριν του ανθρωποκτόνου εκείνου δούλου μας να καταγγείλω τον πατέρα μου εις την δικαιοσύνην διά φόνον, και να επιζητώ την καταδίκην του, αφού ούτε τον εφόνευσε, καθώς λέγουν εκείνοι, ούτε και αν ακόμη τον εφόνευσεν, αφού μάλιστα ο αποθανών είναι ένας κακούργος, ένας φονεύς, δεν πρέπει να φροντίζη κανείς δι' ένα τέτοιον εγκληματίαν. Διότι είναι ασεβές πράγμα, λέγουν, ο υιός να καταγγέλλη τον πατέρα του επί φόνω. Αυτάς τας ιδέας έχουν ούτοι, ω Σώκρατες, διότι κακώς εννοούν το θείον δίκαιον και είναι ανίκανοι να διακρίνουν ποία πράξις είναι ευσεβής και ποία ασεβής.
Σωκράτης.
Αλλά δι' όνομα του Διός, συ λοιπόν, ω Ευθύφρον, φαντάζεσαι ότι με
τόσην ακρίβειαν γνωρίζεις περί της θείας δικαιοσύνης και διακρίνεις
σαφώς ποία πράγματα είναι ευσεβή και ποία ασεβή, ώστε, αφού αυτά
συνέβησαν, καθώς συ μου τα διηγήθης, δεν φοβείσαι μήπως,
κρισολογούμενος με τον πατέρα σου, τυχαίνει ίσα — ίσα να κάμνης κανέν
ασεβές πράγμα;
Ευθύφρων.
Σε βεβαιώ, ω Σώκρατες, ότι διά τίποτε δεν θα ήμουν χρήσιμος, ούτε θα
διέφερε διόλου από τους άλλους ανθρώπους ο Ευθύφρων, αν δεν εγνώριζα
όλα αυτά τα πράγματα εις την εντέλειαν.
Σωκράτης.
Λοιπόν, ω λαμπρέ μου Ευθύφρον, σπουδαιότατον πράγμα θα ήτο δι' εμέ να
γείνω μαθητής σου, και προ της δίκης μου, η οποία εκινήθη εναντίον μου
εκ μέρους του Μελήτου, να προκαλέσω αυτόν ενώπιον του αρμοδίου
άρχοντος εις εξέτασιν της διαφοράς μας και να του είπω αυτά τα ίδια,
τα οποία ήθελον μάθει από σε, ότι εγώ βεβαίως και πρωτύτερα εθεώρουν
ως πάρα πολύ σπουδαίον πράγμα να γνωρίζω καλώς τα θρησκευτικά και
τώρα, αφού εκείνος με κατηγορεί ότι κατήντησα εις πλάνην, διότι
αστόχαστα παρουσιάζω εις τον κόσμον νέας δοξασίας περί θεών, τότε δα
βεβαίως έγεινα μαθητής ιδικός σου. Και αν μεν, ω Μέλητε, θα του έλεγα,
ομολογής ότι ο Ευθύφρων είναι σοφός εις τα τοιαύτα ζητήματα, να
πιστεύης ότι και εγώ σωστά φρονώ, καθώς και εκείνος, και να μη
κρισολογήσαι μαζί μου· εν εναντία δε περιπτώσει να καταγγείλης εις το
δικαστήριον πρωτύτερα εκείνον, τον διδάσκαλόν μου, παρά εμέ, διότι
καταστρέφει τους γέροντας, και εμέ και τον πατέρα του, εμένα μεν με
την θρησκευτικήν διδασκαλίαν του την πεπλανημένην, εκείνον δε με την
καταδίωξιν την δικαστικήν που του κάμνει κατά τας νέας αυτάς
θρησκευτικάς αρχάς του. Και αν μεν δεν πεισθή εις εμέ και δεν
παραιτήται από την δίκην, ή αν καταγγείλη εσένα αντ' εμού, λαμπρότατον
πράγμα θα ήτο, αυτά τα ίδια λόγια να είπης ενώπιον του δικαστηρίου,
όσα θα του έλεγα εγώ προ της δίκης προς συμβιβασμόν.
Ευθύφρων.
Ναι, μα τον Δία, ω Σώκρατες, αν ίσως ηθελεν έχει τόσην απερισκεψίαν,
ώστε να με καταγγείλη, ήθελα προσπαθήσει ν' ανακαλύψω ευθύς, καθώς
φρονώ, το τρωτόν του μέρος, και έτσι πολύ περισσότερον θα διέτρεχε
κίνδυνον εκείνος εις το δικαστήριον παρά εγώ.
Σωκράτης.
Επειδή και εγώ βεβαίως, καλέ μου φίλε, τα γνωρίζω αυτά, διά τούτο ίσα
— ίσα επιθυμώ να γείνω μαθητής σου, διότι είμαι βέβαιος ότι σέ μεν,
επειδή είσαι τόσον βαθιά σοφός άνθρωπος, και κάθε άλλος, καθώς φρονώ,
και ο Μίλητος αυτός, ούτε ότι σε βλέπουν φαίνονται, εμένα όμως με
τόσην οξυδέρκειαν και τόσην ευκολίαν διέκρινεν, ώστε με κατεμήνυσεν
εις το δικαστήριον επί ασεβεία. Τώρα λοιπόν, εν ονόματι του Διός, ειπέ
μου εκείνο, που τώρα δα εβεβαίωνες, ότι πολύ καλά γνωρίζεις. Ποίον
περίπου πράγμα ομολογείς ότι είναι το ευσεβές και ποίον το ασεβές,
όσον αφορά παραδείγματος χάριν τον φόνον και τα λοιπά συνήθη
εγκλήματα, που δύνανται να συμβούν; Ή δεν είναι όμοιον πάντοτε αυτό με
τον εαυτόν του εις κάθε πράξιν το ευσεβές, και το ασεβές πάλιν
διαφορετικόν μεν από κάθε ευσεβές, αυτό όμως όμοιον πάντοτε με τον
εαυτόν του και έχον ως προς την ευσέβειαν τον ίδιον απαραλλάκτως
χαρακτήρα της ασεβείας κάθε τι, όπου μέλλει να είναι ασεβές;
Ευθύφρων.
Βεβαίως, καθώς φρονώ, ω Σώκρατες, έτσι είναι.
Σωκράτης.
Λέγε μου λοιπόν ποίον πράγμα ονομάζεις ευσεβές και ποίον ασεβές;
Ευθύφρων.
Ονομάζω ευσεβές μεν παραδείγματος χάριν αυτό, που κάμνω τώρα εγώ και
καταγγέλλω εις την δικαιοσύνην κάθε άνθρωπον, ο οποίος είναι
εγκληματίας, διότι διαπράττει φόνους ή κλοπάς ιερών πραγμάτων ή κανέν
άλλο όμοιον έγκλημα, είτε πατέρας μου τυχαίνει να είναι αυτός ο
άνθρωπος είτε μητέρα μου είτε κανένας άλλος οποιοσδήποτε συγγενής μου,
ασεβές δε είναι το να μη καταγγείλω αυτόν τον κακούργον και να μη
επιδιώξω την τιμωρίαν του. Διά να εννοήσης δε, ω Σώκρατες, κύτταξε, σε
παρακαλώ, θα σου φέρω μίαν πολύ μεγάλην απόδειξιν ότι η επικρατούσα
κοινή συνήθεια έτσι είναι, διά το οποίον και εις άλλους πολλούς
ανθρώπους έως τώρα ωμίλησα, ότι δηλαδή αυτά, εάν γίνωνται έτσι, καθώς
εγώ τώρα κάμνω, ήθελον είναι ευσεβείς πράξεις, δηλαδή να μη δεικνύωμεν
καμμίαν επιείκειαν εις κάθε άνθρωπον πού είναι ασεβής, οποιοσδήποτε
και αν τύχη αυτός να είναι. Όλοι βέβαια οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο
Ζευς είναι ο πλέον καλώτατος και πλέον δικαιότατος από όλους τους
θεούς και όλοι ομολογούν ότι έβαλεν εις τα σίδηρα τον πατέρα του τον
Κρόνον {11}, διότι κατέπινε τα παιδιά του, χωρίς να έχη κανέν δίκαιον,
και ότι εκείνος πάλιν ο Κρόνος ευνούχισε τον πατέρα του, τον Ουρανόν,
εξ αιτίας άλλων τοιούτων εγκλημάτων, τα οποία είχε διαπράξει. Εναντίον
μου όμως οργίζονται οι άνθρωποι, διότι κατήγγειλα τον πατέρα μου, πού
διέπραξεν ένα πολύ σκληρόν έγκλημα, και επιζητώ την τιμωρίαν του, και
έτσι αυτοί καταντούν εις αντίφασιν με τον εαυτόν τους, επειδή τόσον
διαφορετικά κρίνουν τας πράξεις αυτάς των θεών και την ιδικήν μου.
Σωκράτης.
Αρά γε, ω Ευθύφρον, αυτό είναι το έγκλημά μου, εξ αιτίας του οποίου
κατηγγέλθην εις το δικαστήριον, διότι, οσάκις μου αναφέρει κανείς
τοιαύτα διά τους θεούς διηγήματα, εγώ με κάποιαν δυσκολίαν τα
παραδέχομαι; Αυτό χωρίς άλλο είναι το έγκλημα, εις το οποίον, καθώς
φαίνεται, ημπορεί να διισχυρισθή κανείς ότι είμαι ένοχος. Τώρα λοιπόν,
εάν εις αυτά τα ζητήματα είσαι σύμφωνος με τον κοινόν λαόν και
πιστεύης εις τα διηγήματα αυτά και συ, που έχεις τόσον καλάς γνώσεις
διά τα θρησκευτικά, είναι ανάγκη βέβαια, καθώς φαίνεται, και εις εμέ
να δείξουν επιείκειαν και να με συγχωρήσουν. Διότι τι επί τέλους θα
είπω, διά τον εαυτόν μου, όστις βέβαια ομολογώ τόσον απλοϊκά, ότι δι'
αυτά τα πράγματα δεν έχω καμμίαν γνώσιν; Αλλά, σε παρακαλώ, δι' όνομα
του Διός, πού είναι προστάτης της φιλίας {12}, ειπέ μου, ως φίλος, συ
πιστεύεις αληθώς ότι αυτά τα πράγματα συνέβησαν αληθώς έτσι μεταξύ των
θεών;
Ευθύφρων.
Όχι αυτά μόνον συνέβησαν, αλλά και ακόμη πλέον παράξενα βεβαίως από
αυτά, ω Σώκρατες, τα οποία ο λαός δεν γνωρίζει.
Σωκράτης.
Όθεν πιστεύεις συ ότι μεταξύ των θεών τωόντι συμβαίνουν και πόλεμοι
και εχθροπάθειαι μάλιστα πολύ φοβεραί και συμπλοκαί και άλλαι πολλαί
όμοιαι κακίαι, και πάθη τόσον παράδοξα, όπως μάλιστα περιγράφονται από
τους ποιητάς εις τα ποιήματά των και από τους περιφήμους ζωγράφους
{13}, παριστάνονται εις τας εικόνας των, με τας οποίας είναι
στολισμένοι λαμπρώς οι ναοί μας και πολλά άλλα ιερά της πόλεως μέρη
{14}, και εξόχως μάλιστα ο πέπλος ο μυστηριώδης της Αθηνάς, ο οποίος
γεμάτος από τοιαύτας ζωγραφίας και παραστάσεις φέρεται με μεγάλην
πομπήν επάνω εις την Ακρόπολιν κατά την εορτήν των μεγάλων Παναθηναίων
{15}. Αυτά, ω Ευθύφρον, θα τα παραδεχθώμεν ότι είναι αληθινά;
Ευθύφρων.
Όχι μόνον αυτά βεβαίως, ω Σώκρατες, αλλά, καθώς προ ολίγου σου είπα,
θα σου διηγηθώ εγώ τώρα, αν θέλης, και άλλα πολλά ακόμη διά τα
θρησκευτικά μας πράγματα, τα οποία συ, όταν ακούσης, χωρίς άλλο θα
εκπλαγής.
Σωκράτης.
Δεν ήθελα διόλου εκπλαγή. Αλλά αυτά μεν τα διηγήματα να μου ειπής
άλλοτε, όταν τύχη ευκαιρία, τώρα δε ακριβώς προσπάθησον να μου είπης
πλέον σαφέστερον δι' εκείνο, διά το οποίον προ ολίγου σε ηρώτησα.
Διότι, φίλε μου, πρωτύτερα όταν σε ηρώτησα τι πράγμα επί τέλους είναι
το ευσεβές, δεν μου έκαμες τελείαν εξήγησιν να εννοήσω καλά, αλλά μου
είπες σύντομα-σύντομα ότι αυτό το πράγμα είναι ευσεβές, το οποίον συ
τώρα κάμνεις, που καταγγέλλεις εις το δικαστήριον τον πατέρα σου επί
φόνω.
Ευθύφρων.
Σου είπα μάλιστα την αλήθειαν, ω Σώκρατες.
Σωκράτης.
Ίσως. Ως τόσον, ω Ευθύφρον, θα παραδέχεσαι ότι υπάρχουν και άλλα πολλά
πράγματα ευσεβή.
Ευθύφρων.
Βεβαιότατα υπάρχουν.
Σωκράτης.
Ενθυμείσαι λοιπόν, σε παρακαλώ, ότι δεν σου εζήτησα αυτό, να μου
εξηγήσης ένα ή δύο από τα πολλά ευσεβή, αλλ' ακριβώς σε παρεκάλεσα να
μου παραστήσης καθαρά και ωρισμένως ποία είναι η φύσις αυτή του
ευσεβούς πράγματος, την οποίαν, όταν έχουν όλα τα ευσεβή, είναι
ευσεβή. Διότι διισχυρίσθης, φρονώ, ότι κατά ένα μόνον χαρακτήρα και τα
ασεβή είναι ασεβή και τα ευσεβή είναι ευσεβή· ή δεν ενθυμείσαι;
Ευθύφρων.
Μάλιστα, ενθυμούμαι.
Σωκράτης.
Αυτόν λοιπόν τον χαρακτήρα εξήγησέ μου ποίος επί τέλους είναι, διά να
τον έχω πάντοτε ενώπιον των οφθαλμών μου, να τον μεταχειρίζωμαι ως
υπόδειγμα, και ό,τι μεν από εκείνα, που συ ή κανείς άλλος κάμνει,
είναι όμοια με το υπόδειγμα, να παραδέχωμαι ότι είναι ευσεβές, ό,τι δε
δεν ομοιάζει, να μη το παραδέχωμαι.
Ευθύφρων.
Πολύ καλά· αν θέλης έτσι, ω Σώκρατες, και έτσι θα σου το αναπτύξω το
ζήτημα.
Σωκράτης.
Μάλιστα θέλω βέβαια.
Ευθύφρων.
Λοιπόν παραδέχομαι ότι, ό,τι πράγμα είναι ευάρεστον εις τους θεούς,
είναι ευσεβές, ό,τι δε δεν είναι ευάρεστον εις αυτούς, είναι ασεβές.
Σωκράτης.
Πολύ ωραία τώρα έτσι απαντάς, ω Ευθύφρον, και απαράλλακτα, καθώς εγώ
ακριβώς σου εζήτησα, αν όμως αυτό πού λέγεις τώρα είναι προσέτι και
αληθές, δεν το γνωρίζω ακόμη· είναι όμως φανερόν ότι συ θα μου
αναπτύξης καλλίτερα ακόμη την γνώμην σου και θα μου διασαφήσης ότι
είναι αληθινά όσα είπες.
Ευθύφρων.
Βεβαιότατα, θα σου αναπτύξω όσα είπα τώρα.
Σωκράτης.
Έλα λοιπόν ας εξετάσωμεν τι είπαμεν έως τώρα. Ένα μεν πράγμα ευάρεστον
εις τους θεούς και ένας άνθρωπος ευάρεστος εις τους θεούς είναι
ευσεβής, ένα δε πράγμα μισητόν εις τους θεούς και ένας άνθρωπος
μισητός εις τους θεούς είναι ασεβής. Το ευσεβές δε δεν είναι το ίδιον
με το ασεβές, αλλ' όλως διόλου είναι εναντιώτατον το έν προς το άλλο.
Δεν είναι έτσι;
Ευθύφρων.
Αναντιρρήτως έτσι είναι. Διότι έτσι έχομεν ειπεί.
Σωκράτης.
Σου φαίνεται ότι πολύ καλά το είπαμεν αυτό;
Ευθύφρων.
Μου φαίνεται, ω Σώκρατες.
Σωκράτης.
Λοιπόν, και ότι οι θεοί στασιάζουν αναμεταξύ των, ω Ευθύφρον, και
φιλονικούν ο ένας με τον άλλον, και ότι εχθροπάθειαι συμβαίνουν μεταξύ
των, και αυτό το είπαμεν;
Ευθύφρων.
Βεβαίας το είπαμεν.
Σωκράτης.
Αλλά τας εχθροπαθείας, αγαπητέ μου, και τα μίση διά ποία πράγματα αι
φιλονικίαι προξενούν; Ας εξετάσωμεν δε με αυτόν τον τρόπον το πράγμα.
Αρά γε, εάν εγώ και συ φιλονικώμεν διά δύο αριθμούς και θέλωμεν να
μάθωμεν ποίος από τους δύο είναι μεγαλύτερος, η φιλονικία μας δι'
αυτούς τους αριθμούς ημπορεί να μας κάμη εχθρούς και να μισήσωμεν ο
ένας τον άλλον, ή, αφού έλθωμεν εις τον λογαριασμόν δι' αυτούς τους
αριθμούς, βεβαίως, τότε αμέσως ημπορεί να συμφιλιωθώμεν;
Ευθύφρων.
Αυτό είναι βεβαιότατον.
Σωκράτης.
Λοιπόν, και εάν φιλονικώμεν διά το μέγεθος δύο σωμάτων, ποίον είναι
μεγαλείτερον ή μικρότερον από τα δύο, όταν φθάσωμεν εις την
καταμέτρησιν αυτών, αμέσως ηθέλομεν παύσει από την φιλονικίαν;
Ευθύφρων.
Βεβαίως.
Σωκράτης.
Και αν έλθωμεν εις συζήτησιν και φιλονικίαν διά το βάρος δύο
πραγμάτων, ποίον είναι βαρύτερον ή ελαφρότερον από τα δύο, δεν ήθελε
παύσει αμέσως η διαφορά μας, εάν, καθώς εγώ νομίζω, καταλήξωμεν εις το
ζύγισμα αυτών των πραγμάτων;
Ευθύφρων.
Πώς όχι;
Σωκράτης.
Λοιπόν διά ποίον πράγμα εάν φιλονικήσωμεν και εις ποίον συμβιβασμόν
εάν δεν ημπορέσωμεν να καταλήξωμεν, ηθέλομεν βεβαίως γείνει εχθροί
αναμεταξύ μας και ηθέλομεν έχει μίσος ο ένας κατά του άλλου; Ίσως δεν
έχεις εις τον νουν σου πρόχειρον κανέν από αυτά τα πράγματα, αλλά, ενώ
εγώ θα σου απαριθμήσω τώρα μερικά από αυτά, συ έχε τον νουν σου, αν τα
λέγω σωστά. Αυτά τα πράγματα είναι το δίκαιον και το άδικον, το
έντιμον και το άτιμον, το καλόν και το κακόν, Αρά γε αυτά δεν είναι
εκείνα τα ίδια, διά τα οποία, αφού εφιλονικήσαμεν, και αφού δεν
κατωρθώσαμεν να έλθωμεν εις ικανοποιητικόν συμβιβασμόν, γινόμεθα
πάντοτε εχθροί αναμεταξύ μας, όταν γινώμεθα, και εγώ και συ και όλοι
οι άλλοι άνθρωποι;
Ευθύφρων.
Μάλιστα, ω Σώκρατες, αυτή είναι η πραγματική αιτία της φιλονικίας μας
και δι' αυτά τα πράγματα.
Σωκράτης.
Αλλ' εάν λοιπόν είναι αληθές, ω Ευθύφρον, ότι και οι θεοί φιλονικούν
διά μερικά πράγματα, αναγκαίως δεν θα φιλονικούν δι' αυτά, τα οποία
τώρα είπαμεν;
Ευθύφρων.
Είναι μάλιστα αναγκαιότατον.
Σωκράτης.
Λοιπόν κατά τους λόγους σου, ω εξοχώτατε Ευθύφρον, και από τους θεούς
άλλοι άλλα πράγματα, θεωρούν δίκαια και άδικα και έντιμα και άνομα και
καλά και κακά. Διότι δεν θα έφθαναν, φρονώ, εις στάσεις και μάχας
αναμεταξύ των, εάν δεν εφιλονικούσαν δι' αυτά. Δεν είναι έτσι βέβαια;
Ευθύφρων.
Πολύ σωστά ομιλείς.
Σωκράτης.
Λοιπόν κάθε άνθρωπος ό,τι θεωρεί έντιμον και καλόν και δίκαιον, αυτό
ακριβώς και αγαπά, τα δε εναντία αυτών μισεί;
Ευθύφρων.
Αναμφιβόλως.
Σωκράτης.
Τα ίδια δε πράγματα βεβαίως, καθώς συ ομολογείς, μερικοί μεν από τους
θεούς θεωρούν δίκαια, μερικοί δε άδικα. Δι' αυτά δε ίσα — ίσα
φιλονικούντες καταντούν εις στάσεις εναντίων αλλήλων και πολέμους. Αρά
γε δεν είναι έτσι;
Ευθύφρων.
Βεβαιότατα. Έτσι είναι.
Σωκράτης.
Τα ίδια λοιπόν πράγματα, καθώς φαίνεται, μισούνται από τους θεούς και
αγαπώνται, και τα ίδια πράγματα ήθελον είναι μισητά συνάμα και αγαπητά
εις τους θεούς.
Ευθύφρων. Φαίνεται ότι έτσι είναι.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν, ω Ευθύφρον, σύμφωνα με αυτό όπου λέγεις τώρα τα ίδια
πράγματα ήθελον είναι και ευσεβή και ασεβή.
Ευθύφρων.
Μου φαίνεται.
Σωκράτης.
Λοιπόν, ω αξιοθαύμαστε, δεν απήντησες ακόμη, εις εκείνο που σε
ηρώτησα. Διότι βεβαίως εγώ δεν σε ηρώτησα ποίον είναι αυτό το οποίον
τυχαίνει να είναι συγχρόνως ευσεβές και ασεβές, ουδέ ποίον είναι
συγχρόνως αγαπητόν και μισητόν εις τους θεούς, καθώς παρεδέχθημεν.
Ώστε, ω Ευθύφρον, αυτό που κάμνεις σήμερον συ και ζητείς να τιμωρήσης
τον πατέρα σου ως φονέα διόλου δεν είναι παράξενον, εάν, ενώ
προσπαθείς να το κατορθώσης, διά μεν τον Δία κάμνης πράξιν ευάρεστον,
διά τον Κρόνον όμως και τον Ουρανόν κάμνης πράξιν εχθρικήν, και διά
μεν τον Ήφαιστον {16}, αγαπητήν πράξιν κάμνης, διά δε την Ήραν μισητήν
απαράλλακτα δε και δι' οποιονδήποτε άλλον από τους θεούς, οι οποίοι,
με το να έχουν διαφορετικά αισθήματα δι' έν πράγμα ο ένας με τον
άλλον, φιλονικούν δι' αυτό μεταξύ των, και δι' εκείνους, δι' άλλον μεν
φαίνεσαι ότι κάμνεις πράξιν αγαπητήν, δι' άλλον δε μισητήν.
Ευθύφρων.
Αλλά φρονώ, ω Σώκρατες, ότι δι' αυτήν την πράξιν μου κανείς από τους
θεούς δεν φιλονικεί ο ένας με τον άλλον, ότι δεν πρέπει δηλαδή να
τιμωρήται εκείνος ο άνθρωπος, που ήθελε φονεύσει κανένα άλλον αδίκως.
Σωκράτης.
Τι δε φρονείς; Από τους ανθρώπους, ω Ευθύφρον, ήκουσες ποτέ κανένα,
που τολμά να ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να τιμωρήται εκείνος, που
αδίκως φονεύση άλλον, ή εν γένει πράξη κανέν άλλο οποιονδήποτε
έγκλημα;
Ευθύφρων.
Είναι βεβαιότατον αυτό, ω Σώκρατες. Οι άνθρωποι δεν παύουν ποτέ να
φιλονικούν διά τα πράγματα αυτά παντού, ακόμη και εις τα δικαστήρια.
Διότι, αφού διαπράξουν πάρα πολλά εγκλήματα και αδικήματα,
μεταχειρίζονται κατόπιν κάθε μέσον με έργον και με λόγον, διά να
ημπορέσουν να αποφύγουν την καταδίκην.
Σωκράτης.
Ε, και ομολογούν λοιπόν αυτοί, ω Ευθύφρον, ότι αληθώς διέπραξαν
έγκλημα και έπειτα και με όλην την ομολογίαν των ισχυρίζονται ότι δεν
πρέπει να τιμωρηθούν;
Ευθύφρων.
Αυτό βεβαίως δεν το ομολογούν διόλου.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν δεν κάμνουν βέβαια και δεν λέγουν παν ό,τι ημπορούν, διά
να αποφύγουν την καταδίκην. Διότι αυτό, καθώς φρονώ, δεν τολμούν να το
ειπούν ούτε να το αμφισβητήσουν, εάν τωόντι διέπραξαν κανέν έγκλημα,
ότι δεν πρέπει να τιμωρηθούν. Αλλά φρονώ ότι αυτοί αρνούνται όλως
διόλου ότι διέπραξαν έγκλημα. Δεν είναι έτσι, ω Ευθύφρον;
Ευθύφρων.
Μάλιστα· πολύ σωστά ομιλείς.
Σωκράτης.
Αυτοί λοιπόν δεν διαφιλονικούν το ότι δεν πρέπει να τιμωρήται εκείνος,
που διέπραξεν έγκλημα, αλλά διαφιλονικούν τούτο βεβαίως, το ποίος
είναι αυτός που έκαμε το έγκλημα και τι είδους έγκλημα έκαμε και πότε.
Ευθύφρων.
Αληθινά είναι αυτά που λέγεις.
Σωκράτης.
Λοιπόν αυτά τα ίδια περιστατικά βεβαίως συμβαίνουν και εις τους θεούς,
εάν απαράλλακτα διχογνωμούν και αυτοί διά τα δίκαια και τα άδικα,
καθώς συ ωμολόγησες προ μικρού, και άλλοι μεν από αυτούς διατείνωνται
ότι διαπράττουν εγκλήματα ο ένας κατά του άλλου, άλλοι δε αρνούνται
αυτό; Διότι, φίλτατέ μου, κανένας βέβαια ούτε από τους θεούς ούτε από
τους ανθρώπους δεν τολμά να ισχυρισθή, κατά την γνώμην μου, ότι δεν
πρέπει να τιμωρήται εκείνος, που βέβαια ήθελε διαπράξει κανέν έγκλημα.
Ευθύφρων.
Ναι, αυτό βεβαίως που λέγεις, ω Σώκρατες, είναι αληθές, γενικώς όμως.
Σωκράτης.
Αλλά, ω Ευθύφρον, φρονώ ότι όσοι φιλονικούν, φιλονικούν χωριστά διά
κάθε έν από εκείνα που επράχθησαν, είτε άνθρωποι είναι αυτοί, είτε
θεοί — αν βέβαια φιλονικούν και οι θεοί — επειδή φιλονικούν δηλαδή διά
καμμίαν πράξιν, άλλοι μεν από αυτούς λέγουν ότι δικαίως αυτή έγεινεν,
άλλοι δε ότι αδίκως. Ε, δεν είναι έτσι;
Ευθύφρων.
Μάλιστα.
Σωκράτης
Έλα λοιπόν, φίλε μου Ευθύφρον, εξήγησον αυτό και εις εμένα και δίδαξόν
με, διά να γείνω πλέον σοφός από ό,τι είμαι, ποία είναι η απόδειξίς
σου ότι όλοι οι θεοί πιστεύουν ότι αδίκως εφονεύθη εκείνος ο δούλος
σας, ο οποίος, ενώ εδούλευε με το ημερομίσθιον εις τα κτήματά σας,
διέπραξε φόνον και έπειτα ερρίφθη σιδηροδέσμιος εις τον λάκκον από τον
αυθέντην του φονευθέντος, τον πατέρα σου, και απέθανε, πριν προφθάση
εκείνος που τον έβαλεν εις τα σίδερα, ο πατέρας σου, να λάβη από τας
Αθήνας την περιμενομένην απάντησιν από τους εξηγητάς τι έπρεπε να
πράξη διά τον φονέα. Απόδειξέ μου ότι είναι ορθόν και δίκαιον εις την
περίστασιν αυτήν να επιρρίψης την αιτίαν του φόνου εις τον πατέρα σου
συ ο υιός του και να επιδιώξης την τιμωρίαν του δι' ένα τοιούτον
εγκληματίαν. Έλα λοιπόν προσπάθησε δι' αυτάς τας περιπτώσεις να μου
αποδείξης καθαρά και ξάστερα ότι όλοι οι θεοί επιδοκιμάζουν αυτήν την
πράξιν του υιού αυτού περισσότερον από κάθε άλλο. Και, αν κατορθώσης
αρκετά να μου αποδείξης τούτο, ποτέ δεν θα παύσω να σε εγκωμιάζω διά
την σοφίαν σου.
Ευθύφρων.
Αλλά βεβαίως αυτό είναι αρκετά δύσκολον, ω Σώκρατες, μολονότι εγώ
είμαι ικανός να σου το αποδείξω λαμπρότατα.
Σωκράτης.
Καταλαμβάνω ότι εγώ σου φαίνομαι ότι είμαι πολύ περισσότερον
χονδροκέφαλος από τους δικαστάς. Διότι και εις εκείνους, είναι
βέβαιον, θα αποδείξης χωρίς δυσκολίαν, ότι ο δούλος σας αδίκως
εφονεύθη και ότι όλοι οι θεοί μισούν και αποδοκιμάζουν την πράξιν
αυτήν του πατρός σου.
Ευθύφρων.
Βεβαίως με μεγάλην σαφήνειαν θα τους το αποδείξω αυτό, αρκεί μόνον να
θέλουν να ακούσουν τους λόγους μου.
Σωκράτης.
Α, δεν υπάρχει αμφιβολία, ω Ευθύφρον· θα σε ακούσουν βεβαιότατα, αρκεί
μόνον να τους φανής ότι ομιλείς ωραία. Αλλά, τώρα που σε ακούω, μου
ήλθεν αυτή η ιδέα και σκέπτομαι μέσα μου. Όταν ο Ευθύφρων παρά πολύ
καλά μου εξηγήση ότι όλοι οι θεοί θεωρούν άδικον τον τοιούτον θάνατον
του δούλου, τότε κατά τι περισσότερον έχω μάθει εγώ από τον Ευθύφρονα
παρά το τι πράγμα επί τέλους είναι το ευσεβές και το ασεβές; Διότι
αυτή η πράξις, ο θάνατος του δούλου σας, ήθελεν είναι μισητή εις τους
θεούς, καθώς ομολογείς. Αλλ' όμως έως τώρα δεν εφάνη επαρκής ο ορισμός
του ευσεβούς και ασεβούς. Επειδή εκείνο οπού είναι μισητόν εις τους
θεούς, απεδείχθη ότι είναι συνάμα και αγαπητόν. Ώστε από αυτό μεν το
ζήτημα σε απαλλάττω, ω Ευθύφρον, και το αφίνομεν κατά μέρος. Αν θέλης,
όλοι οι θεοί ας νομίζουν την πράξιν του πατρός σου άδικον και όλοι ας
μισούν αυτήν. Αλλ' αράγε θέλεις να διορθώσωμεν τώρα ολίγον τον
ορισμόν, οπού εκάμαμεν και να είπωμεν ότι ασεβές μεν είναι ό,τι όλοι
οι θεοί μισούν, ευσεβές δε ό,τι όλοι αγαπούν; Και ό,τι άλλοι μεν
αγαπούν, άλλοι δε μισούν, δεν είναι ούτε ευσεβές ούτε ασεβές ή είναι
και ευσεβές συνάμα και ασεβές; Αράγε έτσι θέλεις να διατυπώσωμεν τον
ορισμόν του ευσεβούς και του ασεβούς;
Ευθύφρων.
Βεβαίως· τι μας εμποδίζει, ω Σώκρατες;
Σωκράτης.
Εμένα τουλάχιστον, ω Ευθύφρον, τίποτε δεν με εμποδίζει· αλλά συ
ακριβώς όσον από μέρους σου κύτταξε αν είναι σύμφωνον αυτό με όσα
είπες, και αν με αυτήν την βάσιν θα ημπορέσης να μου εξηγήσης
ευκολώτατα όσα μου υπεσχέθης.
Ευθύφρων.
Αλλ' εγώ παραδέχομαι ότι τούτο είναι ευσεβές, ό,τι όλοι οι θεοί
αγαπούν, και το εναντίον αυτού, ό,τι οι θεοί μισούν, είναι ασεβές.
Σωκράτης.
Λοιπόν να εξετάσωμεν πάλιν, ω Ευθύφρον, αυτόν τον ορισμόν, αν είναι
τέλειος, ή να τον αφήσωμεν χωρίς άλλην λεπτολογίαν και έτσι
αβασανίστως να παραδεχώμεθα αυτόν, και να ομολογούμεν ότι έτσι είναι
ό,τι απλώς μόνον ήθελε διατυπώσει κανείς από ημάς τους ιδίους ή από
τους άλλους; ή πρέπει να εξετάζωμεν με ακρίβειαν εκείνα τα οποία λέγει
κανείς;
Ευθύφρων.
Πρέπει να τα εξετάζωμεν βεβαίως με ακρίβειαν. Όμως πιστεύω εγώ
τουλάχιστον ότι αυτό, που τώρα δα είπαμεν, είναι σωστόν.
Σωκράτης.
Ογλήγορα, καλέ μου φίλε, θα το μάθωμεν αυτό καλύτερα. Διότι σκέψου
αυτό, που θα σου ειπώ τώρα. Αράγε το ευσεβές αγαπάται από τους θεούς,
διότι είναι ευσεβές, ή διότι αγαπάται από τους θεούς, δι' αυτό είναι
ευσεβές;
Ευθύφρων.
Δεν εννοώ τι θέλεις να ειπής, ω Σώκρατες.
Σωκράτης.
Έννοια σου. Εγώ θα προσπαθήσω πολύ καθαρώτερα ακόμη να σου το εξηγήσω
αυτό. Δεν λέγομεν εις την ομιλίαν μας ότι ένα πράγμα βαστάζεται από
κάποιο άλλο, και ένα πράγμα ότι βαστάζει κάποιο άλλο, και ένα πράγμα
ότι κομίζεται από άλλο και ένα πράγμα ότι κομίζει άλλο, και ένα πράγμα
ότι βλέπεται από άλλο και ένα πράγμα ότι βλέπει άλλο, και όλα τα
τοιαύτα απαράλλακτα; Εννοείς ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι
διαφορετικά το ένα από το άλλο και κατά τι είναι διαφορετικά;
Ευθύφρων.
Αυτό βέβαια μου φαίνεται ότι το εννοώ.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν υπάρχει ομοίως και ένα πράγμα, το οποίον αγαπάται από
κάποιο άλλο, και από αυτό είναι διαφορετικόν εκείνο, που το αγαπά;
Ευθύφρων.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Πες μου λοιπόν τώρα, σε παρακαλώ, τι από τα δύο, εκείνο το πράγμα που
βαστάζεται από ένα άλλο, επειδή βαστάζεται, λέγεται βασταζόμενον, ή
διά καμμίαν άλλην αφορμήν;
Ευθύφρων.
Επειδή βαστάζεται αναμφιβόλως, όχι δι' άλλην αφορμήν.
Σωκράτης.
Και εκείνο λοιπόν το πράγμα, που κομίζεται από ένα άλλο, λέγεται
κομιζόμενον, επειδή κομίζεται, και εκείνο που βλέπεται λέγεται
βλεπόμενον, επειδή βλέπεται;
Ευθύφρων.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Όθεν δεν βλέπεται βεβαίως αυτό το πράγμα, επειδή είναι βλεπόμενον,
αλλά το εναντίον επειδή βλέπεται, διά τούτο είναι βλεπόμενον. Ούτε
διότι είναι κομιζόμενον το άλλο πράγμα, διά τούτο κομίζεται, αλλά
διότι κομίζεται, διά τούτο είναι κομιζόμενον, ούτε διότι είναι
βασταζόμενον το άλλο, διά τούτο βαστάζεται, αλλά διότι βαστάζεται, διά
τούτο είναι βασταζόμενον. Αράγε εννοείς καλά, ω Ευθύφρον, αυτό που
θέλω να είπω; θέλω δε να είπω το εξής: ότι είτε γίνεται κανέν πράγμα,
είτε πάσχει, δεν γίνεται διά τούτο, διότι είναι γινόμενον, αλλά διότι
γίνεται, διά τούτο είναι γινόμενον. Ούτε διότι είναι πάσχον ένα
πράγμα, διά τούτο πάσχει, αλλά διότι πάσχει, διά τούτο είναι πάσχον. Ή
δεν τα παραδέχεσαι έτσι αυτά;
Ευθύφρων.
Μάλιστα, έτσι είναι.
Σωκράτης.
Λοιπόν και το αγαπώμενον πράγμα ή είναι ένα πράγμα που γίνεται, ή ένα
πράγμα που πάσχει υπό τίνος άλλου;
Ευθύφρων.
Βεβαίως.
Σωκράτης.
Τότε λοιπόν και αυτό είναι έτσι καθώς και όλα τα προηγούμενα. Δηλαδή
δεν αγαπάται από εκείνους, από τους οποίους αγαπάται, διότι είναι
αγαπώμενον, αλλά διότι αγαπάται, διά τούτο είναι αγαπώμενον;
Ευθύφρων.
Αναγκαίως έτσι είναι.
Σωκράτης.
Λοιπόν, αγαπητέ μου, τι θα είπωμεν τώρα διά το ευσεβές; Δεν είναι
αλήθεια ότι αυτό αγαπάται από όλους τους θεούς, καθώς είπες τώρα;
Ευθύφρων.
Ναι.
Σωκράτης.
Αράγε διά τούτο αγαπάται, διότι είναι ευσεβές, ή διά καμμίαν άλλην
αιτίαν;
Ευθύφρων.
Όχι, αλλ' ακριβώς, διότι είναι ευσεβές, αγαπάται.
Σωκράτης.
Όθεν, ω Ευθύφρον, αγαπάται το ευσεβές, διότι είναι ευσεβές, και όχι
διότι αγαπάται, διά τούτο είναι ευσεβές;
Ευθύφρων.
Έτσι μου φαίνεται.
Σωκράτης.
Αλλ' εν τοσούτω, διότι βέβαια αγαπάται από τους θεούς, είναι δι' αυτό
αγαπώμενον και θεοφιλές.
Ευθύφρων.
Πώς όχι;
Σωκράτης.
Ώστε το αγαπητόν εις τους θεούς δεν είναι το ίδιον πράγμα με το
ευσεβές, ω Ευθύφρον, ούτε το ευσεβές είναι το ίδιον με το αγαπητόν εις
τους θεούς, καθώς συ είπες, αλλά το ένα είναι διαφορετικόν από το
άλλο.
Ευθύφρων.
Πώς δα γίνεται αυτό, ω Σώκρατες;
Σωκράτης.
Διότι ωμολογήσαμεν, ότι το μεν ευσεβές διά τούτο αγαπάται, διότι είναι
ευσεβές, και όχι ότι είναι ευσεβές, διότι αγαπάται. Αλήθεια βέβαια, το
είπαμεν αυτό;
Ευθύφρων.
Ναι.
Σωκράτης.
Το δε αγαπητόν εις τους θεούς βέβαια, διότι αγαπάται από τους θεούς,
ακριβώς δι’ αυτό τούτο, διότι αγαπάται, ωμολογήσαμεν ότι είναι
αγαπητόν εις τους θεούς· όχι όμως ότι δι' αυτό αγαπάται, διότι είναι
αγαπητόν εις τους θεούς.
Ευθύφρων.
Αυτό είναι αληθές.
Σωκράτης.
Αλλά, Ευθύφρον αγαπητέ μου, εάν ήτο το ίδιον πράγμα το θεοφιλές και το
ευσεβές, εάν μεν το ευσεβές ηγαπάτο από τους θεούς, διότι είναι
ευσεβές, τότε και το θεοφιλές θα ηγαπάτο, διότι είναι θεοφιλές. Εάν
όμως το θεοφιλές είναι θεοφιλές, διότι αγαπάται από τους θεούς, τότε
και το ευσεβές θα ήτο ευσεβές, διότι αγαπάται από τους θεούς. Τώρα
όμως βλέπεις ότι αυτά τα δύο ευρίσκονται εις αντίθεσιν, διότι το ένα
είναι όλως διόλου διαφορετικόν από το άλλο. Διότι το μεν ένα, διότι
αγαπάται από τους θεούς, είναι πρέπον να αγαπάται, το δε άλλο, διότι
είναι πρέπον να αγαπάται, δι' αυτό αγαπάται. Έτσι λοιπόν μου φαίνεται,
ω Ευθύφρον, ότι εις την ερώτησίν μου, τι πράγμα επί τέλους είναι το
ευσεβές, απαντάς, χωρίς να θέλης να μου εξηγήσης αυτήν την φύσιν του,
αναφέρεις δε μόνον μίαν ιδιότητα αυτού, την οποίαν έχει αυτό το
ευσεβές, ότι δηλαδή αγαπάται από όλους τους θεούς. Τι δε ακριβώς
πράγμα είναι αυτό κατά την ουσίαν του δεν είπες ακόμη. Εάν λοιπόν
ευαρεστήσαι, μη μου αποκρύψης την ιδέαν σου, αλλά πάλιν επανάλαβέ μου
καθαρά εξ αρχής, τι επί τέλους πράγμα είναι το ευσεβές, είτε αγαπάται
από τους θεούς, είτε άλλην οποιανδήποτε ιδιότητα έχει. Διότι περί
αυτού, να είσαι βέβαιος, δεν θα διαφωνήσωμεν. Εμπρός λοιπόν, ειπέ μου
με προθυμίαν, τι πράγμα κατ' ουσίαν είναι το ευσεβές και το ασεβές.
Ευθύφρων.
Αλλά, ω Σώκρατες, εγώ τουλάχιστον δεν ηξεύρω πώς να σου εξηγήσω αυτό
που έχω εις τον νουν μου. Διότι, ό,τι και αν θέσωμεν ως βάσιν της
συζητήσεώς μας, πάντοτε με κάποιον τρόπον μετακινείται και μας
διαφεύγει και δεν θέλει να παραμείνη σταθερόν εκεί, όπου και αν το
θέσωμεν.
Σωκράτης.
Να σου ειπώ, ω Ευθύφρον καθώς φαίνεται, οι ορισμοί τους οποίους
κατασκευάζεις, ομοιάζουν πολύ με τα έργα του προγόνου μας Δαιδάλου
{17}. Και εάν μεν εγώ έκαμνα αυτούς, βεβαίως θα με περιέπαιζες και θα
έλεγες ότι, επειδή είμαι συγγενής με εκείνον, φυσικά διαφεύγουν και
εξαφανίζονται όσα έργα με τον λόγον κατασκευάζω, και δεν θέλουν να
παραμείνουν σταθερώς όπου κανείς αυτά θέση. Τώρα όμως — διότι ιδικοί
σου είναι οι ορισμοί αυτοί — είναι ανάγκη βεβαίως κανενός άλλου πλέον
καταλλήλου αστεϊσμού. Διότι ίσα — ίσα οι ιδικοί σου ορισμοί σου
διαφεύγουν και χάνονται, καθώς και συ καλά το παρετήρησες.
Ευθύφρων.
Εγώ όμως νομίζω, ω Σώκρατες, ότι εις τους ορισμούς μας αυτούς
απαράλλακτα σχεδόν ο ίδιος αστεϊσμός αρμόζει, διότι δεν είμαι εγώ που
εμπνέω εις αυτούς αυτήν την ακαταστασίαν και τους εμποδίζω να
παραμένουν εις την ιδίαν θέσιν, αλλά συ, που μου φαίνεσαι ως ένας
πραγματικός Δαίδαλος. Διότι, καθόσον εξαρτάται από εμέ, οι ορισμοί μου
θα έμεναν εις την θέσιν των ασάλευτοι.
Σωκράτης.
Ως φαίνεται λοιπόν, φίλε μου, εγώ είμαι πολύ επιτηδειότερος από τον
Δαίδαλον κατά την τέχνην αυτήν, τόσον περισσότερον, καθ' όσον εκείνος
μεν μόνον τα ιδικά του έργα κατεσκεύαζε να κινούνται, εγώ δε, καθώς
φαίνεται, εκτός των ιδικών μου κάμνω να κινούνται και τα ξένα έργα.
Και ακριβώς αυτό το μέρος ίσα — ίσα της τέχνης μου είναι το
μεγαλοφυέστατον, ότι, χωρίς να θέλω, είμαι σοφός. Διότι θα επροτιμούσα
ασυγκρίτως να παραμένουν οι συλλογισμοί μου και να είναι θεμελιωμένοι
αμετακίνητοι, παρά κοντά εις την σοφίαν του Δαιδάλου να αποκτήσω και
τους θησαυρούς του Ταντάλου {18}. Αλλά είναι αρκετοί πλέον αυτοί οι
αστεϊσμοί. Επειδή όμως, καθώς μου φαίνεται, συ βαρύνεσαι φοβούμενος
τον κόπον, εγώ ο ίδιος θα γίνω οδηγός σου και θα σε βοηθήσω με
προθυμίαν να δέσης τους ορισμούς σου, ώστε να μη φεύγουν, διά να μου
εξηγήσης εις την εντέλειαν τι πράγμα είναι το ευσεβές, χωρίς να
σταματήσης εις το μέσον του δρόμου, πριν φθάσης εις το συμπέρασμα
{19}. Παρατήρησε λοιπόν αν δεν σου φαίνεται ότι είναι απόλυτος ανάγκη
κάθε πράγμα ευσεβές εν γένει να είναι συνάμα και δίκαιον.
Ευθύφρων.
Μάλιστα. Παν ευσεβές πρέπει συνάμα να είναι και δίκαιον.
Σωκράτης.
Αράγε και κάθε δίκαιον γενικώς είναι ευσεβές, η κάθε μεν ευσεβές είναι
γενικώς δίκαιον, κάθε δε δίκαιον δεν είναι γενικώς ευσεβές, αλλά
μερικά μεν πράγματα δίκαια είναι ευσεβή, μερικά δε άλλα δεν είναι;
Ευθύφρων.
Δεν ημπορώ, ω Σώκρατες, να παρακολουθήσω τους λόγους σου.
Σωκράτης.
Και όμως εγώ βλέπω ότι συ είσαι νεώτερός μου βέβαια όχι ολιγώτερον από
όσον είσαι και σοφώτερός μου. Αλλά, καθώς σου είπα, βαρύνεσαι, διότι
έγεινες τρυφηλός πλέον από τους τόσους θησαυρούς της σοφίας σου. Αλλ',
ω καλότυχε, άφες, σε παρακαλώ, την μαλθακότητα και τόνωσον τας
δυνάμεις σου· διότι σε βεβαιώ, δεν είναι διόλου μάλιστα δύσκολον να
εννοήσης τον λόγον μου. Διότι ό,τι θα είπω είναι ακριβώς το εναντίον
από ό,τι είπεν ο ποιητής εκείνος οπού λέγει: {20}
«Τον Δία, οπού εδημιούργησε και παρήγαγεν όλα αυτά, δεν θέλεις να
εξυμνήσης, διότι όπου υπάρχει φόβος, εκεί υπάρχει και εντροπή».
Εγώ λοιπόν, ως προς αυτό, διαφωνώ με τον ποιητήν αυτόν.
— Να σου είπω που διαφωνώ;
Ευθύφρων.
Πολύ θα με υποχρεώσης να μου το είπης, ω Σώκρατες.
Σωκράτης.
Αυτό που λέγει ο ποιητής εδώ, ότι εκεί υπάρχει και εντροπή όπου
υπάρχει φόβος, δεν μου φαίνεται ότι είναι αληθινόν. Διότι πολλοί
άνθρωποι που φοβούνται την ασθένειαν και την πτωχείαν και άλλας πολλάς
τοιαύτας θλιβεράς περιπέτειας, μου φαίνεται ότι φοβούνται μεν αληθινά,
όμως διόλου δεν εντρέπονται αυτά οπού φοβούνται. Δεν το πιστεύεις και
συ αυτό;
Ευθύφρων.
Είμαι συμφωνότατος μαζί σου.
Σωκράτης
Αλλά το εναντίον μου φαίνεται, ο φόβος υπάρχει εκεί ίσα — ίσα, όπου
υπάρχει και η εντροπή. Διότι είναι κανένας άνθρωπος ο οποίος, ενώ
εντρέπεται μίαν κακήν πράξιν και αισχύνεται αυτήν, να μη φοβήται όμως
συνάμα και να μη τρομάζη την κακήν φήμην, η οποία επακολουθεί κατόπιν;
Ευθύφρων.
Βεβαιότατα την φοβείται.
Σωκράτης.
Ώστε δεν είναι σωστόν να λέγωμεν, όπου βέβαια υπάρχει φόβος, εκεί
υπάρχει και εντροπή συνάμα. Αλλά πρέπει να λέγωμεν έτσι: όπου υπάρχει
εντροπή, εκεί βεβαίως υπάρχει συνάμα και φόβος, όχι όμως όπου υπάρχει
βεβαίως φόβος, εκεί παντού εν γένει υπάρχει και εντροπή. Διότι φρονώ,
ότι ο φόβος έχει πολύ μεγαλυτέραν έκτασιν από την εντροπήν. Επειδή η
εντροπή είναι ένα μέρος μόνον του φόβου, καθώς και ο μονός αριθμός
είναι ένα μέρος μόνον ενός αριθμού, ώστε όπου υπάρχει ένας αριθμός,
βέβαια εκεί δεν υπάρχει αναγκαίως και μονός αριθμός, αλλά παντού όπου
υπάρχει ο μονός αριθμός, εκεί αναγκαίως υπάρχει και ένας αριθμός.
Τώρα, θαρρώ, με καταλαμβάνεις βέβαια;
Ευθύφρων.
Πολύ ωραία μάλιστα.
Σωκράτης.
Αυτό το ίδιον λοιπόν ακριβώς και προηγουμένως σε ηρώτησα· αρά γε
παντού όπου υπάρχει το δίκαιον, εκεί ομοίως υπάρχει και το ευσεβές, ή
όπου μεν ακριβώς υπάρχει το ευσεβές, εκεί παντού υπάρχει ομοίως και το
δίκαιον, όπου δε υπάρχει το δίκαιον, δεν υπάρχει παντού γενικώς και το
ευσεβές. Διότι το ευσεβές είναι ένα μέρος μόνον του δικαίου. Αυτό θα
παραδεχθώμεν ως βάσιν του ορισμού μας, ή έχεις καμμίαν άλλην γνώμην;
Ευθύφρων.
Αυτή η βάσις, την οποίαν θέτεις, μου φαίνεται ότι είναι ορθή.
Σωκράτης.
Πρόσεξε τώρα εις το εξής. Εάν βέβαια το ευσεβές είναι ένα μέρος μόνον
του δικαίου, πρέπει τώρα ημείς, καθώς νομίζω, να εξετάσωμεν ποίον
ακριβώς μέρος του δικαίου ημπορεί να είναι το ευσεβές. Εάν βεβαίως συ
με ερωτούσες διά κανέν από όσα τώρα δα είπαμεν, παραδείγματος χάριν,
ποίον μέρος ενός αριθμού είναι ο άρτιος αριθμός, και ποίος ακριβώς
είναι ο αριθμός αυτός, θα σου απαντούσα ότι άρτιος είναι ο αριθμός
εκείνος οπού διαιρείται εις δύο ίσα μέρη και όχι εκείνος που
διαιρείται εις δύο άνισα. Δεν έχεις την γνώμην αυτήν οπού έχω και εγώ;
Ευθύφρων.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Προσπάθησε λοιπόν τώρα και συ έτσι να μου αναπτύξης το ζήτημά μας,
ποίον ακριβώς μέρος του δικαίου είναι το ευσεβές, διά να είπω και εις
τον Μέλητον να μη θέλη πλέον να με θεωρή ένοχον εγκλήματος δημοσίου,
μήτε να με καταγγέλλη εις το δικαστήριον επί ασεβεία, διότι, αρκετά
καλώς πλέον έχω μάθει από σε ποία είναι ευσεβή και άγια και ποία όχι.
Ευθύφρων.
Λοιπόν εις εμέ τουλάχιστον, ω Σώκρατες, φαίνεται ότι το ευσεβές και το
άγιον αποτελεί αυτό το μέρος του δικαίου, το οποίον αφορά εις την
θεραπείαν και λατρείαν των θεών, το δε επίλοιπον μέρος αυτού αφορά εις
την περιποίησιν και φροντίδα, η οποία είναι πρέπον να υπάρχη μεταξύ
των ανθρώπων.
Σωκράτης.
Πολύ ωραία εις εμέ τουλάχιστον φαίνεσαι ότι εκφράζεσαι, ω Ευθύφρον.
Αλλ' όμως μου λείπει κάτι τι παρά μικρόν ακόμη από τον ορισμόν. Διότι
δεν καταλαμβάνω καλά — καλά τι εννοείς με την λέξιν θεραπεία ή
λατρεία. Βεβαίως, καθώς φρονώ, δεν εννοείς ότι η λατρεία, την οποίαν
έχουν οι άνθρωποι διά τους θεούς, είναι τοιούτου είδους, οποίαι
ακριβώς είναι αι φροντίδες και αι περιποιήσεις τας οποίας έχουν δι'
όλα τα λοιπά πράγματα. Διότι λέγομεν βέβαια, παραδείγματος χάριν, ότι
τους ίππους δεν γνωρίζει ο καθένας να τους περιποιήται παρά μόνον ο
ιπποκόμος. Έτσι είναι;
Ευθύφρων.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Η ιππική λοιπόν τέχνη αποβλέπει κυρίως εις την περιποίησιν των ίππων.
Ευθύφρων.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Και τους κυνηγετικούς κύνας βέβαια δεν γνωρίζει ο καθένας να
περιποιήται και ανατρέφη, αλλά μόνον ο κυνηγός.
Ευθύφρων.
Έτσι είναι.
Σωκράτης.
Ώστε η κυνηγετική τέχνη βέβαια, νομίζω, αποβλέπει εις την περιποίησιν
και ανατροφήν των κυνών.
Ευθύφρων.
Ναι.
Σωκράτης.
Και η βοηλατική τέχνη τότε αποβλέπει εις την περιποίησιν των βοών.
Ευθύφρων.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Η αγιότης λοιπόν και η ευσέβεια αποβλέπει εις την περιποίησιν των
θεών, ω Ευθύφρον; Αυτό εννοείς;
Ευθύφρων.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Λοιπόν κάθε Φρίντας και περιποίησης βεβαίως τον ίδιον σκοπόν έχει; ένα
τέτοιον, δηλαδή αποβλέπει εις το καλόν και την ωφέλειαν του πράγματος,
διά το οποίον φροντίζει κανείς, καθώς βλέπεις δα ότι οι ίπποι, όταν
υπό της ιππικής τέχνης περιποιούνται, τότε ωφελούνται και γίνονται
καλύτεροι. Ή δεν είναι έτσι;
Ευθύφρων.
Μάλιστα, έτσι είναι.
Σωκράτης.
Και οι κύνες βέβαια, φρονώ, όταν υπό της κυνηγετικής τέχνης
περιποιούνται, και τα βόδια υπό της βουλητικής, και τα λοιπά όλα
πράγματα ομοίως, ωφελούνται και γίνονται καλύτερα. Ή νομίζεις ότι η
περιποίησης και η φροντίς, οπού λαμβάνεται δι' αυτά συντελεί εις
βλάβην των;
Ευθύφρων.
Μα τον Δία, όχι αναμφιβόλως.
Σωκράτης.
Αλλά συντελεί εις την ωφέλειάν των;
Ευθύφρων.
Βεβαίως.
Σωκράτης.
Ε λοιπόν, και η ευσέβεια, αφού είναι φροντίς και περιποίησις, την
οποίαν έχουν οι άνθρωποι διά τους θεούς, συντελεί εις ωφέλειαν των
θεών και τους κάμνει καλυτέρους; Και συ ήθελες τολμήσει ποτέ να
βεβαιώσης, ότι οσάκις εκτελής καμμίαν ευσεβή πράξιν, κάμνεις καλύτερον
κανένα από τους θεούς;
Ευθύφρων.
Ποτέ, ποτέ, μα τον Δία.
Σωκράτης.
Ούτε εγώ βέβαια, ω Ευθύφρον, δεν πιστεύω ποτέ ότι συ εννοείς αυτό.
Ουδαμώς. Αλλά δι' αυτό μάλιστα σε ηρώτησα πολλές φορές τι επί τέλους
εννοείς με την λέξιν λατρεία διά τους θεούς, διότι ήμουν πεπεισμένος
ότι δεν δίδεις εις την λέξιν αυτήν την τοιαύτην σημασίαν.
Ευθύφρων.
Και πολύ σωστά, ω Σώκρατες, εγώ βέβαια δεν δίδω τοιαύτην έννοιαν εις
την λέξιν.
Σωκράτης.
Ας είναι. Αλλά ειπέ μου τώρα, τι είδους ακριβώς περιποίησις και
φροντίς διά τους θεούς ημπορεί να είναι η ευσέβεια;
Ευθύφρων.
Είναι, ω Σώκρατες, εκείνη η φροντίς και η περιποίησις, με την οποίαν
περιποιούνται οι δούλοι τους αυθέντας των.
Σωκράτης.
Καταλαμβάνω. Εννοείς ότι η φροντίς αυτή είναι ωσάν κάποια υπηρετική
τέχνη, χρησιμεύουσα εις την υπηρεσίαν των θεών.
Ευθύφρων. Βεβαιότατα. Αυτό εννοώ.
Σωκράτης.
Ημπορείς λοιπόν να μου είπης, η τέχνη οπού εξυπηρετεί τους ιατρούς,
εις ποίου έργου την εκτέλεσιν τους εξυπηρετεί; Δεν φρονείς ότι τους
εξυπηρετεί εις την αποκατάστασιν της υγείας δι' ένα άρρωστον;
Ευθύφρων.
Μάλιστα. Αυτό εννοώ.
Σωκράτης.
Αλλά η τέχνη, ω Ευθύφρον, η οποία εξυπηρετεί τους ναυπηγούς, εις ποίου
έργου την εκτέλεσιν τους εξυπηρετεί;
Ευθύφρων.
Είναι φανερόν, ω Σώκρατες, ότι τους εξυπηρετεί εις το να κατασκευάζουν
πλοία.
Σωκράτης.
Και η τέχνη, φρονώ, των οικοδόμων εξυπηρετεί αυτούς εις το να
κατασκευάζουν οικίας;
Ευθύφρων.
Ναι.
Σωκράτης.
Ειπέ μου χώρα, φίλτατε· η ευσέβεια, η οποία εξυπηρετεί τους θεούς, εις
ποίου έργου την εκτέλεσιν ημπορεί να τους εξυπηρετή; Είναι φανερόν ότι
συ το γνωρίζεις αυτό, επειδή ίσα — ίσα ωμολόγησες ότι γνωρίζεις τα
θρησκευτικά ζητήματα εξόχως άριστα, όσον κανείς από τους ανθρώπους
όλους.
Ευθύφρων.
Και είπα βέβαια την αλήθειαν, ω Σώκρατες.
Σωκράτης.
Είπε μου τώρα, εν ονόματι του Διός, τι επί τέλους είναι εκείνο το κατ'
εξοχήν ευμορφότατον έργον, το οποίον οι θεοί κάμνουν με την υπηρεσίαν
και βοήθειαν της ιδικής μας ευσεβείας και αγιότητος;
Ευθύφρων.
Πολλά ωραία πράγματα, ω Σώκρατες, κάμνουν.
Σωκράτης.
Βεβαίως και οι στρατηγοί, φίλε μου, πολλά ωραία πράγματα κατορθώνουν.
Αλλ' όμως το κυριώτατον από αυτά εύκολα ημπορείς να μου είπης, ότι
δηλαδή κατορθώνουν την νίκην εις τους πολέμους. Είναι έτσι;
Ευθύφρων.
Βεβαιότατα.
Σωκράτης.
Πιστεύω δε ότι και οι γεωργοί κατορθώνουν βεβαίως πολλά ωραία
πράγματα. Αλ' όμως το κυριώτατον από τα έργα των, είναι το να χορηγούν
τροφήν εις τους ανθρώπους από τα προϊόντα της γης.
Ευθύφρων.
Είμαι πολύ σύμφωνος.
Σωκράτης.
Ειπέ μου λοιπόν τώρα. Από τα πολλά ωραία πράγματα, τα οποία οι θεοί
κάμνουν με την υπηρεσίαν της ευσεβείας μας, ποίον είνε το κυριώτατον;
Ευθύφρων.
Και ολίγον πρωτύτερα σου είπα, ω Σώκρατες, ότι όλα αυτά τα ζητήματα
είνε παρά πολύ δύσκολον να τα αναπτύξη κανείς με ακρίβειαν. Απλώς όμως
σου λέγω το εξής: ότι εάν κανείς άνθρωπος ηξεύρη και να λέγη και να
πράττη ευάρεστα εις τους θεούς και όταν προσεύχεται και όταν θυσιάζη,
αυτά είνε οπού λέγω εγώ ευσεβή έργα· όλα δε αυτού του είδους τα έργα
σώζουν, και τους ιδιαιτέρους οίκους των ανθρώπων και τας κοινάς
υποθέσεις των πόλεων. Όσα δε έργα είνε εναντία από τα ευάρεστα, είνε
ασεβή, τα οποία ίσα — ίσα καταστρέφουν εκ θεμελίων και εξαφανίζουν τα
πάντα.
Σωκράτης.
Α, πολύ συντομώτερα, ω Ευθύφρον, εάν ήθελες, ημπορούσες να μου είπης
το κυριώτατον από εκείνα, που σε ηρώτησα. Αλλά βεβαίως βλέπω ότι δεν
έχεις την προθυμίαν να με διδάξης. Είνε πολύ φανερόν αυτό. Διότι τώρα
δα, οπού έφθασες ακριβώς επάνω εις την ουσίαν του ζητήματος,
παρεξέκλινες έξαφνα και απεμακρύνθης από αυτό. Μίαν λέξιν εάν μου
έλεγες ακόμη, αρκετά ήθελα καταλάβη πλέον από σε τι πράγμα είνε η
ευσέβεια κατ' ουσίαν. Αλλ' όμως θα σε παρακολουθήσω — επειδή είνε
ανάγκη να σε ακολουθώ, ως ο εραστής την ερωμένην του, όπου και αν
υπάγης — Τι πράγμα εννοείς τώρα ότι είνε το ευσεβές και η ευσέβεια;
Δεν εννοείς ότι είνε κάποια τέχνη να θυσιάζη κανείς εις τους θεούς και
να προσεύχεται εις αυτούς;
Ευθύφρων.
Μάλιστα.
Σωκράτης.
Λοιπόν το να θυσιάζη κανείς σημαίνει ότι χαρίζει κάτι εις τους θεούς,
το δε να προσεύχεται σημαίνει ότι ζητεί κάτι τι από τους θεούς;
Ευθύφρων.
Βεβαιότατα, ω Σώκρατες.
Σωκράτης.
Λοιπόν το μεν να θυσιάζη κανείς εις τους θεούς σημαίνει ότι χαρίζει
εις αυτούς, το δε να προσεύχεται σημαίνει ότι ζητεί κανείς από τους
θεούς;
Ευθύφρων.
Μάλιστα, ω Σώκρατες.
Σωκράτης.
Ώστε η ευσέβεια σύμφωνα με τον ορισμόν σου αυτόν είνε επιστήμη
ζητήσεως και δόσεως, ήγουν να ζητή κανείς να λάβη από τους θεούς και
να χαρίζη εις αυτούς.
Ευθύφρων.
Πολύ ωραία εννόησες, ω Σώκρατες, ό,τι είπα.
Σωκράτης.
Βεβαιότατα, ω φίλε μου, διότι είμαι εραστής της σοφίας σου και έχω
αφιερώση όλην την προσοχήν μου εις αυτήν, ώστε ό,τι και αν είπης, δεν
θα είνε χαμένον. {21} Αλλά σε παρακαλώ, ειπέ μου, ποία είνε αυτή η
υπηρεσία, την οποίαν οι άνθρωποι προσφέρουν εις τους θεούς;
Παραδέχεσαι ότι αυτή είνε η τέχνη να ζητή κανείς να λάβη από αυτούς
και να δίδη εις εκείνους;
Ευθύφρων.
Βεβαίως.
Σωκράτης.
Αρά γε λοιπόν το να ζητώμεν από τους θεούς ορθώς, δεν σημαίνει ότι
πρέπει να ζητώμεν από αυτούς εκείνα, των οποίων έχομεν ανάγκην;
Ευθύφρων.
Βεβαίως τι άλλο ημπορεί να σημαίνη παρά τούτο;
Σωκράτης.
Και πάλιν το να δίδωμεν δώρα εις τους θεούς ορθώς δεν σημαίνει ότι
πρέπει και ημείς να δίδωμεν εις αυτούς εκείνα, των οποίων έχουσιν
ανάγκην από ημάς; Διότι δεν είναι, θαρρώ, τακτικόν βέβαια, να προσφέρη
κανείς δώρα εις ένα άνθρωπον πράγματα, τα οποία δεν χρειάζεται.
Ευθύφρων.
Πολύ αληθινά λέγεις, ω Σώκρατες.
Σωκράτης.
Ώστε η ευσέβεια, ω Ευθύφρον, είνε κάποια τέχνη εμπορική και
κερδοσκοπική εκμετάλλευσις αναμεταξύ θεών και ανθρώπων.
Ευθύφρων.
Μάλιστα· ένα είδος εμπορικής τέχνης είνε η ευσέβεια, αν σου αρέση
καλύτερα έτσι να την ονομάζωμεν.
Σωκράτης.
Αλλ' όχι, ω Ευθύφρον. Εις εμέ τουλάχιστον τίποτε δεν αρέσει καλύτερα,
αν δεν τύχη να είνε πράγματι αληθές. Αλλ' ειπέ μου, σε παρακαλώ, ποίαν
ωφέλειαν έχουν οι θεοί από τα δώρα μας; Διότι όσα μεν καλά μας δίδουν
οι θεοί, εις κάθε άνθρωπον αυτά είνε φανερά. Διότι ημείς πραγματικώς
κανέν καλόν δεν έχομεν, το οποίον να μη μας έδωκαν οι θεοί, από όσα δε
από ημάς εκείνοι λαμβάνουν, τι ωφέλειαν έχουν από αυτά; Ή τόσον πολύ
περισσότερον πλεονέκται και δόλιοι είμεθα από τους θεούς εις το
εμπόριον, ώστε όλα τα καλά και ωφέλιμα λαμβάνομεν από αυτούς, εκείνοι
δε τίποτε καλόν από ημάς δεν λαμβάνουν;
Ευθύφρων.
Αλλά πιστεύεις, ω Σώκρατες, ότι οι θεοί ωφελούνται από αυτά, τα οποία
λαμβάνουν από ημάς;
Σωκράτης.
Αλλά τότε τι, τέλος πάντων, ημπορεί να είναι, ω Ευθύφρον, τα δώρα, τα
οποία εκ μέρους μας προσφέρονται εις τους Θεούς;
Ευθύφρων.
Τι άλλο, θαρρείς, να είνε, παρά τιμή και σέβας και δοξολογία και ό,τι
εγώ ακριβώς ανωτέρω είπα, πράγμα θεάρεστον, με το οποίον επιζητούμεν
να αποκτήσωμεν την εύνοιαν αυτών;
Σωκράτης.
Ώστε, ω Ευθύφρον, το ευσεβές είνε εν πράγμα θεάρεστον, με το οποίον
αποκτά κανείς την εύνοιαν των θεών, δεν είνε δε ωφέλιμον εις τους
θεούς ούτε προσφιλές εις αυτούς;
Ευθύφρων.
Εγώ όμως πιστεύω ότι το ευσεβές, ω Σώκρατες, είνε έν πράγμα εξόχως
προσφιλέστατον εις τους θεούς από όλα.
Σωκράτης.
Ώστε, καθώς ομολογείς, το ευσεβές πράγμα είνε προσέτι και αγαπητόν εις
τους θεούς.
Ευθύφρων.
Βεβαιότατα, μάλιστα.
Σωκράτης.
Θα εκπλαγής λοιπόν, ενώ μου λέγης αυτά, διότι οι ορισμοί σου δεν
φαίνονται σταθεροί, αλλά μετακινούνται και περιπατούν, και θα
κατηγορήσης πάλιν εμέ, τον Δαίδαλον, οπού κάμνω αυτούς να περιπατούν,
ενώ συ είσαι, βλέπω, παρά πολύ επιτηδειότερος από τον Δαίδαλον και
κάμνεις αυτούς να φέρουν γύρω; Ή δεν εννοείς ότι ο ορισμός μας, αφού
έκαμεν ένα κύκλον, κατήντησε πάλιν εις το ίδιον σημείον; Ενθυμείσαι
βεβαίως, θαρρώ, ότι προηγουμένως το ευσεβές και το αγαπητόν εις τους
θεούς δεν μας εφάνη ότι είνε το ίδιον, αλλ' ότι είνε διαφορετικόν το
έν από το άλλο, ή δεν το ενθυμείσαι;
Ευθύφρων.
Μάλιστα· το ενθυμούμαι.
Σωκράτης.
Δεν καταλαμβάνεις λοιπόν ότι τώρα ομολογείς ότι εκείνο οπού αρέσει εις
τους θεούς είνε ευσεβές; Τούτο δε οπού αρέσει εις αυτούς δεν είναι
αλήθεια ότι είνε θεάρεστον; ή όχι;
Ευθύφρων.
Βεβαίως είνε θεάρεστον και αγαπητόν.
Σωκράτης.
Λοιπόν ή προ ολίγου δεν ωρίσαμεν αυτό καλά, ή αν τότε καλά το
ωρίσαμεν, τώρα δεν συζητούμεν ορθώς και φθάνομεν εις εσφαλμένον
ορισμόν.
Ευθύφρων.
Φαίνεται ότι έτσι είναι.
Σωκράτης.
Ώστε από την αρχήν πρέπει να σκεφθώμεν πάλιν και να εξετάσωμεν ποίον
πράγμα είνε ακριβώς το ευσεβές. Διότι εγώ, όσον εξαρτάται από την
θέλησίν μου, δεν θα αποδειλιάσω, έως ότου να το μάθω. Όμως μη με
περιφρονήσης, αλλά με κάθε τρόπον, έχων όσον το δυνατόν προσεκτικόν
τον νουν σου, τώρα πες μου την αλήθειαν. Διότι ηξεύρεις όσον κανείς
άλλος άνθρωπος, ότι δεν πρέπει να σε αφήσω, καθώς ο Πρωτεύς {22}, έως
ότου με διδάξης αυτό. Διότι αν δεν ήξευρες καθαρά ποίον πράγμα είνε
όσιον και ποίον ανόσιον, ποτέ δεν θα επεχείρεις να καταγγείλης εις το
δικαστήριον επί φόνω τον πατέρα σου, ένα γηραλέον άνθρωπον, διά να
υπερασπίσης ένα μισθωτόν δούλον, ένα ημεροκαματιάρην. Αλλά προσέτι και
τους θεούς θα εφοβείσο, να ριψοκινδυνεύσης με τόσην τόλμην μήπως
ήθελες διαπράξη καμμίαν ασέβειαν δι' αυτής της πράξεως και τους
ανθρώπους θα εντρέπεσο. Τώρα όμως, πολύ καλά το ηξεύρω, πιστεύεις ότι
με σαφήνειαν γνωρίζεις ποίον πράγμα είνε ευσεβές και ποίον όχι. Ειπέ
μου λοιπόν, ω αγαθώτατε Ευθύφρον, και μη μου αποκρύψης τι πράγμα
θεωρείς ότι είνε αυτό το ευσεβές.
Ευθύφρων.
Πολύ ευχαρίστως, αλλά, σε παρακαλώ, άλλην φοράν, ω Σώκρατες, διότι
τώρα βιάζομαι να υπάγω κάπου, και είνε καιρός να πηγαίνω.
Σωκράτης.
Τι παράξενα κάμνεις, φίλε μου. Μου φεύγεις τώρα και μου αφαιρείς τόσον
μεγάλας ελπίδας οπού είχα, κ' εφανταζόμην ότι, αφού εμάνθανον από σε
ποία πράγματα είνε ευσεβή και ποία όχι, ήθελον απαλλαχθή από την εκ
μέρους του Μελήτου εναντίον μου δίκην, διότι θα του απεδείκνυον ότι
εγώ πλέον έγεινα σοφός, όσον αφορά εις τα θρησκευτικά ζητήματα,
διδαχθείς από τον Ευθύφρονα, και ότι δεν νεωτερίζω πλέον εισάγων νέας
δοξασίας και καινοτομίας εις αυτά από άγνοιαν, και ιδίως μάλιστα ήθελα
ζήση πλέον όσον το δυνατόν ευσεβέστατα και ως προς τας μετά των
νεωτέρων σχέσεις μου.
1} Το Λύκειον ήτο ιερόν του Απόλλωνος, προς τα ανατολικά της πόλεως, εις το μεταξύ Λυκαβηττού και Ιλισσού μέρος, όπου σήμερον η Ριζάρειος Σχολή, και ακριβώς όπισθεν του Βασιλικού Κήπου προς το μέρος του Ιλισσού. Είχε δε πολλούς σκιερούς περιπάτους και δενδροφυτείας πυκνάς και ήτο πολυσύχναστον μέρος. Βραδύτερον εδίδασκεν εν αυτώ ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του, οι οποίοι και Περιπατητικοί φιλόσοφοι ωνομάσθησαν.
2} Η Στοά αύτη έκειτο εις την αγοράν κατά το Κεραμεικόν. Εντός αυτής είχε τα γραφεία του ο άρχων βασιλεύς, είς των 9 αρχόντων, όστις είχε την διεύθυνσιν των θρησκευτικών εν γένει δικών.
3} Δίκην ωνόμαζον οι αρχαίοι την διά τα ιδιωτικά αδικήματα κρίσιν, γραφήν δε την διά τα δημόσια.
4} Ο Μέλητος ήτο ποιητής και άσημος ρήτωρ, όστις πριν κατηγορήση τον Σωκράτην είχε κατηγορήσει τον Περικλέα· τούτον βραδύτερον οι Αθηναίοι κατήγγειλαν ως συκοφάντην. Κυρίως οι κατήγοροι του Σωκράτους ήσαν τρεις, ο Μέλητος, ο Άνυτος και ο Λύκων. Αλλ' ενταύθα ο Σωκράτης αναφέρει μόνον τον Μέλητον ως πρωτουργόν της κατηγορίας.
5} Ο δήμος Πίθος ή Πιτθός ανήκεν εις την Κεκροπίδα φυλήν. Έκειτο δε περίπου οπού σήμερον το χωρίον Κερατιά.
6} Τούτο είναι αρχαία ελληνική παροιμία: «αφ' εστίας άρχεσθαι» λεγομένη επ' εκείνων, οι οποίοι επιχειρούν την καταστροφήν πράγματός τινος αφ' εστίας, ήτοι από του πλέον ιερού και αγίου μέρους, καθώς ήτο η εστία των αρχαίων οίκων, το ενδότερον τούτων, όπου εφυλάσσοντο οι εφέστιοι θεοί, οι της οικίας προστάται. Ιδού λαμπρός έπαινος του Σωκράτους, ο οποίος εθεωρείτο διά την πόλιν ό,τι οι εφέστιοι θεοί διά τον οίκον.
7} Περί του δαιμονίου του Σωκράτους ίδε εν τη Απολογία, εις τα προλεγόμενά μου και εις το κείμενον. «Βιβλιοθήκη Αρχ. Ελλ. Συγγραφέων Γ. Φέξη».
8} Ο Ευθύφρων ήτο μάντις γνωστός εις όλους ως θεόπνευστος, ίσως δε είχε το έργον τούτο κληρονομικώς καθώς συνηθίζετο τότε.
9} Δεν απηλλάσσετο ο μεμολυσμένος ανδροκτόνος και οι περί αυτόν από το μίασμα, ειμή διά δίκης και εξορίας ή φόνου. Τούτο δε ελέγετο αφοσίωσις. Από δεισιδαιμονίαν λοιπόν προέβη ο Ευθύφρων εις την καταγγελίαν του πατρός του.
10} Εξηγητάς ωνόμαζαν οι παλαιοί Αθηναίοι εκείνους, οι οποίοι είχον ως έργον να εξηγούν και ερμηνεύουν τους νόμους, και μάλιστα τους αφορώντας τα πατροπαράδοτα θρησκευτικά έθιμα. Τους εξηγητάς αυτούς πάντοτε συνεβουλεύοντο και οι δικασταί εις τας θρησκευτικάς δίκας. Οι εξηγηταί ούτοι εις τας Αθήνας ήσαν πιθανώς τρεις εκλεγόμενοι από τα μαντείον των Δελφών εκ των ευπατριδών.
11} Ο Κρόνος εξεθρόνισε τον πατέρα του Ουρανόν και εβασίλευσεν αυτός αντ' εκείνου εις τον ουρανόν. Αλλά κατόπιν εξεθρονίσθη και αυτός από τον υιόν του τον Δία, όστις διεμοίρασεν έπειτα τον κόσμον με τους δύο αδελφούς του, τον Ποσειδώνα και τον Πλούτωνα και έλαβεν ο μεν Ζεύς την εξουσίαν επί του αιθέρος και της γης, ο δε Ποσειδών επί της θαλάσσης και ο Πλούτων επί του Άδου.
12} Ο Ζευς εθεωρείτο υπό των αρχαίων ο κατ' εξοχήν προστάτης της φιλίας, διό και ωνομάζετο «Ζευς φίλιος».
13} Μέχρι των χρόνων τούτων του Πλάτωνος είχον ακμάσει εν Αθήναις οι διάσημοι ζωγράφοι Πολύγνωτος ο Θάσιος, Μήκων και Ονάτας οι Αιγινήται, Αγάθαρχος ο Σάμιος, ο Απολλόδωρος και άλλοι.
14} Προ πάντων μία των εν Αθήναις Στοών ήτο γεμάτη από τοιαύτας λαμπράς εικόνας, η οποία δι' αυτό ωνομάζετο Ποικίλη Στοά.
15} Μεγάλα Παναθήναια εκαλούντο η μεγίστη και αρχαιοτάτη αθηναϊκή εορτή, η οποία από τους χρόνους του Θησέως ωνομάσθη ούτως. Ετελούντο δε τα μεγάλα Παναθήναια κατά πενταετίαν, το τρίτον έτος εκάστης Ολυμπιάδος, μεγαλοπρεπέστατα και διήρκουν επί 5 ημέρας, από της 25 μέχρι της 29 του Εκατομβαιώνος μηνός (του καθ' ημάς Αυγούστου). Κατ' αυτά ετελούντο αγώνες γυμνικοί δρόμου και λοιπών και ιππικοί και μουσικοί και ναυτικοί ακόμη. Την δε τελευταίαν ημέραν της εορτής εγίνετο την νύκτα λαμπαδηφορία μετά την πομπήν του πέπλου. Ο δε πέπλος ούτος ήτο μάλλινος, έν λευκόν τετράγωνον ύφασμα, είδος επανωφορίου άνευ χειρίδων, γεμάτο από κεντήματα, τα οποία παρίστανον κατορθώματα της Αθηνάς και άλλων θεών, με τον οποίον αναβαίνοντες εις την Ακρόπολιν εσκέπαζαν το ξόανον της Πολιάδος Αθηνάς, ήτοι το πανάρχαιον ξύλινον άγαλμα της θεάς αυτής, της προστάτιδος των Αθηνών. Προηγείτο δε της αναβάσεως εις την Ακρόπολιν μεγάλη πομπή του πέπλου από τας Αθήνας εις την Ελευσίνα και από εκεί πάλιν εις το Κεραμεικόν (την σημερινήν Αγίαν Τριάδα). Από εκεί η πομπή διήρχετο όλας τας συνοικίας της πόλεως και τέλος ανέβαινεν εις την Ακρόπολιν. Καθ' όλον το διάστημα της μακράς πομπής αυτής ο πέπλος ήτο ηπλωμένος ως ιστίον επί μικρού πλοιαρίου, το οποίον είχε τροχούς, διά να κινήται διά μέσου των οδών της πόλεως.
16} Περί του Ηφαίστου λέγει η Μυθολογία ότι ευρίσκετο εις εχθρικάς σχέσεις με την μητέρα του την Ήραν, διότι τον έρριψεν από τον ουρανόν εις την γην, επειδή είχε γεννηθή χωλός.
17} Ο Δαίδαλος ήτο περιφημότατος γλύπτης και αρχιτέκτων. Κατεσκεύαζε. δε αγάλματα κινούμενα. Την παράδοσιν ταύτην επεξηγών ο αρχαίος Σχολιαστής παρατηρεί ότι πρώτος ο Δαίδαλος εποίησεν άγαλμα περισκελές, ήτοι με χωρισμένα τα σκέλη ως εν κινήσει — εν ώ οι προ αυτού τεχνίται κατεσκεύαζον τα βρέτη — τα αγάλματα — με τα σκέλη συγκεκολλημένα. Διό και διεδόθη η φήμη ότι εκινούντο τα αγάλματά του. Αποκαλεί δε ο Σωκράτης πρόγονόν του τον Δαίδαλον, όχι διότι όντως κατήγετο εξ αυτού, αλλά διότι και ο Σωκράτης και ο πατήρ του Σωφρονίσκος ήσαν γλύπται. (Παράβαλε και προλεγόμενα της Απολογίας «Βιβλ. Φέξη: Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων»).
18} Ο Τάνταλος ήτο βασιλεύς της Φρυγίας τόσον πλούσιος, ώστε ως παροιμίαν έλεγον οι αρχαίοι «Ταντάλου χρήματα», διά να φανερώσουν ανυπολογίστους θησαυρούς.
19} Όλα ταύτα λέγει ο Σωκράτης με ειρωνείαν.
20} Είναι ταύτα στίχοι από τα «Κύπρια έπη» του Στασίνου, ενός εκ των Κυκλικών λεγομένων ποιητών, των μετά τον Όμηρον. Άλλοι όμως τους στίχους αυτούς αποδίδουν εις τον ποιητήν Επίχαρμον. Του γνωμικού όμως τούτου εγίνετο συχνή χρήσις από τους αρχαίους.
21} Η αρχαία φράσις είναι «ου χαμαί πεσείται». Παροιμία δι' εκείνους, οι οποίοι τίποτε δεν λέγουν εις μάτην και εις τον αέρα, αλλά ό,τι και αν είπουν, έχει τον σκοπόν του και τον τόπον του.
22} Ενταύθα εννοείται το εν τη Οδυσσεία (Δ. σ. 38} επεισόδιον μεταξύ Μενελάου και Πρωτέως. Ήτο δε ο Πρωτεύς γέρων θαλάσσιος θεός, υπηρετών τον Ποσειδώνα, μέγας δε προφήτης· αλλά πολύ δύσκολος εις τας απαντήσεις του. Διέτριβε συνήθως εις την παρά την Αίγυπτον θάλασσαν, διά να υπεκφεύγη δε τους ερωτώντας αυτόν, είχε την δύναμιν να μεταμορφώνεται εις ό,τι πράγμα ήθελεν, εις κάθε είδος από τα ερπετά και θηρία της γης και εις ύδωρ ακόμη και εις πυρ. Το μόνον μυστικόν του να δυνηθή τις να του αποσπάση απάντησιν, ήτο να κατορθώση να τον συλλάβη και τον δέση, να τον κρατή δε, έως ου ήθελεν επανέλθη εις την πρώτην μορφήν του τότε προέλεγε θετικάς και αληθινάς προφητείας. Ούτω κατώρθωσε με δόλον να τον συλλάβη και ο Μενέλαος, διά συμβουλής της θυγατρός του θεού αυτού Ειδοθέας, παρά την ακτήν, καθώς χαριέστατα διηγείται ο Όμηρος, ως άνω εσημειώσαμεν, ότε μετεμορφώθη εις λέοντα, έπειτα εις δράκοντα και πάρδαλιν και φοβερόν αγριόχοιρον, ύστερον δε έγεινεν ύδωρ και δένδρον πανύψηλον.
End of Project Gutenberg's Euthyphro, by Plato and Alexandros Moraitides